Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Μαρτίου 2024

ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΗΝ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ "ΜΑΥΡΗ"!

«Χρειάζεται η οικογένεια. Χωρίς αυτήν η ζωή είναι μαύρη, δεν μπορεί να προχωρήσει ευχάριστα και ανοδικά. Να γιατί και η Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπογράμμισε ότι η οικογένεια “είναι το φυσικόν και θεμελιώδες συστατικόν στοιχείον της Κοινωνίας”. Να γιατί ο Δημιουργός Θεός δεν άφησε τον άνθρωπο μόνον στη ζωή, αλλ’ “ἐποίησε βοηθόν κατ’ αὐτόν”. Να γιατί και όταν Αυτός ο Δημιουργός Θεός έγινε άνθρωπος, μέσα στην οικογένεια έζησε και την οικογένεια αγίασε κι ευλόγησε» (Μακαριστός Γέρων π. Γεώργιος Κρητικός).

Ο μακαριστός Γέρων π. Γεώργιος Κρητικός, διαπρύσιος κήρυκας του ευαγγελίου του Κυρίου, λόγω και έργω: ό,τι κήρυσσε το έβλεπες ενσαρκωμένο στην αγία βιοτή του, τονίζει στο παραπάνω απόσπασμα άρθρου του για την οικογένεια αυτό που συνιστούσε βαθειά πεποίθησή του και εμπειρική διαπίστωσή του από την πολύχρονη ιερατική του διακονία. Τι δηλαδή; Η ζωή χωρίς την οικογένεια είναι ζωή μαύρη, χωρίς χαρά, μία ζωή μίζερη κολλημένη στην ύλη των παθών και των αισθήσεων. Κι ασφαλώς ο αγιασμένος Γέρων δεν αναφέρεται σ’ αυτούς που από αγάπη προς τον Κύριο στράφηκαν στη μοναχική ζωή την πλήρως αφιερωμένη στον Θεό – αυτοί αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της Εκκλησίας, καθώς έλεγε στοιχώντας στους αγίους Πατέρες και πάνω από όλα στον ίδιο τον Κύριο: «δεν μπορούν όλοι να προχωρήσουν όλοι σ’ αυτόν τον δρόμο της αφιέρωσης, αλλά σ’ όσους έχει δοθεί το χάρισμα τούτο». Αλλ’ ούτε και σ’ εκείνους που για λόγους ανώτερους: αφιέρωσης στην επιστήμη τους για χάρη της κοινής ωφέλειας, αφιέρωσης στην οικογένειά τους λόγω υπάρξεως ασθενειών σε μέλη αυτής ή αφιέρωσης και στην ιεραποστολή, δεν μπόρεσαν παρ’ όλη ίσως την επιθυμία τους να δημιουργήσουν δική τους οικογένεια. Έχει υπ’ όψιν του εκείνους τους αδελφούς που χωρίς να υφίσταται κάποιο πρόβλημα αυτοί επιλέγουν τη «μοναξιά» τους για να κάνουν, όπως λέμε, τη ζωή τους, χωρίς καμία δέσμευση – «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»! Γι’ αυτούς σημειώνει ότι η ζωή τους είναι μαύρη και χωρίς χάρη και χαρά, όπως άλλωστε το επισημαίνει σε άλλο σημείο του κειμένου του, μνημονεύοντας συγκεκριμένη περίπτωση καταξιωμένου και σπουδαίου θεωρούμενου ανθρώπου μέσα στην κοινωνία, που του εξομολογήθηκε: «όλα τα έχω στη ζωή, αλλά ζω χωρίς καμία χαρά, γιατί έκανα το μεγαλύτερο σφάλμα: δεν δημιούργησα δική μου οικογένεια».

Ο μακαριστός π. Γεώργιος λοιπόν προβάλλει την αξία της οικογένειας. Κι η σκέψη του κινείται με σφαιρικό τρόπο: επικαλείται και την ίδια την πραγματικότητα της ζωής, αυτό δηλαδή που η ίδια η κοινωνία έχει διαπιστώσει εμπειρικά ως ανάγκη της μέσω της Παγκόσμιας Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως όμως τον λόγο του Θεού: ο Δημιουργός μάς έπλασε έτσι ώστε το κοινωνικό στοιχείο να συνυπάρχει με τη φύση μας – «δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος» - αλλά και ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας επέλεξε μέσα σε οικογένεια να ανατραφεί και να μεγαλώσει, ευλογώντας και αγιάζοντας τον συγκεκριμένο θεσμό. Κι είναι περιττό βεβαίως να τονίσουμε ότι ο μακαριστός Γέρων θεωρεί ότι καταξιώνεται και αγιάζεται η οικογένεια, όταν τα μέλη της, πρώτιστα οι σύζυγοι, ο πατέρας και η μάνα, λειτουργούν και κινούνται όπως ο άγιος Ιωακείμ και η Παναγία Μητέρα του Κυρίου: με απόλυτη υπακοή στο θέλημα του Θεού, που θα πει με απόλυτη προτεραιότητα της θυσιαστικής αγάπης του ενός προς τον άλλον. Τότε μόνον δημιουργούνται οι συνθήκες να σκηνώσει η χάρη του Θεού στην οικογένεια και να φανερώνεται αυτή ως «κατ’ οίκον Εκκλησία». Διαφορετικά η οικογένεια μπορεί να υφίσταται αλλά να λειτουργεί εγωιστικά, φτιάχνοντας ανθρώπους ατομιστές με μοναδική απόβλεψη το συμφέρον τους. Στην περίπτωση αυτή βεβαίως και ο γάμος και η οικογένεια περιπίπτει στην περίπτωση εκείνων από την παραβολή του μεγάλου Δείπνου που αρνήθηκαν την πρόσκληση του Κυρίου με το «έχε με παρητημένον» και έμειναν έξω από το τραπέζι της Βασιλείας, μακριά δηλαδή από τον Θεό.

03 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΣΕΒ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΠΤΙΣΤΗ ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΑΠΟ "ΓΑΜΟΥΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΩΝ"

 

Σέ δημόσιες συζητήσεις ἔγινε λόγος κατά πόσον ἡ Ἐκκλησία θά βαπτίζη τά υἱοθετημένα τέκνα ἀπό τούς «γάμους τῶν ὁμοφυλοφίλων».

Θά καταγράψω μερικές σκέψεις γιά τό θέμα αὐτό.

1. Συζήτηση γιά τό θέμα

Εἶναι ἀληθές ὅτι τέθηκε τό θέμα στήν Ἱεραρχία ὑπό τύπον προβληματισμοῦ κατά πόσον θά βαπτίζονται τά τέκνα πού θά υἱοθετηθοῦν ἀπό «πολιτικούς γάμους ὁμοφυλοφίλων», μέ τήν ἔννοια νά μελετηθῆ ἀπό τά Συνοδικά Ὄργανα, δηλαδή τήν Ἐπιτροπή Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων καί ἀπό τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο. Τό σκεπτικό εἶναι ὅτι ἡ περίπτωση αὐτή διαφέρει ἀπό τίς περιπτώσεις τῶν τέκνων πού προέρχονται ἀπό τόν πολιτικό γάμο, ἀνδρός καί γυναικός, κυρίως μέ τήν γέννηση τέκνων ὑπ’ αὐτῶν. Καί αὐτή ἡ πρόταση ἐτέθη γιά νά ὑπάρχουν μερικά ὅρια καί νά μή ἐκκοσμικεύεται ἡ Ἐκκλησία.

Εἶναι, ἐπίσης, ἀληθές ὅτι δέν εὐθύνονται τά ἀνήλικα τέκνα γιά τήν συμπεριφορά τῶν γονέων τους εἴτε τῶν δύο φύλων εἴτε τοῦ ἰδίου φύλου. Τά ἀνήλικα τέκνα ἔχουν δική τους ὕπαρξη, ἡ ὁποία ὅμως ὅσο εἶναι νήπια δέν μπορεῖ νά ἐκφρασθῆ καί γι’ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συγκατάθεση τῶν γονέων ἤ τῶν ἐπιτρόπων. Οὔτε, βεβαίως τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος πρέπει νά τίθεται στήν προοπτική τῆς τιμωρίας τοῦ παιδιοῦ ἕνεκα τῆς ἐπιλογῆς τῶν φυσικῶν ἤ θετῶν γονέων του.

2. Βάπτιση τέκνων ἀπό «πολιτικό γάμο ἑτεροφύλων»

Τό θέμα τῆς βαπτίσεως τῶν νηπίων ἐτέθη στό παρελθόν, κατά τήν συζήτηση τῶν συνεπειῶν τοῦ «πολιτικοῦ γάμου τῶν ἑτεροφύλων».

Στήν ὑπ’ ἀριθμ. 2309 (Ἀριθ. Πρωτ. 240/21-1-1982) Ἐγκύκλιο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «ὁ τελῶν πολιτικόν γάμον…..καταπατεῖ δημοσίᾳ καί ἐνσυνειδήτως τήν περί τῶν 7 Μυστηρίων δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας» διό καί «ἡ Ἱερά Σύνοδος κρίνει ὅτι ὁ οὕτω συμπεριφερόμενος ἐκφράζει τήν θέλησιν καί προχωρεῖ εἰς τήν ἐκπλήρωσιν της, ὅπως παύσῃ τοῦ λοιποῦ ἀνήκων οὐσιαστικῶς εἰς τήν ἐξ ἧς προέρχεται Ἐκκλησίαν. Ἡ συνέπεια καί εἰλικρίνεια ἐπιβάλλει ὁ τοιοῦτος νά παύσῃ καί τυπικῶς πλέον νά ἀνήκῃ εἰς τούς κόλπους της».

Στήν συνέχεια ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ὑπ΄ἀριθμ. 2395/ Ἀριθ.2767/ 5-9-1984 ἀπεφάνθη ὅτι «δέον νά βαπτίζωνται τά ἐκ τῶν πολιτικῶν γάμων τέκνα», ἐννοεῖται τῶν ἑτεροφύλων, μέ τό σκεπτικό ὅτι «πολλοί πολιτικοί γάμοι τελοῦνται ὑπό τήν πίεσιν καί τήν ἀνάγκην εἰδικῶν οἰκογενειακῶν καί κοινωνικῶν συνθηκῶν καί ὄχι λόγῳ περιφρονήσεως τοῦ θρησκευτικοῦ γάμου καί ἀρνήσεως τῆς Ἐκκλησίας, δι’ ὅ καί, ἐν καιρῷ εὐθέτῳ, τελοῦν οἱ γονεῖς οὗτοι καί τόν θρησκευτικόν γάμον, ἀποκαθιστῶντες ἑαυτούς εἰς τήν κανονικήν τάξιν». Ἔτσι, ἐκτός τοῦ ὅτι «ἕκαστον τῶν ὁποίων (τῶν τέκνων) ἀποτελεῖ ἰδίαν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἀνεξάρτητον ἠθικήν προσωπικότητα», συγχρόνως μέ τήν «συγκαταβατικήν συμπεριφοράν» τῆς Ἐκκλησίας νά βαπτίζωνται τά τέκνα «οἱ γονεῖς αὐτῶν ἐπηρεάζονται εὐμενῶς καί διευκολύνονται τά μέγιστα εἰς τήν, ἐν καιρῷ, τέλεσιν καί τοῦ θρησκευτικοῦ γάμου, πρός πλήρη ἀποκατάστασιν τῶν πνευματικῶν των δεσμῶν μετά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας».

Τό σκεπτικόν τῆς Ἐγκυκλίου εἶναι σαφέστατον, ὅτι ἡ ἄδεια γιά τήν βάπτιση τῶν τέκνων πού προέρχονται ἀπό πολιτικούς γάμους ἑτεροφύλων, εἶναι συγκαταβατική καί στήν προπτική ἀποκαταστάσεως καί τῶν γονέων στήν κανονική τάξη.

Οἱ Συνοδικές αὐτές ἀποφάσεις ἰσχύουν καί μάλιστα πρόσφατα ἐπιβεβαιώθηκαν μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 2862/3-7-2020 Ἐγκύκλιον Σημείωμα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ τήν προσθήκη «ὅτι ὁ διαλυθείς ἐκ διαφόρων αἰτίων, πολιτικός γάμος δέν θεωρεῖται ἀπαραιτήτως δεῖγμα μετανοίας καί ἐπιστροφῆς εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν τάξιν καί ὡς ἐκ τούτου, ἡ παράστασις ἀναδόχου ἐκ διαλυθέντος γάμου κανονικῶς δέν γίνεται ἀποδεκτή». Ἐπί πλέον, διευκρινίζεται ὅτι ἡ τυχόν «ἐξαίρεσις ἐξ αὐτοῦ ἐπαφίεται εἰς τήν ἔμφρονα ποιμαντικήν κρίσιν ἑκάστου Μητροπολίτου, ἐνεργοῦντος κατ’ οἰκονομίαν καί ὁπωσδήποτε, κατά περίπτωσιν».

Ἑπομένως, τό «κατ’ οἰκονομίαν» καί «ὁπωσδήποτε κατά περίπτωσιν» καί ἐπί πλέον τό μέ «τήν ἔμφρονα ποιμαντικήν κρίσιν ἑκάστου Μητροπολίτου» παράσταση ἀναδόχου ἐκ διαλυθέντος γάμου εἶναι ἀπολύτως δεσμευτικά γιά τήν κατά περίπτωσιν οἰκονομίαν καί ἐξαίρεσιν, πού δέν ἀνατρέπει τήν γενική ἀκρίβεια, καί τόν γενικό κανόνα! Δέν εἶναι δυνατόν ἡ οἰκονομία νά γενικευθῆ καί νά μετατραπῆ σέ ἀκρίβεια!

Αὐτά ἰσχύουν γιά τόν «πολιτικό γάμο» τῶν ἑτεροφύλων.

3. Βάπτιση τέκνων ἀπό «πολιτικό γάμο ὁμοφυλοφίλων»

Στήν περίπτωση τῶν ὁμοφυλοφίλων πού συνάπτουν «πολιτικό γάμο» τά δεδομένα εἶναι τελείως διαφορετικά ἀπό τόν «πολιτικό γάμο τῶν ἑτεροφύλων», καί μάλιστα εἶναι πλέον αὐστηρά, διότι εἰσάγεται «πολιτικός γάμος» ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου, πού ἀνατρέπει τό πρότυπο τῆς ἐκ δύο φύλων οἰκογενείας.

Θεωρῶ ὅτι τό θέμα αὐτό θά ἐξετασθῆ κυρίως στό ὅτι δέν πρόκειται γιά «ζευγάρια» ἑτεροφύλων, ἀλλά γιά ἄτομα τοῦ ἰδίου φύλου, πού καί ἐάν μετανοήσουν δέν μποροῦν νά τελέσουν ἐκκλησιαστικό γάμο καί νά ἐκκλησιοποιήσουν τήν «σχέση» τους. Ἐπίσης, ὅταν πρόκειται περί δύο ἀνδρῶν δέν πρόκειται νά συλλάβουν δικό τους τέκνο, τό ὁποῖο θά τό υἱοθετήσουν εἴτε ἀπό διαθέσιμα βρέφη εἶτε ἀπό «παρένθετη κύηση», «παρένθετη μητρότητα».

Ἐπί πλέον οἱ συνάπτοντες τέτοιον «ὁμοφυλόφιλο γάμο» προσβάλλουν, ἐκτός ἀπό τόν ἱερό θεσμό τοῦ γάμου, καί τόν ἱερό θεσμό τῆς οἰκογενείας, διότι συγκροτοῦν μίαν ἄλλην οἰκογένεια, ἡ ὁποία εἶναι ἀντιεκκλησιαστική καί καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἱεραρχία ὁμοφώνως, ἀλλά καταδικάζεται καί ἀπό ὅλη τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση. Αὐτό εἶναι ἕνα πολύ σοβαρό θέμα.

Ἔτσι, στήν περίπτωση πού θά ἤθελαν οἱ ὁμοφυλόφιλοι νά βαπτίσουν τά καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ἀποκτηθέντα τέκνα τους, θά προσέλθουν στό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ὡς «ζεῦγος», θά φωτογραφηθοῦν κατά τήν διάρκεια τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος δίπλα στόν Ἱερέα καί θά ὑπογράψουν ὡς γονέας 1 καί γονέας 2. Ἀκόμη, ὁ ἀνάδοχος ὁ ὁποῖος θά παρουσιασθῆ ἤ θά εἶναι τῆς αὐτῆς νοοτροπίας μέ τούς «ὁμοφυλόφιλους γονεῖς» ἤ θά συνευδοκῆ μέ τίς ἐπιλογές τους.

Μέ αύτές τίς συνθῆκες, ἄν ἕνας Κληρικός τελέσει βάπτιση τέκνου «ὁμοφυλοφίλων», «ἐν τοῖς πράγμασιν» συνευδοκεῖ μέ τίς ἐνέργειές τους καί καταργεῖ ἤ ὑπονομεύει τήν ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 23ης Ἰανουαρίου 2024. Καί βεβαίως μέ τόν τρόπον αὐτόν ἐκκοσμικεύονται τά πάντα, ἤτοι καί ἡ Θεολογία καί ἡ ἐκκλησιαστική ζωή.

Σύν τοῖς ἄλλοις οἱ ὁμοφυλόφιλοι γονεῖς θά προσαγάγουν τά τυχόν βαπτισθέντα τέκνα τους στήν θεία Εὐχαριστία γιά τήν μετάληψη τοῦ Σώματος καί Αἴματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ συνδέεται τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος-Χρίσματος μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἐνδεχομένως θά θελήσουν καί αὐτοί νά κοινωνήσουν, προκαλώντας δημοσίως καί προσβάλλοντας ὅλο τό ἐκκλησιαστικό πολίτευμα ὅτι δῆθεν ἀποδεχόμαστε οἰκογένεια «ὁμολοφυλοφίλων»!

Ἄν αὐτό δέν συνιστᾶ ἐκκοσμίκευση τῶν Μυστηρίων, τῆς οἰκογένειας, τοῦ γάμου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, τότε τί εἶναι τελικά ἡ ἐκκοσμίκευση;

4. Ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν ζητημάτων γιά τόν νηπιοβαπτισμό

Πρέπει, ὅμως, νά ἐξετασθῆ καί τό θέμα τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ γενικότερα. Ἡ ἱστορία τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νηπτιοβαπτισμοῦ στήν Ἐκκλησία δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχθηκε τόν νηπιοβαπτισμό, διότι εἶχε τήν βεβαιότητα ὅτι τά βαπτισθέντα τέκνα θά κατηχηθοῦν ἀπό τόν ἀνάδοχον καί ἀπό τούς γονεῖς καί τήν οἰκογένεια στήν ὁποία θά μεγαλώσουν, οἱ ὁποῖοι θά ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία μέ ὅλη τήν παράδοσή της.

Ὅμως, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἐκ τῶν προτέρων γνωρίζει ὅτι τό νήπιο θά μεγαλώση σέ μιά οἰκογένεια ἡ ὁποία ἀρνεῖται καί μάλιστα προσβάλλει τόν ἱερό θεσμό τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογένειας, καί ὁ ἀνάδοχος, κατά διάφορους βαθμούς θά εἶναι τῆς ἴδιας νοοτροπίας, τότε πῶς θά ἐμπιστευθῆ ἕνα νέο καί μικρᾶς ἡλικίας μέλος της σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια; Πῶς θά δώσουν ὁμολογία πίστεως; Πῶς θά τό κατηχήσουν ὀρθοδόξως; Τί πρότυπα θά τοῦ προσφέρουν;

Γιά τό θέμα αὐτό ὑφίσταται κείμενο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τό ὁποῖο ἐξεδόθη τό 2012, ἐπί προεδρείας τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Φιλίππων κυροῦ Προκοπίου καί ἀναρτήθηκε στό διαδίκτυο, γιά τήν γνώση καί τήν ἐνημέρωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν, «περί τοῦ ἀναδόχου», ἀλλά καί τῶν γονέων πού ἀναπληρώνουν «τήν ἔλλειψη βουλήσεως τοῦ νηπίου». Γράφεται στό κείμενο αὐτό τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν ζητημάτων.

«Τό μυστήριο του βαπτίσματος εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος, μέ τόν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν δύναμη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἀφαρπάζεται ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ πονηροῦ, ἀναγεννᾶται καί ἐντάσσεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Τό βάπτισμα εἶναι «φυτεία πρός ἀθανασίαν» (Μ. Ἀθανάσιος, PG.29,10) καί «ὄχημα πρός τόν οὐρανόν, βασιλείας πρόξενον, υἱοθεσίας χάρισμα» (Μ. Βασίλειος, PG.31,433). Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος βαπτίσθηκε καί μίλησε γιά τό βάπτισμα εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Ἀποστέλλοντας εἰς τό κήρυγμα τούς ἁγίους Ἀποστόλους, μετά τήν Ἀνάσταση, τούς εἶπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος…» (Ματθ. κη΄19). «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. ιστ΄16). Ἀκολουθοῦντες τήν σαφῆ ἐντολή τοῦ Κυρίου ἔκτοτε οἱ Ἀπόστολοι καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ Ἐκκλησία βάπτιζαν κατόπιν ὁμολογίας τῆς πίστεως. Ἔτσι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μετά τό κήρυγμα, συνέστησε εἰς τό πλῆθος τῶν ἀκροατῶν του νά μετανοήσουν καί ἐν συνεχείᾳ νά βαπτισθοῦν.

Πολύ ἐνωρίς -τό ἀργότερο κατά τό δεύτερον ἥμισυ τοῦ β΄αἰῶνος- καί ταχέως ὁριστικῶς κατά τόν 5ο αἰῶνα- ἐπεκράτησε ὁ νηπιοβαπτισμός. Ἀπό τήν Κ. Διαθήκη πληροφορούμεθα ὅτι νήπια βαπτίζονταν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπό τόν α΄ μ.Χ. αἰώνα (Πρξ.στ΄13-15, 31-33, ιη΄8, ι΄1-2, 24, 44, 47, 48). Κατά τούς πρώτους αἰῶνες οἱ περισσότεροι δέχονταν τὀ βάπτισμα σέ ὤριμη ἠλικία, ὁ δέ ἀνάδοχος, μνημονευόμενος τό πρῶτον κατά τήν καμπή τοῦ 2ου πρός 3ο αἰώνα, παρίστατο ὡς ἐγγυητής τῶν εἰλικρινῶν προθέσεων καί τῆς πίστεως τοῦ βαπτιζομένου. Σήμερα ὁρίζεται μέν ὑπό τοῦ ἔχοντος τήν ἐπιμέλεια τοῦ παιδιοῦ, εἶναι δέ ὁ ἐγγυητής ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀναπληρώνει τήν ἔλλειψη βουλήσεως τοῦ νηπίου, παράλληλα βεβαίως μέ τούς γονείς, καί ὁμολογεῖ τήν πίστη ἐξ ὀνόματός του. Ὁμολογεῖ βεβαίως τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἀναλαμβάνει τήν ὑποχρέωση νά διδάξει τόν νεοφώτιστο, μαζί με τούς γονεῖς, μόλις ἔλθει σέ κατάλληλη ἠλικία, τό περιεχόμενο τῆς πίστεώς μας.

Τό πρόσωπο τοῦ ἀναδόχου εἶναι ἱερό. Συνάπτει δεσμό πνευματικῆς συγγένειας μέ τόν ἀναδεκτό (ἤ τήν ἀναδεκτή) καί τήν οἰκογένειά του. Κατά τόν Ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης ὁ ἀνάδοχος εἶναι «ἐγγυητής εἰς Χριστόν, ὧστε τηρεῖν τά τῆς πίστεως καί χριστιανικῶς ζῆν». (PG 155, 213). Ὡς ἐκ τῆς φύσεως τοῦ λειτουργήματός του ἐπιβάλλεται νά τυγχάνει τῆς ἐμπιστοσύνης καί ἀποδοχῆς τῆς Ἐκκλησίας, καί νά εἶναι ἐνεργό μέλος αὐτῆς.

Ἑπομένως δέν ἐπιτρέπεται νά παρίστανται ὡς ἀνάδοχοι εἰς τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος: οἱ ἀλλόθρησκοι, οἱ ἑτερόδοξοι, οἱ σχισματικοί, καί οἱ ἀφορισμένοι. Δέν γίνονται ἐπίσης δεκτοί οἱ γονεῖς τοῦ βαπτιζομένου (ν. 26 Λέοντος τοῦ Δ΄), οἱ κληρικοί καί οἱ μοναχοί (Ἀποφάσεις Πατριαρχικῆς Συνόδου Κωνσταντινουπόλως ἔτ. 1976 Μ. Γεδεών: Καν. Διατάξεις τ. Α΄ σελ. 295 ἐπ. καί ἔτος 1806 τ. Β΄ σελ. 106 ἐπ. παραγ. 3, πρβλ. Πέτρου Χαρτοφύλακα ἐν Συντάγματι τ. Ε΄ σ. 370), ἐνῶ ἀπό τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ εἶναι ἀδιάφορο τό φύλο τοῦ ἀναδόχου. Ἀποκλύονται ὡσαύτως οἱ δεδηλωμένοι ἄθεοι καί ἄπιστοι, οἱ ἀνήλικοι καί οἱ τελέσαντες πολιτικό γάμο, οἱ τελευταῖοι ὡς ἐπιδεικτικῶς παραβιάζοντες τίς ἐντολές καί ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας» (Βλ. Ἐγκύκλιο Ἱ. Συνόδου ὑπ’ ἀριθμ. 2309/21-1-1982).

Τό κείμενο αὐτό τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι σημαντικό, διότι κάνει μιά σύντομη ἱστορική ἀναφορά τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ στήν Ἐκκλησία, ἀναφέρεται στήν ἔλλειψη βούλησης τοῦ νηπίου, καί τήν ἀναπλήρωσή της ἀπό τόν ἀνάδοχο καί τούς γονεῖς τοῦ νηπίου, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐγγυητές τῶν εἰλικρινῶν προθέσεων καί τῆς πίστεως τοῦ βαπτιζομένου.

Φυσικά οἱ ἀνάδοχοι, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τούς γονεῖς ἀναλαμβάνουν τήν ὑποχρέωση νά διδάξουν τόν νεοφώτιστο πρέπει νά τυγχάνουν τῆς ἐμπιστοσύνης καί τῆς ἀποδοχῆς τῆς Ἐκκλησίας, καί νά εἶναι ἐνεργά μέλη της.

Καί ὄχι μόνον ἀποκλείονται νά εἶναι ἀνάδοχοι οἱ τελέσαντες πολιτικό γάμο, ἀλλά πρό παντός οἱ τελέσαντες πολιτικό γάμο ὁμοφυλόφιλοι, οἱ ὁποῖοι συνιστοῦν μιά ἄλλη διαφορετική «οἰκογένεια» στήν ὁποία δέν ὑπάρχει πατρότητα ἤ μητρότητα, ἀλλά «γονέας 1 καί γονέας 2». Τί θά διδάξουν αὐτοί στό παιδί γιά τόν Θεό καί τήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καί τί θά διδάξουν γιά τόν θεσμό τῆς πατροπαράδοτης οἰκογένειας;

Ἡ ἐνδεχόμενη ἄποψη ὅτι θά μποροῦσε νά γίνη ἡ βάπτιση τέκνων πού υἱοθετήθηκαν ἀπό ὁμοφυλοφίλους, χωρίς νά εἶναι παρόντες οἱ «γονεῖς» στό Μυστήριο, ἀλλά νά παρίσταται ἀνάδοχος ἀποδεκτός ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι ἀλυσιτελής. Αὐτό ἐξηγεῖται ἀπό τό ὅτι στήν πράξη δέν θά ἐφαρμοσθῆ μιά τέτοια ἐνδεχόμενη συμβιβαστική ἤ κατ’ οἰκονομίαν ἀπόφαση, διότι σοβαρῶς πιθανολογεῖται ὅτι οἱ «γονεῖς 1 καί 2» δέν θά δεχθοῦν νά ἀπουσιάσουν ἀπό τήν Βάπτιση τοῦ υἱοθετημένου ὑπ’ αὐτῶν τέκνου, οὔτε καί ὁ ἀνάδοχος θά εἶναι ὁ κατάλληλος.

Αὐτό θά ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ἤ νά προξενηθῆ κοινωνικός θόρυβος σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἀρνεῖται τήν βάπτιση ἤ νά ὑποχωρήση ὁ Μητροπολίτης καί ὁ Ἱερεύς καί νά τελεσθῆ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος μέ τήν παρουσία ὅλων αὐτῶν, μέ βιντεοσκοπήσεις, φωτογραφίσεις κλπ. Καί, βέβαια, σέ τέτοια περίπτωση ἀφ’ ἑνός μέν θά ὑπονομευθῆ ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας καί ὅλη ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ θά ἐπέλθη μία ἐπί πλέον ἐκκοσμίκευση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας!

Ἑπομένως, ἡ ἀπόφαση γιά τήν βάπτιση τέκνων υἱοθετηθέντων ἀπό ὁμοφυλόφιλους γονεῖς θά πρέπει νά εἶναι σαφής καί καθαρή, χωρίς ρωγμές καί ἀνοίγματα!

5. Κατήχηση, Βάπτισμα, σωτηρία, κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας

Πρέπει νά γίνη κατανοητό τί εἶναι τό Βάπτισμα, ποιά σχέση ὑπάρχει μεταξύ Βαπτίσματος, κατήχησης καί σωτηρίας. Τά ἐρωτήματα εἶναι: Τό Βάπτισμα γίνεται ἀπροϋποθέτως; Καί τελικά ὅσοι βαπτίζονται σώζονται; Καί ποιά εἶναι ἡ ἀξία τοῦ Βαπτίσματος ἀπό μιά μηχανική καί ἴσως «μαγική» αἴσθηση σωτηρίας;

Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὅπως καί ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, δέν γίνεται ἀπροϋπόθετα, ἀλλά ἀπαιτοῦνται κατάλληλες προϋποθέσεις, διότι χωρίς αὐτές μπορεῖ νά ἐκληφθῆ ὡς μιά κοσμική τελετή καί ὡς κάτι τό «μαγικό». Ἀκόμη, σημαίνει ὅτι προηγεῖται κατήχηση, τήν ὁποία κατά τόν νηπιοβαπτισμό ἀναλαμβάνει ὁ (ἡ) ἀνάδοχος (η) καί οἱ γονεῖς καί ἀκολουθεῖ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του μετά τήν Ἀνάστασή Του: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. κη΄, 19-20).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο, γράφει ὅτι ὁ Χριστός ἔδωσε ἐντολή στούς Μαθητές Του νά μή βαπτίζουν μόνον, ἀλλά καί νά διδάσκουν νά τηροῦν ὅλα ὅσα τούς δίδαξε. Δηλαδή, ἡ ἐντολή νά μαθητεύσουν τά ἔθνη προσδιορίζεται ἀπό δύο τροπικές μετοχές, τό «βαπτίζοντες» καί τό «διδάσκοντες τηρεῖν πάντα» ὅσα δίδαξε. Καί καταλήγει ὁ ἅγιος: «Ὥστε οὐκ ἀρκεῖ τό βάπτισμα μόνον μαθητήν ποιῆσαι τοῦ εὐαγγελίου τόν ἄνθρωπον, ἀλλά δεῖ καί τῆς τῶν θείων ἐντολῶν τηρήσεως καί τούτων πασῶν» (Γρηγ. Παλαμᾶ, ἔργα 10, ΕΠΕ, σελ. 476).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, συγκεντρώνοντας ὅλη τήν πρό αὐτοῦ πατερική παράδοση γράφει ὅτι «ἡ μέν οὖν τῶν ἁμαρτιῶν ἄφεσις πᾶσιν ὁμοίως διά τοῦ βαπτίσματος δίδοται, ἡ δέ χάρις τοῦ Πνεύματος κατά τήν ἀναλογίαν τῆς πίστεως καί τῆς προκαθάρσεως». Δηλαδή, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν παρέχεται μέ τό Βάπτισμα, ἀλλά ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρέχεται ἀναλόγως μέ τήν πίστη καί τήν προκάθαρση. Συνεχίζει ὅτι μέ τό Βάπτισμα λαμβάνουμε «τήν ἀπαρχήν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἀρχή ἑτέρου βίου γίνεται ἡμῖν ἡ παλιγγενεσία καί σφραγίς καί φυλακτήριον καί φωτισμός», λαμβάνουμε τήν ἀρχή τοῦ ἑτέρου βίου, τῆς ἀναγέννησης. Μάλιστα, ἐπισημαίνει: «Ὁ ἐν δόλῳ προσιών τῷ βαπτίσματι κατακριθήσεται μᾶλλον ἤ ὠφεληθήσεται» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1976, σελ. 346-350).

Ὁ Μέγας Βασίλειος συνδέει πολύ στενά τήν πίστη μέ τό Βάπτισμα. Γράφει: «Βαπτίζεσθαι δεῖ, ὡς παρελάβομεν, πιστεύειν δέ ὡς βεβαπτίσμεθα, δοξάζειν δέ, ὡς πεπιστεύκαμεν» (Μ. Βασιλείου, ἔργα 8, ΕΠΕ, σελ. 158). Ἀλλοῦ γράφει: «Πίστις δέ καί βάπτισμα δύο τρόποι τῆς σωτηρίας συμφυεῖς ἀλλήλοις καί ἀδιαίρετοι. Πίστις μέν γάρ τελειοῦται διά βαπτίσματος, βάπτισμα δέ θεμελιοῦται διά τῆς πίστεως καί διά τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἑκάτερα πληροῦται» (Μ. Βασιλείου, ἔργα 10, ΕΠΕ, σελ. 350).

Ὁ ὅσιος Μάρκος ὁ ἀσκητής συνδέει τό Βάπτισμα μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ κατά ἀναλογία τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν: «Ἡ μέν χάρις τοῖς ἐν Χριστῷ βαπτισθεῖσι, μυστικῶς δεδώρηται∙ ἐνεργεῖ δέ κατά ἀναλογίαν τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν» (Ὁσίου Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ, Φιλοκαλία, ἐκδ. Παπαδημητρίου Α΄, 113, ξα΄).

Γι’ αὐτόν τόν λόγο στήν ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας προηγεῖτο πολυετής κατήχηση καί στήν συνέχεια γινόταν τό Βάπτισμα. Ὅλη αὐτή ἡ πρακτική διαφαίνεται καθαρά τόν 4ο αἰώνα στίς Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων. Οἱ Κατηχήσεις αὐτές διαιροῦνται στήν Προκατήχηση, τίς 18 Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων πού προετοιμάζονταν γιά τό Βάπτισμα, καί τίς 5 Μυσταγωγικές Κατηχήσεις τῶν βαπτισθέντων. Μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καθαίρεται καί φωτίζεται καί ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση.

Διδάσκει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ὅτι ὅσοι θέλουν νά βαπτισθοῦν πρέπει νά ἐγγράφονται στούς καταλόγους τῶν Κατηχουμένων, νά ἐκδηλώνουν τήν μετάνοιά τους, νά ἔχουν καλή προαίρεση, διότι δέν πρέπει νά ἔχουν τήν «προσηγορία τοῦ πιστοῦ» καί τήν «προαίρεσιν τοῦ ἀπίστου», νά δεχθοῦν τούς ἐξορκισμούς καί ὅπως γράφει, «τότε τῶν ὑδάτων ἀπολαύσητε χριστοφόρων, ἐχόντων εὐωδίαν» καί «τότε Χριστοῦ προσηγορίαν λάβητε, καί ἐνέργειαν θείων πραγμάτων» (Κατηχήσεις ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ἐκδ. Ἑτοιμασία, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα, 1999).

Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, βλέποντας στήν ἐποχή του τήν τυπική προσέλευση τῶν Χριστιανῶν στά Μυστήρια, διδάσκει ὅτι, ὅπως ὁ Ἀδάμ ζοῦσε στόν Παράδεισο μέ τούς Ἀγγέλους καί ἀποβλήθηκε ἀπό αὐτόν «μετά τήν παράβασιν» καί γυμνώθηκε καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό, «οὕτω καί ἡμεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἁγίων δούλων αὐτοῦ χωριζόμεθα ἁμαρτάνοντες καί τῆς θείας καταστολῆς ἥν ἐνεδυσάμεθα οἱ βαπτιζόμενοι, αὐτόν δηλαδή τόν Χριστόν, ὡς πιστεύομεν, τοῦτον διά τῆς ἁμαρτίας ἀποδυόμεθα». Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά στερούμεθα τῆς αἰωνίου ζωῆς, τοῦ ἀδύτου Φωτός, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς υἱοθεσίας. Ἐπειδή χάσαμε τήν υἱοθεσία γινόμαστε «πάλιν χοϊκοί ὡς ὁ πρῶτος ἐκεῖνος καί χοϊκός ἀντί ἐπουρανίων καί αὐτοῦ τοῦ δευτέρου ἀνθρώπου καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ κατά πάντα ὁμοίων» καί ἔτσι γινόμαστε ἐπί πλέον «ὑπόδικοι τῷ θανάτῳ καί τῷ σκότει, καί τῷ πυρί τῷ ἀσβέστῳ παραπεμπόμεθα, ἐν μεγάλῳ κλαυθμῷ καί τῷ βρυγμῷ τῶν ὁδόντων βασανιζόμενοι» (Συμεών Νέος Θεολόγος S C 129 σελ. 414-416).

Τό χωρίο αὐτό εἶναι ἐκπληκτικό, διότι δείχνει ὅτι δέν ἀρκεῖ τό Βάπτισμα, ἀλλά ἀπαιτεῖται καί ἡ ἐν συνεχείᾳ ἀναγεννημένη ζωή, διότι διαφορετικά στερεῖται τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς υἱοθεσίας, καί γιά νά τό πῶ μέ ἁπλό τρόπο, στήν Κόλαση θά ὑπάρχουν καί βαπτισμένοι καί μοναχοί καί Κληρικοί, οἱ ὁποῖοι δέν συνήργησαν στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε μέ τό Βάπτισμα καί τά ἄλλα Μυστήρια.

Γι’ αὐτό σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἀπάντησε σέ αὐτούς πού ἔλεγαν «ἐγώ ἀπό τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος τόν Χριστόν λαβών ἔχω», ὅτι «οὐχί πάντες οἱ βαπτιζόμενοι λαμβάνουσι διά τοῦ βαπτίσματος τόν Χριστόν, μόνοι δέ οἱ βεβαιόπιστοι καί ἐν γνώσει τελείᾳ ἤ καί προκαθάρσει ἑαυτούς εὐτρεπίσαντες καί οὕτως ἐλθόντες ἐπί τό βάπτισμα» (Συμεών Νέος Θεολόγος S C 129, σελ. 282-284).

Αὐτός ὁ λόγος εἶναι φοβερός, ὅτι δέν λαμβάνουν ὅλοι οἱ βαπτιζόμενοι τόν Χριστό, ἀλλά οἱ βεβαιόπιστοι καί ἐκεῖνοι πού προσῆλθαν στό Βάπτισμα μέ προετοιμασία.

Ἀλλά εἶναι φοβερότερος ὁ ἑπόμενος λόγος τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου πού ἀναφέρεται στά νήπια πού βαπτίζονται, ἀλλά στόν βίο τους ζοῦν ἀναξίως, ὅτι θά ἔχουν κατάκριση περισσότερη ἀπό αὐτούς πού εἶναι ἀβάπτιστοι!

«Οἱ γάρ τό βάπτισμα τό σόν λαβόντες ἐκ νηπίων
Καί ἀναξίως ζήσαντες τούτου κατά τόν βίον
ἕξουσι τό κατάκριμα πλεῖον τῶν ἀβαπτίστων,
ὡς εἶπας, ἐνυβρίσαντες στολήν σου τήν ἁγίαν...
Ἐπεί οὖν βεβαπτίσμεθα παῖδες ἀναισθητοῦντες,
ὡς ἀτελεῖς καί ἀτελῶς δεχόμεθα τήν χάριν,
τῆς πρώτης παραβάσεως λαμβάνοντες τήν λύσιν...
καί ὥσπερ τότε ὁ Ἀδάμ ἦν πρό τῆς ἁμαρτίας,
οὕτω καί πάντες γίνονται οἱ γνώσει βαπτισθέντες
πλήν τῶν οὐ λαβόντων αἴσθησιν νοεράν ἀναισθήτως,
ἥνπερ ποιεῖ ἐρχόμενον ἐνεργείᾳ τό Πνεῦμα»

(Συμεών Νέος Θεολόγος, S C 196, σελ. 256).

Αὐτό πρέπει νά συνεξετασθῆ μέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, σύμφωνα μέ τήν ὁποία «ἡ Χάρις ἀπ’ αὐτῆς τῆς ροπῆς ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα ἐν αὐτῷ τῷ βάθει τοῦ νοῦ ἐγκρύπτεται, αὐτήν τήν αἴσθησιν αὐτοῦ κρύπτουσα τήν ἑαυτῆς παρουσίαν∙ ἐπειδάν δέ ἄρξηταί τις ἐκ πάσης προθέσεως ἐρᾶν τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρρήτῳ τινί λόγῳ διά τῆς τοῦ νοῦ αἰσθήσεως ποσομιλεῖ τῇ ψυχῇ μέρος τι τῶν ἑαυτῆς ἀγαθῶν» (Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμος Β΄, ἐκδ. Παπαδημητρίου, σελ. 258).

Ἑπομένως, αὐτή ἡ πατερική διδασκαλία βρίσκεται στόν ἀντίποδα τῆς αἱρέσεως τῶν Μασσαλιανῶν, πού πίστευαν ὅτι στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο ὑπάρχει μιά ὑποστατική δυαρχία, ὁ Θεός καί ὁ σατανᾶς, ὅπως φαίνεται καί σέ ἄλλα χωρία τοῦ ἁγίου Διαδόχου.

Γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ ἄποψη πού διατυπώνεται μέ ἐπιπολαιότητα ὅτι πρέπει νά τελοῦμε τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος χωρίς προϋποθέσεις καί μάλιστα χωρίς ἐγγυήσεις ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ βαπτιζομένου νηπίου καί χωρίς καμμιά βεβαίωση ἀπό τόν ἀνάδοχο, ἀλλά καί μέ τήν βεβαιότητα ὅτι τό νήπιο θά ζήση μέσα σέ «γάμο ὁμοφυλοφίλων» μέ σαφῆ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ βάση τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί αὐτό παραπέμπει σέ μιά «μαγική» ἀντίληψη περί τῶν Μυστηρίων καί ὄχι σέ μυστηριακή ἐκκλησιαστική ζωή.

6. Δηλώσεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος εἶναι μέλος τῆς Ἱεραρχίας ἀπό τό ἔτος 1981, δηλαδή 43 χρόνια, καί διετέλεσε προηγουμένως 4 χρόνια Γραμματεύς καί Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί ἀντιμετώπισε πολλές κρίσεις ἐκκλησιαστικές, ἦταν σχεδόν μισό αἰώνα στά Συνοδικά ὄργανα, σέ ὑπεύθυνες θέσεις.

Ὡς ἐκ τῆς θέσεώς του ἔχει μεγάλη ἐκκλησιαστική πείρα, καί κανείς ἀπό ἐμᾶς δέν μπορεῖ νά συγκριθῆ μέ τήν δική του πείρα. Ἔτσι, γνωρίζει ἐπαρκῶς ὅλα τά ἐκκλησιαστικά θέματα. Ὡς ἐκ τούτου ἦταν σωστές καί σοφές οἱ δηλώσεις του, κατά τήν 25η Ἰανουαρίου 2024, γιά τό θέμα τῆς βαπτίσεως τῶν τέκνων τῶν ὁμοφυλοφίλων. Εἶπε:

«Ἡ ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο εἶναι πολύ σπουδαῖο πρᾶγμα, καί αὐτό πρέπει νά τό λάβουμε ὅλοι ὑπόψη, καί ἡ Εκκλησία, ἀλλά καί ἡ Πολιτεία». «Πρέπει νά ἐπιστρέψουμε ξανά στήν παράδοση. Ἄν ἡ βάπτιση γίνεται στήν μικρή ἠλικία τῶν παιδιῶν, εἶναι διότι μέσα στήν Ἐκκλησία εἶχε δημιουργηθεῖ ἡ αἴσθηση ὅτι τό παιδί μεγαλώνει μέσα σέ ἕνα περιβάλλον χριστιανικῶν ἀρχῶν. Ἑπομένως, δέν χρειαζόταν κατήχηση, γιατί γινόταν ἐντός τοῦ περιβάλλοντος. Τώρα πού ἀλλάζουν τά πράγματα, δέν εἴμαστε κατά τῶν παιδιῶν. Τά παιδιά τά ἀγαπᾶμε καί νοιαζόμαστε περισσότερο ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους. Ἡ Ἐκκλησία θά περιμένει αὐτά τά παιδιά νά φτάσουν σέ μιά ἠλικία καί ὅταν μεγαλώσουν θά βαπτισθοῦν».

Ἄλλες ἀπόψεις γιά τό θέμα αὐτό, καί μάλιστα τήν περίοδο πού ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος ὁμοφώνως ἔλαβε μιά σημαντική ἀπόφαση κατά τοῦ νομοσχεδίου «γάμου ὁμοφυλοφίλων καί τεκνοθεσίας» δέν βοηθοῦν στήν ἀντιμετώπιση ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος, μᾶλλον ἐξυπηρετοῦν ὅσους θέλουν νά δημιουργήσουν πρόβλημα στήν ἑνότητα τῆς Ἱεραρχίας πάνω στό σοβαρό αὐτό θέμα. Πέραν ἀπό αὐτό εἶναι ἐκπληκτικό ὅτι ὅλοι ἐκφράζουν τίς γνῶμες τους καί γιά τό Βάπτισμα τῶν υἱοθετημένων τέκνων ἀπό ὁμοφυλοφίλους, ἀλλά, γιά μερικούς, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δέν ἔχει αὐτό τό δικαίωμα!

11 Ιανουαρίου 2024

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΔΙΑΛΕΓΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ;

Ὁ διάλογος τοῦ γονιοῦ μέ τά παιδιά, ἰδίως τούς ἐφήβους, δείχνει ὅτι ὁ γονιός τά λαμβάνει σοβαρῶς ὑπ’ ὄψιν καί τά θεωρεῖ κατά ὀργανικό τρόπο ἐνταγμένα μέσα στήν οἰκογένεια. Τά παιδιά σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωση νιώθουν  ἀσφάλεια καί ἀνεβάζουν τήν αὐτοεκτίμησή τους, γεγονός πού τά ὁδηγεῖ σέ μία συναισθηματική ἰσορροπία καί στή σταδιακή κατά φυσιολογικό τρόπο ὡρίμανσή τους. ᾽Αντιθέτως· ἡ ἄρνηση τοῦ γονιοῦ νά διαλεχτεῖ μέ τό παιδί του, ἐκτός ἀπό τό ὅτι φανερώνει τήν ψυχολογική δική του ἐμπλοκή, (διότι δείχνει άδυναμία ἐμπιστοσύνης καί ὑπεροπτική συμπεριφορά), ὁδηγεῖ καί τό παιδί σέ μειονεξία καί ἴσως καί σέ ἐπιθετική συμπεριφορά. «Οἱ γονεῖς μή παροργίζετε τά τέκνα ὑμῶν» λέει ὁ ἀπόστολος.  Δέν εἶναι τυχαῖο αὐτό πού ἔχει ὀρθῶς εἰπωθεῖ ὅτι «τό παιδί ἀποτελεῖ τόν καθρέφτη τοῦ σπιτιοῦ του». Μιά προβληματική, ἀντικοινωνική δηλαδή, συμπεριφορά ἑνός παιδιοῦ κι ἑνός νέου τίς περισσότερες φορές ἔχει τήν αἰτία του σέ μία μή ὀρθή ἐπικοινωνιακή σχέση τῶν γονιῶν του πρός αὐτά.  Γι᾽ αὐτό καί δέν θά πρέπει νά σπεύδουμε οἱ μεγαλύτεροι νά  ρίχνουμε τό «ἀνάθεμα» στούς νέους, ὅταν τούς βλέπουμε ἐπαναστατημένους καί ἐπιθετικούς. Θά πρέπει μᾶλλον νά τούς βλέπουμε μέ συγκατάβαση καί μέ προσευχητική διάθεση, προκειμένου νά τά βοηθήσουμε καί νά μή τούς δώσουμε ἴσως τή χαριστική βολή.

Εἶναι ἑπομένως δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ νά δέχεται τήν ἀγάπη τῶν γονιῶν του, ἐκφρασμένη καί μέ τή διάθεσή τους γιά διάλογο πρός αὐτό.  Ἡ ἐν ἀγάπῃ ἀποδοχή τοῦ παιδιοῦ, ἡ διάθεση τοῦ γονιοῦ νά προσέξει τό παιδί του, νά τό ἀκούσει καί νά τό ἀφουγκραστεῖ ἀκόμη, κάνει τό παιδί, ὅπως εἴπαμε, νά ὡριμάζει φυσιολογικά καί νά ἑτοιμάζεται νά γίνει μέλος τῆς κοινωνίας μέ θετικό ρόλο σ᾽ αὐτήν. Μέ συγκίνηση ἄκουσα πρό καιροῦ ἕνα νέο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπιζε συνήθως τήν ἐπιθετική συμπεριφορά τοῦ πατέρα του καί τή μόνιμη ἄρνησή του νά τόν ἀποδεχτεῖ, νά μοῦ λέει ὅτι ἐκεῖνο πού τόν ὁδήγησε στήν ᾽Εκκλησία σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν  ἦταν ὅταν ἕνας κληρικός τοῦ χάϊδεψε μιά ἡμέρα πού εἶχε πάει στό ναό  τό κεφάλι, ρωτώντας μέ πατρικό ἐνδιαφέρον τό ὄνομά του καί τί κάνει. ῎Ενιωσε, μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε, ὅτι μιά θεϊκή ἡλιαχτίδα ἦλθε ἐπάνω του πού  τοῦ ἄνοιξε κυριολεκτικά τήν καρδιά. Τό παιδί ἔκτοτε, ἄνδρας σήμερα, δέν ἔφυγε ἀπό τήν ᾽Εκκλησία. ῞Ενα χάδι στό κεφάλι, ἕνας πατρικός λόγος.

Ὁ διάλογος δέν ἀρκεῖ ὅμως, ἄν δέν συνοδεύεται μέ τό προσωπικό καλό παράδειγμα τοῦ γονιοῦ. Τό παιδί, ἔστω καί πολύ μικρό ἀκόμη, ἔχει τεντωμένες, ὅπως λένε, τίς κεραῖες του, γιά νά συλλάβει ὁτιδήποτε συνιστᾶ ἀντίφαση μεταξύ λόγων καί ἔργων τοῦ γονιοῦ. ῎Αν ἡ διάθεση τοῦ γονιοῦ γιά διάλογο δέν ἔχει κίνητρο τήν πραγματική ἀγάπη του καί τό ἐνδιαφέρον του γιά τό παιδί του, τότε τό παιδί ἀμέσως θά καταλάβει τήν ὑποκρισία καί θά ἀπορρίψει τόν ὅποιο διάλογο. Διότι τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά ὑπάρχει διάλογος, ἀλλά τό γιατί γίνεται αὐτός καί μέ τί διάθεση. Κι εἶναι γνωστό ὅτι ἐκεῖνο πού καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη συνεπῶς καί τήν καλή ἐπικοινωνία, ἰδίως μέ τά παιδιά,  εἶναι ἡ σχέση μέ τόν Θεό καί ἡ προσευχητική ἀναφορά σέ Αὐτόν. Γονιός ἔτσι πού προσεύχεται γιά τό παιδί του μεταφέρει σ’ αὐτό τή χάρη πού παίρνει ἀπό τόν Θεό κι εἶναι σάν νά τό περιβάλλει μέ τή θεία σκέπη Του, πού γαληνεύει καί εἰρηνεύει τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ.

Κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὅ,τι δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει ὁ γονιός στή σχέση του μέ τό παιδί του, τό ἐπιτυγχάνει ὁ Θεός μέσω τῆς προσευχῆς τοῦ γονιοῦ. Οἱ ἅγιοί μας διαρκῶς προέτρεπαν τούς γονεῖς νά προσεύχονται πρώτιστα γιά χάρη τῶν παιδιῶν τους. ῎Αν τό «εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων ὅπως ἰαθῆτε» ἰσχύει γιά ὅλους, πολλῷ μᾶλλον γιά τούς γονεῖς ὑπέρ τῶν παιδιῶν τους. Ὅλοι θυμόμαστε αὐτό πού ἐτόνιζε κατεξοχήν ὁ ὅσιος  Παΐσιος:  «Ὁ λόγος τῶν γονιῶν στά παιδιά πηγαίνει στά αὐτιά. Ὁ λόγος τῶν γονιῶν στόν Θεό γιά τά παιδιά πηγαίνει στήν καρδιά». Κι εἶναι εὐνόητο· παίρνει ἐπιπλέον ἀφορμή ὁ Θεός μας τήν ἀγάπη τοῦ γονιοῦ γιά νά προσφέρει τήν ἔτσι κι ἀλλιῶς δεδομένη ἀγάπη Του καί τή χάρη Του στά παιδιά. ῎Ελεγε κι ὁ ἅγιος Πορφύριος: «ὅταν τό παιδί βλέπει τόν γονιό του νά στρέφεται μέ ὑπερβολικό συναισθηματικά ἐνδιαφέρον στό ἴδιο, κάτι παθαίνει καί ἀντιδρᾶ. Γι᾽ αὐτό νά στέλνετε τήν ἀγάπη σας σ᾽ ἐκεῖνο ἔμμεσα·   μέσω τῆς προσευχῆς σας στόν Θεό. Τότε θά εἰσπράττει τήν ἀγάπη σας ὡς ἁπαλό χάδι στήν ψυχή του». Πότε ἀποκαταστάθηκε ἡ ἐπικοινωνία τῆς ἁγίας Μόνικας πρός τόν ἐπαναστατημένο καί ἀπορριπτικά πρός αὐτήν τοποθετημένο γιό της Αὐγουστίνο; Ὅταν ἐκείνη σταμάτησε νά τοῦ μιλάει καί «ἔλιωσε» γονατιστή στήν προσευχή. Κι ἔγινε ὁ γιός της ὁ ἅγιος καί ἱερός Αὐγουστίνος.

Τόν πιό καταλυτικό ρόλο ὅμως στήν ἐπικοινωνία  γονιοῦ καί παιδιοῦ τόν παίζει ὁ σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ παιδιοῦ. Ὅ,τι κι ἄν κάνει ἕνας γονιός, τά πάντα νά προσφέρει στό παιδί του, ἰδίως τόν ἔφηβο, ἄν νιώσει τό παιδί ὅτι δέν σέβεται τήν ἐλευθερία του, τότε ματαίως κοπιᾶ καί παλεύει. Κι ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: ὁ Θεός προίκισε τόν ἄνθρωπο μέ τό μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο δῶρο, τήν ἐλευθερία. «Πρέπει νά καταλάβουμε οἱ ἄνθρωποι», ἔλεγε καί πάλι ὁ μέγας Πορφύριος, «ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδωσε ἁπλῶς ἐλευθερία. Χάραξε τήν ἐλευθερία μέσα μας». Γι᾽ αὐτό καί ὁτιδήποτε καταστρατηγεῖ αὐτήν τήν ἐλευθερία διαστρέφει τόν ἀληθινό χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου. Μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιά τήν ἀλήθεια αὐτή ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο πού μᾶς κάλεσε ἐλεύθερα νά Τόν ἀκολουθοῦμε γιά τή σωτηρία μας, δέν ὑπάρχει. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» εἶπε. Καί μιλώντας γιά σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τῶν παιδιῶν δέν ἐννοοῦμε τήν ἄρνησή μας νά τά καθοδηγοῦμε  καί νά ἀσκοῦμε ἀγωγή ἐπάνω τους. Κι αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, ἰδίως στά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τους, γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔρχεται προβληματική στόν κόσμο τοῦτο, τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία. ᾽Αλλά ἡ ἐπέμβαση αὐτή καί ἡ ἀγωγή πρέπει νά γίνεται διακριτικά, μέ ἀγάπη καί μέ ὑπομονή. ῎Ετσι οὔτε ἡ ὑπερβολή τῆς προστασίας μας ἀλλά καί οὔτε καί ἡ ἀδιαφορία μας μποροῦν νά δικαιωθοῦν. Μεταξύ πάντοτε τῶν δύο ἀκροτήτων, τοῦ ὑπερπροστατευτισμοῦ καί τῆς ἀδιαφορίας, ὑπάρχει ὁ ἴσιος δρόμος τῆς πίστεως: ἡ διακριτική ἐν ἀγάπῃ ἐπέμβαση. Κι αὐτή ὅπως εἴπαμε, ὅσο τά παιδιά εἶναι ἀκόμη μικρά. Στήν τυχόν ἔνστασή μας, τί κάνουμε ὅταν τά παιδιά μεγαλώσουν, ἡ ἀπάντηση εἶναι: ριχνόμαστε στήν προσευχή ὑπέρ αὐτῶν. «Ἀφῆστε καί κανένα κατσαβίδι γιά τόν Χριστό», ἔλεγε χαριτολογώντας ὁ ὅσιος Παΐσιος σέ πανικόβλητους γονεῖς πού ἔβλεπαν τά παιδιά τους νά ἀντιδροῦν πρός τήν πίστη. «Δέν θά τά λύσουμε ἐμεῖς ὅλα τά θέματά τους». Καί· «οἱ γονεῖς εἶναι κυρίως ὑπεύθυνοι ὅσο τά παιδιά εἶναι μικρά. ᾽Αφότου μπαίνουν στήν ἐφηβεία, χωρίς βεβαίως νά ἀδιαφορεῖ ὁ γονιός, ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός καί ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ παιδιοῦ».

10 Ιανουαρίου 2024

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΥΖΥΓΟΙ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ;

Ἡ χρήση τοῦ διαλόγου προκειμένου νά ἐπιλύονται τά διάφορα προβλήματα πού κατ᾽ἀνάγκην ἀναφύονται στήν πορεία μιᾶς οἰκογένειας θεωρείται δεδομένη(;) γιά ἕνα χριστιανικό ζευγάρι. Δέν εἶναι δυνατόν αὐτοί πού ἔχουν γίνει ἕνα, (:«οὐκέτι εἰσί δύο, ἀλλά μία σάρξ» εἶπε ὁ Κύριος), πού εἶναι ἑνωμένοι μέ τά δεσμά τῆς ἀγάπης καί ἔχουν ὡς βάση τόν Χριστό, νά μή χρησιμοποιοῦν τό διάλογο μεταξύ τους. ῎Αν κοινωνία μέ τόν Θεό σημαίνει καθημερινή καί συνεχή προσευχή ὡς διάλογο μαζί Του, τότε πῶς εἶναι δυνατόν νά λείπει αὐτός ὁ διάλογος μεταξύ ἐκείνων πού εἰκονίζουν τή σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἄνθρωπο; Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι τό ζευγάρι μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ὁδηγήθηκε σ᾽ αὐτό τό μεγάλο μυστήριο:  νά εἰκονίζει τόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία. «Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ᾽Εκκλησίαν». Ὁ διάλογος λοιπόν πρέπει νά λειτουργεῖ σέ καθημερινή βάση. Κι ἐννοοῦμε  ὄχι μόνο ἐπικοινωνία μέ τίς λέξεις, ἀλλά καί μέ τήν ὅλη συμπεριφορά. Ἕνα βλέμμα στοργῆς, ἕνα χαμόγελο ἀπό καρδιᾶς μεταφέρει νοήματα πολύ περισσότερα κάποιες φορές ἀπό ὅσο κάποιες λέξεις.

Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι μιλᾶμε γιά τόν πραγματικό διάλογο, πού βασίζεται στό «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ» (ἀπ. Παῦλος), δηλαδή προϋποθέτει ἰσοτιμία καί ἀμοιβαιότητα στή σχέση τῶν συζύγων. Λόγια τοῦ τύπου «εἶμαι ἄντρας καί τό κέφι μου θά κάνω καί θά πῶ καί μιά κουβέντα παραπάνω», μπορεῖ νά ἀκούγονται εὐχάριστα ὡς λαϊκά τραγούδια καί μάλιστα ἀπό τούς ἄντρες, ἀλλά δέν πατᾶνε σέ ἔδαφος χριστιανικό. Μή ξεχνᾶμε δύο πράγματα: πρῶτον, ὅτι ὁ Θεός, κατά τή διήγηση της Γραφής, δημιούργησε τή γυναίκα ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἄνδρα, πού σημαίνει οὔτε ἀπό τό κεφάλι γιά νά τόν καθοδηγεῖ ἡ γυναίκα ἀλλά οὔτε καί ἀπό τά πόδια γιά νά ποδοπατᾶ τή γυναίκα του ὁ ἄντρας. ᾽Από τήν πλευρά σημαίνει, κατά τούς ἁγίους μας, ἰσότητα, ὅτι βάζει τή γυναίκα, πού ᾽ναι «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός του καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων του», δηλαδή ἴδιο ὑλικό, στήν ἴδια θέση. Καί δεύτερον, ὅτι ναί μέν ἡ Γραφή χαρακτηρίζει τόν ἄντρα ὡς κεφαλή τῆς γυναίκας, ἀλλά μέ τήν ἔννοια πού δίνει στόν Χριστό ἔναντι τῆς ᾽Εκκλησίας. Δηλαδή ὡς τοῦ πρώτου στή διακονία καί τήν ὑπηρεσία καί τή θυσία. Διότι ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς ᾽Εκκλησίας. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἄντρας εἶναι κεφαλή τῆς γυναίκας σημαίνει ὅτι πρῶτος αὐτός ὑπηρετεῖ αὐτήν καί τήν οἰκογένειά του, ἕτοιμος νά θυσιασθεῖ πρός χάρη αὐτῆς καί τῶν παιδιῶν του. Μέ τό σκεπτικό αὐτό κατανοεῖ κανείς καί τό διαρκῶς στρεβλούμενο νοηματικά ἁγιογραφικό χωρίο «ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα». Ἡ γυναίκα δηλαδή πού βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἄνδρα της καί δέχεται τή στοργική ἀγάπη του πρέπει νά τόν σέβεται.

Ὁ διάλογος λοιπόν εἶναι ἀπό τά πιό καίρια στοιχεῖα στήν ἐπικοινωνία τῶν συζύγων καί λειτουργεῖ θετικά, ὅταν γίνεται μέ τήν προϋπόθεση τῆς ἰσοτιμίας καί τῆς ἐν ἀγάπῃ ἀμοιβαιότητος. ᾽Από τήν ἄλλη, εἶναι δεῖγμα ὡριμότητος καί φυσιολογικῆς εὐφυΐας τοῦ ἀνθρώπου, ἰδίως μέσα στό πλαίσιο τῆς συζυγίας, νά ἔχει κατανοήσει τό αὐτονόητο:  ὅτι κανείς, πλήν τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι τέλειος καί ὅτι συνεπῶς ἡ ἄποψη κάποιου  γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου εἶναι πράγματι ἄποψη καί ὄχι θέσφατο. Ὅσο κανείς συνειδητοποιεῖ ὅτι, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι πατέρες, «νόμος τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ εἶναι ἡ πλάνη», τόσο θά μειώνει μέσα του τήν πεποίθηση ὅτι αὐτό πού ἐκεῖνος λέει εἶναι πάντοτε καί τό σωστό. Καί σωστό νά εἶναι αὐτό πού λέει, ἔχει πιθανόν καί ἄλλες διαστάσεις πού τοῦ διαφεύγουν. Συνεπῶς, φράσεις τοῦ τύπου «αὐτό πού σοῦ λέω ἐγώ, αὐτό εἶναι, καί τέρμα!», ἤ «τί νά μοῦ πεῖς καί σύ; τί ξέρεις;», ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀληθινές, ἀλλά δυστυχῶς ἐκφράζουν ἕναν ἀπύθμενο ἐγωισμό, φανερώνοντας ἄνθρωπο μέ δαιμονική νοοτροπία, ἔστω κι ἄν στά λόγια καί στήν ἰδεολογία θέλει νά χαρακτηρίζεται χριστιανός. ῎Αν δέν εἶσαι ἐνεργείᾳ χριστιανός στό σπίτι σου, ὁ ἄνδρας πρός τή γυναίκα του ἤ ἡ γυναίκα πρός τόν ἄντρα της, ὅπως καί οἱ δύο ἀπέναντι στά παιδιά τους,  τά ὑπόλοιπα ἠχοῦν ὡς «κύμβαλον ἀλαλάζον»! Μία ἐπισήμανση τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ Πατέρα ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος εἶναι ἐν προκειμένω ἀποκαλυπτική: «Ὅποιος θέλει νά ἐπιβάλει τή γνώμη του, ἔστω κι ἄν εἶναι ὀρθή, νά γνωρίζει ὅτι πάσχει ἀπό τή νόσο τοῦ διαβόλου, τήν ὑπερηφάνεια».

07 Οκτωβρίου 2023

ΤΙ ΠΑΙΔΙΑ ΘΑ ΦΕΡΩ Σ’ ΕΝΑΝ ΤΕΤΟΙΟ ΚΟΣΜΟ;

Η επιφύλαξη κι ο φόβος πολλών συνανθρώπων μας να μην προχωρήσουν σε τεκνοποίηση γιατί ζούμε σ’ έναν κόσμο γεμάτο προβλήματα και κινδύνους, κρύβουν από πίσω την ολιγοπιστία και την απιστία τους. Δεν υπάρχει η πίστη στον Θεό που μας φανέρωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, τον Θεό Πατέρα, τον γεμάτο αγάπη και στοργή απέναντι σε όλη τη δημιουργία Του, κατεξοχήν δε απέναντι στον άνθρωπο. Για τη χριστιανική πίστη δηλαδή ο Θεός μας δεν είναι ένα ον που ζει κάπου πέρα από τα σύννεφα, οπότε στην περίπτωση αυτή είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει είναι το ίδιο πράγμα. Ο Θεός μας είναι αφενός Θεός Δημιουργός που δημιούργησε τα πάντα «ἐκ τοῦ μή ὄντος», από το τίποτε, αφετέρου είναι Θεός συντηρητής, φροντιστής και διακυβερνήτης του σύμπαντος κόσμου, που σημαίνει ότι συνεχίζει και μετά τη Δημιουργία να είναι παρών στον κόσμο Του, ελέγχοντας τα πάντα και κατευθύνοντας τα πάντα με τρόπο που Εκείνος γνωρίζει και επιλέγει στον τελικό τους προορισμό. «Ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ», παροτρύνει ο Κύριος, «ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. Οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;» Για να συνεχίσει: «Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;» (Ματθ. 6, 26, 28-30). Και αλλού: «Ὑμῶν δέ καί αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. 10, 30).

Η έλλειψη της πίστεως στην πρόνοια του Θεού διαστρέφει όλη τη χριστιανική πίστη, κάνοντας – όπως έχει τονιστεί – τον μεν Θεό άκοσμο, τον δε κόσμο άθεο. Με άλλα λόγια, όταν στη ζωή μου δεν λαμβάνω υπ’ όψιν μου τον παράγοντα Θεό και την πρόνοιά Του, τότε τα πάντα τα βλέπω μαύρα γύρω μου, χωρίς ίχνος φωτός και ελπίδας, χωρίς ίχνος χαράς. Τα προβλήματα - καρπός της αμαρτίας βεβαίως του ανθρώπου -   γίνονται οι μόνες πραγματικότητες στον κόσμο, ενώ ο φόβος και η ανασφάλεια με τα συνακόλουθα άγχη γίνονται τα κύρια χαρακτηριστικά της ζωής. Έχουμε την εντύπωση ότι σε μία τέτοια τοποθέτηση που προϋποτίθεται σ’ εκείνους που δεν θέλουν γι’ αυτό να φέρουν παιδιά στον κόσμο, η εικόνα του κόσμου είναι του δαιμονικού μανιχαϊσμού: βλέπουν τον κόσμο ως άρνηση, υποταγμένο στις δυνάμεις του κακού.

26 Σεπτεμβρίου 2023

ΥΠΟΜΟΝΗ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ ΥΠΟ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ;

 Η υπομονή δεν είναι υπό προθεσμία. Δεν κάνω υπομονή κοιτώντας το… ρολόι, για να ξεσπάσω μετά. Γιατί αυτό δείχνει όχι μόνον ότι δεν έχω υπομονή, αλλά δεν έχω και την ποιότητα που απαιτείται. «Ο υπομενίας εις τέλος ούτος σωθήσεται» βεβαίωσε ο Κύριος. Μία υπομονή δηλαδή που τελικώς είναι μία χαρισματική κατάσταση, η οποία δωρίζεται - καλύτερα: κερδίζεται από τον πιστό σε συνεργασία με τον Κύριο - στον βαπτισμένο άνθρωπο. Δεν μπορεί ένας άπιστος, ένας μη βαπτισμένος να χαρακτηρίζεται από τη χάρη αυτή, γιατί δεν έχει την ενίσχυση του Κυρίου. Μπορεί να είναι εκ φύσεως υπομονετικός, όπως λέμε, αλλά θα έλθει κάποια στιγμή που μπορεί να υποστείλει τη σημαία της φυσικής του αυτής προδιάθεσης· και ασφαλώς δεν θα έχει την υπομονή ως εφαλτήριο για την πορεία της τελείωσης. Ο πιστός, ο εν επιγνώσει πιστός εννοείται, που έστω και λίγο κατανοεί το μεγαλείο της δωρεάς της ενσωμάτωσής του στον Χριστό μέσα στην Εκκλησία, παλεύει στην υπομονή, γιατί την εντάσσει στην προοπτική της πνευματικής του εξέλιξης. Ξέρει γιατί υπομένει. Κι επειδή ξέρει, γι’ αυτό και επιμένει στην… υπομονή. Μέχρι πότε; «Μέχρι τέλους».

 Ο πιστός λοιπόν έτσι σκέπτεται: «Θα υπομείνω κι ας πεθάνω. Γιατί τότε θα μ’ αναστήσει πνευματικά ο Κύριος». Σαν τον καλόγερο που αναφέρει το Γεροντικό που αντιμετώπιζε λογισμούς φυγής από το μοναστήρι. Και κάθε φορά που έρχονταν οι λογισμοί αυτοί, έβγαζε από την τσέπη του ένα χαρτί που είχε καταγράψει την απόφασή του αυτή: «Θα μείνω μέχρι τέλους κι ας πεθάνω». Κι όχι μόνον βεβαίως δεν πέθανε, αλλά χαριτώθηκε ιδιαιτέρως από τον Θεό, γενόμενος ένας όσιος σπουδαίος ασκητής. Το ίδιο όμως δεν κάνει ή δεν πρέπει να κάνει κι ένας έγγαμος; Δεν είναι το μοναστήρι το μόνο πεδίο πνευματικής δράσης και προκοπής· είναι και η οικογένεια. Γιατί αυτά τα δύο, για την Εκκλησία μας, το μοναστήρι και η οικογένεια, θεωρούνται οι δύο κεντρικοί δρόμοι για την πορεία του ανθρώπου. Ό,τι λοιπόν ισχύει στο μοναστήρι, το ίδιο ισχύει και πρέπει να ισχύει και για τον έγγαμο. Γι’ αυτό και η υπόσχεση που δίνει ένας καλόγερος όταν κείρεται μοναχός, ότι θα παραμείνει στο μοναστήρι και στην καλογερική «ἕως τέλους», αυτή ισχύει και για τον έγγαμο, όταν εν επιγνώσει μπαίνει στα «δεσμά» του γάμου και της συζυγίας. «Εκείνοι που αλλάζουν εύκολα Μοναστήρι, (και σχέση θα προσθέταμε, χωρίς να αλλοιώσουμε νομίζουμε τον όσιο Ιωάννη της Κλίμακος που το καταγράφει), είναι τελείως απρόκοφτοι. Διότι τίποτε δεν συντελεί τόσο στην ακαρπία, όσο η έλλειψη υπομονής».

Τι συγκεκριμένα μπορεί να αποτελεί πειρασμό για έναν έγγαμο, προκειμένου να θέλει να διαλύσει ίσως τη σχέση του και να σηκωθεί να φύγει; Το «γκρέμισμα» της ψευδαίσθησης του τέλειου ή της τέλειας συζύγου. Δεν είναι λίγες οι φορές που ξεκινάει κανείς μία σχέση, κι εννοείται σχέση σοβαρή, θεωρώντας ότι ο άλλος είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να υπάρξει στον κόσμο τούτο – δεν έχει αδυναμίες, δεν έχει παραξενιές, δεν είναι δηλαδή άνθρωπος. Κι έρχεται η ωμή πραγματικότητα, που αποκαλύπτει ότι και ο άλλος τελικά είναι απλός… άνθρωπος. Γιατί μέσα στη σχέση, μέσα στον γάμο μάλιστα, φανερώνεται ο άνθρωπος στην αλήθεια του. Στη σχέση, την καθημερινή και δεσμευμένη, «ξεγυμνώνεται» ψυχικά – δεν μπορεί να κρυφτεί ούτε να παίξει θέατρο. Λοιπόν, εκεί απαιτείται η υπομονή. «Θα υπομείνω έως τέλους», γιατί εγώ διάλεξα τον άνθρωπό μου, γιατί ξέρω ότι έχει αδυναμίες, αλλά παρ’ όλα αυτά τον αγαπώ και μαζί του θα βαδίσω για να ξεπεράσουμε και τις δικές του και τις δικές μου αδυναμίες, προκειμένου να ζήσουμε Αυτόν που είναι «ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεώς μας τελειωτής Ἰησοῦς».

Τι άλλο προσβάλλει την αρετή της υπομονής; Ο ερχομός των παιδιών. Μα τα παιδιά δεν είναι δεδομένο ότι θα έχουν τα ανάλογα προβλήματα για να ζήσουν, να μεγαλώσουν, να καθοδηγηθούν, να διαπαιδαγωγηθούν; Ποιος είπε ότι τα παιδιά είναι άγγελοι; «Ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητος αὐτοῦ», σημειώνει ἡ Γραφή. Η υπομονή ιδίως σε σχέση με τα παιδιά είναι δεδομένη. Αλλά είναι η ευκαιρία του αγιασμού του ανθρώπου. Είναι η ευκαιρία που δίνει ο ίδιος ο Κύριος. Πόσα δεν έχουν πει επ’ αυτού οι άγιοι Πατέρες μας, και εσχάτως οι όσιοι της εποχής μας, Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος, Εφραίμ Κατουνακιώτης! «Ὑπομονῆς χρείαν ἔχετε», ἀκοῦμε οι έγγαμοι καθημερινά από τον απόστολο. Αλλά την υπομονή εκείνη, που δεν λειτουργεί σαν τη χύτρα που είναι έτοιμη να σηκώσει και να σκάσει το καπάκι της, την υπομονή που δεν κατανοείται ως η κατάσταση που την ασκώ γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μια τέτοια υπομονή φέρνει προβλήματα, ψυχολογικά αλλά και σωματικά, δημιουργεί πολλές φορές καρκίνους, δημιουργεί εντάσεις που δυστυχώς αυτοί που τα πληρώνουν τις περισσότερες φορές είναι τα παιδιά.

Οπότε, η καλλιέργεια της πνευματικής ζωής, με την υπομονή στη βάση της, αλλά και στο ύψωμά της και στην κορυφή της, είναι μάλλον μονόδρομος. Να υπομένω χαρούμενα, γιατί αγαπώ τον σύντροφό μου, γιατί μπορώ να τον βοηθώ στην υπέρβαση της αδυναμίας του, γιατί μαζί μπορούμε να κερδίσουμε τον Παράδεισο, γιατί βρισκόμαστε μαζί, και μαζί με τον Χριστό, στο μεγάλωμα των παιδιών μας. Και τι μου αποκαλύπτεται τελικά στην πορεία αυτή; Ότι η υπομονή αυτή με κάνει έξυπνο. Έξυπνο όχι μόνον από πλευράς φυσικής – κι αυτό γίνεται, γιατί πιέζομαι να βρίσκω λύσεις μπροστά σε θεωρούμενα αδιέξοδα! – αλλά κυρίως από πλευράς πνευματικής. Τι εννοούμε; Η επιμονή στη σχέση, η εν επιγνώσει υπομονή, με σπρώχνει αναντίρρητα σε έναν δρόμο διαρκούς αλλαγής. Πρόκειται για την αλλαγή του εαυτού μου, καθώς με κάνει να υπερβαίνω τα εξογκώματα του χαρακτήρα μου, τις «γωνίες» μου να τις κάνει στρογγυλές. Υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς χριστιανός, είτε καλόγερος είτε έγγαμος, και να θεωρεί ότι η μονολιθικότητα του χαρακτήρα του είναι το θεμέλιο της ζωής του; Μονολιθικός είναι μόνον ο εγωιστής άνθρωπος, που νομίζει πως ό,τι έχει ως δική του συνήθεια, ως δική του ανάγκη και αδυναμία, αυτό και θα συνεχίζει εσαεί, έχοντας τον υπηρέτη του, δηλαδή τον σύντροφό του. Καταλαβαίνουμε όμως ότι αυτό είναι δαιμονικό. Χριστιανός σημαίνει διαρκής κίνηση αλλαγής, πορεία εν Χριστώ, προκειμένου να βρίσκεται πάντοτε και αδιάκοπα στον δρόμο του Χριστού, δηλαδή στον δρόμο της αγάπης και της ταπείνωσης, που θα πει στον δρόμο της υπομονής. Υπομονή και ετοιμότητα αλλαγής του εαυτού μου είναι έννοιες παράλληλες και αιτιωδώς συσχετισμένες. Η μία παραπέμπει στην άλλη. Πώς το λέει ένα παλιό όμορφο τραγούδι; «Ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ». Είναι τυχαίο που οι αληθινοί και σοφοί Γεροντάδες στο Άγιον Όρος, όταν ερωτώνται συνήθως από εγγάμους τι να κάνουν για την πνευματική τους προκοπή, εισπράττουν ως απάντηση: «εσείς οι έγγαμοι έχετε τους δικούς σας Γέροντες. Κι αυτοί κυρίως είναι οι γυναίκες σας και τα παιδιά σας!». Ό,τι υπακοή καλείται να κάνει ένας υποτακτικός στον Γέροντά του στο μοναστήρι, την ίδια – τηρουμένων των αναλογιών – καλείται να κάνει και ένας έγγαμος έναντι του ή της συντρόφου και συζύγου. «Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ», σημειώνει και πάλι ο απόστολος. Υπακοή σημαίνει όμως ξεκούνημα, αλλαγή, πέρασμα σε κάτι άλλο που ζητά ο/η σύζυγος, το οποίο με φέρνει στην κατεξοχήν αλλαγή, που είναι το κράτημα στον δρόμο του Χριστού, τον δρόμο της αγάπης.

26 Αυγούστου 2023

ΠΩΣ ΒΟΗΘΑΕΙ Ο ΕΝΑΣ ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ

Το άγιο ζεύγος Αδριανός και Ναταλία προβάλλεται από την Εκκλησία μας ως τύπος της αληθινής συζυγίας – στο πρόσωπό τους βλέπουμε την ιδανική θα λέγαμε σχέση! Γιατί; Διότι όχι μόνον υπήρχε μεταξύ τους ο ανθρώπινος έρωτας, αλλά τροφοδοτείτο αυτός και αυξανόταν, βρίσκοντας τον ορθό στόχο του, από τον θεϊκό έρωτα που κατέλαβε το ζευγάρι. Διότι η εμπειρία των ανθρωπίνων σχέσεων και μάλιστα όσον αφορά στη συζυγική σχέση επιβεβαιώνει ότι χωρίς την αναφορά προς τον Θεό, χωρίς την αγάπη Εκείνου, αν όχι καθόλου αλλά πολύ σπάνια μπορεί να κρατηθεί και να παραμείνει πολυετής και ισόβια. Και αυτό οφείλεται βεβαίως στο γεγονός ότι η ανθρώπινη αγάπη, στοιχείο της οποίας είναι και ο έρωτας, είναι σαν την μπαταρία: έχει όριο λήξεως – φθείρεται και αυτή όπως όλα τα ανθρώπινα. Λοιπόν, απαιτείται η ανατροφοδοσία της αγάπης και του έρωτα από εκείνην την πηγή που είναι αιώνια: την αγάπη και τον έρωτα του Θεού. Όπου υπάρχει η σύνδεση με τον Θεό εκεί ο άνθρωπος αδιάκοπα «καινουργείται», όπως άλλωστε το υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος: «ιδού, καινά ποιώ πάντα!», όλα τα κάνω καινούργια.  

Κι ένας ύμνος από την ακολουθία των αγίων έρχεται και προσθέτει ένα σημαντικό στοιχείο στην ανατροφοδοσία αυτή και στη διακράτηση της ενότητας των συζύγων. «Πυρί αγάπης θεϊκής την ψυχήν φλεγομένη, του συζύγου εξήψας τον έρωτα εις Χριστόν, τον πόθον τον της σαρκός, Ναταλία, τέλεον μισήσασα» (ωδή γ΄). Τι λέει ο άγιος Θεοφάνης ο ποιητής εν προκειμένω; «Καθώς φλεγόσουν στην ψυχή από το πυρ της θεϊκής αγάπης, Ναταλία, άναψες τον έρωτα για τον Χριστό στον σύζυγό σου, αφού μίσησες εντελώς τον πόθο για τον κόσμο της αμαρτίας». Δεν ήταν στραμμένος προς τον Θεό όπως η γυναίκα του Ναταλία ο Αδριανός. Όμως όταν έρχεται σ’ επαφή πρώτον με αγίους μάρτυρες που φλέγονταν από τον θεϊκό έρωτα, κι έπειτα με την προτροπή της συζύγου του που εξίσου πυρπολείτο κι αυτή από τη θεία αγάπη, βλέπει να καταλαμβάνεται κι η δική του καρδιά από το ίδιο ένθεο πάθος, γεγονός που τον οδηγεί έπειτα και στο μαρτύριο!

Η αγία Ναταλία μετέδωσε στον σύζυγό της αυτό που είχε: την αγάπη προς τον Χριστό – άλλωστε «δεν θα πάρεις από αυτόν που δεν έχει», κατά την παροιμία. Που θα πει: έστω και το ένα μέλος της συζυγίας αν είναι του Θεού, τότε, εφόσον ασφαλώς υπάρχει καλή διάθεση, μπορεί να δώσει ο Θεός να «καεί» και το άλλο μέλος από την ίδια αγάπη. Αυτό δεν προτρέπει και ο απόστολος Παύλος στις περιπτώσεις που ο ένας σύζυγος είναι χριστιανός και ο άλλος ειδωλολάτρης; Δεν λέει να χωρίσουν, γιατί η φλόγα της πίστεως μπορεί να μεταγγιστεί και στον άλλον. Κι ακόμη: ο αγιασμός του ενός μπορεί να γίνει αγιασμός λόγω της συζυγίας και για τον άλλον. Μόνον στην περίπτωση που υπάρχει παγιωμένη πονηρή κατάσταση αρνήσεως ισχύει το «χωριζέσθω». Λοιπόν, η επισήμανση του αγίου υμνογράφου με βάση τη ζωή των αγίων Αδριανού και Ναταλίας είναι πολύ παρήγορη. Ο κάθε σύζυγος αξίζει να αγωνίζεται για το άλλο μέλος της συζυγίας, γιατί η αγάπη προς τον Θεό μεταγγίζεται. Αρκεί όπως είπαμε να υπάρχει η αγάπη αυτή του ενός και να είναι δεκτικός με καλή διάθεση και ο άλλος.  

19 Ιουλίου 2023

Ο… ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Η καλλιέργεια της πνευματικής ζωής, με την υπομονή στη βάση της, αλλά και στο ύψωμά της και στην κορυφή της, είναι μάλλον μονόδρομος στην οικογένεια. Να υπομένω χαρούμενα, γιατί αγαπώ τον σύντροφό μου, γιατί μπορώ να τον βοηθώ στην υπέρβαση της αδυναμίας του, γιατί μαζί μπορούμε να κερδίσουμε τον Παράδεισο, γιατί βρισκόμαστε μαζί, και μαζί με τον Χριστό, στο μεγάλωμα των παιδιών μας. Και τι μας  αποκαλύπτει τελικά η πορεία αυτή; Ότι η υπομονή αυτή μας κάνει έξυπνους. Έξυπνους όχι μόνον από πλευράς φυσικής – κι αυτό γίνεται, γιατί πιεζόμαστε να βρίσκουμε λύσεις μπροστά σε θεωρούμενα αδιέξοδα! – αλλά κυρίως από πλευράς πνευματικής. Τι εννοούμε; Η επιμονή στη σχέση, η εν επιγνώσει υπομονή, μας σπρώχνει αναντίρρητα σε έναν δρόμο διαρκούς αλλαγής. Πρόκειται για την αλλαγή του εαυτού μας, καθώς μας κάνει να υπερβαίνουμε τα εξογκώματα του χαρακτήρα μας, τις «γωνίες» μας να τις κάνουμε στρογγυλές. Υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς χριστιανός, είτε καλόγερος είτε έγγαμος, και να θεωρεί ότι η μονολιθικότητα του χαρακτήρα του είναι το θεμέλιο της ζωής του; Μονολιθικός είναι μόνον ο εγωιστής άνθρωπος, που νομίζει πως ό,τι έχει ως δική του συνήθεια, ως δική του ανάγκη και αδυναμία, αυτό και θα συνεχίζει εσαεί, έχοντας τον υπηρέτη του, δηλαδή τον σύντροφό του.

Καταλαβαίνουμε όμως ότι αυτό είναι δαιμονικό. Χριστιανός σημαίνει διαρκής κίνηση αλλαγής, πορεία εν Χριστώ, προκειμένου να βρίσκεται πάντοτε και αδιάκοπα στον δρόμο του Χριστού, δηλαδή στον δρόμο της αγάπης και της ταπείνωσης, που θα πει στον δρόμο της υπομονής. Υπομονή και ετοιμότητα αλλαγής του εαυτού μας είναι έννοιες παράλληλες και αιτιωδώς συσχετισμένες. Η μία παραπέμπει στην άλλη. Πώς το λέει ένα παλιό όμορφο τραγούδι; «Ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ». Είναι τυχαίο που όσιοι ασκητές του Αγίου Όρους, όταν ερωτώνται συνήθως από εγγάμους τι να κάνουν για την πνευματική τους προκοπή, εισπράττουν ως απάντηση: «εσείς οι έγγαμοι έχετε τους δικούς σας Γέροντες. Κι αυτοί κυρίως είναι οι γυναίκες σας και τα παιδιά σας». Ό,τι υπακοή καλείται να κάνει ένας υποτακτικός στον Γέροντά του στο μοναστήρι, την ίδια – τηρουμένων των αναλογιών – καλείται να κάνει και ένας έγγαμος έναντι του ή της συντρόφου και συζύγου. «Ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ», σημειώνει ο απόστολος. Υπακοή σημαίνει όμως ξεκούνημα, αλλαγή, πέρασμα σε κάτι άλλο που ζητά ο/η σύζυγος, το οποίο φέρνει στην κατεξοχήν αλλαγή, που είναι το κράτημα στον δρόμο του Χριστού, τον δρόμο της αγάπης.

13 Ιουλίου 2023

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

Αν οι διακοπές κατανοούνται συνήθως ως ευκαιρία χαλάρωσης σωματικής και ψυχικής δεν πρέπει να γίνεται το ίδιο και από πλευράς πνευματικής. Διότι η πνευματική χαλάρωση αποτελεί στην πραγματικότητα οπισθοχώρηση και πτώση του ανθρώπου, κατά το «ο μη ων μετ’  εμού κατ’ εμού εστι» του Κυρίου (Ματθ. 12,30) – ο πιστός χριστιανός καλείται να σχετίζεται με τον Θεό αδιάκοπα ευρισκόμενος πάνω στην οδό τηρήσεως των αγίων Του εντολών, προκειμένου να μη γίνεται έρμαιο του πονηρού διαβόλου, ο οποίος «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄Πέτρ. 5,8).

Μη λησμονούμε ότι ο Θεός δεν θα μας κρίνει γιατί χαλαρώνουμε τη σχέση μας μαζί Του, αλλά γιατί χαλαρώνοντας τη σχέση μας αυτή γινόμαστε έρμαια στα χέρια του διαβόλου. Η επιμονή στη σχέση με τον Θεό και τη μνήμη του ονόματός Του, η προτεραιότητα του λόγου Του στη ζωή μας γίνονται για να είμαστε εμείς θωρακισμένοι και δυνατοί, ώστε να ζούμε τη ζωή μας φυσιολογικά, δηλαδή με τον τρόπο που μας δημιούργησε ο Θεός ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματά Του.

Έτσι οι διακοπές για τον χριστιανό (πρέπει να) λειτουργούν όχι ως «ξεσάλωμα» πνευματικό, όπως συχνά γίνεται, αλλά ως ευκαιρία πνευματικής ενδυνάμωσης αυτού και της οικογένειάς του, αφού παρέχεται ο χρόνος που συνήθως δεν υφίσταται τον χειμώνα. Τι μπορεί λοιπόν να προτείνει κανείς συγκεκριμένα, με το δεδομένο βεβαίως ότι οι διακοπές είναι πια συνήθως ολιγοήμερες, ενώ πραγματοποιούνται από κοινού όταν τα παιδιά είναι κυρίως μικρά και εξαρτώνται αποκλειστικά από τους γονείς τους;

(1) Η υποχρέωση της Κυριακάτικης λειτουργίας μπορεί να γίνει πνευματική απόλαυση στις διακοπές. Η οικογένεια, χωρίς το βάρος της εργασίας και το άγχος του χρόνου, μπορεί, ιδίως στην επαρχία, να εκκλησιαστεί με άνεση, να γνωριστεί με άλλους ανθρώπους, να κάνει τη φύση, κοντά στην οποία συνήθως υπάρχει ο ναός, συμμέτοχό της στη δοξολογία του ονόματος του Θεού.

 (2) Η αξιοποίηση της ύπαρξης μοναστηριών και προσκυνημάτων της επαρχίας. Στις περισσότερες περιοχές της πατρίδας μας, ηπειρωτικές και νησιωτικές, υπάρχουν πανέμορφα προσκυνήματα και μοναστήρια. Ένας απογευματικός εσπερινός, μία συνομιλία με έναν Γέροντα ή μία Γερόντισσα σ’ ένα μοναστήρι, ο ίδιος ο χώρος του μοναστηριού με τις εικόνες και τα λείψανα που έχει, πυροδοτούν λανθάνοντες πνευματικούς σπόρους που μπορεί να καρποφορήσουν σε ώρες που δεν περιμένει κανείς.

 (3) Η συμμετοχή σε μικρά πανηγύρια που γίνονται στην επαρχία. Δεν είναι λίγες οι περιοχές της επαρχίας, στις οποίες οι γιορτές διαφόρων αγίων ή της Παναγίας μας πραγματοποιούνται με έναν πολύ όμορφο και γραφικό τρόπο που συνδυάζουν το πνευματικό με το ψυχαγωγικό στοιχείο.

 (4) Δεν μπορεί κανείς να μην αναφέρει το πιο άμεσο πνευματικό ερέθισμα των διακοπών, το διάβασμα ψυχωφελών βιβλίων που στις ημέρες μας κυκλοφορούν πλούσια. Η έλλειψη χρόνου για διάβασμα κατά τον χειμώνα υπερβαίνεται στην άνεση των διακοπών. Κι όταν μάλιστα το βιβλίο δεν είναι απλώς για να περνά κανείς την ώρα του, αλλά και να τρέφει πνευματικά, γίνεται αξία ανυπέρβλητη.

 (5) Υπάρχει τέλος και μία ξεχωριστή παράμετρος: η ίδια η συνύπαρξη επί το αυτό όλης της οικογένειας. Και μόνο το γεγονός ότι μπορεί η οικογένεια να βρεθεί μαζί στο μεσημεριανό ή και στο βραδινό τραπέζι, να καθήσουν μαζί για πρωινό, να κολυμβήσουν μαζί, ενέχει μία πνευματική διάσταση, έστω και ανεπίγνωστη. Διότι η συνεχής αυτή συνύπαρξη πυροδοτεί, αν υπάρχει βεβαίως καλή διάθεση και συντρέχουν κάποιες χριστιανικές προϋποθέσεις, τις εσωτερικές αντοχές του ατόμου, ώστε να καλλιεργούνται η υπομονή, η αγάπη, η υποχωρητικότητα. Οπότε, ναι, οι διακοπές γίνονται μοναδική ευκαιρία για την οικογένεια να μετρήσει και το πνευματικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται.

03 Ιουλίου 2023

ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟ

 

«Ο προκομμένος άνθρωπος, σε όποια ζωή κι αν βρεθεί, είτε Μοναχός είτε λαϊκός, θα κάνει προκοπή πνευματική, γιατί θα εργασθεί φιλότιμα. Ενώ ο άνθρωπος που δεν καλλιεργεί το φιλότιμο που του χάρισε ο Θεός, ανεπρόκοπος θα είναι και στη μια ζωή και στην άλλη» (Π. Μ. Σωτήρχος, Γέρων Παΐσιος, Βίος, Διδαχές…, εκδ. Παπαδημητρίου, 2009).

Αγχώνονται πολλοί χριστιανοί νέοι άνθρωποι, και όχι μόνο, για την επιλογή που θα κάνουν στη ζωή τους: να γίνουν έγγαμοι ή να καλογερέψουν. Και δικαίως: η επιλογή αυτή αποτελεί ίσως την πιο καίρια απόφαση που πρέπει να λάβουν – καθορίζεται η περαιτέρω πορεία τους. Πολλοί μάλιστα αναλίσκονται στην αναζήτηση εκείνων των ανθρώπων, πνευματικών, μοναχών, Γεροντάδων, που θα τους δώσουν μία απάντηση που θα τους πείσει ότι είναι η πιο ενδεδειγμένη γι’ αυτούς. Δεν είναι λίγοι εκείνοι μάλιστα που εύχονται να συναντήσουν έναν διορατικό και προορατικό Γέροντα, ώστε αυτό που θα τους πει να έχει τη «σφραγίδα» του Θεού – δεν θα λαθέψουν μ’ αυτό που θα ακολουθήσουν! Κι εννοείται ότι οι άγιοι Γέροντες της εποχής μας, Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος κ.ά., δέχονταν πολύ συχνά τέτοιους επισκέπτες που τους πίεζαν να αποφασίσουν αυτοί για εκείνους.

Η απάντηση βεβαίως που έδιναν οι σοφοί αυτοί άνθρωποι, σοφοί όχι μόνον από φωτισμό Θεού αλλά και από τη μακρά εμπειρία που είχαν από τις σχέσεις τους με τους ανθρώπους, ήταν ίσως απρόσμενη και όχι η πλήρως «επιθυμητή» από τους επισκέπτες τους: τους έστρεφαν στον εαυτό τους, ώστε αυτοί μόνοι τους να αποφασίσουν για τη ζωή τους. Η απάντηση για παράδειγμα που έδωσε ο άγιος Πορφύριος σε έναν τέτοιο νεαρό που τον ρώτησε τι θα ήθελε ο Θεός γι’ αυτόν είναι ό,τι ρεαλιστικότερο και λογικό και υποδειγματικό: «ο Θεός θέλει για σένα ό,τι εσύ θέλεις βαθιά μέσα σου». Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι τελικώς όλοι μέσα μας, αν αφουγκραστούμε την καρδιά μας, ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε – η καρδιά μας είναι ο καλύτερος σύμβουλός μας. Πρόκειται νομίζουμε για το ίδιο που επεσήμαινε και ο άγιος Παΐσιος σε παρόμοιους προβληματισμούς: «Αν έχεις εννιά λογισμούς από τους δέκα να γίνεις καλόγερος και έναν λογισμό να παντρευτείς, τότε να παντρευτείς. Γιατί ο ένας αυτός θα σε ταλαιπωρεί ολόκληρη τη ζωή σου».

Στο παραπάνω παρατιθέμενο απόσπασμα όμως του οσίου Παϊσίου έχουμε και κάτι επιπλέον. Ο όσιος ξεπερνά τον προβληματισμό της κρίσιμης απόφασης για τον δρόμο ζωής: έγγαμος ή μοναχός, και προσανατολίζει στο πιο σημαντικό κατ’ αυτόν στοιχείο: τη φιλοτιμία. Αν είμαστε φιλότιμοι, σημειώνει, και λάθος επιλογή να κάνουμε ο Θεός δεν θα μας αφήσει. Θα ευλογήσει και τη λάθος επιλογή μας και θα μας βοηθήσει να προκόψουμε, δηλαδή να προχωρήσουμε τη σχέση μας μ’ Εκείνον και να τελειωθούμε. Οπότε μπορεί κάποιος να γίνει καλόγερος ενώ το χάρισμά του είναι ο έγγαμος βίος, αλλά αν είναι φιλότιμος θα γίνει προκομένος καλόγερος και θα αγιάσει. Κι από την άλλη: μπορεί κάποιος να συζευχθεί, ενώ η κλήση του είναι για μοναχός, αλλά εφόσον είναι φιλότιμος θα είναι καλός σύζυγος και καλός οικογενειάρχης – ο αγιασμός του θα επέλθει μέσα από τον δρόμο αυτόν ζωής.

Το ερώτημα βεβαίως είναι τι σημαίνει φιλοτιμία για τον άγιο; Κι η απάντηση που παίρνουμε από τα λόγια του, προφορικά και γραπτά, είναι: ο πιστός άνθρωπος να έχει αίσθηση της παρουσίας του Χριστού στη ζωή του που τον κινητοποιεί να αγωνίζεται με ευαισθησία στην τήρηση των αγίων εντολών του Χριστού, μάλιστα δε της αγάπης. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως ό,τι εξέφραζε ο μέγας Γέρων με τη λέξη «φιλοτιμία» ήταν το ίδιο που εξέφραζε με τη λέξη «αρχοντιά», πιο συγκεκριμένα μάλιστα με τη φράση «αρχοντική αγάπη». Ο ίδιος ο Θεός είναι ο άρχοντας της αγάπης κατά τον άγιο, συνεπώς και ο φιλότιμος άνθρωπος είναι ο αγωνιζόμενος να μοιάσει του Θεού του. Ευνόητο έτσι ότι η φιλοτιμία συνιστά ζεύγος με την προκοπή. Προκόβει ο φιλότιμος, ό,τι κι αν κάνει και όπου κι αν βρίσκεται, προκόβει δηλαδή ο ευαίσθητος άνθρωπος που τις εντολές του Χριστού τις θεωρεί ως τον μεγαλύτερο θησαυρό της ζωής του.