30 Νοεμβρίου 2022

Ο ΥΠΕΡΤΙΜΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

«Ἐπόθησας τόν Δεσπότην καί τοῦτον ἐδίωξας, τοῖς ἴχνεσι τοῖς αὐτοῦ πρός ζωήν ποδηγούμενος, καί τά τούτου πάθη ἀψευδῶς, ὑπέρτιμε Ἀνδρέα, μέχρι θανάτου μιμούμενος» (ωδή ε΄ όρθρου αγίου Ανδρέα του πρωτοκλήτου).

(Θαυμαστέ Ανδρέα, πόθησες τον Δεσπότη Χριστό κι Αυτόν κυνήγησες ακολουθώντας τα χνάρια Του για να ’βρεις τη ζωή και μιμούμενος Εκείνου τα πάθη πράγματι μέχρι θανάτου).

Ο άγιος υμνογράφος με λίγες λέξεις περιγράφει τη θαυμαστή, αλλά και μαρτυρική πορεία του αγίου αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, του αδελφού του μεγάλου και πρωτοκορυφαίου αποστόλου Πέτρου. Και τι σημειώνει ως κύριο χαρακτηριστικό της ζωής του, από τη στιγμή μάλιστα που βρήκε τον Χριστό με την καθοδήγηση του πρώτου δασκάλου του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου; Το «κυνηγητό» του Χριστού πού φανερωνόταν με τη διαρκή ακολουθία της πορείας Εκείνου, μέχρι σημείου να δώσει κι αυτός τη ζωή του για χάρη Του! Κι η επιλογή των λέξεων από τον σοφό υμνογράφο ρίχνει φως ξεχωριστό: «δίωξε», κυνήγησε τον Χριστό, με την έννοια δηλαδή όχι απλώς της παρακολούθησής Του γιατί παρουσίαζε ένα «ενδιαφέρον» η ζωή Του -  μία τέτοια παρακολούθηση φανερώνει άνθρωπο που στέκεται «κριτικά» απέναντι στον Κύριο, συνεπώς ο ίδιος έχει τον «έλεγχο» των πραγμάτων! -  αλλά της απόλυτης προσκόλλησής του σ’ Εκείνον μέχρι σημείου ταύτισης. Τα πατήματα του Ανδρέα ήταν πάνω στα πατήματα του Χριστού∙ ό,τι γράφει και ο απόστολος Πέτρος στην Α΄ καθολική επιστολή του: «Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» - ο Χριστός έπαθε για χάρη μας, αφήνοντάς μας παράδειγμα ώστε να επακολουθήσουμε τα ίχνη Του. Και ποιο το κίνητρο αυτής της προσκόλλησης; Ο «πόθος» του για τον αρχηγό της πίστεώς Του, σαν να είχε φτερά η καρδιά του για να μπορέσει να Τον φτάσει! Πόθος και έρωτας είναι συνήθως οι λέξεις που χρησιμοποιούνται από τους αγίους μας, για να δηλώσουν αυτό που νιώθουν για τον Χριστό. Και μόνο με αυτά τα αισθήματα μπορεί να κατανοηθεί η χαρούμενη διάθεσή τους και για το μαρτύριό τους! Το βλέπουμε και στον άγιο Ανδρέα: βλέπει τα σύνεργα του μαρτυρίου του εκεί στην Πάτρα, τον χιαστί σταυρό, και η ψυχή του αγάλλεται: ευλογεί τον σταυρό, ευλογεί τον κόσμο, πορεύεται με χαρά: η καρδιά του ήδη βρίσκεται στα χέρια του Δημιουργού του!

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ

"῏Ην δέ ᾽Ανδρέας..." (᾽Ιωάν. 1, 41)

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς πιό εμβληματικές φυσιογνωμίες τῆς Εκκλησίας μας. Εἶναι ὁ πρωτόκλητος μαθητής τοῦ Κυρίου, εἶναι ὁ ἀδελφός τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Πέτρου, εἶναι ἐκεῖνος πού προβάλλεται ἰδιαιτέρως στήν Ὀρθόδοξη Εκκλησία ὡς ὁ ἱδρυτής τῆς πρωτόθρονης Εκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τά στοιχεῖα πού επισημαίνουμε νομίζουμε ὅτι ἐπιβεβαιώνουν τόν παραπάνω χαρακτηρισμό. 

1. Καταρχάς, πρίν ποῦμε ὁτιδήποτε γιά τήν  πνευματική πορεία του, θά πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας σχετίζεται ἰδιαιτέρως, περισσότερο ἴσως ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀποστόλους, μέ ἐμᾶς τούς ῞Ελληνες. Τό ἴδιο τό ἑλληνικό ὄνομά του ἀποτελεῖ τήν ἐπιβεβαίωση. Κι ἴσως φαίνεται ὅτι γνώριζε, ὅπως καί ὁ ἄλλος μέ ἑλληνικό ὄνομα ἀπόστολος, ὁ Φίλιππος, τήν ἑλληνική γλώσσα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὅταν προσῆλθαν ῞Ελληνες ὀλίγον πρό τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου στόν Φίλιππο, προκειμένου νά τοῦ ζητήσουν νά δοῦν τόν Διδάσκαλό τους, στόν ᾽Ανδρέα ἀπευθύνθηκε ὁ Φίλιππος καί ἐκεῖνος στόν ᾽Ιησοῦ, γιά νά ἀκουστεῖ τό μεγαλειῶδες ῾ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου᾽.  ῞Οπως τό σημειώνει καί ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: ῾Συμπεραίνω πὼς οἱ Ἕλληνες πήγανε καὶ τὄπανε στὸν Φίλιππο γιατὶ θἄξερε ἑλληνικά, ἀφοῦ καὶ τὄνομά του ἤτανε ἑλληνικό, μακεδονικό. Κι᾿ αὐτὸς πάλι τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε κι᾿ αὐτὸς ἑλληνικὸ ὄνομα, κ᾿ ἴσως γνώριζε καὶ τὴ γλώσσα. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ δυὸ εἴχανε ἑλληνικὰ ὀνόματα᾽. Κι ἀκόμη περισσότερο: μετά πολλές ἱεραποστολικές ὁδοιπορίες, ὁ ᾽Ανδρέας κατέληξε στήν ᾽Αχαΐα, κι ἰδίως στήν Πάτρα, ὅπου ὄχι μόνο κήρυξε ἀλλά καί παρέδωσε ἐκεῖ μέ μαρτυρικό θάνατο τήν ἁγιασμένη του ψυχή. Ξεχωριστή σχέση λοιπόν μέ τούς ῞Ελληνες ὁ θεωρούμενος ἁπλός ψαράς, στήν πραγματικότητα ὅμως σοφός, ὀλιγόλογος, βαθύς ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας ἅγιος ᾽Ανδρέας.

2. Καταγόταν ἀπό τή Βηθσαϊδά τῆς Γαλιλαίας ὁ πρωτόκλητος ἀπόστολος καί μαζί μέ τόν ἀδελφό του πρωτοκορυφαῖο καί πρωτόθρονο ἀπόστολο Πέτρο ὑπῆρξε πρῶτα μαθητής τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου κι ἔπειτα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Μετά τήν ᾽Ανάληψη ᾽Εκείνου κι ἰδίως μετά τήν πλήρωση τοῦ ᾽Ανδρέα ἀπό τό πυρφόρο Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς τόν βλέπουμε νά κηρύσσει καί νά θαυματουργεῖ στή Βιθυνία, στόν Εὔξεινο Πόντο, στίς περιοχές τοῦ Βυζαντίου, στή Θράκη, στή Μακεδονία, στήν Ἤπειρο, στήν ᾽Αχαΐα. Στήν ᾽Αχαΐα μάλιστα παρέμεινε ἐπ᾽ ἀρκετόν καί ἐκεῖ θεράπευσε μεταξύ ἄλλων τή Μαξιμίλλα, σύζυγο τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἐπάρχου Αἰγεάτη. ῾Ο Αἰγεάτης ἦταν ἐκεῖνος μάλιστα πού ἐπειδή ἡ γυναίκα του πίστεψε στόν Χριστό ὁδήγησε στά βανιστήρια καί στό τελικό μαρτύριο τόν ἅγιο ᾽Ανδρέα. Κατά πῶς τό ἀναφέρει καί πάλι ὁ Κόντογλου: ῾Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ…Σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ποὺ θὰ τὸν σταυρώνανε, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν βασανίσανε, τὸν πήγανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στὸν τόπο ποὺ εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ ἐκκλησιά του καὶ ποὺ τότες ἤτανε χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Δήμητρας. Γύρισε καὶ κοίταξε ἀτάραχος τὸ σταυρὸ καὶ τὸν βλόγησε, βλόγησε καὶ τὸν κόσμο, κ᾿ ὕστερα τὸν σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν. Ὁ σταυρὸς ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἤτανε κανωμένος ἀπὸ δυὸ ἴσια σταυρωτὰ ξύλα σὲ σχέδιο X, καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἤτανε ἀπὸ ξύλο τῆς ἐληᾶς. Μαρτύρησε βασιλεύοντας στὴ Ρώμη ὁ Νέρωνας. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, «ἤτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, μὲ γυριστή μύτη καὶ μὲ πυκνὰ φρύδια᾽. Γι᾽ αὐτό εἶναι εὐνόητο πού ἡ  Πάτρα καυχᾶται, γιατί ὄχι μόνο τά χώματά της ἁγιάσθηκαν ἀπό τό τίμιο αἷμα τοῦ μαθητῆ τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί γιατί κατέχει, μετά ἀπό πολές περιπέτειες βέβαια, τμῆμα ἀπό τήν κάρα του καί τόν ἅγιο σταυρό του.

3. Δέν χρειάζονται πολλά λόγια γιά τόν ἅγιο ᾽Ανδρέα. Κάποια καίρια στοιχεῖα ὅμως πρέπει νά ἐπισημανθοῦν:

(1) ῾Ο ἅγιος ἀπόστολος ὑπῆρξε ὅπως εἴπαμε βαθύς ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας. Ψαράς στό ἐπάγγελμα ἀλλά μέ μεγάλο πόθο νά βρεῖ ἀπαντήσεις γιά τό νόημα τῆς ζωῆς. Μαθητής τοῦ ἁγίου Προδρόμου μελετᾶ τόν Νόμο καί τούς προφῆτες, κι ὅταν ὁ δάσκαλός του ὑποδεικνύει τόν Μεσσία πού ῾αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽, τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἐγκαταλείπει τόν ᾽Ιωάννη γιά νά ἀφοσιωθεῖ ἔκτοτε στόν Κύριο τῆς ζωῆς του. Στόν πρῶτο πού κλήθηκε ἀπό τόν Κύριο ἐπισημαίνουμε τήν ἀλήθεια ὅτι ὅποιος μέ γνησιότητα ἀναζητεῖ αὐτήν, τήν ἀλήθεια, θά βρεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό νά γίνεται ὁ ῾κυνηγός᾽ τῆς ὕπαρξής του, ὁ ῾Οποῖος τοῦ διανοίγει τά πνευματικά ὦτα γιά Τόν ἀκούσει. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽.

(2) ῾Ο ἀπόστολος διακατείχετο ἀπό τόλμη, καρπό τῶν πνευματικῶν του ἀναζητήσεων. Δέν διστάζει νά γίνει μαθητής τοῦ ἀσκητικοῦ καί αὐστηροῦ ᾽Ιωάννη, δέν διστάζει καί νά τόν ἀφήσει γιά νά ἀκολουθήσει τόν ῾ἄγνωστο᾽ Δάσκαλο, δέν διστάζει νά ἐπιμείνει στήν ἀκολουθία ᾽Εκείνου, ἔστω καί μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Στόν ἀπόστολο ᾽Ανδρέα διαπιστώνουμε λόγω καί τῆς παρουσίας πιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅ,τι διεκήρυξε ὁ ἄλλος μεγάλος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος: ῾οὐκ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ᾽.

(3) ῾Ο ἅγιος ᾽Ανδρέας ἀπαρχῆς νιώθει τήν ἀνάγκη νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. ῎Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς – αὐτό θά ἔλθει ἀρκετά ἀργότερα - ἀλλά πρωτίστως μέ τήν ἔννοια τῆς κατάθεσης τῆς ἐμπειρίας ἀπό τή συνάντηση μαζί Του. Καλεῖται ἀπό τόν Κύριο κι εὐθύς σπεύδει νά προσκαλέσει καί τόν ἀδελφό του Σίμωνα Πέτρο. Τήν προσωπική του χαρμόσυνη ἐμπειρία θέλει νά τή μοιραστεῖ, κι ὁ πρῶτος γι᾽ αὐτό εἶναι ὁ ἀδελφός του. ῞Ολη ἡ μετέπειτα ζωή του βεβαίως συνιστᾶ τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀνάγκης του αὐτῆς, ἡ ὁποία ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ καί τήν ὑπακοή του στόν Κύριο καί Διδάσκαλό Του. ῾Καί ὑμεῖς μαρτυρεῖτε περί ἐμοῦ᾽. ῾Καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς᾽.

(4) Κι ἀκριβῶς καί στόν ἅγιο ᾽Ανδρέα ἐπισημαίνουμε τόν πνευματικό νόμο ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως στόν Χριστό ὡς κατάθεσης ἐμπειρίας συνυπάρχει συνήθως καί μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. ῾Ο Κύριος ῾ἔδεσε᾽ τίς δύο αὐτές συνιστῶσες τῆς ἀκολουθίας Του: ὅποιος Τόν ἀκολουθεῖ καί τόν ἐξαγγέλλει, ὁ ἴδιος καί θά γεύεται τόν καρπό: τή φονική διάθεση τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντί του. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι᾽. Κι αὐτό βεβαίως θά εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ ἀνάστασή του, ὅπως καί ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μπορεῖ νά προσφέρει στό ἀνθρώπινο γένος. 

῾Η ζωή τοῦ ἁγίου ᾽Ανδρέα ἀποτελεῖ παράδειγμα καί γιά μᾶς. ῞Οπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος καλοῦσε σέ μίμηση τῆς ζωῆς του - ῾μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ᾽ - τό ἴδιο καλεῖ καί ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἀπόστολος ᾽Ανδρέας. Πού σημαίνει: δέν πρέπει νά αὐταπατόμαστε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί χωρίς καθ᾽ ἡμέραν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ πρός συνάντησή Του – τό νά βρίσκουμε τόν Χριστό, κατά τούς Πατέρες μας, εἶναι τό ῾ἀεί ζητεῖν Αὐτόν᾽ -, χωρίς παράλληλα μαρτυρίας ᾽Εκείνου πρωτίστως ἔργῳ καί ὕστερα λόγῳ, ὅταν μᾶς ζητεῖται κάτι τέτοιο, χωρίς ἑτοιμότητα θυσίας καί τῆς ζωῆς μας γι᾽ Αὐτόν. 

29 Νοεμβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ

«Ο νέος ιερομάρτυς Φιλούμενος από το χωριό Ορούντα της επισκοπής Μόρφου της Κύπρου γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς (1913) κι αγάπησε από παιδί τη μοναχική ζωή, κάτι που το έδειξε με την προσέλευσή του στη Μονή Σταυροβουνίου (μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο) σε ηλικία 14 ετών. Μετά την καλή υπακοή του επί πενταετία στο μοναστήρι, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, όπου και έγινε ιερέας ασκούμενος εκεί επί σαρανταπέντε έτη. Η διακονία του σε διάφορα προσκυνήματα κατέληξε στο Φρέαρ του Ιακώβ, που έγινε και ο τόπος του δοξασμένου μαρτυρικού του τέλους (1979) – φανατικοί Σιωνιστές τον σκότωσαν με πέλεκυ. Την ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του, μετά τέσσερα έτη, το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδιάζον, δείγμα της παρρησίας του ενώπιον του Κυρίου. Το σκήνωμά του πια στην αγία Σιών επιτελεί πολλά θαύματα σε όσους τον επικαλούνται με πίστη. Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 29 Νοεμβρίου 2009».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας για τον νέο της άγιο ιερομάρτυρα είναι επόμενο να τονίζουν και την οικουμενικότητά του και το ισοστάσιο της αγίας βιοτής του σε σχέση με τους άλλους παλαιότερους μάρτυρες, πολύ περισσότερο όμως την αιτία της αγιότητάς του, τη σφοδρή ἀγάπη του πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ο σοφός υμνογράφος είναι σαφής: «Ο θεοφόρος Φιλούμενος αποτελεί τον πολύφωτο πυρσό της αγάπης του Χριστού», διότι «από παιδί αγάπησε τον Κύριο παραπάνω από τον εαυτό του και από όλα τα προσφιλή και τα ρέοντα του βίου αυτού».

Η μεγάλη αγάπη του Φιλουμένου προς τον Χριστό τον φέρνει με τη σύμφωνη γνώμη της Μονής Σταυροβουνίου στα άγια χώματα της Ιερουσαλήμ. Εκεί, στην αγιοταφική αδελφότητα, αποφασίζει να ζήσει και να πεθάνει ως ακόλουθος των ιχνών του Κυρίου. Καταλήγει στο προσκύνημα παρά το φρέαρ του Ιακώβ, κι εκεί ο Χριστός τον χαριτώνει με το μεγάλο χάρισμα του μαρτυρίου. «Έφτασες στο θείο τάγμα του αγίου Τάφου, θεσπέσιε πάτερ», σημειώνει ο ευσεβής ποιητής Χ. Μπούσιας, «ποθώντας πανευλαβώς να διακονήσεις στα ιερά προσκυνήματα κατά τους έσχατους χρόνους και να βαδίσεις στα βήματα του παντοκράτορα Ιησού». Κι η αποκορύφωση: «Υπέμεινες από άνομα χέρια τα θανατηφόρα τραύματα του πέλεκυ, ως άμωμος αμνός και θειότατο σφάγιο κι εσύ, παρά το πανάγιο φρέαρ του Ιακώβ, μιμούμενος το Πάθος του Σταυρωθέντος Χριστού του Παντοκράτορος, κατά τα έσχατα χρόνια».

Η ώρα του μαρτυρικού τέλους του αγίου, η ώρα της σφαγής του, γίνεται για τον εμπνευσμένο υμνογράφο αντικείμενο ξεχωριστής αναφοράς. Ο Φιλούμενος «φονεύτηκε με τον σκληρό τρόπο του πελεκισμού του κατά την ώρα της εσπερινής προσευχής, κι έτσι ανέβηκε τροπαιούχος στον Χριστό που ποθούσε». Για να προχωρήσει ο ύμνος με μία εικόνα που μας κατανύσσει ιδιαίτερα. «Μόνος στο φρέαρ του Ιακώβ, πανσεβάσμιε, αναπέμποντας δόξα στον Δημιουργό και Παντοκράτορα Θεό, καταπληγώθηκες, μακάριε, με πολύ θρασύ τρόπο από τον πέλεκυ των μισοχρίστων και κατακοκκίνησες τη στολή της ιερωσύνης σου από τη ροή των αιμάτων σου, με αποτέλεσμα να τρέξεις να αναγνώσεις το “εσπέρας προκείμενον” στα ουράνια δώματα». Σαν σκηνοθέτης ο υμνογράφος επικεντρώνει τον φακό του σκηνή-σκηνή στο μαρτυρικό τέλος. Τα κτυπήματα του θράσους, το αίμα που χύνεται και κοκκινίζει την ιερατική στολή, αλλά και το βάθος που μόνο η πίστη μπορεί να το επισημάνει: ο άγιος δεν σταματά τη δέηση. Ο εσπερινός συνεχίζεται λαμπρά και θαυμαστά πια στο άνω θυσιαστήριο, μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους. «Εσπέρας προκείμενον», δεν διακόπτει ο άγιος μάρτυρας, «Σοφία. Πρόσχωμεν», σαν να ακούμε πια από την ουράνια χορωδία.

Κι αυτήν τη χαρισματική σκηνή την προεκτείνει ο εκκλησιαστικός ποιητής: ο άγιος «σάν έτοιμος από καιρό», δεν φοβάται τους άνομους. Πεπληρωμένη η καρδιά του από την αγάπη του Χριστού, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος), με θάρρος και τόλμη που είχε φανερωθεί ήδη από τη στάση του και στις παλαιότερες απειλές των μισοχρίστων, αντιμετωπίζει παρομοίως και τα τελικά κτυπήματα. «Είχες τη δύναμη του Κυρίου, Φιλούμενε, ο Οποίος παρέχει τα γεμάτα ζωή νάματα, γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες καθόλου τις απειλές των εχθρών της πίστεως». Κι ακόμη: Εν πνεύματι ο άγιος, μας υπενθυμίζει ο υμνογράφος, φανερώθηκε στον αδελφό του, ευρισκόμενο στο Άγιον Όρος, για να του πει το τι διαδραματίζεται την ώρα του μαρτυρίου του. «Σε υμνούμε, ιερόαθλε Φιλούμενε, και για το ότι φανερώθηκες στον αδελφό σου που βρισκόταν στο Άγιον Όρος, και του είπες το ιερό σου μαρτύριο στον τόπο εκείνο». (Κατά ακρίβεια, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του μακαριστού και αυτού οσίου Γέροντος Ελπιδίου, διδύμου αδελφού του αγίου: «αδελφέ μου, με σκοτώνουν - προς δόξαν Θεού. Μην αγανακτήσεις»). 

Η παρρησία που απέκτησε ο άγιος ενώπιον του Κυρίου πια αποτελεί τη συνέπεια της όλης αγιασμένης βιοτής του. Ο Κύριος θέλησε ο φίλος του Φιλούμενος να είναι ένας ακόμη πρεσβευτής των ανθρώπων ενώπιόν Του, γι’ αυτό και όσοι τον επικαλούνται βλέπουν άμεσα την ιαματική επέμβασή του. «Όσοι γιορτάζουμε τη μνήμη της τελειώσεώς σου, δοξασμένε Φιλούμενε,... κραυγάζουμε: από τον Ουρανό που βρίσκεσαι σκέπε και διάσωζε από κάθε ανάγκη «σους πρόσφυγας», εμάς που προσφεύγουμε σε σένα».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Οι άγιοι ζούσαν επί Δεκίου του βασιλιά και του άρχοντα Ακυλίνου. Η αφορμή γι’ αυτούς της πίστεώς τους στον Χριστό και της τελειώσεώς τους είναι η παρακάτω: Σε τόπο της Βαλσατίας, που ονομαζόταν Ιερό, υπήρχε πολλή και πλούσια ανάδυση θερμών υδάτων, η οποία θεράπευε κατά παράδοξο τρόπο τις αρρώστιες. Εδώ λοιπόν έφτασε για θεραπεία του σώματός του ο άρχοντας της Ανατολής Ακυλίνος, ο οποίος είχε διατάξει να τον ακολουθήσουν δέσμιοι από τη Νικομήδεια και οι αθλητές που είχαν συλληφθεί για την πίστη τους στον Χριστό. Όταν πήγε στο τέμενος της Ίσιδος και πρόσφερε τις βδελυρές θυσίες του, διέταξε και τους αγίους να θυσιάσουν στα είδωλα και να τα προσκυνήσουν. Επειδή βεβαίως εκείνοι αρνήθηκαν να το κάνουν, έδωσε προσταγή να τους σκοτώσουν όλους με ξίφη. Έτσι οι γενναίοι γίνανε θαυμαστοί μάρτυρες του παμβασιλέως Χριστού του Θεού, με τη βοήθεια Εκείνου, τριακόσιοι εβδομήντα τον αριθμό.

Βλέποντας αυτούς ο άγιος Παράμονος, με μεγάλη φωνή φώναξε και είπε: «Βλέπω μεγίστη ασέβεια. Διότι ο μιαρός αυτός κατασφάζει τόσους δικαίους και ξένους με παράλογο τρόπο». Ο άρχοντας, όταν το άκουσε, καταλήφθηκε από μανία και διέταξε αμέσως να τον σκοτώσουν. Οι απεσταλμένοι του άρχοντα αφού συνέλαβαν τον Παράμονο, ο οποίος δεν γνώριζε τη διαταγή και συνέχιζε να βαδίζει στον τόπο που βρισκόταν, δεν ήθελαν ένας να διαπράξει τον φόνο, αλλά όλοι. Έτρεξαν λοιπόν να χύσουν αίμα αθώο, μπροστά στα μάτια του άρχοντα, με τα ίδια τους τα χέρια και με τα δικά τους όπλα. Άλλοι τότε τον κτυπούσαν με λόγχες, άλλοι με μυτερά καλάμια, περνώντας τα μέσα από τη γλώσσα και τα λοιπά μέλη του αγίου, μέχρις ότου μπροστά στον τύραννο τον σκότωσαν  στον τόπο που είπαμε, και τον έστειλαν έτσι στις ουράνιες σκηνές. Στον ίδιο χώρο με τους αγίους τριακοσίους εβδομήντα μάρτυρες και στις ίδιες θήκες με αυτούς συγκαταριθμήθηκε και ο άγιος και κατατέθηκε το λείψανό του».

Αυτό που θαυμάζει κανείς στον άγιο Παράμονο εξαρχής, είναι η αντίδρασή του μπροστά σε μία εξώφθαλμη αδικία. Μπροστά στο τρομερό γεγονός του μαρτυρικού θανάτου τόσων ανθρώπων, η ψυχή του «πνίγεται» και αντιδρά. Δεν κρύβεται, δεν κάνει τον «ανήξερο», δεν ακολουθεί τον δρόμο της «σύνεσης», για να μην πάθει κι εκείνος τίποτε – έβλεπε οπλισμένους στρατιώτες και την εξουσία του τόπου, συνεπώς ανθρωπόμορφα θηρία που μπορούσαν να του κάνουν κακό – με άλλα λόγια, δεν ακολουθεί την «πεπατημένη» του ιερέα και του λευίτη της παραβολής του καλού Σαμαρείτη – «δεν ήσουνα ξαπλωμένος στον καιρό των αγώνων, αλλά μάλλον όρθιος και ρωμαλέος για τη θεία άθληση» -  αλλά αφήνει να εκφραστεί η αγανάκτησή του, με τρόπο  που να ακουστεί. Κι αυτή η αντίδρασή του, η οποία τελικώς θα στοιχίσει και τη δική του ζωή, φανέρωσε την υπάρχουσα μέσα του καλή διάθεση της ψυχής. Ο άγιος Παράμονος είχε καλή καρδιά, που διατηρούσε μέσα της ανθρωπιά, δηλαδή αγάπη. Μας το αποκαλύπτει ο απόστολος Παύλος, όταν θα πει μεταξύ των άλλων ότι «η αγάπη ου χαίρει επί τη αδικία». Έτσι ο άγιος Παράμονος λειτούργησε σαν τον καλό  Σαμαρείτη, που ναι μεν δεν μπορούσε να βοηθήσει τους σφαγιαζομένους μάρτυρες, αν είχε όμως τη δυνατότητα θα το έκανε.

Ο άγιος υμνογράφος κινείται μ’ αυτό το σκεπτικό. Θεωρεί μάλιστα ότι όχι μόνον η αντίδρασή του αγίου ήταν θέμα αληθινής ανθρωπιάς, αλλά και χάρης Θεού, θεϊκού ζήλου. Διότι μόνον  ένας που η καρδιά του νύττεται από ζήλο Θεού, μπορεί και αυτός να θελχθεί από το μαρτύριο των αγίων, πολύ περισσότερο να γίνει και ο ίδιος μάρτυρας. «Μόλις κατενόησες, Παράμονε, ότι ο πολυάριθμος δήμος των μαρτύρων κατασφάττεται για την πίστη του πάντων Θεού και βασιλέα, θέλχθηκες εντελώς από τον ζήλο του Θεού και φώναξες δυνατά: Είμαι πάντοτε κι εγώ γνήσιος δούλος Χριστού. Μάθετέ το παράνομοι τύραννοι. Και να, τώρα, παρευρίσκομαι από μόνος μου, προκειμένου να θυσιαστώ σαν άκακο αρνί».

Εκείνο που κινητοποίησε τον άγιο Παράμονο, ώστε να προκληθεί και να θεριέψει η πίστη του στον Χριστό, ήταν βεβαίως το παράδειγμα των πολυαρίθμων μαρτύρων. Δεν άκουσε λόγια περί Χριστού – αναγκαία ασφαλώς κι αυτά – δεν διάβασε κάτι για Εκείνον. Είδε σαρκωμένη και έμπρακτη την πίστη. Και ζήλεψε. Και κινητοποιήθηκε. Και αντέδρασε. Και έγινε και αυτός μάρτυρας. «Μένοντας έκπληκτος, ένδοξε, από την υπομονή των μαρτύρων, και θαυμάζοντας το τέλος τους, έγινες κοινωνός μ’ αυτούς στον ζήλο της πίστεώς τους και της υπέρτιμης άθλησής τους». Για να αποδειχτεί για μία ακόμη φορά ότι μεγαλύτερο μάθημα πίστεως από το προσωπικό παράδειγμα, από την πράξη της ζωής, δεν υπάρχει. Που σημαίνει: αν θέλουμε να βοηθήσουμε κι εμείς τον παραπαίοντα κόσμο μας, που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ πίστεως και απιστίας, αν θέλουμε η πίστη του Χριστού να φουντώσει, πέρα από τη χάρη Εκείνου που έτσι κι αλλιώς μας τη δίνει πλουσιοπάροχα κάθε στιγμή, χρειάζεται και η δική μας συνέργεια. Κι αυτό σημαίνει πρωτίστως: λιγότερα λόγια και περισσότερο προσωπικό παράδειγμα. Την ώρα που ο κάθε πιστός μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, εκείνην την ώρα προσφέρεται ο ουρανός στους άλλους ανθρώπους και λάμπει ο ήλιος της πίστεως.

28 Νοεμβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 715 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς, τον Ιωάννη και την Άννα. Ασκήθηκε από τη νεότητά του στη μονή του αγίου Αυξεντίου, που ήταν στη Βιθυνία. Η μονή βρισκόταν σε υψηλό τόπο, που ονομαζόταν Βουνό του αγίου Αυξεντίου. Έγινε ηγούμενος των μοναχών εκεί. Η φήμη των πνευματικών του αγώνων ακούστηκε παντού και η ευωδία των αρετών του οδήγησε πολλούς σ’  αυτόν. Απέθανε με μαρτυρικό θάνατο λόγω της προσκύνησης των αγίων εικόνων, επί Κωνσταντίνου του καλουμένου Κοπρωνύμου. Προ του μαρτυρικού τέλους του, ο Κοπρώνυμος τον κατεδίκασε επί ένδεκα μήνες σε δεσμά και φυλακές. Έπειτα διέταξε και τον έσυραν κατά γης και τον λιθοβόλησαν σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, εξ ου και επονομάστηκε νέος Στέφανος. Τον κτύπησαν στη συνέχεια με ξύλο στα μηνίγγια και αφού του συνέτριψαν το κεφάλι, άφησε το πνεύμα του το 767».

Ο όσιος Στέφανος οδηγήθηκε στο μαρτύριο λόγω της επιμονής του στην ορθόδοξη πίστη, που την εποχή εκείνη (8ος μ.Χ. αιώνας) αποδεικνυόταν με την αποδοχή των εικόνων («μαρτύρησε γιατί σεβόταν την εικόνα του Χριστού και όλων των αγίων»). Ήταν από εκείνους που κατεξοχήν με την πράξη της ζωής του συνέβαλε στη στερέωση του ορθοδόξου φρονήματος – μη ξεχνάμε ότι η εικονομαχία ήταν στην πραγματικότητα χριστολογική αίρεση, δηλαδή αμφισβητούσε την αληθινή εικόνα του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου – γι’  αυτό και είχε και ο ίδιος εικόνες: του Κυρίου, της Παναγίας, των άλλων αγίων, τις οποίες, όπως είπαμε, σεβόταν, ασπαζόταν, προσκυνούσε, απονέμοντας βεβαίως τιμητική προσκύνηση σ’ αυτές. Ένας ύμνος μάλιστα του υμνογράφου μας αποδίδει «ζωγραφικά» τη στάση του οσίου απέναντι στις εικόνες. Ο όσιος γονατιστός προφανώς μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας, τον Οποίο βαστάζει στην αγκαλιά της, κατασπάζεται ένδακρυς Εκείνη και τον Υιό Της, προσευχόμενος να δώσουν λύση στο πρόβλημα που ταλάνιζε την Εκκλησία και νιώθοντας αισθητά τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία τον ενδυνάμωνε να βδελυχθεί το δυσσεβές δόγμα του δυσσεβούς βασιλιά, συνεπώς και να δώσει και την ίδια τη ζωή υπέρ της αληθούς πίστεως. «Επειδή ασπαζόσουν τη σεπτή εικόνα του Χριστού και της Παναγίας Μητέρας Του, μακάριε, βδελύχθηκες το δυσσεβές δόγμα του δυσσεβή βασιλιά, με τη δύναμη του Θείου Πνεύματος».

Η περιγραφή του υμνογράφου εν προκειμένω γίνεται σημείο προσανατολισμού. Στο κάθε πρόβλημα, δικό μας ή των άλλων, η προσευχητική στάση μας μπροστά στην εικόνα του Κυρίου και της Παναγίας μας είναι το κατεξοχήν όπλο μας. Η προσευχή αυτή, ενδυναμούμενη και από την προσπάθεια εφαρμογής των εντολών του Κυρίου μας, μας οδηγεί στη διέξοδο των προβλημάτων μας. Κι η σπουδαιότερη διέξοδος τις περισσότερες φορές είναι η από τον Κύριο προσφορά της χάρης της υπομονής, ώστε να αντέχουμε τα προβλήματα.

Η ΑΡΜΟΜΕΛΟΤΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΣΟΥ (27 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

«Πιστῶς ἀθροισθέντες σήμερον, φιλοθεάμονες, ἀθρήσατε πάλην, ξένην καί διαλάττουσαν, Ἰακώβου τοῦ ἐκ Περσίδος ἡμῖν ἀστράψαντος, δίκην ἀστέρος τοῦ τοῖς Μάγοις φανέντος καί πρός τήν ἀληθῆ ἐπίγνωσιν καθοδηγήσαντος. Οὗτος γάρ ὁ γεννάδας, ἐν τῷ πίπτειν τούς πολεμίους ἀνέτρεπε, καί ἐν τῷ ἁρμομελοτομεῖσθαι τούς τυράννους ἐξενεύρου, τῇ ἄνωθεν προμηθείᾳ νευρούμενος καί βοῶν˙ Εἰ καί τά μέλη μου αἰσθητά ὄντα τέμνετε, ἀλλ’ ἔχω Χριστόν, νοητῶς μοι τά πάντα γινόμενον. Ὅθεν προβλέπων τήν μέλλουσαν ζωήν, διά τοῦ τοῖς πᾶσι προκειμένου θανάτου, πρός ἐκείνην ἔσπευσε περᾶσαι˙ εἰς ἥν καί αὐλιζόμενος, αἰτεῖται ἡμῖν παρά τοῦ στεφοδότου Θεοῦ ἱλασμόν, φωτισμόν, καί τό μέγα ἔλεος, τοῖς ἐκτελοῦσι τήν μνήμην αὐτοῦ» (Δοξαστικό αποστίχων όρθρου, πλ. δ΄).

«Φιλοθεάμονες, καθώς μαζευτήκατε σήμερα με πίστη, ας παρατηρήσετε με προσοχή παράξενη και διαφορετική πάλη, του Ιακώβου που άστραψε από την Περσία σαν το αστέρι που φάνηκε στους Μάγους τότε που γεννήθηκε ο Χριστός και τους καθοδήγησε προς την αληθινή επίγνωση. Κι αυτό γιατί αυτός ο γενναίος την ώρα που έπεφτε νικούσε τους εχθρούς, και την ώρα που τον έκοβαν κομματάκια εξόργιζε τους τυράννους, ενδυναμούμενος από τη βοήθεια του Θεού και φωνάζοντας δυνατά: Κι αν τα μέλη μου που είναι αισθητά τα κόβετε, όμως έχω τον Χριστό που γίνεται για μένα τα πάντα. Γι’ αυτόν τον λόγο βλέποντας ενώπιόν του τη μέλλουσα ζωή έσπευσε να περάσει προς αυτήν μέσω του θανάτου που είναι μπροστά σε όλους. Στη ζωή αυτή τώρα ευρισκόμενος ζητάει για χάρη μας από τον Θεό να μας δώσει συγχώρηση, φωτισμό και το μέγα Του έλεος, σε όλους εμάς που επιτελούμε τη μνήμη του».

 

Σαν σκηνοθέτης ο γνωστός υμνογράφος της Εκκλησίας Γεώργιος ο Σικελιώτης, (που έζησε περί τα τέλη του όγδοου αιώνα και μας άφησε πολλούς ύμνους), προβάλλει στο δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου της εορτής του μεγαλομάρτυρα Ιακώβου του Πέρσου σε ήχο πλ. δ΄ - τον ήχο που δίνει έκταση και ευρύτητα στις ζωηρές φωνές των ασμάτων και χαρακτηρίζεται κορωνίδα και τέλος όλων των ήχων – το μαρτυρικό τέλος του αγίου. Προσκαλεσμένοι στο «θέαμα» αυτό όλοι οι πιστοί της Εκκλησίας για να δούμε τα παράδοξα του αγώνα και της πάλης του – μίας άνισης πάλης μεταξύ αυτού που βρίσκεται παντελώς άοπλος μόνο με το σώμα του και των πάνοπλων εχθρών του, των δημίων του βασιλιά της Περσίας. Και ποια τα παράδοξα; Μα το γεγονός ότι ο αδύναμος γίνεται ο ισχυρός, αυτός που πέφτει από τα κτυπήματα νικάει τους εχθρούς, αυτός που κομματιάζεται αποκτά πελώριες διαστάσεις «καταπίνοντας» τους αντιπάλους. Πώς; Με τη βοήθεια του παντοδύναμου και παντοκράτορα Κυρίου, ο Οποίος γίνεται τα πάντα για τον αγαπημένο του φίλο: όσα χάνει τα αναπληρώνει αμέσως. Γιατί; Διότι πάσχει κι Εκείνος μαζί του, αφού ο μάρτυρας αποτελεί μέλος Του. Αυτό είναι και το μυστήριο του κάθε μαρτυρίου που αδυνατεί βεβαίως ελλείψει «οφθαλμών» να το δει ο άπιστος άνθρωπος: ο μάρτυρας ποτέ δεν είναι μόνο αυτό που «φαίνεται» από τις σωματικές αισθήσεις – ένα κορμί που κείται αδύναμο. Είναι ολόκληρος όταν κανείς τον «δει» με τα μάτια της πίστεως μαζί με τον Χριστό – ό,τι συνιστά την αυτοσυνειδησία του κάθε χριστιανού. «Μέλος Χριστού» ακριβώς, «κλήμα στο αμπέλι του Χριστού», «πέτρα οικοδομημένη στο θεμέλιο του Χριστού», Χριστός δηλαδή κι αυτός «εν ετέρα μορφή». Και παρακολουθούμε λοιπόν οι πιστοί το «βάθος» των πραγμάτων και μετέχουμε εν χάριτι και στην κοινωνία των παθημάτων Χριστού από τον μάρτυρα αλλά και στον δοξασμό του: το πέρασμά του στη Βασιλεία του Θεού, εκεί που χαίρει και αγάλλεται, αρχίζοντας ταυτόχρονα όμως και το μεγαλύτερο πια «διακόνημά» του: την προσευχή του για χάρη μας, εμάς που βρισκόμαστε ακόμα στον κόσμο τούτο και ταλαιπωρούμαστε από τα πάθη μας και τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο μας.