24 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΧΙ ΔΥΟ ΓΝΩΜΕΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ

«Ο μακάριος Μωυσής, θέλοντας με παραδείγματα να δείξει ότι η ψυχή δεν πρέπει να ακολουθεί δυο γνώμες, δηλαδή το καλό και το κακό, αλλά μόνο το καλό, ούτε να καλλιεργεί δύο είδη καρπών, δηλαδή ωφέλιμους και βλαβερούς, αλλά μόνο ωφέλιμους, λέει: “Στο αλώνι σου, δε θα ζέψεις μαζί ζώα διαφορετικού γένους, λ.χ. βόδι με γαϊδούρι, αλλά αφού ζέψεις ζώα του ίδιου γένους, να αλωνίσεις τα σπαρτά σου”, -δηλαδή στο αλώνι της καρδιάς μας να μην αλωνίζουν μαζί αρετή και κακία, αλλά μόνον η αρετή.

“Δεν θα υφάνεις λινό μαζί με μάλλινο ύφασμα, ούτε μαλλί με λινό. Δε θα καλλιεργήσεις στο χωράφι σου δύο είδη καρπών μαζί. Δε θα διασταυρώσεις ζώα διαφορετικού γένους, αλλά θα ενώσεις ζώα ίδιου γένους”.

Με όλα αυτά υπαινίσσεται με μυστικό τρόπο ότι δεν πρέπει να καλλιεργούνται μέσα μας, όπως είπαμε, κακία και αρετή, αλλά να γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της αρετής· ούτε να μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, στο πνεύμα του Θεού και στο πνεύμα του κόσμου, αλλά μόνο στο πνεύμα του Θεού, και να καρποφορεί μόνο τους καρπούς του Πνεύματος.

Γι’ αυτό λέει ο Ψαλμωδός: “Συμμορφωνόμουν σ’ όλες τις εντολές Σου και μίσησα κάθε τι που οδηγεί στην αδικία”» (Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, 3ος τόμος, Περιβόλι της Παναγίας, μετάφρ. Αντ. Γαλίτη, 1986).

Πρόκειται περί αποσπάσματος από τον λόγο «Περί της πνευματικής τελειότητος» του μεγάλου νηπτικού Πατέρα της Εκκλησίας αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, ο οποίος έζησε την εποχή του Θεοδοσίου του Μεγάλου (4ος αι.) και «με τους υπερβολικούς κόπους της ασκήσεως έγινε τύπος και παράδειγμα του μοναχικού βίου». Κατά τον σπουδαίο μακαριστό Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη «με ένα στόμα και μια καρδιά οι ορθόδοξοι μοναχοί μαρτυρούν ότι ένα από τα εντρυφήματα υψηλής στάθμης και αποφασιστικής διαμορφώσεως μοναχικού ήθους είναι και οι «Πενήντα ομιλίες» του θεοφόρου πατέρα, Μακαρίου του Αιγυπτίου», που σημαίνει ότι και μόνες αυτές «είναι αρκετές να στοιχειώσουν (να διδάξουν) την ψυχή, να την παιδεύσουν και να την ανυψώσουν μέχρι του θρόνου του Θεού, αν ακολουθηθούν πιστά».

Ποια είναι η προϋπόθεση με την οποία εκκινεί τον λόγο του ο άγιος στο παρατιθέμενο κείμενο; Η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος μέσα του είναι διχασμένος: συχνά η ψυχή του ακολουθεί δύο γνώμες, το καλό και το κακό, όπως σημειώνει, καλλιεργεί δύο είδη καρπών, ωφέλιμων και βλαβερών, και το χειρότερο˙ μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, του Θεού και του (αμαρτωλού) κόσμου! Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα βεβαίως είναι η απουσία της χάρης του Θεού στην ύπαρξή του – «δεν καρποφορεί τους καρπούς του Πνεύματος» - που θα πει ότι κυριαρχείται τελικώς από το ακατάστατο δαιμονικό πνεύμα και την κόλαση και τη δυστυχία που αυτό αδιάκοπα ζει και μεταφέρει. Ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου διά στόματος αδελφοθέου Ιακώβου σημειώνει ότι «ανήρ δίψυχος, ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού», δηλαδή δεν υπάρχει πουθενά ησυχία, ηρεμία και γαλήνη σε όλες τις διαστάσεις της ζωής του ανθρώπου που δεν βρίσκεται αταλάντευτα επί τα ίχνη του Κυρίου και των αγίων Του. Κι αλλού ο ίδιος απόστολος και πάλι θα πει ότι δεν μπορεί μία πηγή πότε να βγάζει νερό καθαρό και πότε βρόμικο, εννοώντας ασφαλώς ότι στην καρδιά του ανθρώπου δεν πρέπει να υπάρχει η διχοστασία και η διχογνωμία, διότι στην ουσία πρόκειται έτσι για μία τρέλα που φανερώνει το ψυχικό έρεβος στο οποίο είναι βυθισμένη αυτή.

Η αιτία για την τραγική αυτή κατάσταση είναι γνωστή: είναι η αμαρτία στην οποία περιέπεσε ο άνθρωπος ήδη απαρχής της δημιουργίας του, η άρνηση να υπακούσει στον Δημιουργό του, οπότε όλη η θεοείδεια του ανθρώπου χάθηκε, απώλεσε αυτός την ομορφιά του εικονισμού του Χριστού στην ύπαρξή του, θόλωσε ο ορίζοντάς του, κινήθηκε και κινείται έκτοτε σαν τυφλός χωρίς νόημα και σκοπό στη ζωή του. Ενώ ο Πατέρας Δημιουργός δηλαδή έδωσε στον άνθρωπο όλες τις δυνατότητες για να ζει και αυτός ως μικρός θεός με απειρία αναπτύξεώς του, εκείνος δυστυχώς με την άρνησή του διασπάστηκε, ο ηγεμόνας νους του που βασίλευε πάνω στη φύση και τη δική του και τη έξω από αυτόν, υποτάχτηκε στα άτακτα πάθη του, οπότε «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Ο μονόδρομος της υπακοής στον Θεό που συνιστούσε τη φυσιολογία και τη χαρά του έγινε η πολλαπλότητα αδιέξοδων δρόμων που δημιουργούσαν οι αμαρτωλές διαθέσεις του, δρόμων που τον έκαναν να στριφογυρίζει γύρω πάντοτε από τον εαυτό του – μία περιδίνηση έκτοτε του εγώ του σαν μία ρουφήχτρα που τον τραβάει στα έσχατα βάθη του προσωπικού του άδη. «Ο υιός μου ούτος νεκρός ην και απολωλώς», νεκρός και χαμένος: η αποτίμηση του ίδιου του Δημιουργού για την κατάντια του αγαπημένου Του πλάσματος μακριά από Εκείνον.

Και βεβαίως ο Κύριος ως η πηγή της αγάπης και της ζωής δεν άφησε το δημιούργημά Του στην τραγική αυτήν κατάσταση. «Έκλινεν ουρανούς και κατέβη» εν προσώπω Ιησού Χριστού, προσέλαβε την πεσμένη ανθρώπινη φύση, την καθάρισε, την έσωσε, της έδωσε και πάλι την αρχική της προοπτική κι ακόμη περισσότερο. Με τον απαραίτητο όρο ο άνθρωπος να θελήσει την επέμβασή Του, να αποδεχτεί ελεύθερα τη δωρεά Του, κατά το «όσοι έλαβον Αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος). Στο πρόσωπο ιδίως της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου βλέπουμε την πιο καθαρή μορφή της συνεργασίας αυτής: «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» - η συνέργεια που σαρκώνει τον Θεό μέσα στον άνθρωπο και τον κάνει «να βαστάζει τον βαστάζοντα πάντα». Με τα λόγια μάλιστα του αγίου Μακαρίου: «Με τη χάρη και τη θεία δωρεά του Πνεύματος ο καθένας από εμάς κερδίζει τη σωτηρία˙ με πίστη πάλι και αγάπη και με αγώνα της αυτεξούσιας προαιρέσεως μπορεί να φτάσει στο τέλειο μέτρο της αρετής. Και τούτο, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή όχι μόνο με τη χάρη, αλλά και με τη δικαιοσύνη. Και μήτε να αξιώνεται την τέλεια αρετή με μόνη τη θεία δύναμη και χάρη, χωρίς να συνεισφέρει και τους δικούς του κόπους, μήτε πάλι με μόνη τη δική του προθυμία και δύναμη να φτάνει το τέλειο μέτρο της ελευθερίας και της καθαρότητας χωρίς να βοηθήσει από ψηλά το χέρι του Θεού».

Λοιπόν, μετά τον ερχομό του Κυρίου Ιησού η πορεία του χριστιανού ξαναγίνεται μονόδρομος. Είναι ο μονόδρομος της απόλυτης και αταλάντευτης υπακοής στο άγιο θέλημα του Θεού, όπως το υπέδειξε ο Ίδιος με την προσευχή που μας δίδαξε, το «Πάτερ ημών», και όπως διαρκώς το λέμε και εμείς, αλλά συχνά χωρίς επίγνωση: «γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Με άλλα λόγια ο χριστιανός δεν πρέπει και δεν μπορεί να έχει δύο θελήματα, δεν μπορεί να αλλοιθωρίζει σε δύο κατευθύνσεις, δεν πρέπει να παρουσιάζει συμπτώματα πνευματικής σχιζοφρένειας. Ο Κύριος με απόλυτο τρόπο το απεκάλυψε πολλές φορές: «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Όποιος θέλει να είναι φίλος του (αμαρτωλού) κόσμου γίνεται εχθρός του Θεού». «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου» - λόγια που αν τα συνειδητοποιούσαμε θα βρισκόμασταν εσαεί στην πιο μεγάλη πνευματική ένταση, σαν τον αθλητή που είναι έτοιμος να ακούσει το κέλευσμα για να ξεκινήσει όλος μάτια και αυτιά στο αγώνισμά του.

Και η ετοιμότητα αυτή και η ένταση αυτή έχει ως θεμέλιο όχι μία τυπική συμμόρφωση προς κάποιους κανόνες, αλλά τη θερμή αγάπη προς τον ίδιο τον Δημιουργό, ο Οποίος πρώτος Αυτός μας αγάπησε με απόλυτο τρόπο και μας κάλεσε εξίσου να ανταποκρινόμαστε κι εμείς. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού δηλαδή είναι η ανταπόκριση της αγάπης μας στην αγάπη Εκείνου, η καρδιά που γεύεται τον παλμό της αγάπης του Άλλου και τρέχει σαν το παιδί στην αγκαλιά της μάνας του. «Ημείς αγαπώμεν» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, «ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Οι θείοι έρωτες των αγίων μας που ένιωσαν την ανάγκη να τους καταγράψουν ήταν ακριβώς το ξέσπασμα της καρδιάς τους που τους ανάγκαζε να πουν στον Κύριο ό,τι τους «έλιωνε» απέναντί Του, σαν τον ερωτευμένο που κινείται εκστατικά και γράφει ποιήματα προς την ερωμένη του. «Τον Θεό δεν Τον φοβάμαι, γιατί Τον αγαπώ» (Μ. Αντώνιος).

Μας το έχει δώσει και ως εντολή ο Θεός μας, μέσα στο πλαίσιο της αγάπης Του: να Τον αγαπάμε χωρίς κρατούμενα και αν. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». «Γίνου πιστός άχρι θανάτου». Κι ήταν ο Κύριος ο Ίδιος που το έδειξε σε όλη τη διαδρομή της επί γης παρουσίας Του: δεν υπήρχε σ’ Αυτόν «ναι και όχι», κατά τον απόστολο Παύλο, αλλά μόνον «ναι». Η φορά του Κυρίου προς μόνο το θέλημα του Θεού Πατέρα. «Πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ». Πρόκειται, να το υπενθυμίσουμε, για τη μόνη προϋπόθεση που πλαταίνει την ανθρώπινη καρδιά και τον κάνει να γεύεται την απειρία του Δημιουργού του, να πορεύεται αδιάκοπα «εκ πίστεως εις πίστιν» και «από δόξης εις δόξαν», εκεί που «γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της αρετής» (άγιος Μακάριος). 

Η ΑΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΚΛΑ

«Η αγία Θέκλα καταγόταν από την πόλη του Ικονίου, η μητέρα της λεγόταν Θεόκλεια και ανήκε σε ευγενές και ένδοξο γένος. Κατηχήθηκε τον λόγο της πίστεως από τον μεγάλο απόστολο Παύλο, τον οποίο άκουσε να διδάσκει στο σπίτι του Ονησιφόρου. Όταν έγινε χριστιανή, ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε μνηστευθεί τον Θάμυρη. Αφού περιφρόνησε τη φωτιά, στην οποία την έβαλαν, τη μητέρα της και τον μνηστήρα της, ακολούθησε τον Παύλο. Μετά από αυτά βρέθηκε στην Αντιόχεια, κι εκεί λόγω της πίστεώς της ρίχθηκε από τον Αλέξανδρο στα θηρία και σε ταύρους, προκειμένου να την κομματιάσουν. Από όλα όμως σώθηκε με τη χάρη του Θεού, οπότε άρχισε να περιέρχεται διάφορες πόλεις κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αποτέλεσμα να φέρει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Ύστερα επανήλθε στην πατρίδα της, όπου αποσύρθηκε σε κάποια από τα βουνά της και ασκήτεψε μόνη της. Επιτέλεσε πολλά θαύματα στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν, μέχρις ότου τελείωσε τη ζωή της, μπαίνοντας μέσα σ’  ένα βράχο που άνοιξε με τη δύναμη του Θεού για χάρη της. Όλος ο χρόνος της ζωής της  ήταν ενενήντα έτη».

Δεν είναι μόνον οι άνδρες που μπορεί να καυχώνται για τον πρώτο εν μάρτυσι, τον άγιο Στέφανο. Είναι και οι γυναίκες που αντιστοίχως έχουν την πρώτη μεταξύ των γυναικών μάρτυρα, την αγία Θέκλα, μεγαλομάρτυρα επίσης και ισαπόστολο. Η αγία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αγίων και των μαρτύρων, όχι μόνον ως «σύναθλος Στεφάνου», αλλά και ως «συνόμιλος Παύλου». Διότι κ α ι από τον απόστολο Παύλο μεταστράφηκε και έγινε χριστιανή,  αλλά κ α ι τον ακολούθησε σε πολλές από τις περιοδείες του, δείχνοντας τέτοιο ανδρείο φρόνημα, ιδίως σ’  αυτά που υπέστη, που έκανε, κατά τον υμνογράφο,  την προμήτορα Εύα, η οποία υποτάχτηκε στα κελεύσματα του διαβόλου, να χαίρεται, γιατί βρέθηκε γυναίκα να υποτάσσει τον πονηρό. «Εύα χαίρει, καθορώσα γυναιξί τον όφιν υποπίπτοντα».

Ο υμνογράφος ιδιαιτέρως επιμένει στο γεγονός ότι η αγία, νεότατη στην ηλικία, ευθύς ως έγινε χριστιανή, άφησε τον μνηστήρα της, για να γίνει ακόλουθος του Παύλου και ευαγγελίστρια Χριστού. Η μεταστροφή της αυτή, από έγγαμος που επρόκειτο να γίνει, τελικώς να αφιερωθεί ως άγαμη στον Χριστό, δεν οφείλετο βεβαίως σε μία υποβάθμιση του γάμου. Κάτι τέτοιο δεν είναι χριστιανικό, αφού ο γάμος και η κατά Χριστόν παρθενία θεωρούνται εκ Θεού και ισάξιοι δρόμοι μέσα στην Εκκλησία, που ορθά ασκούμενοι εκβάλλουν στη βασιλεία του Θεού. Άλλωστε ο Θάμυρης ο μνηστήρας της ήταν ειδωλολάτρης και η σχέση τους είχε ξεκινήσει πριν γίνει η αγία χριστιανή, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για γάμο, κατά τον τρόπο τον χριστιανικό. Η αγία απλώς, μπροστά στο νέο που ανοίχτηκε ενώπιόν της, τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, θέλχτηκε από την αγάπη προς Εκείνον, τόσο που θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να ζει όπως και πριν. Μπροστά στο δίλημμα: μαζί με τον μνηστήρα της σε μία ζωή ειδωλολατρική ή μαζί με τον Χριστό ως χριστιανή, χωρίς δισταγμό προτίμησε το δεύτερο. Διότι κατενόησε ότι η αγάπη προς τον Χριστό ήταν πάνω από όλα. «Ο φιλών…τι υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» είπε ο Κύριος. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά, αν και ο Θάμυρης ήταν χριστιανός. Τότε θα συναγωνίζονταν για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Ως ειδωλολάτρης όμως ο μνηστήρας δεν είχε πολλά περιθώρια να «επιβιώσει» πια στη σχέση αυτή. Ο υμνογράφος το επισημαίνει: «Μνηστευθείσαν Θαμύριδι, ο νυμφαγωγός σε Παύλος ηρμόσατο, τω νυμφίω ως αμώμητον, τω επουρανίω Θέκλα πάνσοφε». Δηλαδή, Θέκλα πάνσοφε, ο νυμφαγωγός Παύλος ένωσε εσένα, που ήσουν μνηστευμένη με τον Θάμυρη, σαν αγνή νύμφη με τον επουράνιο νυμφίο (Χριστό). Ποιος μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό και με την αγάπη Εκείνου; Η αγάπη προς τον Χριστό έκανε πια τη Θέκλα να θεωρεί παραλήρημα τα όποια λόγια που έλεγε ο Θάμυρης: «Θαμύριδος τα ρήματα, ώσπερ λήρον Μάρτυς εμυκτήρισας».

Αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο πόθος της αγίας προς τον Δημιουργό της είναι εκείνο που επίσης διαπιστώνει ο υμνογράφος. Αν η αγία Θέκλα νίκησε τον ανθρώπινο έρωτα – νόμιμο κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως – αν νίκησε το φίλτρο προς τη μητέρα της, αν νίκησε όλες τις ηδονές που υπόσχεται η νεανική ηλικία, ήταν γιατί ακριβώς η καρδιά της κυριαρχήθηκε από τον νυμφίο της Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο ποιητής: «ο πόθος του Ποιητού, των κτισμάτων ενίκα τους έρωτας». Κι είναι τούτο ό,τι επισημαίνουμε γενικώς στους αγίους μας: μπορούν να υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια, μπορούν και φαίνονται υπεράνθρωποι και ήρωες, γιατί η αγάπη του Χριστού τους συνέχει. Σαν τον απόστολο Παύλο μπορούν και εκείνοι να λένε: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη, στενοχώρια, κίνδυνος, μαχαίρι; Ούτε θάνατος ούτε κάποια κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Εκείνου». Αυτήν την αγάπη του Χριστού πρέπει να έχει και κάθε χριστιανός, αν θέλει να ζει ως χριστιανός. Και για να την αποκτήσει, πρέπει πρώτα από όλα να νιώσει την έλλειψή της στη ζωή του και να την ζητήσει από Εκείνον που τη χορηγεί: τον ίδιο τον Κύριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την ζητάμε. Και δεν τη ζητάμε, γιατί δεν νιώθουμε την έλλειψή της. Και δεν νιώθουμε την έλλειψή της, γιατί άλλες αγάπες, του κόσμου τούτου, κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αγάπες όμως φθαρτές, που το μόνο που προσφέρουν είναι η θλίψη και ο θάνατος.  

23 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΗΝ ΕΡΕΘΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΟΡΕΞΗ ΜΑΣ!

 

«Απόφευγε σαν μάστιγα τους τόπους των πτώσεων. Διότι όταν δεν υπάρχει εμπρός μας ένα οπωρικό, δεν ερεθίζεται και τόσο η όρεξή μας» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. γ´, 10)

«Εκ του οράν το εράν», από την όραση πηγάζει η επιθυμία. Ένα παλιό γνωμικό που καταγράφει αυτό που συμβαίνει με την ανθρώπινη φύση:  αυτό που έχουμε μπροστά μας, προκαλεί την επιθυμία μας για να το γευθούμε. Κι όχι μόνο η όραση, κατεξοχήν βεβαίως αυτή, αλλά και οι άλλες αισθήσεις:  προκαλούμενες εξάπτουν την επιθυμία στον άνθρωπο. Εκεί δεν στηρίζεται και όλη η επιστήμη με τις διαφημίσεις;  Μας φέρνουν το προϊόν μπροστά μας, με ωραίο περιτύλιγμα, εξωραϊσμένο στο ανώτερο δυνατό, ολοζώντανο, ντυμένο και με την κατάλληλη μουσική, και χωρίς να το χρειαζόμαστε μας προκαλούν να το πάρουμε, να το δοκιμάσουμε. Μας κάνουν να το θεωρούμε απαραίτητο στη ζωή μας.

Μην υπερτιμάμε λοιπόν τις δυνάμεις μας. Απαιτείται αυτοσυγκράτηση σε όλα: στα μάτια πρώτα και σε όλες τις αισθήσεις έπειτα. Και ιδίως, εκεί που έχει υπάρξει πτώση, δεν πρέπει να ξαναβρεθούμε. Ή αν βρεθούμε εξ ανάγκης, να είμαστε σε επιφυλακή.

Ισχύει όμως και το αντίστροφο: αφού προκαλούμαστε στην επιθυμία μας με την όρασή μας και με ό,τι μας φέρνει στη μνήμη ο τόπος μιας πτώσεως, ας επιλέγουμε εκείνους τους τόπους, εκείνες τις καταστάσεις, εκείνους τους ανθρώπους, που μας προκαλούν στο αγαθό. Έλεγε ο άγιος Επιφάνιος ότι και μόνη η θέα της Αγίας Γραφής για παράδειγμα μας ωθεί στο αγαθό. Πόσες φορές μία εικόνα του Χριστού, της Παναγίας, ενός αγίου δεν μας έκαναν να θελήσουμε να προσευχηθούμε;  Πόσες φορές ένας αγιασμένος τόπος:  ένας ναός, ένα μοναστήρι, δεν μας οδήγησαν σε κατάνυξη;  Κι ακόμη:  πόσες φορές η συνάντηση με έναν γνήσιο άνθρωπο του Θεού δεν μας έδωσε την αφορμή μετανοίας μας και εσωτερικής αλλαγής;

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

«Ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει στο ευαγγέλιό του ότι όταν εισήλθε ο πρεσβύτης και δίκαιος Ζαχαρίας στα Άγια των Αγίων, προκειμένου να προσφέρει τη θυσία του θυμιάματος, κατά τον καιρό της εφημερίας του στον Ναό, φανερώθηκε σ’  αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος του μετέφερε τη χαρμόσυνη είδηση ότι πρόκειται η γυναίκα του Ελισάβετ να γεννήσει γιο κατά το γήρας της, Προφήτη και Πρόδρομο, φωνή και κήρυκα και παντοτινό λυχνάρι, τον μύστη της χάρης του Θεού. Αυτήν τη θεία σύλληψη είπε στον προφήτη και ιερέα Ζαχαρία ο θείος αρχιστράτηγος με τα λόγια: «Εισακούστηκε η δέησή σου», οπότε με την παράδοξη αυτή γέννα λόγω γηρατειών και στειρώσεως της Ελισάβετ, άρχισε να προμηνύεται και ο θείος και παρθενικός τόκος της παναχράντου Θεοτόκου».

Θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι η σημερινή εορτή της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου δεν στηρίζεται σε κάποιες πληροφορίες αποκρύφων ευαγγελίων, τις οποίες ενδεχομένως μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, αλλά αποτελεί βεβαιότατο γεγονός, το οποίο καταγράφεται, όπως είπαμε και παραπάνω, από τον άγιο ευαγγελιστή Λουκά. Κι αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία μας εντάσσοντας το γεγονός αυτό μέσα στα θεόπνευστα κείμενά της θέλει να τονίσει τη σημασία του ερχομού στον κόσμο του Ιωάννου Προδρόμου, εκείνου του προφήτη δηλαδή που θα προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου. Με την προοπτική και πάλι του Κυρίου Ιησού Χριστού αξιολογείται το γεγονός της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου, δηλαδή υπό το φως του Ήλιου κατανοείται το φως του λύχνου. Διότι διαφορετικά η σημασία του θα είχε την ίδια ισχύ με τη σύλληψη και κάθε άλλου ανθρώπου, που έρχεται, με την ευδοκία ασφαλώς  του Θεού, στον κόσμο.

Πέραν της παραπάνω πραγματικότητας την οποία ποικιλοτρόπως προβάλλουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, εκείνο που θεωρείται αξιοπρόσεκτο, κατά τον υμνογράφο, είναι η αντίδραση του δικαίου Ζαχαρία απέναντι στον αρχάγγελο Γαβριήλ, όταν εκείνος του ευαγγελίζεται τη γέννηση του υιού του: αμφισβητεί τα λόγια του απεσταλμένου του Κυρίου, διότι στηρίζεται στη λογική και την εμπειρία του. Πώς είναι δυνατόν από γέρο άνθρωπο και γερόντισσα γυναίκα, και μάλιστα στείρα, να γεννηθεί ένα παιδί; «Ελισάβετ τα μέλη νενέκρωται, και εμού δε το γήρας, δυσπιστίαν νυν τεκμαίρεται» - τα μέλη της Ελισάβετ έχουν νεκρωθεί και τα δικά μου γηρατειά τώρα φέρνουν μόνο δυσπιστία. Ο υμνογράφος όμως συνεχίζει να ερμηνεύει το σκεπτικό του Ζαχαρία: όχι μόνο η φυσική τάξη των πραγμάτων ανατρέπεται με όσα μεταφέρει ο άγγελος, αλλά και από πλευράς πνευματικής υπάρχει, κατ’  αυτόν, κάτι ανάποδο: «εγώ γαρ ήλθον την σωτηρίαν λαού αιτήσασθαι, ουχί δε κομίσασθαι παίδα, ως προσφωνείς». Εκείνο δηλαδή που πρέπει να επέτεινε την αμφισβήτηση του αγίου Ζαχαρία και επομένως να τον οδηγούσε σε καχυποψία ότι δεν αληθεύουν τα λόγια της ουράνιας οπτασίας, ήταν ότι ο ευαγγελισμός για τον «υποτιθέμενο» γιο του ερχόταν σε μία στιγμή πνευματικής λειτουργίας, σε ώρα δηλαδή προσευχής, και μάλιστα υπέρ της σωτηρίας του λαού. «Εγώ ήλθα εδώ στον Ναό, όπως σημειώνει ο υμνογράφος, για να ζητήσω από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και όχι να αποκτήσω παιδί, όπως μου λές εσύ». Κι αλλού: «Αμφίβολον κέκτημαι την διάνοιαν εγώ, και απιστώ τοις λόγοις σου, τω Αρχαγγέλω έφη ο Ιερεύς. Λαού σωτηρίαν γαρ, ουκ εμής εξ οσφύος καρπόν ήτησα». Αμφιβάλλω εγώ και απιστώ στα λόγια σου, είπε ο Ιερεύς στον αρχάγγελο, γιατί ζήτησα τη σωτηρία του λαού και όχι καρπό από την οσφύ μου.

Αυτό όμως που φαίνεται τόσο «λογικό» για τον άγιο Ζαχαρία, και μάλιστα η αμφισβήτηση της εκ Θεού προέλευσης της οπτασίας λόγω του περισπασμού από το περιεχόμενο της προσευχής του: να ζητάει από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και να του προκύπτει κάτι προσωπικό του, ένα παιδί, είναι εκείνο στην πραγματικότητα που ερχόταν ως απάντηση ακριβώς της προσευχής αυτής. Διότι η γέννηση του παιδιού του Ιωάννη ήταν η απαρχή της σωτηρίας του λαού. Με αυτόν θα ξεκινούσε η σωτηρία ως κήρυγμα μετανοίας για να γίνει αποδεκτός ο Μεσσίας. Με άλλα λόγια ο Ζαχαρίας δεν μπορούσε να κατανοήσει ότι ο Θεός τού έδινε ό,τι ζητούσε, δηλαδή αδυνατούσε να διεισδύσει στον τρόπο δράσεως του Θεού.

Κι είναι κάτι στο οποίο τελικώς «σκοντάφτουμε» οι περισσότεροι. Διότι και εμείς ζητάμε από τον Θεό διάφορα πράγματα, και μάλιστα κάτω από πνευματικές προϋποθέσεις. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι η «άρνηση» του Θεού να μας απαντήσει ή συμβάντα σε εμάς «ξένα» προς αυτά που ζητάμε, συνιστούν τελικώς αυτό που είναι η απάντηση του Θεού ακριβώς στα αιτήματά μας. Πρέπει ίσως να «επιτρέπουμε» στον Θεό να βλέπει πέρα από ό,τι βλέπουμε εμείς και ίσως πάλι να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής του δικού Του θελήματος ως πιο ευεργετικού για εμάς από το δικό μας. Ας  θυμηθούμε και αυτό που συνέβη και στον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη: Δέχτηκε «άδικη» επίθεση από έναν ιερέα και ταράχτηκε, χωρίς όμως να μιλήσει. Κι όταν έπειτα άρχισε να ανακρίνει τους λογισμούς του, για να καταλάβει τι έγινε, διεπίστωσε ότι ζητούσε από τον Θεό καρδιακά να του δώσει ταπείνωση. Κι ο Θεός τού έδωσε την αφορμή: «άλλαξε» λίγο τη συμπεριφορά του ιερέα απέναντί του, προκειμένου ακριβώς να του δώσει την ευκαιρία να αγωνιστεί να αποκτήσει την ταπείνωση. Ο Θεός λοιπόν πάντοτε μας ακούει, πάντοτε μας απαντάει, πρέπει όμως να έχουμε κι εμείς ανοικτά τα μάτια μας για να διακρίνουμε ορθά την απάντησή Του.

21 Σεπτεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

 

"Πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω" (Α´ Κορ. 16,13)

      Ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος στους πιστούς της Κορίνθου στην πρώτη του προς αυτούς επιστολή δίνει τις τελευταίες του συμβουλές. Ήδη έχει δώσει απαντήσεις σε πολλά θέματα που τον είχαν ερωτήσει, ήδη έχει εξηγήσει διά μακρών την ενότητα που πρέπει να έχουν μεταξύ τους οι πιστοί ως μέλη Χριστού, και θέλει τελειώνοντας την επιστολή του να τους δώσει κάτι ως σύνθημα, ώστε εύκολα να το απομνημονεύσουν και να το έχουν προ οφθαλμών τους πάντοτε ως γραμμή πορείας τους που θα τους κρατάει πάνω στην πίστη του Χριστού και τη σχέση τους με Εκείνον και μεταξύ τους. "Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, κραταιούσθε. Πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω". Λέξεις δυνατές που η καθεμία ενεργοποιούμενη συναντά την άλλη και κάνει τον άνθρωπο να ζει τη ζωντανή παρουσία του Χριστού μέσα στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Κι ιδίως η τελευταία του προτροπή "Πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω".

      1. Πρόκειται για το επιστέγασμα όλης της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Και η εγρήγορση και η σταθερότητα στην πίστη και η κραταίωση είναι πολύ σπουδαίες αρετές, χωρίς τις οποίες πράγματι δεν μπορεί κανείς να είναι χριστιανός. Αλλά η αγάπη αποτελεί τον σκοπό και το κέντρο όλων: τι νόημα έχει η εγρήγορση, αν δεν συνιστά κινητοποίηση της ύπαρξης για να είναι κανείς εν αγάπη; Διότι στην αγάπη βρίσκει κανείς τον Θεό. "Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ". Είμαι σε εγρήγορση σημαίνει έχω ξύπνιες όλες μου τις πνευματικές αισθήσεις, για να μη βρει έδαφος να αναπτυχθεί οτιδήποτε θα με στερήσει από την αγάπη ή θα μου μειώσει την αγάπη. Διότι έτσι θα χάσω τη σχέση μου με τον Θεό. Σαν αυτό που λέει ο Κύριος στην παραβολή των δέκα παρθένων: μην έλθει ξαφνικά ως νυμφίος χωρίς να έχω λάδι στη λαμπάδα μου. Θα μείνω εκτός νυμφώνος. Και το λάδι είναι βεβαίως η αγάπη προς Εκείνον και τον συνάνθρωπο.

Τι νόημα έχει η πίστη και η επιμονή σ' αυτήν, αν δεν είναι στάση πάνω στην αγάπη; Ο ίδιος απόστολος θα σημειώσει αλλού ότι η πίστη είναι ζωντανή μόνον εκεί που υπάρχει αγάπη. "Πίστις δι' αγάπης ενεργουμένη". Μία πίστη έτσι χωρίς αγάπη, χωρίς να θεωρείται δρόμος προς αυτήν, δεν έχει νόημα. Κι όχι μόνον δεν έχει νόημα, αλλά μπορεί να θεωρείται και ως κάτι δαιμονικό. Διότι και "τα δαιμόνια πιστεύουσι και φρίττουσι". Γι' αυτό και προβληματίζεται κανείς σοβαρά και θλίβεται όχι λίγο όταν βλέπει ανθρώπους να διακατέχονται από πίστη, και μεγάλη μάλιστα, που τους κάνει όμως να αγριεύουν και να είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν τον συνάνθρωπό τους, ιδίως τον αντίθετο προς τις δικές τους απόψεις και πεποιθήσεις. Πρόκειται βεβαίως για τους ανθρώπους που η πίστη σε αυτούς λειτουργεί ως ιδεολογία και που οδηγεί δυστυχώς σε όλων των ειδών τους φανατισμούς. Και δεν εννοούμε μόνο τους πιστούς των διαφόρων θρησκειών, που εκείνοι έτσι κι αλλιώς έχουν κάποια δικαιολογία αφού δεν έχουν την πίστη του Χριστού, αλλά και τους πιστούς που θέλουν να πιστεύουν ότι ανήκουν στον Χριστό. Να πιστεύω όμως στον Χριστό και να μην έχω την αγάπη Του που αποτελεί την ενεργοποίηση της πίστης είναι όχι μόνο διαστροφικό, αλλά όπως είπαμε και δαιμονικό.

Τι νόημα έχει επίσης μία κραταίωση, μία δύναμη του ανθρώπου χωρίς και πάλι την αγάπη; Θα είναι μία δύναμη καταστροφική για τους άλλους και για τον ίδιο μας τον εαυτό ως ενεργοποίηση των παθών μας και επιρροής δαιμονικής. Για την πίστη μας, όπως το εννοεί και ο απόστολος, δύναμη θετική και ευεργετική υπάρχει εκεί που υφίσταται αγάπη. Όταν αγαπάς, τότε είσαι δυνατός - εκεί ενεργοποιείται η παρουσία του ίδιου του Θεού μέσα στην καρδιά του ανθρώπου και την όλη ύπαρξή του. Μιλάμε λοιπόν για μία δύναμη χαρισματική που κάνει τον άνθρωπο πρώτιστα να ελέγχει τους λογισμούς και τα πάθη του και να προσφέρεται θυσιαστικά προς όλους τους συνανθρώπους του. "Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ", θα πει και πάλι ο απόστολος Παύλος. Γίνομαι πανίσχυρος με τον Χριστό που με δυναμώνει. Και φθάνει η δύναμη αυτή να φανερώνεται με τη μεγαλύτερη δυνατή έντασή της εκεί που υπάρχει ασθένεια και εξωτερική αδυναμία. Αυτή είναι η παραδοξότητα της αληθινής πίστης: να φαίνεσαι αδύναμος και να έχεις την παντοδυναμία του ίδιου του Χριστού. "Όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμί". Σαν τον Κύριο Ιησού Χριστό που η παντοδυναμία Του φανερώθηκε απόλυτα επάνω στον Σταυρό. Εκεί που εξωτερικά φαινόταν αδύναμος, εκεί στην πραγματικότητα λειτουργούσε η παντοκρατορική Του εξουσία που έλκυε προς Αυτόν τους ανθρώπους, εκεί φανερωνόταν η θεϊκή Του δόξα. "Όταν υψωθώ από της γης, πάντα ελκύσω προς εμαυτόν". Είμαι λοιπόν δυνατός ευεργετικά για εμένα και τους άλλους, μόνον όταν βρίσκομαι εν αγάπη.

      2. Η αγάπη λοιπόν είναι η συγκεφαλαίωση όλων των αρετών. Χωρίς αυτήν τα πάντα μένουν μετέωρα, έστω κι αν φαίνεται ότι επιτελούμε τις άλλες αρετές. Κι ο απόστολος είναι σαφής: "π ά ν τ α - δηλαδή ό,τι κάνετε και πάντοτε - υμών εν αγάπη γινέσθω". Δεν υπάρχουν διακοπές στη στάση πάνω στην αγάπη. Δεν μπορώ τώρα να αγαπώ και λίγο αργότερα με όποια δικαιολογία να διαγράφω την αγάπη. Είτε πρόκειται για τους λογισμούς μας είτε για τα λόγια μας είτε για την όλη συμπεριφορά μας η αγάπη πρέπει να βρίσκεται ως η κινητήρια δύναμή μας που θα διαπερνά την όλη ύπαρξή μας. Διότι, το τονίσαμε, μόνον όπου υφίσταται αγάπη υπάρχει και η παρουσία του Θεού. Το ζητούμενο δηλαδή στη ζωή μας είναι η αδιάκοπη σχέση μας με τον Θεό. Εκείνον θέλουμε να κρατήσουμε, για να μη χάσουμε την ολότητά μας ως μέλη Του. Το σκεπτικό με άλλα λόγια είναι απλό: ως βαπτισμένοι στο όνομά Του και μέλη του αγίου σώματός Του μένουμε ενωμένοι μαζί Του, μόνον όταν βρισκόμαστε στον τρόπο της δικής του ζωής, δηλαδή την αγάπη. Τότε διακρατείται ακέραιο το ένδυμά μας, ο Ίδιος δηλαδή, χωρίς να το σκίζουμε και να το καταστρέφουμε. "Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε". Η αδιάκοπη χωρίς παύσεις σχέση μας με τον Χριστό ως ζητούμενο της ζωής μας είναι κάτι άλλωστε που ο Κύριος το είχε τονίσει καθαρά: αν δεν είμαστε μαζί Του είμαστε εναντίον Του. "Ο μη ων μετ' εμού κατ' εμού εστί και ο μη συνάγων μετ' εμού σκορπίζει". Δεν μπορώ συνεπώς πότε να είμαι με τον Χριστό και πότε όχι. Καλούμαστε εμείς να κάνουμε υπακοή σ' Εκείνον και όχι Εκείνος σε εμάς!

      3. Είναι ευνόητο έτσι ότι πρώτον δεν υπάρχουν δικαιολογίες που απλώς ικανοποιούν τα πάθη και τον εγωισμό μας. Κι εχθρός να είναι ο άλλος απέναντί μας και μύρια προβλήματα αν θέτει στην πορεία μας κι αν αδικίες υφιστάμεθα καθημερινώς από αυτόν, δεν δικαιολογούμαστε για να άρουμε την αγάπη μας. Καλούμαστε να κρατάμε την αγάπη του Χριστού και των αγίων μας, που θα πει να κρατάμε την αγάπη και προς τον εχθρό μας. "Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων και διωκόντων υμάς" (ο Κύριος). "Διατί ουχί μάλλον αδικείσθε; Τούτο γαρ χάρις, ει αδικούμενοι αγαθοποιείτε" (απ. Πέτρος). Και δεύτερον μπορούμε να κρατήσουμε τη χαρισματική αυτή αγάπη μόνον ως μέλη Χριστού, δηλαδή ενταγμένοι μέσα στην Εκκλησία και ενισχυόμενοι από τα μυστήρια και τις προσευχές αυτής. Κανείς με άλλα λόγια μόνος του, στηριγμένος στις δικές του δυνάμεις δεν έχει την ισχύ να ζήσει σωστά την αγάπη. Θα τον νικήσει ο εγωισμός του και η θεωρούμενη ανθρώπινη αίσθηση δικαιοσύνης. Μόνον με τον Χριστό και τη δύναμη που μας δίνει από τα μυστήριά Του της Εκκλησίας μπορούμε να ζήσουμε τη ζωή του Χριστού.

      Ο απόστολος Παύλος δεν απευθύνεται στους Κορινθίους και διαχρονικά σε όλους τους πιστούς για να εκπληρώσει ευγενικά ένα τυπικό καθήκον. Τα λόγια του είναι ο καρπός της αγωνιώσας από ποιμαντική ευθύνη και αγάπη καρδιάς του: γράφει ό,τι τον φωτίζει ο Θεός, "κατ' ενώπιον Αυτού", ώστε να βοηθήσει τους πιστούς στην απόκτηση της αιώνιας σωτηρίας τους. Και λέει σε όλους μας: να είστε πάντοτε πνευματικά ξύπνιοι, όλο μάτια, να στέκεστε στην πίστη, να είστε δυνατοί. Δηλαδή πάντοτε και σε όλα να ζείτε με αγάπη. Μακάρι η πυρακτωμένη από την αγάπη του Χριστού και τους ανθρώπους καρδιά του αποστόλου να θερμάνει λίγο και εμάς. Που σημαίνει: μακάρι να κινητοποιηθούμε έστω και λίγο σε μετάνοια, αφού όπου υπάρχει η αμαρτία εκεί έχει σβήσει η φλόγα της αγάπης. "Δια το πληθυνθήναι την αμαρτίαν ψυγήσεται η αγάπη". Τουλάχιστον, αν δεν έχουμε μετάνοια, ας την ζητήσουμε ειλικρινά από τον Κύριο. Θα είναι το πρώτο σκαλοπάτι της ένθεης και σωτήριας αγάπης μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Α΄ ΛΟΥΚΑ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 5, 1-11)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἑστὼς ὁ Ἰησοῦς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. Ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. Ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. Καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. Καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. Ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. Καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθώς στεκόταν ὁ Ἰησοῦς στήν ὄχθη τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, εἶδε δύο ψαροκάικα στήν ἄκρη τῆς λίμνης. Οἱ ψαράδες εἶχαν κατεβεῖ ἀπ’ αὐτά καί ἐπλεναν τά δίχτυα. Ἐκεῖνος ἀνέβηκε σ’ ἕνα ἀπό τά ψαροκάικα, σ’ αὐτό πού ἦταν τοῦ Σίμωνα, καί τόν παρακάλεσε νά τραβηχτεῖ λίγο ἀπό τήν ξηρά. Κάθισε στό ψαροκάικο καί ἀπ’ αὐτό δίδασκε τά πλήθη. Ὅταν τελείωσε τήν ὁμιλία του, εἶπε στό Σίμωνα: «Πήγαινε στά βαθιά καί ρίξτε τά δίχτυά σας γιά ψάρεμα». Ὁ Σίμων τοῦ ἀποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, ὅλη τή νύχτα παιδευόμασταν καί δέν πιάσαμε τίποτε· ἐπειδή ὅμως τό λές ἐσύ, θά ρίξω τό δίχτυ». Τό ἔριξαν κι ἐπίασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα πού τό δίχτυ τους ἄρχισε νά σκίζεται. Μέ νεύματα εἰδοποίησαν τούς συνεταίρους τους, πού ἦταν στό ἄλλο πλοῖο νά ἔρθουν νά τούς βοηθήσουν. Ἐκεῖνοι ἦρθαν καί γέμισαν καί τά δύο ψαροκάικα σέ σημεῖο πού νά κινδυνεύουν νά βυθιστοῦν. Ὅταν ὁ Σίμων Πέτρος εἶδε τί ἔγινε, ἔπεσε στά γόνατα τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ εἶπε: «Βγές ἀπό τό καΐκι μου, Κύριε, γιατί εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός». Αὐτά τά εἶπε γιατί εἶχε κυριευτεῖ ἀπό δέος, αὐτός καί ὅλοι ὅσοι ἦταν μαζί του, γιά τά πολλά ψάρια πού εἶχαν πιάσει. Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τά παιδιά τοῦ Ζεβεδαίου, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη, πού ἦταν συνεργάτες τοῦ Σίμωνα. Ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπε στό Σίμωνα: «Μή φοβᾶσαι, ἀπό τώρα θά ψαρεύεις ἀνθρώπους». Ὕστερα, ἀφοῦ τράβηξαν τά ψαροκάικα στή στεριά, ἄφησαν τά πάντα καί τόν ἀκολούθησαν.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄ Κορ. ιστ΄ 13-24)

Ἀδελφοί, γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε. Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω. Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς· ἵνα καὶ ὑμεῖς ὑποτάσσησθε τοῖς τοιούτοις καὶ παντὶ τῷ συνεργοῦντι καὶ κοπιῶντι. Χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φορτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμῶν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν· ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. Ἐπιγινώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους. Ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τῆς Ἀσίας. Ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τῇ κατ' οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίᾳ. Ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. Ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου. Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. Μαρὰν ἀθᾶ. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ' ὑμῶν. Ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ἀμήν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, ἀγρυπνεῖτε! Μένετε στέρεοι στήν πίστη! Νά εἶστε γενναῖοι καί δυνατοί! Ὅλες τίς πράξεις σας νά τίς ἐμπνέει ἡ ἀγάπη. Ἔχω νά σᾶς ζητήσω κάτι, ἀδερφοί: Γνωρίζετε τήν οἰκογένεια τοῦ Στεφανά, πού τά μέλη της ὑπῆρξαν ὁ πρῶτος καρπός τοῦ κηρύγματος στήν Ἀχαΐα, κι ἀφιέρωσαν τόν ἑαυτό τους στήν ὑπηρεσία τῶν πιστῶν. Γι΄ αὐτό κι ἐσεῖς πρέπει νά ἀκοῦτε τέτοιους ἀνθρώπους καθώς καί ὅποιον ἐργάζεται καί κοπιάζει μαζί τους. Εἶμαι πολύ χαρούμενος ἀπό τήν παρουσία κοντά μου τοῦ Στεφανά, τοῦ Φουρτουνάτου καί τοῦ Ἀχαϊκοῦ, γιατί αὐτοί ἀναπληρώνουν τό κενό τῆς ἀπουσίας σας. Μοῦ ξεκούρασαν τήν ψυχή, ὅπως καί τή δική σας. Σέ τέτοιους ἀνθρώπους ὀφείλετε ἀναγνώριση. Σᾶς στέλνουν χαιρετισμούς οἱ ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας. Πολλούς χριστιανικούς χαιρετισμούς σᾶς στέλνουν ὁ Ἀκύλας καί ἡ Πρίσκιλλα καί ὅλη ἡ ἐκκλησία πού συναθροίζεται σπίτι τους. Σᾶς στέλνουν χαιρετισμούς ὅλοι οἱ ἀδερφοί. Χαιρετῆστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ ἀδερφικό φίλημα. Ὁ χαιρετισμός αὐτός γράφεται ἀπό μένα τόν Παῦλο μέ τό ἴδιό μου τό χέρι. Ὅποιος δέν ἀγαπάει τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ἄς εἶναι χωρισμένος ἀπό τό σῶμα τῆς ἐκκλησίας. Μαράν ἀθά - ὁ Κύριος ἔρχεται! Ἡ χάρη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ νά εἶναι μαζί σας. Στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού μᾶς ἑνώνει, ἡ ἀγάπη μου εἶναι μαζί μέ ὅλους σας. Ἀμήν.

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η 21 Σεπτεμβρίου αποδίδει, επαναφέρει δηλαδή και ολοκληρώνει, την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού -  κάθε μεγάλη εορτή, Δεσποτική και Θεομητορική, της Εκκλησίας μας δεν κρατάει μία μόνο ημέρα, αλλά αρκετές, ώστε να τυπωθεί η σημασία της στην καρδιά και τον νου των πιστών, γιατί αυτό οδηγεί στη σωτηρία τους, τη ζωντανή σχέση τους με τον Χριστό. Κι αξίζει εδώ παρενθετικά να σημειώσουμε και πάλι τη βαθειά γνώση του ανθρώπου από την Εκκλησία: ο άνθρωπος λόγω της αμαρτητικής ροπής του χρειάζεται μεγάλη υπομονή και επιμονή σ’  αυτό που είναι ο αληθινός προορισμός του: το να ακολουθεί τον Κύριο, να στρέφει δηλαδή με τη δύναμη Εκείνου αδιάκοπα τη βούλησή του προς το φως Του. Αυτή είναι η τραγωδία μας: να αφηνόμαστε στην ευκολία του «ρουφήγματος» του σκότους που θα πει της κόλασής μας και να δυσκολευόμαστε στο να βλέπουμε την Ανατολή του φωτός Του, που είναι και η Ανατολή και η άνοιξη της δικής μας ζωής!

Στην απόδοση λοιπόν της εορτής ένα τροπάριο από την τρίτη ωδή του κανόνος μάς υπενθυμίζει τη σημασία, μεταξύ πολλών άλλων βεβαίως, του Σταυρού του Κυρίου. «Πλευρᾶς ἀχράντου λόγχῃ τρωθείσης, ὕδωρ σύν αἵματι ἐξεβλήθη, ἐγκαινίζον διαθήκην καί ρυπτικόν ἁμαρτίας˙ τῶν πιστῶν γάρ Σταυρός καύχημα, καί Βασιλέων κράτος καί στερέωμα». Δηλαδή: «Τρώθηκε, πληγώθηκε με λόγχη η άχραντη πλευρά του Σωτήρος Χριστού πάνω στον Σταυρό, και βγήκε ύδωρ μαζί με αίμα, εκείνα που έφερναν την πραγματικότητα της νέας διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, τη Θεία Ευχαριστία και το θείο βάπτισμα που σβήνει τις αμαρτίες. Γι’ αυτό ο Σταυρός είναι το καύχημα των πιστών και η δύναμη και το στερέωμα των Βασιλέων».

Ο άγιος Κοσμάς, ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας, δίνει τη θεολογική εξήγηση της λογχισμένης πλευράς του Εσταυρωμένου Κυρίου: το αίμα και το ύδωρ που εξήλθαν από αυτήν ήταν εκείνα που ίδρυαν τα μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας και του αγίου βαπτίσματος – με ό,τι ο άνθρωπος σώζεται: με το βάπτισμα εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και γίνεται μέλος Του˙ με το αίμα Του που ενεργοποιεί αυτό που συνέβη στον Μυστικό Δείπνο τρέφεται και αυξάνει, ώστε να φθάσει στο μέτρο Εκείνου, «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» που λέει ο απόστολος Παύλος. Χωρίς ένταξη στην Εκκλησία και μετοχή εν μετανοία στα μυστήρια αυτής, στα οποία φανερώνεται η ζωή Εκείνου, ο άνθρωπος δεν σώζεται, δεν μπορεί να δει Θεού πρόσωπο. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»˙ και «ἐάν μή φάγητε τό σῶμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».

Και τι προσθέτει ο άγιος Κοσμάς; Ο πιστός που είναι μέλος πια Χριστού και Τον ζει στην ύπαρξή του κοινωνώντας Τον στη Θεία Ευχαριστία, τον Σταυρό έχει μοναδικό καύχημα της ζωής του. Δεν είναι βεβαίως τυχαία η αναφορά του υμνογράφου. Παραπέμπει ευθέως στον απόστολο Παύλο και πάλι, ο οποίος διεκήρυσσε: «ἐμοί μή γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μή ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου, δι’ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ». Δηλαδή «ποτέ να μη μου συμβεί να καυχηθώ για οτιδήποτε άλλο, πέρα από τον Σταυρό του Κυρίου, διά του Οποίου για μένα ο αμαρτωλός κόσμος έχει νεκρωθεί κι εγώ έχω νεκρωθεί γι’ αυτόν». Σταυρός δηλαδή σημαίνει βεβαίως ένταξη στην Εκκλησία και μετοχή στα μυστήριά της, αλλά με το δεδομένο που συνιστά το διαρκές αγώνισμα του πιστού, ότι αδιάκοπα αγωνίζεται να ζει στην καθημερινότητά του τον Σταυρό ως αποχή από κάθε αμαρτία. Ο χριστιανός είναι κι αυτός εσταυρωμένος μαζί με τον Κύριο, δείχνοντας τα νώτα του σε κάθε τι αμαρτωλό και έχοντας ανοικτή την αγκαλιά του σε κάθε συνάνθρωπο, κοντινό ή μακρινό του. Το ίδιο πρέπει βεβαίως να συμβαίνει και με κάθε άρχοντα, συμπληρώνει ο άγιος υμνογράφος, που λίγο πιστεύει στον Κύριο. Ας φανταστούμε τους άρχοντές μας, όλων των ειδών και των αποχρώσεων, να έχουν τον Σταυρό ως ισχύ και στερέωμά τους: θα ήταν παντοδύναμοι εν Κυρίω, άλλοι Κωνσταντίνοι και Ιουστινιανοί.