Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

07 Ιουνίου 2025

"ΑΥΤΗ ΕΣΤΙΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ!"

 

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ

«...καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (από το κοντάκιο της Πεντηκοστής)

Η κατάληξη του κοντακίου της γενέθλιας για την Εκκλησία εορτής της Πεντηκοστής τονίζει αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε εορτή και για κάθε πνευματικό γεγονός: τη συμφωνία των πιστών, την ενότητα δηλαδή των καρδιών τους ώστε μία να είναι και η φωνή τους. Ό,τι τονίζει η υμνολογία της Εκκλησίας για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ότι υπήρξε η φωνή του Λόγου Χριστού – το κήρυγμά του εξέφραζε αυτό που ενέπνεε ο Κύριος μέσα στην καρδιά του  – το ίδιο συμβαίνει και με την Πεντηκοστή, το ίδιο συμβαίνει με κάθε εκκλησιαστικό γεγονός. Με άλλα λόγια για να δοξολογηθεί ένα γεγονός της πίστεως απαιτείται οι καρδιές των χριστιανών να είναι απολύτως προσανατολισμένες σ’ Εκείνον που τους έχει εντάξει μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, και τους έχει κάνει ένα μεταξύ τους, και συνεπώς ο ρυθμός τους να χτυπά στον ίδιο ρυθμό με την αγάπη Εκείνου, του Ιησού Χριστού. «Με μία φωνή όλοι δοξολογούμε το Πανάγιο Πνεύμα».  Αν τυχόν κυριαρχεί άλλη φωνή μέσα σ’ έναν πιστό από ό,τι η κοινή εκκλησιαστική φωνή, αν δηλαδή υπερτερεί η φωνή των παθών του, η φωνή του εγωισμού και της αλαζονείας του, εκεί η όποια δοξολογία και ομολογία Χριστού είναι ψεύτικη. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος με απόλυτο τρόπο εξαγγέλλει ότι «εκείνος που λέει ότι γνωρίζει τον Θεό αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του είναι ψεύτης», δεν μπορεί με διαφορετικό τρόπο να εκφραστεί κανείς γι’ αυτό που δηλώνει την ίδια πνευματική πραγματικότητα.

Λοιπόν, το σημαντικότερο στοιχείο της πίστεως ως ορθής αναφοράς προς τον Θεό και σχέσεως με Αυτόν είναι η ενότητα των πιστών. Στην ενότητα φανερώνεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που καθιστά φανερό στον άνθρωπο και τον Ιησού Χριστό, διά του Οποίου οδηγούμαστε στον Θεό Πατέρα. Και η ενότητα αυτή κατά αυτονόητο τρόπο προϋποθέτει την αγάπη. Την αγάπη που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ετοιμότητα θυσίας και του εαυτού προς χάρη του άλλου. Κι αυτό θα πει ότι μόνον ένας σταυρωμένος σαν τον Χριστό μπορεί με γνησιότητα να ομολογήσει ότι είναι ενωμένος με τους συνανθρώπους του, συνεπώς να βρεθεί στο χαρισματικό στοιχείο και της ορθής δοξολογίας του Θεού.

Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι χριστιανός – πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Και στο σημείο κρινόμαστε όντως οι χριστιανοί. Τι εικόνα παρουσιάζουμε συχνά, για να μην πούμε τις περισσότερες φορές, στη ζωή μας; Την εικόνα του ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος σε διαμάχες και έχθρες για να διεκδικεί τα «δικαιώματά» του∙ που πολύ λίγο ελέγχει τα λόγια του που εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν προσβάλλοντας τους συνανθρώπους του είτε γιατί δεν κάνουν το θέλημά του είτε γιατί ο ίδιος συσχηματίζεται προς το δικό τους κοσμικό πνεύμα∙ που δεν μπορεί να βρει τόπο «καταπαύσεως» και ηρεμίας μέσα του, γιατί όλο και κάτι συμβαίνει που τον ταράζει, τον αγχώνει, τον θέτει εκτός εαυτού!  Κι αιτία είναι η έλλειψη ακριβώς της αγάπης, δηλαδή της παρουσίας του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του. Ο εγωισμός με όλα τα αρνητικά και τραγικά παρεπόμενά του είναι το «αφεντικό» του, οπότε σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο ψαύει κανείς ανάγλυφα οτιδήποτε άλλο πέραν της Θεϊκής πραγματικότητας. Κι ό,τι δεν έχει Θεό ξέρουμε τι έχει: τη δαιμονική παρουσία που καθιστά κόλαση τη ζωή ήδη από το εδώ και το τώρα.

Αυτό δεν λέει το κοντάκιο της εορτής; Όταν οι άνθρωποι κινούμενοι από τον άκρατο εγωισμό και την αλαζονεία τους πίστεψαν ότι μπορούν να οικοδομήσουν έναν πύργο που θα έφτανε στον «Θεό», τότε είδαν το αποτέλεσμα: έχασαν την οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους – η διαγραφή του Θεού έφερε τη διακοπή των μεταξύ τους σχέσεων. Ο καθένας, μαζί με τους θεωρούμενους δικούς του, κλείστηκε στον δικό του μικρόκοσμο θεωρώντας τον άλλον ως αντίπαλο που έπρεπε να τον εξολοθρεύσει για να επιβιώσει ή να τον ανεχτεί για να μην εξολοθρευτεί ο ίδιος από αυτόν. Κι έπρεπε να έρθει ο Κύριος κι έπειτα να στείλει το άγιον Πνεύμα Του προκειμένου τα πράγματα να επανέλθουν στην «κανονικότητά» τους. Και κανονικότητα ήταν ο άνθρωπος να θυμηθεί ότι συνιστά εικόνα του Χριστού που προορισμό έχει την πλήρη ομοίωσή Του προς Εκείνον. Το Πνεύμα του Θεού έσβησε τη φωτιά της δαιμονικής αλαζονείας, έσβησε δηλαδή τις μεταξύ των ανθρώπων έχθρες, κι ένωσε τις καρδιές, «συγκολλώντας» τες με το μόνο συνδετικό στοιχείο, τη χάρη της αγάπης. «Όταν μοίρασε κατά την Πεντηκοστή τις φλόγες του πυρός κάλεσε τους ανθρώπους σε ενότητα».

Δεν λένε άσκοπα οι άγιοί μας ότι όλος ο σκοπός τελικώς του χριστιανού είναι να κρατήσει την καθαρότητα του αγίου βαπτίσματός του, να κρατήσει δηλαδή το Πνεύμα του Θεού κατά την προσωπική του ώρα της Πεντηκοστής που τον εισήγαγε στην Εκκλησία, όπως το είπε για παράδειγμα και ο μεγάλος νεώτερος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Απόκτηση με την έννοια της συναίσθησης του τι λάβαμε και τι λαμβάνουμε κατά το βάπτισμα: το άγιον Πνεύμα, και του αδιάκοπου έπειτα αγώνα μας να διακρατήσουμε και να αυξήσουμε το Πνεύμα αυτό διά της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού και της συμμετοχής εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας μας.  

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ (Παραμονή ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ)

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μᾶς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, όπως όντως συμβαίνει, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου όπως είπαμε μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο (ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα). Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.

26 Μαΐου 2025

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

 

«Ὥσπερ φορτίον καί γεῶδες ἀχθοφόρημα ὡρᾶτο τοῖς ἐν κόσμῳ περιπατῶν ὁ Τυφλός, καί ἐν ταῖς πλατείαις πόδας συντρίβων, τάχα ὡς ὅρασιν τήν ράβδον πλουτῶν˙ ὅθεν καταφεύγει πρός τόν φωτοδότην, ἐξ οὗ λαμβάνει τό φῶς ὁρᾶν, καί ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ βλέπειν τόν ποιητήν, τόν καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καί κατ’ εἰκόνα δημιουργήσαντα τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων, ἐκ γῆς τό πρότερον, καί νῦν χοΐ καί πτύσματι, καταυγάσαντα τούτου τάς κόρας, καί δόντα φιλανθρώπως βλέπειν τόν ἥλιον» (απόστ. Αίνων όρθρου ημέρας).

(Περπατώντας ο τυφλός και συντρίβοντας τα πόδια του στις πλατείες, έχοντας δήθεν ως όραση τη ράβδο του, φαινόταν στους ανθρώπους του κόσμου σαν φορτίο και βάρος της γης. Γι’ αυτό καταφεύγει προς τον φωτοδότη Κύριο, από τον Οποίο παίρνει το φως της όρασης και να βλέπει με τα μάτια του τον Ποιητή και Δημιουργό, που δημιούργησε καθ’ ομοίωσιν και κατ’εικόνα του Ίδιου τη φύση των ανθρώπων, στην αρχή της δημιουργίας από γη και τώρα από χώμα και φτύσμα, και ο Οποίος καταφώτισε τις κόρες των οφθαλμών του και του έδωσε από την αγάπη Του να βλέπει τον ήλιο).

Με δύναμη ποιητική ο άγιος υμνογράφος περιγράφει τα στάδια που πέρασε ο εκ γενετής τυφλός του Ευαγγελίου, μέχρις ότου θεραπευτεί από τον Κύριο, όχι μόνο σωματικά, αλλά κυρίως και πνευματικά. Πρώτο στάδιο, η οδυνηρή πραγματικότητα στην οποία ζούσε ως αόμματος – μη έχοντας όραση, κυρίως όμως και μάτια˙ άδειες κόγχες ήταν στη θέση των οφθαλμών του. Και η οδύνη του τυφλού, κατά τον υμνογράφο, ήταν διπλή: σωματική πρώτον, γιατί κρατώντας το μπαστούνι του τάχα ως όρασή του συχνά σκόνταφτε και έπεφτε, ιδίως στις πλατείες που ήταν μαζεμένος κόσμος˙ δεύτερον ψυχολογική, γιατί ακριβώς γινόταν, κατά την άποψή του, περίγελως των άλλων ή ακόμη χειρότερα αντικείμενο του οίκτου τους. Ο ποιητής εκφράζει με μοναδικό τρόπο την ψυχολογία του, πλήρη καταθλιπτικών στοιχείων: «είμαι ένα φορτίο για τον κόσμο, ένα βάρος πάνω στη γη!» Ίχνος χαράς και ελπίδας δεν φαίνεται να του δίνει ώθηση για ζωή.

Κι εκεί που όλα είναι γι’ αυτόν «μαύρα» και σκοτάδι, έρχεται το δεύτερο στάδιο: η συνάντησή του με τον Κύριο, ο Οποίος τον πλησιάζει με την άπειρη αγάπη Του, «φιλανθρώπως», για να του δώσει φως και προοπτική, στον κόσμο τούτο αλλά και αιώνια. Ποιες οι κινήσεις του Κυρίου; Ψυχολογικά και πνευματικά, τον απαλλάσσει από οποιαδήποτε ενοχή: δεν είναι αυτός αίτιος λόγω αμαρτίας δικής του ή των γονέων του, για ό,τι του έχει συμβεί. Το αντίθετο: η ύπαρξή του συνιστά την αφορμή για να φανερωθεί η δόξα του Θεού! «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού μέσα από αυτόν».  Ο αόμματος που στα μάτια των άλλων και τα δικά του θα πρέπει ίσως να μην υπάρχει στον κόσμο είναι στα μάτια του Θεού η ύλη που έχει στα χέρια Του ο Θεός για να λάμψει η δόξα Του! Πόσο οι εκτιμήσεις μας για τον κόσμο, για τους συνανθρώπους μας, για τους εαυτούς μας είναι τις περισσότερες φορές πλανεμένες. Με τι μάτια, διεστραμμένα το συνηθέστερο λόγω της αμαρτίας μας, βλέπουμε εμείς˙ με τι μάτια, καθαρά από την απόλυτη και άπειρη αγάπη Του βλέπει ο ίδιος ο Κύριος!

Κι ακολουθεί το τρίτο και σημαντικότερο στάδιο: ο τυφλός αποκαθίσταται, καθώς γεύεται την εμπειρία του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ: να γίνεται υλικό στα δημιουργικά χέρια του Χριστού που του φτιάχνει μάτια και του δίνει το φως να βλέπει, με αποκορύφωση: να του φωτίσει τα πνευματικά μάτια που ήταν όμως έτοιμα και διψασμένα για τον Δημιουργό τους. Και τα διπλά μάτια του πια: τα σωματικά και τα πνευματικά διανοίγονται. Κι αυτό που αντικρίζει είναι η ομορφιά της δημιουργίας, η ομορφιά της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού ανθρώπινης φύσης του, η χαρισματική θέα του Δημιουργού Χριστού, και τότε που έπλασε τον άνθρωπο από τη γη και τώρα που ο Ίδιος του έφτιαξε τους οφθαλμούς.

Δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος ο θεραπευθείς τυφλός. Ήταν έτοιμη η καρδιά του να γευτεί τον Δημιουργό της, ήταν ήδη πιστός και «χριστιανός» πριν τον συναντήσει ο Κύριος. Μπρος στο μεγαλείο του ανθρώπου αυτού κλίνουμε γόνυ καρδίας, δοξολογώντας τον Θεό μας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει ως τύπο και για εμάς. Και μας λέει ότι μπορούμε και εμείς να απολαύσουμε τη χαρισματική εμπειρία του και να ανοίξουμε τα μάτια μας, κυρίως τα πνευματικά. Όταν πορευόμαστε εν μετανοία στη ζωή μας. «Έχοντας τυφλωμένα τα μάτια της ψυχής, προσέρχομαι σ’ Εσένα, Χριστέ, όπως ο τυφλός εκ γενετής, κραυγάζοντάς Σου με μετάνοια: Συ είσαι το υπέρλαμπρο φως των εν σκότει της αγνωσίας και της αμαρτίας ανθρώπων» (Κοντάκιο).

16 Μαΐου 2025

ΕΜΠΡΟΣ! ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΙΣ ΔΩΡΕΕΣ!

«Τήν μεσότητα τῶν ὅλων καί τέλος ἔχων, καί τῆς ἀρχῆς ὡς ἄναρχος περιδεδραγμένος, ἔστης ἐν τῷ μέσῳ, βοῶν˙ Τῶν θείων, θεόφρονες, δεῦτε δωρεῶν ἀπολαύσατε» (ωδή δ΄ εορτής Μεσοπεντηκοστής).

(Έχοντας στα χέρια Σου τη μέση των όλων και το τέλος και διακρατώντας γερά ως άναρχος και την αρχή, στάθηκες στο μέσο του Ναού φωνάζοντας δυνατά: Πιστοί του Θεού, εμπρός απολαύστε τις θείες δωρεές).

Η Εκκλησία μας επιμένει στη μεγάλη Δεσποτική εορτή της Μεσοπεντηκοστής -  τονίζει πολύ έντονα τη θεότητα του Κυρίου και την πλησμονή των αγαθών που μας έφερε:  μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου να έλθει και πάλι το φως˙ μέσα στη σαπίλα και τη φθορά να ανατείλει και πάλι η ζωή, η άνοιξη και η αφθαρσία! «Έθνη κτυπήστε παλαμάκια. Εβραίοι θρηνήστε…Ο Χριστός είναι ο Θεός μας που έδωσε ζωή σε όλους όσους πίστεψαν στο όνομά Του» (ωδή α΄)  διαλαλεί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ως ξέσπασμα της χαράς του! Και πράγματι, αυτό δεν είναι ο Χριστός για τον κόσμο, παγκόσμια και διαχρονικά; Είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, «το Α και το Ω», «ο πρώτος και ο έσχατος» κατά την Αποκάλυψη˙ «ο εξ ου και δι’ ου και εις ον τα πάντα έκτισται» κατά τον απόστολο Παύλο˙ κυριολεκτικά «ο Ων», ο «εγώ ειμι», ο Γιαχβέ της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης˙ ο «δι’ ου τα πάντα εγένετο» όπως το ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.  

Αυτό δεν τονίζει και ο άγιος υμνογράφος, μεταξύ άλλων, με το παραπάνω τροπάριο; Βρέθηκε ο Κύριος στο μέσον του Ναού, όταν ήταν η εορτή της Σκηνοπηγίας, πριν από το Πάθος Του, για να τονίσει στους Ιουδαίους ότι ο Ίδιος είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, Εκείνος που μπορεί να τους ξεδιψάσει από τη δίψα που ένιωθαν λόγω της αμαρτίας, να τους δώσει τη Ζωή, όπως και το νερό είναι ζωή για τον άνθρωπο – δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια αλήθεια ο Κύριος και μετέπειτα η Εκκλησία εξαγγέλλει με τη συνάντηση Εκείνου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, τη μετέπειτα αγία Φωτεινή. «Το νερό που εγώ θα σου δώσω, θα γίνει για σένα πηγή που θα αναβλύζει μέσα σου την αιώνια ζωή». Κι εντελώς φιλάνθρωπα θα πει και άλλοτε: «Αν δεν πιστέψετε ότι πράγματι εγώ είμαι η πηγή της Ζωής, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας» - ο λόγος Του, ο κάθε λόγος Του αποκαλύπτει την αιώνια ζωή, συνιστά έτσι την έκχυση του διαρκούς ελέους Του στον κείμενο μέσα στην πονηρία και στα δίχτυα του διαβόλου κόσμο.

Η αποδοχή της πίστεως στο πρόσωπό Του, πίστεως συνεπώς και στον Θεό Πατέρα – «αυτός που αρνείται τον Υιό αρνείται και τον Πατέρα» κατά τον λόγο και πάλι της Γραφής – αποτελεί και το κύριο έργο του ανθρώπου στον κόσμο. Μπλεγμένοι στις αμαρτίες και στα πάθη μας, θολωμένοι από την προσκόλλησή μας στα αισθητά και υλικά πράγματα αδυνατούμε συχνά να δούμε την προτεραιότητα, ό,τι ο Κύριος έλεγε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και όλα τα υπόλοιπα θα σας προστεθούν στη ζωή σας». Η προσήλωση στον Κύριο και στις άγιες εντολές Του είναι αξιολογικά το πρώτο στη ζωή μας, γιατί είναι αυτό που μας δίνει νόημα και δύναμη, ακόμη και προς υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Και ο Κύριος δεν το απέκρυψε και δεν το αποκρύβει: «Να εργάζεσθε – λέει – όχι πρώτιστα για την τροφή σας που χάνεται, την υλική και αισθητή, αλλά για την τροφή που έχει αιώνιο χαρακτήρα». «Και τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» ρωτούν οι Ιουδαίοι. Για να πάρουν τη συγκλονιστική απάντηση, κι εκείνοι και διαχρονικά όλοι οι άνθρωποι μαζί τους, ότι «Αυτό είναι το έργο του Θεού: να πιστέψετε σ’ Αυτόν που απέστειλε Εκείνος».

Η πίστη στον Χριστό: την αρχή, τη μεσότητα και το τέλος του κόσμου, την πηγή της Ζωής, είναι η αληθινή εργασία του ανθρώπου. Κι αυτό προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος δέχεται την αγάπη Εκείνου που τον έχει προσλάβει και τον έχει κάνει κομμάτι του εαυτού Του. Η δήλωση του αποστόλου Παύλου είναι παραπάνω από σαφής: Τι ζω ως άνθρωπος με το σώμα μου σ’ αυτήν τη ζωή; Την πίστη του Χριστού που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου. «Ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Υιού του Θεού, του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού». Πίστη στον Χριστό ως τον Θεό που ενανθρώπησε σημαίνει ότι βρίσκομαι μέσα στην αγάπη Του και στην ίδια φορά και πορεία ζωής συνεπώς μ’ Εκείνον. Κι αυτό θα πει συσταύρωση μαζί Του. Ο απόστολος Παύλος για να πει το βίωμά του απεκάλυψε προηγουμένως: «Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω εγώ αλλά ο Χριστός μέσα στην ύπαρξή μου». Συσταύρωση με τον Χριστό σημαίνει θυσιαστική αγάπη για χάρη του κόσμου όλου, ταπείνωση και εξουδένωση έως θανάτου που φέρνει όμως την Ανάσταση.

Δύσκολα πράγματα που μας κάνουν να καταλαβαίνουμε ότι το να ’σαι χριστιανός συνιστά πάντοτε την απόλυτη εξαίρεση μέσα στον γενικό κανόνα της ευκολίας της αμαρτίας του κόσμου. Αλλά είναι η εξαίρεση της Ζωής στον κανόνα του θανάτου.

15 Μαΐου 2025

ΝΑ ΦΥΛΑΞΟΥΜΕ ΓΝΗΣΙΑ ΣΤΙΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί φθάσαντες τό μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς, γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Δοξαστικό αίνων Μεσοπεντηκοστής).

 (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού και φθάσαμε το μέσο της Δεσποτικής αυτής εορτής, ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού. Κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Κατά τον άγιο υμνογράφο η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε η δόξα και το φως του από τη σχέση του με Αυτόν χάθηκαν – ο ζόφος και η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλαν με τρόπο τραγικό. Ο θρήνος του Αδάμ, όπως τον αποδίδει η Εκκλησία μας την Κυριακή της Τυρινής, εκφράζει τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, η ενανθρώπησή Του ήταν εκείνη που ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο ήλιος λάμπει διαρκώς, ο άνθρωπος και σύμπασα η φύση βρίσκονται αδιάκοπα κάτω από τις ευεργετικές ακτίνες Του, το σκοτάδι έχει διαλυθεί. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά Του, ο Ίδιος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του. Η πίστη δηλαδή του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνθήκη, καθώς λέμε, για να εισρεύσει όλος ο πλούτος της θεότητας στην ύπαρξή του, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας στον άνθρωπο. Για να το πούμε με μία εικόνα: ο ήλιος έχει προβάλει με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του για να δει την ομορφιά του φωτός. Ο Θεός μας δεν εκβιάζει τον άνθρωπο.

Η «συνθήκη» της πίστεως για τον άνθρωπο είναι η συμμετοχή του στον Σταυρό του Κυρίου. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό σημαίνει ότι αποδέχεται τον λόγο Του ως την οδό της ζωής του – η χριστιανική πίστη δεν έχει τον χαρακτήρα μιας θεωρητικής απλώς αποδοχής. Κι είναι σταυρός για τον άνθρωπο η ακολουθία του Χριστού με βάση τις εντολές Του, γιατί καλείται ο άνθρωπος να «σταυρώσει» τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, να αγωνιστεί κατά των ψεκτών παθών του, του εγωισμού και της υπερηφάνειας του πάνω από όλα που τον έλκουν και τον δένουν γοητευτικά με τον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, να προσανατολίζεται διαρκώς χωρίς καμία διακοπή στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, κυρίως δε τον θεωρούμενο εχθρό του – η αγάπη προς τον εχθρό είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της χριστιανικότητας κάποιου. Έτσι σταυρός και ανάσταση συνυπάρχουν στον πιστό άνθρωπο, οπότε και η χαρά και το φως της ανάστασης περνάνε μέσα από τις οδύνες του σταυρώματος των παθών. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ».

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν, επανερχόμενοι στο τροπάριο, ο φωτισμός από την Ανάσταση έρχεται στον βαθμό που ο πιστός βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση για να είναι πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και τι τονίζει; Πρέπει να συνεχίσει ο πιστός να «φυλάει γνήσια τις εντολές του Χριστού, αν θέλει με τρόπο άξιο να εορτάσει και την Ανάληψη Εκείνου και τον ερχομό εν δόξη του Αγίου Πνεύματος». Είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του. Γιατί τονίζει ότι η εορτή στην Εκκλησία, ιδίως δε μία Δεσποτική εορτή, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε» όπως λέμε, να έλθει στην Εκκλησία μία γιορτινή ημέρα και απλώς να παρακαθήσει στα λεγόμενα και ακουόμενα. Κάτι τέτοιο απάδει προς τη γνήσια χριστιανική πίστη κι ίσως αυτό να συνιστά και την τραγωδία ημών των περισσοτέρων θεωρουμένων χριστιανών. Ο υμνογράφος λοιπόν μάς βοηθάει: γιορτάζουμε σωστά την εορτή, όταν είμαστε στο άνοιγμα του εαυτού μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Διαφορετικά, παραμένουμε «αδιάβροχοι» στη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουμε στην Εκκλησία και να εξερχόμαστε από αυτήν το ίδιο – ξένοι μπήκαμε ξένοι βγήκαμε.

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους συγγενείς προς το πνεύμα τους. Ένας είναι ο τρόπος που μας καθιστά «συγγενείς» προς τον Χριστό: η τήρηση των αγίων Του εντολών, που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματος. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Κι αμέσως καταλαβαίνουμε ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών!  

13 Μαΐου 2025

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

«Ἑορτάζουμε τήν ἑορτή αὐτή λόγω τῆς τιμῆς τῶν μεγάλων δύο ἑορτῶν, δηλαδή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδή ἡ Μεσοπεντηκοστή ἑνώνει καί συνδέει καί τίς δύο. Ὡς ἑξῆς ἔχουν τά πράγματα: Μετά τό ὑπερφυές θαῦμα πού ἐνήργησε ὁ Χριστός στόν παράλυτο, οἱ Ἰουδαῖοι σκανδαλιζόμενοι δῆθεν χάριν τοῦ Σαββάτου (διότι Σάββατο έγινε τό θαῦμα), ζητοῦσαν νά τόν σκοτώσουν. Καταφεύγει λοιπόν στή Γαλιλαία καί ζώντας στά ἐκεῖ ὄρη πραγματοποιεῖ τό μεγάλο θαῦμα, κατά τό ὁποῖο μέ πέντε ἄρτους καί δύο ἰχθύες τρέφει πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρίς νά ληφθοῦν ὑπόψη οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Μετέπειτα, ὅταν ἔφτασε ἡ Σκηνοπηγία (μεγάλη κι αὐτή ἑορτή γιά τούς Ἰουδαίους), ἀνεβαίνει στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου κινεῖτο κρυφά. Περί τό μέσο τῆς ἑορτῆς, ἀνέβηκε στό ἱερό καί δίδασκε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ πάντες νά ἐκπλήττονται ἀπό τή διδασκαλία Του. Μέ φθόνο δέ ἔλεγαν γι’ Αὐτόν: Πῶς αὐτός γνωρίζει γράμματα ἐνῶ δέν τά ἔχει μάθει; Ὁ Χριστός βεβαίως ὡς ὁ νέος (δεύτερος) Ἀδάμ γνωρίζει (τά πάντα), ὅπως ἄλλωστε καί ὁ πρῶτος ἐκεῖνος (Ἀδάμ) πού ἦταν γεμᾶτος ἀπό κάθε σοφία, ἀλλά κι ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Γόγγυζαν λοιπόν ὅλοι καί ἡ διάθεσή τους ἦταν φονική γι’ Αὐτόν. Ὁ Χριστός ἀπό τήν ἄλλη ἐλέγχοντάς τους ὅτι δῆθεν μάχονται ὑπέρ τοῦ Σαββάτου τούς ἔλεγε: «Γιατί ζητᾶτε νά μέ σκοτώσετε;» Καί συνέχιζε σχετικά: «Ἄν ἀγωνίζεσθε γιά τόν Νόμο, γιατί τότε ὀργίζεσθε μέ ἐμένα; Ἐπειδή ἔκανα ὑγιῆ ὁλόκληρο ἄνθρωπο κατά τό Σάββατο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς νομοθετοῦσε νά καταλύετε αὐτό, στήν περίπτωση πού πρόκειται γιά περιτομή;» Ἀφοῦ τούς μίλησε λοιπόν ἀρκετά γιά τό θέμα αὐτό καί τούς φανέρωσε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Δοτήρας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί Ἴσος μέ τόν Θεό Πατέρα, δέχεται λιθοβολισμό ἀπό αὐτούς, ἰδιαιτέρως τήν τελευταία ἡμέρα, τήν πιό σημαντική, τῆς ἑορτῆς.Ἐννοεῖται ὅτι κανένας ἀπολύτως λίθος δέν Τόν ἄγγιξε, ὁπότε καί φεύγοντας ἀπό ἐκεῖ βρίσκει τόν ἐκ γενετῆς τυφλό, τόν ὁποῖο θεραπεύει δημιουργώντας του ὀφθαλμούς.

Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τρεῖς ἦσαν στούς Ἰουδαίους οἱ μεγαλύτερες ἑορτές. Πρώτη ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα, (ἡ ὁποία τελοῦνταν κατά τήν πρώτη τοῦ μήνα εἰς ἀνάμνηση τῆς διάβασης στήν Ἐρυθρά θάλασσα)∙ δεύτερη ἡ Πεντηκοστή, πού θύμιζε τή ζωή τους στήν ἔρημο μετά τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς (γιατί ἔζησαν στήν ἔρημο πενήντα ἡμέρες μέχρι νά λάβουν τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ). Κι ἀκόμη γιά νά τιμήσουν τόν ἀριθμό ἑπτά πού εἶχε μία ξεχωριστή σημασία γι’ αὐτούς∙ καί τρίτη ἑορτή, ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας, γιά νά τούς θυμίζει τή σκηνή πού εἶδε ὁ Μωυσῆς μέσα στή νεφέλη τοῦ Ὄρους Σινᾶ καί τήν ἔφτιαξε διά τοῦ ἀρχιτέκτονος Βεσελεήλ. Ἡ Σκηνοπηγία κρατοῦσε ἑπτά ἡμέρες καί τούς ὑπενθύμιζε ἐπίσης τή συγκομιδή τῶν καρπῶν καί τήν κατάπαυσή τους στήν ἔρημο. Τότε λοιπόν, ὅταν ἦταν σέ ἐξέλιξη ἡ συγκεκριμένη ἑορτή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καί μέ μεγάλη φωνή φώναξε: «Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά μου καί νά πίνει».

Ἐπειδή λοιπόν μέ τή διδασκαλία αὐτή ὁ Χριστός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό Του Μεσσία κι ὅτι Αὐτός ἔγινε μεσίτης καί συμφωνητής ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων μέ τόν αἰώνιο Πατέρα Του, γιά τόν λόγο αὐτόν ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τή σημερινή καί τήν ὀνομάζουμε Μεσοπεντηκοστή. Δηλαδή δοξολογοῦμε κατ’ αὐτήν τόν Μεσσία Χριστό καί προβάλλουμε τήν ἀξία καί σημασία ξεχωριστά τῶν δύο μεγάλων δικῶν μας ἑορτῶν, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πεντηκοστῆς (ὡς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).

Χάριν τούτου μάλιστα νομίζουμε ὅτι ἑορτάζεται μετά τήν Πεντηκοστή καί ἡ ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος: κι ἐκείνη ἐξηγεῖ πολλά γιά τόν Μεσσία Χριστό καί ἀναφέρεται στό νερό καί στή δίψα, ὅπως καί ἐδῶ. Διότι στήν πραγματικότητα κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη προτάσσεται τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ Τυφλοῦ ἀπό τό γεγονός τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα».

Ἡ λίγο ξεχασμένη καί ὑποτιμημένη ἀπό τούς Χριστιανούς τῆς ἐποχῆς μας ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου, ὅπου προβαλλόταν μέ ἐξαίσιο τρόπο, τόσο πού θεωρεῖτο ἡ ἑορτή τῆς αὐτοκρατορίας: μέ πομπή μεγάλη πήγαινε ὁ αὐτοκράτορας ἐνδεδυμένος τά «βασιλικά» του στόν Ναό τοῦ ἀγίου Μωκίου, ὅπου τόν περίμενε ὁ Πατριάρχης, προκειμένου νά συμμετάσχουν στήν πανηγυρική θεία Λειτουργία) ἔρχεται νά μᾶς προβάλει καίρια στοιχεῖα τῆς πίστεώς μας, τά ὁποῖα χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά χαρακτηριστοῦμε ὄντως χριστιανοί. Πέραν τοῦ τονισμοῦ τῆς σημασίας τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν πού συνδέει, τήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή, ἐξαγγέλλει μέ ἔντονο τρόπο τή θεότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως κατανοεῖται στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος τήν ἔχει ἀποδεχθεῖ ὄχι θεωρητικά καί μακρόθεν, ἀλλά ὑπαρξιακά καί προσωπικά: δηλαδή ὅτι ὁ Κύριος ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος λειτουργεῖ πιά ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι μετά Χριστόν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πιστός ἐννοεῖται, δέν μπορεῖ νά ζήσει, νά κινηθεῖ, νά μιλήσει, νά σκεφτεῖ χωρίς νά λάβει Ἐκεῖνον ὑπόψη Του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ χριστιανός εἶναι (πρέπει νά εἶναι) ἕνας Χριστός μέσα στόν κόσμο καί τόν Χριστό (πρέπει νά) βλέπει στήν ὕπαρξή του κάθε ἄλλος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Πρόκειται γιά τήν ἀλήθεια γιά τήν ὁποία μαρτυρεῖ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὄχι μόνο ὁμολογεῖ ὅτι «ζεῖ ὁ Χριστός μέσα του» ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὅτι κάθε χριστιανός συνιστᾶ «μία ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού διαβάζεται ἔτσι ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους».

Οἱ ὑμνογράφοι τῆς ἐορτῆς, καί ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, διαρκῶς ἀναφέρονται σ’ αὐτήν τή διάσταση τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, διότι τονίζουν ὅ,τι τονίζει καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιο κατά τό συναξάρι: ὁ Κύριος φανερώνει τή μεσσιανικότητά Του, ἐλέγχει τούς Ἰουδαίους, καλεῖ ὅλον τόν κόσμο πού διψάει γιά ἀλήθεια νά ἔλθει κοντά Του, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ πού ξεδιψάει τήν καρδιά καί σύνολη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπιλέγουμε σχεδόν τυχαῖα: «Καθώς βρισκόσουν στό μέσο τοῦ ἱεροῦ, ὅταν πλησίαζε κατά ἔνθεο τρόπο τό μέσο τῆς ἑορτῆς, φώναζες δυνατά: Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά Μου καί ἄς πίνει. Διότι αὐτός πού πίνει ἀπό τά θεῖα μου νάματα, θά δεῖ ὅτι θά ἀναβλύσουν ἀπό τήν καρδιά του ποταμοί τῶν δογμάτων μου. Κι ὅποιος πιστεύει σέ μένα πού στάλθηκα ἀπό τόν Θεό Πατέρα μου, θά δοξαστεῖ μαζί μέ μένα. Γι’ αὐτό σοῦ φωνάζουμε: Δόξα Σοι, Χριστέ ὁ Θεός, γιατί πρόσφερες τά νάματα τῆς φιλανθρωπίας Σου στούς δούλους Σου πλούσια» (κάθισμα ὄρθρου). Εἶναι τά ἴδια λόγια – τό σημειώνει τό συναξάρι – πού ἀπηύθυνε ὁ Κύριος καί στή Σαμαρείτιδα γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπειδή ἦταν καλοπροαίρετη καί πίστεψε στόν Χριστό, μεταστράφηκε καί ἔγινε ὄχι ἁπλῶς μία καλή χριστιανή, ἀλλά ἡ ἰσαπόστολος μεγαλομάρτυς ἁγία Φωτεινή – τά λόγια τοῦ Κυρίου λειτούργησαν μέσα της καταλυτικά, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν προγενέστερη ζωή της.

Τό μόνο πού ἀπαιτεῖται βεβαίως εἶναι ἡ καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου: νά πιστέψει δηλαδή στόν Χριστό, ἀφήνοντας κατά μέρος «τό δικό του θέλημα», τόν δικό του ἐγωισμό. Γιατί ἀσφαλῶς αὐτό σημαίνει πίστη στόν Χριστό: Τόν παίρνω σοβαρά στή ζωή μου καί Τόν καθιστῶ μέ τή χάρη Του κέντρο τῆς ζωῆς μου. Ὁπότε τί Τοῦ προσφέρω; Τή βρομιά τῶν ἁμαρτιῶν μου, τό χέρσο τῆς καρδιᾶς μου, προκειμένου νά τήν πλημμυρίσει μέ τήν πηγή τῶν ὑδάτων τῆς διδασκαλίας Του καί μέ τά νάματα τῶν αἱμάτων Του, ὥστε νά καταστεῖ «καταγώγιον» δικό Του καί τῆς ἁγίου Του Πνεύματος. Ὁ οἶκος τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικός. «Τήν ψυχή μου πού ἔγινε χέρσα ἀπό τίς ἀνομίες τῶν πταισμάτων μου, κατάρδευσέ την μέ τίς ροές τῶν αἱμάτων Σου καί κάνε την καρποφόρο ἀπό ἀρετές. Γιατί ἐσύ εἶπες σέ ὅλους, πανάγιε Λόγε τοῦ Θεοῦ, νά προσέρχονται κοντά Σου καί νά ἀρύονται ὕδωρ ἀφθαρσίας, πού εἶναι τό ζωντανό νερό πού καθαρίζει τίς ἁμαρτίες ὅλων ὅσοι ὑμνοῦν τήν ἔνδοξη καί θεία Σου ἀνάσταση. Σ’ αὐτούς πού Σέ ἀναγνωρίζουν Θεό, ἀγαθέ Κύριε, παρέχεις τήν οὐράνια δύναμη τοῦ Πνεύματος πού ἦλθε ἀληθινά πάνω στούς μαθητές Σου. Διότι Ἐσύ εἶσαι ἡ πηγή τῆς ζωῆς μας». 

12 Μαΐου 2025

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

«Ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἄνθρωπος κατέκειτο ἐν ἀσθενείᾳ∙ καί ἰδών σε Κύριε ἐβόα∙ Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με ἐν αὐτῷ∙ ἐν ᾧ δέ πορεύομαι, ἄλλος προλαμβάνει με, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, ἐγώ δέ ἀσθενῶν κατάκειμαι. Καί εὐθύς σπλαγχνισθείς ὁ Σωτήρ, λέγει πρός αὐτόν∙ Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τόν κράββατον καί περιπάτει.  Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται∙ πάντων ἡμῶν μνήσθητι, καί ἐλέησον Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος».

(Στην Προβατική κολυμβήθρα, βρισκόταν κατάκοιτος ένας άνθρωπος ασθενής. Κι όταν σε είδε, Κύριε, φώναζε δυνατά: Δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το ύδωρ να με βάλει μέσα σ’ αυτό. Την ώρα δε που πάω να μπω, άλλος με προλαβαίνει και παίρνει την ίαση, κι εγώ παραμένω ασθενής. Κι αμέσως τον σπλαγχνίστηκε ο Σωτήρ και του λέγει: Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για χάρη σου περιβλήθηκα σάρκα, και λέγεις δεν έχω άνθρωπο; Σήκωσε το κρεββάτι σου και περπάτα. Όλα σε σένα είναι δυνατά, όλα σε υπακούνε, όλα σου έχουν υποταχτεί. Θυμήσου μας όλους και ελέησέ μας, Άγιε, ως φιλάνθρωπος).

Ένα από τα πιο ωραία για τα νοήματά του τροπάρια της Κυριακής του Παραλύτου, που επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες Δευτέρα και Τρίτη,  είναι το παραπάνω δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού σε ήχο πλάγιο του α΄, ποίημα του υμνογράφου Κουμουλά. Ο υμνογράφος δεν αναλίσκεται στη λεπτομερειακή περιγραφή του θαύματος του Κυρίου, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο: δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την κολυμβήθρα Βηθεσδά που είχε πέντε στοές, δεν αναφέρει καν την ερώτηση του Κυρίου, όταν πλησίασε τον συγκεκριμένο ασθενή, αν θέλει να γίνει υγιής, δεν λέει ότι πρόκειται για παράλυτο άνθρωπο και μάλιστα επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο παράπονο του παραλύτου ότι δεν έχει κανένα γνωστό να τον βοηθήσει να λάβει την ίαση την ώρα που ταράσσονται τα ύδατα, κυρίως δε στη θεραπευτική θαυματουργική ενέργεια του Κυρίου, εμπλουτισμένη όμως με θεολογικά σχόλια που δεν υπάρχουν αλλά υπονοούνται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. 

 Είναι προφανές ότι ο υμνογράφος θέλει να προτάξει μέσα από το γεγονός της θεραπείας τη γενικότερη θέαση της σχέσης του Κυρίου Ιησού με κάθε άνθρωπο, ιδίως με τον πάσχοντα άνθρωπο, για να τονίσει αυτό που συνιστά τη σωτηρία πράγματι του ανθρώπου: την ενανθρώπηση του Θεού, την πραγματικότητα της σάρκωσής Του ως ανθρώπου («καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»), διά της οποίας ο Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος πια, έχει προσλάβει τον κάθε άνθρωπο μέσα Του και ο Ίδιος έχει γίνει η υπόθεση και η υπόσταση κυριολεκτικά της ζωής του. Τι άλλο μπορεί να εννοεί ο θεολόγος υμνογράφος όταν θέτει στο στόμα του Κυρίου τα «εννοούμενα»: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι», παρά το γεγονός ότι μετά τον ερχομό Του ο άνθρωπος δεν στέκεται πια στο ίδιο επίπεδο με τα προ της παρουσίας του Χριστού – ξένος και αλλοτριωμένος του Θεού – αλλά έχει γίνει ίδιος με τον Κύριο, ταυτισμένος με Αυτόν, τόσο που η θέα του Χριστού πρώτιστα πραγματοποιείται μέσα από τη θέα του κάθε ανθρώπου που έχει αποδεχτεί Εκείνον στη ζωή του; («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε»). 

Έχουμε την εντύπωση ότι τα μη ειπωμένα λόγια του Κυρίου παραπέμπουν στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου όταν ομολογεί: «Αυτό που τώρα ζω σωματικά, είναι η ζωή της πίστεως στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου» («Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»). Κι είναι τα παραπάνω λόγια του Κυρίου, όπως τα υποθέτει ο υμνογράφος, εκείνα που πρέπει ανά πάσα στιγμή να μας συνέχουν ως πιστούς: σε κάθε διάσταση της ζωής μας, καλή ή κακή, μακάρια ή δυστυχή, δυσκολεμένη ή όχι, να νιώθουμε ότι Αυτός που είναι αδιάκοπα κοντά μας, κυριολεκτικά μέσα μας (κι εμείς μέσα Του), είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Στον κάθε παράπονό μας ιδιαίτερα να ηχούν στα αυτιά μας τα τόσο παρήγορα και αληθινά λόγια Του: «Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για σένα κατέβηκα από τους Ουρανούς και περιβλήθηκα σάρκα, και λες ότι είσαι μόνος σου;» Ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί είμαστε μέλη Του, γιατί Τον έχουμε ντυθεί, γιατί ο καθένας μας αποτελεί τον κατεξοχήν αγαπημένο Του. 

Όπως το διατυπώνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Εγώ είμαι ο Πατέρας σου, εγώ ο αδερφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμά σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι που επιθυμείς, κοντά μου δε θα 'χεις ανάγκη τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω, γιατί ήρθα να υπηρετήσω και όχι να με υπηρετήσουν. Εγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος σου και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ για σένα, αρκεί να έχεις φιλικά αισθήματα απέναντι μου... Τι περισσότερο θέλεις;»

07 Μαΐου 2025

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Τάς παλάμας Ἰησοῦ, προσηλώσας ἐν Σταυρῶ, τά ἔθνη πάντα ἐκ τῆς πλάνης συλλαβών, πρός ἐπίγνωσιν τήν σήν συνεκαλέσω, Σωτήρ» (γ΄ ωδή εορτής).

(Αφού άπλωσες καρφωμένες στον Σταυρό τις παλάμες, Ιησού, και συνέλαβες έτσι όλα τα έθνη (ώστε να βγουν) από την πλάνη, τα κάλεσες, Σωτήρα, να Σε γνωρίσουν και να Σε καταλάβουν).

Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο υμνογράφος του κανόνα της εορτής των Μυροφόρων, κινείται διαρκώς σε όλες τις ωδές σε ένα διπλό επίπεδο: αφενός αναφέρεται στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου για να μιλήσει έπειτα για τις Μυροφόρες και τους Ιωσήφ Αριμαθαίας και Νικόδημο, αφετέρου η κάθε αναφορά στον Σταυρό και την Ανάσταση δεν αποτελεί «επίπεδη» και «αντικειμενική» προσέγγιση – δεν μένει μόνο στα γεγονότα που διαπιστώνουν οι σωματικές αισθήσεις – αλλά προβάλλει το θεολογικό βάθος και τη σημασία των γεγονότων. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το υπ’ όψιν τροπάριο.

Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτον, η Σταύρωση του Κυρίου είναι Πάθος «ἑκούσιον». Ενώ σταύρωσαν δηλαδή τον Κύριο οι Ρωμαίοι στρατιώτες και κάρφωσαν τις παλάμες Του στο ξύλο, συνεπώς εκείνοι έχουν την ευθύνη, όπως και ο Ρωμαίος ηγεμόνας που έδωσε την εντολή μαζί με τους Ιουδαίους αρχιερείς που τον πίεσαν, όμως κατά τον ποιητή «ο Κύριος άπλωσε καρφωμένες τις παλάμες Του στον Σταυρό». Ο υμνογράφος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Κύριος ως Θεός «αφήνεται» στο έλεος των Ρωμαίων και των Εβραίων. Κι αυτό γιατί «ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν», έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας του κόσμου, προκειμένου διά του Σταυρού να έλθει η χαρά της λύτρωσης σε όλον τον κόσμο. Ήταν τέτοια η βλάβη και το τραύμα της αμαρτίας στον άνθρωπο, ώστε δεν αρκούσε η αποστολή των προφητών και το κήρυγμα της μετανοίας τους. Αν μπορούσε η ανθρωπότητα να θεραπευτεί με τον λόγο, προφορικό ή γραπτό, τότε δεν θα χρειαζόταν ίσως ο ερχομός του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο. Όμως ήλθε και φανέρωσε ότι και η ανθρωπότητα έπασχε σε βαθμό «νέκρωσης», και η αγάπη του Δημιουργού για το πλάσμα του ήταν άπειρη. «Ἑκούσιον» λοιπόν το Πάθος του Κυρίου, γεγονός που συγκλονίζει κάθε πιστό μόλις θελήσει λίγο να σταθεί και να στοχαστεί εν πίστει πάνω σ’ Αυτό.

Δεύτερον, τα απλωμένα και καρφωμένα χέρια του Κυρίου στον Σταυρό δεν είναι χέρια που μπορούν να μετρηθούν ανθρώπινα: δεν αγκαλιάζουν έναν ή δύο ανθρώπους – ό,τι μπορεί να περιλάβει στην αγκαλιά του ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος! Αλλά είναι χέρια και είναι παλάμες που εκτείνονται σε πλάτος και βάθος ποιοτικό, δηλαδή αγκαλιάζουν και περικλείουν σύμπασα την ανθρωπότητα όλων των τόπων και όλων των χρόνων. Πάνω στον Σταυρό, επειδή ακριβώς πάσχει ο Δημιουργός ως άνθρωπος λόγω της ακατανόητης αγάπης Του, βρίσκεται και όλη η ανθρωπότητα απαρχής και όσο θα υπάρχει κόσμος -  ο κάθε άνθρωπος μπορεί να νιώσει τη θέρμη της αγκαλιάς Του, όταν μάλιστα Εκείνος έχει σβήσει και διαγράψει τις όποιες αμαρτίες του, παλιές, συγκαιρινές, μελλοντικές! Στον Σταυρό του Κυρίου με άλλα λόγια βλέπουμε εν πίστει τι σημαίνει αληθινή ενότητα: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, αὐτοί ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτοῖς».

Τρίτον, οι καρφωμένες παλάμες του Κυρίου λειτούργησαν ακριβώς ως το «άγκιστρο» για να συλληφθούμε από Εκείνον ώστε να βγούμε από την πλάνη της άγνοιας του Θεού και να οδηγηθούμε στην επίγνωσή Του, επίγνωση όπως είπαμε της ενότητάς μας μ’ Εκείνον και με όλους τους συνανθρώπους μας. Εν προκειμένω ο άγιος Ανδρέας μάς λέει εικονιστικά τον λόγο του Κυρίου για τον ίδιο τον Σταυρό Του: «κἀγώ ὅταν ὑψωθῶ ἀπό τῆς γῆς πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν». Ο Σταυρός του Κυρίου λειτούργησε και λειτουργεί πάντοτε δηλαδή ως θείος μαγνήτης που μαγνητίζει κάθε καλοπροαίρετη καρδιά που αναζητεί την αλήθεια. Ο Θεός μας δεν θέλησε διά της βίας και εξ ανάγκης να μας φέρει κοντά Του – η βία το μόνο που καταφέρνει είναι το «κούμπωμα» του ανθρώπου και η αποξένωσή του. Εκείνο που χρησιμοποίησε ο Θεός μας, γιατί Αυτό είναι η ζωή Του, είναι η αγάπη, τέτοια που μας προσέφερε τη ζωή Του για να ζήσουμε εμείς. Συνεπώς η θυσιαστική αγάπη συνιστά τον μαγνήτη κι αυτό που «ψαρεύει» τον κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Κι όταν ο Κύριος καλούσε τους μαθητές Του να γίνουν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» στην πραγματικότητα τους καλούσε να βρίσκονται πάντοτε σταυρωμένοι και με τη δική Του αγάπη για να μαρτυρούν την αλήθεια και οι άνθρωποι να ελκύονται προς αυτούς.

06 Μαΐου 2025

ΤΡΙΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Ἄρας ἐπί ὤμων Ἰωσήφ τόν ἐν δεξιᾷ τῇ πατρώᾳ, Υἱόν καθήμενον, μύρον τό ἀκένωτον μύροις ἐκήδευσας˙ τήν τοῦ κόσμου ἀνάστασιν προτέθεικας τάφῳ˙ τόν ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον λίθῳ συγκαλύπτεις ἀφράστως. Ὅθεν τούτου μέλπομεν ὕμνοις τά φωσφόρα πάθη καί τήν Ἔγερσιν» (απόστ. Όρθρου).

(Αφού σήκωσες στους ώμους, Ιωσήφ, τον Υιό που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, Τον κήδευσες με μύρα - Αυτόν που είναι το ακένωτο μύρο. Έθεσες σε τάφο Αυτόν που είναι η ανάσταση του κόσμου. Αυτόν που φέρει το φως ως ιμάτιο Τον καλύπτεις σιωπηλά με λίθο. Για τον λόγο αυτό αινούμε με ύμνους τα φωσφόρα πάθη και την Έγερσή Του).

Ο άγιος υμνογράφος, ίσως ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, έκθαμβος μπρος στο μυστήριο της αποκαθήλωσης του Κυρίου Ιησού Χριστού, μέτοχος του οποίου κατεξοχήν ήταν ο άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, μας καλεί να δοξολογήσουμε με ύμνους τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάστασή Του – γνωρίζει ότι με τον Σταυρό Του καταργήθηκε η αμαρτία και με την Ανάστασή Του καταπατήθηκε ο θάνατος και ο διάβολος. Τα μάτια του είναι διεσταλμένα από την πίστη του Κυρίου: δεν βλέπει μόνον ό,τι επιγείως διαδραματίζεται – τον Ιωσήφ που αίρει το νεκρό σώμα του Ιησού, που Τον κηδεύει με τα μύρα των μυροφόρων γυναικών, που Τον θέτει στον τάφο, που θέτει λίθο στη θύρα του μνημείου. Βλέπει διά της πίστεως (όραση είναι η πίστη, όπως την ορίζει ο απόστολος Παύλος: να βλέπεις πράγματα που δεν φαίνονται με τα μάτια τα αισθητά) τα πέραν της υλικής αίσθησης, το «βάθος» που συγκροτεί όμως τον αληθινό κόσμο. Γιατί είναι ο κόσμος του Θεού, ο αιώνιος κόσμος, ο Οποίος με τις άκτιστες ενέργειές Του έχει δημιουργήσει τον υλικό και πνευματικό κόσμο, τον διακρατεί αδιάκοπα στην ύπαρξη, τον κατευθύνει στον τελικό του προορισμό. Ζει ο άγιος ποιητής με τον τρόπο που λέει ο Κύριος και εξαγγέλλει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος: «οὐ σκοποῦμεν τά βλεπόμενα, ἀλλά τά μή βλεπόμενα. Τά γά βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα αἰώνια». Οπότε αντιστοίχως κινείται και η όραση του αγίου Ανδρέα: αίρει επί των ώμων του ο Ιωσήφ Εκείνον που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, κηδεύει με μύρα το νεκρό σώμα, το Οποίο όμως αποτελεί το ακένωτο μύρο ως Θεός χορηγός του Παναγίου μύρου αγίου Πνεύματος, θέτει σε τάφο την Ανάσταση του κόσμου, καλύπτει με λίθο Αυτόν που ως ιμάτιο έχει το φως.

Αλλά την όραση αυτή καλούμαστε να καλλιεργούμε πάντοτε κι εμείς ως χριστιανοί. Γιατί ναι μεν ζούμε μέσα στον κόσμο αυτόν που σφραγίζεται από τις υλικές αισθήσεις, αλλά με την πίστη μας μπορούμε να βλέπουμε όπως είπαμε τα πέραν αυτού: οι οφθαλμοί μας να είναι προσανατολισμένοι συνεχώς στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο – «οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός» κατά τον ψαλμωδό. Οπότε μπορούμε να επισημαίνουμε την παρουσία Του και στον εαυτό μας, τον χαρισματικό εαυτό μας ως μέλη Χριστού ενδεδυμένοι Εκείνον, στους συνανθρώπους μας που και εκείνοι αν είναι χριστιανοί είναι εξίσου μέλη Του ή αν δεν είναι φέρουν το φως Του που τους καθοδηγεί προς εύρεση της αλήθειας, σε όλη τη δημιουργία που είναι δική Του και διαλαλεί τη δόξα και την αγάπη Του – «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς». Καλούμαστε δηλαδή να ζούμε, για να χρησιμοποιήσουμε έκφραση του οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτη, με μία «διπλή συνείδηση», η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να παριστάμεθα βεβαίως ενώπιον του φυσικού κόσμου για να επιτελούμε όλες τις εργασίες και τα διακονήματά μας, αλλά ταυτόχρονα και ενώπιον του Κυρίου και του Τριαδικού Θεού μας. Κι είναι αυτή η κλήση αφενός εκείνο που προτρέπει να κάνουμε η Εκκλησία μας καθημερινά: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ἑσπέρᾳ, νυκτί ταύτη, ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς», αφετέρου εκείνο που νοηματίζει την κάθε στιγμή μας.

Βρισκόμαστε μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης του αληθινού χριστιανού, μπροστά στον άγιο που τον βλέπουμε και τον διαβάζουμε στα συναξάρια της Εκκλησίας μας, μπροστά σε μία κυριολεκτικά θεοφάνεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έτσι όρισε τον χριστιανό: «μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ».  

05 Μαΐου 2025

ΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΕΚΛΕΨΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ;

«Αἱ μυροφόροι γυναῖκες, τόν τάφον σου καταλαβοῦσαι, καί τάς σφραγῖδας τοῦ μνήματος ἰδοῦσαι, μή εὑροῦσαι δέ τό ἄχραντον Σῶμά σου, ὀδυρόμεναι μετά σπουδῆς ἦλθον λέγουσαι· Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν, γυμνόν ἐσμυρνισμένον, τῆς μητρός μόνον παραμύθιον; Ὤ! πῶς ὁ νεκρούς ζωώσας, τεθανάτωται; Ὁ τόν Ἅδην σκυλεύσας, πῶς τέθαπται; Ἀλλ’ ἀνάστηθι Σωτήρ αὐτεξουσίως, καθώς εἶπας τριήμερος, σώζων τάς ψυχάς ἡμῶν» (Δοξαστικόν στιχηρῶν ἑσπερινοῦ ἑορτῆς, πλ. β΄).

(Οἱ μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἔφτασαν στόν τάφο σου καί εἶδαν τίς σφραγίδες τοῦ μνήματος (πού εἶχαν βάλει οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες μαζί μέ τούς Ρωμαίους στρατιῶτες), ἄρχισαν ἀμέσως νά ὀδύρονται λέγοντας: Ποιός ἔκλεψε τήν ἐλπίδα μας; Ποιός πῆρε ἕνα νεκρό, γυμνό ἀλειμένο μέ σμύρνα, πού είναι μοναδική παρηγοριά τῆς μάνας του; Πῶς αὐτός πού ἔδωσε ζωή σέ νεκρούς, θανατώθηκε; Αὐτός πού διέλυσε τόν Ἄδη, πῶς τάφηκε; Αλλά, Σωτήρα, ἀναστήσου μέ τή θέλησή Σου, ὅπως εἶπες, τήν τρίτη ἡμέρα, σώζοντας τίς ψυχές μας).

Τό ἱστορικό στοιχεῖο συμπλέκεται μέ τή δραματική ἔνταση καί τόν λυρισμό τῶν συναισθημάτων τῶν μυροφόρων γυναικῶν στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων, ἔργο τοῦ διαπρεποῦς ὑμνογράφου ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ μοναχοῦ. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀκολουθεῖ κυρίως τήν καταγραφή τῶν γεγονότων, ὅπως ἐκτίθενται στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, κατά τό ὁποῖο τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου «ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπί τό μνῆμα φέρουσαι ἅ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σύν αὐταῖς». Ὁ λίθος μέ τόν ὁποῖο εἶχε σφραγιστεῖ τό μνῆμα ἦταν ἀποκυλισμένος, ἐνῶ ὅταν εἰσῆλθαν μέσα στό μνῆμα δέν βρῆκαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Βρέθηκαν σέ ἀπορία μεγάλη, καί τότε φάνηκαν ἐνώπιόν τους δύο ἄνδρες μέ λαμπρά ἐνδύματα, ἄγγελοι Κυρίου, πού τούς μήνυσαν ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, ὅπως τό εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὁπότε ἐπέστρεψαν πίσω γιά νά ἀναγγείλουν στούς μαθητές τοῦ Κυρίου τό χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἀναστάσεώς Του. Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος λοιπόν ἐπεμβαίνει καί περιγράφει τά ὀδυνηρά αἰσθήματα τῶν μυροφόρων γυναικῶν - μία ἀνάλυση στήν οὐσία τῆς λέξης  «διαπορεῖσθαι». Ἡ ἐπιλογή νά ἐκφράσει τή δραματικότητα πού θά εἶχε ἀσφαλῶς ὁ ἀναμειγμένος μέ δάκρυα λόγος τους εἶναι ἐμφανής: καί μέ τή σέ πρῶτο πρόσωπο ἔκφραση τῶν ἐρωτημάτων τους καί μέ τά ἐρωτήματα ἐκεῖνα πού «κτυποῦν» εὐθέως τό συναίσθημα τοῦ ἀνθρώπου. «Τίς ἔκλεψε ἡμῶν τήν ἐλπίδα; Τίς εἴληφε νεκρόν… τῆς μητρός μόνον παραμύθιον 

Πράγματι, ποιός μπορεῖ νά παρέλθει ψυχρά τέτοια ἐρωτήματα; Ἀναφέρονται στήν προοπτική ζωῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου - ἡ ἐλπίδα ἀποτελεῖ τή ζωή γιά τόν ἄνθρωπο· ὁ ἀπελπισμένος ἄνθρωπος εἶναι ἕνας σχεδόν ζωντανός νεκρός. Κι ἀκόμη, στό πιό ἱερό πρόσωπο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, τή μάνα! Ποιά μεγαλύτερη παρηγοριά γιά μία μάνα ἀπό τό μονάκριβο παιδί της, ἰδίως ὅταν ἔχει αὐτό πεθάνει μέ σκληρό καί ὀδυνηρό τρόπο, καί τῆς ἔχει ἀπομείνει μόνο τό λείψανό του! Μία μάνα πού τῆς «κλέβουν» κι αὐτό πού τῆς ἔχει ἀπομείνει εἶναι ὅ,τι πιό ἀνίερο καί ἀνόσιο μπορεῖ νά ὑπάρξει. Λοιπόν, ὁ λυρισμός καί ἡ ἔνταση εἶναι δεδομένα στό δοξαστικό αὐτό, τό συναίσθημα ἀποσκοπεῖ νά φορτίσει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ὅμως νά τονιστεῖ ἡ κραυγή τῶν μυροφόρων, κραυγή πίστεως στήν ὑπόσχεση τῆς ἀνάστασης τοῦ τεθαμμένου, γιατί ὡς Θεός ἔχει τή δύναμη γι’ αὐτό: «Ἀλλά ἀναστήσου, Σωτήρα, μέ τή θέλησή σου τήν τρίτη ἡμέρα ὅπως εἶπες».

03 Μαΐου 2025

ΥΠΕΜΕΙΝΕ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΛΑΦΗΣΗ!

«Φέρει Χριστός φιλανθρώπως καί τήν ψηλάφησιν, ὡς καί Σταυρόν πρό ταύτης καί τόν ἄδικον φόνον, τάφου τριημέρως ἐξαναστάς, ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματοςκαί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς ἐπιστάς ὡς παντοδύναμος».

(Ενώ αναστήθηκε από τον τάφο την τρίτη ημέρα ο Χριστός με σφραγισμένο το μνήμα και φανερώθηκε με κλεισμένες τις θύρες στους Μαθητές ως παντοδύναμος (Θεός), υπομένει λόγω της φιλανθρωπίας του και την ψηλάφηση (από τον Θωμά), όπως υπέμεινε πριν από αυτήν και τον Σταυρό και τον άδικο φόνο).

Από τα λιγότερο γνωστά τροπάρια της Κυριακής του Θωμά το παραπάνω (γιατί ανήκει στην ακολουθία του Μικρού λεγόμενου εσπερινού) θέτει με άμεσο τρόπο τη διαχρονικότητα της Σταύρωσης θα λέγαμε του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γιατί; Διότι ο άγιος υμνογράφος αναφέρεται και πάλι στη λόγω φιλανθρωπίας του Κυρίου υπομονή και ανοχή Του απέναντι στα πλάσματά Του, τα οποία, όπως ο «άπιστος» μαθητής Του Θωμάς, παρόλο ότι αναστήθηκε, παρόλο ότι φανερώθηκε στους μαθητές Του ως παντοδύναμος Θεός, αυτά εξακολουθούν και Τον αμφισβητούν και Τον απορρίπτουν. Το «ἐάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω» του Θωμά συνιστά τον λόγο των χειλέων και της καρδιάς πλήθους ανθρώπων σε όλες τις εποχές, οι οποίοι παλεύουν με τις αμφιβολίες και την απιστία τους, γιατί θέτουν ενώπιόν τους ως προτεραιότητα το κατ’ αυτούς «προφανές»: τις αισθήσεις και τη λογική τους. Και πώς τους αντιμετωπίζει ο Χριστός, κατά τον υμνογράφο μας; Όχι με εκνευρισμό βεβαίως γιατί  δεν καταλαβαίνουν, όχι με οργή που ετοιμάζεται να εκφραστεί ως απειλή απέναντί τους, αλλ’ ούτε και ως «απελπισία» γιατί δεν ξέρει τι άλλο πια να κάνει μαζί τους! Τους αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπισε και όλους αυτούς που Τον οδήγησαν στον Σταυρό: με άκρα συγκατάβαση και φιλανθρωπία, με άκρα υπομονή και ανεξικακία, προσευχόμενος στον Θεό Πατέρα γι’ αυτούς: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ο πόνος Του δηλαδή είναι ο ίδιος με τον πόνο που δέχτηκε ως άνθρωπος καθώς δεχόταν την έχθρα και τη φονική διάθεση του λαού ως απάντησή τους για τις ευεργεσίες που τους προσέφερε: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ανταπέδωκας;» 

Κι αυτό ακριβώς σημαίνει ότι ο Κύριος δεν αλλάζει απέναντι στον άνθρωπο της όποιας εποχής: παραμένει πάντοτε ο μόνος «πιστός», δηλαδή πιστός ως προς την αγάπη Του απέναντι στα πλάσματά Του, έστω και αν συνεχίζουν όπως είπαμε να Τον αρνούνται, αλλά και πιστός ως προς τη δική Του εμπιστοσύνη απέναντί τους: υπομένει και προσδοκά τη μετάνοια και την αλλαγή τους. Ο Θεός μας είναι Εκείνος που μας ξέρει σε απόλυτο βαθμό, ξέρει το πόσο δυσκίνητοι είμαστε, παρόλη την πληθώρα των ευεργετικών προκλήσεών Του απέναντί μας, στο να επιτελούμε το αγαθό και να ανοιγόμαστε με πίστη σ’ Εκείνου την πίστη και την αγάπη, γι’ αυτό και δεν «βιάζεται» να μας πιέσει ή να μας «εξολοθρεύσει»!  Μιλάμε για τον Πατέρα μας, ο Οποίος περιμένει εσαεί εμάς τα κακότροπα και «μουτρωμένα» πολλές φορές παιδιά Του, επιτρέποντας το πολύ κάποια παιδαγωγικά λίγο εντονότερα «αγγίγματα» μήπως και συνέλθουμε. Κι όσο Τον αρνούμαστε και υψώνουμε, όπως πολύ ωραία έχει γραφεί, «τη μικρή γροθιά μας» απέναντί Του, τόσο περισσότερο κι Εκείνος πολλαπλασιάζει την αγάπη Του – παραχωρώντας μέσα στην απειρία της αγάπης Του κάποιους πειρασμούς, όπως είπαμε, προκειμένου να συνέλθουμε από την όποια αμαρτία μας, να βαθύνουμε ίσως «εν πειρασμώ» τη σχέση μας μαζί Του, ή κι ακόμη ορισμένοι να καθαρίσουν ό,τι απομεινάρι αμαρτίας έχουν ως άνθρωποι και να βρεθούν ως μάρτυρες ενώπιόν Του. 

Λοιπόν, όπως μας αγάπησε ο Κύριος πάνω στον Σταυρό, το ίδιο εξακολουθεί και μας αγαπά και μετά τη δόξα της Ανάστασής Του, που θα πει έτσι ότι το Πάθος Του εξακολουθεί και υφίσταται και θα υφίσταται όσο θα υπάρχει κόσμος με όλες τις αδυναμίες Του. Και να, που ο άγιος υμνογράφος μάς λέει ότι την ίδια μακροθυμία που φανέρωσε ο Κύριος απέναντι στους σταυρωτές Του, την ίδια έδειξε κι απέναντι στον μαθητή Του Θωμά (μετά την Ανάστασή Του!), την ίδια δείχνει πάντοτε σε όλους που Τον έκαναν και τον κάνουν  πέρα από τη ζωή τους: «Φιλάνθρωπε, μέγα καί ἀνείκαστον τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου∙ ὅτι ἐμακροθύμησας ὑπό Ἰουδαίων ραπιζόμενος, ὑπό Ἀποστόλου ψηλαφώμενος, καί ὑπό τῶν ἀθετούντων σε πολυπραγμονούμενος. Πῶς ἐσαρκώθης; Πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος; Αλλά συνέτισον ἡμᾶς ὡς τόν Θωμᾶν βοᾶν σοι∙ ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα Σοι» (Φιλάνθρωπε, μέγα και πέρα από κάθε φαντασία είναι το πλήθος των οικτιρμών και της αγάπης Σου. Διότι μακροθύμησες καθώς ραπιζόσουν από τους Ιουδαίους, καθώς ψηλαφιόσουνα από Απόστολο και γινόσουν αντικείμενο πολλών σχολίων από αυτούς που σε αρνιόντουσαν. Πώς σαρκώθηκες; Πώς σταυρώθηκες συ που είσαι ο αναμάρτητος; Όμως συνέτισέ μας όπως έκανες με τον Θωμά, ώστε να Σου φωνάζουμε δυνατά: Κύριε και Θεέ μου, δόξα Σοι).