Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Ιουνίου 2022

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ

Ο προβληματισμός του Γέροντα και των μοναχών

«Τι θα γίνει, Γέροντα, με το νερό; Σκεφτήκατε κάτι;» Η αγωνία ήταν έκδηλη στο πρόσωπο του π. Σπυρίδωνα, του δεύτερου στην τάξη στο μοναστήρι, αλλά και στα πρόσωπα των άλλων καλογέρων. Ήταν συναγμένοι στη μικρή τραπεζαρία, είχαν αποφάει, αλλά δεν είχαν σηκωθεί. Το πρόβλημα ήταν έντονο και όσο δεν βρισκόταν λύση, τόσο και το όνειρό τους απομακρυνόταν. Ο Γέροντας είχε πει να καθίσουν και να συζητήσουν.

«Άλλη λύση από αυτήν που είχαμε καταλήξει την προηγούμενη φορά δεν βλέπω», και τα ήρεμα μεγάλα μάτια του σαν να σκοτείνιασαν λίγο.  «Θα φωνάξουμε τους μηχανικούς, τους ειδικούς για το θέμα αυτό, και ό,τι μας πουν εκείνοι. Ο κυρ-Αντρέας που τόσο τρέχει για τις ανάγκες του μοναστηριού, μας βεβαιώνει ότι πρόκειται για καλούς ανθρώπους με καλή γνώση του αντικειμένου τους. Έχουν πέσει «μέσα» τις περισσότερες φορές σε ό,τι έχουν υποδείξει».

Οι μηχανικοί για τους οποίους μιλούσαν ήταν ειδικοί στα θέματα της γεωλογίας, και μάλιστα για τη συγκεκριμένη περιοχή.  Είχαν μεγάλη πείρα, ήξεραν πολύ καλά τη διαμόρφωση του εδάφους, μπορούσαν με σχετική ακρίβεια να υποδείξουν το σημείο που έπρεπε να γίνει η γεώτρηση.

Αυτό ήταν το άμεσο πρόβλημα του μοναστηριού. Είχαν συστήσει τη συνοδεία τους, χώρο όμως, όπως τον ήθελαν και τον οραματίζονταν δεν είχαν. Το είχαν συζητήσει με τον Μητροπολίτη τους, ο οποίος τους αγαπούσε υπερβαλλόντως – παντού διαλαλούσε το πόσο ευεργετημένος από τον Θεό ένιωθε που έχει τέτοιους ανθρώπους στη Μητρόπολή του – αλλά κι εκείνος δεν έβλεπε να υπάρχει κάτι που να καλύπτει τις ανάγκες τους.  Φιλοξενούνταν προσωρινά σε χώρο που τους είχε παραχωρήσει ένας ευσεβής κύριος, τελούσαν όλα τα καλογερικά τους καθήκοντα, δρούσαν ιεραποστολικά στη Μητρόπολη, κι από κει και πέρα…  κυνηγούσαν το όνειρό τους!  Βρήκαν μετά από αρκετή αναζήτηση κάτι από το ποθούμενό τους – είχαν υπάρξει και αρκετοί χορηγοί μάλιστα για να τους ενισχύσουν – είχαν ξεκινήσει τα πρώτα κτίσματα, αλλά… χωρίς νερό πώς θα προχωρούσαν; Πώς θα ζούσαν έπειτα εκεί; Υπήρχε βέβαια η λύση να αγοράζουν νερό. Μα ήταν ιδιαίτερα δαπανηρή. Για να βάλουν σωλήνες ούτε… συζήτηση: το μοναστηράκι τους ήταν αρκετά μακριά από την κατοικημένη περιοχή. Μονόδρομος η γεώτρηση.

«Γέροντα», πήρε τον λόγο ο επί των οικονομικών της Μονής π. Μιχαήλ. «Αυτή η λύση της γεώτρησης είναι μονόδρομος, όπως λέτε, αλλά είναι και μέσα στα πλαίσια των οικονομικών μας δυνατοτήτων. Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Μας βοηθάει πολύ και ο κόσμος».

«Τι λες εσύ, π. Πορφύριε;» στράφηκε ο Γέροντας στον νεώτερο της συνοδείας. «Έχεις καμία ιδέα άλλη;»

Ο νέος καλόγερος σαν να κοκκίνισε. «Γέροντα, να με συμπαθάτε», είπε συνεσταλμένα, «αλλά δεν πρέπει να βοηθήσουν και οι άγιοι; Κάνουμε καθημερινά αυτό που μας έχετε πει τόσο καιρό τώρα: προσευχόμαστε στον Κύριο και την Παναγία μας. Έχουμε πολλαπλασιάσει μάλιστα τα κομποσχοίνια μας. Προσευχόμαστε ακόμη και σε όλους τους αγίους που έχουμε διαβάσει ότι είχαν παρόμοιο πρόβλημα και ο Κύριος τούς βοήθησε να το ξεπεράσουν. Σαν τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, αλλά και σαν τον Γέροντα Πορφύριο, τον δικό μας, της εποχής μας. Κάτι δεν πρέπει να κάνουν κι αυτοί; Για τη δόξα του Κυρίου και την υπακοή στο άγιο θέλημά Του βρισκόμαστε στο μοναστήρι. Ας βοηθήσουν λοιπόν». Φαινόταν απογοητευμένος. Ίσως περίμενε λίγο πιο… γρήγορη και άμεση την ανταπόκριση των αγίων.

Χαμογέλασε λίγο ο π. Μεθόδιος, ο Γέροντας. «Πάτερ», είπε με συγκατάβαση και τα μάτια του χάιδεψαν τον καλόγερο, «αγωνιζόμαστε για το ανθρώπινο – αυτό το νόημα έχει ο προβληματισμός μας εδώ και η καταφυγή μας στα ανθρώπινα μέσα – αλλά εννοείται ότι θα επιμένουμε στις προσευχές μας. Θα παρακαλούμε τον Κύριο, την Παναγία μας, τους αγίους μας. Χωρίς αυτούς άλλωστε τι νόημα έχει η επιλογή μας να γίνουμε καλόγεροι, αλλά και όλη η ζωή μας; Αλλά… μη βιάζεσαι. Δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στο θέλημα του Κυρίου; Πόσες φορές έχουμε πει ότι η βιασύνη όχι μόνο σε θέματα της πνευματικής ζωής, αλλά και στην καθημερινότητά μας δεν οδηγεί συνήθως σε καλά αποτελέσματα; Πράγματι, κάνουμε πολύ καιρό τώρα προσευχή. Ίσως όμως η απάντηση του Κυρίου να είναι αυτή: να καταφύγουμε απλώς στα ανθρώπινα. Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τις αρρώστιες; Παρακαλούμε τον Κύριο, αλλά πηγαίνουμε και στον γιατρό. Κι η καταφυγή αυτή στον γιατρό είναι μάλλον αυτή που θέλει ο Κύριος περισσότερο, γιατί είναι σημάδι ταπείνωσης. Είναι σχεδόν αξίωμα στην πίστη μας: ό,τι γίνεται ανθρώπινα, ο Θεός δεν θέλει να το κάνουμε… θαυματουργικά».

«Λοιπόν, τότε, Γέροντα», είπε και πάλι παίρνοντας τον λόγο ο δεύτερος π. Σπυρίδων. «Να ορίσουμε ένα ραντεβού με τους μηχανικούς. Σε πρώτη φάση ίσως δεν χρειάζεται καν να παρευρισκόμαστε κι εμείς. Θα είναι ο κύριος Ανδρέας, ο οποίος θα τους οδηγήσει στην περιοχή μας, θα τους δείξει τα όριά μας, κι από κει και πέρα ό,τι μας πουν».

«Να ’ναι ευλογημένο», σηκώθηκε ο Γέροντας. «Ας πάμε για το απόδειπνο και ας παρακαλέσουμε πιο έντονα και καρδιακά τους αγίους μας. Σίγουρα δεν θα μας αφήσουν έτσι».

Ο όσιος

«Κύριε», είπε ο δούλος του Θεού Αθανάσιος, κι έλαμψε πιο πολύ το πρόσωπό του, καθώς ενατένιζε τον λατρευτό Του Κύριο. «Κύριε, οι δούλοι Σου απευθύνονται και σε μένα για την εύρεση νερού. Δεν είναι τυχαίο αυτό: το ξέρεις πως κι εγώ όταν ήμουν στον κόσμο, κει πάνω στον ευλογημένο Άθωνα, το Περιβόλι της Υπεραγίας Μητέρας Σου, το είχα αντιμετωπίσει. Τους καταλαβαίνω απόλυτα. Το νερό είναι πρώτης ανάγκης. Και δεν είναι ένας μόνο. Είναι ολόκληρη συνοδεία. Χωρίς αυτό μάλλον δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν. Σε παρακαλώ, στο όνομα της αγάπης Σου, ας γίνει το θέλημά τους. Όπως τότε μου έδωσες κι εσύ την παρόμοια ευκαιρία, δώσε τώρα και στους ανθρώπους σου αυτούς – φίλοι Σου είναι, Κύριε – να βρουν νερό. Εσύ ο ίδιος δεν είπες ότι όποιος τηρεί τα λόγια Σου, θα βλέπει να πραγματοποιούνται τα αιτήματά του;».

«Αθανάσιε», ακούστηκε η φωνή του Κυρίου σαν το γάργαρο νερό που ξεδιψάει τον διψασμένο διαβάτη και μόνο με το άκουσμά του, και τα μάτια Του σαν ήλιος φώτισαν ακόμη περισσότερο την ευλογημένη ύπαρξη του αγίου Του, «έχεις την ευλογία να τους βοηθήσεις. Πράγματι, είναι αγαπημένοι μου. Αγωνίζονται πάνω στο θέλημά μου. Χαίρομαι με την ύπαρξή τους και τους ευλογώ και με τα δυο μου χέρια!»

Ο όσιος βρισκόταν ήδη στον χώρο του μοναστηριού που αγωνιζόταν να ολοκληρώσει τις εργασίες του. Με μία ματιά είδε ό,τι βρισκόταν κάτω από το έδαφος. Είδε τον υδροφόρο ορίζοντα, αρκετά μέτρα κάτω από την επιφάνεια, και στάθηκε πάνω στο πιο ενδεδειγμένο σημείο. Ήταν εκεί που θα έπρεπε να σκάψουν. Εκεί που θα έβρισκαν το νερό. Στάθηκε προς Ανατολάς και βυθίστηκε στη θεωρία του Ουρανού. Το αστραπόμορφο πρόσωπό του έλαμπε με μία υπερκόσμια λάμψη. Μέσα στην αγιασμένη καρδιά του είχαν ξεχωριστή θέση τα αγαπημένα παιδιά της Μονής αυτής. «Κύριε, φώτιζέ τους να επιτελούν πάντα το άγιο θέλημά Σου. Κύριε, μην τους εγκαταλείπεις ποτέ. Κι αν κάπου κάποιος πάει να ξεστρατίσει, πρόλαβέ τον. Αποτελούν φάρο για την εποχή αυτή». Ο άγιος βρισκόταν πάντα στο συγκεκριμένο σημείο. Η προσευχή του ήταν χωρίς διακοπή, κι ένιωσε τα χέρια του να υψώνονται στον Ουρανό. Κάποια στιγμή έλαμψε το πρόσωπό του περισσότερο: είδε να ενώνονται οι προσευχές του με τις προσευχές του πολυαγαπημένου του φίλου, του Γέροντα Πορφυρίου. «Κι αυτός προσεύχεται για τα παιδιά αυτά», σκέφτηκε κι αναγάλλιασε.

Ο… τρόμος των μηχανικών

«Όπου να ’ναι φτάνουμε», είπε ο κύριος Ανδρέας. «Θέλει λίγη προσοχή μόνο ο δρόμος, γιατί είναι χωματόδρομος κι έχει αρκετά εξογκώματα από τις πέτρες».

Ο άνθρωπος της Μονής συνόδευε τους μηχανικούς. Είχε κλειστεί το ραντεβού μαζί τους και προθυμοποιήθηκε αμέσως να εκτελέσει το… διακόνημα. Φτάσανε, στάθμευσαν, προχώρησαν.

«Αυτό είναι το κτίσμα που έχει γίνει», είπε στους μηχανικούς, «λίγο πιο πέρα σκέφτονται να φτιάξουν τα κελιά, εκεί – κι έδειξε με το χέρι – υπάρχει  η σκέψη για να κτίσουν αργότερα τον μεγάλο ναό».

Οι μηχανικοί ήξεραν την περιοχή. Μακριά κάτω εκτεινόταν το γαλάζιο της θάλασσας. Γύρω η πυκνή βλάστηση έκανε τον τόπο να μοιάζει με μικρό παράδεισο.

«Πολύ ωραίο το μέρος», είπε ο ένας, «και θαυμάσια η θέα. Ας κοιτάξουμε τώρα πού μπορεί να υπάρχει νερό».

Ξεκίνησαν τη δουλειά τους. Στρέφονταν στα διάφορα μέρη του ορίζοντα, κοίταζαν προσεκτικά το έδαφος, συζητούσαν μεταξύ τους, κι άρχιζαν να προσανατολίζονται σε κάποιο πιο συγκεκριμένο σημείο.

«Εδώ πρέπει να υπάρχει νερό. Εδώ πρέπει να γίνουν οι εργασίες της γεώτρησης», είπαν και σταμάτησαν.

«Μα…, κ. Ανδρέα», είπε ξαφνιασμένος ο ένας. «Δεν είπατε ότι θα είμαστε μόνοι μας; Ότι οι καλόγεροι δεν μπορούν να έλθουν;» Κι έδειξε με το χέρι τον υψηλόκορμο καλόγερο που ήταν στραμμένος προς την Ανατολή με υψωμένα χέρια και προσευχόταν.

Είδε ο κυρ-Αντρέας και τα ’χασε. Και συγκλονίστηκε. Πράγματι, ένας ψηλός και λίγο ογκώδης καλόγερος, προσευχόταν με ανοιχτά και υψωμένα τα χέρια. Αλλά δεν έμοιαζε με κανέναν από τους καλόγερους του Μοναστηριού. Δεν του θύμιζε κανέναν.

«Γέροντα», φώναξε και πήγε να πλησιάσει προς τη μαύρη φιγούρα. «Γέροντα, από πού είστε;»

Η μαύρη φιγούρα, ο καλόγερος, φάνηκε να τους άκουσε, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Σαν να περίμενε εκείνοι να τον πλησιάσουν.

«Γέροντα, ποιος είστε;» ξανάπε ο κυρ-Αντρέας, μ’ ένα δάγκωμα στην καρδιά και μ' έναν φόβο αυτήν τη φορά.

Του φάνηκε πως ο Γέροντας τους ευλογεί, και πριν προλάβει να πει ή να κάνει κάτι άλλο, ο καλόγερος εξαφανίστηκε από μπροστά τους…

«Τον… είδατε κι εσείς! Έτσι δεν είναι;» είπε συγκλονισμένος ο κυρ-Αντρέας.  «Δεν ήταν πλάσμα της φαντασίας μου!»

Οι μηχανικοί φάνηκαν να… τρέμουν. Όχι μόνο τον είδαν, αλλά ήταν εκείνοι που πρώτοι τον επεσήμαναν.

«Πάμε να φύγουμε, γρήγορα!» είπε ο ένας. «Πάμε να φύγουμε γρήγορα!»

Τρέχοντας σχεδόν μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν. Ο ιδρώτας τους ήταν παγωμένος στο πρόσωπό τους…

Ο Γέροντας και οι μηχανικοί

Ο κυρ-Αντρέας είπε «με το νι και με το σίγμα» στον Γέροντα και στους καλόγερους τι διαδραματίσθηκε. Σταυροκοπιόταν συνέχεια.

«Κάποιος άγιος ήταν, δεν μπορεί», επανελάμβανε συνέχεια. «Εγώ δεν πιστεύω στα… φαντάσματα!»

Ο Γέροντας ήταν βέβαιος. Όταν άκουσε τι είχε συμβεί, όταν το επιβεβαίωσε και με τη συνομιλία του στο τηλέφωνο με τους μηχανικούς, δεν του έμεινε καμία αμφιβολία. Ο Θεός απάντησε με έναν άγιό Του. Ήξερε πια ότι το σημείο που θα έπρεπε να γίνει η γεώτρηση, ήταν ακριβώς το σημείο που στεκόταν η… μαύρη φιγούρα με τα υψωμένα χέρια. Δοξολογούσε τον Κύριο, κι αυτός και όλοι οι καλόγεροι. Ένιωσαν  έντονα την παρουσία του Κυρίου στη ζωή τους. Η Πρόνοιά Του ήταν υπερβολικά… έκδηλη ενώπιόν τους.

«Ποιος άγιος όμως μπορεί να ήταν;»

«Μα είναι φως… φανάρι ποιος ήταν!  Ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης», είπε ο π. Σπυρίδων. «Πέντε Ιουλίου δεν έχουμε σήμερα που ήταν το ραντεβού; Πέντε Ιουλίου δεν τον είδατε τον… καλόγερο; Πέντε Ιουλίου είναι του οσίου Πατέρα μας Αθανασίου του εν Άθω. Ο άγιος, στον οποίο τόσες προσευχές και παρακλήσεις κάναμε, έδωσε την απάντησή του. Μας υπέδειξε το μέρος που θα γίνει η γεώτρηση. Αυτήν την ημέρα πρέπει να την τιμούμε ιδιαίτερα. Κι είμαι βέβαιος ότι δεν θα έχουν αντίρρηση και οι μηχανικοί για το συγκεκριμένο σημείο».

Οι μηχανικοί είχαν… αντίρρηση. Οι γνώσεις και η εμπειρία τους έδειχναν ότι το σημείο που υπεδείκνυε πια ο ηγούμενος ήταν στη σωστή μεριά, αλλά λίγο πιο πέρα, καμιά πενηνταριά μέτρα υψηλότερα. Ο Γέροντας δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει την επιστημοσύνη τους, την εμπειρία τους, αλλά είχε κάθε λόγο από την άλλη να εμπιστεύεται περισσότερο την υπόδειξη του οσίου.

«Θα σας παρακαλέσω, χωρίς να με παρεξηγήσετε, να σκάψετε στο σημείο της εμφάνειας του οσίου. Για μένα, υπάρχει εδώ σημάδι του ουρανού». Η πίστη του στον Θεό τον καθοδηγούσε απόλυτα. «Διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους».

Έσκαψαν. Πήγαν αρκετά μέτρα σε βάθος. Νερό δεν βρήκαν. Οι μηχανικοί αισθάνονταν ότι δικαιώνονται.

«Πιο κάτω», είπε ο Γέροντας. «Πηγαίνετε όσο βαθύτερα μπορείτε».

Είχαν τις αντιρρήσεις τους, αλλά κάμφθηκαν μπρος… στο καλογερικό πείσμα.

Και τελικά το βρήκαν! Καθαρό, γάργαρο νερό, αρκετό νερό. Τόσο που να καλύπτει υπερπερισσού τις ανάγκες τους. Ο Θεός μέσα από τον άγιό Του είχε μιλήσει.

Η τιμή του οσίου

Το προσκυνητάρι του οσίου έκτοτε είναι στη συγκεκριμένη θέση της γεώτρησης. Ο προσκυνητής που έρχεται και μαθαίνει τι είχε συμβεί νιώθει την ανάγκη να έλθει να βάλει μετάνοια στον άγιο του Θεού. Τον άγιο που είναι τόσο κοντά μας.

Κι ακόμη: οι αγαπημένοι του Θεού και των αγίων Του έφτιαξαν παρεκκλήσι προς χάρη του. Εκεί πια στη μνήμη του αλλά και πολλές άλλες φορές λειτουργείται ο άγιος. Λειτουργείται ο Κύριος. Αγιάζονται οι καλόγεροι. Αγιάζονται οι πιστοί. Αγιάζεται ο τόπος όλος. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»!

(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές με φόντο το πετραχήλι, 2017)

20 Ιουνίου 2022

"Θέλω να πάρω... διαζύγιο!"

Περίμενε τον ιερέα υπομονετικά. Είχε μπει στον ναό, άναψε κεράκι, ασπάστηκε τις εικόνες. Είχε δει τον ιερέα να συζητάει με κάποιον έξω  από το εξομολογητάρι – κάθονταν και οι δύο στη νότια πλευρά του σολέα.

Στοχάστηκε τι ήθελε να συζητήσει μαζί του. Ήταν λίγο πριν από το μεσημέρι κι ήλπιζε ότι θα είχε χρόνο να την ακούσει. Τον ήξερε και τον σεβόταν πολύ. Η ίδια δεν ήταν από τις «φανατικές» της Εκκλησίας, αλλά δεν ήταν και άπιστη. Βαθιά μέσα της πίστευε στον Κύριο, πίστευε στην Εκκλησία. Η Παναγία μάλιστα ήταν η μεγάλη… αγάπη της. Όταν Την κοιτούσε, σχεδόν βούρκωνε. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την τραβούσε τόσο σ’ Εκείνην, μα αυτό το απροσδιόριστο την έκανε να Την επικαλείται πολλές φορές την ημέρα. Θα περνούσε κάποιος καιρός ακόμη, για να καταλάβει ότι η «αδυναμία» της στη Θεοτόκο, ήταν η χάρη του Θεού, που ενεργοποιούσε την κρυμμένη μέσα της φλόγα του αγίου βαπτίσματος. Γιατί πράγματι, πώς μπορεί κανείς να αγαπά τη Μητέρα του Κυρίου, χωρίς να αγαπά τον Ίδιο τον Κύριο; Οι δρόμοι του Θεού αποτελούν μυστήριο και τον κάθε άνθρωπο ο πανάγαθος Πατέρας τον ελκύει με τον τρόπο που του πρέπει.

«Πάτερ», του είπε όταν είδε ότι τελείωσε η συζήτηση με τον κύριο. «Έχετε καθόλου χρόνο για να συζητήσουμε κάτι που για μένα είναι σοβαρό πρόβλημα;»

Την είδε και την θυμήθηκε. Ερχόταν όχι πολύ συχνά, αλλά τόσες φορές ώστε να μπορεί να τη θυμηθεί.

«Σας έχω ξαναδεί», είπε ο ιερέας. «Στη δική μας ενορία μάλλον ανήκετε, έτσι δεν είναι;»

«Μάλιστα, πάτερ», είπε η κυρία, η οποία πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα της χρόνια, αλλά φαινόταν να διατηρείται αρκετά καλά. Καλοκαμωμένη, με προσεγμένη αμφίεση, απέπνεε με όλο το παρουσιαστικό της  σοβαρότητα και σεμνότητα.

«Δεν πρόκειται για εξομολόγηση απ’ ό, τι καταλαβαίνω», είπε ο πάτερ, και η κυρία έγνεψε καταφατικά.

Της πρότεινε να καθίσει, εκεί μπροστά στο σολέα και πάλι. Κάθισε κι αυτός δίπλα,  έχοντας μπροστά τους τον Κύριο Ιησού Χριστό και τον άγιο Ιωάννη Πρόδρομο.

«Κύριε, φώτισέ με να καταλάβω το πρόβλημα του πλάσματός Σου και βάλε τα δικά Σου λόγια στο στόμα μου», ψιθύρισε νοερά ο ιερέας, πριν ξεκινήσει η κυρία.

«Σας ακούω, ποιο το πρόβλημα;»

«Πάτερ, είμαι παντρεμένη αρκετά χρόνια, έχω και δύο παιδιά, μεγάλα πια, φοιτητές είναι. Αγόρια και τα δύο. Με τον σύζυγό μου παντρευτήκαμε από αγάπη και έρωτα που λένε, περάσαμε καλά, αλλά  μέχρι… εκεί. Δύο δεκαετίες πια, έχει επέλθει κούραση στη σχέση μας, κι ένα χρόνο τώρα παλεύω με τον λογισμό… - δυσκολεύτηκε να το ξεστομίσει  - του διαζυγίου. Θέλω να τον χωρίσω, πάτερ, τον άντρα μου. Βλέπω ότι δεν τον αγαπώ όπως παλιά. Ο έρωτας έχει ξεθωριάσει μέσα μου, κι αιτία απ’ ό, τι βλέπω είναι η… ατημελησιά του». Σταμάτησε.  

«Μπορείτε να γίνετε λίγο πιο σαφής;»  ρώτησε ο ιερέας. Του φάνηκε ότι είχε ακούσει κι άλλες φορές την ίδια ή και παρόμοια ιστορία. Ζευγάρια που μετά παρέλευση κάποιων χρόνων ή και δεκαετιών ακόμη, ζητούν να χωρίσουν. Γιατί κουράστηκαν. Γιατί αποξενώθηκαν μεταξύ τους. Γιατί διαπίστωσαν ότι η σχέση τους κρατήθηκε αρκετά χρόνια λόγω των παιδιών τους και μόνο. Όταν τα παιδιά άρχισαν να μεγαλώνουν και να φεύγουν, είδαν το… κενό μεταξύ τους και τρόμαξαν! Πολλοί δυστυχώς βρήκαν τη λύση της εξωσυζυγικής σχέσης: νόμισαν ότι θα ανανέωναν τη ζωή τους. Αλλά μάλλον εις μάτην…

«Ναι, πάτερ. Όπως σας είπα ξεκινήσαμε με έρωτα και μάλιστα μεγάλο. Αλλά το ξέρω ότι αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα. Είχα ακούσει και σε ένα κήρυγμά σας ότι ο ανθρώπινος έρωτας είναι σαν την μπαταρία: έχει ημερομηνία λήξεως».

«Γι’ αυτό και πρέπει να είμαστε συνδεδεμένοι με την πηγή της αγάπης, τον Κύριο, για να παραμένει πάντοτε ζωντανός», έσπευσε να προσθέσει ο ιερέας. «Κι αυτό είχα πει».

«Το θυμάμαι. Αλλά είναι αρκετά χρόνια τώρα, που εκείνο που μου προκαλεί σχεδόν απέχθεια απέναντι στον άνδρα μου είναι το… πάχος του. Ήταν καλοκαμωμένος, αλλά μετά αφέθηκε. Πήρε αρκετά κιλά, αλλοιώθηκε η σιλουέτα του, έγινε δυσκίνητος. Προσπάθησα πολλές φορές να τον πείσω να κάνει δίαιτα, να προσέξει και την υγεία του μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά μου δηλώνει ότι δεν βρίσκεται στην κατάλληλη ψυχολογία, για να ξεκινήσει κάτι τέτοιο. Κι αυτό μου το λέει χρόνια τώρα. Νιώθω σαν να έχω έναν ξένο δίπλα μου. Δεν τον θέλω πια…». Η γυναίκα έσκυψε το κεφάλι και δύο σταγόνες βρήκαν την ευκαιρία να ξεστρατίσουν από τα βλέφαρά της.

«Να σας ρωτήσω κάτι;» είπε ο ιερέας, ο οποίος συμπάθησε πολύ τη γυναίκα, γιατί είδε ότι ο Πονηρός την πολεμάει με πλάγιους και δόλιους λογισμούς.

«Ασφαλώς, πάτερ», είπε και σκούπισε μ’ ένα μαντηλάκι τα δάκρυά της.

«Σαν άνθρωπος πώς είναι; Είναι βάναυσος απέναντί σας ή απέναντι στα παιδιά σας; Και δεν εννοώ τώρα που είναι μεγάλα τα παιδιά, αλλά και όταν ήταν μικρά. Μήπως είναι μέθυσος; Μήπως τεμπέλης ή γυναικάς; Μήπως χαρτοπαίκτης;»

Δεν δίστασε η γυναίκα. «Όχι, πάτερ. Δεν έχω να του προσάψω κάποια τέτοια κατηγορία. Μπορεί να μην είναι … «θεούσος», αλλά κι αυτός έρχεται κατά καιρούς στην εκκλησία. Και μάλιστα χαίρεται όταν με βλέπει να έρχομαι εγώ συχνότερα από αυτόν. Σας είπα όμως ότι ο βασικός λόγος είναι η έλλειψη φροντίδας για τον εαυτό του. Κι αυτό είναι που με… «δαιμονίζει»: για μένα η έλλειψη αυτή σημαίνει αδιαφορία απέναντί μου. Σημαίνει ότι δεν είμαι γι’ αυτόν κάτι που έχει σημασία. Είναι η απόδειξη ότι απλώς… συνυπάρχει μαζί μου. Ίσως γιατί με θεωρεί απολύτως δεδομένη πια».

Σταμάτησε για λίγο. Για να συνεχίσει πιο σταθερά: «Πάτερ, μπορεί να σταθεί ένας τέτοιος γάμος κάτω από αυτές τις συνθήκες; Δεν είναι πια σαν να παίζουμε θέατρο; Άρχιζα να σκέπτομαι τον χωρισμό, γιατί μεγάλωσαν τα παιδιά και θα μας καταλάβουν καλύτερα. Άλλωστε, νομίζω ότι κι αυτά βλέπουν την κατάσταση. Μας αγαπούν, νομίζω, και τους δύο, αλλά διαπιστώνουν ότι μεταξύ μας τα πράγματα δεν είναι και τόσο… ρόδινα».

Ο ιερέας προσευχόταν. Είχε προσηλώσει το βλέμμα του στο τέμπλο, στο πρόσωπο του Κυρίου, και Τον παρακαλούσε να φωτίσει κι αυτόν και κυρίως τη γυναίκα. Έβλεπε το δίκιο της, αλλά δεν μπορούσε να έχει σφαιρική άποψη για τη σχέση του ανδρογύνου. Άκουγε μονομερώς τα πράγματα.

«Να σας πω», έκανε κάποια στιγμή. «Νομίζετε ότι – το λέω επειδή είστε πιστή γυναίκα –  αν βρεθείτε στην κρίση του Θεού, ο Θεός θα σας δικαιώσει; Θέλω να πω, πιστεύετε αληθινά ότι το πρόβλημα αυτό συνιστά πραγματικό λόγο διαζυγίου; Ο ίδιος ο Κύριος τον μόνο λόγο διαζυγίου που αναγνώρισε ήταν η πορνεία και η μοιχεία. Και μου λέτε ότι κάτι τέτοιο δεν συντρέχει στην περίπτωση του συζύγου σας. Η ατημελησιά του μάλιστα έρχεται προς επίρρωση αυτού. Συνήθως ένας που… ξενοκοιτάει, φροντίζει τον εαυτό του ιδιαίτερα. Δεν ξενοκοιτάει λοιπόν, δεν είναι πότης, δεν είναι χαρτοπαίκτης, δεν είναι τεμπέλης, δεν είναι βάναυσος. Δεν είναι καν άπιστος. Χαίρεται μάλιστα που εσείς πηγαίνετε και στην Εκκλησία, την οποία και αυτός κάποιες φορές την επισκέπτεται».

Η γυναίκα σαν να άκουγε πρώτη φορά τα… προτερήματα του άνδρα της. Ο ιερέας… ζωγράφιζε το πορτρέτο του, με βάση τα στοιχεία που η ίδια του είχε δώσει. Μάλλον έβλεπε ότι ήταν υπερβολική στις εκτιμήσεις της και στις αποφάσεις της.

«Μα, δεν είναι σοβαρό πρόβλημα αυτό που συμβαίνει;» είπε, κι έκανε μία προσπάθεια να ζωντανέψει το… κλονισμένο της ηθικό.

«Βεβαίως και είναι», συμφώνησε ο ιερέας. «Το ζευγάρι πρέπει να προσέχει πάρα πολύ τη μεταξύ τους σχέση. Γι’ αυτό και σας υπενθύμισα ότι χρειάζεται σύνδεση με την πηγή της αγάπης, τον Κύριο» - Τον έδειξε στο τέμπλο και φαινόταν να παρακολουθεί φιλάνθρωπα τη συζήτηση. «Κανονικά, η σχέση του ζευγαριού πρέπει να είναι το αντικείμενο της καθημερινής φροντίδας του κάθε μέλους. Κάθε μέρα δηλαδή πρέπει ο καθένας: ο άντρας, η γυναίκα, να έχει την έγνοια πώς να αρέσει στον άλλον. Μας το λέει τόσο ωραία ο απόστολος Παύλος: «ο άντρας πρέπει να φροντίζει πώς να αρέσει στη γυναίκα του. Η γυναίκα πρέπει να φροντίζει πώς να αρέσει στον άνδρα της». Κι αυτό γιατί η σχέση τους δεν είναι απλώς μία συνύπαρξη. Αποτελεί μυστήριο που εικονίζει τη σχέση του Χριστού με την Εκκλησία. Υπάρχει περίπτωση ο Χριστός να μην ενδιαφέρεται για την Εκκλησία Του; Καθημερινά θυσιάζεται γι’ Αυτήν. Μπορεί η Εκκλησία να μην ενδιαφέρεται για τον Κύριο; Μα είναι η ζωή και το κεφάλι της. Το ίδιο συμβαίνει και με το ανδρόγυνο. Η ετοιμασία έτσι για τον γάμο δεν τελειώνει με τον… γάμο. Συνεχίζεται και μετά από αυτόν. Όπως σας είπα, καθημερινά. Και για πάντα. Μέχρι το τέλος. Κι όταν έτσι πορεύεται το ζευγάρι, η σχέση τους αυτή προεκτείνεται και στην αιωνιότητα. Μαζί και μετά τον θάνατο, όταν βεβαίως έλθει η ώρα του καθενός. Να σας υπενθυμίσω και μάλιστα κάτι επ’ αυτού για τον όσιο της εποχής μας, τον μεγάλο Γέροντα Πορφύριο. Είδε κάποια φορά την πρεσβυτέρα ενός ιερέα να φεύγει από τη ζωή αυτή και να συναντάται η ψυχή της με την ψυχή του συζύγου της στα Ουράνια. Και δάκρυσε γιατί έβλεπε να την υποδέχεται ο ιερέας με άρρητη χαρά και να λάμπουν και οι δύο μέσα στη χάρη του Θεού. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μιλάμε για μία σχέση, την έγγαμη, που υπερβαίνει ακόμη και τον θάνατο». Δάκρυσε κι ο ιερέας.

«Τι μου προτείνετε, πάτερ;» είπε η γυναίκα, εμφανώς συγκινημένη κι αυτή.

«Εφόσον εσείς είστε εδώ – μακάρι να ερχόσασταν κάποια φορά μαζί με τον σύζυγό σας, θα ήταν το καλύτερο – θα σας πρότεινα δύο πράγματα: πρώτον, όσο μπορείτε να βαθύνετε τη σχέση σας με την Εκκλησία μας, δηλαδή με τον ίδιο τον Κύριο. Εκείνος θα σας ενισχύει σε κάθε δυσκολία και σε κάθε σας πρόβλημα. Η αγάπη Του είναι η μόνη απόλυτη, πιστή και δεδομένη».

«Και δεύτερον;» ρώτησε η γυναίκα.

«Δεύτερον, πάρτε μία σελίδα και χωρίστε την κάθετα στη μέση. Από τη μία γράψτε σαν τίτλο «Θετικά». Από την άλλη γράψτε «Αρνητικά». Στα Θετικά λοιπόν σημειώστε ό,τι καλό επισημαίνετε για τον άνδρα σας, όπως μερικά μου απαριθμήσατε προηγουμένως. Στα Αρνητικά γράψτε ό,τι σας ενοχλεί και σας πειράζει. Θα διαπιστώσετε, με ευχάριστη έκπληξη νομίζω, ότι τα Θετικά θα υπερτερήσουν συντριπτικά. Και μείνετε σ’ αυτά. Μη ξεχνάτε άλλωστε ότι τέλειος άνθρωπος δεν υπάρχει. Κι ο πιο τέλειος θεωρούμενος έχει πολλές παραξενιές και πολλές αδυναμίες. Προσαρμοστείτε λοιπόν στις αδυναμίες του άνδρα σας, όπως ασφαλώς κι εκείνος στις δικές σας. Και… κάτι ακόμη».

Ανασήκωσε το κεφάλι της η γυναίκα περιμένοντας.

«Αν αρχίσετε να βλέπετε τον άνδρα σας και πάλι με ενδιαφέρον, αν ζωντανέψετε λίγο την αγάπη σας γι’ αυτόν, θα δείτε και την αναθέρμανση του δικού του ενδιαφέροντος και της δικής του αγάπης. Και τότε, να είστε βέβαιη, ότι και τα κιλά του θα ρίξει, και θα γίνει και πάλι κομψός. Γιατί θα έχει λόγο να το κάνει».

Η κυρία, μάλλον ανακουφισμένη και συγκινημένη, ευχαρίστησε τον ιερέα, του φίλησε το χέρι και απομακρύνθηκε.

«Πάτερ», είπε γυρίζοντας ελαφρά προς τα πίσω, «θα σας δω σύντομα. Αλλά στο εξομολογητάρι αυτήν τη φορά…».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές, 2017)

16 Ιουνίου 2022

ΤΟ… «ΑΓΚΑΘΙ»!

«Σήμερα, τα είπες κάπως καλύτερα από άλλες φορές! Αλλά ό,τι και να κάνεις, δεν φτάνεις ούτε στο… μικρό δαχτυλάκι του τον παπα Θόδωρο, τον πνευματικό μου. Εκεί ν’ ακούσεις κήρυγμα! Εκεί να δεις πώς ο κόσμος κρέμεται από τα χείλη του»!

Μια στο καρφί και μια στο πέταλο! Η διαρκής κριτική και αμφισβήτηση του καλού παπα Χαράλαμπου, όχι από κάποιον ξένο ή άγνωστο, αλλά από συγγενή του, αίμα του, εξάδελφό του. Πάλι καλά που κάποιες φορές σαν τη σημερινή, το δηλητήριο ήταν σε… μικρότερη δόση! Αλλά βεβαίως πάντοτε υπήρχε και η… δόση αυτή! «Καλά τα είπες, αλλά… όχι σαν τον πνευματικό μου»!

Τα σπίτια τους ήταν πολύ κοντά: ο ιερέας με την οικογένειά του – την ευλογημένη πρεσβυτέρα του και τα τρία παιδιά του, δύο αγόρια και ένα κορίτσι· ο εξάδελφός του με τη δική του οικογένεια – τη γυναίκα του, μία καταπιεσμένη λίγο γυναίκα, και τα δύο του παιδιά, δύο αγόρια. Κατ’ ανάγκην έκαναν πολύ παρέα, η μία οικογένεια βρισκόταν διαρκώς μέσα στην άλλη!

Ο παπα Χαράλαμπος το ‘βλεπε αυτό και… αντιδρούσε! Αγαπούσε τον εξάδελφό του και τη φαμίλια του – πολλές φορές μάλιστα του είχε συμπαρασταθεί: και οικονομικά! – αλλά ήξερε και το ζούσε ότι αυτή η πολύ κοντινή συνύπαρξη δεν κάνει καλό σε κανέναν! Το συζητούσε με την πρεσβυτέρα του και κάθε φορά κατέληγαν και οι δύο στο ίδιο συμπέρασμα: πρέπει να κάνουμε υπομονή! Μπορεί η στάση και τα λόγια του ξαδέλφου να λειτουργούν σαν… αγκάθια, μπορεί η αδιακρισία να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του, όμως είναι η ευκαιρία που δίνει ο Θεός  για πνευματικό αγώνα.

Ωστόσο όμως έβαζαν όσο μπορούσαν και κάποια… όρια! Χωρίς όρια δυστυχώς αλλοιώνονται τα κριτήρια, δεν μπορεί κανείς να δει σωστά ούτε τον εαυτό του ούτε και τον άλλον. Το κάθε σπίτι έχει και πόρτα, που θα πει ότι κλείνει κάποια στιγμή για τους απέξω, όσο δικοί κι αν θεωρούνται. Αν ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για το «ταμείον της ψυχής», προκειμένου εκεί να συναντά κανείς πιο ζωντανά και άμεσα τον Θεό, το ίδιο δεν ισχύει και με την οικογένεια; Αποσύρεται δηλαδή η οικογένεια, μόνη της, σαν ένα είδος περισυλλογής, για να δει καλύτερα τον εαυτό της, να ελέγξει τα λάθη της, να δει πού πρέπει να ρίξει περισσότερο το βάρος της. Κι έτσι ανανεωμένη να ανοιχτεί καλύτερα και περισσότερο και στους άλλους. Πρώτα βεβαίως στους συγγενείς, αλλά και σ’ όλους τους άλλους. Κι αν τούτο πρέπει να συμβαίνει σε κάθε οικογένεια, πολύ περισσότερο σε μία ιερατική οικογένεια. Όχι λοιπόν «μπάτε σκύλοι αλέστε»!

Το ίδιο δεν κάνουν και τα μοναστήρια; Μία ανοιχτή αγκαλιά είναι για όλους: δεν κάνουν διακρίσεις – όλοι οι προσκυνητές είναι αδέλφια τους, έστω κι αν κάποιοι είναι… τουρίστες! – αλλά υπάρχει… ωράριο. Κλείνει κάποτε η κεντρική θύρα. Και μένουν οι καλόγεροι μόνοι για να κοιτάξουν λίγο πιο στοχαστικά τον εαυτό τους, να αφιερωθούν λίγο στα διακονήματά τους, να ξεκαθαρίσουν τους… λογαριασμούς τους με τον Ύψιστο!

Και τα κατάφερνε ο παπα Χαράλαμπος, και τα κατάφερνε και η πρεσβυτέρα, έστω και με τα αναμενόμενα προβλήματα. Ο πειρακτικός λόγος όμως του ξαδέλφου, πάντοτε και αδιάκοπα εκεί! Τόσο που ο ιερέας, που διάβαζε και ενημερωνόταν όχι μόνο από πλευράς πνευματικής, αλλά και από πλευράς κοσμικής και ψυχολογικής, άρχισε να διαισθάνεται ότι η αδιακρισία και η άλλοτε υποφώσκουσα και άλλοτε εξώφθαλμη επιθετικότητα του εξαδέλφου πρέπει να έχει βαθύτερη αιτία.

«Κάποιο πρόβλημα βασανίζει τον ξάδελφο», έλεγε στην παπαδιά του, «κάτι που τον ενοχλεί και του… βγαίνει εναντίον μου. Αν δεν είναι κάτι που εγώ του έκανα και ίσως το παρεξήγησε, μπορεί να είναι κάποια κρυμμένη ενοχή, που αρνείται να την παραδεχτεί, οπότε την καταπιέζει, και παίρνει τη μορφή της επιθετικότητας. Και να σου πω, παπαδιά μου.  Μαθαίνω ότι δεν συμπεριφέρεται έτσι μόνο σε μένα. Πειρακτικά, επιθετικά, στέκει και απέναντι σε πολλούς. Ακόμη και  στη δουλειά του μου είπαν κάποιοι, ότι έτσι κάνει. Σπάνια να τον δει κανείς με καλό λόγο και με χαμόγελο στα χείλη».

Δεν ήθελε όμως ο παπάς να το ψάξει περισσότερο. Δεν ήταν αυτή η δουλειά του. Δουλειά του ήταν να προσεύχεται για όλους, να είναι η αγκαλιά του μία αγκαλιά για τους ενορίτες του, για τον κόσμο που σχετίζεται, για τον κόσμο όλο, όπως τον… σπρώχνει σ’ αυτό η θεία Λειτουργία της Εκκλησίας, όπως κυρίως τον σπρώχνει σ’ αυτό ο ίδιος ο Κύριος. Οπότε, ενέτεινε τις προσευχές του και για τον εξάδελφό του.

Πήρε αφορμή το όποιο πρόβλημα που πιθανόν ταλάνιζε τον συγγενή του, και προσπαθούσε να τον κατανοεί και να τον δικαιολογεί, όπως και παρακαλούσε τον Κύριο να ελεεί και αυτόν και εκείνον. Προσπάθησε μάλιστα να εφαρμόσει και κάτι που είχε διαβάσει ότι έλεγε  γι’ αυτές τις περιπτώσεις ο όσιος Γέροντας Πορφύριος, τον οποίο αγαπούσε υπερβαλλόντως. «Ακολούθα τις πατημασιές του θεωρούμενου εχθρού σου, και να λες στον Κύριο: Κάνε με να μοιάσω Κύριε, του δούλου σου, και κάνε αυτόν να μοιάσει σε Σένα».

Πάλευε λοιπόν ο παπα Χαράλαμπος κι είχε πάντοτε απέναντί του τον εξάδελφό του, αλλά και… τον παπα Θόδωρο, ο οποίος βεβαίως αγνοούσε πλήρως τα υπέρ αυτού (!) λόγια που έλεγε το πνευματικοπαίδι του!

Είναι αλήθεια όμως ότι κάποιες φορές, σε ώρες αδυναμίας, το «αγκάθι» τον γρατσουνούσε πιο βαθιά. Η μόνιμη αμφισβήτηση του συγγενούς του τον έκανε να σκέπτεται να λειτουργήσει στα… ίσια. Αμφισβήτηση εκείνος; Αμφισβήτηση κι αυτός! Πειρακτικά λόγια εκείνος; Πειρακτικά κι αυτός! Κι ήταν οι ώρες που καταλάβαινε και τη δική του μικρότητα, πόσο μακριά είναι από το ύψος που ζητάει από τους πιστούς ο Κύριος, κι έκλαιγε και ελεεινολογούσε τον εαυτό του…

Μία τέτοια ώρα πόνου και οδύνης του, μετά από έντονη και πάλι πρόκληση και επίθεση του… «αγκαθιού» του, αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, έπεσε στα γόνατα, και κοιτώντας προς την εικόνα της Παναγίας που δέσποζε στο προσκυνητάρι του, άρχισε τα κλάματα και τα παρακάλια.

«Παναγία μου», έλεγε, «τι σόι παπάς είμαι, να μην μπορώ να κρατήσω με τον τρόπο που πρέπει την προσβλητική έστω κουβέντα του συνανθρώπου μου; Παναγία μου, εσύ έζησες τόση οδύνη από όσα έπαθε ο Κύριος και Θεός Σου. Εκείνος, ο πανάγαθος και παντοδύναμος Θεός, υπέστη με ταπείνωση και αγάπη όχι μόνο ύβρεις, αλλά και όλες του κόσμου τις ταπεινώσεις. Και υπέμεινε και συγχωρούσε. Όπως κι Εσύ… Κι εγώ…».

Κτυπούσε το στήθος του και περίμενε.

Και να, μετά από αυτήν την έντονη προσευχή σαν να επέβλεψε λίγο η Παναγία Μητέρα του Κυρίου και δική του μητέρα. Σαν να την είδε να γλυκαίνουν τα μάτια Της και ν’ απλώνει τ’ άγιο χέρι Της επάνω του. Κι ένιωσε ότι του φεύγει από μέσα του η τάση για εκδίκηση. Να εξαφανίζεται η όποια μνησικακία. Το «αγκάθι» να ξεριζώνεται. Ένας γλυκασμός πήρε να φυσάει μαλακά και ήσυχα στην καρδιά του, και τα δάκρυα οδύνης του μεταποιήθηκαν ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε, σε δάκρυα κατάνυξης. Μία υπερφυής αγάπη τον τύλιξε και στην ψυχή και στο σώμα του, και τον έκανε να νιώθει ότι κρατάει στη δική του αγκαλιά τον εξάδελφό του. Σαν να ήταν εκείνος η μάνα που κρατάει τρυφερά το βλαστάρι της!

Και τότε φωτίστηκε… και κατάλαβε το πρόβλημα του εξαδέλφου του, που φώλιαζε κρυφά μέσα του τόσα χρόνια. Και τον δικαιολόγησε και έκλαψε γι’ αυτόν. Τότε πήρε την… πληροφορία! Μαζί με τη δική του απελευθέρωση, υπήρξε απελευθέρωση και του εξαδέλφου του. Η χάρη που βίωσε ως ουράνιο δώρο σαν να μεταγγίστηκε και στον… θεωρούμενο εχθρό του. Βγήκε από το δωμάτιο, και είδε απέξω… χωρίς λόγο είναι αλήθεια, να στέκει ο συγγενής του. Και την ίδια ώρα έκαναν και οι δύο την ίδια κίνηση: έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κλάψανε σαν παιδιά. Οι υπόλοιποι της οικογένειας παρακολουθούσαν τη σκηνή εμβρόντητοι, δίχως να καταλαβαίνουν, ίδια στήλη άλατος!

Ο παπα Χαράλαμπος στο επόμενο κήρυγμά του ένιωσε την ανάγκη, καθώς του δόθηκε η αφορμή από το Ευαγγελικό ανάγνωσμα, να αναφερθεί στην προσωπική του περίπτωση. Με δάκρυα στα μάτια, μιλώντας για την αρετή της ανεξικακίας, αποκάλυψε πώς η Παναγία, μετά από έντονη προσευχή του, μεταποίησε την πίκρα της καρδιάς του σε γλυκασμό. Σαν τον αββά του Γεροντικού, που παρεκάλεσε τον Κύριο, τον προσβλητικό λόγο ενός συνασκητή του να τον βγάλει από μέσα του. «Και να, έλεγε, έφτυσα αίμα και έφυγε η όποια πίκρα του λόγου του».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι'  εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι, 2017)

07 Ιουνίου 2022

Ο… «ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΣ»!

Ο κύριος που μπήκε στο εξομολογητάρι περίμενε στην αναμονή αρκετή ώρα. Τον είχε δει ο ιερέας μαζί με τους άλλους, όταν ξεκίνησε την εξομολόγηση. Ήταν αρκετά ευπαρουσίαστος και πολύ ευγενικός. Σταυροκοπήθηκε, φίλησε το χέρι του ιερέα, κάθισε στη θέση του εξομολογουμένου.

«Πρώτη φορά εξομολογείσθε;» ρώτησε ο ιερέας. «Δεν σας έχω ξαναδεί».

«Όχι, πάτερ. Εξομολογούμαι κατά καιρούς, αλλά δεν έχω σταθερό εξομολόγο. Όταν πλησιάζουν οι μεγάλες γιορτές, μπαίνω σε κάποιο ναό και όταν βρω πνευματικό εξομολογούμαι. Δεν θέλω να κοινωνώ χωρίς εξομολόγηση».

«Κάνετε πολύ σωστά. Κι αυτό δείχνει ότι μάλλον έχετε συναίσθηση των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Η ιερά εξομολόγηση – το γνωρίζετε - είναι από τα υποχρεωτικά λεγόμενα μυστήρια, μαζί με το βάπτισμα, το χρίσμα και τη θεία κοινωνία, γιατί δυστυχώς μετά το βάπτισμά μας αμαρτάνουμε. Οπότε ο Κύριος μάς το πρόσφερε ως τη μεγαλύτερη δωρεά: να μπορούμε και πάλι να καθαρίζουμε την ψυχή μας και να ξαναζούμε τη χάρη της αναγέννησής μας, όπως τότε που βγήκαμε από την αγία κολυμβήθρα. Αρκεί βεβαίως και η εξομολόγηση να γίνεται με τον σωστό τρόπο».

«Ποιος είναι ο σωστός τρόπος, πάτερ;» είπε ο μεσήλικας.

«Αυτό που δηλώνει και το όνομα του μυστηρίου. Λέμε μυστήριο μετανοίας. Συνεπώς πρέπει κανείς να είναι σε αυτήν την ατμόσφαιρα της επίγνωσης των αμαρτιών του και της πίστης στην αγάπη του Θεού, ώστε να προσέλθει σωστά. Χωρίς τη μετάνοια και την απόφαση για αλλαγή της ζωής του, ώστε να βαδίζει πια όσο γίνεται πάνω στις εντολές του Χριστού μας, η εξομολόγηση καταντά μάλλον ένας τύπος που δεν ξέρω κατά πόσο προσφέρει στον άνθρωπο τη χάρη του Θεού».

«Ναι, πάτερ», έδειχνε να συμφωνεί ο κύριος.

«Θέλω όμως και κάτι ακόμη να σας πω», είπε ο ιερέας, «πριν ξεκινήσετε να εξομολογείσθε. Είπατε ότι δεν έχετε σταθερό πνευματικό. Αυτό πρέπει να σας προβληματίσει λίγο. Χωρίς να είναι θέμα δογματικό, όπως λέμε, για την πίστη μας, δηλαδή ότι χωρίς αυτό δεν είμαστε πιστοί και δεν ζούμε τη σωτηρία μας – εκτός κι αν κανείς δεν έχει σταθερό τόπο που ζει - όμως έχει διαπιστωθεί ότι η αναφορά σε ένα μόνο πνευματικό βοηθάει στην πνευματική μας πορεία, για τον λόγο ότι επέρχεται  γνωριμία πραγματική, ψυχική, μεταξύ του εξομολόγου και του εξομολογουμένου, κι επομένως μπορεί ο πνευματικός και να μας καταλάβει καλύτερα και να μας δώσει τις πιο καλές ίσως συμβουλές για τη σχέση μας με τον Θεό. Και το ερώτημα βεβαίως πάντα είναι «γιατί θέλω να αλλάζω πνευματικό;» Αν, σας είπα, είναι λόγω των μετακινήσεων του ανθρώπου, έχει καλώς. Αν όμως η διαρκής αλλαγή οφείλεται στο γεγονός ότι δεν θέλω να δεθώ με κάποιον συγκεκριμένα, τότε τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και μοιάζουν με το φυτό που διαρκώς μεταφυτεύεται. Δηλαδή δεν μπορεί τελικώς να καρποφορήσει. Σκεφθείτε μήπως συμβεί τούτο και σε σας. Η πρότασή μου θα ήταν λοιπόν να αποφασίσετε να πηγαίνετε σε κάποιον πιο σταθερά, πιο συγκεκριμένα. Συγγνώμη που σας τα λέω αυτά, αλλά είμαι υποχρεωμένος να σας τα πω. Κι εγώ έχω σταθερό πνευματικό, που επειδή ακριβώς με ξέρει, δεν χρειάζεται να εξηγώ πολλά πράγματα από τη ζωή μου. Ομολογώ εν μετανοία τις αμαρτίες μου, κάνει κάποια παρατήρηση ίσως ο αδελφός κληρικός, και μου διαβάζει την ευχή».

Ο κύριος δεν μιλούσε. Φαινόταν προβληματισμένος και ο ιερέας αναρωτήθηκε μήπως του τα είπε… μαζεμένα και τον φόβισε. Στράφηκε νοερά στον Κύριο να φωτίσει τον άνθρωπο και να του δώσει πραγματική μετάνοια.

«Τι έχετε να πείτε, λοιπόν; Αντί να μιλήσετε εσείς, σας έπιασα… μονότερμα που λέμε».

«Όχι, πάτερ, καλά κάνατε. Εσείς πρέπει να λέτε αυτά που πρέπει. Λοιπόν – ξερόβηξε – δεν έχω να σας πω πολλά πράγματα. Είμαι άνθρωπος της Εκκλησίας, εκκλησιάζομαι δηλαδή, προσεύχομαι, νηστεύω όσο μπορώ, δίνω ελεημοσύνη εκεί που πρέπει. Δεν βλέπω κάτι να βαραίνει την ψυχή μου».

Κάτι του θύμισε του ιερέα η απαρίθμηση αυτή… «Έχετε κάτι εναντίον κάποιου συνανθρώπου σας;» ρώτησε ο ιερέας χαμηλόφωνα.

«Όχι, πάτερ. Τους αγαπώ όλους. Με όλους τα έχω καλά».

«Μελετάτε κανένα πνευματικό βιβλίο;»

 «Ναι, πάτερ, μολονότι δεν μου μένει και πολύς χρόνος λόγω της εργασίας μου».

«Τους λογισμούς σας τους προσέχετε; Γιατί γνωρίζετε ασφαλώς ότι αμαρτία δεν είναι μόνον οι πονηρές πράξεις, αλλά και οι αμαρτωλοί λογισμοί. Ο ίδιος ο Κύριος για παράδειγμα μας είπε ότι «και μία πονηρή επιθυμία για τον άλλο συνάνθρωπό μας – μίλησε για τη γυναίκα απευθυνόμενος σε άνδρες – αποτελεί μοιχεία». Με τους λογισμούς σας λοιπόν πώς τα πάτε;»

«Μια χαρά, πάτερ. Τους προσέχω όλους. Όλα στην πνευματική μου ζωή είναι τακτοποιημένα».

«Πιο πάνω και από τον όσιο Παΐσιο!», του ’ρθε αυθόρμητα η σκέψη του παπά.  Κατάλαβε ότι υπάρχει κάτι… «προβληματικό» στον κύριο. Να μην έχει καμία αμαρτία, να μην ενοχλείται από κανένα λογισμό και να τα αντιμετωπίζει όλα τόσο θεάρεστα!  «Αγγελικό σύνδρομο» δεν το λένε αυτό;

«Έχετε κάποια  αμαρτία σας να εξομολογηθείτε;»

«Όχι, πάτερ. Αυτά που σας είπα. Κι ευχαριστώ που με ακούσατε και με συμβουλεύσατε».

«Θα σας παρακαλέσω», ένιωσε την ανάγκη να πει ο ιερέας, «να κάνετε προσευχή παρακαλώντας τον Κύριο να σας δίνει αληθινή μετάνοια. Συνηθίστε να λέτε εκτός από το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και την προσευχή που έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος». Γιατί μετάνοια υπάρχει εκεί που διαπιστώνεται η αμαρτία».

Σηκώθηκε ο παπάς από τη θέση του.

«Αν δεν έχετε κάτι άλλο, να σας διαβάσω τη συγχωρητική ευχή, μολονότι μάλλον είναι… περιττή, αφού δεν έχετε κάτι για να… συγχωρηθείτε».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι, 2017)

06 Ιουνίου 2022

Ο… «ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ» ΚΛΗΡΙΚΟΣ!

«Τον πάτερ θα θέλαμε!», ακούστηκε κάποια φωνή έξω από το γραφείο των ιερέων.

«Μέσα είναι, περάστε», υπέδειξε ο νεωκόρος.

Η πόρτα κτύπησε, άνοιξε.

«Πάτερ, μπορούμε να σας απασχολήσουμε για λίγο;», μίλησε ο μεγαλύτερος.

Ήταν ένας μεσήλικας άνδρας και ένας περίπου τριαντάχρονος. Πατέρας και γιος απ’ ότι είπαν αργότερα.

«Τι θα θέλατε;» είπε ο ιερέας καλόκαρδα. «Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;» Τους χαμογέλασε.

«Πάτερ, είναι κάτι σοβαρό και θα θέλαμε τη βοήθειά σας», μίλησε και πάλι ο μεγαλύτερος, ο πατέρας. Ήταν εκείνος που τελικά  μονοπώλησε τον λόγο. Ο γιος του ελάχιστα μίλησε, πλην μερικών γνεψιμάτων και μονολεκτικών φράσεων.

«Περί τίνος πρόκειται;»

«Πάτερ, θέλουμε να δώσετε στον γιο μου ένα χαρτί που να το πάμε στον Δεσπότη – έτσι μας είπανε – για να τον κάνει… παπά!» 

Τα ‘χασε λίγο ο ιερέας. Ανέκτησε όμως σύντομα την ψυχραιμία του.

«Δεν σας έχω ξαναδεί στον ναό. Είστε της ενορίας;» είπε κάπως επιφυλακτικά. Η στάση τους και τα πρόσωπά τους δεν του ενέπνεαν και πολλή εμπιστοσύνη. Πολύ περισσότερο δεν φαίνονταν  να μυρίζουν ... λιβάνι!

«Όχι. Ούτε της ενορίας, αλλά ούτε και αυτής της Μητρόπολης. Ερχόμαστε από πιο βορεινά, αλλά εδώ θέλει να ζήσει ο γιος μου, η περιοχή που είστε του αρέσει, οπότε σκεφτήκαμε να έλθουμε σε σας».

«Γιατί θέλετε να γίνετε παπάς;» στράφηκε ο ιερέας στον νέο.

Έσπευσε όμως να απαντήσει και πάλι ο πατέρας.

«Πάτερ, κοντεύει τα τριάντα και δεν έχει κάποια δουλειά. Οπότε σκεφτήκαμε να γίνει παπάς, για να έχει κάτι να κάνει και κάτι να… τρώει».

 Η ειλικρίνεια του πατέρα ήταν αφοπλιστική. Προφανώς όχι από την υπάρχουσα σ’ αυτόν συγκεκριμένη αρετή, αλλά από άγνοια και μάλλον… θράσος.

«Ανεπίγνωστη πορεία. Θεέ μου, βόηθα», ύψωσε νοερά το βλέμμα στον Κύριο ο ιερέας.

«Δεν είναι εύκολα τα πράγματα», άρχισε κάτι να λέει ο παπάς. «Δεν πάει έτσι το… πράμα», είπε να μιλήσει στη γλώσσα τους.

«Έχετε σπουδάσει κάτι;» στράφηκε και πάλι στον νεαρό. «Θεολογία μήπως; Έχετε πάει στην Ανωτέρα; Κάποια εκκλησιαστική σχολή τέλος πάντων;»

«Όχι», απάντησε ο νεαρός – και φάνηκε ότι η ερώτηση ερχόταν από άλλον… κόσμο.

«Τι σχέση έχετε με την Εκκλησία;» επέμεινε ο ιερέας. «Εκκλησιάζεστε τις Κυριακές, τις εορτές; Έχετε πνευματικό; Γιατί αυτά είναι πράγματα που με τον πνευματικό σας πρέπει να τα συζητήσετε».

«Τι πνευματικό, πάτερ;» επανήλθε δριμύτερος ο πατέρας. «Παπάς θέλει να γίνει. Τι δουλειά έχει ο πνευματικός; Κι από Εκκλησία, πάμε. Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα. Αλλά τώρα που θα γίνει παπάς, θα πηγαίνει τακτικά. Έτσι δεν είναι;» έπιασε να γελάει, ευχαριστημένος από το… αστείο του!

«Αν δεν είναι ανέκδοτο, μάλλον ζω σε άλλον… πλανήτη!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο παπάς. Είπε να δώσει ένα τέλος στο… ανέκδοτο.

«Δυστυχώς, δεν μπορώ να δώσω εγώ ένα τέτοιο χαρτί, το οποίο μάλιστα δεν υφίσταται. Αλλά και να υφίστατο, τι να βεβαιώσω για κάποιον που τον βλέπω πρώτη φορά, και μάλιστα δεν έχει και κάποια σχέση με την Εκκλησία; Κοιτάξτε: αυτό που ζητάτε είναι πολύ σοβαρό, ίσως το σοβαρότερο στον κόσμο, αφού η ιερωσύνη «τελείται μεν επί της γης, αλλ’ έχει τάξιν επουρανίων πραγμάτων», κατά τον άγιο Χρυσόστομο. Δηλαδή, ο ιερέας κάνει πράγματα εδώ στον κόσμο, αλλά ανήκει στους ουρανούς, όπως και οι άγγελοι. Δεν ξέρω πόσοι ιερείς είναι στην υψηλή αυτή κατάσταση, αλλά τουλάχιστον πρέπει να υπάρχει ένα ελάχιστο ποσοστό, ένα μίνιμουμ προϋποθέσεων, που απ’ ότι φαίνεται δεν πρέπει να το έχει ο γιος σας. Δηλαδή να υπάρχει έστω και κάποια επίγνωση. Και ξέρετε ότι υπάρχουν και τα λεγόμενα κωλύματα της ιερωσύνης. Εμπόδια για να γίνει κανείς ιερέας. Δεν του ζητείται βεβαίως η αναμαρτησία, κάτι ανέφικτο, αλλά απαιτείται να είναι πιστό μέλος της Εκκλησίας, να πιστεύει ορθά στον Κύριο, να εκκλησιάζεται τακτικά, να εξομολογείται, να ζει όσο μπορεί την παρουσία του Κυρίου».

«Είναι παντρεμένος;» ρώτησε τον πατέρα, γιατί έβλεπε ότι μάλλον δεν θα έπαιρνε απάντηση από τον νέο.

«Όχι, αλλά θα παντρευτεί. Συζεί με κάποια κοπέλα - τι κοπέλα δηλαδή, μεγαλοκοπέλα - χωρισμένη με ένα παιδάκι, αλλά θα την πάρει. Αυτό είναι κανονισμένο. Απλώς δουλειά δεν έχει και γι’ αυτό, όπως σας είπα, σκεφτήκαμε να γίνει παπάς».

«Αυτό που λέτε δεν μπορεί να γίνει», απάντησε κοφτά ο ιερέας, «γιατί δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Και το κυριότερο: δεν τον συμφέρει τον γιο σας να γίνει. Γιατί είναι σαν να αποφασίζει τον… χαμό του. Και να σας πω: δεν νομίζω ότι θα βρεθεί παπάς, οπουδήποτε στον κόσμο, που θα σας δώσει αυτό που ζητάτε. Και πείτε ότι βρίσκετε τέτοιον παπά. Δεν υπάρχει Δεσπότης που να χειροτονήσει τον γιο σας. Κι αυτό για το καλό του. Δεν παίζουμε με τον Θεό και με την αγία Του Εκκλησία». Είπε ο ιερέας και φάνηκε εξουθενωμένος. Του ήλθε να κλάψει από την άγνοια, από την επιπολαιότητα, από… ένα σωρό πράγματα που έβλεπε μπροστά του.

«Πάτερ, σας παρακαλώ…», άρχισε να κλαψουρίζει λίγο ο αγέρωχος μέχρι τώρα πατέρας. «Βοηθείστε μας. Μία δουλειά ψάχνει για να ζήσει. Θα έχετε και σεις παιδιά και μπορείτε να με καταλάβετε».

«Δεν είναι θέμα ελεημοσύνης η ιερωσύνη, σας είπα, μα δεν το καταλάβατε. Σας παρακαλώ, μην μπαίνετε σε μία τέτοια διαδικασία, που διακυβεύεται το αιώνιο μέλλον σας, και του παιδιού σας και το δικό σας. Το παιδί σας φαίνεται καλό παιδί, γι’ αυτό ας ψάξει να βρει μία δουλειά, ας παντρευτεί την κοπέλα με την οποία συζεί, ας κάνει και δικά του παιδάκια, και όσο μπορεί ας ζει χριστιανικά μέσα στην Εκκλησία. Όπως λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι άγιοί μας, «μπορεί να γίνει άγιος, όχι όμως παπάς».

Άστραψε λίγο το μάτι του πατέρα τώρα. Σαν να αγρίεψε. Κάτι πήγε να πει με οργή, αλλά τον έκοψε με αποφασιστικό τρόπο ο ιερέας. Σηκώθηκε όρθιος, άνοιξε την πόρτα και τους ξεπροβόδισε.

«Στην ευχή της Παναγίας να πάτε. Εύχομαι να σας φωτίσει ο Θεός!» Έφυγαν… παρεξηγημένοι. Σαν να άκουσε κάποιες ψιθυριστές βρισιές ο παπάς και από τους δυο.

Γύρισε και κάθισε πάλι στο γραφείο. Ένιωσε το κεφάλι του βαρύ και ασήκωτο. Το κράτησε και με τα δυο του χέρια, κι έμεινε εκεί μέχρι που άκουσε την καμπάνα του εσπερινού να χτυπάει…

(Από το βιβλίο των εκδ. «ἀκολουθεῖν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι, 2017).