Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25 Φεβρουαρίου 2025

Ο... "ΑΝΑΜΑΡΤΗΤΟΣ"!

Ο κύριος που μπήκε στο εξομολογητάρι περίμενε στην αναμονή αρκετή ώρα. Τον είχε δει ο ιερέας μαζί με τους άλλους, όταν ξεκίνησε την εξομολόγηση. Ήταν αρκετά ευπαρουσίαστος και πολύ ευγενικός. Σταυροκοπήθηκε, φίλησε το χέρι του ιερέα, κάθισε στη θέση του εξομολογουμένου.

«Πρώτη φορά εξομολογείσθε;» ρώτησε ο ιερέας. «Δεν σας έχω ξαναδεί».

«Όχι, πάτερ. Εξομολογούμαι κατά καιρούς, αλλά δεν έχω σταθερό εξομολόγο. Όταν πλησιάζουν οι μεγάλες γιορτές, μπαίνω σε κάποιο ναό και όταν βρω πνευματικό εξομολογούμαι. Δεν θέλω να κοινωνώ χωρίς εξομολόγηση».

«Κάνετε πολύ σωστά. Κι αυτό δείχνει ότι μάλλον έχετε συναίσθηση των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Η ιερά εξομολόγηση – το γνωρίζετε - είναι από τα υποχρεωτικά λεγόμενα μυστήρια, μαζί με το βάπτισμα, το χρίσμα και τη θεία κοινωνία, γιατί δυστυχώς μετά το βάπτισμά μας αμαρτάνουμε. Οπότε ο Κύριος μάς το πρόσφερε ως τη μεγαλύτερη δωρεά: να μπορούμε και πάλι να καθαρίζουμε την ψυχή μας και να ξαναζούμε τη χάρη της αναγέννησής μας, όπως τότε που βγήκαμε από την αγία κολυμβήθρα. Αρκεί βεβαίως και η εξομολόγηση να γίνεται με τον σωστό τρόπο».

«Ποιος είναι ο σωστός τρόπος, πάτερ;» είπε ο μεσήλικας.

«Αυτό που δηλώνει και το όνομα του μυστηρίου. Λέμε μυστήριο μετανοίας. Συνεπώς πρέπει κανείς να είναι σε αυτήν την ατμόσφαιρα της επίγνωσης των αμαρτιών του και της πίστης στην αγάπη του Θεού, ώστε να προσέλθει σωστά. Χωρίς τη μετάνοια και την απόφαση για αλλαγή της ζωής του, ώστε να βαδίζει πια όσο γίνεται πάνω στις εντολές του Χριστού μας, η εξομολόγηση καταντά μάλλον ένας τύπος που δεν ξέρω κατά πόσο προσφέρει στον άνθρωπο τη χάρη του Θεού».

«Ναι, πάτερ», έδειχνε να συμφωνεί ο κύριος.

«Θέλω όμως και κάτι ακόμη να σας πω», είπε ο ιερέας, «πριν ξεκινήσετε να εξομολογείσθε. Είπατε ότι δεν έχετε σταθερό πνευματικό. Αυτό πρέπει να σας προβληματίσει λίγο. Χωρίς να είναι θέμα δογματικό, όπως λέμε, για την πίστη μας, δηλαδή ότι χωρίς αυτό δεν είμαστε πιστοί και δεν ζούμε τη σωτηρία μας – εκτός κι αν κανείς δεν έχει σταθερό τόπο που ζει - όμως έχει διαπιστωθεί ότι η αναφορά σε ένα μόνο πνευματικό βοηθάει στην πνευματική μας πορεία, για τον λόγο ότι επέρχεται  γνωριμία πραγματική, ψυχική, μεταξύ του εξομολόγου και του εξομολογουμένου, κι επομένως μπορεί ο πνευματικός και να μας καταλάβει καλύτερα και να μας δώσει τις πιο καλές ίσως συμβουλές για τη σχέση μας με τον Θεό. Και το ερώτημα βεβαίως πάντα είναι «γιατί θέλω να αλλάζω πνευματικό;» Αν, σας είπα, είναι λόγω των μετακινήσεων του ανθρώπου, έχει καλώς. Αν όμως η διαρκής αλλαγή οφείλεται στο γεγονός ότι δεν θέλω να δεθώ με κάποιον συγκεκριμένα, τότε τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και μοιάζουν με το φυτό που διαρκώς μεταφυτεύεται. Δηλαδή δεν μπορεί τελικώς να καρποφορήσει. Σκεφθείτε μήπως συμβεί τούτο και σε σας. Η πρότασή μου θα ήταν λοιπόν να αποφασίσετε να πηγαίνετε σε κάποιον πιο σταθερά, πιο συγκεκριμένα. Συγγνώμη που σας τα λέω αυτά, αλλά είμαι υποχρεωμένος να σας τα πω. Κι εγώ έχω σταθερό πνευματικό, που επειδή ακριβώς με ξέρει, δεν χρειάζεται να εξηγώ πολλά πράγματα από τη ζωή μου. Ομολογώ εν μετανοία τις αμαρτίες μου, κάνει κάποια παρατήρηση ίσως ο αδελφός κληρικός, και μου διαβάζει την ευχή».

Ο κύριος δεν μιλούσε. Φαινόταν προβληματισμένος και ο ιερέας αναρωτήθηκε μήπως του τα είπε… μαζεμένα και τον φόβισε. Στράφηκε νοερά στον Κύριο να φωτίσει τον άνθρωπο και να του δώσει πραγματική μετάνοια.

«Τι έχετε να πείτε, λοιπόν; Αντί να μιλήσετε εσείς, σας έπιασα… μονότερμα που λέμε».

«Όχι, πάτερ, καλά κάνατε. Εσείς πρέπει να λέτε αυτά που πρέπει. Λοιπόν – ξερόβηξε – δεν έχω να σας πω πολλά πράγματα. Είμαι άνθρωπος της Εκκλησίας, εκκλησιάζομαι δηλαδή, προσεύχομαι, νηστεύω όσο μπορώ, δίνω ελεημοσύνη εκεί που πρέπει. Δεν βλέπω κάτι να βαραίνει την ψυχή μου».

Κάτι του θύμισε του ιερέα η απαρίθμηση αυτή… «Έχετε κάτι εναντίον κάποιου συνανθρώπου σας;» ρώτησε ο ιερέας χαμηλόφωνα.

«Όχι, πάτερ. Τους αγαπώ όλους. Με όλους τα έχω καλά».

«Μελετάτε κανένα πνευματικό βιβλίο;»

 «Ναι, πάτερ, μολονότι δεν μου μένει και πολύς χρόνος λόγω της εργασίας μου».

«Τους λογισμούς σας τους προσέχετε; Γιατί γνωρίζετε ασφαλώς ότι αμαρτία δεν είναι μόνον οι πονηρές πράξεις, αλλά και οι αμαρτωλοί λογισμοί. Ο ίδιος ο Κύριος για παράδειγμα μας είπε ότι «και μία πονηρή επιθυμία για τον άλλο συνάνθρωπό μας – μίλησε για τη γυναίκα απευθυνόμενος σε άνδρες – αποτελεί μοιχεία». Με τους λογισμούς σας λοιπόν πώς τα πάτε;»

«Μια χαρά, πάτερ. Τους προσέχω όλους. Όλα στην πνευματική μου ζωή είναι τακτοποιημένα».

«Πιο πάνω και από τον όσιο Παΐσιο!», του ’ρθε αυθόρμητα η σκέψη του παπά.  Κατάλαβε ότι υπάρχει κάτι… «προβληματικό» στον κύριο. Να μην έχει καμία αμαρτία, να μην ενοχλείται από κανένα λογισμό και να τα αντιμετωπίζει όλα τόσο θεάρεστα!  «Αγγελικό σύνδρομο» δεν το λένε αυτό;

«Έχετε κάποια  αμαρτία σας να εξομολογηθείτε;»

«Όχι, πάτερ. Αυτά που σας είπα. Κι ευχαριστώ που με ακούσατε και με συμβουλεύσατε».

«Θα σας παρακαλέσω», ένιωσε την ανάγκη να πει ο ιερέας, «να κάνετε προσευχή παρακαλώντας τον Κύριο να σας δίνει αληθινή μετάνοια. Συνηθίστε να λέτε εκτός από το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και την προσευχή που έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος». Γιατί μετάνοια υπάρχει εκεί που διαπιστώνεται η αμαρτία».

Σηκώθηκε ο παπάς από τη θέση του.

«Αν δεν έχετε κάτι άλλο, να σας διαβάσω τη συγχωρητική ευχή, μολονότι μάλλον είναι… περιττή, αφού δεν έχετε κάτι για να… συγχωρηθείτε».

10 Νοεμβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ

Τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον Χατζεφεντή, τον γνωρίσαμε κυρίως από το βιβλίο που έγραψε γι’  αυτόν ο άλλος όσιος της εποχής μας, Γέρων Παῒσιος αγιορείτης. Ήταν εκείνος που «γοήτευσε» τον όσιο Παῒσιο  από μικρό παιδί, ήδη από τον τόπο της κοινής καταγωγής τους, τα Φάρασα της Καππαδοκίας, και θέλησε γι’  αυτό να ακολουθήσει τα δικά του χνάρια ζωής και να γίνει καλόγερος, πλήρως αφιερωμένος στον Θεό. Κι ίσως η στροφή αυτή του Γέροντος Παϊσίου για την καλογερική ζωή, πλην της δικής του κλίσης, να οφείλετο σ’  ένα βαθμό και στη δύναμη προσευχής του αγίου Αρσενίου, ο οποίος στο πρόσωπο του μικρού Φαρασιώτη (μετέπειτα αγίου Παϊσίου, γιου του Προέδρου τότε των Φαράσων Πρόδρομου Εζνεπίδη), είδε τον δικό του διάδοχο, καθώς μάλιστα εξέφρασε τούτο και την ώρα της βάπτισης του παιδιού -  είναι γνωστό ότι την ώρα της ονοματοδοσίας «υποχρέωσε» τον νονό αντί του ονόματος Χρήστος να πει το δικό του όνομα Αρσένιος.  Ο πόθος του αγίου Παϊσίου να γράψει τον βίο του αγίου Αρσενίου σφηνώθηκε μέσα του από πολλά χρόνια πριν μέχρις ότου γίνει τούτο πραγματικότητα. Κι όταν είχε συλλέξει πια αρκετά στοιχεία και είχε ολοκληρώσει κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο, ο άγιος Αρσένιος μετά από θαυμαστική παρουσία του «επικρότησε» το έργο του μαθητή και «διαδόχου» του.

Στο παρόν κείμενο θέλουμε όμως να αναδείξουμε ένα σημείο από την ποιμαντική δράση του αγίου Αρσενίου, όταν μετά κυρίως από τις θείες λειτουργίες μάζευε τους Φαρασιώτες και μάλιστα τους μεγαλυτέρους στην ηλικία, προκειμένου να τους μιλάει για θέματα του Ευαγγελίου, για βίους αγίων, για ιστορίες ακόμη και από την Παλαιά Διαθήκη. Ο τρόπος της ποιμαντικής του είναι αξιοπρόσεκτος, που αποκαλύπτει το ύψος της διάκρισης και της αγιότητάς του.

«Όταν (ο άγιος Αρσένιος) έβλεπε μερικά γεροντάκια να ανησυχούν, όσες φορές η διήγηση ήταν μεγάλη, και ήθελαν να καπνίσουν, ο ίδιος σηκωνόταν και τους έφερνε καπνό και τους ανάπαυε σ’  αυτές τις περιπτώσεις∙ κι έτσι είχαν διάθεση να καθήσουν και να ακούν με προσοχή, για να τα διηγηθούν και αυτοί ύστερα ο καθένας στο σπίτι του ή στη γειτονιά του».

Θα έλεγε κανείς ότι ο άγιος θα θύμωνε βλέποντας την ανησυχία των γερόντων προκειμένου να ικανοποιήσουν ένα πάθος τους, αφού τούτο φανέρωνε ότι η προτεραιότητά τους είναι τα υλικά και επίγεια και όχι ο Θεός και ο λόγος Του. Αλλά ο άγιος ήταν προσγειωμένος και κατανοούσε βαθιά την ανθρώπινη φύση. Ήξερε δηλαδή πως όταν κάποιος έχει υποχωρήσει σ’ ένα πάθος του, και μάλιστα επανειλημμένως, τότε το πάθος αυτό λόγω της συνήθειας αποκτά ένα βάθος μεγάλο στην ψυχή του ανθρώπου, βγάζει ρίζες και στερεώνεται τόσο που καθίσταται σχεδόν αδύνατο να εξαλειφθεί – δεύτερη φύση χαρακτηρίζουν από παλιά οι σοφοί τη συνήθεια στον άνθρωπο. Οπότε, ναι, ο άγιος Αρσένιος κατανοούσε την ανησυχία των εθισμένων στο τσιγάρο γερόντων.  Και να ήθελαν να το κόψουν, δεν μπορούσαν διαμιάς.

Κι η κατανόησή του αυτή, καρπός όχι απλώς μιας παιδαγωγικής αρχής αλλά ενός «παροξυσμού αγάπης», τον έκανε όχι μόνο να ανέχεται την αδυναμία τους, αλλά να σπεύδει ο ίδιος να την ικανοποιήσει  – έφερνε τον καπνό τους. Γιατί; Διότι αφενός (ιδίως με τα δεδομένα της τότε εποχής) το τσιγάρο μπορεί να ήταν πάθος όχι όμως θανάσιμο – θεωρείτο μία απλή απόλαυση του ανθρώπου –, αφετέρου έβλεπε ότι ήταν καλοδιάθετοι άνθρωποι, με αγάπη προς τον Θεό, τόσο που όχι μόνο αποδέχονταν τις αγιωτικές ιστορίες του με προσοχή, αλλά μετέπειτα δρούσαν και ιεραποστολικά μεταφέροντάς τις και σε άλλους στην οικογένειά τους αλλά και ευρύτερα. Και το δεύτερο αυτό ασφαλώς θα έκανε τον άγιο να ελπίζει και για την υπέρβαση του συγκεκριμένου πάθους τους. Διότι όταν κανείς είναι προσανατολισμένος προς τον Θεό, τότε Εκείνος δίνει τη δύναμη σταδιακά να απεμπλέκεται από όποια αδυναμία του. Η πνευματική ζωή θέλει όπως λέμε «ρέγουλα». Τα πάθη «κόβονται» σιγά-σιγά, στον βαθμό που ο άνθρωπος κινείται προς τον Θεό. Και όπως όταν ξεκινάει κανείς να τρέχει, στην αρχή έχει μία μικρή ταχύτητα, η οποία σταδιακά αυξάνει, το ίδιο και στα πνευματικά: κάνει κάποιος κάποια μικρά δειλά βήματα και κατά την αναλογία της αγάπης του προς τον Θεό τα βήματα γίνονται άλματα, τα άλματα μπορεί να γίνουν τρέξιμο με φτερά.

Ο άγιος Αρσένιος είναι μία δωρεά του Θεού στον σύγχρονο κόσμο. Η αγάπη του, η διάκρισή του, η συνεχής θαυματουργία του λόγω της «πεπαρρησιασμένης» ενώπιον του Θεού ψυχής του, αποτελούν ακτίνες της χάρης του Θεού που δρουν θεραπευτικά στον ταλαιπωρημένο από την αμαρτία κόσμο μας. Κι όπως γράφει ο όσιος Παῒσιος περί το τέλος του βιβλίου του για τον άγιο «τώρα πια ο Χατζεφεντής (Πατήρ Αρσένιος) δεν τρέχει με τα πόδια και δεν λαχανιάζει, για να προλαβαίνη τους αρρώστους, να τους διαβάζη την ανάλογη ευχή και να τους θεραπεύει, αλλά πετάει άνετα σαν Άγγελος από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και μπορεί να προλαβαίνη όλους τους πιστούς, που τον επικαλούνται με ευλάβεια».  

20 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΕΝΕ ΠΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΣΟΥ!

 

«Μερικοί κοσμικοί που ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς που ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν’ ακολουθήσουμε τη μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα:  «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε· κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (πρβλ. Λουκ. Γ΄ 14). Εάν ζήτε έτσι, «ου μακράν εστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄ 34)» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. α΄ 38).

Είναι παγίδα που σου στήνει πολλές φορές εκ δεξιών ο πονηρός: «ας ήμουνα καλόγερος.  Να ζούσα ελεύθερος· με ψυχική ανάταση· με προσευχή. Να ζούσα την αληθινή πνευματική ζωή. Τώρα όμως, μέσα στον κόσμο, μπλεγμένος στη ρουτίνα της ζωής, αλυσοδεμένος με τα δεσμά της οικογένειας και των κοινωνικών υποχρεώσεων, υποχρεωμένος να λέω τα κατά συνθήκη λεγόμενα ψέματα, με το κεφάλι πάντοτε κάτω, δεν γίνεται τίποτα». Και σου δημιουργεί ο αρχέκακος ένα άλλοθι αμέλειας: δεν κάνω τίποτε, ή κάνω ελάχιστα, γιατί ακριβώς δεν μ π ο ρ ώ  να κάνω κάτι άλλο. Γιατί έτσι είναι η «κανονικότητα» της ζωής μέσα στον κόσμο.  Και ησυχάζεις μ’ αυτόν τον τρόπο την ένοχη συνείδησή σου. Και πείθεσαι μάλιστα ότι η χριστιανική ζωή είναι μόνο για τους μοναχούς και τους καλόγερους. Σαν την κυρία κάποτε που απηυδισμένη από τα οικογενειακά της βάρη, από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας με τον σύζυγο και τα παιδιά της, μου είπε με απόλυτη σοβαρότητα: «Θέλω να πάω σε ένα μοναστήρι. Εκεί μόνο θα βρω τη γαλήνη που έχω ανάγκη. Εκεί θα ζήσω την πνευματική ζωή που ονειρεύομαι». Και το πίστευε. Και το ‘χε σχεδόν αποφασισμένο.

Κι είναι παγίδα, γιατί υπάρχει αληθοφάνεια: αυτό δείχνει η πραγματικότητα των πολλών, ακόμη και των χριστιανών, των ανθρώπων της Εκκλησίας. Αλλά έτσι χωρίς να το καταλάβεις, παρασύρεσαι στην αίρεση της διάσπασης της χριστιανικής ζωής. Στην αθέλητη και ανεπίγνωστη υποβάθμιση του λόγου του Χριστού, ή ακόμη χειρότερα, στον παραμερισμό Του από τη ζωή σου, γιατί τάχα δεν τα κανόνισε όπως έπρεπε: ζητάει το θέλημα του Θεού, που είναι τελικά όμως μόνο για τους λίγους, για τους εκλεκτούς! Σαν να υπάρχουν δύο ευαγγέλια!

Ο άγιος Ιωάννης σε προσγειώνει, γιατί σε αγαπά: η αμέλεια της χριστιανικής ζωής στον κόσμο δεν έχει δικαιολογία, δεν έχει άλλοθι. Είσαι κοντά στη βασιλεία του Θεού, είσαι μέσα στον Χριστό δηλαδή, αν προσπαθείς στην ουσία ένα πράγμα: να κρατάς λίγο την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Να  μην τον αδικείς σε οτιδήποτε πρώτα, και ό,τι καλό μπορείς να του κάνεις, να το κάνεις χωρίς δισταγμό. Και κυρίως: αφού είσαι έγγαμος, μην ξενοκοιτάς. Μένε πιστός στο στεφάνι σου!

Δεν είπε τυχαία ο όσιος γέρων Παΐσιος: «Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Υπάρχει δεν θέλω. Και υπάρχει δεν θέλω, γιατί τελικά δεν αγαπώ».

27 Αυγούστου 2024

ΠΩΣ ΒΟΗΘΑΕΙ Ο ΕΝΑΣ ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ (26 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)

 

Το άγιο ζεύγος Αδριανός και Ναταλία (26 Αυγούστου) προβάλλεται από την Εκκλησία μας ως τύπος της αληθινής συζυγίας – στο πρόσωπό τους βλέπουμε την ιδανική θα λέγαμε σχέση! Γιατί; Διότι όχι μόνον υπήρχε μεταξύ τους ο ανθρώπινος έρωτας, αλλά τροφοδοτείτο αυτός και αυξανόταν, βρίσκοντας τον ορθό στόχο του, από τον θεϊκό έρωτα που κατέλαβε το ζευγάρι. Διότι η εμπειρία των ανθρωπίνων σχέσεων και μάλιστα όσον αφορά στη συζυγική σχέση επιβεβαιώνει ότι χωρίς την αναφορά προς τον Θεό, χωρίς την αγάπη Εκείνου, αν όχι καθόλου αλλά πολύ σπάνια μπορεί να κρατηθεί και να παραμείνει πολυετής και ισόβια. Και αυτό οφείλεται βεβαίως στο γεγονός ότι η ανθρώπινη αγάπη, στοιχείο της οποίας είναι και ο έρωτας, είναι σαν την μπαταρία: έχει όριο λήξεως – φθείρεται και αυτή όπως όλα τα ανθρώπινα. Λοιπόν, απαιτείται η ανατροφοδοσία της αγάπης και του έρωτα από εκείνην την πηγή που είναι αιώνια: την αγάπη και τον έρωτα του Θεού. Όπου υπάρχει η σύνδεση με τον Θεό εκεί ο άνθρωπος αδιάκοπα «καινουργείται», όπως άλλωστε το υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος: «ιδού, καινά ποιώ πάντα!», όλα τα κάνω καινούργια.  

Κι ένας ύμνος από την ακολουθία των αγίων έρχεται και προσθέτει ένα σημαντικό στοιχείο στην ανατροφοδοσία αυτή και στη διακράτηση της ενότητας των συζύγων. «Πυρί αγάπης θεϊκής την ψυχήν φλεγομένη, του συζύγου εξήψας τον έρωτα εις Χριστόν, τον πόθον τον της σαρκός, Ναταλία, τέλεον μισήσασα» (ωδή γ΄). Τι λέει ο άγιος Θεοφάνης ο ποιητής εν προκειμένω; «Καθώς φλεγόσουν στην ψυχή από το πυρ της θεϊκής αγάπης, Ναταλία, άναψες τον έρωτα για τον Χριστό στον σύζυγό σου, αφού μίσησες εντελώς τον πόθο για τον κόσμο της αμαρτίας». Δεν ήταν στραμμένος προς τον Θεό όπως η γυναίκα του Ναταλία ο Αδριανός. Όμως όταν έρχεται σ’ επαφή πρώτον με αγίους μάρτυρες που φλέγονταν από τον θεϊκό έρωτα, κι έπειτα με την προτροπή της συζύγου του που εξίσου πυρπολείτο κι αυτή από τη θεία αγάπη, βλέπει να καταλαμβάνεται κι η δική του καρδιά από το ίδιο ένθεο πάθος, γεγονός που τον οδηγεί έπειτα και στο μαρτύριο!

Η αγία Ναταλία μετέδωσε στον σύζυγό της αυτό που είχε: την αγάπη προς τον Χριστό – άλλωστε «δεν θα πάρεις από αυτόν που δεν έχει», κατά την παροιμία. Που θα πει: έστω και το ένα μέλος της συζυγίας αν είναι του Θεού, τότε, εφόσον ασφαλώς υπάρχει καλή διάθεση, μπορεί να δώσει ο Θεός να «καεί» και το άλλο μέλος από την ίδια αγάπη. Αυτό δεν προτρέπει και ο απόστολος Παύλος στις περιπτώσεις που ο ένας σύζυγος είναι χριστιανός και ο άλλος ειδωλολάτρης; Δεν λέει να χωρίσουν, γιατί η φλόγα της πίστεως μπορεί να μεταγγιστεί και στον άλλον. Κι ακόμη: ο αγιασμός του ενός μπορεί να γίνει αγιασμός λόγω της συζυγίας και για τον άλλον. Μόνον στην περίπτωση που υπάρχει παγιωμένη πονηρή κατάσταση αρνήσεως ισχύει το «χωριζέσθω». Λοιπόν, η επισήμανση του αγίου υμνογράφου με βάση τη ζωή των αγίων Αδριανού και Ναταλίας είναι πολύ παρήγορη. Ο κάθε σύζυγος αξίζει να αγωνίζεται για το άλλο μέλος της συζυγίας, γιατί η αγάπη προς τον Θεό μεταγγίζεται. Αρκεί όπως είπαμε να υπάρχει η αγάπη αυτή του ενός και να είναι δεκτικός με καλή διάθεση και ο άλλος.  

18 Ιουλίου 2024

ΠΡΩΤΑ ΑΓΑΠΗ ΜΕΤΑΞΥ ΣΑΣ…

«Αγαπητέ μου αδελφέ Γ και Γ.σ., χαίρετε εν Κυρίω.

... Ασφαλώς θα έχετε πολλές δυσκολίες και αλλαγές με κόπους, μετακινήσεις κ.λπ. (λόγω μεταθέσεως). Φυσικά, όταν υπάρχει η αγάπη και η ομόνοια μεταξύ σας, η κούραση δεν καταλαβαίνεται. Δι’ αυτό, όσο μπορείτε να την διατηρείτε την αγάπη με το να θυσιάζεται ο ένας για τον άλλον. Πάντα να προτιμάτε να έχετε πρώτα αγάπη μεταξύ σας και ό,τι περισσεύει να δίνετε σ’ εμάς τους άλλους είτε γονείς σας είναι είτε φίλοι, γι’ αυτό είπε ο Χριστός ότι οικονόμησε ο Καλός Θεός με τέτοιου είδους αγάπη το αντρόγυνο να εγκαταλείπουν και τους γονείς τους ακόμη, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαν να κάνουν δική τους οικογένεια» (Όσιος Παḯσιος αγιορείτης, Επιστολή από Τίμιο Σταυρό, 4-4-76, στο Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2007).

Ο μεγάλος σύγχρονος όσιος γράφει σε γνωστή του οικογένεια, όταν βρισκόταν σε πολύ ώριμη ηλικία βεβαίως (52 ετών) και λίγα χρόνια πριν μετακομίσει οριστικά στον τόπο που κατεξοχήν τον έκανε γνωστό, την Παναγούδα (1979). Οι επισημάνσεις του και οι συμβουλές του στα θέματα που προφανώς του είχε θέσει το γνωστό και αγαπημένο του χριστιανικό ζευγάρι, διαπνέονται από ρεαλισμό, από ευγένεια μεγάλη, από αρχοντική αγάπη που ο ίδιος πάντοτε την πρότεινε ως το κατεξοχήν στοιχείο ενός αληθινού χριστιανού. Κι είναι σημαντικό το γεγονός ότι κάθε υπόδειξή του δεν την θέτει ως εντολή ή ως θέσφατο ώστε να μην αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, αλλά ακριβώς ως μία πρόταση που οι αποδέκτες της είναι εκείνοι που θα αποφασίσουν αν θα την ακολουθήσουν ή όχι.

Τι επισημαίνει πρώτα από όλα απολύτως προσγειωμένα ο μεγάλος Γέροντας; Ότι οι συγκεκριμένοι αδελφοί ζουν με κόπο και δυσκολίες τη ζωή τους. Γιατί; Διότι δεν έχουν ακόμη κατασταλάξει στον τόπο κατοικίας τους, ότι έχουν μεν τη χαρά της οικογένειας όμως και την ταλαιπωρία του μεγαλώματος μικρών παιδιών, και δη ενός νηπίου, και πέραν τούτων τη φροντίδα μίας πολύ ηλικιωμένης γυναίκας, της πεθεράς, η οποία μη έχοντας τη δυνατότητα να φροντίζει μόνη της τον εαυτό της, λειτουργεί και αυτή «σαν μικρό παιδάκι» - «λόγω του γήρατος και αυτή ασφαλώς θα κάνει σαν μικρό παιδάκι» (από την επιστολή).

Για τον άγιο βεβαίως ο κόπος και οι δυσκολίες δεν έχουν μόνο αρνητικό χαρακτήρα. Μπορεί να πιέζουν τον άνθρωπο, όμως τον βοηθούν στο να καλλιεργήσει τον εσωτερικό του κόσμο, να τον κάνουν να ξεπεράσει δηλαδή τις τάσεις φιληδονίες του και να ζήσει με εγκράτεια που συνιστά το έδαφος να φανερωθεί η χάρη του αγίου Πνεύματος. «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκει ανάπαυση» είναι η γραμμή πορείας που καθορίζει το ευαγγελικό πνεύμα των αββάδων του Γεροντικού, χωρίς το οποίο ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος πελαγοδρομεί μέσα στη δίνη των ψεκτών παθών του. Όταν ο μέγας απόστολος Παύλος σημειώνει με έμφαση ότι «υποπιάζω το σώμα μου και δουλαγωγώ μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι», κανείς δεν μπορεί να έχει μία διαφορετική επ’ αυτού τοποθέτηση.

Το ίδιο και ο άγιος Παḯσιος: μέτοχος ο ίδιος με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση του ασκητικού αυτού πνεύματος της κατά Χριστόν ζωής, δεν απορρίπτει ως  αρνητικό γεγονός τις δυσκολίες και τους κόπους που περνούν οι φίλοι του. Απλώς τους υπενθυμίζει ευγενώς και συμπαθώς τη μόνη προϋπόθεση που οι όποιοι σωματικοί και ψυχικοί  κόποι των ανθρώπων επί της γης μεταποιούνται και αποκτούν θετικό πρόσημο. Και η προϋπόθεση είναι η αγάπη και η ομόνοια που πρέπει να διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις. «Η κούραση τότε δεν καταλαβαίνεται» γράφει. Δεν είναι τούτο μία μεγάλη αλήθεια; Πόσες φορές δεν ακούμε από ανθρώπους που πράγματι κατακοπιάζουν με όσα ζουν ότι ο κόπος τους δεν τους κάμπτει γιατί αγαπούν αυτό που κάνουν; Όπως και το αντίστροφο: άνθρωποι που δεν κινούν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι φαίνονται κατάκοποι, γιατί και το ελάχιστο που κάνουν το κάνουν ως αγγαρεία! Ποιος γονιός που αγαπάει το παιδί του θα «μετρήσει» τον κόπο του για το όποιο ξενύχτι και την όποια θυσία του; Που σημαίνει: και στην καλύτερη θεωρούμενη εργασία να είσαι, αν οι σχέσεις σου με τους ανθρώπους και το αντικείμενό σου δεν είναι καλές, τότε μονίμως θα ταλαιπωρείσαι! Και φυσικά όπως είπαμε ισχύει και το αντίστροφο.   

Η αγάπη και η ομόνοια λοιπόν στις καρδιές των ανθρώπων, κατά τον όσιο, συνιστούν το φάρμακο που θεραπεύει τον όποιο κόπο και την όποια δυσκολία τους ή αλλιώς η θερμή αγάπη που συντονίζει τις καρδιές στον ίδιο κτύπο της οδηγεί στην υπέρβαση της όποιας σωματικής καταπόνησης – η καρδιά και όχι το σώμα καθορίζει την πορεία του ανθρώπου. Κι είναι ευνόητο ότι ο άγιος μιλάει για την αληθινή αγάπη, τη χριστιανική, που κύριο χαρακτηριστικό της έχει τη θυσία. «Ίνα την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» κατά τον Κύριο. Με τα λόγια του οσίου και πάλι: «όσο μπορείτε να την διατηρείτε την αγάπη με το να θυσιάζεται ο ένας για τον άλλον». Αν ως αγάπη θεωρηθεί κάτι διαφορετικό και όχι αυτό που απεκάλυψε ο Κύριος, τότε και πάλι θα μιλάμε για κόπωση, για βάρος, για κατάσταση που διαρκώς επισύρει τη μεμψιμοιρία και την γκρίνια.

Ο άγιος Παḯσιος διευκρινίζει ακόμη περισσότερο: η γενική αυτή θυσιαστική χριστιανική αγάπη έχει πρώτο αποδέκτη της τον ή τη σύζυγο. «Να έχετε πρώτα αγάπη μεταξύ σας και ό,τι περισσεύει να δίνετε σ’ εμάς τους άλλους». Είναι η σημαντικότερη επισήμανση για τη σχέση των συζύγων. Η προτεραιότητα του συζύγου είναι η σύζυγός του, η προτεραιότητα της συζύγου είναι ο σύζυγός της. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι δύο δεν είναι δύο, αλλά ένα, όπως διευκρίνισε ο Κύριος: «ουκέτι εισί δύο αλλά μία σαρξ». Αν με άλλα λόγια δεν αγαπάς πρώτιστα το έτερο μέλος της συζυγίας σου, τότε στην ουσία δεν αγαπάς ορθά και τον εαυτό σου, έχεις ξεκλίνεις από την ορθή πορεία, η όποια άλλη αγάπη σου θα είναι στρεβλωμένη. Και φυσικά δεν θα έχεις ορθή σχέση και με Κύριο τον Θεό σου, στον Οποίο οφείλεις την απόλυτη αναφορά. Με άλλη διατύπωση: Όταν ο έγγαμος αγαπά ορθά τον Θεό, «εξ όλης της ψυχής, της καρδίας, της διανοίας, της ισχύος», τότε μέσω της απόλυτης αυτής αγάπης θα εκφράσει την καθαρή αγάπη του και στο «έτερον ήμισύ» του, κατ’ επέκταση δε και στα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του, είτε τέκνα είναι αυτά είτε γονείς είτε οτιδήποτε άλλο.

Καταλαβαίνουμε έτσι ότι η θέση του αγίου Παϊσίου είναι στην πραγματικότητα ό,τι κηρύσσει η Εκκλησία μας με τη θεολογία της για τον γάμο, θεολογία στηριγμένη στον Ευαγγελικό και τον Αποστολικό και τον Πατερικό λόγο. Ας θυμηθούμε τι λέει ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα για τη συζυγική σχέση στην προς Εφεσίους επιστολή του. Η σχέση του άνδρα προς τη γυναίκα του είναι η σχέση του Χριστού προς την Εκκλησία. Και η σχέση της γυναίκας προς τον άνδρα της είναι η σχέση της Εκκλησίας προς τον Χριστό. «Το μυστήριον τούτο μέγα εστί, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Πρόκειται για οικονομία του Θεού, λέει ο άγιος. «Οικονόμησε ο καλός Θεός με τέτοιου είδους αγάπη το αντρόγυνο να εγκαταλείπουν και τους γονείς τους ακόμη, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαν να κάνουν δική τους οικογένεια».

Τονίζουμε όμως και πάλι ότι ο άγιος ιεραρχώντας έτσι τα πράγματα καταλήγει και στην αληθινή αγάπη των γονέων φυσικά προς τα τέκνα τους αλλά και προς τους γονείς τους. «Να έχετε πρώτα αγάπη μεγάλη μεταξύ σας, και μετά να αγαπάτε τους γονείς σας και να τους βοηθάτε όσο μπορείτε, και να τους τρέφετε ευγνωμοσύνη και σεβασμό». Η συζυγική αγάπη δηλαδή δεν παραθεωρεί τη γονεϊκή αγάπη, απλώς τη θέτει στην κανονική της σειρά. Και πάνω στο θέμα αυτό της αγάπης προς τους γονείς, είτε από την πλευρά του συζύγου είτε από την πλευρά της συζύγου, ο άγιος αποκαλύπτει για μία ακόμη φορά τον ρεαλισμό της σκέψεώς του, τη διάκρισή του, τον σεβασμό και την αγάπη του. Κατανοεί την ταλαιπωρία ιδίως της συζύγου Γ.σ.: κόπος και δυσκολίες για την οικία, για το μικρό παιδί, για τη μεγάλη μάνα, που «λόγω γήρατος κάνει σαν μικρό παιδί». Και τι προτείνει; Λίγη ξεκούραση γι’ αυτήν. Διότι οι αντοχές του ανθρώπου έχουν ένα όριο. Και διαβλέπει ο όσιος ότι η νεαρή σύζυγος ίσως φτάνει στο δικό της. Χαρακτηρίζει μάλιστα τη λύση αυτή, της ξεκούρασης για ένα διάστημα, ως «μία φυσιολογική λύση». Και ποια είναι αυτή; «Εάν βρίσκονταν μία φυσιολογική λύση για την κυρία… (όνομα πεθεράς), να πήγαινε έστω για ένα διάστημα στην αδελφή… και να τη βοηθούσατε. Θα ήτο καλά, νομίζω».

«Καλό» λοιπόν για τον άγιο δεν είναι ο ένας να τα επωμιστεί όλα – θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα, σωματικά αλλά και ψυχολογικά. Απαιτείται η ξεκούραση ως άμεση απαλλαγή των ευθυνών, αλλά με έγνοια και αδιάκοπο ενδιαφέρον. Κι έχουμε την εντύπωση πως ο άγιος εν προκειμένω δίνει μία διάσταση που αναπαύει πάρα πολύ κόσμο. Γιατί είναι η διάσταση της διάκρισης, την οποία έδειξε και ο ίδιος ο Κύριος απέναντι στους μαθητές Του. Μετά τη διακονία που τους είχε αναθέσει κάποια φορά, τους είπε ότι πρέπει να αναπαυτούν κι αυτοί. «Αναπαύεσθε ολίγον». Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση δεν επιμένει ο μέγας Γέρων στη γνώμη του. «Όπως φυσικά εσείς βλέπετε ότι είναι καλύτερα», συμπληρώνει.

Ο καθένας δηλαδή με βάση την αγάπη του «μετράει» τις δυνάμεις του και προχωράει. Η προτεραιότητα όμως πάντοτε είναι η μεταξύ των συζύγων αγάπη. 

10 Ιουνίου 2024

ΚΑΤΑ ΦΑΝΤΑΣΙΑΝ… ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ!

Φαντασιωνόμαστε πολλές φορές μεγαλεπήβολα σχέδια για τον εαυτό μας, θέτουμε στόχους που μοιάζουν ηρωικά κατορθώματα, θα θέλαμε να προσφέρουμε γενικά στην κοινωνία μας με μιαν αγάπη περιεκτική του ανθρώπου. Κι έρχεται η πραγματικότητα και το καθημερινό χωματένιο μαγγανοπήγαδο: στο σπίτι μας, στο επάγγελμά μας, στις κοινωνικές σχέσεις μας, που δείχνει ότι παλεύουμε με ό,τι μικρό και ποταπό, με καταστάσεις που μας βγάζουν έξω από τα ρούχα μας, με πράγματα που αποκαλύπτουν ότι κι εμείς τελικά, παρόλο που νομίζουμε ότι είμαστε… αετοί, δεν ξεπερνάμε τα σπουργίτια, για να μην πούμε τα… σκουλήκια – αγόμαστε και φερόμαστε από τα πάθη μας που θεωρούμε ότι τα έχουμε…ξεπεράσει! Είμαστε οι «κατά φαντασίαν χριστιανοί», όπως έγραψε μακαριστός σοφός καθηγητής Θεολογίας, παραφράζοντας τον «κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου.

  Γι’ αυτό και το ζητούμενο και το προσγειωμένο είναι να προσπαθούμε για το λίγο που μπορούμε, αρκεί να το κάνουμε όπως πρέπει. Να γινόμαστε δηλαδή ένα κεράκι μέσα στη γενικότερη καταχνιά και το έρεβος. Όπως το λέει κι ένας στίχος: «γίνε κεράκι με φως λιγοστό, κάποιοι να ελπίσουν είν’ αρκετό». Και κεράκι βεβαίως γίνεται κανείς, όταν αφήνει το Φως του Χριστού να διαπερνά έστω κι αμυδρά την ύπαρξή του.

01 Μαρτίου 2024

ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΗΝ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ "ΜΑΥΡΗ"!

«Χρειάζεται η οικογένεια. Χωρίς αυτήν η ζωή είναι μαύρη, δεν μπορεί να προχωρήσει ευχάριστα και ανοδικά. Να γιατί και η Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπογράμμισε ότι η οικογένεια “είναι το φυσικόν και θεμελιώδες συστατικόν στοιχείον της Κοινωνίας”. Να γιατί ο Δημιουργός Θεός δεν άφησε τον άνθρωπο μόνον στη ζωή, αλλ’ “ἐποίησε βοηθόν κατ’ αὐτόν”. Να γιατί και όταν Αυτός ο Δημιουργός Θεός έγινε άνθρωπος, μέσα στην οικογένεια έζησε και την οικογένεια αγίασε κι ευλόγησε» (Μακαριστός Γέρων π. Γεώργιος Κρητικός).

Ο μακαριστός Γέρων π. Γεώργιος Κρητικός, διαπρύσιος κήρυκας του ευαγγελίου του Κυρίου, λόγω και έργω: ό,τι κήρυσσε το έβλεπες ενσαρκωμένο στην αγία βιοτή του, τονίζει στο παραπάνω απόσπασμα άρθρου του για την οικογένεια αυτό που συνιστούσε βαθειά πεποίθησή του και εμπειρική διαπίστωσή του από την πολύχρονη ιερατική του διακονία. Τι δηλαδή; Η ζωή χωρίς την οικογένεια είναι ζωή μαύρη, χωρίς χαρά, μία ζωή μίζερη κολλημένη στην ύλη των παθών και των αισθήσεων. Κι ασφαλώς ο αγιασμένος Γέρων δεν αναφέρεται σ’ αυτούς που από αγάπη προς τον Κύριο στράφηκαν στη μοναχική ζωή την πλήρως αφιερωμένη στον Θεό – αυτοί αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας, καθώς έλεγε στοιχώντας στους αγίους Πατέρες και πάνω από όλα στον ίδιο τον Κύριο: «δεν μπορούν όλοι να προχωρήσουν όλοι σ’ αυτόν τον δρόμο της αφιέρωσης, αλλά σ’ όσους έχει δοθεί το χάρισμα τούτο». Αλλ’ ούτε και σ’ εκείνους που για λόγους ανώτερους: αφιέρωσης στην επιστήμη τους για χάρη της κοινής ωφέλειας, αφιέρωσης στην οικογένειά τους λόγω υπάρξεως ασθενειών σε μέλη αυτής ή αφιέρωσης και στην ιεραποστολή, δεν μπόρεσαν παρ’ όλη ίσως την επιθυμία τους να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια. Έχει υπ’ όψιν του εκείνους τους αδελφούς που χωρίς να υφίσταται κάποιο πρόβλημα αυτοί επιλέγουν τη «μοναξιά» τους για να κάνουν, όπως λέμε, τη ζωή τους, χωρίς καμία δέσμευση – «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»! Γι’ αυτούς σημειώνει ότι η ζωή τους είναι μαύρη και χωρίς χάρη και χαρά, όπως άλλωστε το επισημαίνει σε άλλο σημείο του κειμένου του, μνημονεύοντας συγκεκριμένη περίπτωση καταξιωμένου και σπουδαίου θεωρούμενου ανθρώπου μέσα στην κοινωνία, που του εξομολογήθηκε: «όλα τα έχω στη ζωή, αλλά ζω χωρίς καμία χαρά, γιατί έκανα το μεγαλύτερο σφάλμα: δεν δημιούργησα δική μου οικογένεια».

Ο μακαριστός π. Γεώργιος λοιπόν προβάλλει την αξία της οικογένειας. Κι η σκέψη του κινείται με σφαιρικό τρόπο: επικαλείται και την ίδια την πραγματικότητα της ζωής, αυτό δηλαδή που η ίδια η κοινωνία έχει διαπιστώσει εμπειρικά ως ανάγκη της μέσω της Παγκόσμιας Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως όμως τον λόγο του Θεού: ο Δημιουργός μάς έπλασε έτσι ώστε το κοινωνικό στοιχείο να συνυπάρχει με τη φύση μας – «δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος» - αλλά και ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας επέλεξε μέσα σε οικογένεια να ανατραφεί και να μεγαλώσει, ευλογώντας και αγιάζοντας τον συγκεκριμένο θεσμό. Κι είναι περιττό βεβαίως να τονίσουμε ότι ο μακαριστός Γέρων θεωρεί ότι καταξιώνεται και αγιάζεται η οικογένεια, όταν τα μέλη της, πρώτιστα οι σύζυγοι, ο πατέρας και η μάνα, λειτουργούν και κινούνται όπως ο άγιος Ιωακείμ και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου: με απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Θεού, που θα πει με απόλυτη προτεραιότητα της θυσιαστικής αγάπης του ενός προς τον άλλον. Τότε μόνον δημιουργούνται οι συνθήκες να σκηνώσει η χάρη του Θεού στην οικογένεια και να φανερώνεται αυτή ως «κατ’ οίκον Εκκλησία». Διαφορετικά η οικογένεια μπορεί να υφίσταται αλλά να λειτουργεί εγωιστικά, φτιάχνοντας ανθρώπους ατομιστές με μοναδική απόβλεψη το συμφέρον τους. Στην περίπτωση αυτή βεβαίως και ο γάμος και η οικογένεια περιπίπτει στην περίπτωση εκείνων από την παραβολή του μεγάλου Δείπνου που αρνήθηκαν την πρόσκληση του Κυρίου με το «έχε με παρητημένον» και έμειναν έξω από το τραπέζι της Βασιλείας, μακριά δηλαδή από τον Θεό.

03 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΣΕΒ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΠΤΙΣΤΗ ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΑΠΟ "ΓΑΜΟΥΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΩΝ"

 

Σέ δημόσιες συζητήσεις ἔγινε λόγος κατά πόσον ἡ Ἐκκλησία θά βαπτίζη τά υἱοθετημένα τέκνα ἀπό τούς «γάμους τῶν ὁμοφυλοφίλων».

Θά καταγράψω μερικές σκέψεις γιά τό θέμα αὐτό.

1. Συζήτηση γιά τό θέμα

Εἶναι ἀληθές ὅτι τέθηκε τό θέμα στήν Ἱεραρχία ὑπό τύπον προβληματισμοῦ κατά πόσον θά βαπτίζονται τά τέκνα πού θά υἱοθετηθοῦν ἀπό «πολιτικούς γάμους ὁμοφυλοφίλων», μέ τήν ἔννοια νά μελετηθῆ ἀπό τά Συνοδικά Ὄργανα, δηλαδή τήν Ἐπιτροπή Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων καί ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο. Τό σκεπτικό εἶναι ὅτι ἡ περίπτωση αὐτή διαφέρει ἀπό τίς περιπτώσεις τῶν τέκνων πού προέρχονται ἀπό τόν πολιτικό γάμο, ἀνδρός καί γυναικός, κυρίως μέ τήν γέννηση τέκνων ὑπ’ αὐτῶν. Καί αὐτή ἡ πρόταση ἐτέθη γιά νά ὑπάρχουν μερικά ὅρια καί νά μή ἐκκοσμικεύεται ἡ Ἐκκλησία.

Εἶναι, ἐπίσης, ἀληθές ὅτι δέν εὐθύνονται τά ἀνήλικα τέκνα γιά τήν συμπεριφορά τῶν γονέων τους εἴτε τῶν δύο φύλων εἴτε τοῦ ἰδίου φύλου. Τά ἀνήλικα τέκνα ἔχουν δική τους ὕπαρξη, ἡ ὁποία ὅμως ὅσο εἶναι νήπια δέν μπορεῖ νά ἐκφρασθῆ καί γι’ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συγκατάθεση τῶν γονέων ἤ τῶν ἐπιτρόπων. Οὔτε, βεβαίως τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος πρέπει νά τίθεται στήν προοπτική τῆς τιμωρίας τοῦ παιδιοῦ ἕνεκα τῆς ἐπιλογῆς τῶν φυσικῶν ἤ θετῶν γονέων του.

2. Βάπτιση τέκνων ἀπό «πολιτικό γάμο ἑτεροφύλων»

Τό θέμα τῆς βαπτίσεως τῶν νηπίων ἐτέθη στό παρελθόν, κατά τήν συζήτηση τῶν συνεπειῶν τοῦ «πολιτικοῦ γάμου τῶν ἑτεροφύλων».

Στήν ὑπ’ ἀριθμ. 2309 (Ἀριθ. Πρωτ. 240/21-1-1982) Ἐγκύκλιο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «ὁ τελῶν πολιτικόν γάμον…..καταπατεῖ δημοσίᾳ καί ἐνσυνειδήτως τήν περί τῶν 7 Μυστηρίων δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας» διό καί «ἡ Ἱερά Σύνοδος κρίνει ὅτι ὁ οὕτω συμπεριφερόμενος ἐκφράζει τήν θέλησιν καί προχωρεῖ εἰς τήν ἐκπλήρωσιν της, ὅπως παύσῃ τοῦ λοιποῦ ἀνήκων οὐσιαστικῶς εἰς τήν ἐξ ἧς προέρχεται Ἐκκλησίαν. Ἡ συνέπεια καί εἰλικρίνεια ἐπιβάλλει ὁ τοιοῦτος νά παύσῃ καί τυπικῶς πλέον νά ἀνήκῃ εἰς τούς κόλπους της».

Στήν συνέχεια ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ὑπ΄ἀριθμ. 2395/ Ἀριθ.2767/ 5-9-1984 ἀπεφάνθη ὅτι «δέον νά βαπτίζωνται τά ἐκ τῶν πολιτικῶν γάμων τέκνα», ἐννοεῖται τῶν ἑτεροφύλων, μέ τό σκεπτικό ὅτι «πολλοί πολιτικοί γάμοι τελοῦνται ὑπό τήν πίεσιν καί τήν ἀνάγκην εἰδικῶν οἰκογενειακῶν καί κοινωνικῶν συνθηκῶν καί ὄχι λόγῳ περιφρονήσεως τοῦ θρησκευτικοῦ γάμου καί ἀρνήσεως τῆς Ἐκκλησίας, δι’ ὅ καί, ἐν καιρῷ εὐθέτῳ, τελοῦν οἱ γονεῖς οὗτοι καί τόν θρησκευτικόν γάμον, ἀποκαθιστῶντες ἑαυτούς εἰς τήν κανονικήν τάξιν». Ἔτσι, ἐκτός τοῦ ὅτι «ἕκαστον τῶν ὁποίων (τῶν τέκνων) ἀποτελεῖ ἰδίαν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἀνεξάρτητον ἠθικήν προσωπικότητα», συγχρόνως μέ τήν «συγκαταβατικήν συμπεριφοράν» τῆς Ἐκκλησίας νά βαπτίζωνται τά τέκνα «οἱ γονεῖς αὐτῶν ἐπηρεάζονται εὐμενῶς καί διευκολύνονται τά μέγιστα εἰς τήν, ἐν καιρῷ, τέλεσιν καί τοῦ θρησκευτικοῦ γάμου, πρός πλήρη ἀποκατάστασιν τῶν πνευματικῶν των δεσμῶν μετά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας».

Τό σκεπτικόν τῆς Ἐγκυκλίου εἶναι σαφέστατον, ὅτι ἡ ἄδεια γιά τήν βάπτιση τῶν τέκνων πού προέρχονται ἀπό πολιτικούς γάμους ἑτεροφύλων, εἶναι συγκαταβατική καί στήν προπτική ἀποκαταστάσεως καί τῶν γονέων στήν κανονική τάξη.

Οἱ Συνοδικές αὐτές ἀποφάσεις ἰσχύουν καί μάλιστα πρόσφατα ἐπιβεβαιώθηκαν μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 2862/3-7-2020 Ἐγκύκλιον Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ τήν προσθήκη «ὅτι ὁ διαλυθείς ἐκ διαφόρων αἰτίων, πολιτικός γάμος δέν θεωρεῖται ἀπαραιτήτως δεῖγμα μετανοίας καί ἐπιστροφῆς εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν τάξιν καί ὡς ἐκ τούτου, ἡ παράστασις ἀναδόχου ἐκ διαλυθέντος γάμου κανονικῶς δέν γίνεται ἀποδεκτή». Ἐπί πλέον, διευκρινίζεται ὅτι ἡ τυχόν «ἐξαίρεσις ἐξ αὐτοῦ ἐπαφίεται εἰς τήν ἔμφρονα ποιμαντικήν κρίσιν ἑκάστου Μητροπολίτου, ἐνεργοῦντος κατ’ οἰκονομίαν καί ὁπωσδήποτε, κατά περίπτωσιν».

Ἑπομένως, τό «κατ’ οἰκονομίαν» καί «ὁπωσδήποτε κατά περίπτωσιν» καί ἐπί πλέον τό μέ «τήν ἔμφρονα ποιμαντικήν κρίσιν ἑκάστου Μητροπολίτου» παράσταση ἀναδόχου ἐκ διαλυθέντος γάμου εἶναι ἀπολύτως δεσμευτικά γιά τήν κατά περίπτωσιν οἰκονομίαν καί ἐξαίρεσιν, πού δέν ἀνατρέπει τήν γενική ἀκρίβεια, καί τόν γενικό κανόνα! Δέν εἶναι δυνατόν ἡ οἰκονομία νά γενικευθῆ καί νά μετατραπῆ σέ ἀκρίβεια!

Αὐτά ἰσχύουν γιά τόν «πολιτικό γάμο» τῶν ἑτεροφύλων.

3. Βάπτιση τέκνων ἀπό «πολιτικό γάμο ὁμοφυλοφίλων»

Στήν περίπτωση τῶν ὁμοφυλοφίλων πού συνάπτουν «πολιτικό γάμο» τά δεδομένα εἶναι τελείως διαφορετικά ἀπό τόν «πολιτικό γάμο τῶν ἑτεροφύλων», καί μάλιστα εἶναι πλέον αὐστηρά, διότι εἰσάγεται «πολιτικός γάμος» ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, πού ἀνατρέπει τό πρότυπο τῆς ἐκ δύο φύλων οἰκογενείας.

Θεωρῶ ὅτι τό θέμα αὐτό θά ἐξετασθῆ κυρίως στό ὅτι δέν πρόκειται γιά «ζευγάρια» ἑτεροφύλων, ἀλλά γιά ἄτομα τοῦ ἰδίου φύλου, πού καί ἐάν μετανοήσουν δέν μποροῦν νά τελέσουν ἐκκλησιαστικό γάμο καί νά ἐκκλησιοποιήσουν τήν «σχέση» τους. Ἐπίσης, ὅταν πρόκειται περί δύο ἀνδρῶν δέν πρόκειται νά συλλάβουν δικό τους τέκνο, τό ὁποῖο θά τό υἱοθετήσουν εἴτε ἀπό διαθέσιμα βρέφη εἶτε ἀπό «παρένθετη κύηση», «παρένθετη μητρότητα».

Ἐπί πλέον οἱ συνάπτοντες τέτοιον «ὁμοφυλόφιλο γάμο» προσβάλλουν, ἐκτός ἀπό τόν ἱερό θεσμό τοῦ γάμου, καί τόν ἱερό θεσμό τῆς οἰκογενείας, διότι συγκροτοῦν μίαν ἄλλην οἰκογένεια, ἡ ὁποία εἶναι ἀντιεκκλησιαστική καί καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἱεραρχία ὁμοφώνως, ἀλλά καταδικάζεται καί ἀπό ὅλη τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση. Αὐτό εἶναι ἕνα πολύ σοβαρό θέμα.

Ἔτσι, στήν περίπτωση πού θά ἤθελαν οἱ ὁμοφυλόφιλοι νά βαπτίσουν τά καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ἀποκτηθέντα τέκνα τους, θά προσέλθουν στό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ὡς «ζεῦγος», θά φωτογραφηθοῦν κατά τήν διάρκεια τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος δίπλα στόν Ἱερέα καί θά ὑπογράψουν ὡς γονέας 1 καί γονέας 2. Ἀκόμη, ὁ ἀνάδοχος ὁ ὁποῖος θά παρουσιασθῆ ἤ θά εἶναι τῆς αὐτῆς νοοτροπίας μέ τούς «ὁμοφυλόφιλους γονεῖς» ἤ θά συνευδοκῆ μέ τίς ἐπιλογές τους.

Μέ αύτές τίς συνθῆκες, ἄν ἕνας Κληρικός τελέσει βάπτιση τέκνου «ὁμοφυλοφίλων», «ἐν τοῖς πράγμασιν» συνευδοκεῖ μέ τίς ἐνέργειές τους καί καταργεῖ ἤ ὑπονομεύει τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 23ης Ἰανουαρίου 2024. Καί βεβαίως μέ τόν τρόπον αὐτόν ἐκκοσμικεύονται τά πάντα, ἤτοι καί ἡ Θεολογία καί ἡ ἐκκλησιαστική ζωή.

Σύν τοῖς ἄλλοις οἱ ὁμοφυλόφιλοι γονεῖς θά προσαγάγουν τά τυχόν βαπτισθέντα τέκνα τους στήν θεία Εὐχαριστία γιά τήν μετάληψη τοῦ Σώματος καί Αἴματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ συνδέεται τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος-Χρίσματος μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐνδεχομένως θά θελήσουν καί αὐτοί νά κοινωνήσουν, προκαλώντας δημοσίως καί προσβάλλοντας ὅλο τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα ὅτι δῆθεν ἀποδεχόμαστε οἰκογένεια «ὁμολοφυλοφίλων»!

Ἄν αὐτό δέν συνιστᾶ ἐκκοσμίκευση τῶν Μυστηρίων, τῆς οἰκογένειας, τοῦ γάμου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τότε τί εἶναι τελικά ἡ ἐκκοσμίκευση;

4. Ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν ζητημάτων γιά τόν νηπιοβαπτισμό

Πρέπει, ὅμως, νά ἐξετασθῆ καί τό θέμα τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ γενικότερα. Ἡ ἱστορία τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νηπτιοβαπτισμοῦ στήν Ἐκκλησία δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχθηκε τόν νηπιοβαπτισμό, διότι εἶχε τήν βεβαιότητα ὅτι τά βαπτισθέντα τέκνα θά κατηχηθοῦν ἀπό τόν ἀνάδοχον καί ἀπό τούς γονεῖς καί τήν οἰκογένεια στήν ὁποία θά μεγαλώσουν, οἱ ὁποῖοι θά ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία μέ ὅλη τήν παράδοσή της.

Ὅμως, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἐκ τῶν προτέρων γνωρίζει ὅτι τό νήπιο θά μεγαλώση σέ μιά οἰκογένεια ἡ ὁποία ἀρνεῖται καί μάλιστα προσβάλλει τόν ἱερό θεσμό τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας, καί ὁ ἀνάδοχος, κατά διάφορους βαθμούς θά εἶναι τῆς ἴδιας νοοτροπίας, τότε πῶς θά ἐμπιστευθῆ ἕνα νέο καί μικρᾶς ἡλικίας μέλος της σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια; Πῶς θά δώσουν ὁμολογία πίστεως; Πῶς θά τό κατηχήσουν ὀρθοδόξως; Τί πρότυπα θά τοῦ προσφέρουν;

Γιά τό θέμα αὐτό ὑφίσταται κείμενο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ὁποῖο ἐξεδόθη τό 2012, ἐπί προεδρείας τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Φιλίππων κυροῦ Προκοπίου καί ἀναρτήθηκε στό διαδίκτυο, γιά τήν γνώση καί τήν ἐνημέρωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν, «περί τοῦ ἀναδόχου», ἀλλά καί τῶν γονέων πού ἀναπληρώνουν «τήν ἔλλειψη βουλήσεως τοῦ νηπίου». Γράφεται στό κείμενο αὐτό τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν ζητημάτων.

«Τό μυστήριο του βαπτίσματος εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος, μέ τόν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν δύναμη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀφαρπάζεται ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ πονηροῦ, ἀναγεννᾶται καί ἐντάσσεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Τό βάπτισμα εἶναι «φυτεία πρός ἀθανασίαν» (Μ. Ἀθανάσιος, PG.29,10) καί «ὄχημα πρός τόν οὐρανόν, βασιλείας πρόξενον, υἱοθεσίας χάρισμα» (Μ. Βασίλειος, PG.31,433). Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βαπτίσθηκε καί μίλησε γιά τό βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Ἀποστέλλοντας εἰς τό κήρυγμα τούς ἁγίους Ἀποστόλους, μετά τήν Ἀνάσταση, τούς εἶπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος…» (Ματθ. κη΄19). «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. ιστ΄16). Ἀκολουθοῦντες τήν σαφῆ ἐντολή τοῦ Κυρίου ἔκτοτε οἱ Ἀπόστολοι καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ Ἐκκλησία βάπτιζαν κατόπιν ὁμολογίας τῆς πίστεως. Ἔτσι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μετά τό κήρυγμα, συνέστησε εἰς τό πλῆθος τῶν ἀκροατῶν του νά μετανοήσουν καί ἐν συνεχείᾳ νά βαπτισθοῦν.

Πολύ ἐνωρίς -τό ἀργότερο κατά τό δεύτερον ἥμισυ τοῦ β΄αἰῶνος- καί ταχέως ὁριστικῶς κατά τόν 5ο αἰῶνα- ἐπεκράτησε ὁ νηπιοβαπτισμός. Ἀπό τήν Κ. Διαθήκη πληροφορούμεθα ὅτι νήπια βαπτίζονταν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπό τόν α΄ μ.Χ. αἰώνα (Πρξ.στ΄13-15, 31-33, ιη΄8, ι΄1-2, 24, 44, 47, 48). Κατά τούς πρώτους αἰῶνες οἱ περισσότεροι δέχονταν τὀ βάπτισμα σέ ὤριμη ἠλικία, ὁ δέ ἀνάδοχος, μνημονευόμενος τό πρῶτον κατά τήν καμπή τοῦ 2ου πρός 3ο αἰώνα, παρίστατο ὡς ἐγγυητής τῶν εἰλικρινῶν προθέσεων καί τῆς πίστεως τοῦ βαπτιζομένου. Σήμερα ὁρίζεται μέν ὑπό τοῦ ἔχοντος τήν ἐπιμέλεια τοῦ παιδιοῦ, εἶναι δέ ὁ ἐγγυητής ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀναπληρώνει τήν ἔλλειψη βουλήσεως τοῦ νηπίου, παράλληλα βεβαίως μέ τούς γονείς, καί ὁμολογεῖ τήν πίστη ἐξ ὀνόματός του. Ὁμολογεῖ βεβαίως τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἀναλαμβάνει τήν ὑποχρέωση νά διδάξει τόν νεοφώτιστο, μαζί με τούς γονεῖς, μόλις ἔλθει σέ κατάλληλη ἠλικία, τό περιεχόμενο τῆς πίστεώς μας.

Τό πρόσωπο τοῦ ἀναδόχου εἶναι ἱερό. Συνάπτει δεσμό πνευματικῆς συγγένειας μέ τόν ἀναδεκτό (ἤ τήν ἀναδεκτή) καί τήν οἰκογένειά του. Κατά τόν Ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης ὁ ἀνάδοχος εἶναι «ἐγγυητής εἰς Χριστόν, ὧστε τηρεῖν τά τῆς πίστεως καί χριστιανικῶς ζῆν». (PG 155, 213). Ὡς ἐκ τῆς φύσεως τοῦ λειτουργήματός του ἐπιβάλλεται νά τυγχάνει τῆς ἐμπιστοσύνης καί ἀποδοχῆς τῆς Ἐκκλησίας, καί νά εἶναι ἐνεργό μέλος αὐτῆς.

Ἑπομένως δέν ἐπιτρέπεται νά παρίστανται ὡς ἀνάδοχοι εἰς τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος: οἱ ἀλλόθρησκοι, οἱ ἑτερόδοξοι, οἱ σχισματικοί, καί οἱ ἀφορισμένοι. Δέν γίνονται ἐπίσης δεκτοί οἱ γονεῖς τοῦ βαπτιζομένου (ν. 26 Λέοντος τοῦ Δ΄), οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί (Ἀποφάσεις Πατριαρχικῆς Συνόδου Κωνσταντινουπόλως ἔτ. 1976 Μ. Γεδεών: Καν. Διατάξεις τ. Α΄ σελ. 295 ἐπ. καί ἔτος 1806 τ. Β΄ σελ. 106 ἐπ. παραγ. 3, πρβλ. Πέτρου Χαρτοφύλακα ἐν Συντάγματι τ. Ε΄ σ. 370), ἐνῶ ἀπό τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ εἶναι ἀδιάφορο τό φύλο τοῦ ἀναδόχου. Ἀποκλύονται ὡσαύτως οἱ δεδηλωμένοι ἄθεοι καί ἄπιστοι, οἱ ἀνήλικοι καί οἱ τελέσαντες πολιτικό γάμο, οἱ τελευταῖοι ὡς ἐπιδεικτικῶς παραβιάζοντες τίς ἐντολές καί ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας» (Βλ. Ἐγκύκλιο Ἱ. Συνόδου ὑπ’ ἀριθμ. 2309/21-1-1982).

Τό κείμενο αὐτό τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι σημαντικό, διότι κάνει μιά σύντομη ἱστορική ἀναφορά τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ στήν Ἐκκλησία, ἀναφέρεται στήν ἔλλειψη βούλησης τοῦ νηπίου, καί τήν ἀναπλήρωσή της ἀπό τόν ἀνάδοχο καί τούς γονεῖς τοῦ νηπίου, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐγγυητές τῶν εἰλικρινῶν προθέσεων καί τῆς πίστεως τοῦ βαπτιζομένου.

Φυσικά οἱ ἀνάδοχοι, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τούς γονεῖς ἀναλαμβάνουν τήν ὑποχρέωση νά διδάξουν τόν νεοφώτιστο πρέπει νά τυγχάνουν τῆς ἐμπιστοσύνης καί τῆς ἀποδοχῆς τῆς Ἐκκλησίας, καί νά εἶναι ἐνεργά μέλη της.

Καί ὄχι μόνον ἀποκλείονται νά εἶναι ἀνάδοχοι οἱ τελέσαντες πολιτικό γάμο, ἀλλά πρό παντός οἱ τελέσαντες πολιτικό γάμο ὁμοφυλόφιλοι, οἱ ὁποῖοι συνιστοῦν μιά ἄλλη διαφορετική «οἰκογένεια» στήν ὁποία δέν ὑπάρχει πατρότητα ἤ μητρότητα, ἀλλά «γονέας 1 καί γονέας 2». Τί θά διδάξουν αὐτοί στό παιδί γιά τόν Θεό καί τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τί θά διδάξουν γιά τόν θεσμό τῆς πατροπαράδοτης οἰκογένειας;

Ἡ ἐνδεχόμενη ἄποψη ὅτι θά μποροῦσε νά γίνη ἡ βάπτιση τέκνων πού υἱοθετήθηκαν ἀπό ὁμοφυλοφίλους, χωρίς νά εἶναι παρόντες οἱ «γονεῖς» στό Μυστήριο, ἀλλά νά παρίσταται ἀνάδοχος ἀποδεκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι ἀλυσιτελής. Αὐτό ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι στήν πράξη δέν θά ἐφαρμοσθῆ μιά τέτοια ἐνδεχόμενη συμβιβαστική ἤ κατ’ οἰκονομίαν ἀπόφαση, διότι σοβαρῶς πιθανολογεῖται ὅτι οἱ «γονεῖς 1 καί 2» δέν θά δεχθοῦν νά ἀπουσιάσουν ἀπό τήν Βάπτιση τοῦ υἱοθετημένου ὑπ’ αὐτῶν τέκνου, οὔτε καί ὁ ἀνάδοχος θά εἶναι ὁ κατάλληλος.

Αὐτό θά ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἤ νά προξενηθῆ κοινωνικός θόρυβος σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἀρνεῖται τήν βάπτιση ἤ νά ὑποχωρήση ὁ Μητροπολίτης καί ὁ Ἱερεύς καί νά τελεσθῆ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος μέ τήν παρουσία ὅλων αὐτῶν, μέ βιντεοσκοπήσεις, φωτογραφίσεις κλπ. Καί, βέβαια, σέ τέτοια περίπτωση ἀφ’ ἑνός μέν θά ὑπονομευθῆ ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί ὅλη ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ θά ἐπέλθη μία ἐπί πλέον ἐκκοσμίκευση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας!

Ἑπομένως, ἡ ἀπόφαση γιά τήν βάπτιση τέκνων υἱοθετηθέντων ἀπό ὁμοφυλόφιλους γονεῖς θά πρέπει νά εἶναι σαφής καί καθαρή, χωρίς ρωγμές καί ἀνοίγματα!

5. Κατήχηση, Βάπτισμα, σωτηρία, κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας

Πρέπει νά γίνη κατανοητό τί εἶναι τό Βάπτισμα, ποιά σχέση ὑπάρχει μεταξύ Βαπτίσματος, κατήχησης καί σωτηρίας. Τά ἐρωτήματα εἶναι: Τό Βάπτισμα γίνεται ἀπροϋποθέτως; Καί τελικά ὅσοι βαπτίζονται σώζονται; Καί ποιά εἶναι ἡ ἀξία τοῦ Βαπτίσματος ἀπό μιά μηχανική καί ἴσως «μαγική» αἴσθηση σωτηρίας;

Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὅπως καί ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα, ἀλλά ἀπαιτοῦνται κατάλληλες προϋποθέσεις, διότι χωρίς αὐτές μπορεῖ νά ἐκληφθῆ ὡς μιά κοσμική τελετή καί ὡς κάτι τό «μαγικό». Ἀκόμη, σημαίνει ὅτι προηγεῖται κατήχηση, τήν ὁποία κατά τόν νηπιοβαπτισμό ἀναλαμβάνει ὁ (ἡ) ἀνάδοχος (η) καί οἱ γονεῖς καί ἀκολουθεῖ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του μετά τήν Ἀνάστασή Του: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. κη΄, 19-20).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο, γράφει ὅτι ὁ Χριστός ἔδωσε ἐντολή στούς Μαθητές Του νά μή βαπτίζουν μόνον, ἀλλά καί νά διδάσκουν νά τηροῦν ὅλα ὅσα τούς δίδαξε. Δηλαδή, ἡ ἐντολή νά μαθητεύσουν τά ἔθνη προσδιορίζεται ἀπό δύο τροπικές μετοχές, τό «βαπτίζοντες» καί τό «διδάσκοντες τηρεῖν πάντα» ὅσα δίδαξε. Καί καταλήγει ὁ ἅγιος: «Ὥστε οὐκ ἀρκεῖ τό βάπτισμα μόνον μαθητήν ποιῆσαι τοῦ εὐαγγελίου τόν ἄνθρωπον, ἀλλά δεῖ καί τῆς τῶν θείων ἐντολῶν τηρήσεως καί τούτων πασῶν» (Γρηγ. Παλαμᾶ, ἔργα 10, ΕΠΕ, σελ. 476).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, συγκεντρώνοντας ὅλη τήν πρό αὐτοῦ πατερική παράδοση γράφει ὅτι «ἡ μέν οὖν τῶν ἁμαρτιῶν ἄφεσις πᾶσιν ὁμοίως διά τοῦ βαπτίσματος δίδοται, ἡ δέ χάρις τοῦ Πνεύματος κατά τήν ἀναλογίαν τῆς πίστεως καί τῆς προκαθάρσεως». Δηλαδή, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν παρέχεται μέ τό Βάπτισμα, ἀλλά ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρέχεται ἀναλόγως μέ τήν πίστη καί τήν προκάθαρση. Συνεχίζει ὅτι μέ τό Βάπτισμα λαμβάνουμε «τήν ἀπαρχήν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἀρχή ἑτέρου βίου γίνεται ἡμῖν ἡ παλιγγενεσία καί σφραγίς καί φυλακτήριον καί φωτισμός», λαμβάνουμε τήν ἀρχή τοῦ ἑτέρου βίου, τῆς ἀναγέννησης. Μάλιστα, ἐπισημαίνει: «Ὁ ἐν δόλῳ προσιών τῷ βαπτίσματι κατακριθήσεται μᾶλλον ἤ ὠφεληθήσεται» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1976, σελ. 346-350).

Ὁ Μέγας Βασίλειος συνδέει πολύ στενά τήν πίστη μέ τό Βάπτισμα. Γράφει: «Βαπτίζεσθαι δεῖ, ὡς παρελάβομεν, πιστεύειν δέ ὡς βεβαπτίσμεθα, δοξάζειν δέ, ὡς πεπιστεύκαμεν» (Μ. Βασιλείου, ἔργα 8, ΕΠΕ, σελ. 158). Ἀλλοῦ γράφει: «Πίστις δέ καί βάπτισμα δύο τρόποι τῆς σωτηρίας συμφυεῖς ἀλλήλοις καί ἀδιαίρετοι. Πίστις μέν γάρ τελειοῦται διά βαπτίσματος, βάπτισμα δέ θεμελιοῦται διά τῆς πίστεως καί διά τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἑκάτερα πληροῦται» (Μ. Βασιλείου, ἔργα 10, ΕΠΕ, σελ. 350).

Ὁ ὅσιος Μάρκος ὁ ἀσκητής συνδέει τό Βάπτισμα μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ κατά ἀναλογία τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν: «Ἡ μέν χάρις τοῖς ἐν Χριστῷ βαπτισθεῖσι, μυστικῶς δεδώρηται∙ ἐνεργεῖ δέ κατά ἀναλογίαν τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν» (Ὁσίου Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ, Φιλοκαλία, ἐκδ. Παπαδημητρίου Α΄, 113, ξα΄).

Γι’ αὐτόν τόν λόγο στήν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας προηγεῖτο πολυετής κατήχηση καί στήν συνέχεια γινόταν τό Βάπτισμα. Ὅλη αὐτή ἡ πρακτική διαφαίνεται καθαρά τόν 4ο αἰώνα στίς Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων. Οἱ Κατηχήσεις αὐτές διαιροῦνται στήν Προκατήχηση, τίς 18 Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων πού προετοιμάζονταν γιά τό Βάπτισμα, καί τίς 5 Μυσταγωγικές Κατηχήσεις τῶν βαπτισθέντων. Μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καθαίρεται καί φωτίζεται καί ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση.

Διδάσκει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ὅτι ὅσοι θέλουν νά βαπτισθοῦν πρέπει νά ἐγγράφονται στούς καταλόγους τῶν Κατηχουμένων, νά ἐκδηλώνουν τήν μετάνοιά τους, νά ἔχουν καλή προαίρεση, διότι δέν πρέπει νά ἔχουν τήν «προσηγορία τοῦ πιστοῦ» καί τήν «προαίρεσιν τοῦ ἀπίστου», νά δεχθοῦν τούς ἐξορκισμούς καί ὅπως γράφει, «τότε τῶν ὑδάτων ἀπολαύσητε χριστοφόρων, ἐχόντων εὐωδίαν» καί «τότε Χριστοῦ προσηγορίαν λάβητε, καί ἐνέργειαν θείων πραγμάτων» (Κατηχήσεις ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ἐκδ. Ἑτοιμασία, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 1999).

Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, βλέποντας στήν ἐποχή του τήν τυπική προσέλευση τῶν Χριστιανῶν στά Μυστήρια, διδάσκει ὅτι, ὅπως ὁ Ἀδάμ ζοῦσε στόν Παράδεισο μέ τούς Ἀγγέλους καί ἀποβλήθηκε ἀπό αὐτόν «μετά τήν παράβασιν» καί γυμνώθηκε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό, «οὕτω καί ἡμεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἁγίων δούλων αὐτοῦ χωριζόμεθα ἁμαρτάνοντες καί τῆς θείας καταστολῆς ἥν ἐνεδυσάμεθα οἱ βαπτιζόμενοι, αὐτόν δηλαδή τόν Χριστόν, ὡς πιστεύομεν, τοῦτον διά τῆς ἁμαρτίας ἀποδυόμεθα». Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά στερούμεθα τῆς αἰωνίου ζωῆς, τοῦ ἀδύτου Φωτός, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς υἱοθεσίας. Ἐπειδή χάσαμε τήν υἱοθεσία γινόμαστε «πάλιν χοϊκοί ὡς ὁ πρῶτος ἐκεῖνος καί χοϊκός ἀντί ἐπουρανίων καί αὐτοῦ τοῦ δευτέρου ἀνθρώπου καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά πάντα ὁμοίων» καί ἔτσι γινόμαστε ἐπί πλέον «ὑπόδικοι τῷ θανάτῳ καί τῷ σκότει, καί τῷ πυρί τῷ ἀσβέστῳ παραπεμπόμεθα, ἐν μεγάλῳ κλαυθμῷ καί τῷ βρυγμῷ τῶν ὁδόντων βασανιζόμενοι» (Συμεών Νέος Θεολόγος S C 129 σελ. 414-416).

Τό χωρίο αὐτό εἶναι ἐκπληκτικό, διότι δείχνει ὅτι δέν ἀρκεῖ τό Βάπτισμα, ἀλλά ἀπαιτεῖται καί ἡ ἐν συνεχείᾳ ἀναγεννημένη ζωή, διότι διαφορετικά στερεῖται τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς υἱοθεσίας, καί γιά νά τό πῶ μέ ἁπλό τρόπο, στήν Κόλαση θά ὑπάρχουν καί βαπτισμένοι καί μοναχοί καί Κληρικοί, οἱ ὁποῖοι δέν συνήργησαν στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε μέ τό Βάπτισμα καί τά ἄλλα Μυστήρια.

Γι’ αὐτό σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἀπάντησε σέ αὐτούς πού ἔλεγαν «ἐγώ ἀπό τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος τόν Χριστόν λαβών ἔχω», ὅτι «οὐχί πάντες οἱ βαπτιζόμενοι λαμβάνουσι διά τοῦ βαπτίσματος τόν Χριστόν, μόνοι δέ οἱ βεβαιόπιστοι καί ἐν γνώσει τελείᾳ ἤ καί προκαθάρσει ἑαυτούς εὐτρεπίσαντες καί οὕτως ἐλθόντες ἐπί τό βάπτισμα» (Συμεών Νέος Θεολόγος S C 129, σελ. 282-284).

Αὐτός ὁ λόγος εἶναι φοβερός, ὅτι δέν λαμβάνουν ὅλοι οἱ βαπτιζόμενοι τόν Χριστό, ἀλλά οἱ βεβαιόπιστοι καί ἐκεῖνοι πού προσῆλθαν στό Βάπτισμα μέ προετοιμασία.

Ἀλλά εἶναι φοβερότερος ὁ ἑπόμενος λόγος τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού ἀναφέρεται στά νήπια πού βαπτίζονται, ἀλλά στόν βίο τους ζοῦν ἀναξίως, ὅτι θά ἔχουν κατάκριση περισσότερη ἀπό αὐτούς πού εἶναι ἀβάπτιστοι!

«Οἱ γάρ τό βάπτισμα τό σόν λαβόντες ἐκ νηπίων
Καί ἀναξίως ζήσαντες τούτου κατά τόν βίον
ἕξουσι τό κατάκριμα πλεῖον τῶν ἀβαπτίστων,
ὡς εἶπας, ἐνυβρίσαντες στολήν σου τήν ἁγίαν...
Ἐπεί οὖν βεβαπτίσμεθα παῖδες ἀναισθητοῦντες,
ὡς ἀτελεῖς καί ἀτελῶς δεχόμεθα τήν χάριν,
τῆς πρώτης παραβάσεως λαμβάνοντες τήν λύσιν...
καί ὥσπερ τότε ὁ Ἀδάμ ἦν πρό τῆς ἁμαρτίας,
οὕτω καί πάντες γίνονται οἱ γνώσει βαπτισθέντες
πλήν τῶν οὐ λαβόντων αἴσθησιν νοεράν ἀναισθήτως,
ἥνπερ ποιεῖ ἐρχόμενον ἐνεργείᾳ τό Πνεῦμα»

(Συμεών Νέος Θεολόγος, S C 196, σελ. 256).

Αὐτό πρέπει νά συνεξετασθῆ μέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, σύμφωνα μέ τήν ὁποία «ἡ Χάρις ἀπ’ αὐτῆς τῆς ροπῆς ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα ἐν αὐτῷ τῷ βάθει τοῦ νοῦ ἐγκρύπτεται, αὐτήν τήν αἴσθησιν αὐτοῦ κρύπτουσα τήν ἑαυτῆς παρουσίαν∙ ἐπειδάν δέ ἄρξηταί τις ἐκ πάσης προθέσεως ἐρᾶν τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρρήτῳ τινί λόγῳ διά τῆς τοῦ νοῦ αἰσθήσεως ποσομιλεῖ τῇ ψυχῇ μέρος τι τῶν ἑαυτῆς ἀγαθῶν» (Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμος Β΄, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 258).

Ἑπομένως, αὐτή ἡ πατερική διδασκαλία βρίσκεται στόν ἀντίποδα τῆς αἱρέσεως τῶν Μασσαλιανῶν, πού πίστευαν ὅτι στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο ὑπάρχει μιά ὑποστατική δυαρχία, ὁ Θεός καί ὁ σατανᾶς, ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα χωρία τοῦ ἁγίου Διαδόχου.

Γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ ἄποψη πού διατυπώνεται μέ ἐπιπολαιότητα ὅτι πρέπει νά τελοῦμε τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος χωρίς προϋποθέσεις καί μάλιστα χωρίς ἐγγυήσεις ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ βαπτιζομένου νηπίου καί χωρίς καμμιά βεβαίωση ἀπό τόν ἀνάδοχο, ἀλλά καί μέ τήν βεβαιότητα ὅτι τό νήπιο θά ζήση μέσα σέ «γάμο ὁμοφυλοφίλων» μέ σαφῆ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ βάση τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί αὐτό παραπέμπει σέ μιά «μαγική» ἀντίληψη περί τῶν Μυστηρίων καί ὄχι σέ μυστηριακή ἐκκλησιαστική ζωή.

6. Δηλώσεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος εἶναι μέλος τῆς Ἱεραρχίας ἀπό τό ἔτος 1981, δηλαδή 43 χρόνια, καί διετέλεσε προηγουμένως 4 χρόνια Γραμματεύς καί Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί ἀντιμετώπισε πολλές κρίσεις ἐκκλησιαστικές, ἦταν σχεδόν μισό αἰώνα στά Συνοδικά ὄργανα, σέ ὑπεύθυνες θέσεις.

Ὡς ἐκ τῆς θέσεώς του ἔχει μεγάλη ἐκκλησιαστική πείρα, καί κανείς ἀπό ἐμᾶς δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μέ τήν δική του πείρα. Ἔτσι, γνωρίζει ἐπαρκῶς ὅλα τά ἐκκλησιαστικά θέματα. Ὡς ἐκ τούτου ἦταν σωστές καί σοφές οἱ δηλώσεις του, κατά τήν 25η Ἰανουαρίου 2024, γιά τό θέμα τῆς βαπτίσεως τῶν τέκνων τῶν ὁμοφυλοφίλων. Εἶπε:

«Ἡ ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο εἶναι πολύ σπουδαῖο πρᾶγμα, καί αὐτό πρέπει νά τό λάβουμε ὅλοι ὑπόψη, καί ἡ Εκκλησία, ἀλλά καί ἡ Πολιτεία». «Πρέπει νά ἐπιστρέψουμε ξανά στήν παράδοση. Ἄν ἡ βάπτιση γίνεται στήν μικρή ἠλικία τῶν παιδιῶν, εἶναι διότι μέσα στήν Ἐκκλησία εἶχε δημιουργηθεῖ ἡ αἴσθηση ὅτι τό παιδί μεγαλώνει μέσα σέ ἕνα περιβάλλον χριστιανικῶν ἀρχῶν. Ἑπομένως, δέν χρειαζόταν κατήχηση, γιατί γινόταν ἐντός τοῦ περιβάλλοντος. Τώρα πού ἀλλάζουν τά πράγματα, δέν εἴμαστε κατά τῶν παιδιῶν. Τά παιδιά τά ἀγαπᾶμε καί νοιαζόμαστε περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους. Ἡ Ἐκκλησία θά περιμένει αὐτά τά παιδιά νά φτάσουν σέ μιά ἠλικία καί ὅταν μεγαλώσουν θά βαπτισθοῦν».

Ἄλλες ἀπόψεις γιά τό θέμα αὐτό, καί μάλιστα τήν περίοδο πού ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος ὁμοφώνως ἔλαβε μιά σημαντική ἀπόφαση κατά τοῦ νομοσχεδίου «γάμου ὁμοφυλοφίλων καί τεκνοθεσίας» δέν βοηθοῦν στήν ἀντιμετώπιση ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος, μᾶλλον ἐξυπηρετοῦν ὅσους θέλουν νά δημιουργήσουν πρόβλημα στήν ἑνότητα τῆς Ἱεραρχίας πάνω στό σοβαρό αὐτό θέμα. Πέραν ἀπό αὐτό εἶναι ἐκπληκτικό ὅτι ὅλοι ἐκφράζουν τίς γνῶμες τους καί γιά τό Βάπτισμα τῶν υἱοθετημένων τέκνων ἀπό ὁμοφυλοφίλους, ἀλλά, γιά μερικούς, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δέν ἔχει αὐτό τό δικαίωμα!