Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Φεβρουαρίου 2025

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

 

«Αφού πέρασαν σαράντα ημέρες, μετά τη σωτήρια ενανθρώπηση του Κυρίου, τη γέννησή Του άνευ ανδρός από την αγία αειπάρθενο Μαρία, κατά τη σεβασμιότατη αυτή ημέρα, η πάναγνη Μητέρα Του και ο δίκαιος Ιωσήφ έφεραν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στο Ιερό, σύμφωνα με τη συνήθεια του  σκιώδους και νομικού γράμματος, του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε και ο γηραιός  και πρεσβύτης Συμεών, που είχε δεχθεί ως χρησμό από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει, πριν να δει τον Χριστό Κυρίου, δέχτηκε αυτόν στην αγκαλιά του, και αφού ευχαρίστησε και ομολόγησε τον Θεό, φώναξε: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα Σου»: τώρα μπορείς να πάρεις τον δούλο σου, Κύριε, ειρηνικά. Και μετά, γεμάτος χαρά, έφυγε από τη ζωή αυτή, ανταλλάσσοντας τα επίγεια με τα ουράνια και αιώνια. Η σύναξη αυτή τελείται στον σεβάσμιο Ναό της αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, που βρίσκεται στις Βλαχέρνες».

Όλη η υμνογραφία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής και Θεομητορικής εορτής κινείται μέσα σε ατμόσφαιρα θάμβους και μυστηρίου: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Οι ύμνοι τονίζουν βεβαίως την ιστορική πραγματικότητα: τον ερχομό της αγίας οικογένειας στον Ναό, όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες από την ημέρα της Γεννήσεως του Κυρίου, και τη συνάντηση Αυτού με τον γέροντα Συμεών, αλλά μας ανοίγουν και τα μάτια της ψυχής εν πνεύματι, για να δούμε το «βάθος» της πραγματικότητας αυτής: τη γεμάτη έκπληξη στάση των αγίων αγγέλων, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν τα διαδραματιζόμενα εν γη, καθώς βλέπουν τον Δημιουργό του ανθρώπου να βαστάζεται ως βρέφος, τον αχώρητο και άπειρο Θεό να περιορίζεται μέσα στην αγκαλιά ενός γέροντα, τον απερίγραπτο  Υιό και Λόγο του Θεού, τον ομοούσιον τω Πατρί, να γίνεται περιγραπτός ως άνθρωπος με τη θέλησή Του. Και η μόνη εξήγηση που μπορούν να δώσουν για τα ακατανόητα αυτά πράγματα είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.

Στο μέγα αυτό μυστήριο - που θεωρείται ως συνέχεια της Γεννήσεως και της Περιτομής του Κυρίου, συνεπώς ως επίταση της εξαγγελίας ότι Χριστός ο Θεός μας φάνηκε στον κόσμο ως άνθρωπος όχι θεωρητικά και φανταστικά, αλλά αληθινά και πραγματικά («ου δοκήσει ουδέ φαντασία, αλλ’ αληθεία τω κόσμω φανέντα») – μετέχει ο γέρων Συμεών, ο οποίος φέρεται να μυσταγωγείται στο μυστήριο αυτό και να έχει θεοπτία μεγαλύτερη και καθαρότερη και από εκείνην του Μωυσή στο όρος Σινά («Ο Μωυσής αξιώθηκε  να γίνει θεόπτης μέσα σε γνόφο και φωνή που μόλις ακουγόταν, ο Συμεών βάστασε τον Λόγο του Πατρός με το σώμα Του και αποκάλυψε το φως των Εθνών, δηλαδή  τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού»).

Η μυσταγωγία και θεοπτία αυτή του Συμεών μέσα από το μυστήριο της συναντήσεώς Του με τον τεσσαρακονθήμερο Χριστό συνιστά το μέγιστο γεγονός της ζωής του. Διότι αφενός η γεροντική  αγκαλιά του γίνεται θρόνος του παντοκράτορα Θεού, αφετέρου, ακριβώς γι’ αυτό, φτάνει στο σημείο της πλήρους ελευθερίας, δηλαδή της επιθυμίας του να φύγει πια από τον κόσμο τούτο με χαρά. «Αυτός που φέρεται επί των Χερουβίμ και υμνείται από τα Σεραφίμ, σήμερα προσφέρεται στο θείο Ιερό, σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, και ενθρονίζεται σε πρεσβυτικές αγκάλες». «Λέγε Συμεών, ποιον φέρεις στην αγκαλιά σου και χαίρεσαι μέσα στον Ναό; Σε ποιον κράζεις και βοάς: Τώρα έχω ελευθερωθεί, διότι είδα τον Σωτήρα μου».

Η επιθυμία του Συμεών να φύγει πια από τον κόσμο τούτο, επιθυμία μάλιστα που συνοδεύεται με μεγάλη χαρά («Ο Συμεών ο δίκαιος αφού δέχτηκε τον Χριστό και είδε ότι έφτασε το τέλος της ζωής του με μεγάλη χαρά φώναζε»), συνιστά το όριο της αγιότητας. Μόνον ο άγιος είναι εκείνος που θέλει να φύγει από τη ζωή αυτή, όχι γιατί την βαρέθηκε ή απελπίστηκε – αυτό αποτελεί τον ορισμό της απιστίας – αλλά γιατί έζησε και ζει τη σχετική γι’ αυτήν τη ζωή πληρότητα της σχέσης του με τον Χριστό, και προσδοκά την τελειότητα της σχέσης μετά τη φυγή του από τον κόσμο. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό). Το ίδιο βεβαιώνουν και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας μας, σαν τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, που σημειώνει: «Ο άγιος προσδοκά κάθε ημέρα τον θάνατό του».

Οι ύμνοι μάλιστα της εορτής αποκαλύπτουν και μία διάσταση της με χαρά επιθυμίας του Συμεών να εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο,  που δεν είναι πολύ γνωστή στον πιστό λαό: Θέλει να φύγει γρήγορα, διότι δεν αντέχει να μη πάει να αναγγείλει στους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα, το χαρμόσυνο άγγελμα, ότι δηλαδή ό,τι ο Θεός τους υποσχέθηκε μετά την πτώση τους στην αμαρτία: ότι θα έλθει κάποτε ως άνθρωπος για να σώσει το ανθρώπινο γένος, τώρα έγινε πραγματικότητα. Και από την άποψη αυτή προηγείται ο Συμεών του Ιωάννου του Προδρόμου που κι αυτός στον Άδη προετοίμασε τον δρόμο του Μεσσία. «Ο Συμεών φώναζε: Φεύγω από τη ζωή αυτή, για να φανερώσω στον Αδάμ, που  ζει στον Άδη, και να φέρω στην Εύα, τα ευαγγέλια, το χαρμόσυνο δηλαδή μήνυμα του ερχομού του Χριστού στον κόσμο».

Είναι ευνόητο ότι η συνάντηση του αγίου Συμεών με τον σαράντα ημερών Κύριο λειτουργεί και για εμάς κατά παραδειγματικό τρόπο, κάτι που το σημειώνει βεβαίως η υμνογραφία. Κι αυτό σημαίνει ότι όπως συναντήθηκε τότε ο άγιος Συμεών με τον Χριστό, έτσι καλούμαστε και εμείς να συναντηθούμε μαζί Του, μέσα στο πλαίσιο της Εκκλησίας μας και με τις προσευχές αυτής. Να τον υποδεχτούμε ως Σωτήρα μας και να Τον προσκυνήσουμε ως Θεό μας. «Εμπρός και εμείς, με ένθεα άσματα, ας συναντηθούμε με τον Χριστό και ας υποδεχτούμε Εκείνον, του Οποίου τη σωτηρία είδε ο Συμεών. Αυτός είναι Εκείνος τον Οποίον κηρύσσει ο Δαυίδ, Αυτός είναι Εκείνος που λάλησε μέσα από τους προφήτες, Αυτός που σαρκώθηκε για εμάς και μιλά με τον Νόμο Του. Αυτόν ας προσκυνήσουμε».

21 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η 21 Σεπτεμβρίου αποδίδει, επαναφέρει δηλαδή και ολοκληρώνει, την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού -  κάθε μεγάλη εορτή, Δεσποτική και Θεομητορική, της Εκκλησίας μας δεν κρατάει μία μόνο ημέρα, αλλά αρκετές, ώστε να τυπωθεί η σημασία της στην καρδιά και τον νου των πιστών, γιατί αυτό οδηγεί στη σωτηρία τους, τη ζωντανή σχέση τους με τον Χριστό. Κι αξίζει εδώ παρενθετικά να σημειώσουμε και πάλι τη βαθειά γνώση του ανθρώπου από την Εκκλησία: ο άνθρωπος λόγω της αμαρτητικής ροπής του χρειάζεται μεγάλη υπομονή και επιμονή σ’  αυτό που είναι ο αληθινός προορισμός του: το να ακολουθεί τον Κύριο, να στρέφει δηλαδή με τη δύναμη Εκείνου αδιάκοπα τη βούλησή του προς το φως Του. Αυτή είναι η τραγωδία μας: να αφηνόμαστε στην ευκολία του «ρουφήγματος» του σκότους που θα πει της κόλασής μας και να δυσκολευόμαστε στο να βλέπουμε την Ανατολή του φωτός Του, που είναι και η Ανατολή και η άνοιξη της δικής μας ζωής!

Στην απόδοση λοιπόν της εορτής ένα τροπάριο από την τρίτη ωδή του κανόνος μάς υπενθυμίζει τη σημασία, μεταξύ πολλών άλλων βεβαίως, του Σταυρού του Κυρίου. «Πλευρᾶς ἀχράντου λόγχῃ τρωθείσης, ὕδωρ σύν αἵματι ἐξεβλήθη, ἐγκαινίζον διαθήκην καί ρυπτικόν ἁμαρτίας˙ τῶν πιστῶν γάρ Σταυρός καύχημα, καί Βασιλέων κράτος καί στερέωμα». Δηλαδή: «Τρώθηκε, πληγώθηκε με λόγχη η άχραντη πλευρά του Σωτήρος Χριστού πάνω στον Σταυρό, και βγήκε ύδωρ μαζί με αίμα, εκείνα που έφερναν την πραγματικότητα της νέας διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, τη Θεία Ευχαριστία και το θείο βάπτισμα που σβήνει τις αμαρτίες. Γι’ αυτό ο Σταυρός είναι το καύχημα των πιστών και η δύναμη και το στερέωμα των Βασιλέων».

Ο άγιος Κοσμάς, ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας, δίνει τη θεολογική εξήγηση της λογχισμένης πλευράς του Εσταυρωμένου Κυρίου: το αίμα και το ύδωρ που εξήλθαν από αυτήν ήταν εκείνα που ίδρυαν τα μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας και του αγίου βαπτίσματος – με ό,τι ο άνθρωπος σώζεται: με το βάπτισμα εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και γίνεται μέλος Του˙ με το αίμα Του που ενεργοποιεί αυτό που συνέβη στον Μυστικό Δείπνο τρέφεται και αυξάνει, ώστε να φθάσει στο μέτρο Εκείνου, «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» που λέει ο απόστολος Παύλος. Χωρίς ένταξη στην Εκκλησία και μετοχή εν μετανοία στα μυστήρια αυτής, στα οποία φανερώνεται η ζωή Εκείνου, ο άνθρωπος δεν σώζεται, δεν μπορεί να δει Θεού πρόσωπο. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»˙ και «ἐάν μή φάγητε τό σῶμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».

Και τι προσθέτει ο άγιος Κοσμάς; Ο πιστός που είναι μέλος πια Χριστού και Τον ζει στην ύπαρξή του κοινωνώντας Τον στη Θεία Ευχαριστία, τον Σταυρό έχει μοναδικό καύχημα της ζωής του. Δεν είναι βεβαίως τυχαία η αναφορά του υμνογράφου. Παραπέμπει ευθέως στον απόστολο Παύλο και πάλι, ο οποίος διεκήρυσσε: «ἐμοί μή γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μή ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου, δι’ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ». Δηλαδή «ποτέ να μη μου συμβεί να καυχηθώ για οτιδήποτε άλλο, πέρα από τον Σταυρό του Κυρίου, διά του Οποίου για μένα ο αμαρτωλός κόσμος έχει νεκρωθεί κι εγώ έχω νεκρωθεί γι’ αυτόν». Σταυρός δηλαδή σημαίνει βεβαίως ένταξη στην Εκκλησία και μετοχή στα μυστήριά της, αλλά με το δεδομένο που συνιστά το διαρκές αγώνισμα του πιστού, ότι αδιάκοπα αγωνίζεται να ζει στην καθημερινότητά του τον Σταυρό ως αποχή από κάθε αμαρτία. Ο χριστιανός είναι κι αυτός εσταυρωμένος μαζί με τον Κύριο, δείχνοντας τα νώτα του σε κάθε τι αμαρτωλό και έχοντας ανοικτή την αγκαλιά του σε κάθε συνάνθρωπο, κοντινό ή μακρινό του. Το ίδιο πρέπει βεβαίως να συμβαίνει και με κάθε άρχοντα, συμπληρώνει ο άγιος υμνογράφος, που λίγο πιστεύει στον Κύριο. Ας φανταστούμε τους άρχοντές μας, όλων των ειδών και των αποχρώσεων, να έχουν τον Σταυρό ως ισχύ και στερέωμά τους: θα ήταν παντοδύναμοι εν Κυρίω, άλλοι Κωνσταντίνοι και Ιουστινιανοί.

31 Αυγούστου 2024

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Αρχή της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς η 1ηΣεπτεμβρίου, γι’  αυτό και όλη η εκκλησιαστική ακολουθία, πέραν βεβαίως εκείνης που αναφέρεται και στους άλλους αγίους που εορτάζουμε σήμερα, όπως τον όσιο Συμεών τον στυλίτη, τις άγιες σαράντα γυναίκες μάρτυρες, αποτελεί στην πραγματικότητα μία ευχή: να ευλογήσει ο Κύριος τη χρονιά αυτή – «ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός Σου, Κύριε» - που σημαίνει να δώσει τη χάρη Του, ώστε να ζήσουμε οι άνθρωποι με ειρήνη και ομόνοια, ακολουθώντας τις άγιες εντολές Εκείνου. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η Εκκλησία μας μόνο με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι υπάρχει ευλογία στον κόσμο: όχι αν οι άνθρωποι απλώς ευημερούν οικονομικά, όχι αν όλα τους έρχονται βολικά, όπως λέμε, αλλά  αν βρισκόμαστε «εν ομονοία και ειρήνη», κυρίως όμως αν τηρούμε τις άγιες εντολές του Θεού. Η προτεραιότητα του συντονισμού μας με το θέλημα του Θεού, η πραγματοποίηση, όπως σημειώνουν οι ύμνοι της ημέρας, των αιτημάτων του «Πάτερ ημών», για να έχουμε την ευλογία του Θεού, δεν σημαίνει βεβαίως υποτίμηση και υποβάθμιση και των οικονομικών μεγεθών: χωρίς αυτά δεν μπορεί ο άνθρωπος να επιβιώσει σ’  αυτόν τον κόσμο. Σημαίνει ότι τα οικονομικά δεν έχουν την προτεραιότητα. Το πρώτο στη ζωή μας είναι το «ελθέτω η βασιλεία Σου», όπως άλλωστε δίδαξε την ορθή ιεράρχηση των πραγμάτων ο ίδιος ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά και επίγεια) προστεθήσεται υμίν».

Δυστυχώς, στην εποχή μας, η ιεράρχηση αυτή σ’  ένα μεγάλο ποσοστό έχει ανατραπεί. Ο Θεός και το άγιο θέλημά Του έχει μπει στο περιθώριο, αν δεν έχει διαγραφεί πλήρως, και προτεραιότητα ως αποκλειστικός σχεδόν σκοπός του ανθρώπου έχει γίνει το οικονομικό στοιχείο. Ίνδαλμα για τους πολλούς φαντάζει ο άφρων πλούσιος της γνωστής παραβολής, ο οποίος ναι μεν ευφραινόταν καθ’  ημέραν λαμπρώς, ο θάνατος όμως ήλθε αδυσώπητος και απροειδοποίητα στη ζωή του και του…ανέτρεψε τα σχέδια, βυθίζοντάς τον στην άφατη οδύνη. Από την άποψη αυτή, η εποχή μας είναι εποχή αφροσύνης, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον πολλούς πλουσίους, αλλά και ένα πολύ μεγάλο μέρος των πτωχών. Γιατί και οι πτωχοί, αν επιθυμούν ως προτεραιότητα της ζωής τους τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, έστω κι αν δεν τα έχουν, ως άφρονες πλούσιοι αντιμετωπίζονται από τον λόγο του Θεού. Το περιεχόμενο της καρδιάς μας είναι εκείνο που έχει πάντοτε προ οφθαλμών Του ο Θεός, κατά την αποκάλυψη του ίδιου του Θεού.

Η Εκκλησία μας σήμερα, με την πρωτοχρονιά που εορτάζει, υπενθυμίζοντάς μας και την έναρξη της δημόσιας δράσης του Κυρίου με το κήρυγμά Του στη Ναζαρέτ για μία καινούργια εποχή δεκτή και ευάρεστη στον Θεό, μας φέρνει σε ισορροπία, διότι μας προτείνει αυτό που συνιστά το αιώνιο θέλημα του Θεού: πάνω από όλα να θέτουμε ακριβώς Εκείνον και τον λόγο Του. Μας ανοίγει και πάλι τα μάτια, σε μία εποχή σύγχυσης και θόλωσης της διάνοιας, για να συνειδητοποιούμε ότι στη ζωή βρισκόμαστε κατά χάριν Θεού, ότι Εκείνος παρατείνει τον χρόνο της διαμονής μας σ’ αυτόν, ως «καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος», προκειμένου να ζούμε κατά το θέλημά Του.

Με άλλα λόγια, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει ότι ο χρόνος αποτελεί δωρεά του Θεού, όχι για να τη σπαταλάμε σε ανοησίες και αμαρτίες, αλλά να την αξιοποιούμε προς ανοδική πορεία πάντοτε προς Αυτόν, δηλαδή σε πορεία αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Και τότε, μας λέει, θα δούμε ό,τι υποσχέθηκε ο Κύριος: την ώρα που θα θέτουμε αυτό το θέλημά Του ως βάση της ζωής μας, την ίδια ώρα θα ενεργοποιούνται και οι δυνάμεις Εκείνου, προς υπέρβαση αφενός των όποιων προβλημάτων μας, προς αποκατάσταση αφετέρου και όλης της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και αρκετά χρόνια, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο έχει προβάλει την αρχή του εκκλησιαστικού έτους ως ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος. Και εύλογα: το θέλημα του Θεού, όπως είπαμε, βιούμενο από τον «βασιλιά» της κτίσεως, τον άνθρωπο, έχει άμεση αντανάκλαση και σε όλη τη φύση και σε όλη τη δημιουργία. Έχει κατά κόρον τονιστεί: η λύση στη σημερινή οικονομική κρίση, και κάθε κρίση βεβαίως,  θα έλθει, μόλις αρχίσουμε να ζούμε ως πραγματικοί άνθρωποι, με βάση τον νόμο του Θεού. Με απλά λόγια, η κρίση οποιασδήποτε διάστασης είναι κατ’  ουσίαν πνευματική.  

08 Αυγούστου 2024

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ "ΕΝΗΛΙΚΕΣ" ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ

 

Η θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός από τον Θεάνθρωπο Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς εκείνος να μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο» χριστιανό. Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για «άκτιστον φως» νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, να το αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα «νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε θέματα πνευματικά. Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος που λέει: «καὶ ἡμεῖς ἀστράψωμεν, ταῖς θείαις ἀλλοιώσεσιν, αὐτὴν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). Ὄρος ὑψηλότατον τὴν καρδίαν, κεκαθαρμένην ἐκ παθῶν, ἔχοντες ὀψόμεθα, Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τὸν νοῦν ἡμῶν». Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα μας. 

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Στη Μεταμόρφωση συμπυκνώνεται η θεολογία της Εκκλησίας, την οποία εξέφρασε ιδιαιτέρως τον 14ο αι. ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν προκλήθηκε  από αιρετικούς που την διέστρεφαν. Μερικές όψεις του θαυμαστού γεγονότος βοηθούν στην εμβάθυνση της θεολογίας αυτής.

1. Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των μαθητών: ο Χριστός, ων Θεός και άνθρωπος, με ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ∙ παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν είχε, αλλά αυτό που ήταν, το αποκαλύπτει «κατά μέρος»για να το δουν και να το νιώσουν οι τρεις μαθητές που Τον συνόδευαν. Κι αυτό ήταν η θεϊκή Του δόξα – «μετασκευάστηκαν» οι οφθαλμοί τους εν Πνεύματι να δουν το «άκτιστον φως» Του.

2. Είδαν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «ως εχώρουν οι μαθηταί Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια (αλλιώς χάρη, δόξα, φως) του Θεού, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».

3. Γιατί συνέβη αυτό; Διότι μετά ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο -  η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Κατά  το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα».

4. Στη μετοχή της λαμπρής θέας του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική τη δική τους. Ό,τι δόξα είδαν δηλαδή στον Χριστό, την ίδια θα ζήσει και ο πιστός άνθρωπος. Γιατί Εκείνος ήλθε να κάνει τον άνθρωπο ένα μαζί Του. Το μυστήριο του βαπτίσματος, όπως και τα άλλα μυστήρια, σ’  αυτό στοχεύουν: η ζωή Του να γίνει και δική μας ζωή. «Άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα Θεόν τον άνθρωπον απεργάσηται». Αυτό τόνισαν οι Πατέρες των (Οικουμενικού χαρακτήρα) Συνόδων του 14ου αι., αποδεχόμενοι τη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά: το φως της Μεταμορφώσεως γίνεται όριο για τους πιστούς στον κόσμο αυτόν («θέωση»), με προοπτική άπειρη μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος».

5. Έτσι ανακαινίζεται και η φύση. Πώς; Τα ενδύματα του Χριστού  έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής της φύσεως στη δόξα του Θεού. Διότι η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά αναβαθμίζεται και αυτή βρίσκοντας τη θέση της: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. «Η προσμονή της φύσεως  είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη» (απόστολος Παύλος). Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σε όσους θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της ύλης.

6. Τι σημαίνει όμως η παρουσία του Μωυσή και του Ηλία από την Παλαιά Διαθήκη στη Μεταμόρφωση;  Πρώτον, ότι ο Χριστός είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου (ο Μωυσής πέθανε, ο Ηλίας αναλήφθηκε). Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του στη γη, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως έδειξε η Ανάσταση του Κυρίου, θα αναστηθεί για να ενωθεί και πάλι με την ψυχή. Ο θάνατος λοιπόν έγινε μία απλή δίοδος, που οδηγεί στην αγκαλιά του Χριστού, πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Και προεικόνιση αυτού είναι η παρουσία των Πατριαρχών στο Θαβώρ. Κι ακόμη∙ ο Κύριος φανερώνεται ως κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης: του Νόμου (Μωυσή) και των προφητών (Ηλία), συνεπώς και η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα.

Η Μεταμόρφωση συγκεφαλαιώνει την πνευματική ζωή της Εκκλησίας.  Η γεύση της απαιτεί την ετοιμότητα του ανθρώπου να αποδεχτεί τον πλούτο αυτό. Ένας ύμνος της εορτής μάς καθοδηγεί: «Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την. Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας». 

22 Ιουνίου 2024

"ΑΥΤΗ ΕΣΤΙΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ!"

 

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ

«...καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα» (από το κοντάκιο της Πεντηκοστής)

Η κατάληξη του κοντακίου της γενέθλιας για την Εκκλησία εορτής της Πεντηκοστής τονίζει αυτό που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε εορτή και για κάθε πνευματικό γεγονός: τη συμφωνία των πιστών, την ενότητα δηλαδή των καρδιών τους ώστε μία να είναι και η φωνή τους. Ό,τι τονίζει η υμνολογία της Εκκλησίας για τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ότι υπήρξε η φωνή του Λόγου Χριστού – το κήρυγμά του εξέφραζε αυτό που ενέπνεε ο Κύριος μέσα στην καρδιά του  – το ίδιο συμβαίνει και με την Πεντηκοστή, το ίδιο συμβαίνει με κάθε εκκλησιαστικό γεγονός. Με άλλα λόγια για να δοξολογηθεί ένα γεγονός της πίστεως απαιτείται οι καρδιές των χριστιανών να είναι απολύτως προσανατολισμένες σ’ Εκείνον που τους έχει εντάξει μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, και τους έχει κάνει ένα μεταξύ τους, και συνεπώς ο ρυθμός τους να χτυπά στον ίδιο ρυθμό με την αγάπη Εκείνου, του Ιησού Χριστού. «Με μία φωνή όλοι δοξολογούμε το Πανάγιο Πνεύμα».  Αν τυχόν κυριαρχεί άλλη φωνή μέσα σ’ έναν πιστό από ό,τι η κοινή εκκλησιαστική φωνή, αν δηλαδή υπερτερεί η φωνή των παθών του, η φωνή του εγωισμού και της αλαζονείας του, εκεί η όποια δοξολογία και ομολογία Χριστού είναι ψεύτικη. Όταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος με απόλυτο τρόπο εξαγγέλλει ότι «εκείνος που λέει ότι γνωρίζει τον Θεό αλλά μισεί τον συνάνθρωπό του είναι ψεύτης», δεν μπορεί με διαφορετικό τρόπο να εκφραστεί κανείς γι’ αυτό που δηλώνει την ίδια πνευματική πραγματικότητα.

Λοιπόν, το σημαντικότερο στοιχείο της πίστεως ως ορθής αναφοράς προς τον Θεό και σχέσεως με Αυτόν είναι η ενότητα των πιστών. Στην ενότητα φανερώνεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος που καθιστά φανερό στον άνθρωπο και τον Ιησού Χριστό, διά του Οποίου οδηγούμαστε στον Θεό Πατέρα. Και η ενότητα αυτή κατά αυτονόητο τρόπο προϋποθέτει την αγάπη. Την αγάπη που απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η ετοιμότητα θυσίας και του εαυτού προς χάρη του άλλου. Κι αυτό θα πει ότι μόνον ένας σταυρωμένος σαν τον Χριστό μπορεί με γνησιότητα να ομολογήσει ότι είναι ενωμένος με τους συνανθρώπους του, συνεπώς να βρεθεί στο χαρισματικό στοιχείο και της ορθής δοξολογίας του Θεού.

Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι χριστιανός – πρέπει να έχεις αποφασίσει τον θάνατό σου! Και στο σημείο κρινόμαστε όντως οι χριστιανοί. Τι εικόνα παρουσιάζουμε συχνά, για να μην πούμε τις περισσότερες φορές, στη ζωή μας; Την εικόνα του ανθρώπου που είναι εγκλωβισμένος σε διαμάχες και έχθρες για να διεκδικεί τα «δικαιώματά» του∙ που πολύ λίγο ελέγχει τα λόγια του που εκτοξεύονται ένθεν κακείθεν προσβάλλοντας τους συνανθρώπους του είτε γιατί δεν κάνουν το θέλημά του είτε γιατί ο ίδιος συσχηματίζεται προς το δικό τους κοσμικό πνεύμα∙ που δεν μπορεί να βρει τόπο «καταπαύσεως» και ηρεμίας μέσα του, γιατί όλο και κάτι συμβαίνει που τον ταράζει, τον αγχώνει, τον θέτει εκτός εαυτού!  Κι αιτία είναι η έλλειψη ακριβώς της αγάπης, δηλαδή της παρουσίας του Πνεύματος του Θεού στη ζωή του. Ο εγωισμός με όλα τα αρνητικά και τραγικά παρεπόμενά του είναι το «αφεντικό» του, οπότε σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο ψαύει κανείς ανάγλυφα οτιδήποτε άλλο πέραν της Θεϊκής πραγματικότητας. Κι ό,τι δεν έχει Θεό ξέρουμε τι έχει: τη δαιμονική παρουσία που καθιστά κόλαση τη ζωή ήδη από το εδώ και το τώρα.

Αυτό δεν λέει το κοντάκιο της εορτής; Όταν οι άνθρωποι κινούμενοι από τον άκρατο εγωισμό και την αλαζονεία τους πίστεψαν ότι μπορούν να οικοδομήσουν έναν πύργο που θα έφτανε στον «Θεό», τότε είδαν το αποτέλεσμα: έχασαν την οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους – η διαγραφή του Θεού έφερε τη διακοπή των μεταξύ τους σχέσεων. Ο καθένας, μαζί με τους θεωρούμενους δικούς του, κλείστηκε στον δικό του μικρόκοσμο θεωρώντας τον άλλον ως αντίπαλο που έπρεπε να τον εξολοθρεύσει για να επιβιώσει ή να τον ανεχτεί για να μην εξολοθρευτεί ο ίδιος από αυτόν. Κι έπρεπε να έρθει ο Κύριος κι έπειτα να στείλει το άγιον Πνεύμα Του προκειμένου τα πράγματα να επανέλθουν στην «κανονικότητά» τους. Και κανονικότητα ήταν ο άνθρωπος να θυμηθεί ότι συνιστά εικόνα του Χριστού που προορισμό έχει την πλήρη ομοίωσή Του προς Εκείνον. Το Πνεύμα του Θεού έσβησε τη φωτιά της δαιμονικής αλαζονείας, έσβησε δηλαδή τις μεταξύ των ανθρώπων έχθρες, κι ένωσε τις καρδιές, «συγκολλώντας» τες με το μόνο συνδετικό στοιχείο, τη χάρη της αγάπης. «Όταν μοίρασε κατά την Πεντηκοστή τις φλόγες του πυρός κάλεσε τους ανθρώπους σε ενότητα».

Δεν λένε άσκοπα οι άγιοί μας ότι όλος ο σκοπός τελικώς του χριστιανού είναι να κρατήσει την καθαρότητα του αγίου βαπτίσματός του, να κρατήσει δηλαδή το Πνεύμα του Θεού κατά την προσωπική του ώρα της Πεντηκοστής που τον εισήγαγε στην Εκκλησία, όπως το είπε για παράδειγμα και ο μεγάλος νεώτερος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Απόκτηση με την έννοια της συναίσθησης του τι λάβαμε και τι λαμβάνουμε κατά το βάπτισμα: το άγιον Πνεύμα, και του αδιάκοπου έπειτα αγώνα μας να διακρατήσουμε και να αυξήσουμε το Πνεύμα αυτό διά της εφαρμογής των αγίων εντολών του Χριστού και της συμμετοχής εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας μας.  

21 Ιουνίου 2024

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Με την απόδοση της Αναλήψεως του Κυρίου, όπως συμβαίνει και με κάθε μεγάλη Δεσποτική και Θεομητορική εορτή, η Εκκλησία μας προβάλλει και πάλι τη μεγαλειώδη θεολογία της για το τελευταίο αυτό γεγονός της επί γης πορείας του Κυρίου μας: ολοκλήρωση του απολυτρωτικού έργου Του, (συνεπώς αποκατάσταση της σχέσεως του ανθρώπου με τον Δημιουργό Του που είχε διασαλευτεί και χαθεί λόγω της αμαρτίας των προπατόρων), υπόσχεση αποστολής του Αγίου Πνεύματος ως του Παρακλήτου που θα καθιστά προσωπικό και οικείο το έργο της σωτηρίας που επιτέλεσε Εκείνος, αναγγελία της και πάλι μετά δόξης αυτήν τη φορά δευτέρας ελεύσεώς Του, (σε χρόνο όμως άδηλο, που σημαίνει ότι έκτοτε, μετά την εις Ουρανούς άνοδό Του και την εκ δεξιών του Πατρός με το σώμα Του καθέδρα Του, η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η στιγμή της Παρουσίας Του αυτής).

Κι ένα στοιχείο που τονίζει πολλές φορές η εκκλησιαστική υμνολογία της Αναλήψεως ως καρπό της σωτηρίας που έφερε ο Κύριος είναι η ανακαίνιση ακριβώς του ανθρώπου από τη φθορά που του επέφερε η αμαρτία. Δειγματοληπτικά επ’ αυτού παραθέτουμε έναν ύμνο από την ωδή α΄ του κανόνα της εορτής, ποίημα του υμνογράφου Ιωσήφ του Θεσσαλονίκης.

«Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει σου καί τῇ ἐγέρσει σου, ἀνελήλυθας, ὀχούμενος νεφέλῃ, πρός τά ἐπουράνια∙ δόξα τῇ δόξῃ σου» (Κύριε, αφού ανακαίνισες με το πάθος Σου και την Ανάστασή Σου τον κόσμο που γέρασε λόγω των πολλών αμαρτιών του, ανήλθες πάνω σε νεφέλη προς τα επουράνια. Δοξολογούμε τη δόξα Σου).

  Τι δηλώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτα από όλα τη βασική συνέπεια της αμαρτίας: τη φθορά και τη γήρανση. Η αμαρτία ως ανυπακοή προς το θέλημα του Θεού δεν ήταν και δεν είναι χωρίς συνέπειες. Δεν πρόκειται για μία απλή αστοχία ή για μία απλή παράβαση ενός ηθικού κανόνα, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν «παθαίνει» τίποτε ο άνθρωπος στην ουσία του. Η αμαρτία αντανακλά στο κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου, συνιστά οντολογικό γεγονός που λένε οι θεολόγοι, που σημαίνει ότι τραυματίζει καίρια τον άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του. Διότι ακριβώς χωρίζει τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής του τον Θεό. Το είχε αποκαλύψει απαρχής ο Δημιουργός, όταν έδωσε εντολή στους προπάτορες να μην πλησιάσουν «τό δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ» (χαρακτηρισμός εκ των υστέρων λόγω των αποτελεσμάτων της αμαρτίας): «Ἐάν φάγητε καί μή εἰσακούσητέ μου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Λοιπόν, «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος». Ενώ η δημιουργία του ανθρώπου σ’ έναν κόσμο που δεν χαρακτηριζόταν από τη φθορά είχε προοπτική αθανασίας και αφθαρσίας, λόγω της ανυπακοής του εκπίπτει, και για όλον τον κόσμο, σε φθορά και σε θάνατο. Όπου υπάρχει λοιπόν η αμαρτία, εκεί υπάρχει η γήρανση, η φθορά δηλαδή που καταλήγει στον θάνατο – η αμαρτία «ρουφάει» κάθε ικμάδα ζωής, απονευρώνει τον άνθρωπο, τον κάνει ένα κινούμενο σκελετό: πρωτίστως ψυχικά κι έπειτα και σωματικά.

Ο Χριστός ήλθε, σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, προκειμένου ακριβώς να μας δώσει και πάλι πίσω τη ζωή, να μας ενώσει μέσω του Εαυτού Του με τον Θεό που είναι η πηγή της ζωής. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν». Η ανάληψή Του είναι η επιβεβαίωση ότι όντως πραγματοποιήθηκε αυτό το ανακαινιστικό έργο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία – ούτε υπήρξε παρόμοιο ποτέ ούτε πρόκειται να υπάρξει άλλο. Διότι ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Εκείνος «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη» και σήκωσε για χάρη μας το φράγμα που μας χώριζε από τον Θεό, συνεπώς πια εν Χριστώ βλέπουμε Θεού πρόσωπο. «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Κι όπως σημειώσαμε και παραπάνω: Μετά την ανάληψή Του έστειλε το Πανάγιον Πνεύμα που ως έργο Του έχει την οικείωση της σωτηρίας που έφερε ο Χριστός στην καρδιά του ανθρώπου – εν Αγίῳ Πνεύματι, δηλαδή στην Εκκλησία που ενεργοποιείται από το Άγιον Πνεύμα,  ο άνθρωπος γνωρίζει και καταλαβαίνει τον Χριστό, γινόμενος ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο.

Λοιπόν, «εἴ τις ἐν Χριστῶ καινή κτίσις» (όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία). Διότι ο Ίδιος ήλθε για τον σκοπό αυτό. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα» (Να, όλα τα κάνω καινούργια). Από την άποψη αυτή ό,τι έχει Χριστό είναι ανακαινισμένο∙ ό,τι δεν έχει, έστω κι αν φαίνεται νέο, είναι παλαιό. Και πώς αλλιώς; Χωρίς Χριστό κάθε τι ανακυκλώνει απλώς τα φθαρμένα υλικά του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός στέκει με επιφύλαξη απέναντι σε οτιδήποτε στον κόσμο υπόσχεται «αλλαγές» και «νέες» καταστάσεις. Αν όντως αυτό το θεωρούμενο νέο αποτελεί φανέρωση Χριστού, δηλαδή παρουσιάζει σημεία αγιότητας κινούμενο μέσα σε εκκλησιαστικό πλαίσιο ταπεινής αγάπης, τότε ναι, γίνεται αποδεκτό. Αν όμως δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, τότε πρόκειται για επιφάνεια που κρύβει την άβυσσο της κακίας του ανθρώπου και απλώς επιβεβαιώνει την παροιμία που λέει «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός».

19 Ιουνίου 2024

"ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΜΕΘ' ΥΜΩΝ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΚΑΘ' ΥΜΩΝ"

 

«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν» (Κοντάκιον Αναλήψεως).

(Ἀφοῦ ἐκπλήρωσες τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας κι ἕνωσες τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια, ἀναλήφθηκες, Χριστέ Θεέ μας, χωρίς νά χωριστεῖς καθόλου ἀπό ἐμᾶς καί χωρίς νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό ἐμᾶς, καί φωνάζοντας δυνατά σ’ αὐτούς πού σ’ ἀγαπᾶνε: ἐγώ εἶμαι μαζί σας, γι’ αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐναντίον σας).

Σέ πολύ λίγες γραμμές ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ἐπισημαίνει τό θεολογικό βάθος τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἁγία Του Ἀνάσταση ὁ Κύριος, κατά τήν ἐντολή πού ἤδη εἶχε δώσει, μάζεψε τούς μαθητές Του στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, κι ἐκεῖ ἐνώπιόν Του, ἀφοῦ τούς ἐνεφύσησε τό ἅγιον Πνεῦμα καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», προτρέποντάς τους νά παραμένουν ἐν προσευχῇ στόν τόπο πού τούς εἶχε ὑποδείξει μέχρι τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τούς εὐλόγησε καί ἀναλήφθηκε ἐν δόξῃ στούς Οὐρανούς, προκειμένου νά παρακαθήσει καί ὡς ἄνθρωπος στά δεξιά τοῦ Πατέρα.

Δύο εἶναι τά καίρια σημεῖα στά ὁποῖα ἐπιμένει ὁ ὑμνογράφος γιά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Πρῶτον· ἡ Ἀνάληψη σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ σχεδίου Του δηλαδή γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί εἶχε ἐξαγγείλει μέσω τῶν Προφητῶν Του στήν Παλαιά Διαθήκη, πραγματοποιήθηκε ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία τό ζωντανό σῶμα Του, τόν ἀπομακρυσμένο λόγω τῆς ἀνυπακοῆς του ἄνθρωπο. Μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ «οὐκέτι ἐσμέν ξένοι καί πάροικοι, ἀλλ’ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Μέ τόν Χριστό ἀκούσαμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας μας κι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ φίλος μας, ἡ ρίζα μας, τό σπίτι μας, τό ἔνδυμά μας, ὁ νυμφίος μας, ἡ τροφή μας, τά πάντα γιά τή ζωή μας.

Δεύτερον· ἡ πραγματικότητα αὐτή τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας μας ὡς ἕνωσής μας μέ τόν Θεό δέν ἀποτελεῖ περιστασιακό γεγονός - ἕνα εἶδος παρένθεσης στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου - ἀλλά μόνιμη καί αἰώνια κατάσταση. Μετά τόν Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὁ κόσμος ζεῖ ἀδιάκοπα τήν παρουσία Του, ποτέ δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν, Αὐτός ζεῖ μέσα σ’ αὐτόν καί αὐτός μέσα σ’ Ἐκεῖνον. Πρόκειται, ὅπως εἴπαμε, γιά τήν ἁγία Του Ἐκκλησία πού ἀποτελεῖ τό μυστικό ζωντανό σῶμα Του. Κι αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι πρίν τόν ἐρχομό Του ὁ κόσμος βρισκόταν ἐκτός τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ διαρκή ἐπιβεβαίωση καί ἐξαγγελία τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πού διακρατεῖ τόν κόσμο: Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ προνοητής, ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου ὡς «διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». Ὅμως μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου Του ὁ κόσμος ἀπέκτησε καί πάλι τή δυνατότητα νά «βλέπει» καί νά ζεῖ ἐν αἰσθήσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· νά πραγματοποιεῖ μέ τήν κάθαρση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τήν πορεία τῆς ὁμοίωσής του πρός Αὐτόν.

 Μέ τήν προϋπόθεση βεβαίως ὅτι αὐτό πραγματοποιεῖται ἀπό ὅσους πίστεψαν στόν Κύριο, πού σημαίνει ὅτι Τόν ἀγάπησαν, ἀνταποκρινόμενοι στή δική Του ἀγάπη. Σ’ αὐτούς τούς πιστούς φωνάζει ὅτι εἶναι πάντοτε μαζί τους κι ὅτι κανείς δέν θά μπορέσει νά τούς κάνει κακό. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν;» πού λέει καί ὁ ἀπόστολός Του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μᾶς στρέφει στό παρελθόν γιά νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ· μᾶς στεριώνει στό παρόν μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ: ὁ Χριστός εἶναι ἐμεῖς κι ἐμεῖς εἴμαστε Αὐτός ἐν πνεύματι Ἁγίῳ · καί μᾶς προσανατολίζει στό μέλλον, ζώντας ἐν διαρκεῖ προσμονῇ τήν καί πάλι γιά δεύτερη φορά ἐμφάνισή Του: «μαράν ἀθά».

06 Ιανουαρίου 2024

ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ

«Τα άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζουμε κατά την ημέρα αυτή, και στη Μεγάλη Εκκλησία και στις κατά τόπους άγιες Εκκλησίες, επιτελώντας την παννυχίδα από το εσπέρας. Ο ίδιος ο Θεός Λόγος αφού ενδύθηκε τον παλαιό Αδάμ και εκτέλεσε όλα τα νόμιμα, έρχεται για να βαπτισθεί προς τον μέγα Ιωάννη τον Προφήτη, ο οποίος και τον εμπόδιζε λέγοντας: Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Εσένα, και Συ έρχεσαι σε μένα; Όταν όμως άκουσε από τον Κύριο το, άσε τώρα αυτά, και κατάλαβε ότι το Βάπτισμά Του αποτελεί εκπλήρωση όλης της δικαιοσύνης του Θεού, είναι δηλαδή μέσα στο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου, δεν Του έφερε εμπόδιο. Βαπτίσθηκε λοιπόν ο Κύριος και αγίασε όλη τη φύση των υδάτων. Κι αφού έθαψε στα ρείθρα του Ιορδάνου όλη την αμαρτία των ανθρώπων, αμέσως βγήκε από το νερό. Έτσι ανακαίνισε και ανάπλασε τον άνθρωπο που είχε παλιώσει λόγω των αμαρτιών, οπότε του χάρισε τη Βασιλεία των Ουρανών».

Εδώ και μερικές ημέρες η Εκκλησία μάς προετοιμάζει, μετά την Γέννηση του Κυρίου, για τη δεύτερη μεγάλη Δεσποτική εορτή, των Θεοφανείων, της Βαπτίσεως του ενανθρωπήσαντος Θεού. Η μία, σημειώνουν οι άγιοι υμνογράφοι, παραπέμπει στην άλλη,  μολονότι και οι δύο εορτάζονταν από κοινού στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ως εορτή των Επιφανείων, της Φανέρωσης του Θεού στον κόσμο, κάτι που διακρίθηκε από τον τέταρτο αιώνα, για λόγους περισσότερο πρακτικούς παρά πίστεως. Τελικώς όμως καθιερώθηκε ο ξεχωριστός εορτασμός τους, ο οποίος μολονότι ξεχωριστός, συνθεωρείται από τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας. Ο υμνογράφος Ιωάννης ο μοναχός, μάλιστα, συγκρίνει τις δύο εορτές, για να καταλήξει σε κάτι που ξενίζει: η Βάπτιση του Κυρίου είναι λαμπρότερη από την εορτή των Χριστουγέννων. «Λαμπρά μεν η παρελθούσα εορτή – σημειώνει – λαμπροτέρα δε Σωτήρ η επερχομένη». Και δίνει και την εξήγηση: «Λαμπρή η προηγουμένη εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου, λαμπρότερη όμως, Σωτήρα, αυτή που έρχεται. Εκείνη είχε ως ευαγγελιστή άγγελο, και αυτή βρήκε προετοιμαστή Πρόδρομο. Σε εκείνη, επειδή χύθηκαν τα αίματα των νηπίων, οδυρόταν η Βηθλεέμ ως άτεκνη, ενώ σε αυτήν, επειδή ευλογήθηκαν τα ύδατα, η Κολυμβήθρα της Εκκλησίας γίνεται γνωστή ως πολύτεκνη. Τότε Αστέρας φανερώθηκε στους Μάγους, τώρα δε ο Πατέρας Σε υπέδειξε στον κόσμο. Συ που σαρκώθηκες και πάλιν έρχεσαι φανερά, Κύριε, δόξα Σοι».

Ο ίδιος υμνογράφος, συνθεωρώντας, όπως είπαμε, τις δύο εορτές, τις βλέπει ως επί μέρους φάσεις εκπλήρωσης της αρχικής υποσχέσεως του Θεού, ήδη από την εποχή της πτώσεως στην αμαρτία των πρωτοπλάστων, περί της σωτηρίας του κόσμου. Σε κάθε φάση μάλιστα ο Θεός χρησιμοποίησε και τα ανάλογα μέσα, τους «λειτουργούς του μυστηρίου» Του. «Κύριε, θέλοντας να εκπληρώσεις όλα όσα καθόρισες προαιώνια, απ’ αρχής της δημιουργίας, έλαβες λειτουργούς συνεργάτες του μυστηρίου σου: από τους Αγγέλους τον Γαβριήλ, από τους ανθρώπους την Παρθένο Μαρία, από τους Ουρανούς τον Αστέρα, και από τα ύδατα τον Ιορδάνη, μέσα στον οποίο εξάλειψας την αμαρτία του κόσμου, Σωτήρα μας, δόξα Σοι».

Η επισήμανση του υμνογράφου περί της εξαλείψεως της αμαρτίας του κόσμου μέσα στον Ιορδάνη συνιστά την απαρχή αυτού που θα ολοκληρωθεί επάνω στον Σταυρό του Κυρίου και στην Ανάστασή Του. Ό,τι αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού - ότι δηλαδή ο Κύριος στον Σταυρό «κατήργησε το σώμα της αμαρτίας του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία», όπως και με την Ανάστασή Του καταπάτησε τον θάνατο και τον διάβολο -  ξεκίνησε από τη Βάπτιση του Κυρίου. (Ένας ύμνος μάλιστα του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου προσφέρει ανάγλυφα την αλήθεια αυτή. Ο Κύριος έρχεται στον Ιορδάνη με τον τρόπο που Τον υπέδειξε ο Ιωάννης: «ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Ο Ιωάννης βλέπει τον Κύριο, αλλά Τον βλέπει φορτωμένο με τις αμαρτίες του κόσμου. Κι έτσι φορτωμένος έρχεται στον Ιορδάνη, οπότε ο Ιωάννης Τον αντιμετωπίζει με φόβο και τρόμο. «Με σηκωμένες τις αμαρτίες μας στους ώμους Σου, ήλθες Ιησού στα ρείθρα του Ιορδάνου. Εγώ, δε, φοβάμαι τη φρικτή έλευσή Σου. Πώς λοιπόν με διατάζεις να σε βαπτίσω; Συ ο ίδιος ήλθες να με καθαρίσεις και πώς ζητάς το δικό μου βάπτισμα, το βάπτισμα που εσύ φέρνεις και καθαρίζει τα πάντα;»

Η Γέννησή του Κυρίου αποτέλεσε τη βάση της νίκης κατά της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, η Βάπτισή Του ενεργοποίησε τη νίκη αυτή, ο Σταυρός και η Ανάσταση την οριστικοποίησαν. Ο Κύριος με άλλα λόγια λύτρωσε το ανθρώπινο γένος από τη δουλεία της αμαρτίας με όλες τις φάσεις της ζωής Του. Η αποστολή έπειτα από Αυτόν του αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, σήμανε την απαρχή της οικειοποιήσεως της λύτρωσης αυτής από όσους θα Τον αποδέχονταν. Στην Εκκλησία δηλαδή αυτό που ο Κύριος έφερε στο ανθρώπινο γένος θα γινόταν και προσιτό και οικείο στις καρδιές των ανθρώπων. Κι όπως με το Βάπτισμα του Κυρίου έχουμε την απαρχή της νίκης κατά της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, όπως είπαμε, έτσι και με το βάπτισμα στην κολυμβήθρα πια της Εκκλησίας, ο πιστός εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και γεύεται ψυχοσωματικά τις δωρεές αυτής της λύτρωσης.

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας αδιάκοπα και πολλαπλώς τονίζει τις διαστάσεις αυτές της κάθαρσης του κόσμου και του ανθρώπου από την αμαρτία διά της Βαπτίσεως του Κυρίου. Δεν βαπτίστηκε ο Κύριος, διότι είχε ανάγκη Αυτός του βαπτίσματος: απόδειξη το γεγονός ότι αμέσως βγήκε από τον Ιορδάνη, ελλείψει αμαρτιών, την ώρα που οι άλλοι βαπτιζόμενοι παρέμεναν εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους. Το βάπτισμα, όπως είπαμε, ήταν για εμάς τους ανθρώπους. Εισερχόμενος στον Ιορδάνη Αυτός που σήκωνε τις αμαρτίες των ανθρώπων, βύθισε και εξάλειψε τις αμαρτίες αυτές, όπως παλαιότερα ο Ίδιος ως μόνον Θεός εξάλειψε τις αμαρτίες των ανθρώπων διά του κατακλυσμού των υδάτων επί Νώε, κι όπως έδωσε νέα αρχή στη ζωή του Ισραήλ, κάνοντάς τους να περάσουν μέσα από τα σχισμένα ύδατα της ερυθράς θάλασσας με τον Μωυσή. Έτσι τα νερά λειτούργησαν πάντοτε, πραγματιστικά, αλλά και συμβολικά, για την κάθαρση των αμαρτιών των ανθρώπων. Γι’ αυτό και ο Κύριος, είδαμε, τη σωτηρία την «έδεσε» με το «νερό και το Πνεύμα». «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος ου μη εισέλθη εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Και βεβαίως η εξάλειψη των αμαρτιών διά του Βαπτίσματος του Κυρίου ήταν το αποτέλεσμα του αγιασμού των υδάτων και του φωτισμού που έφερνε η είσοδός Του στο νερό του Ιορδάνη, συνεπώς σε όλη τη φύση, κύριο και καθοριστικό στοιχείο της οποίας είναι το νερό. Ο Κύριος δηλαδή, η πηγή της αγιότητας και του σωτηρίου πνευματικού φωτός, εισάγει με την είσοδό Του στο νερό, τον αγιασμό και το φως Του. Έκτοτε η φύση αγιάστηκε και η Εκκλησία μας συνεχίζει και διαιωνίζει τον αγιασμό αυτόν με τον Σταυρό του Κυρίου που εμβαπτίζεται κατά την τελετή του Αγιασμού των υδάτων. Είπαμε όμως: ο αγιασμός αυτός συνιστά την απαρχή, η οποία οριστικοποιήθηκε  τελεσίδικα με τον Σταυρό και την Ανάσταση, περαιτέρω δε με την αποστολή του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.

Η υμνολογία μας είναι ανεξάντλητη στη διαπίστωση των επί μέρους θεολογικών όψεων της Βαπτίσεως του Κυρίου. Και βεβαίως είναι αυτονόητο ότι αφενός εξαγγέλλει πάντοτε την αιτία του χαρακτηρισμού της Βαπτίσεως του Κυρίου ως εορτής Θεοφανείων: στη Βάπτιση φανερώθηκε ο Τριαδικός Θεός. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις». Ο Πατέρας που προσμαρτυρεί τον Ιησού ως μονογενή Του Υιό, ο Χριστός που βαπτίζεται, το άγιον Πνεύμα που βεβαιώνει την αλήθεια των λόγων του Θεού Πατέρα. Και αφετέρου επισημαίνει ότι με το Βάπτισμά Του ο Κύριος αρχίζει κατά επίσημο, θα λέγαμε, τρόπο τη δράση Του στον κόσμο προς σωτηρία αυτού. Όπως παλιά στον Ισραήλ ένας προφήτης ή ένας ιερέας έχριε διά μύρου τον βασιλιά, ώστε αυτός επισήμως να κατασταθεί στη θέση του, έτσι και εδώ: ο ίδιος ο Θεός Πατέρας χρίει διά του πνευματικού μύρου, του αγίου Πνεύματος, τον Υιό Του ως τον Μεσσία του κόσμου.

05 Ιανουαρίου 2024

Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ

 

Μερικές χρήσιμες πληροφορίες

1. ῾Ο ἁγιασμός τῶν Θεοφανείων λέγεται μεγάλος ἁγιασμός γιά νά διακρίνεται ἀπό τόν μικρό ἁγιασμό. ῾Ο μικρός ἁγιασμός τελεῖται κάθε πρώτη τοῦ μηνός στούς ῾Ιερούς Ναούς, ὅπως καί στούς οἴκους τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί ὁποιαδήποτε ἄλλη στιγμή, ὅταν ζητηθεῖ κάτι τέτοιο. ῾Ο μεγάλος ὅμως ἁγιασμός (ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστός ἤδη ἀπό τόν 5ο αἰ. μ.Χ. καί ξεκίνησε ὡς ἁγιασμός τῶν ὑδάτων σέ ἀνάμνηση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου στήν παννυχίδα πού τελεῖτο ἀπό τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, προκειμένου νά βαπτιστοῦν στή συνέχεια οἱ κατηχούμενοι ὥστε νά μετάσχουν στή θεία Κοινωνία) τελεῖται μόνο δύο φορές τόν χρόνο: τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς. ῾Η δεύτερη φορά τελέσεως τοῦ ἁγιασμοῦ προῆλθε ἀπό λόγους πρακτικούς: ὄχι μόνο οἱ κατηχούμενοι, ἀλλά καί οἱ ἤδη βαπτισμένοι ἔπαιρναν τό ἁγιασμένο ὕδωρ «εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος». Καί τις δύο φορές εἶναι εὐνόητο ὅτι τελεῖται ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἀκολουθία.

2. ᾽Ο ἁγιασμός εἴτε μεγάλος εἴτε μικρός δέν τίθεται στήν ἴδια θέση μέ τή Θεία Κοινωνία. Εἶναι μεγάλος λάθος αὐτό πού λένε ὁρισμένοι χριστιανοί ὅτι μποροῦν νά ἀντικαταστήσουν τή Θεία Κοινωνία μέ τόν ἁγιασμό (μόνο σ᾽ αὐτούς πού δέν τούς ἐπιτρέπεται ἡ Θεία Κοινωνία γιά διαφόρους πνευματικούς λόγους ὑπάρχει ὡς συγκατάβαση ἀπό τόν πνευματικό ἡ λήψη τοῦ ἁγιασμοῦ). Στή Θεία Κοινωνία πού εἶναι τό κατεξοχήν μυστήριο στό ὁποῖο φανερώνεται ἡ ᾽Εκκλησία, ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, γι᾽ αὐτό καί ἡ χάρη πού παρέχει εἶναι δραστική – χωρίς θεία κοινωνία ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται∙ ἐν ἀντιθέσει πρός τόν ἀγιασμό πού ἡ χάρη πού παρέχει εἶναι μέν ἐνισχυτική ἀλλ’ ὄχι ἀπαραίτητη πρός σωτηρία.

3. ῾Ο ἁγιασμός μπορεῖ νά κρατηθεῖ στό σπίτι ὅλον τόν χρόνο ὡς μέσο ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν. Ἀρκεῖ βεβαίως ὁ χριστιανός πού κρατεῖ τόν ἁγιασμό νά προσέχει ὥστε ἡ ζωή του νά εἶναι πράγματι χριστιανική. Σπίτι πού ἀκούγονται βλασφημίες καί ὕβρεις, πού δέν γίνεται προσευχή, πού δέν ὑπάρχει ἐπίγνωση ὅτι ὡς χριστιανοί εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, πού μ᾽ ἕναν λόγο τό σπίτι δέν εἶναι «λειτουργημένο καί λιβανισμένο», εἶναι ἀνάξιο νά ἔχει ὄχι ἁγιασμό ἀλλά οὔτε κἄν εἰκόνα. ῎Αν ὅμως δέν συμβαίνει τό παραπάνω, τότε καί κρατᾶμε τόν ἁγιασμό καί τόν χρησιμοποιοῦμε πρός μετάληψη, μετά ἀπό προσευχή βεβαίως καί μετάνοια, ἰδίως σέ δύσκολες καί κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς μας.

4. Ἄν δέν ἔλθει ὁ ἱερέας γιά διαφόρους λόγους γιά νά ἁγιάσει τό σπίτι μας - ἰδίως στίς περιόδους μέ τά πολυποίκιλα προβλήματα τῆς πανδημίας – τότε μποροῦν οἱ πιστοί μέ τόν ἁγιασμό πού παίρνουν ἀπό τόν ἱερό Ναό νά ἁγιάσουν τό σπίτι μόνοι τους. Οἱ ἴδιες οἱ εὐχές ἄλλωστε τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ μιλοῦν γι’ αὐτούς πού ἀντλοῦν τό «καθάρσιον ὕδωρ» προκειμένου νά ἁγιαστοῦν καί οἱ ἴδιοι καί τά σπίτια τους.  

5. ῾Υπενθυμίζουμε τέλος ὅτι ὁ σωστός ἑορτασμός τῶν Θεοφανείων βρίσκεται στήν ἀπό νωρίς συμμετοχή μας στίς ἀκολουθίες  καί κυρίως στήν ἑτοιμασία μας νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. ῞Ολες οἱ ἑορτές ἄλλωστε τῆς ᾽Εκκλησίας μας γι᾽ αὐτό ὑπάρχουν καί γίνονται: νά μᾶς βοηθήσουν νά παίρνουμε μέσα μας τόν Χριστό καί νά ἔτσι νά ζοῦμε τή δική Του ζωή ὡς δική μας. 

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ

 

«Οὐκ ἀπαιτῶ σε, Βαπτιστά, τούς ὅρους ὑπερβῆναι· οὐ λέγω σοι, Εἰπέ μοι, ἅ λέγεις τοῖς ἀνόμοις, καί παραινεῖς ἁμαρτωλοῖς· μόνον βάπτισόν με σιωπῶν, καί προσδοκῶν τά ἀπό τοῦ Βαπτίσματος· ἕξεις γάρ διά τούτων ἀξίωμα, ὅπερ οὐχ ὑπῆρξε τοῖς Ἀγγέλοις· καί γάρ πάντων τῶν Προφητῶν μείζονά σε ποιήσω· ἐκείνων μέν οὐδείς σαφῶς με κατεῖδεν, ἀλλ’ ἐν τύποις καί ἐν σκιαῖς καί ἐνυπνίοις· σύ δέ, ἐπί σοῦ ἱστάμενον κατά γνώμην· σῶσαι γάρ ἥκω, Ἀδάμ τόν πρωτόπλαστον».

(Δέν σοῦ ἀπαιτῶ, Βαπτιστά, νά ξεπεράσεις τά ὅρια. Δέν σοῦ λέω, Πές μου ὅσα λές στούς ἄνομους καί συμβουλεύεις τούς ἁμαρτωλούς. Μόνο βάπτισέ με σιωπηλός καί περιμένοντας τά δῶρα πού προέρχονται ἀπό τό Βάπτισμα. Διότι μέ αὐτά θά ἔχεις ἀξίωμα πού δέν ὑπῆρξε στούς ἀγγέλους· κι ἀκόμη θά σέ κάνω μεγαλύτερο ἀπό ὅλους τούς Προφῆτες: ἀπό ἐκείνους κανείς δέν μέ εἶδε μέ καθαρότητα, ἀλλά μέσα ἀπό τύπους καί σκιές καί ὄνειρα· ἐσύ ὅμως μέ βλέπεις νά στέκομαι μπροστά σου ἐπειδή τό θέλω. Γιατί ἦλθα νά σώσω τόν πρωτόπλαστο Ἀδάμ).

 Στόν οἶκο τοῦ κοντακίου τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, ὁ ὑμνογράφος προεκτείνει τόν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅταν ζητεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη νά Τόν βαπτίσει κι ἐκεῖνος δειλιάζοντας ἐκφράζει  τήν ἐπιφύλαξή του: «ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό σένα κι ἐσύ ἔρχεσαι σέ μένα;» Ὁ Κύριος κατανοώντας τή δύσκολη θέση τοῦ προφήτη Του καί τή δειλία πού τόν διακατέχει – εἶναι μεγαλειώδη τά τροπάρια πού ἔχουν ἀκριβῶς ὡς περιεχόμενο αὐτήν τή δειλία καί τό δέος τοῦ Προδρόμου – τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι ὁ ἐρχομός Του στόν Ἰορδάνη ἔχει διαφορετικό χαρακτήρα ἀπό ὅ,τι τῶν ὑπολοίπων ἁπλῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄλλοι ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν καί νά ἐξομολογηθοῦν τίς ἁμαρτίες τους· Ἐκεῖνος ἔρχεται γιά νά βαπτιστεῖ, χωρίς ἀνάγκη ὅμως ἐξομολογήσεως, ἀφοῦ ἦταν ὁ μόνος «χωρίς ἁμαρτίας» ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Ποιός τότε ὁ σκοπός τῆς Βαπτίσεώς Του; Ὅπως τό δηλώνει ὁ Κύριος διά στόματος ὑμνογράφου: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ὅλου. Μέσα στήν προοπτική αὐτή πού ἦταν καρπός τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ κάποιους ἀνθρώπους ὡς ὄργανά Του, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Ἰωάννης, ὅπως κατεξοχήν ἦταν καί ἡ Παναγία Μητέρα Του, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἀπό τό ὑπουργικό αὐτό διακόνημά του ὁ Ἰωάννης στό σωτήριο ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ, στό ὁποῖο βεβαίως ἀνταποκρίθηκε ἐλεύθερα, ἀναδεικνύεται σέ τέτοιο ὕψος πού ὑπερβαίνει καί τούς Ἀγγέλους, ὅπως καί ὅλους τούς προγενέστερους Προφῆτες. Γιατί καταξιώθηκε νά δεῖ αὐτό πού οἱ ἄλλοι Προφῆτες ἁπλῶς ὁραματίστηκαν ἤ καί τό ὀνειρεύτηκαν: τόν Ἴδιο τόν Παντοκράτορα Κύριο ὡς ἁπλό καί ταπεινό ἄνθρωπο, καί μάλιστα νά Τοῦ ἀγγίζει καί τό κεφάλι καί νά Τόν βαπτίζει. Ταυτοχρόνως ὁ Κύριος ὑποδεικνύει καί τόν τρόπο πού πρέπει κανείς νά στέκει ἀπέναντί Του σέ κάθε ἐνέργειά Του: τή σιωπή καί τήν προσδοκία τῶν δωρεῶν Του. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος, μέ ἄλλα λόγια, ἀργεῖ μπροστά στόν Κύριο καί τίς εὐεργεσίες Του. Τό μόνο ἀποδεκτό εἶναι ἡ σιωπή καί τό δοξολογικό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς· γιά νά τή γεμίσει βεβαίως ὁ Κύριος μέ τήν παρουσία Του καί τίς χάρες Του.

04 Ιανουαρίου 2024

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

 

 «Ὕψος οὐρανοῦ, οὐδαμῶς ἐξιχνιάσω· ἄστρων ἀριθμόν, οὐδέ γῆν ἀναμετρήσω· καί πῶς τῆς κορυφῆς σου, τῷ Δεσπότῃ ὁ Πρόδρομος, ἅψομαι χειρί; Πῶς δέ βαπτίσω, τόν φέροντα δρακί τήν κτίσιν; Διό κράζω σοι· Εὐλογημένος ὁ φανείς, Θεός ἡμῶν δόξα Σοι».

«Σύνθρονος Πατρί, καί τῷ Πνεύματι ὑπάρχων, ταῖς ἀγγελικαῖς, στρατιαῖς δορυφοροῦμαι· ἀλλά σμικρῷ σπηλαίῳ, ἐξενίσθην τικτόμενος, ἐν τῇ Βηθλεέμ δι’ εὐσπλαγχνίαν· διό καί νῦν τήν δεξιάν σου, ἐμοί δάνεισον, ἵνα καί πλύνω ἐν ἐμοί, τοῦ κόσμου τά πταίσματα».

(ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ: Καθόλου δέν μπορῶ νά ἐξιχνιάσω τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ κι οὔτε νά μετρήσω τόν ἀριθμό τῶν ἄστρων ἀλλά καί τή γῆ. Καί πῶς θά ἀγγίξω μέ τό χέρι μου τήν κεφαλή σου, ἐγώ ὁ Πρόδρομος ἀπέναντι σέ Σένα τόν Δεσπότη Κύριο; Καί πῶς θά βαπτίσω Ἐσένα πού κρατᾶς στό χέρι Σου τή Δημιουργία; Γι’ αὐτό Σοῦ φωνάζω δυνατά: Εὐλογημένος εἶσαι Θεέ μου πού φανερώθηκες, δόξα Σοι.

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: Εἶμαι σύνθρονος μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα καί δορυφοροῦμαι ἀπό τίς ἀγγελικές στρατιές. Κι ὅμως γεννήθηκα ὡς ἄνθρωπος στή Βηθλεέμ καί φιλοξενήθηκα σέ μικρό σπήλαιο λόγω τῆς ἀγάπης Μου. Γι’ αὐτό καί τώρα δάνεισέ μου τή δεξιά σου, προκειμένου νά ξεπλύνω ἐγώ  τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου).

Ἀπό τούς αἴνους τῆς προπαραμονῆς τῆς Μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ἀκούγονται στήν Ἐκκλησία μας σέ ἦχο πλ. β΄ τά ὑπέροχα αὐτά τροπάρια, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν διάλογο μεταξύ τοῦ Ἰωάννου Προδρόμου καί τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὑμνογράφος δέν ἱκανοποιεῖται μέ μία «ξερή» κατάθεση τῆς σημασίας τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου γιά σύμπαντα τόν κόσμο – καί αὐτό γίνεται βεβαίως σέ ἄλλα τροπάρια. Δραματοποιεῖ τά γεγονότα πού συνέβησαν ἐκεῖ στό ρεῖθρο τοῦ Ἰορδάνου, τά προβάλλει ἀνάγλυφα, σάν νά εἴμαστε κι ἐμεῖς παρόντες καί ν’ ἀκοῦμε τό τί διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ Ἰωάννου καί τοῦ Κυρίου. Ὅ,τι μαρτυρεῖ τό Εὐαγγέλιο, τό ἴδιο σχολιασμένο καί ἐπεξεργασμένο μᾶς τό προσφέρει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ἀσφαλῶς νά κατανοήσουμε ὅσο εἶναι δυνατόν τό μέγεθος τῶν γεγονότων καί τό βάθος τοῦ μυστηρίου τους. Στό πρῶτο τροπάριο ἀκοῦμε τόν προβληματισμό καί τήν ἐπιφύλαξη καί τόν φόβο ἀκόμη τοῦ ἁγίου Προδρόμου: «δέν μπορῶ νά ἐξιχνιάσω τά ἐπίγεια καί τά κτιστά καί πῶς θά ἀγγίξω καί θά βαπτίσω τόν ἴδιο τόν Δημιουργό πού φέρει στό χέρι Του τά σύμπαντα; Τό μόνο πού μπορῶ νά κάνω εἶναι νά Τόν δοξολογῶ». Κι ἀμέσως στή συνέχεια ἀκοῦμε τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου: «Ναί, εἶμαι ὁ ἕνας τῆς Τριάδος καί μέ δορυφοροῦν ἀγγελικές στρατιές. Ὅμως ἡ ἀγάπη μου εἶναι αὐτή πού μέ ἔκανε νά ἔλθω ταπεινά στή γῆ καί νά γεννηθῶ μάλιστα σ’ ἕνα μικρό σπήλαιο. Ὁπότε ὡς συνέχεια τῆς κένωσής μου αὐτῆς εἶναι καί ἡ βάπτισή μου ἀπό σένα Ἰωάννη, μέ σκοπό νά ξεπλύνω τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου». Στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου ζοῦμε κι ἐμεῖς τό ἴδιο θάμβος καί τό ἴδιο δέος: κατανοοῦμε ἀπό τά γεγονότα τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση τοῦ Δημιουργοῦ, καί μαζί του κράζουμε: Εὐλογημένος ὁ φανείς, Θεός ἡμῶν, δόξα Σοι.

21 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η 21 Σεπτεμβρίου αποδίδει, επαναφέρει δηλαδή και ολοκληρώνει, την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού -  κάθε μεγάλη εορτή, Δεσποτική και Θεομητορική, της Εκκλησίας μας δεν κρατάει μία μόνο ημέρα, αλλά αρκετές, ώστε να τυπωθεί η σημασία της στην καρδιά και τον νου των πιστών, γιατί αυτό οδηγεί στη σωτηρία τους, τη ζωντανή σχέση τους με τον Χριστό. Κι αξίζει εδώ παρενθετικά να σημειώσουμε και πάλι τη βαθειά γνώση του ανθρώπου από την Εκκλησία: ο άνθρωπος λόγω της αμαρτητικής ροπής του χρειάζεται μεγάλη υπομονή και επιμονή σ’  αυτό που είναι ο αληθινός προορισμός του: το να ακολουθεί τον Κύριο, να στρέφει δηλαδή με τη δύναμη Εκείνου αδιάκοπα τη βούλησή του προς το φως Του. Αυτή είναι η τραγωδία μας: να αφηνόμαστε στην ευκολία του «ρουφήγματος» του σκότους που θα πει της κόλασής μας και να δυσκολευόμαστε στο να βλέπουμε την Ανατολή του φωτός Του, που είναι και η Ανατολή και η άνοιξη της δικής μας ζωής!

Στην απόδοση λοιπόν της εορτής ένα τροπάριο από την τρίτη ωδή του κανόνος μάς υπενθυμίζει τη σημασία, μεταξύ πολλών άλλων βεβαίως, του Σταυρού του Κυρίου. «Πλευρᾶς ἀχράντου λόγχῃ τρωθείσης, ὕδωρ σύν αἵματι ἐξεβλήθη, ἐγκαινίζον διαθήκην καί ρυπτικόν ἁμαρτίας˙ τῶν πιστῶν γάρ Σταυρός καύχημα, καί Βασιλέων κράτος καί στερέωμα». Δηλαδή: «Τρώθηκε, πληγώθηκε με λόγχη η άχραντη πλευρά του Σωτήρος Χριστού πάνω στον Σταυρό, και βγήκε ύδωρ μαζί με αίμα, εκείνα που έφερναν την πραγματικότητα της νέας διαθήκης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, τη Θεία Ευχαριστία και το θείο βάπτισμα που σβήνει τις αμαρτίες. Γι’ αυτό ο Σταυρός είναι το καύχημα των πιστών και η δύναμη και το στερέωμα των Βασιλέων».

Ο άγιος Κοσμάς, ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας, δίνει τη θεολογική εξήγηση της λογχισμένης πλευράς του Εσταυρωμένου Κυρίου: το αίμα και το ύδωρ που εξήλθαν από αυτήν ήταν εκείνα που ίδρυαν τα μυστήρια της Θείας Ευχαριστίας και του αγίου βαπτίσματος – με ό,τι ο άνθρωπος σώζεται: με το βάπτισμα εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και γίνεται μέλος Του˙ με το αίμα Του που ενεργοποιεί αυτό που συνέβη στον Μυστικό Δείπνο τρέφεται και αυξάνει, ώστε να φθάσει στο μέτρο Εκείνου, «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» που λέει ο απόστολος Παύλος. Χωρίς ένταξη στην Εκκλησία και μετοχή εν μετανοία στα μυστήρια αυτής, στα οποία φανερώνεται η ζωή Εκείνου, ο άνθρωπος δεν σώζεται, δεν μπορεί να δει Θεού πρόσωπο. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»˙ και «ἐάν μή φάγητε τό σῶμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».

Και τι προσθέτει ο άγιος Κοσμάς; Ο πιστός που είναι μέλος πια Χριστού και Τον ζει στην ύπαρξή του κοινωνώντας Τον στη Θεία Ευχαριστία, τον Σταυρό έχει μοναδικό καύχημα της ζωής του. Δεν είναι βεβαίως τυχαία η αναφορά του υμνογράφου. Παραπέμπει ευθέως στον απόστολο Παύλο και πάλι, ο οποίος διεκήρυσσε: «ἐμοί μή γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰ μή ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Κυρίου, δι’ οὗ ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ». Δηλαδή «ποτέ να μη μου συμβεί να καυχηθώ για οτιδήποτε άλλο, πέρα από τον Σταυρό του Κυρίου, διά του Οποίου για μένα ο αμαρτωλός κόσμος έχει νεκρωθεί κι εγώ έχω νεκρωθεί γι’ αυτόν». Σταυρός δηλαδή σημαίνει βεβαίως ένταξη στην Εκκλησία και μετοχή στα μυστήριά της, αλλά με το δεδομένο που συνιστά το διαρκές αγώνισμα του πιστού, ότι αδιάκοπα αγωνίζεται να ζει στην καθημερινότητά του τον Σταυρό ως αποχή από κάθε αμαρτία. Ο χριστιανός είναι κι αυτός εσταυρωμένος μαζί με τον Κύριο, δείχνοντας τα νώτα του σε κάθε τι αμαρτωλό και έχοντας ανοικτή την αγκαλιά του σε κάθε συνάνθρωπο, κοντινό ή μακρινό του. Το ίδιο πρέπει βεβαίως να συμβαίνει και με κάθε άρχοντα, συμπληρώνει ο άγιος υμνογράφος, που λίγο πιστεύει στον Κύριο. Ας φανταστούμε τους άρχοντές μας, όλων των ειδών και των αποχρώσεων, να έχουν τον Σταυρό ως ισχύ και στερέωμά τους: θα ήταν παντοδύναμοι εν Κυρίω, άλλοι Κωνσταντίνοι και Ιουστινιανοί.

14 Σεπτεμβρίου 2023

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δεν αποτελεί εορτή μίας μόνο ημέρας ή έστω μερικών μόνο ημερών με κέντρο αυτήν αλλά χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας. Κι αυτό γιατί ο Σταυρός αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο της χριστιανικής πίστεως, την «καθέδραν της ορθοδόξου θεολογίας» κατά πιο πατερική έκφραση, που σημαίνει πως οτιδήποτε στην Εκκλησία κατανοείται σε σχέση με τη Σταυρική θυσία Εκείνου που απεστάλη από τον Θεό Πατέρα ακριβώς για να υψωθεί στον Σταυρό και να ελκύσει με τον τρόπο αυτόν κοντά Του όλα τα έθνη. «Καγώ εάν υψωθώ από της γης πάντας ελκύσω προς εμαυτόν». Θείος μαγνήτης ο Σταυρός, δηλαδή ο επ’ αυτού ανυψωθείς ως άνθρωπος Υιός και Λόγος του Θεού, από την ελκτική δύναμη του Οποίου δεν μπορεί να αντιδράσει κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου γης.

Τρεις είναι οι κύριες διαστάσεις της μεγάλης αυτής εορτής: η ιστορική, η θεολογική, η πνευματική.

Η ιστορική διάσταση πρώτον, διότι την αφορμή ώστε να καθιερωθεί η συγκεκριμένη εορτή την έδωσε και το όραμα του Μ. Κωνσταντίνου με το «εν τούτω νίκα» πριν από τη μάχη με τον συνάρχοντά του Μαξέντιο, οπότε πιστεύοντας στο όραμα του Σταυρού οπλίστηκε κι αυτός και το στράτευμά του με πολλή δύναμη και νίκησε τον αντίπαλό του∙ και η θαυμαστή εύρεση του τιμίου Σταυρού με τις ανασκαφές της αγίας Ελένης στα Ιεροσόλυμα, γεγονός που οδήγησε στην πρώτη ύψωσή Του (4ος αι.)∙ και η επαναφορά του Σταυρού από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (αρχές 7ου αι.), όταν εξεστράτευσε νικηφόρα κατά των Περσών που Τον είχαν διαρπάσει, γεγονός που οδήγησε στη δεύτερη ύψωσή Του και στα Ιεροσόλυμα και στην Κωνσταντινούπολη.

Η θεολογική διάσταση έπειτα, η οποία κατεξοχήν αυτή μάς εξηγεί γιατί ο Σταυρός συνιστά «την θύραν του Παραδείσου» και «την καθέδραν της ορθοδόξου θεολογίας» όπως είπαμε και παραπάνω. Και τι κηρύσσει η Εκκλησία μας για το θεολογικό βάθος του Σταυρού, χωρίς τον Οποίο  η σωτηρία για τον άνθρωπο ως αποκατάσταση της σχέσεώς του με τον Θεό θα ήταν ανύπαρκτη;

 α. Ότι ο Σταυρός ως η αποκορύφωση των Παθών του Κυρίου δεν μπορεί να κατανοηθεί με τις ανθρώπινες δυνάμεις, είτε τις λογικές είτε τις ψυχολογικές είτε τις συναισθηματικές και τις λοιπές. Προς κατανόησή Του απαιτείται η χαρισματική δύναμη της πίστεως, η δύναμη δηλαδή ενός μέλους της Εκκλησίας που έχει ενσωματωθεί διά του αγίου βαπτίσματος στο μυστικό σώμα του Χριστού, ώστε να μπορεί με πνευματικούς οφθαλμούς να «δει» ό,τι δεν φαίνεται αισθητά και το μυστήριο που περικλείει: την άπειρη αγάπη του Δημιουργού που δεν διστάζει προκειμένου να σώσει το αγαπημένο πλάσμα Του να γίνει άνθρωπος και μάλιστα να υποστεί την πιο εξευτελιστική τιμωρία και τον πιο αποτρόπαιο θάνατο, τον σταυρικό. Με τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού «τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο ώστε τον Υιό Του τον μονογενή έδωσε, με σκοπό κάθε ένας που πιστεύει σ’ Αυτόν να μη χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνιο» - αγάπη έτσι σημαίνει παράδοση και θυσία για χάρη του άλλου χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Κι ακόμη να «δει» μαζί με την απειρία της αγάπης του Θεού μας και την άβυσσο της ανθρώπινης αμαρτίας, τέτοιας που οδήγησε σε θάνατο την ίδια τη Ζωή! Ο άνθρωπος που επαναστάτησε κατά του Δημιουργού του, (το προπατορικό λεγόμενο αμάρτημα), δεν παρεξέκλινε απλώς από κάποιο μονοπάτι ούτε κι έχασε κάτι δευτερεύον για τη ζωή του∙ έχασε τον Δρόμο της Ζωής κι οδηγήθηκε στο σκότος του θανάτου – η ζωή του μετά την αμαρτία του ήταν μία ζωή εν θανάτω.

β. Με τον Σταυρό του Κυρίου που αποκορυφώνει το Πάθος Του η αμαρτία του ανθρώπου αίρεται, εξαφανίζεται, γιατί τη σηκώνει επάνω Του ο ενανθρωπήσας Θεός. Ο Κύριος είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», που θα πει ότι εν Αυτώ το χάσμα που χώριζε Θεό και άνθρωπο δεν υφίσταται πια. Με τον Χριστό που μας προσέλαβε στην ανθρώπινη φύση Του ο άνθρωπος είδε και πάλι Θεού πρόσωπο. Αν μπορούμε να ατενίσουμε τον Θεό μας είναι γιατί ήρθε Εκείνος που έδωσε τα μάτια Του ώστε να γίνουν και δικά μας μάτια – η όραση Εκείνου συνιστά και την όραση του Θεού Πατέρα: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Μετά τον Σταυρό επομένως και την Ανάσταση που ακολουθεί δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη. Όποιος επικαλεστεί το πλήθος και το βάρος των αμαρτιών του για να μην προχωρήσει σε σχέση με τον Θεό βλασφημεί κυριολεκτικά τον Κύριο και το Πάθος Του – δεν δέχεται τη διαγραφή του χρέους από Εκείνον στον οποίο αναφέρεται κάθε χρωστούμενη αμαρτία, αρνείται να πιστέψει συνεπώς και στο άπειρο μέγεθος της αγάπης Του. Κι αυτό αποτελεί τη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, η οποία δεν βρίσκει συγχώρηση ποτέ, κατά τον λόγο του Κυρίου.

Κι είναι τέλος η πνευματική διάσταση του Σταυρού, χωρίς την οποία πράγματι η όποια θεολογική διακήρυξη παραμένει χωρίς αντίκρυσμα και καταντά ιδεολογική πρόταση. Τι εννοούμε; Αν ο Σταυρός δεν γίνει γεγονός της ζωής του ανθρώπου, αν ο πιστός δεν ζει σταυρικά κατά το πρότυπο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων και μαθητών, τότε η πίστη δεν είναι χριστιανική. Όταν ο ίδιος ο Κύριος χαρακτηρίζει ως μαθητή Του εκείνον που Τον ακολουθεί απαρνούμενος τον εγωιστικό εαυτό του και αίροντας τον σταυρό της αγάπης, τότε ποιος χωρίς τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να ονομαστεί μαθητής Του; «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει», είπε, «ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Χριστιανός σημαίνει σταυρωμένος άνθρωπος δηλαδή, όπως εξέφρασε το βίωμά του αυτό και ο μέγιστος των αποστόλων Παύλος: «Έχω σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Κι ας μην ξεχνάμε βεβαίως το αυτονόητο: η κεντρική εντολή του Χριστού από την οποία εξαρτάται η χριστιανική μας ποιότητα και αυτοσυνειδησία μας είναι το «αγαπάτε αλλήλους». Κι αυτήν την αγάπη ο Χριστός μάς την μέτρησε με την αγάπη του Ίδιου: «καθώς εγώ σας αγάπησα». Ο Σταυρός είναι το μέτρο της αγάπης του χριστιανού, γι’ αυτό και μόνον σταυρικά πορεύεται, κάτι που πήρε ως δύναμη εφαρμογής από την ώρα που βαπτίστηκε - το βάπτισμα τι άλλο είναι παρά η μετοχή του ανθρώπου στον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, δηλαδή ο άνθρωπος «δομήθηκε» πάνω στον «άξονα» του Σταυρού!

Ο χριστιανός λοιπόν εορτάζει τον Σταυρό όταν πορεύεται με πνευματικό σταυρικό τρόπο: με πίστη και αληθινή αγάπη. Χωρίς την πορεία αυτή η όποια ιστορική γνώση του ή η όποια θεολογική κατάρτισή του μένει μετέωρη, για να μην πούμε ότι γίνεται και δαιμονική. Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουν και φρίσσουν» μπροστά στον Θεό.