«Η αιτία της σημερινής εορτής είναι αυτή: Επί της βασιλείας του Αλεξίου
Κομνηνού, ο οποίος πήρε τα σκήπτρα της βασιλείας μετά τον Βοτανειάτη, υπήρξε
διαφωνία στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των λογίων και εναρέτων ανδρών: Άλλοι εκθείαζαν τον μέγα Βασίλειο, λέγοντας
ότι είναι μεγαλοπρεπής στον λόγο, αφού ερεύνησε με αυτόν τη φύση των όντων και συναγωνιζόταν ως προς
τις αρετές σχεδόν και τους αγγέλους, κι επίσης ότι δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες
των ανθρώπων με πρόχειρο τρόπο, κι ήταν σπουδαίος στο ήθος του, χωρίς να έχει
κάτι το γήινο, από την άλλη δε υποβίβαζαν τον θείο Χρυσόστομο, διότι τάχα ήταν
αντίθετος προς τον Βασίλειο λόγω της προχειρότητάς του να συγχωρεί εύκολα και
να γίνεται ευχάριστος στους ανθρώπους. Άλλοι πάλι υπερύψωναν τον θεϊκό Χρυσόστομο
και έλεγαν ότι προηγείται του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου,
διότι στεκόταν πιο κοντά στον άνθρωπο με τις διδασκαλίες του, καθοδηγώντας και
προσκαλώντας όλους με την πιο απλή γλώσσα του στη μετάνοια, όπως και με το
πλήθος των γλυκών σαν μέλι λόγων του και την ερμηνευτική του δεινότητα. Άλλοι
τέλος έπαιρναν το μέρος του Θεολόγου Γρηγορίου, λόγω της κομψότητας και της
φροντισμένης φράσης του, της διεισδυτικότητας των λόγων του και της ζωντάνιας
των λέξεων, ο οποίος υπερέβαινε όλους τους φημισμένους για την ελληνική παιδεία
τους, αλλά και τους δικούς μας της Εκκλησίας, και έδιναν σ’ αυτόν την ψήφο της
νίκης και βεβαίως τον έθεταν υπεράνω των άλλων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να
διαιρεθούν τα πλήθη και άλλοι να ονομάζονται Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και οι
υπόλοιποι Γρηγορίτες.
Επειδή
λοιπόν διαφωνούσαν έντονα και ήταν χωρισμένοι οι λόγιοι, λίγα χρόνια αργότερα
φανερώνονται σε όραμα οι μέγιστοι αυτοί Πατέρες, ο καθένας χωριστά κι έπειτα
όλοι μαζί, όχι σε όνειρο αλλά όταν ήταν ξύπνιος, στον Επίσκοπο Ιωάννη τον μεγάλο, τον δάσκαλο
των ιερών γραμμάτων της πόλεως των Ευχαΐτων, άνδρα λόγιο μεν κατά τα άλλα, με
παιδεία ελληνική όχι ευκαταφρόνητη (όπως δείχνουν τα κείμενά του), ενάρετο δε
σε μέγιστο βαθμό. Και με μια γλώσσα λένε προς αυτόν: Εμείς είμαστε ένα, όπως
βλέπεις, ενώπιον του Θεού, και δεν υπάρχει τίποτε ενάντιο και εχθρικό μεταξύ
μας, αλλά ο καθένας μας στον δικό του καιρό, με φωτισμό του θείου Πνεύματος,
συγγράψαμε τις διδασκαλίες που οδηγούν στη σωτηρία των ανθρώπων, και τους δώσαμε
όσα είχαμε μυηθεί από τον Θεό. Πρώτος μεταξύ μας δεν υπάρχει, γι’ αυτό βεβαίως
και ούτε δεύτερος. Αλλά αν θα πεις για τον ένα, είναι σαν να λες και για τους
άλλους. Γι’ αυτό σήκω και διάταξε αυτούς που μαλώνουν να μη χωρίζονται εξ
αιτίας μας. Διότι η έγνοια και η φροντίδα μας, και όσο ζούσαμε και τώρα στη
μετάστασή μας στους ουρανούς, ήταν και είναι
να ειρηνεύουν οι πάντες και να είναι μονοιασμένοι μεταξύ τους. Κι ακόμη:
σε μία ημέρα βάλε τη μνήμη μας και, όπως εσύ ξέρεις, φτιάξε τα σχετικά με την
εορτή μας και κάνε το τούτο παράδοση για τους μεταγενεστέρους, διότι εμείς
είμαστε ένα στον Θεό. Οπωσδήποτε δε και εμείς θα βοηθήσουμε στη σωτηρία
αυτών που θα εκτελούν τη μνήμη μας, αφού
νομίζουμε ότι έχουμε κάποια δύναμη μπροστά στον Θεό. Αυτά είπαν και φάνηκαν
πάλι να ανεβαίνουν προς τον ουρανό, μέσα σε άπειρο φως λάμψης, προσφωνώντας ο
ένας τον άλλον με τα ονόματά τους.
Ο
δε θεϊκός εκείνος άνδρας σηκώθηκε, ο Ιωάννης Ευχαΐτων δηλαδή, και έκανε όπως
τον προέτρεψαν οι άγιοι: και το πλήθος και τους διαφωνούντες ησύχασε (διότι ο
άνδρας θεωρείτο φημισμένος για την αρετή του), και την εορτή αυτή παρέδωσε στην
Εκκλησία, ώστε να την εορτάζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και πρόσεξε το
φρόνημα του άνδρα: Επειδή βρήκε τον μήνα Ιανουάριο να έχει και τους τρεις αυτούς,
δηλαδή κατά την πρώτη του μηνός, τον μέγα Βασίλειο, κατά την εικοστή Πέμπτη,
τον θείο Γρηγόριο, και κατά την εικοστή έβδομη, τον θείο Χρυσόστομο, τους
μάζεψε πάλι κατά την τριακοστή, στέφοντάς τους με κανόνες και τροπάρια και
εγκώμια, όπως τους αρμόζει. Κι όλα αυτά -
που έγιναν, όπως νομίζω, και με τη σύμφωνη γνώμη τους - δεν υπολείπονται
διόλου από τίποτε που είναι άξιο
επαίνου, ώστε να ξεπερνούν και όλα όσα από εκείνον και έγιναν και θα γίνουν».
Ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαῒτων
είναι όχι μόνον αυτός που δέχτηκε την κατά χάρη Θεού εμφάνιση των αγίων τριών
Ιεραρχών, ώστε να επιλυθεί η διαφωνία των λογίων της Κωνσταντινουπόλεως περί
του ποιος είναι ο μεγαλύτερος από τους τρεις, αλλά και αυτός που εμπνεύστηκε να
γράψει «κανόνες και τροπάρια και εγκώμια» κατά το συναξάρι. Και πράγματι, η
σημερινή υμνολογία αποτελεί εν πρώτοις έναν εγκωμιασμό από τον άγιο Ευχαΐτων
του πνευματικού ύψους και των τριών Ιεραρχών, οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ άλλων
«άλλοι άγγελοι μετά σαρκός», «κατά μέθεξιν θεοί, διότι είχαν μέσα τους ζωντανό
και λαλούντα τον από τη φύση Του μόνο αληθινό Θεό», «οι διορθωτές των ηθών και
οι φροντιστές των ψυχών, οι κοινοί σωτήρες όλων, αυτοί που έδειξαν σε εμάς τα
παραδείγματα των πράξεων και των λόγων, οι εκπαιδευτές του βίου μας, όπως και
«οι μεγάλοι φωστήρες, οι αρραγείς πύργοι της Εκκλησίας», «οι λαβόντες σοφίαν
παρά Θεού, ως άλλοι τρεις απόστολοι του Χριστού». Δεν υπάρχει εγκώμιο που δεν
χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος, για να αποδώσει πρώτον, αυτό που οραματικά και
θεοπτικά έζησε: την παρουσία των αγίων στη ζωή του, δεύτερον, την τεράστια
θεολογική συμβολή τους στη ζωή της Εκκλησίας.
Κι ως προς το πρώτο. Η
υπέρ φύσιν εμπειρία του να δει οραματικά τους αγίους προβάλλεται δεόντως από
τον άγιο. Προκειμένου μάλιστα να προβάλει την ισότητά τους, όπως ήταν και ο
κύριος σκοπός του οράματος, χρησιμοποιεί φράσεις που αναφέρονται στη συζυγία
του άνδρα με τη γυναίκα. «Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω», λέει ο
λόγος του Θεού, «αυτούς που ο Θεός συνένωσε σε ομότιμη ένωση, άνθρωπος
εγκωμιαστής ας μη τους χωρίζει», λέει ο υμνογράφος. Για να συνεχίσει:
«θεωρώντας τους ίσους στα χαρίσματά τους,
ας τους καθιστά με τους ύμνους του άξιους και ίσων ύμνων». Μπορεί να φαίνεται υπερβολική η σύγκριση,
αλλά ο υμνογράφος στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία και κάνει υπακοή:
εξαγγέλλει ό,τι οι άγιοι, συνεπώς και ο Κύριος, του είπαν. Και προχωρεί και σε
άλλη εικόνα για να αποδώσει και πάλι την ίδια αλήθεια: «Από τον Ουρανό δύο
μεγάλα λυχνάρια φωτίζουν όλον τον κόσμο με διαδοχή του ενός προς το άλλο: ο
ήλιος και η σελήνη. Από τη γη με πολύ φανερό τρόπο φωτίζουν όλη την οικουμένη
τρεις ίδιοι υπερμεγέθεις ήλιοι, που λάμπουν μαζί: ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος, ο
Ιωάννης Χρυσόστομος».
Και ως προς το δεύτερο:
η τεράστια θεολογική συμβολή τους στην Εκκλησία. Ο υμνογράφος βρίσκει την
ευκαιρία να μιλήσει για τον αγώνα των αγίων υπέρ της αληθούς πίστεως: τη
διακράτηση της αλήθειας για την αγία Τριάδα. Και οι τρεις αγωνίστηκαν να
φανερώσουν ανόθευτη την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων περί
του Θεού. Για παράδειγμα: «Διδαχθήκαμε να θεολογούμε την Μοναδική Τριάδα και
παραλάβαμε να υμνούμε την Τριαδική Μονάδα. Μάθαμε να προσκυνούμε από τους
Πατέρες μία τρισυπόστατη Φύση». «Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν από την αρχή
συνάναρχος με τον Πατέρα. Συνυπήρχε το άγιον Πνεύμα με τον Λόγο του Θεού, αλλά
προερχόμενο από τον Γεννήτορα Πατέρα. Απλή, ομοούσια, συμφυής Θεότητα, όπως
κηρύσσουν οι θείοι Κήρυκες, οι τρεις Ιεράρχες».
Ο άγιος υμνογράφος όμως
εν προκειμένω προβαίνει σε μία σημαντική επισήμανση: Βεβαίως οι άγιοι Πατέρες
αυτοί εξήγγελλαν ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε
και οι Απόστολοι κήρυσσαν, αλλά με τη σοφία που τους δόθηκε από τον Θεό και τη
βοήθεια βεβαίως των ανθρωπίνων γνώσεών τους, αυτό που οι απόστολοι κήρυσσαν με
απλό τρόπο, εκείνοι το στερέωσαν και το περιχαράκωσαν, ώστε να είναι απρόσβλητο
από τις φιλοσοφικές ενστάσεις της εποχή τους. Με άλλα λόγια την αλήθεια που
αποκαλύφθηκε εν Χριστώ, οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν να την διατυπώσουν με τέτοιον ισχυρό ανθρώπινο
λόγο, ώστε να μην μπορούν οι διάφοροι αιρετικοί να την αλλοιώσουν με τα
φληναφήματά τους – κάτι που έγινε δεκτό από την Εκκλησία μας, διά του στόματός
της, της Οικουμενικής Συνόδου, και της συνειδήσεως της Εκκλησίας, του
φρονήματος των πιστών. Κι είναι αυτοί
συνεπώς που προέβησαν στη σύνθεση αυτού που λέμε «ελληνορθοδοξία».
Ελληνορθοδοξία δηλαδή είναι η αποκαλυμμένη από τον Χριστό πίστη, δοσμένη όμως
με κατηγορίες ελληνικές και με όρους φιλοσοφικούς. Περιεχόμενο ο χριστιανισμός,
ένδυμα ο ελληνισμός. Κι αυτό το έκαναν, διότι αυτή τότε ήταν η πρόκληση της
εποχής: να δοθεί η πίστη μέσω του ελληνισμού. Δεν ήταν σκοπός τους η διάσωση
του ελληνισμού. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η προβολή της αληθινής πίστεως,
της ίδιας της αλήθειας, δηλαδή ο Χριστός. Στην εποχή τους όμως το ένδυμα για να
διατυπωθεί αυτή η αλήθεια ήταν ο ελληνισμός. Κι από την άποψη αυτή ο ελληνισμός
αναβαπτίστηκε και εσαεί παραμένει λαμπρυσμένος, λόγω ακριβώς της σύνδεσής του
με τη χριστιανική πίστη. Σ’ ένα από τα καθίσματα του όρθρου λοιπόν λέει ο
υμνογράφος: «Λάβατε τη σοφία από τον Θεό, σαν άλλοι τρεις Απόστολοι του
Χριστού, και με τον λόγο της γνώσεως στερεώνετε τα δόγματα με τη δύναμη του
αγίου Πνεύματος, τα οποία προηγουμένως με απλά λόγια αλλά και με γνώση έδωσαν
οι αλιείς απόστολοι του Χριστού. Διότι έπρεπε και με αυτόν τον τρόπο ο απλός
σεβασμός μας να γίνει στέρεος και να αποκτήσει σύσταση, μέσα από σας,
πανσεβάσμιοι Πατέρες».