31 Ιανουαρίου 2022

ΠΟΙΑ «ΒΟΜΒΑ» ΜΑΣ ΚΥΝΗΓΑΕΙ!

«Ο φιλότιμος βομβαρδίζεται από ευλογία, ενώ ο γκρινιάρης από κακομοιριά» (Όσιος Παΐσιος αγιορείτης).

Η γκρίνια που φέρνει τα καταστροφικά αποτελέσματα της κακομοιριάς, δηλαδή της μιζέριας, της θλίψης, του άγχους, της ταραχής, του «όλα μου φταίνε», δεν προβάλλεται από τον μεγάλο όσιο της εποχής μας Παΐσιο παρά για να τονίσει την αξία του φιλότιμου στη ζωή του ανθρώπου. Για τον άγιο τα πράγματα ήταν πολύ σαφή: ο γκρινιάρης άνθρωπος επειδή έχει ως κέντρο το «εγώ» του αρρωστημένου εαυτού του περιστρέφεται αέναα γύρω ακριβώς από τον ίδιο – κατά κάποιο τρόπο θεωρεί ότι αποτελεί το κέντρο του «σύμπαντος», σαν τους παλαιούς ανθρώπους που ελλείψει γνώσεως και επιστημονικής κατάρτισης θεωρούσαν ότι η γη είναι το κέντρο του πλανητικού μας συστήματος και ο ήλιος και οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από αυτήν! Για τον λόγο αυτό έχει αφήσει έξω από τη ζωή του τον Θεό και τον συνάνθρωπό του – δεν χωράνε μέσα στην καρδιά του που είναι πλήρης του εαυτού του – οπότε καταλαβαίνει κανείς ποιος… πονηρός πανηγυρίζει μαζί του! Κι αν κάνει λόγο για Θεό και συνάνθρωπο καμιά φορά είναι διότι τους «θέλει» κι αυτούς δέσμιους και υπηρέτες του δικού του θελήματος.

Ο άγιος Παΐσιος λοιπόν επανειλημμένως τόνιζε, κάτι που βεβαίωνε και η ίδια η ζωή του: ήταν ο τύπος κυριολεκτικά του φιλότιμου ανθρώπου, ότι ο φιλότιμος άνθρωπος είναι τελικώς ο άνθρωπος του Θεού, είναι θα μπορούσαμε να πούμε ο ορισμός του χριστιανού ανθρώπου, του αγίου! Γιατί τι σήμαινε φιλότιμο για εκείνον; «Το φιλότιμο ”είναι ευλαβικό απόσταγμα της καλωσύνης, η λαμπικαρισμένη αγάπη του ταπεινού ανθρώπου. Τότε η καρδιά του είναι γεμάτη από μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του, και από πνευματική λεπτότητα (ευαισθησία) προσπαθεί να ανταποδώση και την παραμικρή καλωσύνη που του κάνουν οι άλλοι”. Ό,τι γίνεται πέρα από καθήκον και υποχρέωση, χωρίς να ζητηθή, από ανιδιοτελή αγάπη, αυτό είναι το φιλότιμο» (ιερομόναχος Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, Άγιον Όρος). Με άλλα λόγια φιλότιμος άνθρωπος όπως είπαμε είναι ο γνήσιος χριστιανός, ο οποίος κατά τον όσιο Γέροντα αποτελεί ένα «μίμημα» του Χριστού και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται από την εν ταπεινώσει καθαρή θυσιαστική αγάπη Εκείνου προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του τη γεμάτη ευγνωμοσύνη προς όλους. Κι όπως το έλεγε κι αλλιώς: «Να κάνουμε το καλό όχι ωφελιμιστικά ούτε νομικά, αλλά από φιλότιμο και αγάπη προς τον Θεό. Τότε όχι μόνο με ευκολία κάνω ό,τι υποχρεούμαι, αλλά θυσιάζω και ό,τι δικαιούμαι».

Κι έχει ξεχωριστή σημασία η λέξη που χρησιμοποιεί ο άγιος για να περιγράψει τα αποτελέσματα είτε της ευλογίας του φιλότιμου είτε της δυστυχίας και «κατάρας» της γκρίνιας: «βομβαρδίζεται»! Το φιλότιμο δηλαδή ενεργούμενο φέρνει όχι απλώς μία καλή κατάσταση στον άνθρωπο, αλλά την καταλυτική επίδραση που προκαλεί μία βόμβα – ο φιλότιμος «διαλύεται» από την αγάπη του Θεού, η καρδιά του πάει να σπάει από τη χαρά του Παραδείσου! Κι η γκρίνια από την άλλη εξίσου καθημερινά ενεργούμενη όχι μόνο προκαλεί μία δυσθυμία στον άνθρωπο, αλλά τον διαλύει ψυχικά, κάνοντάς τον να ζει ήδη από τη ζωή αυτή μία κόλαση. Ο επίμονα και κατά συρροήν γκρινιάρης δηλαδή γεύεται λίγο τη ζωή της τιμωρίας των ξεπεσμένων αγγέλων.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ

«Οι άγιοι μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης ζούσαν επί Διοκλητιανού του βασιλιά. Ο μεν Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ο δε Ιωάννης από την Έδεσσα. Λόγω του επικρατούντος τότε λοιπόν διωγμού, ο οποίος κατέστρεφε τους χριστιανούς, ο Κύρος προχώρησε προς την Αραβία, σε έναν παραθαλάσσιο τόπο, έγινε μοναχός και κατοίκησε εκεί. Ο δε Ιωάννης που έφθασε στα Ιεροσόλυμα, άκουσε για τις θαυματουργίες του αγίου Κύρου (διότι θεράπευε κάθε νόσο και αρρώστια), πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί, από ό,τι φημολογείτο για τον άγιο ως προς τον τόπο διαμονής του, έφθασε εκεί που έμενε και έζησε μαζί του. Όταν συνελήφθη κάποια γυναίκα, που λεγόταν Αθανασία, μαζί με τις τρεις θυγατέρες της, την Θεοδότη, την Θεοκτίστη και την Ευδοξία, για την πίστη τους στον Χριστό, και επρόκειτο να παρασταθούν στο δικαστικό βήμα, φοβήθηκαν οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης μήπως πάθουν κάτι που είναι φυσικό να συμβαίνει και μάλιστα στις γυναίκες, δηλαδή να  τρομάξουν από το μέγεθος των μαρτυρικών βασάνων, γι’ αυτό και πήγαν εκεί που τις κρατούσαν, τις έδιναν θάρρος και τις προετοίμαζαν για τα μαρτύρια. Επειδή συνελήφθησαν και αυτοί όμως και ομολόγησαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ότι είναι αληθινός Θεός, υποβλήθηκαν σε πολλές τιμωρίες, οπότε στο τέλος τούς έκοψαν τα κεφάλια, μαζί με τις γυναίκες που αναφέραμε. Τελείται δε η σύναξή τους στο Μαρτύριό τους, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης ανήκουν στη μεγάλη χορεία των αναργύρων αγίων, όπως οι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφων. Η υμνολογία τους μάλιστα τους χαρακτηρίζει και ως «εξάρχους των Αναργύρων», πλην των άλλων εγκωμιασμών τους. Είναι ευνόητο δε να επικεντρώνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό στη θαυματουργία των αγίων και στη χάρη που πηγάζει από τα τίμια λείψανά τους, χάρη που ιάται «άπαντα ημών τα πάθη» και όλους «τους εν ποικίλαις νόσοις υπάρχοντας», είτε σωματικά είτε και ψυχικά, διότι ακριβώς «θείοι ιατροί υπάρχουσιν». Ιατροί λοιπόν των ψυχών και των σωμάτων και αυτοί οι ανάργυροι άγιοι. Ενώ όμως οι ύμνοι αναφέρονται στην θεραπευτική εκ Θεού χάρη των αγίων για τον όλο άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του, τονίζουν ιδιαιτέρως την ιατρεία που παρέχουν ως προς τα ψυχικά πάθη των ανθρώπων, καλύτερα: ο υμνογράφος στρέφει εκεί περισσότερο την προσοχή μας. «Συντρίψατε τις αμαρτωλές εκτροπές του νου μου που με τυραννούν, και γιατρέψτε τα πάθη της ψυχής μου»∙ «Ανέτειλε για εμάς σήμερα η δυάδα των μαρτύρων, που θεραπεύει τα ψυχικά τραύματά μας, ο Κύρος και ο Ιωάννης, οι θαυματουργοί».

Δεν πρόκειται ασφαλώς περί υποβάθμισης της σημασίας των σωματικών πόνων και ασθενειών: το σώμα μας είναι και αυτό δημιούργημα του Θεού, αξιότιμο και ισοστάσιο με την ψυχή μας, γι’ αυτό και ο Κύριος θεράπευε και τις σωματικές αρρώστιες των ανθρώπων. Ο άγιος υμνογράφος όμως θέλει να τονίσει την προτεραιότητα της ψυχής, διότι όταν πάσχει η ψυχή, το αντίκτυπο είναι αιώνιο, κάτι που δεν συμβαίνει με τις σωματικές αρρώστιες, οι οποίες μάλιστα πολλές φορές γίνονται μέσον αγιασμού των ανθρώπων με την υπομονή που μπορεί αυτοί να επιδείξουν. «Καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου» (θα καυχηθώ για τις ασθένειές μου) όπως λέει και ο απόστολος, διότι «όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι», αφού ο ίδιος ο Κύριος βεβαιώνει: «η δύναμίς μου εν ασθενείαις τελειούται» (η δύναμή μου φθάνει στην τελείωσή της μέσα από τις αρρώστιες). Και βλέπουμε μάλιστα ότι ο υμνογράφος θεωρεί ως αρρώστια, ως «τυραννία» κυριολεκτικά της ψυχής, «τις εκτροπές του νοός». Γιατί άραγε; Διότι ο νους του ανθρώπου, ο ηγεμόνας της ψυχής, θα έπρεπε πάντοτε να είναι στραμμένος προς τον Θεό, με όλη την αγάπη και την έντασή του. Η εντολή του Θεού είναι σαφής: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Με το σκεπτικό βεβαίως ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Ό,τι πιο φυσιολογικό λοιπόν είναι να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο ο ηγεμόνας νους, ώστε και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής: τα συναισθήματα και οι επιθυμίες, να τον ακολουθούν, κάνοντας βεβαίως και το σώμα να βρίσκεται σε υπακοή προς την αγάπη του Θεού.  Λόγω της πτώσεως όμως στην αμαρτία και της επιρροής του αρχεκάκου εχθρού διαβόλου, ο νους γοητεύεται από τον κόσμο και τις προκλήσεις του μέσω των αισθήσεων του σώματος, οπότε από τη φυσιολογική πορεία του προς τον Θεό οδηγείται στην ανώμαλη πορεία του προς τον κόσμο, με αποτέλεσμα να τυραννείται από τις εκτροπές των παθών και ο άνθρωπος ψυχοσωματικά να διαστρέφεται.

 Η κατεξοχήν ιατρεία λοιπόν που παρέχουν οι άγιοι, εν προκειμένω οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης, είναι σε αυτό το επίπεδο˙ να βοηθήσουν με τη χάρη του Θεού ο νους μας να σταθεροποιηθεί στην κανονική του πορεία: την αγάπη προς τον Θεό, η οποία βεβαίως εκφράζεται ως αγάπη προς τον συνάνθρωπο.  Τη φυσιολογία αυτή την έζησαν πρώτα από όλα στον εαυτό τους οι άγιοι, γι’ αυτό και χαριτώθηκαν από τον Θεό να την δωρίζουν και σε εμάς, όπως άλλωστε έκαναν και με τις συναθλήσασες με αυτούς άγιες Αθανασία με τις κόρες της. «Εσένα, Σωτήρα Κύριε, η δυάδα των μαρτύρων πόθησε». «Καταγοητεύθηκαν από τον έρωτα της αγίας Τριάδος ο Κύρος και ο Ιωάννης, και αφού πήραν τεράστια δύναμη  από αυτήν οι μάρτυρες, με την πιο ανώτερη και καλύτερη ένωση που υπάρχει, αναδείχτηκαν όργανα του Θεού». Και από την άλλη: «Καθοδήγησαν τις παρθένους με τη μητέρα τους βεβαίως, ο Ιωάννης και ο Κύρος, με άφοβο φρόνημα, και τις έκαναν να είναι ανδρείες».

 Είναι γνωστό για την Εκκλησία μας: όσο ο άνθρωπος είναι στραμμένος προς τον Θεό και Αυτόν έχει ως προτεραιότητα της ζωής του, όσο δηλαδή βρίσκεται στη φυσιολογική του κατάσταση, τόσο και υπερβαίνει όλα τα προβλήματα της ζωής αυτής, ιδίως μάλιστα τα ψυχολογικά λεγόμενα, τα οποία ταλαιπωρούν πλήθος συνανθρώπων μας και τους κάνουν τη ζωή «κόλαση» που λέμε. Οι άγιοι ανάργυροι δίνουν σήμερα με τη μνήμη τους και την πρόκληση αυτή: να θυμηθούμε ότι η ιατρεία του ανθρώπου είναι πρωτίστως ιατρεία ψυχής, και μάλιστα ρύθμισης του νου.

30 Ιανουαρίου 2022

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ: ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΣΩΣΜΕΝΟΙ!

«Σήμερον τῷ οἴκῳ τούτῳ περιφανής σωτηρία˙ δύο γάρ καί τρεῖς συνηγμένους, Χριστός εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ τιμῶν, μέσος πάρεσι τούτων» (ωδή ς΄ α΄ κανόνα τριών Ιεραρχών).

(Σήμερα στον οίκο αυτό, στην κοινή δηλαδή εορτή των τριών ιεραρχών, κηρύσσεται ένδοξα η σωτηρία. Διότι ο Χριστός τιμώντας δύο και τρεις που είναι μαζεμένοι στο όνομά Του, βρίσκεται ανάμεσά τους).

Ο άγιος Ιωάννης των Ευχαΐτων, ο άγιος που ευλογήθηκε από τον Κύριο να δεχτεί την επέμβαση (11ος αι.), από κοινού και μεμονωμένα, των τριών ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, προκειμένου να διαλυθεί η δαιμονική ενέργεια της διαιρέσεως και της διασπάσεως των πιστών της εποχής του – διότι ο Πονηρός στο όνομα τάχα των τριών αυτών αγίων κατάφερε να τους χωρίσει σε τρεις ομάδες, τους Βασιλίτες, τους Γρηγορίτες και τους Ιωαννίτες: η κάθε ομάδα απολυτοποιούσε ως τάχα μεγαλύτερο τον «δικό» της άγιο – ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος λοιπόν δεν παύει να τονίζει στους ύμνους του και για τους τρεις Πατέρες αφενός το σπουδαίο θεολογικό έργο τους με το οποίο οχυρώθηκε η Εκκλησία απέναντι στους διαφόρους αιρετικούς, αφετέρου τη μεγάλη αγιότητά τους, η οποία κατεξοχήν φάνηκε και στην εποχή που ζούσαν αλλά και στην εποχή του ίδιου του αγίου υμνογράφου.

Και τι βεβαίωσε την αγιότητά τους αυτή κυρίως κατά τον ενδέκατο αιώνα, τον αιώνα που ζούσε όπως είπαμε ο άγιος Ευχαΐτων; Η ενότητά τους, όπως φανέρωσαν οι άγιοι με το όραμα στον άγιο Ιωάννη. Διότι τι του είπαν μέσα στο περιβάλλον το διχαστικό που ζούσε; Ότι και οι τρεις τους είναι ένα και η τιμή του καθενός αντανακλά στον άλλον – «Δεν υπάρχει δεύτερη θέση μεταξύ των τριών. Διότι ο καθένας  φέρει τα πρεσβεία» (ωδή θ΄). Κι αυτό γιατί αποτελούν μέλη του ίδιου Σώματος, του Σώματος του Χριστού. Μέσα στον Χριστό ευρισκόμενοι, και όσο ζούσαν, πολύ περισσότερο μετά την έξοδό τους από τη ζωή αυτή, πώς ήταν δυνατόν να θεωρούνται ξεχωριστά; Ο ίδιος ο Κύριος δεν είπε, και μάλιστα εκφράζοντας τον βαθύ πόθο Του και το σπουδαιότερο όραμά Του για την τραυματισμένη και διχασμένη ανθρωπότητα, ότι θέλει όλοι να είναι ένα; Κατά το πρότυπο μάλιστα της αγίας Τριάδος που η κάθε υπόστασή Της φέρει όλο το κοινό της μίας θεϊκής φύσεως και ουσίας, «μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν μονάδι». «Ίνα πάντες εν ώσιν, καθώ συ Πάτερ εν εμοί καγώ εν Σοι».

Κι είναι πολύ θλιβερή η αυτονόητη αναγωγή: απαρχής του χριστιανισμού παρουσιάζονταν τέτοια διχαστικά και διασπαστικά φαινόμενα, κι απ’ ό,τι φαίνεται θα συνεχίζουν να υφίστανται άχρι του τέλους των αιώνων μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου – το σχίσμα του Δυτικού χριστιανισμού και οι σημερινές σχισματικές τάσεις και μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη αυτή. Το μυαλό όλων μας πηγαίνει στον μερισμό που έζησε η Κόρινθος την εποχή των αγίων αποστόλων. Μας το λέει ο απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του: Χωρισμένοι οι Κορίνθιοι σε ομάδες, που η καθεμία απολυτοποιούσε είτε τον Παύλο είτε τον Πέτρο είτε τον Απολλώ. Κι ο απόστολος λειτούργησε ως «καταπέλτης»: Ο Χριστός κομματιάστηκε; Μήπως ο Παύλος ή ο Πέτρος σταυρώθηκαν για σας; Μήπως στο όνομα του Παύλου ή κάποιου άλλου βαπτιστήκατε; Για τον άγιο Παύλο δηλαδή ο μερισμός και διχασμός αυτός ήταν σχέδιο του Πονηρού που καλυμμένος κάτω από τον μανδύα του ονόματος κάποιου αποστόλου ήθελε να απομακρύνει τους πιστούς από τη ζωντανή σχέση τους με τον αρχηγό της πίστεως τον Ιησού Χριστό.

 Κι είναι μία πνευματική πραγματικότητα που πρέπει να γνωρίζουμε οι χριστιανοί: ο διάβολος δεν μας πολεμά τόσο με την ίδια την απροκάλυπτη κακία, όσο με την καμουφλαρισμένη μορφή της – τα λεγόμενα εκ δεξιών όπλα του Πονηρού. Οπότε ο αρχάριος χριστιανός, ο μη δοκιμασμένος και άπειρος εύκολα πέφτει στην παγίδα: νομίζει ότι αγωνίζεται για θέματα πίστεως λατρεύοντας τον Πονηρό! Η αξιωματική πνευματική αρχή είναι δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη: όπου υπάρχει διχασμός και διαίρεση εκεί υπάρχει το βασίλειο του Πονηρού˙ όπου υπάρχει η εν ταπεινώσει και αγάπη ενότητα εκεί υπάρχει το βασίλειο του Πνεύματος του Θεού. Η μόνη πολεμική και ο μόνος διχασμός που επιτρέπεται για τον χριστιανό είναι προς την αμαρτία. Διότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος και το Πνεύμα κατά της σαρκός». Εκεί όντως ο διχασμός είναι απαραίτητος που υπηρετεί την αληθινή ενότητα.

Οπότε, ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαΐτων, και με τον παραπάνω ύμνο του μεταξύ πολλών άλλων, αυτό ακριβώς διατρανώνει: στους αγίους τρεις Ιεράρχες ο μόνος που κυριαρχούσε ήταν ο ίδιος ο Κύριος. Κάθε σκέψη και λογισμός του καθενός, κάθε επιθυμία του, κάθε αίσθημά του ήταν προσανατολισμένα στον Κύριο. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί για να εκφράσει την αλήθεια αυτή δύο Καινοδιαθηκικά στοιχεία: πρώτον, τον λόγο του ίδιου του Κυρίου που αποκαλύπτει ότι «όπου είναι δύο ή τρεις μαζεμένοι στο όνομά μου εκεί είμαι ανάμεσά τους»˙ δεύτερον, τον λόγο πάλι του Ίδιου που αξιολογεί την πίστη του Ζακχαίου απέναντί Του όταν βρέθηκε στο σπίτι του και δέχτηκε τη μετάνοιά του: «σήμερα σωτηρία έγινε στο σπίτι αυτό».

Λοιπόν, η κοινή εορτή των τριών Ιεραρχών με τη θέληση του Κυρίου και των αγίων «παιανίζει» με τον πιο δυνατό τρόπο, πέραν άλλων, τα δύο αυτά: την εν πίστει και αγάπη ενότητα των πιστών και το τι σημαίνει τελικώς σωτηρία του ανθρώπου. Όπου δηλαδή δεν υπάρχει ενότητα εκεί δεν υφίσταται σχέση με τον Σωτήρα Χριστό, έστω κι αν υπάρχει η εν αμαρτίαις πρόφαση της επίκλησης σ’ Εκείνον ή στους αγίους Του!  

29 Ιανουαρίου 2022

ΕΟΡΤΙΟΝ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

Αγαπητά μας παιδιά,

Η Ορθόδοξη Εκκλησία ήδη από τον 11ο αιώνα έχει καθιερώσει να εορτάζονται από κοινού στις 30 Ιανουαρίου οι Τρεις Μέγιστοι Φωστήρες της Τρισηλίου Θεότητος, οι Τρεις Ιεράρχες: ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, Επίσκοπος Καισαρείας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. 

Ο κοινός εορτασμός τους γίνεται κυρίως, για να προβληθεί  η αγιότητά τους και το Χριστιανικό ήθος τους. Επίσης είναι μία ευκαιρία για να τιμηθεί η Ελληνορθόδοξη Παιδεία, να τιμηθούν οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές. Η εορτή τους γίνεται αφορμή για να αναλογισθούμε τους αγαθούς καρπούς μίας Παιδείας, η οποία βασίζεται στη Χριστιανική Πίστη και τη σκέψη των Αρχαίων Ελλήνων κλασικών. Μίας Παιδείας, η οποία δεν διδάσκει απλώς γνώσεις, αριθμούς, πειράματα, αλλά πρώτιστα μορφώνει, διαμορφώνει ανθρώπινους χαρακτήρες.

Οι Τρεις Ιεράρχες συνδύασαν τις γνώσεις και το ήθος, την Επιστήμη και την Πίστη, τον σεβασμό προς τον Θεό και την αγάπη για τον πάσχοντα συνάνθρωπο.

Το παράδειγμά τους καταδεικνύει ότι και σήμερα πρέπει να σεβόμαστε και να αξιοποιούμε τα πορίσματα της Επιστήμης. Η μαρτυρία τους αποδεικνύει ότι ο επιστήμονας και γενικότερα ο καλλιεργημένος άνθρωπος μπορεί κάλλιστα να είναι συγχρόνως πιστός Χριστιανός και ενάρετος άνθρωπος. Ειδικότερα, ο Μέγας Βασίλειος γνώριζε πολύ καλά την Ιατρική επιστήμη και την αξιοποίησε στο πλαίσιο του μεγάλου φιλανθρωπικού έργου του.

Οι Τρεις Ιεράρχες είχαν άριστη γνώση των αρχαίων ελληνικών κειμένων και προέτρεπαν τους νέους της εποχής τους να μελετούν τους Αρχαίους συγγραφείς επιλεκτικά, αποφεύγοντας ορισμένες θρησκευτικές δοξασίες.

Τα κείμενά τους αποτελούν θησαυρό θεολογικών, παιδαγωγικών, ιατρικών και φυσιογνωστικών διδαχών. Πρόκειται επίσης για μνημεία του ελληνικού λόγου. Άλλωστε, ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος σπούδασαν τα ελληνικά γράμματα στην Αθήνα.

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι δύο από τους Τρεις Ιεράρχες, ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, θυμίζοντάς μας τη μακροχρόνια παρουσία της Εκκλησίας του Χριστού και του Ελληνισμού στην ιστορική Μικρασιατική γη. Χρήσιμη υπενθύμιση, αφού φέτος είναι έτος μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, τις θυσίες και τον βίαιο ξεριζωμό των Ελλήνων της Ανατολής. 

Είθε οι Τρεις Ιεράρχες να αποτελούν πρότυπα προς μίμηση στις σπουδές και τη ζωή σας και με τη βοήθειά τους να έχετε καλή πρόοδο!

Εκ της Ιεράς Συνόδου

της Εκκλησίας της Ελλάδος

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΔΙΑΡΚΩΣ... ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ!

Η παιδεία για τους τρεις Ιεράρχες, τους Οικουμενικούς Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας Βασίλειο τον μέγα, Γρηγόριο τον θεολόγο και Ιωάννη Χρυσόστομο, δεν εξαντλείτο στην κατά κόσμο μόρφωσή τους, την οποία αυτοί πλούσια κατείχαν – ό,τι συνήθως θεωρείται από τους πολλούς παιδεία. Η κοσμική παιδεία, η ανθρώπινη σοφία μόνη της, η επιστήμη θα λέγαμε,  όπως ήδη είχαν επισημάνει και οι αρχαίοι Έλληνες «πανουργία και ου σοφία φαίνεται», δεν θεωρείται δηλαδή αληθινή σοφία αλλά πονηρία. Διότι η ανάπτυξη μόνο της λογικής, χωρίς παράλληλη καλλιέργεια της καρδιάς οδηγεί συνήθως σε καταστροφή. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, όλες οι αναταραχές μέχρι σήμερα στην ανθρωπότητα αποτελούν την επιβεβαίωση και του λόγου το αληθές. Για την Εκκλησία μας, όπως φαίνεται από τους τρεις Ιεράρχες, η αληθινή παιδεία είναι αυτή που οδηγεί τον άνθρωπο σε τέτοια εσωτερική καλλιέργεια, ώστε να γίνει μία φανέρωση του Χριστού μέσα στον κόσμο. Το όραμα της χριστιανικής παιδείας, που πρόβαλλαν διαρκώς οι τρεις Ιεράρχες, ήταν το «μορφωθήναι Χριστόν εν ημίν». Να φθάσουμε οι άνθρωποι στον τύπο του αληθινού ανθρώπου που έδειξε ο Χριστός. Διότι Αυτός εκτός από Θεός είναι και ο αληθινός άνθρωπος.

Οι άγιοι Ιεράρχες μας λοιπόν χρησιμοποίησαν την ανθρώπινη γνώση και τη σοφία τους, προκειμένου να συσταθεί, με την έννοια να στερεωθεί και να αρθρωθεί σε λόγο, η απλότητα του κηρύγματος των Αποστόλων. «Λάβατε τη σοφία από τον Θεό, σαν άλλοι τρεις Απόστολοι του Χριστού – επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος τους Ιωάννης των Ευχαῒτων - και με τον λόγο της γνώσεως στερεώνετε τα δόγματα με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος, τα οποία προηγουμένως με απλά λόγια αλλά και με γνώση έδωσαν οι αλιείς απόστολοι του Χριστού. Διότι έπρεπε και με αυτόν τον τρόπο ο απλός σεβασμός μας να γίνει στέρεος και να αποκτήσει σύσταση, μέσα από σας, πανσεβάσμιοι Πατέρες». Κι ακόμη ο ίδιος τονίζει και το εξής: «Γίνατε νοήμονες άνθρωποι από την κοσμική και γήινη σοφία, ένδοξοι Πατέρες, αλλά αποκτήσατε κυβέρνηση από τη σοφία του Θεού, δηλαδή η θεϊκή σοφία σας καθοδηγούσε και σας κατεύθυνε. Γι’ αυτό και σαν θεραπαινίδα, σαν δούλη δηλαδή, υποτάξατε την κοσμική στη θεία με πάνσοφο τρόπο».

Βεβαίως λοιπόν αξίζει η επιστήμη και κάθε ανθρώπινη γνώση και σοφία. Αλλά για να βοηθά τον άνθρωπο στην αναγωγή του προς τον Θεό - κάτι που δυστυχώς ήδη εδώ και αρκετά χρόνια μάλλον έχει χαθεί από την ελληνική εκπαίδευση. Η εορτή έτσι των Τριών Ιεραρχών στην εποχή μας μένει μετέωρη. Η παιδεία που προβάλλουν οι άγιοι αποτελεί ένα διαρκώς ζητούμενο.

ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ: ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

«Η αιτία της σημερινής εορτής είναι αυτή: Επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού, ο οποίος πήρε τα σκήπτρα της βασιλείας μετά τον Βοτανειάτη, υπήρξε διαφωνία στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των λογίων και εναρέτων ανδρών:  Άλλοι εκθείαζαν τον μέγα Βασίλειο, λέγοντας ότι είναι μεγαλοπρεπής στον λόγο, αφού ερεύνησε με αυτόν  τη φύση των όντων και συναγωνιζόταν ως προς τις αρετές σχεδόν και τους αγγέλους, κι επίσης ότι δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων με πρόχειρο τρόπο, κι ήταν σπουδαίος στο ήθος του, χωρίς να έχει κάτι το γήινο, από την άλλη δε υποβίβαζαν τον θείο Χρυσόστομο, διότι τάχα ήταν αντίθετος προς τον Βασίλειο λόγω της προχειρότητάς του να συγχωρεί εύκολα και να γίνεται ευχάριστος στους ανθρώπους. Άλλοι πάλι υπερύψωναν τον θεϊκό Χρυσόστομο και έλεγαν ότι προηγείται του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου, διότι στεκόταν πιο κοντά στον άνθρωπο με τις διδασκαλίες του, καθοδηγώντας και προσκαλώντας όλους με την πιο απλή γλώσσα του στη μετάνοια, όπως και με το πλήθος των γλυκών σαν μέλι λόγων του και την ερμηνευτική του δεινότητα. Άλλοι τέλος έπαιρναν το μέρος του Θεολόγου Γρηγορίου, λόγω της κομψότητας και της φροντισμένης φράσης του, της διεισδυτικότητας των λόγων του και της ζωντάνιας των λέξεων, ο οποίος υπερέβαινε όλους τους φημισμένους για την ελληνική παιδεία τους, αλλά και τους δικούς μας της Εκκλησίας, και έδιναν σ’ αυτόν την ψήφο της νίκης και βεβαίως τον έθεταν υπεράνω των άλλων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαιρεθούν τα πλήθη και άλλοι να ονομάζονται Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και οι υπόλοιποι Γρηγορίτες.

Επειδή λοιπόν διαφωνούσαν έντονα και ήταν χωρισμένοι οι λόγιοι, λίγα χρόνια αργότερα φανερώνονται σε όραμα οι μέγιστοι αυτοί Πατέρες, ο καθένας χωριστά κι έπειτα όλοι μαζί, όχι σε όνειρο αλλά όταν ήταν ξύπνιος,  στον Επίσκοπο Ιωάννη τον μεγάλο, τον δάσκαλο των ιερών γραμμάτων της πόλεως των Ευχαΐτων, άνδρα λόγιο μεν κατά τα άλλα, με παιδεία ελληνική όχι ευκαταφρόνητη (όπως δείχνουν τα κείμενά του), ενάρετο δε σε μέγιστο βαθμό. Και με μια γλώσσα λένε προς αυτόν: Εμείς είμαστε ένα, όπως βλέπεις, ενώπιον του Θεού, και δεν υπάρχει τίποτε ενάντιο και εχθρικό μεταξύ μας, αλλά ο καθένας μας στον δικό του καιρό, με φωτισμό του θείου Πνεύματος, συγγράψαμε τις διδασκαλίες που οδηγούν στη σωτηρία των ανθρώπων, και τους δώσαμε όσα είχαμε μυηθεί από τον Θεό. Πρώτος μεταξύ μας δεν υπάρχει, γι’ αυτό βεβαίως και ούτε δεύτερος. Αλλά αν θα πεις για τον ένα, είναι σαν να λες και για τους άλλους. Γι’ αυτό σήκω και διάταξε αυτούς που μαλώνουν να μη χωρίζονται εξ αιτίας μας. Διότι η έγνοια και η φροντίδα μας, και όσο ζούσαμε και τώρα στη μετάστασή μας στους ουρανούς, ήταν και είναι  να ειρηνεύουν οι πάντες και να είναι μονοιασμένοι μεταξύ τους. Κι ακόμη: σε μία ημέρα βάλε τη μνήμη μας και, όπως εσύ ξέρεις, φτιάξε τα σχετικά με την εορτή μας και κάνε το τούτο παράδοση για τους μεταγενεστέρους, διότι εμείς είμαστε ένα στον Θεό. Οπωσδήποτε δε και εμείς θα βοηθήσουμε στη σωτηρία αυτών  που θα εκτελούν τη μνήμη μας, αφού νομίζουμε ότι έχουμε κάποια δύναμη μπροστά στον Θεό. Αυτά είπαν και φάνηκαν πάλι να ανεβαίνουν προς τον ουρανό, μέσα σε άπειρο φως λάμψης, προσφωνώντας ο ένας τον άλλον με τα ονόματά τους.

Ο δε θεϊκός εκείνος άνδρας σηκώθηκε, ο Ιωάννης Ευχαΐτων δηλαδή, και έκανε όπως τον προέτρεψαν οι άγιοι: και το πλήθος και τους διαφωνούντες ησύχασε (διότι ο άνδρας θεωρείτο φημισμένος για την αρετή του), και την εορτή αυτή παρέδωσε στην Εκκλησία, ώστε να την εορτάζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και πρόσεξε το φρόνημα του άνδρα: Επειδή βρήκε τον μήνα Ιανουάριο να έχει και τους τρεις αυτούς, δηλαδή κατά την πρώτη του μηνός, τον μέγα Βασίλειο, κατά την εικοστή Πέμπτη, τον θείο Γρηγόριο, και κατά την εικοστή έβδομη, τον θείο Χρυσόστομο, τους μάζεψε πάλι κατά την τριακοστή, στέφοντάς τους με κανόνες και τροπάρια και εγκώμια, όπως τους αρμόζει. Κι όλα αυτά -  που έγιναν, όπως νομίζω, και με τη σύμφωνη γνώμη τους - δεν υπολείπονται διόλου από τίποτε που  είναι άξιο επαίνου, ώστε να ξεπερνούν και όλα όσα από εκείνον και έγιναν και θα γίνουν».

Ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαῒτων είναι όχι μόνον αυτός που δέχτηκε την κατά χάρη Θεού εμφάνιση των αγίων τριών Ιεραρχών, ώστε να επιλυθεί η διαφωνία των λογίων της Κωνσταντινουπόλεως περί του ποιος είναι ο μεγαλύτερος από τους τρεις, αλλά και αυτός που εμπνεύστηκε να γράψει «κανόνες και τροπάρια και εγκώμια» κατά το συναξάρι. Και πράγματι, η σημερινή υμνολογία αποτελεί εν πρώτοις έναν εγκωμιασμό από τον άγιο Ευχαΐτων του πνευματικού ύψους και των τριών Ιεραρχών, οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ άλλων «άλλοι άγγελοι μετά σαρκός», «κατά μέθεξιν θεοί, διότι είχαν μέσα τους ζωντανό και λαλούντα τον από τη φύση Του μόνο αληθινό Θεό», «οι διορθωτές των ηθών και οι φροντιστές των ψυχών, οι κοινοί σωτήρες όλων, αυτοί που έδειξαν σε εμάς τα παραδείγματα των πράξεων και των λόγων, οι εκπαιδευτές του βίου μας, όπως και «οι μεγάλοι φωστήρες, οι αρραγείς πύργοι της Εκκλησίας», «οι λαβόντες σοφίαν παρά Θεού, ως άλλοι τρεις απόστολοι του Χριστού». Δεν υπάρχει εγκώμιο που δεν χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος, για να αποδώσει πρώτον, αυτό που οραματικά και θεοπτικά έζησε: την παρουσία των αγίων στη ζωή του, δεύτερον, την τεράστια θεολογική συμβολή τους στη ζωή της Εκκλησίας.

Κι ως προς το πρώτο. Η υπέρ φύσιν εμπειρία του να δει οραματικά τους αγίους προβάλλεται δεόντως από τον άγιο. Προκειμένου μάλιστα να προβάλει την ισότητά τους, όπως ήταν και ο κύριος σκοπός του οράματος, χρησιμοποιεί φράσεις που αναφέρονται στη συζυγία του άνδρα με τη γυναίκα. «Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω», λέει ο λόγος του Θεού, «αυτούς που ο Θεός συνένωσε σε ομότιμη ένωση, άνθρωπος εγκωμιαστής ας μη τους χωρίζει», λέει ο υμνογράφος. Για να συνεχίσει: «θεωρώντας τους ίσους στα χαρίσματά τους,  ας τους καθιστά με τους ύμνους του άξιους και ίσων ύμνων».   Μπορεί να φαίνεται υπερβολική η σύγκριση, αλλά ο υμνογράφος στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία και κάνει υπακοή: εξαγγέλλει ό,τι οι άγιοι, συνεπώς και ο Κύριος, του είπαν. Και προχωρεί και σε άλλη εικόνα για να αποδώσει και πάλι την ίδια αλήθεια: «Από τον Ουρανό δύο μεγάλα λυχνάρια φωτίζουν όλον τον κόσμο με διαδοχή του ενός προς το άλλο: ο ήλιος και η σελήνη. Από τη γη με πολύ φανερό τρόπο φωτίζουν όλη την οικουμένη τρεις ίδιοι υπερμεγέθεις ήλιοι, που λάμπουν μαζί: ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος».

Και ως προς το δεύτερο: η τεράστια θεολογική συμβολή τους στην Εκκλησία. Ο υμνογράφος βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον αγώνα των αγίων υπέρ της αληθούς πίστεως: τη διακράτηση της αλήθειας για την αγία Τριάδα. Και οι τρεις αγωνίστηκαν να φανερώσουν ανόθευτη την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Θεού. Για παράδειγμα: «Διδαχθήκαμε να θεολογούμε την Μοναδική Τριάδα και παραλάβαμε να υμνούμε την Τριαδική Μονάδα. Μάθαμε να προσκυνούμε από τους Πατέρες μία τρισυπόστατη Φύση». «Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν από την αρχή συνάναρχος με τον Πατέρα. Συνυπήρχε το άγιον Πνεύμα με τον Λόγο του Θεού, αλλά προερχόμενο από τον Γεννήτορα Πατέρα. Απλή, ομοούσια, συμφυής Θεότητα, όπως κηρύσσουν οι θείοι Κήρυκες, οι τρεις Ιεράρχες».

Ο άγιος υμνογράφος όμως εν προκειμένω προβαίνει σε μία σημαντική επισήμανση: Βεβαίως οι άγιοι Πατέρες αυτοί εξήγγελλαν  ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε και οι Απόστολοι κήρυσσαν, αλλά με τη σοφία που τους δόθηκε από τον Θεό και τη βοήθεια βεβαίως των ανθρωπίνων γνώσεών τους, αυτό που οι απόστολοι κήρυσσαν με απλό τρόπο, εκείνοι το στερέωσαν και το περιχαράκωσαν, ώστε να είναι απρόσβλητο από τις φιλοσοφικές ενστάσεις της εποχή τους. Με άλλα λόγια την αλήθεια που αποκαλύφθηκε εν Χριστώ, οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν να  την διατυπώσουν με τέτοιον ισχυρό ανθρώπινο λόγο, ώστε να μην μπορούν οι διάφοροι αιρετικοί να την αλλοιώσουν με τα φληναφήματά τους – κάτι που έγινε δεκτό από την Εκκλησία μας, διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου, και της συνειδήσεως της Εκκλησίας, του φρονήματος των πιστών.  Κι είναι αυτοί συνεπώς που προέβησαν στη σύνθεση αυτού που λέμε «ελληνορθοδοξία». Ελληνορθοδοξία δηλαδή είναι η αποκαλυμμένη από τον Χριστό πίστη, δοσμένη όμως με κατηγορίες ελληνικές και με όρους φιλοσοφικούς. Περιεχόμενο ο χριστιανισμός, ένδυμα ο ελληνισμός. Κι αυτό το έκαναν, διότι αυτή τότε ήταν η πρόκληση της εποχής: να δοθεί η πίστη μέσω του ελληνισμού. Δεν ήταν σκοπός τους η διάσωση του ελληνισμού. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η προβολή της αληθινής πίστεως, της ίδιας της αλήθειας, δηλαδή ο Χριστός. Στην εποχή τους όμως το ένδυμα για να διατυπωθεί αυτή η αλήθεια ήταν ο ελληνισμός. Κι από την άποψη αυτή ο ελληνισμός αναβαπτίστηκε και εσαεί παραμένει λαμπρυσμένος, λόγω ακριβώς της σύνδεσής του με τη χριστιανική πίστη. Σ’ ένα από τα καθίσματα του όρθρου λοιπόν λέει ο υμνογράφος: «Λάβατε τη σοφία από τον Θεό, σαν άλλοι τρεις Απόστολοι του Χριστού, και με τον λόγο της γνώσεως στερεώνετε τα δόγματα με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος, τα οποία προηγουμένως με απλά λόγια αλλά και με γνώση έδωσαν οι αλιείς απόστολοι του Χριστού. Διότι έπρεπε και με αυτόν τον τρόπο ο απλός σεβασμός μας να γίνει στέρεος και να αποκτήσει σύσταση, μέσα από σας, πανσεβάσμιοι Πατέρες».

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 30ής ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ (ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 5, 14-19)

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασι αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ  δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς  οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον  καταλῦσαι  τὸν  νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ  μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν  πάντα  γένηται. Ὅς ἐὰν  οὖν  λύσῃ μίαν  τῶν ἐντολῶν  τούτων  τῶν ἐλαχίστων  καὶ διδάξῃ οὕτω  τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος στούς μαθητές του: «Ἐσεῖς εἶστε τό φῶς γιά τόν κόσμο· μιά πόλη χτισμένη ψηλά στό βουνό, δέν μπορεῖ νά κρυφτεῖ. Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀνάψουν τό λυχνάρι, δέν τό βάζουν κάτω ἀπό τό δοχεῖο μέ τό ὁποῖο μετροῦν τό σιτάρι, ἀλλά τό τοποθετοῦν στό λυχνοστάτη, γιά νά φωτίζει ὅλους τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ. Ἔτσι νά λάμψει καί τό δικό σας φῶς μπροστά  στούς ἀνθρώπους,  γιά  νά  δοῦν  τά  καλά  σας ἔργα  καί  νά δοξολογήσουν τόν οὐράνιο Πατέρα σας. Μή νομίσετε πώς ἦρθα γιά νά καταργήσω τό νόμο ἤ τούς προφῆτες. Δέν ἦρθα γιά νά τά καταργήσω, ἀλλά γιά νά τά πραγματοποιήσω. Σᾶς βεβαιώνω πώς ὅσο ὑπάρχει ὁ κόσμος, ἕως τή συντέλειά του, δέ θά πάψει νά ἰσχύει οὔτε ἕνα γιώτα ἤ μία ὀξεία ἀπό τό νόμο. Ὅποιος, λοιπόν, καταργήσει ἀκόμα καί μία ἀπό τίς πιό μικρές ἐντολές αὐτοῦ τοῦ νόμου καί διδάξει ἔτσι τούς ἄλλους, θά θεωρηθεῖ ἐλάχιστος στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ὅποιος τίς τηρήσει ὅλες καί  διδάξει ἔτσι  καί  τούς ἄλλους,  αὐτός  θά  θεωρηθεῖ μεγάλος  στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Τῶν ἁγίων) (Ἑβρ. 13, 7-16)

Ἀδελφοί, μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον  τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες  τὴν ἔκβασιν  τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν. Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε· καλὸν γὰρ χάριτι βεβαιοῦσθαι τὴν καρδίαν, οὐ βρώμασιν, ἐν οἷς οὐκ ὠφελήθησαν οἱ περιπατήσαντες. Ἔχομεν  θυσιαστήριον ἐξ  οὗ φαγεῖν  οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες· ὧν γὰρ εἰσφέρεται ζῴων τὸ αἷμα περὶ ἁμαρτίας εἰς τὰ Ἅγια διὰ τοῦ ἀρχιερέως, τούτων τὰ σώματα κατακαίεται ἔξω τῆς παρεμβολῆς· διὸ καὶ Ἰησοῦς, ἵνα ἁγιάσῃ διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος τὸν λαόν, ἔξω τῆς πύλης ἔπαθε. Τοίνυν ἐξερχώμεθα πρὸς αὐτὸν ἔξω τῆς παρεμβολῆς  τὸν ὀνειδισμὸν  αὐτοῦ φέροντες·  οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν  πόλιν, ἀλλὰ τὴν  μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν. Δι'   αὐτοῦ οὖν ἀναφέρωμεν θυσίαν αἰνέσεως διὰ παντὸς τῷ Θεῷ, τοῦτ' ἔστι καρπὸν χειλέων ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. Τῆς δὲ εὐποιΐας  καὶ κοινωνίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· τοιαύταις γὰρ θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, νά  θυμάστε  τούς ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες  σας,  πού  σᾶς μετέδωσαν τό λόγο τοῦ Θεοῦ· νά βλέπετε πῶς τέλειωσαν τή ζωή τους καί ν' ἀκολουθεῖτε τό παράδειγμα τῆς πίστης τους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἴδιος χτές, σήμερα καί γιά πάντα. Μήν παρασύρεστε ἀπό διάφορες ξένες διδασκαλίες. Εἶναι προτιμότερο νά στηρίζετε τήν καρδιά σας στή χάρη τοῦ Θεοῦ παρά σέ φαγητά. Ὅσοι βασίστηκαν σ' αὐτά, δέν εἶδαν καμιά ὠφέλεια. Ἐμεῖς ἔχουμε ἕνα  θυσιαστήριο ἀπό  τό ὁποῖο  δέν ἔχουν  τό δικαίωμα νά φᾶνε ὅσοι συνεχίζουν νά λατρεύουν τό Θεό στή σκηνή. Τά σώματα τῶν ζώων, πού τό αἷμα τους εἰσάγεται ἀπό τόν ἀρχιερέα στά ἅγια τῶν ἁγίων γιά τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, καίγονται ἔξω ἀπό τό στρατόπεδο. Γι' αὐτό κι ὁ Ἰησοῦς, γιά νά ἐξαγνίσει τόν λαό του μέ τό ἴδιο του τό αἷμα, θανατώθηκε ἔξω ἀπό τήν πύλη. Ἅς πᾶμε, λοιπόν, κι ἐμεῖς ἔξω ἀπό τό στρατόπεδο κοντά του, κι ἅς ὑποστοῦμε τόν ἴδιο μ' αὐτόν ἐξευτελισμό. Γιατί δέν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία, ἀλλά λαχταροῦμε τή μελλοντική. Ἅς προσφέρουμε, λοιπόν, συνεχῶς στό Θεό διά τοῦ Ἰησοῦ σάν  θυσία  τόν ὕμνο  μας,  δηλαδή  τόν  καρπό  τῶν  χειλιῶν  μας,  πού ὁμολογοῦν τό μεγαλεῖο του. Μήν ξεχνᾶτε ἀκόμα νά κάνετε τό καλό καί νά μοιράζεστε μέ τούς ἄλλους ὅ,τι ἔχετε. Μέ τέτοιες θυσίες εὐχαριστεῖται ὁ Θεός.

ΙΔΙΟΙ Μ’ ΑΥΤΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ!

Σ’ έκλεισε στην αγκάλη Του

κι είπε στους μαθητές Του:

«Ίδιοι μ’ αυτό να γίνετε,

να δείτε τον Θεό σας»!

Στάξαν τα μάτια Του βροχή

και χάρηκ’ η καρδιά Του.

Σ’ έβλεπε πάντα ως Θεός

σ’ είδε Αδάμ πια τώρα.

Σου χάιδεψε τους βόστρυχους

και το φιλί Του πάνω

άφησε ’ν’ άστρο φωτεινό.

Μια… χρυσοκόκκινη σκιά

πόνεσε τη μορφή Του.

Νύχια που μπήχτηκαν βαθιά

στο γέρικο το σώμα

- ίδια μια μάνα σε κρατεί.

Στο 'κανε το χατίρι κι άφησε

- πώς ν’ αρνηθεί τον πόθο σου; -

τον βασιλιά που 'μέρεψες

στα δόντια να σ’ αλέσει.

Γλυκό ψωμί Τού ’γίνηκες

και λάμπεις σαν τον ήλιο.

Είσαι φωτιά που σου 'δωσε

η φλόγα η δικιά Του.

Στη ζωντανή τη μνήμη σου ζητώ

να βρω κι εγώ μια ζέστα

απ’ την πυρφόρα σου καρδιά

που λιώνει κάθε πάγο.

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ

«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των αγίων Αποστόλων και  χρημάτισε επίσκοπος Αντιοχείας. Μαζί με τον άγιο Πολύκαρπο, τον Πρόεδρο της Εκκλησίας των Σμυρναίων, υπήρξε μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννου του Θεολόγου. Οδηγήθηκε λοιπόν ενώπιον του βασιλιά Τραϊανού κι αφού υπέστη όλα τα είδη των βασανιστηρίων, δεν κάμφθηκε, γι’ αυτό και εστάλη στη Ρώμη, προκειμένου να ριχτεί στα θηρία. Όταν έγινε αυτό, κάποιοι άνδρες Χριστιανοί μάζεψαν και έφεραν τα άγια λείψανά του από τη Ρώμη στην Αντιόχεια και τα δώρισαν στους αδελφούς Αντιοχείς που τα ήθελαν με μεγάλο πόθο. Αυτοί λοιπόν τα έβαλαν κάτω από τη γη  με κάθε τιμή και σεβασμό. Χάριν τούτου η Εκκλησία πανηγυρίζει εορτή χαρμόσυνη».

Τον άγιο Ιγνάτιο τον θεοφόρο τον εορτάζει η Εκκλησία μας κατεξοχήν την ημέρα του μαρτυρίου του, την 20ή Δεκεμβρίου. Και γίνεται αφορμή η εορτή να τονίζονται αφενός το θεολογικό ύψος των επιστολών που μας άφησε – σημαντική συμβολή πράγματι στην υπέρβαση εκκλησιαστικών διαστρεβλώσεων – αφετέρου ο βαθύς έρωτας και η αγάπη του προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.  Κι είναι αυτή η αγάπη του που και σήμερα προβάλλουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας εξ αφορμής της ανακομιδής των τιμίων λειψάνων του. Δεν είναι άλλωστε δυνατόν να μιλάει κανείς, με οποιαδήποτε αφορμή,  για τον άγιο Ιγνάτιο και να μη συγκινείται με το καμίνι της καρδιάς του -  τον έρωτα που έτρεφε για τον Χριστό μέσα στο στήθος του! Όπως το λέει ο άγιος υμνογράφος: «Θεοφόρε Ιγνάτιε, είχες στο στήθος σου τον έρωτά σου, τον Χριστό» (δοξ. εσπ.).

Κι αλλού: «Αξιομακάριστε Ιγνάτιε! Εσύ λοιπόν έχοντας σταθερή την έφεσή σου προς τον αληθινό εραστή σου έλεγες: Δεν υπάρχει μέσα μου φλόγα που να με σπρώχνει στα υλικά, αλλά μάλλον ζωντανό νερό που μιλάει μέσα μου και μου λέει: Πήγαινε στον Πατέρα» (δοξ. εσπ). Και από τον κανόνα του όρθρου: Αγάπησες την ωραιότητα του Δεσπότου Χριστού και Αυτόν ανυποχώρητα επιθυμούσες»∙ «Ο θειότατος έρωτας, μακάριε, κυριάρχησε στην ψυχή σου».

Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος σχετίζει την αγάπη του αγίου προς τον Χριστό με το ίδιο το μαρτύριό του. Θεωρεί ότι η επιθυμία του για το μαρτύριο ήταν ο μισθός που έλαβε από τον Θεό λόγω ακριβώς της αγάπης του αυτής και της διακονίας του στην Εκκλησία να ιερουργεί το ευαγγέλιο Εκείνου. «Έβαλες στο στήθος σου τον έρωτά σου, τον Χριστό, και πήρες σαν μισθό της ιερουργίας του Ευαγγελίου Του το να φτάσεις στην τελείωση με το μαρτύριο του αίματος». Με άλλα λόγια το μαρτύριο – ό,τι χειρότερο για έναν άνθρωπο που κινείται με κοσμικά και όχι χριστιανικά κριτήρια – είναι η χάρη που δίνει ο Θεός για να ανέβει στην τελείωσή του ο άνθρωπος, όπως το διατυπώνει μάλιστα και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν», δηλαδή, δόθηκε σε εμάς ως χάρη όχι μόνον να πιστεύουμε στον Χριστό, αλλά και να πάσχουμε γι’ Αυτόν. Κι αυτό συμβαίνει, διότι το μαρτύριο στη ζωή αυτή – κι όχι μόνον του αίματος, αλλά και οι διάφορες θλίψεις και δοκιμασίες που με πίστη αντιμετωπίζονται από τον χριστιανό -αποτελεί συμμετοχή στο μαρτύριο του πρώτου Μάρτυρα, του ίδιου του Κυρίου: Σταυρός η ζωή Εκείνου, σταυρός και η ζωή του Χριστιανού, εφόσον «επακολουθεί τοις ίχνεσιν Αυτού». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι «μιμητήν του πάθους του Χριστού» τον χαρακτηρίζει η Εκκλησία μας.

Δεν μπορούμε να μη μνημονεύσουμε και έναν παραλληλισμό που κάνει ο άγιος Θεοφάνης για τον ιερομάρτυρα του Χριστού. Τον παραλληλίζει, στον οίκο του κοντακίου, με τον προφήτη Ιερεμία, τον οποίο ο Θεός αγίασε εκ μήτρας, προκειμένου να αναγγείλει τον ερχομό Του στον κόσμο. Κι όταν ήλθε στον κόσμο βρήκε το βρέφος Ιγνάτιο άξιο της χάρης Του – και μάλλον εννοεί ο υμνογράφος αυτό που διασώζει η παράδοση της Εκκλησίας, ότι δηλαδή το νήπιο που κράτησε ο Κύριος στην αγκαλιά Του και είπε ότι σαν κι αυτό πρέπει να γίνουν οι άνθρωποι για να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού, ήταν ο άγιος Ιγνάτιος – προκειμένου να γίνει αργότερα ο κήρυκας του Ευαγγελίου Του. «Ο Θεός που αγίασε από την κοιλιά της μάνας του τον προφήτη Ιερεμία, και πριν ακόμη γεννηθεί σαν προγνώστης που είναι γνώριζε ότι αυτός θα είναι δοχείο του αγίου Πνεύματος, τον γεμίζει αμέσως με το Πνεύμα αυτό ήδη από νεαρή ηλικία, και τον στέλνει προφήτη και κήρυκά Του σε όλους, για να προαναγγείλει την αγία στη γη παρουσία Του. Όταν γεννήθηκε λοιπόν ο ίδιος ο Θεός από την Παρθένο Μαρία και ήλθε στο κήρυγμα, βρήκε από τη βρεφική ηλικία άξιο κήρυκα της χάρης Του τον θεοφόρο και θείο Ιγνάτιο». Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στα πρόσωπα τέτοιων αγίων σαν τον άγιο Ιγνάτιο βλέπουμε τη συνέχεια των μεγάλων αναστημάτων της Παλαιάς Διαθήκης, των Πατριαρχών και των Προφητών. Ό,τι διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη γι’ αυτούς, για την πνευματοφορία και τη χάρη τους, το έχουμε άμεσα μπροστά μας με τους αγίους μας, ίσως δε και περισσότερο, αφού οι άγιοί μας ευτύχησαν να ζήσουν την οντολογική αμεσότητά τους με τον Χριστό, ως ηγιασμένα από Εκείνον μέλη Του.

28 Ιανουαρίου 2022

ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ: ΠΗΓΗ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΘΕΙΟΥ

Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ο Σύρος ἀποτελεῖ μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας  καί ἕναν ἀπό τούς Γέροντες τῆς ἐρήμου πού συμπεριλήφθηκε στό γνωστό Γεροντικό ἤ ἄλλιῶς Ἀποφθέγματα Πατέρων. Δέν εἶναι τυχαῖο μάλιστα ὅτι πέραν ἑνός συγκεκριμένου γεγονότος μέ μία γυναίκα πού βάλθηκε νά τόν παρασύρει στήν πορνεία, τά δύο ἄλλα ἀπό τά σημειούμενα γι’ αὐτόν στό Γεροντικό κάνουν λόγο γιά τή μεγάλη χάρη πού τόν εἶχε πλημμυρίσει ὥστε ἡ διδαχή του νά εἶναι κυριολεκτικῶς λόγος Θεοῦ.

Ὅπως μάλιστα λέγεται: «Εἶδε κάποιος ἀπό τούς ἁγίους, σέ ὅραμα, ἕνα τάγμα Ἀγγέλων νά κατεβαίνη ἀπό τόν οὐρανό, μέ πρόσταγμα Θεοῦ, κρατῶντας στά χέρια κεφαλίδα, ἤγουν τόμο γραμμένο ἀπό μέσα καί ἀπ’ ἔξω. Καί ἔλεγαν μεταξύ τους: “Ποιός πρέπει νά τό παραλάβη αὐτό;”. Καί ἄλλοι μέν ἔλεγαν: “Αὐτός ἐδῶ”. Ἄλλοι δέ ἔλεγαν ἄλλον. Ἀποκρίθηκαν δέ καί εἶπαν: “Ἀληθινά, ἅγιοι εἶναι καί δίκαιοι. Ἀλλά αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά τό παραλάβη παρά ὁ Ἐφραίμ”. Καί βλέπει ὁ γέρων ὅτι στόν Ἐφραίμ παρέδωσαν τήν κεφαλίδα. Καί ἔχοντας σηκωθῆ πρωί, ἄκουσε σάν νά ἀνάβρυζε πηγή ἀπό τό στόμα τοῦ Ἐφραίμ, ὀπού ἄρθρωνε λόγια. Καί κατάλαβε ὅτι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα προέρχονταν ὅσα ἔβγαιναν ἀπό τά χείλη τοῦ Ἐφραίμ».

Τό ἁγιοπνευματικό στοιχεῖο τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ μᾶς ὁδηγεῖ νά καταλάβουμε ἀφενός ὅτι ὁ λόγος του «μένει εἰς τόν αἰῶνα», ἔχει δηλαδή αἰώνιο χαρακτήρα, διότι ἀκριβῶς δέν ἐκφράζει δικές του ἰδέες ἤ ἀπόψεις, ἀλλά τόν ἴδιο τόν λόγο τοῦ Θεοῦ - ὅ,τι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδινε γιά νά πεῖ, ἀφετέρου ὅτι ἀκριβῶς γι’ αὐτό δέν μποροῦμε νά τόν παρέλθουμε μέ ἐλαφριά καρδιά. Σ’ ἕναν κόσμο μάλιστα πού ἀκούγονται μύρια ὅσα, ἀνόητα καί εὐτελῆ και σάπια καί πολλάκις δαιμονικά, τέτοιος λόγος λειτουργεῖ προσανατολιστικά ὥστε νά μᾶς καθοδηγεῖ σ’ ἐκεῖνο πού συνιστᾶ τό νόημα τῆς ζωῆς μας: τή σχέση μας μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

 Κι ἐπίσης νά θυμηθοῦμε ὅτι ἕνας τέτοιος λόγος, καρπός τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ κατά τό ψαλμικό «Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου», χαρακτηρίζει τόν τέλειο χριστιανό, ὅσο περίεργα καί παράδοξα κι ἄν ἀκούγεται τοῦτο. Τό σημειώνει μέ ἔμμεσο τρόπο ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος στήν ἐπιστολή του στήν Καινή Διαθήκη: «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατός χαλιναγωγῆσαι καί ὅλον τό σῶμα» (ὅποιος δέν φταίει στά λόγια αὐτός εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος, πού παίρνει τή δύναμη νά χαλιναγωγήσει καί ὅλο τό σῶμα του) - καί ποιός δέν φταίει στά λόγια ἐκτός ἀπό ἐκεῖνον πού παραμερίζει ὅ,τι δικό του ἐμπαθές καί ἐγωϊστικό, προκειμένου νά ἀκουστεῖ δι’ αὐτοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ; Ἀλλά τήν ἴδια ἀλήθεια μέ ἐξαιρετικά ἔντονο τρόπο τονίζει καί ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ἀναλύοντας στήν πραγματικότητα τή στάση ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Γέροντά του ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἄθω. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ἦταν ἐκεῖνος πού θέτοντας τό ἐρώτημα γιά τό πῶς μιλοῦν οἱ τέλειοι χριστιανοί καί μή παίρνοντας ἀπάντηση ἀκόμη καί ἀπό σπουδαίους καί προχωρημένους ἀσκητές ἀπάντησε ὁ ἴδιος: «Οἱ ἅγιοι δέν μιλοῦν ἀπό τον ἑαυτό τους, ἀλλά μέ ὅ,τι τούς ἀποκαλύπτει τό Ἅγιον Πνεῦμα».

Τέλειος λοιπόν, μέσα στό πλαίσιο τῆς «ἀτέλεστης τελειότητος» τῶν ἀνθρωπίνων, ὁ ὅσιος Ἐφραίμ καί αὐτόν σήμερα μᾶς προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. «Ταῖς αὐτοῦ πρεσβείαις Κύριος ὁ Θεός ἐλεήσαι καί ἡμᾶς».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ

«Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ἦταν ἀπό τήν Ἀνατολή, Σύρος στήν καταγωγή. Διδάχτηκε τήν εὐσέβεια καί τήν κατά Χριστόν πίστη ἀπό τούς προγόνους του κι ἔζησε στούς χρόνους τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Ἀσπάστηκε ἀπό τά παιδικά του χρόνια τόν μοναχικό βίο, καί λέγεται ὅτι ἐκχύθηκε χάρη ἀπό τόν Θεό πάνω του, διά τῆς ὁποίας, ἀφοῦ ἔγραψε πάρα πολλά κατανυκτικά συγγράμματα, καθοδήγησε πολλούς πρός τήν ἀρετή κι ἔγινε παράδειγμα ἀσκητικῆς ἀρετῆς στίς ἑπόμενες γενιές. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στό Μαρτύριο τῆς ἁγίας Ἀκυλίνας, στόν τόπο τοῦ Φιλόξενου, πλησίον τοῦ φόρου».

Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος εἶναι ἀπό τούς γνωστότερους ὁσίους καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν γνωρίζουν καί ἐκεῖνοι πού δέν τόν γνωρίζουν. Τί θέλουμε νά ποῦμε; Μπορεῖ κανείς νά μήν ἔχει ὑπ’ ὄψιν του ὅτι ἡ κατεξοχήν προσευχή τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, τό «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου», εἶναι δική του προσευχή, σίγουρα ὅμως τήν ἔχει ἀκούσει, τήν ἔχει καί αὐτός ψιθυρίσει, μπορεῖ νά τήν ἔχει ἐντάξει καί στίς δικές του προσευχές. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει προκληθεῖ καί προκαλεῖται κάθε φορά μέ τήν προσευχή αὐτή νά ζήσει τή μετάνοια, ὡς ἀγώνα ἀποφυγῆς τῶν κακῶν παθῶν: τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀργολογίας, καί ἀποκτήσεως τῶν ἀρετῶν: τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀγάπης, διά τῶν ὁποίων ζεῖ κανείς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ὑμνογράφο του ἅγιος Θεοφάνης ἀφενός τόν προβάλλει ὡς κήρυκα τῆς μετανοίας, ἀφετέρου ὡς «θεῖον κρατῆρα τῆς κατανύξεως». Ὅπως τονίζει τό κοντάκιο καί ὁ οἶκος τοῦ κοντακίου μάλιστα «ἐν τοῖς λόγοις καί ἔργοις σου ραθύμους ἐγείρεις πρός μετάνοιαν» (μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα σου ξυπνᾶς ὅλους γιά νά μετανοήσουν).  

Τά δάκρυα τῆς κατανύξεως ἀποτελοῦσαν τό κύριο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου, ὅπως καί δάκρυα κατανύξεως προκαλοῦσαν καί προκαλοῦν τά συγγράμματα πού ἔγραψε. Κατά τόν ἅγιο Θεοφάνη «ἀμέμπτως ἤνυσας τόν βίον δάκρυσι σεαυτόν ἀποπλύνας» (Πέρασες τή ζωή σου μέ ἄμεμπτο τρόπο, ἀφοῦ ξέπλυνες τόν ἑαυτό σου μέ τά δάκρυά σου). Ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ζεῖ μέ δάκρυα καί νά ἔχει τήν κατάνυξη κυριολεκτικά σύνοικο τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ διαρκής μνήμη τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως πού τόν ἀκολουθεῖ. Πράγματι, ὅποιος ἐνθυμεῖται τόν θάνατό του μέ ἐπίγνωση, ὅποιος ἔχει τή μνήμη ὅτι ἀκολουθεῖ ἡ κρίση, ἐκεῖνος εἶναι πού φτάνει σέ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας, διότι ἔχει διαρκή ἀφορμή στό νά μή ἁμαρτάνει. Ὅπως τό λέει καί ἡ Γραφή: «Μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (Θυμήσου τό τέλος τῆς ζωῆς σου καί δέν θά ἁμαρτήσεις ποτέ).

Κι ἀσφαλῶς ὁ ὅσιος δέν ζοῦσε σέ μία φοβική, δηλαδή ἀρρωστημένη, ἀτμόσφαιρα. Ὁ φόβος τῆς κρίσεως δέν λειτουργοῦσε γι’ αὐτόν ὡς μία πνευματική τρομοκρατία, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει ἀρνητικά τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φόβος αὐτός ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης του πρός τόν Κύριο, μή τυχόν δηλαδή ἐκπέσει ἀπό τήν ἀγκαλιά Του, μήπως χάσει τή χάρη Του. «Πληγώθηκες ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου, γι’ αὐτό καί πέρασες ὅλη τή ζωή σου μέ θρήνους, ὅσιε, φωνάζοντας μέ ἔκπληξη: πάρε μου πίσω, Σωτήρα, τά κύματα τῆς χάρης Σου, κρατώντας την γιά μένα πλούσια, κατά τή μέλλουσα ζωή». Ζητοῦσε ὁ ὅσιος νά μήν ἔχει τόσο μεγάλη χάρη στή ζωή αὐτή, μή τυχόν συμβεῖ καί μειωθεῖ αὐτή κατά τή μέλλουσα ζωή. Τό κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς του δηλαδή ἦταν ὁ βαθύς ἔρωτάς του πρός τόν Κύριο. Αὐτός ὁ ἔρωτας τόν ἔκανε νά δακρυρροεῖ διαρκῶς καί νά ζεῖ πάντοτε μέ τήν προσμονή τῆς συναντήσεώς του μέ τόν Κύριο.

Καί δέν πρέπει νά ἀφήσουμε κατά μέρος ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ὅσιο νά ζεῖ μέ καρδιακό πένθος καί μετάνοια, προκειμένου νά εἶναι στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου∙ τήν ἐγκράτεια. Ὁ ὅσιος ζοῦσε μέ ἀδιάκοπη ἐγκράτεια – τήν προϋπόθεση τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τῆς χαρισματικῆς κατανύξεως – κάτι πού ὁ ὑμνογράφος ἐπισημαίνει στόν οἶκο τοῦ κοντακίου καί πάλι, μέ ἕνα συγκεκριμένο περιστατικό. «Θέλοντας νά ἀκολουθεῖς τά ἴχνη τοῦ δρόμου τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἔφυγες ἐσύ μόνος σου ἀπό τόν κόσμο καί κατοίκησες στήν ἔρημο. Βλέποντας λοιπόν ὁ ἐχθρός διάβολος ἐσένα τόν δίκαιο νά ζεῖς ἔτσι, ξεσήκωσε μία πολύ ἀναιδή γυναίκα τοῦ δρόμου, νομίζοντας ὅτι θά καταβάλει τήν ἀνδρεία σου μέ τό ἀρχαῖο ὅπλο, δηλαδή τή λαγνεία, καί θά μολύνει τήν ἁγνότητά σου». Τό περιστατικό δηλαδή εἶναι γνωστό: ὁ ἐχθρός διάβολος ἔβαλε στή σκέψη μίας πόρνης γυναίκας νά παρασύρει τόν ὅσιο. Πῆγε λοιπόν καί τοῦ ἔκανε ἀνήθικες προτάσεις. Κι ἐκεῖνος, μή πτοούμενος, μᾶλλον λυπούμενος βαθιά γιά τήν κατάντια της, τήν πῆρε καί τήν ὁδήγησε στό μέσο μίας πλατείας, κι ἐκεῖ τήν προέτρεψε νά τοῦ πεῖ τί ἀκριβῶς θέλει νά κάνει. Κι ἐκείνη ἐκφράζοντας τήν ἀπορία της ὅτι αὐτά δέν γίνονται στό μέσο τοῦ δρόμου, ἄκουσε τόν λόγο του: Πῶς λοιπόν νά κάνω κάτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐσύ ντρέπεσαι νά τό κάνεις μπροστά στούς ἀνθρώπους; Ἀμέσως τό μυαλό μας πηγαίνει ἐδῶ στόν ἅγιο Ἰωσήφ τόν πάγκαλο, τόν γιό τοῦ Ἰακώβ, πού προκαλούμενος παρομοίως ἀπό τή γυναίκα τοῦ ἀφεντικοῦ του στήν Αἴγυπτο, εἶπε τά ἴδια λόγια: «Πῶς ποιήσω τό ρῆμα τοῦτο τό γεγονός καί ἁμαρτήσομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου;»

27 Ιανουαρίου 2022

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

«Αυτός ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν καταφρονούσε το δίκαιο ανάλογα με τα πρόσωπα, αλλά έλεγχε και την ίδια τη βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες που γίνονταν από αυτήν, δύο φορές εξορίζεται και πάλι ανακαλείται. Για τρίτη και τελευταία φορά στέλνεται στην Κουκουσό της Αρμενίας. Από εκεί οδηγείται στην Αραβισσό, έπειτα στην Πιτυούντα, περιοχές όχι μόνον έρημες και με έλλειψη των αναγκαίων, αλλά που πολιορκούνταν πάντοτε και από τους γειτονεύοντες Ίσαυρους. Εκεί λοιπόν στην Πιτυούντα ο ένσαρκος άγγελος Ιωάννης καλείται από τον Δεσπότη όλων Χριστό μέσω του Πέτρου και του Ιωάννου, των ιερών αποστόλων, και μεταβαίνει προς τις αιώνιες σκηνές, ενώ το άγιο λείψανό του κατατίθεται στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τους αγίους μάρτυρες Βασιλίσκο και Λουκιανό, όπως του το φανέρωσαν οι ίδιοι σε νυκτερινό όνειρο. Επειδή δε μετά από λίγο και ο βασιλιάς Αρκάδιος, όπως και η γυναίκα του Ευδοξία πέθαναν, έγινε δε βασιλιάς ο υιός τους Θεοδόσιος, ενώ και ο Πρόκλος ο μαθητής και υπηρέτης του αγίου Χρυσοστόμου με κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης, κατά το τέταρτο έτος της ιεραρχίας του πείθει ο μακάριος Πρόκλος τον βασιλιά Θεοδόσιο και στέλνει εκείνος στρατιώτες για την ανακομιδή του ιερού λειψάνου. Ο άγιος όμως δεν έδινε τον εαυτό του και έμενε ακίνητος, γι’ αυτό και ο βασιλιάς τον παρακαλεί με επιστολή, η οποία περιείχε τα εξής:

Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου, Προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και Πνευματικό Πατέρα, Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Θεοδόσιος βασιλεύς. «Επειδή νομίσαμε, τίμιε Πάτερ, ότι το σώμα σου είναι νεκρό, όπως συμβαίνει και με τους άλλους ανθρώπους, θελήσαμε με απλότητα να το μετακομίσουμε και να το φέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό δικαίως  και λαθέψαμε στον σκοπό μας. Αλλά συ όμως, τιμιώτατε Πάτερ, συγχώρησέ μας τώρα που καταλάβαμε το λάθος μας, συ που δίδαξες σε όλους τη μετάνοια. Και σαν σε παιδιά που αγαπούν τους πατέρες τους δώσε μας πίσω τον εαυτό σου και εύφρανε αυτούς που σε ποθούν με την παρουσία σου». Όταν πήγαν λοιπόν την επιστολή στον άγιο και την έθεσαν πάνω στη σορό του, αμέσως εκείνος άφησε να τον πάρουν, οπότε οι απεσταλμένοι σήκωσαν τη σορό χωρίς κόπο. Μόλις έφτασαν αντίπερα από την Πόλη, φθάνει μεν ο βασιλιάς και όλη η σύγκλητος και ο πατριάρχης μαζί με τον κλήρο, ενώ βάζουν τη σορό, που είχε το σώμα του αγίου,  μέσα στο βασιλικό πλοίο. Έπεσε όμως καταιγίδα και τα μεν υπόλοιπα πλοία διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη, εκείνο δε στο οποίο ήταν το σώμα του αγίου, πήγε και άραξε στον αγρό της χήρας. Εκείνης της χήρας, την οποία αδίκησε η Ευδοξία, όταν άρπαξε τον αμπελώνα της. Κι επειδή ελέγχθηκε τότε από τον άγιο τον εξόρισε. Όταν αποδόθηκε λοιπόν ο αγρός στη χήρα, αμέσως έγινε γαλήνη στη θάλασσα, και πρώτα μεν το πλοίο οδηγείται στον ναό του αποστόλου Θωμά, στην περιοχή του Αμαντίου, έπειτα στον ναό της αγίας Ειρήνης, όπου και τον έβαλαν πάνω στο σύνθρονο, οπότε όλοι φώναξαν δυνατά: «Πάρε πίσω τον θρόνο σου, άγιε». Ύστερα, αφού εναποτέθηκε η σορός σε βασιλικό όχημα, φέρεται προς τον περιώνυμο ναό των Αποστόλων. Εκεί μόλις τοποθετήθηκε στην ιερά καθέδρα, φώναξε στο Ποίμνιο το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα τον έθεσαν κάτω από τη γη, μέσα στο άγιο Βήμα, όπου τώρα βρίσκεται. Καθώς τελείτο δε η θεία Λειτουργία, γίνονταν θαυμάσια μεγάλα , μεταξύ των οποίων και αυτό: Κάποιος άνδρας δηλαδή, που έπασχε από αρθρίτιδα και δεν μπορούσε να εργαστεί, σχεδόν παντελώς ακίνητος, όταν άγγιξε τη σορό, αμέσως θεραπεύτηκε εντελώς από την αρρώστια του. Έτσι γνωρίζει ο Θεός να δοξάζει αυτούς που σε όλη τη ζωή τους δοξάζουν Αυτόν. Τελείται δε η Σύναξή του στον πάνσεπτο Ναό των αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκεται και το ιερό του σώμα, κάτω από το Θυσιαστήριο».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας με αφορμή την ανακομιδή του ιερού λειψάνου του μεγάλου Πατρός Ιωάννου του Χρυσοστόμου μας υπενθυμίζουν αυτό που προβάλλει πάντοτε η Εκκλησία εξαφορμής οποιασδήποτε αναφοράς της στον μεγάλο αυτόν άγιο: το κήρυγμα της μετανοίας. Διότι έτσι κυρίως χαρακτηρίζεται ο ιερός Χρυσόστομος: «κήρυξ της μετανοίας». Ο άγιος κηρύσσει εκείνη τη μετάνοια στον πιστό λαό, η οποία προϋποθέτοντας την άπειρη αγάπη του Θεού προς αυτόν, γίνεται η μεγαλύτερη παρηγοριά του, εκείνη που του «σφουγγίζει οποιαδήποτε υγρότητα  της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καρδιές που έχουν καεί από την αμαρτία». «Ας τιμήσουμε με επάξιο τρόπο τον χρυσό στους λόγους Ιωάννη, τον κήρυκα της μετάνοιας, το πάγχρυσο σφουγγάρι που παίρνει την υγρότητα της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καμένες από τις αμαρτίες καρδιές». Και πρέπει να προσέξουμε: ο άγιος δεν αμνηστεύει τις αμαρτίες ούτε υποβαθμίζει τις κακές της συνέπειες στο να αλλοιώνουν την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει τούτο εκείνος που υπήρξε «ο ποιμήν ο καλός και του αρχιποίμενος Χριστού μαθητής», δηλαδή εκείνος που τόνιζε ότι «διά της αμαρτίας ο θάνατος» και «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν»;

Εκείνο όμως που τονίζει και διαπρυσίως κηρύσσει είναι ότι μπορεί κάποιος να έχει αμαρτήσει με πολλά και μεγάλα αμαρτήματα, όμως τα αμαρτήματα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν ισοστάσια της αγάπης του Θεού. Τίποτε δεν είναι σαν εκείνην, διότι η Αυτοαγάπη, ο ίδιος ο Θεός,  τόσο μας αγάπησε, ώστε έπαθε και θυσιάστηκε για εμάς τους ανθρώπους, παρέχοντάς μας τη συγχώρηση. Αρκεί βεβαίως να θέλουμε κι εμείς τη συγχώρηση αυτή, δηλαδή να μετανοούμε - η όλη προσφορά του Θεού υπάρχει άπειρη και αιώνια, μένει όμως ανενέργητη χωρίς και τη δική μας θέληση. Αυτό τόνιζε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος ενόσω ζούσε, αλλά και το ίδιο κηρύσσει και μετά θάνατον, γινόμενος έτσι ο μεγαλύτερος παρηγορητής των ανθρώπων.  Ο άγιος Θεοφάνης με πολλή ενάργεια και σαφήνεια μας το επισημαίνει: «Αν και είσαι νεκρός μέσα στον τάφο, όμως  ως ζωντανός μέσα στον κόσμο, Χρυσόστομε, κηρύσσεις και γράφεις τη μετάνοια, δίνοντας την εγγύηση της συγχώρησης γι’ αυτούς που μετανοούν με θερμό τρόπο».

Και οι δύο υμνογράφοι – διότι εκτός του Θεοφάνη και ο άγιος Ιωσήφ έγραψε για τον μεγάλο Πατέρα - εμμένουν σε ό,τι εξίσου  προβάλλει η σημερινή εορτή: τη ζωντάνια του και μετά θάνατον. Δεν είναι μόνον το παραπάνω τροπάριο που τονίζει την αλήθεια αυτή, αλλά και όλη η υμνογραφία τους κινείται πάνω στη γραμμή αυτή, όπως άλλωστε φάνηκε και από το συναξάρι. Για παράδειγμα: «Ο Χρυσόστομος δίδαξε και πάλι με σαφήνεια τους βασιλείς ότι μολονότι νεκρός δεν υπέστη νέκρωση. Διότι αφού απείθησε την πρώτη φορά στα προστάγματά τους, δηλαδή να  φέρουν το λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη, τη δεύτερη φορά, με τις δεήσεις τους επανήλθε».  Για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας σήμερα κηρύσσει τη νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο. Νίκησε ο Χριστός, συνεπώς κάθε άνθρωπος, όταν είναι αληθινά πιστός, νικά και αυτός. Ο θάνατος θεωρείται μετά τον ερχομό του Χριστού ως απλό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Ουσιαστικά δεν υφίσταται. Και τα άγια λείψανα στην Εκκλησία μας είναι μία ισχυρή κραυγή της αλήθειας αυτής, την οποία ζούμε οι πιστοί και την χαιρόμαστε ιδίως σε εορτές ανακομιδής λειψάνων, σαν του αγίου Χρυσοστόμου σήμερα.

26 Ιανουαρίου 2022

Η ΕΓΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΞΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

«Ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου ἐπαγρυπνῶν, ἐφ’ ὁμοίοις τε τρόποις παῖδας τούς σούς ρυθμίζων, μακάριε Ξενοφῶν, καί τήν σύζυγον, σύν αὐτοῖς τά ἄνω κληροῦσαι βασίλεια, πειρασμῶν παντοίων λιπών τό κλυδώνιον˙ ὅθεν εὐφημοῦμεν εὐσεβῶς ὑμᾶς πάντας καί πόθῳ γεραίρομεν καί πιστῶς ἀνακράζομεν˙ Θεοφόροι πανόλβιοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν» (κάθισμα όρθρου).

(Ξαγρυπνώντας στις εντολές του Δεσπότου Χριστού και ρυθμίζοντας τα παιδιά σου και τη σύζυγό σου στον ίδιο τρόπο ζωής, μακάριε Ξενοφών, μαζί μ’ αυτούς απέκτησες κλήρο στη Βασιλεία του Θεού, αφού άφησες πίσω σου τα κύματα των διαφόρων πειρασμών. Γι’ αυτό και σας υμνολογούμε ευσεβώς όλους σας και σας δοξολογούμε με πόθο και με πίστη φωνάζουμε δυνατά: Θεοφόροι μακάριοι, πρεσβεύσατε στον Χριστό τον Θεό μας, να δωρίσει σ’ εμάς που εορτάζουμε με πόθο την αγία μνήμη σας την άφεση των αμαρτιών μας).

Πλούσιος με μεγάλη περιουσία ο όσιος Ξενοφών ζούσε με πίστη στον Θεό μαζί με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Κι είναι από τους ανθρώπους που έδειξαν ότι ναι μεν είναι πολύ δύσκολη η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού όταν κανείς έχει μεγάλη περιουσία, κατά τον λόγο του Κυρίου: «πόσο δύσκολα οι πλούσιοι θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι ένα καραβόσχοινο να περάσει από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού», δεν είναι όμως τούτο τελικώς ακατόρθωτο. Διότι το θέμα δεν είναι το έχειν και το βιος του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτό. Κι ο όσιός μας διαχειρίστηκε την περιουσία του κατά τρόπο όντως θεάρεστο: κάλυπτε βεβαίως τις ανάγκες της οικογενείας του, αλλά παράλληλα με πόθο καρδιάς κάλυπτε και τις ανάγκες των φτωχών συνανθρώπων του, όπως και εκείνων που έβλεπε πλούσια τη χάρη του Θεού σ’ αυτούς: των πτωχών καλογέρων που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο κάθε καλόγερος έβρισκε κατάλυμα στη φιλόξενη κατοικία του, όπως και ο οποιοσδήποτε αναγκεμένος, δείχνοντας έτσι ο Ξενοφών ότι βρίσκεται στον κόσμο ως ένας δεύτερος Αβραάμ.

Κι ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης μάς επισημαίνει με τον πιο καθαρό τρόπο τι συνιστούσε αγία βιοτή του Ξενοφώντα και κατ’ επέκταση και όλης της οικογενείας του: ο αγώνας του να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου: όχι απλώς είχε την έγνοια να πορεύεται κατά τις εντολές, αλλά ξαγρυπνούσε πάνω σ’ αυτές, που σημαίνει ότι αυτή ήταν η προτεραιότητά του νυχθημερόν. Ξεκινώντας η ημέρα του αλλά και κλείνοντας το βράδυ του ο νους του ήταν προσκολλημένος στον λόγο του Κυρίου, ώστε να τον κάνει πράξη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος το εξαγγέλλει: «η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία», δηλαδή στην κίνηση του ανθρώπου να εφαρμόζει τον λόγο του Θεού ανοίγονται τα μάτια του για να θεάται, να βλέπει την παρουσία Εκείνου στη ζωή του.

Κι ο υμνογράφος προσθέτει: στον τρόπο της ζωής αυτής προσπαθούσε να συντονίσει, να ρυθμίσει και τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Όχι ασφαλώς με τρόπο «στανικό», με το ζόρι. Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι ξεφεύγει και ο ίδιος από τις εντολές του Κυρίου που επιτάσσουν την ταπείνωση και την αγάπη – η ταπείνωση και η αγάπη τοποθετούν τον άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό έναντι του όποιου συνανθρώπου του, ιδίως δε των οικείων και συγγενών του. Αλλά με το παράδειγμά του, χωρίς πολλά ή περιττά λόγια. Φανταζόμαστε τον δίκαιο Ξενοφώντα να ομιλεί με τη σύζυγό του γεμάτος ευγένεια, να παίζει με τα παιδιά του και να τα διαπαιδαγωγεί γεμάτος υπομονή και χιούμορ, να υπηρετεί μαζί τους τους φτωχούς και τους δυσκολεμένους αδελφούς. Γι’ αυτό και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε για την οικογένεια ως μαγνήτης – ήταν το «κεφάλι» που όλοι ήταν στραμμένοι προς αυτό. Γιατί; Διότι έβλεπαν ό,τι πιο καλό και ευχάριστο, όπως όταν βλέπει κανείς τον ίδιο Χριστό παρόντα στη ζωή του. Έτσι δεν γίνεται «αρχηγός» ο πατέρας στην οικογένεια; Αυτή δεν είναι και η ερμηνεία της «κεφαλής» για τη γυναίκα του άνδρα, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου; Όπως κεφαλή για το σώμα Του την Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Κύριος: με τη θυσιαστική αγάπη Του απέναντι σ’ αυτήν!

Ο όσιος Ξενοφών είναι το άμεσο παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η χριστιανική οικογένεια και τι σημαίνει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Μας δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τι ήθελε να πει και στις ημέρες μας ο άγιος μέγας Πορφύριος, όταν διαρκώς επεσήμαινε ότι τα προβλήματα των παιδιών στην οικογένεια και στην κοινωνία μας είναι κυρίως προβλήματα των γονέων. Γονιός, έλεγε, που έχει ως προτεραιότητα τον αγιασμό του είναι αυτός που θα έχει και μία ευλογημένη οικογένεια, που τα παιδιά του – ακόμη κι αν αποκλίνουν κάποια στιγμή – θα μεγαλώσουν χωρίς ψυχολογικά προβλήματα και πάντα θα έχουν μπροστά στα μάτια τους ως πολικό αστέρι τον Κύριο!