«Καί
ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ᾽Ανάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»
(Λουκ. 18, 42)
῾Ο
τυφλός ζητιάνος τῆς πόλεως τῆς ῾Ιεριχοῦς μαθαίνοντας γιά τή
διέλευση ἀπό τήν περιοχή του τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ κραυγάζει γιά τό ἔλεος τοῦ
Κυρίου. «῾Υιέ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». ᾽Επιμένει
στό αἴτημά του καί μάλιστα ἐντονότερα, ὅταν οἱ γύρω του τόν ἀποπαίρνουν λόγω τῶν
κραυγῶν του, προκειμένου νά σιωπήσει. Πετυχαίνει τό σκοπό του: νά βρεῖ τό φῶς
του, γιατί ἐπιβλέπει σ᾽ αὐτόν τελικῶς ὁ Κύριος. «᾽Ανάβλεψον». Κι ἐκφράζει τήν εὐχαριστία του πρός Αὐτόν, ἀκολουθώντας
Τον καί δοξολογώντας τόν Θεό μαζί μέ τόν ὑπόλοιπο λαό. Τό «ἀνάβλεψον» ὅμως τοῦ Κυρίου σ᾽ αὐτόν ἀποτελεῖ τό ζητούμενο καί γιά
καθένα ἀπό ἐμᾶς. Νά ἀνοιχτοῦν τά μάτια μας ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς δέν ζητᾶμε
διακαῶς στίς προσευχές μας;
1. Πάμπολλα ἀσφαλῶς ἦταν τά προβλήματα τοῦ τυφλοῦ τῆς ῾Ιεριχοῦς. Δέν ἦταν
μόνο ἡ τύφλωσή του, ἀλλά ἐξαιτίας αὐτῆς καί ἡ μεγάλη φτώχεια του πού τόν ἔκανε
νά «προσαιτῇ» στίς ἄκρες τῶν δρόμων, ὅπως
καί ἡ καταφρόνια τῶν συμπατριωτῶν του, οἱ ὁποῖοι δέν ἀνέχονταν νά τούς ἐνοχλεῖ
μέ τίς κραυγές του. Τό αἴτημά του ὅμως, ὅταν κατορθώνει νά τραβήξει τήν προσοχή
τοῦ Κυρίου, δέν ἦταν νά τοῦ δώσει χρήματα – ζητιάνος ἦταν – οὔτε νά τόν
τραβήξει ἀπό τήν ἀφάνεια. Ζητᾶ αὐτό πού ἦταν τό κεντρικό του πρόβλημα, τό πιό οὐσιαστικό:
νά ξαναβρεῖ τό φῶς του. Στήν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου «τί σοι θέλεις ἵνα ποιήσω;» τό μόνο πού λέει εἶναι «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω».
Νά ἐπικεντρώνουμε στό
πραγματικό καί πρώτιστο πρόβλημά μας: τήν τύφλωσή μας, νά τό παραδειγματικό
στοιχεῖο γιά ἐμᾶς τοῦ τυφλοῦ. ᾽Από πνευματικῆς ἀπόψεως ὅμως οἱ ἄνθρωποι, καί
μιλᾶμε γιά τούς θεωρουμένους πιστούς στόν Χριστό, δέν φαίνεται νά ἐπικεντρώνουμε
στήν τύφλωση πού ἔχουμε. Στό ἐρώτημα ἄν θεωροῦμε ὡς κεντρικό πρόβλημά μας τήν ὅποια
τύφλωσή μας ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι αὐτονόητα θετική. Κι αὐτό γιατί δέν νιώθουμε
τυφλοί. ῾Η βεβαιότητά μας ὅτι ῾βλέπουμε᾽, ὅτι ἡ ὅρασή μας λειτουργεῖ καλά καί ἀποτελεσματικά
εἶναι παραπάνω ἀπό δεδομένη. Εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα;
- Δέν ἀποδεικνυόμαστε
πολλές φορές ἄπιστοι ἤ στήν καλύτερη περίπτωση ὀλιγόπιστοι, ὅταν ζοῦμε στόν
κόσμο τοῦτο ἐνθυμούμενοι τόν Θεό περιστασιακά - ἴσως τό πρωΐ καί τό βράδυ σέ
κάποιες προσευχές μας - συνεπῶς θέτοντάς
Τον στό περιθώριο καί ὄχι στό κέντρο τῆς ζωῆς μας;
- Δέν ἀποδεικνυόμαστε ἄπιστοι
ἤ ὀλιγόπιστοι, ὅταν ἡ σχέση μέ τόν συνάνθρωπό μας παίρνει τή μορφή τῆς ἐπίθεσης
ἤ τῆς ἄμυνας ἀπέναντί του, συνεπῶς τῆς ἐχθρότητας, γιατί βλέπουμε ὅτι δέν ἐξυπηρετοῦνται
ἀπό αὐτόν τά συμφέροντά μας, πολλῷ μᾶλλον γιατί νομίζουμε ὅτι ἀδικούμαστε ἀπό αὐτόν;
- Δέν ἀποδεικνυόμαστε ἄπιστοι
ἤ ὀλιγόπιστοι, ὅταν στίς φωνές τῆς ἴδιας τῆς καρδιᾶς μας, πού διψάει γιά εἰρήνη
καί γαλήνη, ἐμεῖς κωφεύουμε καί μεταθέτουμε διαρκῶς τίς ὅποιες ἀπαντήσεις μας,
γιατί δέν προλαβαίνουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀσχολιῶν μας;
Δέν εἶναι ὅμως ἡ ἀπιστία
ἤ ἡ ὀλιγοπιστία ἡ κατεξοχήν τύφλωση τοῦ νοῦ, ἀφοῦ ἡ πίστη θεωρεῖται ὡς ἡ ὄραση
τῆς ψυχῆς; «Πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις,
πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» μᾶς λέει θεόπνευστα ὀ ἀπόστολος Παῦλος. «Διά πίστεως περιπατοῦμεν» λέει κάπου ἀλλοῦ.
Καί κλονίζεται βεβαίως ἡ πίστη ὡς ὅραση τῆς ψυχῆς καί μειώνεται καί χάνεται μέ ἀποτέλεσμα
νά μή βλέπει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀκριβῶς κατά τά παραπάνω διαγράφει τόν Θεό ἀπό τή
ζωή του γιατί δέν Τόν θέτει κέντρο τῆς ὕπαρξής του, διαγράφει τόν συνάνθρωπό
του γιατί δέν τόν ἀγαπᾶ, διαγράφει τήν ἴδια τή συνείδησή του γιατί τήν
περιφρονεῖ καί δέν θέλει νά τήν ἀκούει.
2. Θεραπεία ὅμως καί ῾ἀνάβλεψις᾽
δέν εἶναι μόνον ἡ διαπίστωση τῆς πνευματικῆς τύφλωσης: τῆς ἀπιστίας καί τῆς ὀλιγοπιστίας.
Αὐτό εἶναι ἡ ἀρχή. ῞Οπως ὑποδεικνύει καί πάλι ὁ τυφλός χρειάζεται ἡ μέ πίστη ἀληθινή καί γνήσια ταπείνωση στροφή πρός τόν
Χριστό. ῞Οπως ἐκεῖνος ἔστρεψε τό νοερό βλέμμα του στόν Κύριο – μολονότι δέν
μποροῦσε νά Τόν ἀναγνωρίσει ὡς Θεό, γι᾽ αὐτό καί τόν χαρακτήρισε «Υἱόν Δαυΐδ» - κι ἄρχισε νά Τόν καλεῖ γιά
νά τόν ἐλεήσει πιστεύοντας ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ λύση τοῦ προβλήματός του, ἔτσι
πολύ περισσότερο ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἐννοεῖται ὅτι δέχεται τόν Χριστό ὄχι
μόνο ὡς ἄνθρωπο ἀλλά καί ὡς Θεό: ἀπαιτεῖται νά πιστέψει πραγματικά ὅτι ὁ
Χριστός ὡς Θεός εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου»
καί «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», ὁ ῾Οποῖος
μέ τό ἔλεός Του μπορεῖ νά ρίξει φῶς στή σκοτεινιά καί τήν τύφλωση τῆς ψυχῆς
του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ πιό γνωστή, δυνατή καί εὐθύβολη πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου
προσευχή τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι τό «Κύριε ἐλέησον».
῾Η προσευχή αὐτή ἐπαναλαμβάνεται ἀδιάκοπα σέ κάθε ἀκολουθία της καί αὐτή συνιστᾶ
καί στήν πιό ἀνεπτυγμένη μορφή της: τό «Κύριε
᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», τήν προσευχή ὅλων τῶν ἁγίων καί τῶν ἀγωνιζομένων
γιά ἁγιασμό τους χριστιανῶν.
Καί πέραν τούτων: ἀπαιτεῖται
γιά τό ἄνοιγμα τῶν πνευματικῶν μας ὀφθαλμῶν καί τήν εὕρεση τοῦ φωτός, ἡ ἐπιμονή
καί ἡ ἀνδρεία ἐκείνη τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία θά κάνει τόν ἄνθρωπο νά ὑπερβαίνει ὅλες
τίς δυσχέρειες καί τά ἐμπόδια πού θά βρίσκει στόν δρόμο του. Καί πάλι ὁ τυφλός
γίνεται τό παράδειγμα: Κραύγαζε στόν Κύριο νά τόν ἐλεήσει, ἐπικέντρωνε στό
πρόβλημά του, ἀλλά κώφευε στίς ῾ἐπιθέσεις᾽ τῶν ἄλλων πού τόν πίεζαν νά μή
κραυγάζει στόν Κύριο. Καί ἡ ἐπιμονή του αὐτή καί ἡ ἀνδρεία του ἐπιβραβεύτηκαν: ἐπέβλεψε
ὁ Κύριος καί τόν θεράπευσε. Στή στροφή μας πρός τόν Κύριο, πολύ περισσότερο
στίς νοερές κραυγές μας πρός Αὐτόν πρός ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους Του θά συναντήσουμε
πειρασμούς καί ἐμπόδια: καί ἀπό τά δικά μας πάθη - ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε ὅτι
ἡ ἐσωτερική ἀκαθαρσία μας λόγω τῶν παθῶν μας εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς ἐμποδίζει
πρωτίστως γιά νά Τόν δοῦμε: «μακάριοι οἱ
καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» εἶπε – καί ἀπό τόν πεσμένο
στήν ἁμαρτία κόσμο μας καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Πονηρό. ῞Οπως τό λέει καί ὁ ἀπόστολος:
«῾Η πάλη ἡμῶν οὔκ ἐστιν πρός αἶμα καί
σάρκα, ἀλλά πρός πρός τά πνευματικά τῆς
πονηρίας, πρός τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου».
3. ῞Ωστε: ὁ ἄνθρωπος ἀναβλέπει,
βρίσκει τό φῶς του, πού σημαίνει μετέχει στόν ἴδιο τόν Θεό γευόμενος ἤδη ἀπό
τόν κόσμο τοῦτο τή σωτηρία του, ὅταν ἀναγνωρίζει τήν πνευματική του φτώχεια, ὅταν
στρέφεται πρός τόν Χριστό ὡς τόν Σωτήρα του, ὅταν μέ ἀνδρεία ψυχῆς καί ἐπιμονή ἀντιμετωπίζει
τούς διαφόρους πειρασμούς καί τά ἐμπόδια. Πῶς ὅμως ὑπάρχει ἡ ἐπιβεβαίωση γιά ὅλα
αὐτά; Πῶς δηλαδή ἀποδεικνύεται ῾ἀντικειμενικά᾽ ὅτι ὁ Χριστός ἄγγιξε τά νοερά
μάτια καί ἡ ὀρθή πίστη τοῦ ἀνθρώπου ἔφερε τήν ἀνάβλεψή του; Καί πάλι ὁ
θεραπευθείς τυφλός γίνεται τύπος: Μέ ἀνοικτούς ὀφθαλμούς πιά λόγω τῆς ἐπέμβασης
τοῦ Κυρίου Τόν ἀκολουθεῖ δοξολογώντας τόν Θεό μαζί μέ τόν ὑπόλοιπο λαό. «Καί παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καί ἠκολούθει αὐτῷ
δοξάζων τόν Θεόν. Καί πᾶς ὁ λαός ἰδών ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ». Κι αὐτό θά πεῖ:
κι ἐμεῖς ἐπιβεβαιώνουμε τή θεραπεία μας καί τό ἄνοιγμα τῶν πνευματικῶν ὀφθαλμῶν
μας ὅταν ἡ ζωή μας συνιστᾶ πιά μία ἀκολουθία τοῦ Κυρίου «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», δηλαδή στήν ᾽Εκκλησία Του. Στόν βαθμό πού ἡ
ζωή μας κινεῖται δοξολογικά καί τό «δόξα
Σοι ὁ Θεός» δέν λείπει ἀπό τά χείλη μας, στόν βαθμό πού ἡ θυσιαστική ἀγάπη
μας πρός τόν συνάνθρωπο - ὅ,τι ἀποτελεῖ πυρήνα τῆς ἀκολουθίας τῶν ἰχνῶν τοῦ
Κυρίου – γίνεται ἡ τροχιά τῆς ζωῆς μας, στόν βαθμό πού δέν αὐτονομούμαστε, ἀλλά
νιώθουμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε ναί! μποροῦμε νά νιώθουμε ὅτι
βρισκόμαστε μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τά μάτια μας ῾βλέπουν᾽ τίς θαυμαστές ἐνέργειές
Του σέ ὅλον τόν κόσμο.
῾Ο μέγας Πατήρ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνήθιζε νά κραυγάζει: «Φώτισόν μου τό σκότος, Κύριε». Πρόκειται γιά παραλλαγή τῆς κραυγῆς τοῦ τυφλοῦ τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά εἶναι κανείς χριστιανός χωρίς τήν παρόμοια κραυγή, χωρίς τήν κραυγή τῆς ᾽Εκκλησίας «Κύριε ἐλέησον». Εἶναι ἡ μόνη προϋπόθεση μέ τά δεδομένα πού εἴπαμε πού ὁ Κύριος μᾶς ἀκούει καί μᾶς θεραπεύει. Διότι «πᾶς ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται».