Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20 Απριλίου 2024

ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

Α. Τήν τελευταία Ε΄ ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς, πρό τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἡ ᾽Εκκλησία μᾶς κτυπᾶ γιά ὕστατη φορά τό ῾καμπανάκι᾽ τῆς σωτηρίας μας. Μᾶς καλεῖ, ἔστω καί τώρα, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, νά μετανοήσουμε. Νά μήν ποῦμε ὅτι ῾τώρα πιά πέρασε ὁ καιρός, δέν γίνεται τίποτε᾽! Καί τό κάνει αὐτό ἡ ᾽Εκκλησία προβάλλοντας ἕνα πρόσωπο πού βίωσε συγκλονιστικά τή μετάνοια καί γι᾽ αὐτό θεωρεῖται πρότυπο αυτής: τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία! Μέ τά ἴδια λόγια μάλιστα τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας: «᾽Ετάχθη ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας σήμερον, ἐγγίζοντος ἤδη τοῦ τέλους τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, πρός διέγερσιν τῶν ραθύμων καί ἁμαρτωλῶν εἰς μετάνοιαν, ἐχόντων ὑπόδειγμα τήν ἑορταζομένην ἁγίαν».

Β. Μικρή ἀναφορά στό βίο τῆς ὁσίας καί μερικές παρατηρήσεις πάνω σ᾽ αὐτόν θά μᾶς πείσουν ἀπολύτως γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές.

     «Ἡ ὁσία Μαρία ὅταν ἦταν δωδεκαετής, ξέφυγε ἀπό τούς γονεῖς της καί πῆγε στήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὅπου ἔζησε βίο ἄσωτο 17 ὁλόκληρα χρόνια. ῎Επειτα ἀπό περιέργεια κινούμενη, πῆγε μέ πολλούς ἄλλους προσκυνητές στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά παρευρεθεῖ στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ᾽Εκεῖ ὅμως ἐπιδόθηκε καί πάλι σέ κάθε εἶδος ἀκολασίας καί ἁμαρτιῶν καί ἔσυρε πολλούς στό βυθό τῆς ἀπωλείας. Ὅταν ὅμως θέλησε νά μπεῖ στήν ᾽Εκκλησία, τήν ἡμέρα πού ὑψωνόταν ὁ Σταυρός, αἰσθάνθηκε τρεῖς καί τέσσερις φορές κάποια ἀόρατη δύναμη νά τῆς ἐμποδίζει τήν εἴσοδο, ἐνῶ τό πλῆθος τοῦ λαοῦ εἰσερχόταν ἀνεμπόδιστα στό ναό. Πληγώθηκε στήν καρδιά ἀπό τό γεγονός κι ἀποφάσισε νά ἀλλάξει ζωή καί νά ἐξιλεώσει στό ἑξῆς τόν Θεό μέ τή μετάνοιά της. Γύρισε λοιπόν καί πάλι στήν ᾽Εκκλησία μέ τήν ἀπόφαση αὐτή, ὁπότε μπῆκε εὔκολα μέσα. Προσκύνησε τό Τίμιο Ξύλο καί ἀναχώρησε τήν ἴδια ἡμέρα ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Πέρασε τόν ᾽Ιορδάνη καί μπῆκε στά ἐνδότερα τῆς ἐρήμου, ὅπου κι ἔζησε ἐκεῖ ἐπί 47 χρόνια. Τά χρόνια αὐτά ἦταν γιά τήν Μαρία χρόνια σκληρότατης καί ὑπέρ ἄνθρωπον ἄσκησης, χρόνια προσευχῆς στόν Θεό. Στά τέλη τῆς ζωῆς της συνάντησε κάποιο ἐρημίτη, Ζωσιμᾶ τό ὄνομα, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὁλόκληρη τή ζωή της καί τόν παρακάλεσε νά τῆς φέρει τά ἄχραντα μυστήρια γιά νά κοινωνήσει. Αὐτό ἔγινε τό ἐρχόμενο ἔτος, τή Μεγάλη Πέμπτη. Ὅταν τήν ἑπόμενη χρονιά ξανάρθε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, βρῆκε τή Μαρία νεκρή, ἐνῶ δίπλα της ἦταν γραμμένα τά ἑξῆς λόγια: ῾᾽Αββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τό σῶμα τῆς ἄθλιας Μαρίας. Πέθανα τήν ἴδια ἡμέρα, κατά τήν ὁποία κοινώνησα τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Νά εὔχεσαι γιά μένα᾽».

Γ. 1) ᾽Εκεῖνο πού ὁδήγησε τήν Μαρία στά Ἱεροσόλυμα δέν ἦταν κάποιος εὐλογημένος πόθος ἐπίσκεψης καί προσκύνησης τῶν Ἁγίων Τόπων. Κίνητρό της ὑπῆρξε κάτι πολύ πεζό καί ἀξιοκατάκριτο: ἡ περιέργεια. Καί μάλιστα μία  περιέργεια πού συνδέθηκε μέ τήν άκόλαστο τρόπο ζωής της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπίσκεψή της στήν ἁγία Πόλη δέν εἶχε κανένα μεταφυσικό βάθος. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά ῾σπάσει᾽ ἀπλῶς τή ρουτίνα τῆς ζωῆς της, κάτι πού ἀσφαλῶς ἐκμεταλλεύτηκε καί ὁ ἀρχαῖος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πονηρός, πού τήν ἔσπρωξε στήν ἐπέκταση τῆς ἁμαρτωλῆς δραστηριότητάς της. Κι ὅμως! Κι αὐτήν ἀκόμη τήν κατάσταση ἀξιοποιεῖ ὁ πανάγαθος Θεός. Βρίσκει τήν εὐκαιρία νά τήν καλέσει σέ μετάνοια μ᾽ ἕνα ἰδιαίτερα προσωπικό γι᾽ αὐτήν τρόπο. Χωρίς νά τή ρεζιλέψει, χωρίς ν᾽ ἀποκαλύψει τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς της – ουδέποτε, σημειώνουν οι άγιοί μας, φαίνεται στην Αγία Γραφή ο Θεός να αποκαλύπτει, προκειμένου να τον ρεζιλέψει, την αμαρτία του ανθρώπου - τήν κάνει νά συνειδητοποιήσει τήν ἄβυσσο τῆς κατάντιας της. Καί πράγματι, ἡ μέθοδος τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνει. Ἡ Μαρία μετανοεῖ. ῾Η πρώτη μας παρατήρηση λοιπόν ἀφορᾶ στήν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τά πάντα ἀπό τή ζωή μας ἀξιοποιεῖ ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κάνει νά ριχτοῦμε στήν ἀγκαλιά Του. Διότι εἶναι ὁ Πατέρας μας!

2) Μία δεύτερη παρατήρηση ἀναφέρεται σ᾽ ἕνα φαινομενικά παράδοξο: ὁ Θεός κλείνει τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ μόνο στή Μαρία. Γιατί παράδοξο; Διότι ὁ Θεός μέ τήν ᾽Εκκλησία Του δέχεται κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο κοντά Του. «Τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω» εἶπε ὁ Κύριος (᾽Ιωάν. 6, 37). Ὁ Κύριος ἦλθε στόν κόσμο ἀκριβῶς γι᾽ αὐτό: νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια. Κάθε λοιπόν ἁμαρτωλός πού πλησιάζει τόν Θεό καί τήν ᾽Εκκλησία, γίνεται ἀπό Αὐτόν ἀποδεκτός. ῎Αλλωστε στήν ᾽Εκκλησία ὅλοι ἔτσι προσερχόμαστε, ἤ τουλάχιστον πρέπει νά προσερχόμαστε: ὡς ἁμαρτωλοί πού ἔχουμε ἀνάγκη σωτηρίας. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας ποτέ δέν κάνει τό διαχωρισμό τῶν ἀνθρώπων σέ ἁμαρτωλούς καί μή ἁμαρτωλούς: ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. «Πάντες ἥμαρτον καί πάντες ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (ἀπ. Παῦλος). Πῶς ὅμως τότε ὁ Θεός ἔκλεισε τήν εἴσοδο γιά τήν Μαρία τήν ἁμαρτωλή, πού προσερχόταν κοντά Του; Προφανῶς, διότι ἐρχόταν στό ναό, χωρίς τή διάθεση νά ἔλθει κοντά Του. Ἡ Μαρία θέλησε δηλαδή νά μπεῖ στό ναό, χωρίς μετάνοια, χωρίς ἀπόφαση ἀλλαγῆς γιά τή ζωή της. Κι ἡ ἀπαγόρευση αὐτή λειτούργησε θετικά γιά τήν καλοπροαίρετη τελικῶς Μαρία. Τήν συγκλόνισε καί τήν ὁδήγησε σέ μετάνοια.

Μόλις μετάνιωσε ὅμως, ἀμέσως ἡ εἴσοδος ἀνοίχθηκε καί γι᾽ αὐτήν. ῎Ετσι, βεβαίως ὁ Θεός καλεῖ τούς πάντες και ἀποδέχεται τούς πάντες, ὅσο ἁμαρτωλοί κι ἄν εἶναι, μέ μόνη ὅμως τήν προϋπόθεση νά μετανοήσουν. Καί τοῦτο γιατί μία σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, χωρίς μετάνοια, θά σημάνει τήν καταδίκη καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν προσφέρει τή χάρη Του μαγικῷ τῷ τρόπῳ. Ζητᾶ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὡς μετάνοια. Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι καί ἡ κόλαση κάπως ἔτσι ὁρίζεται ἀπό τούς ἁγίους μας: ὡς σχέση μέ τόν Θεό, ἀλλά σέ κατάσταση ἀμετανοησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο λειτουργεῖ ἀρνητικά, δηλαδή ὡς κόλαση. ῎Ετσι τό ἀντίδοτο γιά ὁποιαδήποτε ἁμαρτία μας, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἀποτελεῖ τό κλειδί πού μᾶς ἀνοίγει τήν εἴσοδο τοῦ Οὐρανοῦ.

3)  Καί μία τρίτη παρατήρηση. Ὁ Θεός θέλησε νά πάρει τήν ὁσία Μαρία ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ὅταν ἐκείνη ὁλοκλήρωσε καί τελειοποίησε τή μετάνοιά της. Κι αὐτό ἔγινε μέ τήν ἐξομολόγησή της καί τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Εἶναι πράγματι συγκλονιστικό νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι γιά τήν Μαρία 47 χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς ἦταν χρόνια προετοιμασίας. Καθάρισε ὅσο ἦταν δυνατόν σ᾽ αὐτήν τόν ἑαυτό της. Ὑπερέβη τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες της. Κι ὅμως τό τέλειο - μέσα πάντα στά ἀνθρώπινα πλαίσια - ἦλθε μέ τήν ἐξομολόγηση καί τή θεία Κοινωνία. ᾽Απόδειξη: μόλις κοινώνησε, ἡ ψυχή της φτερούγισε στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της. Αὐτό βεβαίως σημαίνει, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τελειοποιηθεῖ, νά θεωθεῖ κατά πιό θεολογική ὁρολογία, ἄν δέν συμμετάσχει στή δραστική χάρη τῶν μυστηρίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί μάλιστα τῆς θείας Εὐχαριστίας - ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι θέμα αὐτοδυναμίας του, ἀλλά συνεργασίας του μέ τήν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ.

11 Απριλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΤΙΠΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ

«῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Δομετιανοῦ κι ἦταν σύγχρονος τῶν ἁγίων  ᾽Αποστόλων. ᾽Από αὐτούς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος τῆς κατά Πέργαμον ᾽Εκκλησίας, τόν καιρό πού ὁ θεολόγος καί εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης βρισκόταν ἐξόριστος στήν Πάτμο, καθώς ὁ ἴδιος γράφει στήν ᾽Αποκάλυψή του, ἀποκαλώντας τόν ᾽Αντίπα ἱερέα πιστό καί Μάρτυρα.

Εὑρισκόμενος στήν Πέργαμο ὡς ἀρχιερέας ὁ ἅγιος ᾽Αντίπας, σέ πολύ προχωρημένη ἡλικία, ποίμαινε τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ μέ κάθε εὐσεβή τρόπο. Γι᾽ αὐτό καί συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, ἐπειδή καί οἱ ἴδιοι οἱ δαίμονες πού λατρεύονταν ἀπό αὐτούς φανέρωσαν ὅτι δέν μποροῦν νά κατοικοῦν στόν συγκεκριμένο τόπο οὔτε καί νά δέχονται τίς προσαγόμενες ἀπό αὐτούς θυσίες, ἀλλά ὅτι ἐκδιώκονταν ἀπό τόν ᾽Αντίπα.

῞Οταν λοιπόν ὁδηγήθηκε ὁ ἅγιος πρός τόν ἡγεμόνα, ὁ ἡγεμόνας προσπαθοῦσε νά τόν πείσει ὅτι τά παλαιότερα ἦταν τιμιώτερα, ἐνῶ τά καινούργια καί νεώτερα ἦταν ἀτιμότερα, θέλοντας νά πεῖ ὅτι ἡ θρησκεία τῶν ῾Ελλήνων ἦταν παλαιά καί συναυξήθηκε σέ πολλά χρόνια, ἐνῶ ἡ πίστη τῶν χριστιανῶν ἄρχισε πολύ ἀργά καί ἔγινε παραδεκτή ἀπό λίγους. Σ᾽ αὐτά ὁ ἅγιος ἀντέταξε τήν ἱστορία τοῦ Κάιν (πού σκότωσε τόν ἀδελφό του ῎Αβελ) καί τήν ἀσέβεια ἔτσι πού φάνηκε ἀπό τήν ἀρχή -  ἀσέβεια πού ἦταν ἀπαράδεκτη γιά τούς εὐσεβεῖς, μολονότι προηγεῖτο χρονικά ὅλων τῶν ἄλλων.

῾Ο ἡγεμόνας ὀργίστηκε πολύ ἀπό τά λόγια τοῦ ἁγίου, γι᾽ αὐτό καί διέταξε νά τόν βάλουν σέ ἕνα κατασκεύασμα χάλκινο πού εἶχε φτιαχθῆ σέ σχῆμα βοδιοῦ. ῾Ο ἅγιος ἱκέτευσε πολύ τόν Θεό μέσα σ᾽ αὐτό κι ἀφοῦ ἐξύμνησε τήν μεγάλη Του δύναμη καί Τόν εὐχαρίστησε γιά ὅσα ἀξιώθηκε νά πάθει γιά τό ὄνομά Του, κι ἀφοῦ Τοῦ ζήτησε νά διαφυλάσσονται ὅσοι τόν θυμοῦνται ἀπαθεῖς καί ἀπό ἄλλα νοσήματα, κυρίως ὅμως ἀπό τήν ἀφόρητη ὀδύνη τῶν ὀδόντων, κι ἀφοῦ τέλος προσευχήθηκε ἀκόμη γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους καί νά βροῦν ἔλεος κατά τήν μέλλουσα κρίση, ἀφοῦ λοιπόν προσευχήθηκε, ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο καί τοποθετήθηκε στήν ᾽Εκκλησία τῆς Περγάμου, πηγάζοντας ἀέναα μύρα καί ἰάσεις.

Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στό πάνσεπτο ᾽Αποστολεῖο τοῦ ἁγίου καί πανευφήμου ᾽Αποστόλου ᾽Ιωάννου τοῦ Θεολόγου, πλησίον τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ᾽Εκκλησίας». 

῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας ἀνήκει στούς σπουδαίους ἀποστολικούς Πατέρες, σ᾽ ἐκείνους δηλαδή πού σχετίστηκαν ἄμεσα μέ τούς ἁγίους ᾽Αποστόλους τοῦ Κυρίου καί συνέχισαν ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ τό θεάρεστο ἔργο τους. ᾽Ιδιαιτέρως σχετίστηκε μέ τόν ἀγαπημένο μαθητή τοῦ Κυρίου ᾽Ιωάννη τόν εὐαγγελιστή, (ὁ ὁποῖος τόν μνημονεύει καί στήν ᾽Αποκάλυψή του),  ἀπό τόν ὁποῖο μάλιστα, κατά τόν ἅγιο ὑμνογράφο του ᾽Ιωσήφ, ἔλαβε καί τήν χάρη τῆς γνώσεως τοῦ Κυρίου, ὁπότε μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κατ᾽ ἐπέκταση καί αὐτός ἀγαπημένος ᾽Εκείνου. ῾Η διδασκαλία τοῦ ἁγίου ᾽Αντίπα ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἔχει τήν σφραγίδα τῆς καρδιακῆς καί βαθειᾶς θεολογίας τοῦ Εὐαγγελιστῆ ἀποστόλου, πηγάζει δηλαδή ἀπό τό ἴδιο τό στῆθος τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τό ὁποῖο ἔλαβε τήν γνώση ᾽Εκείνου ὁ ἀγαπημένος Του μαθητής. «᾽Αφοῦ ἄντλησες πλούσια τή χάρη τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ, ἱεράρχα, ἀπό ἀκένωτη πηγή, τοῦ ἐπιστήθιου δηλαδή καί θείου κήρυκά της ᾽Ιωάννη, τήν μετέδωσες σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἄφθονα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί ἡ διδασκαλία του ἔχει τό ἄρωμα τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅ,τι ἔλεγε δηλαδή ἦταν θεῖα λόγια. «Γέμισες ἀπό τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, ἀπό τό θεολόγο στόμα τοῦ ἐπιστηθίου μαθητῆ. Γι᾽ αὐτό καί ἀνέβλυσες τά θεῖα διδάγματα σέ ὅλους τούς πιστούς, πάτερ ὅσιε» (ὠδή δ´).

Τί δίδασκε συγκεκριμένα ὁ ἅγιος; Μά ἀσφαλῶς ὅ,τι καί οἱ ἀπόστολοι, ἰδίως ὅπως εἴπαμε ὁ ἀγαπημένος του δάσκαλος Εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης: τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου, τή σάρκωση Αὐτοῦ καί τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάστασή Του. Τά δύο τελευταῖα μάλιστα δέν συνιστοῦν τόν ἄξονα ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου καί σέ αὐτά δέν ἐπικέντρωναν πρώτιστα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ; «Μέ νόμιμο τρόπο, δηλαδή ὀρθά ἐκκλησιαστικό, ποίμανες πράγματι τό ἱερό σου ποίμνιο, πάτερ, καί τό ἐξέθρεψες μέ τήν χλόη τῶν διδαγμάτων τοῦ Χριστοῦ»  (ὠδή α´). «Κηρύττεις τό μέγα μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἱερομάρτυς»  (ὠδή ε´). «Στεκόσουν ἐνώπιον δικαστικῶν βημάτων, ἀθλοφόρε, κηρύττοντας τήν σάρκωση ᾽Εκείνου πού κένωσε τόν ῾Εαυτό Του γιά σένα καί παραστάθηκε στό βῆμα τοῦ Πιλάτου καί θανάτωσε τόν ἐχθρό μέ τόν Σταυρό Του» (ὠδή ς´).

᾽Αξίζει νά σταθεῖ κανείς ἰδιαιτέρως σέ κάτι πού ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος στήν πρώτη ἤδη ὠδή τοῦ κανόνα του: «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ σου, ὁ Χριστός, πάνσοφε, σέ ἀνέδειξε ὁ ῎Ιδιος γνήσιο μάρτυρα τῶν δικῶν Του Παθῶν». ῎Οχι ἄλλος, ὄχι κάποιος δάσκαλος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός σέ ἀνέδειξε μάρτυρα τοῦ Πάθους Του. Δέν εἶναι ἀντίθετο αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ μέ τά προηγούμενα λεχθέντα του, ὅτι δάσκαλος κυρίως τοῦ ἁγίου ᾽Αντίπα ἦταν ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης. ᾽Επισημαίνει μέ ἄλλον τρόπο τήν ἔστω καί μέσω τῶν ἀποστόλων εὐθεῖα κλήση τοῦ Χριστοῦ πρός τούς μαθητές Του κάθε ἐποχῆς. Μπορεῖ δηλαδή οἱ ἀπόστολοι νά κηρύσσουν καί νά διδάσκουν, ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ὅμως τελικῶς εἶναι Αὐτός πού καλεῖ τούς ἀνθρώπους, πολύ περισσότερο Αὐτός πού καλεῖ τούς κήρυκες τῆς παρουσίας Του στόν κόσμο. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ὑπενθυμίζει τήν προσωπική παρουσία τοῦ Κυρίου σέ κάθε ἐποχή μέσα ἀπό τούς πιστούς κήρυκές Του, ὅταν ὅμως αὐτοί βρίσκονται στήν ἴδια γραμμή μέ τούς μαθητές καί ἀποστόλους τοῦ ῎Ιδιου, κρατοῦν δηλαδή τήν ἀποστολική παράδοση.

Μία τέτοια ζωντανή μαρτυρία τοῦ Κυρίου στόν κόσμο, μία τέτοια θεολογία συνιστᾶ πράγματι τήν ἀναμμένη φλόγα τῆς πίστεως, γιά τήν ὁποία μίλησε καί  Κύριος πῦρ ἦλθον βαλεῖν»),  ὁποία μπορεῖ νά ξυπνήσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν βαθύ ὕπνο τῆς ἀθεΐας πού βρίσκονται καί νά τούς ὁδηγήσει συνεπῶς στήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ. «᾽Αγρυπνώντας ἐσύ, πανεύφημε, ξύπνησες μέ τίς διδασκαλίες τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος αὐτούς πού κυριαρχοῦνταν ἀπό τήν νύστα τῆς ἀθεΐας, γιά νά γνωρίσουν τήν ἀληθινή  ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ» (ὠδή δ´). Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπου ὑπάρχουν ἀληθινοί ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ νήψη πνευματική, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά κινητοποιηθοῦν καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Αὐτό δέν εἶναι τό ἔργο μας στήν ᾽Εκκλησία; Νά εἴμαστε οἱ ἄγρυπνοι φρουροί. ᾽Αρκεῖ βεβαίως ἡ φλόγα τῆς πίστεως νά ἔχει πυρακτώσει καί τή δική μας καρδιά. Διότι «οὐκ ἄν λάβοις παρά τοῦ μή ἔχοντος» κατά τή γνωστή φράση. ῾Ο ἅγιος ᾽Αντίπας μποροῦσε νά εἶναι φύλακας τῆς πίστεως, γιατί τό πῦρ τῆς θείας ἀγάπης ἦταν ἀναμμένο μέσα του. «Καθώς ἤσουν ἀναμμένος ἀπό τούς θείους ἄνθρακες τῆς θείας ἀγάπης, μάρτυς ᾽Αντίπα, κατέσβεσες τήν φλόγα τῆς ἀθεΐας» (κάθισμα γ´ ὠδῆς).

Μακρηγοροῦμε, ἀλλά δέν θέλουμε νά παραλείψουμε τούς ὡραιότατους συσχετισμούς πού κάνει ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ γιά τόν ἑορταζόμενο ἅγιό μας: τόν συσχετίζει μέ τόν Πατριάρχη ᾽Αβραάμ, μέ τόν πατριάρχη Μωϋσῆ, μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο. Γιατί; Διότι πέρασε μία ζωή ἔνδοξη γεμάτη ἀπό ἀρετές. Καί πλήρης ἀπό ἀγαθά σάν τόν ᾽Αβραάμ ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο (στιχηρό ἑσπερινοῦ)· διότι ἀνέβηκε στό ὄρος τῶν ἀρετῶν καί εἰσῆλθε μέσα στό ἀπόλυτο φωτεινό σκοτάδι τῆς γνώσεως καί μίλησε μέ τόν Θεό, σάν τόν Μωϋσῆ στό ὄρος Σινᾶ (ὠδή ε´)· διότι σάν τούς τρεῖς παῖδες στό καμίνι ἔτσι καί αὐτός ρίχτηκε σέ καμίνι χάλκινου βοδιοῦ, δοξολογώντας παρομοίως μέ τά παιδιά τόν Κύριο (ὠδή ζ´).

῾Ο ὑμνογράφος μας στέκεται προφανῶς ῾ἐνεός᾽ μπροστά στήν τεράστια καί ἅγια προσωπικότητα τοῦ «ἰσαποστόλου» (στιχ. ἑσπερινοῦ) ᾽Αντίπα. Εἴπαμε, τόν θεωρεῖ συνέχεια τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ θεολόγου, προβάλλοντας μάλιστα καί τό ἰαματικό του χάρισμα, ἰδίως ὡς πρός τά δόντια. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Αντίπας εἶναι ὁ προστάτης ἅγιος τῶν ὀδοντιάτρων κι εἶναι πράγματι ἐξόχως συγκινητικό τό γεγονός ὅτι οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν τόν εὐλαβοῦνται, ἔχουν ἀναρτημένη στά ἰατρεῖα τους τήν εἰκόνα του, διενεργοῦν συνέδρια πρός τιμή του. «Ἄς δοξολογήσουμε ὅπως ἔχουμε χρέος τόν Ἀντίπα, διότι θεραπεύει τά δόντια πού πάσχουν» (κοντάκιο).

10 Απριλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε΄ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

 

«Ο άγιος καταγόταν από την Πελοπόννησο. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς άνθρωποι, γι’  αυτό και τον ανέθρεψαν με φόβο Κυρίου. Σπούδασε στη Σμύρνη κι έζησε βίο αγγελικό, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης της σπουδαίας αυτής πόλεως. Όταν χήρευσε ο Πατριαρχικός θρόνος Κωνσταντινούπολης, τον Γρηγόριο κάλεσαν και ψήφισαν για νέο Πατριάρχη. Δύο φορές εκδιώχθηκε χωρίς λόγο, καταφεύγοντας στο Άγιον Όρος, και δύο φορές ανακλήθηκε στη θέση του. Κατά την τρίτη Πατριαρχία του ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση, οπότε ο Γέρων Πατριάρχης προβλέποντας καθαρά τον θάνατό του που θα γινόταν για χάρη του Γένους, ατρόμητα ανέλαβε να σηκώσει τη θυσία του με καρτεροψυχία. Ανήμερα το Πάσχα του 1821, βλέποντας ο σουλτάνος τους ορθοδόξους λαούς να θέλουν να απελευθερωθούν, αποφασίζει να κρεμάσει τον Πατριάρχη σε αγχόνη. Τον άφησε κρεμασμένο στο ξύλο τρεις ημέρες, κι έπειτα τον εξέδωσε στους Εβραίους. Αυτοί τον κακοποίησαν και τον έσυραν σε όλες τις οδούς της Πόλεως, ρίχνοντάς τον τέλος στη θάλασσα. Η Πρόνοια όμως του Κυρίου κράτησε αβλαβές το λείψανό του, στέλνοντάς το σε χέρια ευσεβών. Έτσι ο μάρτυς Πατριάρχης «κατέφυγε» αισίως στο άσυλο των Ρώσων, όπου εκεί τον δέχτηκαν όπως πρέπει και τον κήδευσαν στην Οδησσό. Μετά 50 έτη έγινε η μετακομιδή των λειψάνων του, τα οποία τοποθετήθηκαν με λαμπρές εκδηλώσεις στη Μητρόπολη των Αθηνών, όπου και παραμένουν μέχρι σήμερα».

Δεν θα μας απασχολήσει η φιλολογία ιστορικών και μη περί τη βιοτή και τη θυσία του αγίου Γρηγορίου Ε΄- εκφεύγει των ορίων του εδώ αναφοράς μας. Εκείνο που θέλουμε να πούμε είναι ό,τι κεντρικό τονίζει η ακολουθία του αγίου, που αναφέρεται στον διπλό χαρακτήρα, εθνικό και θρησκευτικό, του δι’  απαγχονισμού μαρτυρίου του.

Πρώτον. Ο Πατριάρχης οδηγείται στο μαρτύριο με απόλυτη αυτοσυνειδησία ότι ο θάνατός του θα λειτουργήσει ως αποκατάσταση των Ελλήνων στην προγονική τους δόξα. «Ποθώντας ο Πατριάρχης να αναλάβει και πάλι το γένος της Ελλάδας τη δόξα των προγόνων τους, υπέμεινε να αναρτηθεί στην αγχόνη από το δυσσεβές γένος, ο αθώος ως ένοχος». Κι ας προσέξουμε: όχι μόνο θέλοντας ή έχοντας μία διάθεση, αλλά «ποθώντας», που σημαίνει ότι έκαιγε στην καρδιά του η ακατανίκητη δύναμη για λύτρωση των Ελλήνων μέσω της θυσίας του – ό,τι πόθο είχε και ο άγιος Ιγνάτιος για τον «Εσταυρωμένο έρωτά του Χριστό». «Δεν μπορώ να ησυχάσω και να αναπαυτώ, μέχρις ότου δω το ελληνικό έθνος ελεύθερο από τη δουλεία».  

Για τον επίσκοπο υμνογράφο Νικόλαο Κοκκίνη (και τον επιμελητή επίσης επίσκοπο Αβέρκιο Λαμπίρη) είναι σαφές ότι η απόφαση θυσίας του Πατριάρχη ήταν απόφαση του ίδιου του Παντοκράτορος Κυρίου που επιθυμούσε την ελευθερία των υποδούλων διά του δούλου Του Γρηγορίου. «Ας δοξολογήσουμε οι πιστοί τον τρισυπόστατο Παμβασιλέα Θεό, που μας λύτρωσε διά του απαγχονισμού του θείου Πατριάρχου» σημειώνει. Για να εξαγγείλει παρεμφερώς αλλού ό,τι είπε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή Του για την ελευθερία της Πατρίδος μας και δεν την παίρνει πίσω» είπε ο Γέρος του Μοριά. «Ο Παντοκράτωρ έγραψε στους ουρανούς με τον κάλαμο της απόφασής Του, να λυτρωθεί το δικό Του Γένος από τον ζυγό» υμνολόγησε ο άλλος.

Και δεύτερον: η θυσία του Πατριάρχη σφραγίζεται από το χριστιανικό στοιχείο. Ο Πατριάρχης θυσιάζεται για το έθνος του, φανερώνοντας όμως την πιστότητά του στο ευαγγέλιο του Χριστού – «υπέρ πίστεως και του έθνους». Το μαρτύριό του ήταν ο μισθός της αγιότητάς του, «τό τελειωθῆναι δι’ αἵματος», γεγονός που έδειχνε τη χαρισματική πορεία όλης της ζωής του. Γιατί; Διότι ως διπλή κεφαλή: του Έθνους και της Εκκλησίας, κινητήρια δύναμη είχε την αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο – ό,τι χαρακτηρίζει κάθε μαθητή του Χριστού. «Πόσο γενναία και αδαμάντινη η ψυχή σου, αξιομακάριστε Γρηγόριε. Γιατί είχες ανένδοτη την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον».

Το μαρτύριό του έτσι πλαισιώνουν άγγελοι, αποκαλύπτει ο υμνογράφος: παρίστανται σ’ αυτό, του ετοιμάζουν στεφάνια την ώρα που απαγχονίζεται, του φορούν τα στεφάνια την ώρα που διασύρεται το τίμιο λείψανό του, του ετοιμάζουν τόπο μαζί με τους παλαιούς μάρτυρες για τη θριαμβευτική είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού.

Κι ίσως εκείνο που μπορεί να περιγράψει τη στάση των πιστών Ελλήνων απέναντι στον άγιο ιερομάρτυρα να είναι αυτό που συνιστούν οι ίδιοι οι άγγελοι, όπως βάζει τα λόγια στο στόμα τους ο υμνογράφος στο συγκλονιστικό δοξαστικό του εσπερινού, συντεθειμένο αναλογικά προ το δοξαστικό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου σε οκτώ ήχους. «Οι υπέρτατες των ουρανών δυνάμεις που προπορεύονται μαζί με τον Δεσπότη Χριστό, κραυγάζουν στον όχλο που ακολουθεί (τη σορό του Πατριάρχη): Γιατί σίγησε η γλώσσα όλων σας και δεν φωνάζετε με δυνατή φωνή και θάρρος;  Να, έφθασε ο υπέρμαχος της Ελλάδος. Υψώστε τα χέρια και αποδώστε όλοι ευχαριστίες προς τον αρχιερέα πατέρα σας. Διότι μέσω αυτού πραγματοποιήθηκε η ποθητή σωτηρία μας των Ελλήνων. Δεν έχουμε δύναμη να τον υμνολογήσουμε, και πράγματι δεν είναι εύκολο να προσφέρουμε ύμνο αντάξιό του. Διότι ο τρόπος της ζωής του υπερβαίνει κάθε εγκώμιο».  

09 Απριλίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΥΨΥΧΙΟΣ Ο ΕΝ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ

 

«Ο άγιος καταγόταν από την Καππαδοκία. Έχοντας ευσεβή ζωή, νυμφεύτηκε κατά τα νόμιμα. Πυρπολημένος από θείο ζήλο και σε συνεννόηση με πολλούς άλλους χριστιανούς, κατέστρεψε εκ βάθρων τον ειδωλολατρικό ναό που ήταν αφιερωμένος στη θεά Τύχη, όπου εκεί είχε δώσει διαταγή ο Ιουλιανός ο παραβάτης να προσφέρουν οι πολίτες τις θυσίες τους καθημερινά. Κι επειδή έγινε γνωστή η πράξη του, διέταξε ο Ιουλιανός να παραδοθούν σχεδόν όλοι οι χριστιανοί σε εξορίες και ποικίλους βασανισμούς∙ ο δε μάρτυς Ευψύχιος, επειδή ήταν ο αίτιος αυτού του πράγματος, να οδηγηθεί στον διά ξίφους θάνατο. Και πράγματι του κόψανε το κεφάλι και τελείωσε η ζωή του».

Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στους πολλούς ο άγιος μάρτυς Ευψύχιος – ίσως και από το γεγονός ότι η μνήμη του εντάσσεται μέσα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Παρ’ όλα αυτά η υμνολογία μας διά της γραφίδος του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου τον θεωρεί ως «στύλον τῆς Ἐκλησίας» και «πύργον ἄσειστον τῆς εὐσεβείας», που «ευωδιάζει ως κρίνο από την οσμή των άθλων του» (στιχηρά εσπερινού), ενώ δεν παύει να μας τονίζει ότι καθένας που νοσεί και προστρέχει στην αγιοσύνη του λαμβάνει σαν από κρήνη την ίασή του (στιχ. εσπ., κάθισμα όρθρου, ωδή η΄).

Όπως συμβαίνει συνήθως, ο υμνογράφος μάς καθοδηγεί προκειμένου να κατανοήσουμε και τη πράξη του και το σκληρό μαρτύριό του: ο άγιος «ζήλῳ θείῳ ἐπυρώθη» απέναντι στην «αλαζονεία του ματαιόφρονα ηγεμόνα» (στιχ. εσπ.), ο οποίος σε εποχή που η χριστιανική πίστη είχε αρχίσει να θριαμβεύει (μέσα 4ου μ.Χ. αι.) αυτός θέλησε να επαναφέρει την ειδωλολατρία και να την επιβάλει διά της βίας στους χριστιανούς. Το μαρτύριό του μάλιστα είναι εκείνο, κατά τον Ιωσήφ, που φανερώνει περίτρανα την ολοκληρωτική στροφή του νου και της καρδιάς του αγίου προς τον Θεό: «Ο νους σου με τη στροφή προς τον Θεό, μακάριε, ξέφυγε από όλα τα τερπνά του βίου και φάνηκε απόλυτα ωραίος σαν βασιλιάς κατά των αμαρτωλών παθών» (ωδή α΄). Κι αλλού: «Ούτε η πείνα ούτε ο θάνατος ούτε η απόλαυση της τρυφής του παρόντος βίου είχαν τη δύναμη να σε χωρίσουν από την αγάπη του Δημιουργού» (ωδή δ΄). Η μεγάλη αγάπη του αγίου προς τον Χριστό φάνηκε όχι μόνο από την επιμονή και την υπομονή του κατά την ώρα των βασάνων, αλλά,  ίσως περισσότερο, και από την ώρα των «εκ δεξιών» βασάνων που υπέστη πριν από το μαρτύριο: δηλαδή τις υποσχέσεις του ηγεμόνα με δωρεές και απολαύσεις, (όταν μάλιστα αυτές προσφέρονταν σε ένα νιόνυμφο παλληκάρι), αλλά και με την απειλητική περιγραφή από την άλλη των βασανιστηρίων. Κατά τον υμνογράφο μας και πάλι: «έχοντας στον νου ο τύραννος να συλήσει τον θησαυρό της ψυχής σου προβάλλοντας έντεχνα  τις δωρεές αλλά και τις εικόνες των βασάνων, προσπαθούσε να σου διαλύσει τη δύναμη της ψυχής. Αλλά με δύναμη και υπομονή νίκησες, ένδοξε» (ωδή ς΄).

Ο άγιος Ιωσήφ, έχοντας προφανώς υπόψη πολλά περισσότερα για το μαρτύριο του αγίου Ευψυχίου από όσα περιγράφει το σύντομο συναξάρι του Μηναίου, μας δίνει στιγμές των τελευταίων του στιγμών που παραπέμπουν και στο Πάθος του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Μας λέει αίφνης ότι τον ύψωσαν για να τον βασανίσουν, όπως ύψωσαν και τον Κύριο («υπέφερες τα βασανιστήρια της σαρκός με μεγάλη καρτερία, αφού σε σήκωσαν ψηλά παραπλήσια προς τον Δεσπότη όλης της κτίσεως»: ωδή ε΄)∙ ότι δέχτηκε κτυπήματα στα πλευρά, όπως νύχθηκε ο Κύριος διά της λόγχης («υμνολογούσες τον Χριστό, την ώρα που χαράκωναν τις πλευρές σου και έβγαζαν το δέρμα σου, μάρτυς»: ωδή ε΄)∙ κι ότι ακόμη την ώρα του μαρτυρίου του φάνηκε άγγελος να τον πλησιάζει και να του μιλάει, δίνοντάς του θάρρος  για το μαρτύριο, κάτι που θυμίζει και πάλι τον άγγελο Κυρίου που φάνηκε στον Κύριο κατά την ώρα της εναγώνιας προσευχής Του «ενισχύων Αὐτόν» λίγο προ του Πάθους Του («άγγελος φάνηκε που σου μιλούσε από κοντά στο αποκορύφωμα του μαρτυρίου σου, αθλοφόρε Ευψύχιε, και σου έδινε θάρρος»: ωδή γ΄).

Ο άγιος υμνογράφος βέβαια δεν παραλείπει να μας επισημάνει κάτι πολύ σημαντικό που σχετίζεται με τη θερμή έως θανάτου αγάπη προς τον Χριστό του μάρτυρα κυρίως κατά την ώρα του μαρτυρίου του. Τι ήταν εκείνο που τον έκανε να φτάσει σε τέτοιο υψηλό σημείο χάρης; Και μιλάμε για έναν «κοσμικό» χριστιανό και μάλιστα φρεσκοπαντρεμένο! «Με χαρά, μάρτυς, σκόρπισες όλα τα υπάρχοντά σου στους φτωχούς και αναγκεμένους αδελφούς, κι έτσι αντ’ αυτού απέκτησες την άκλεπτη μακαριότητα του μαρτυρίου και την αιώνια χαρά» (ωδή δ΄)∙ «Ύφανες για τον εαυτό σου ένδυμα από άριστα έργα κι αφού το 'κανες κατακόκκινο από το μαρτύριό σου στολίστηκες από αυτό και γεμάτος ομορφιά παραστάθηκες ενώπιον του Κυρίου, Ευψύχιε» (ωδή α΄). Με απλά λόγια: ο άγιος έφτασε στο μαρτύριο από αγάπη προς τον Κύριο, γιατί είχε ετοιμαστεί γι’ αυτό με τα έργα της πίστεως και της αγάπης του προς τον συνάνθρωπο. «Σαν έτοιμος από καιρό» λοιπόν ο άγιος λόγω του πνευματικού του αγώνα να τηρεί την κεντρική εντολή του Θεού του, όταν κλήθηκε να μαρτυρήσει, απλώς επιβεβαίωσε την ετοιμότητά του αυτή και με την προσφορά της ζωής του.

04 Απριλίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΕΝ ΜΑΛΑΙΩ

«Από νεαρή ηλικία αγάπησε ολόψυχα τον Κύριο. Επειδή όμως οι γονείς του, παρά τη θέληση του, θέλησαν να τον παντρέψουν, ο Γεώργιος έγινε μοναχός και επιδόθηκε με όλη του τη δύναμη σε κάθε είδους άσκηση, δηλαδή νηστεία, σκληραγωγία, προσευχή, μελέτη των θείων Γραφών και άλλα. Πολλοί που προσέτρεχαν στον Όσιο, φωτίζονταν και επέστρεφαν δια της μετανοίας στον Χριστό. Αλλά επειδή ήταν πολλοί αυτοί πού τον επισκέπτονταν, δεν τον άφηναν ήσυχο να προσευχηθεί και ο Όσιος αποσύρθηκε στο όρος Μαλαιό όπου ησύχαζε. Αλλά και εκεί μαζεύτηκε πλήθος Μοναχών, τους οποίους ο όσιος καθοδηγούσε με προσευχή και άσκηση. Τόσο δε πρόκοψε στην αρετή, ώστε έγινε ξακουστός και θαυμαστός και στους άρχοντες, ακόμα και στους βασιλείς, στους οποίους είχε γράψει πολλές και αξιόλογες συμβουλευτικές επιστολές για διάφορα ζητήματα. Το τέλος της επίγειας ζωής του προείπε ο Όσιος τρία χρόνια προ της τελευτής του. Έτσι αφού ασθένησε για λίγο, μάζεψε τους μοναχούς του όρους Μαλαιό και αφού τους έδωσε θείες συμβουλές παρέδωσε τη δίκαια ψυχή του στον Θεό, που τόσο αγάπησε από βρέφος».

 Ο όσιος Γεώργιος αποτελεί μία ακόμη επιβεβαίωση αυτού που έλεγε ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης: στους ρωμαιοκαθολικούς ο μοναχισμός είναι εξωστρεφής, με την έννοια ότι οι μοναχοί πηγαίνουν στον κόσμο για να βρουν τους ανθρώπους. Στους ορθοδόξους ο μοναχισμός προσβλέπει με αγάπη πρώτιστα στον Θεό, ώστε να καθαρθεί η καρδιά και να γίνει έτσι καθαρή και η αγάπη προς τους ανθρώπους, πράγμα που το αισθάνεται ο κόσμος, γι' αυτό και αναζητεί αυτός τους μοναχούς και προσέρχεται στα μοναστήρια. Έτσι συμβαίνει το παράδοξο να φεύγει ο μοναχός από τον κόσμο και ο Θεός να τον μεταποιεί σε μαγνήτη για τους ανθρώπους. Στον όσιο Γεώργιο λοιπόν βλέπουμε ακριβώς εφαρμοσμένη αυτήν την πραγματικότητα: αποτραβιόταν από τον κόσμο για να είναι με τον Θεό, και ο κόσμος διαρκώς τον αναζητούσε. Κι όσο μάλιστα απομακρυνόταν, τόσο και η δίψα των ανθρώπων γι' αυτόν αυξανόταν. Ένα από τα στιχηρά του εσπερινού της εορτής του οσίου αποδίδει με τον τρόπο του υμνογράφου την αλήθεια αυτή: «Ανατέθηκες ολόκληρος με θέρμη στον παντεπόπτη Θεό και συνδέθηκες με Αυτόν με όλη την ψυχή σου, γι' αυτό και καλλιέργησες τους θεϊκούς καρπούς του Πνεύματος: την ησυχία, την εγκράτεια, την αγάπη, την ελπίδα, την μακροθυμία και την πραότητα, δείχνοντας έτσι με μεγαλοπρέπεια τον δρόμο που οδηγεί στον ουρανό, δηλαδή την πίστη και την αγάπη, πάτερ». Κι αλλού: «Ο βίος σου αναδείχτηκε λαμπρός, ο λόγος σου αρτυμένος από το θεϊκό αλάτι και τη χάρη Του, Γεώργιε» (ωδή γ΄).

     Η εν θερμή αγάπη στροφή του οσίου Γεωργίου προς τον Κύριο συνιστά "αξιοπερίεργο" γεγονός για τον άγιο Θεοφάνη, τον υμνογράφο του οσίου, γι' αυτό και το σχολιάζει περισσότερο της μιας φοράς. Και τούτο, γιατί ο Γεώργιος στράφηκε προς τον Θεό όχι γιατί τον καθοδήγησαν οι γονείς του, όχι γιατί είχε κάποιο αγιασμένο πρότυπο στη νεότητά του, αλλά γιατί τον καθοδήγησε η ίδια η Πρόνοια του Θεού. Κι αυτό σημαίνει ότι όπου ο Κύριος συναντήσει καλοπροαίρετη καρδιά, εκεί αναλαμβάνει ο Ίδιος την κυβέρνηση του ανθρώπου, αν και πρέπει να σημειώσουμε ότι και στις περιπτώσεις που άνθρωπος καθοδηγεί συνάνθρωπό του προς εύρεση του Θεού, τελικώς είναι ο Ίδιος ο Θεός που απλώς χρησιμοποιεί ως όργανό του τον καθοδηγητή για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η αγάπη του Θεού για τον κάθε άνθρωπο, έστω και τον πιο ελάχιστο, με άλλα λόγια, είναι δεδομένη: όλους μάς έχει στο κέντρο της "καρδιάς" Του, εφευρίσκοντας τρόπους να μας φέρει κοντά Του. «Οδηγήθηκες από τη θεία Πρόνοια, Γεώργιε, και βάδισες την οδό που φέρει προς τον ουρανό, έχοντας συνεργό σου τον μόνο ευεργέτη και πανοικτίρμονα Θεό» (ωδή α΄). «Μακάριε, από τον Θεό σαφώς κυβερνήθηκες» (ωδή α΄).

     Ο Θεοφάνης όμως σημειώνει και το αυτονόητο: βεβαίως ο Θεός καθοδηγεί τον άνθρωπο, αλλά και πρέπει και ο άνθρωπος στη συνέχεια να ανταποκριθεί, προκειμένου να κρατήσει τη δωρεά του Θεού και να την αυξήσει. Κι αυτό γίνεται με τη συνεχή μελέτη του λόγου του Θεού και την προσοχή των λογισμών του. Άνθρωπος ο οποίος μένει μόνον στην πρώτη κλήση του Θεού και δεν συνεργάζεται έπειτα με τον Θεό, δυστυχώς δεν μπορεί να καρποφορήσει τις αρετές. Ο όσιος Γεώργιος έδειξε το πόσο πράγματι η αγάπη του Θεού τον συνείχε: δεν περνούσε ημέρα που να μη μελετά τα λόγια του Θεού και να μη βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς νήψεως. Είχε κατανοήσει πλήρως ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής είναι ο έλεγχος των λογισμών και ότι για να συμβεί αυτό πρέπει να ποτίζει αδιάκοπα την ψυχή του με τη βροχή των θεϊκών λογίων. Κι αν και σήμερα, όπως και σε κάθε εποχή, υπάρχει μικρή καρποφορία στις πνευματικές αρετές, που σημαίνει έχουμε λιγοστή παρουσία της χάρης του Θεού στις ανθρώπινες καρδιές, είναι διότι δεν μελετούμε όσο πρέπει τον λόγο του Θεού, είτε σαν Ευαγγέλιο είτε σαν πατερικά κείμενα είτε σαν βίους αγίων είτε ως ύμνους της Εκκλησίας μας, οπότε ανοχύρωτη η καρδιά μας γίνεται σπήλαιο ληστών. «Πρόσεχες αδιάκοπα, πάνσοφε, στη μελέτη των λόγων του Θεού, γι' αυτό και απομάκρυνες, πάτερ Γεώργιε, τους άστατους δαιμονικούς λογισμούς» (ωδή δ΄).

03 Απριλίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΥΜΝΟΓΡΑΦΟΣ

«Ζῶντος Θεοῦ σὺ θεῖος ὑμνητὴς Πάτερ,

Ἐγὼ δὲ σοῦ θανόντος ὑμνητὴς νέος» (στίχοι συναξαρίου).

(Πάτερ, εσύ υπήρξες θείος υμνητής του Ζωντανού Θεού, κι εγώ νέος υμνητής δικός σου, τώρα που έφυγες από τη ζωή αυτή).

«Αυτός ο θείος πατέρας καταγόταν από τη Σικελία και ήταν υιός του Πλωτίνου και της Αγάθης. Κατόρθωσε να διαφύγει από την πατρίδα του για να μην αιχμαλωτιστεί από τους βαρβάρους και από εκεί, μεταβαίνοντας από τόπο σε τόπο έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπέμεινε θλίψεις και διώξεις για τον ευσεβή ζήλο του υπέρ των αγίων εικόνων. Τελείωσε οσιακά τον δρόμο της ζωής του, αφού χρημάτισε άριστος ασματογράφος, και κοιμήθηκε εν Κυρίω μετά το 866. Ο Ιωσήφ έγραψε ύμνους που κάλυψαν σχεδόν ολόκληρη την Παρακλητική, όπως και πάμπολλους ασματικούς κανόνες των Μηναίων, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως ο κατεξοχήν υμνογράφος της Εκκλησίας».

Αν η πορεία των εν επιγνώσει χριστιανών είναι «συν πάσι τοις αγίοις», διότι εν Χριστώ όλοι είμαστε ένα: και οι της στρατευόμενης όπως λέμε Εκκλησίας και οι της θριαμβεύουσας, πολύ περισσότερο ισχύει τούτο για τον άγιο Ιωσήφ τον υμνογράφο: είναι ο μόνιμος συνοδοιπόρος μας,  ο καθημερινός σύντροφός μας, ο μεγάλος φίλος και αδελφός μας, διότι με τους δικούς του ύμνους και κανόνες ανοίγονται τα μάτια μας επ’ εκκλησίαις για να τιμούμε και να δοξολογούμε όπως πρέπει τους περισσοτέρους αγίους μας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ο σοφός υμνογράφος του «πρύτανιν» όλων των άλλων υμνογράφων τον ονομάζει (κάθ. όρθρου).

Πώς είχε τη δυνατότητα να γράφει τόσους ύμνους και με τόση μεγάλη ευκολία ο άγιος; Και μάλιστα ύμνους που το περιεχόμενό τους αποκαλύπτει όχι μόνο την ιστορική πορεία του κάθε αγίου, αλλά κυρίως την κατά Χριστόν πολιτεία του και τους μυστικούς κραδασμούς της χαριτωμένης καρδιάς του; Πρόκειται για εκ Θεού χάρισμα, σημειώνει ο δικός του υμνογράφος. Ο Χριστός του το έδωσε, ανταποκρινόμενος στο αίτημα της καρδιάς του, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως όργανο τον άγιο απόστολο Βαρθολομαίο. «Ο Σωτήρας Κύριος που γνωρίζει να δοξάζει αυτούς που Τον δοξάζουν, σου δώρισε το χάρισμα της ποιήσεως διά του θείου και σεπτού αποστόλου Βαρθολομαίου» (δοξ. εσπ.). Κι ακριβώς εδώ έχουμε τη βαθύτερη εξήγηση: ο Ιωσήφ τον Χριστό είχε μόνιμη αναφορά του, Εκείνον ποθούσε να δοξάζει διαρκώς στη ζωή του, γι’ αυτό και θεωρούσε ανάγκη της ψυχής του να ασχολείται και με Εκείνον αλλά και με τους αγίους Του που συνιστούν άλλον τρόπο δοξολογικής προσευχής Του. «Δοξολογούσες τις θείες φάλαγγες όλων των αγίων και κήρυττες με δύναμη τα κατορθώματά τους. Διότι άντλησες από τις πηγές του σωτηρίου τα λόγια σου» (στιχ. εσπ.).

Είναι ευνόητο έτσι ότι ο άγιος Ιωσήφ αγάπησε και υμνολόγησε τόσο τους αγίους, γιατί υπήρξε κοινωνός της δικής τους ζωής, κοινωνός δηλαδή της ίδιας της ζωής του Κυρίου. Μόνον ένας που έχει αναλογία ζωής προς τους αγίους, αγωνιζόμενος κατά των παθών του με έμπονη στροφή της καρδιάς του προς το θέλημα του Θεού και υπομένοντας όλους τους πειρασμούς που συνοδεύουν τη στροφή αυτή, μπορεί και να τους κατανοήσει και να τους περιγράψει με τον ορθό τρόπο (στιχ. εσπ., λιτή). Οπότε ο άγιος ενεργοποιούσε το χάρισμά του, γιατί κινείτο από την πνοή του Παρακλήτου Πνεύματος. Εκείνο είχε τελικώς ως διδάσκαλο και καθοδηγητή!  «Μεγάλο θαύμα! Πες μας Ιωσήφ, πώς λαλούσες και κατέγραφες τους ύμνους σου εύκολα; Σαν να διδασκόσουν από κάποιον άλλον. Ασφαλώς το Πνεύμα το Άγιον μιλούσε μέσα από εσένα» (λιτή). Το αποτέλεσμα είναι σαφές: ό,τι κινούσε τον άγιο στις γραφές του αυτό και μετέδιδε – την ανόρθωση των καρδιών. Η εκκλησιαστική υμνογραφία του αγίου Ιωσήφ δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεως. «Αφού ανήλθες στο ύψος των αρετών και έλαβες από τον Θεό την άνω σοφία, διασάφησες τα θεία δόγματα των Γραφών. Γι’  αυτό και κάθε άνθρωπο τον υψώνεις με τους ύμνους σου προς τον ένθεο έρωτα, υποδεικνύοντας τους άριστους δρόμους της κατανύξεως» (Κάθισμα όρθρου).

02 Απριλίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΙΤΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Αυτός ο μακάριος και άγιος Πατέρας μας Τίτος από νεαρή ηλικία αγάπησε τον Χριστό, πήγε σε Κοινόβιο και απομακρύνθηκε από τον κόσμο και τους συγγενείς του. Εκεί τόσο πολύ επιδόθηκε στην ταπείνωση και την υπακοή, ώστε να ξεπεράσει όχι μόνο την αδελφότητα, αλλά και κάθε άνθρωπο. Έγινε δε και ποιμένας των λογικών προβάτων του Χριστού κι είχε τόση πραότητα και αγάπη και συμπάθεια, όσο κανείς άλλος μεταξύ των ανθρώπων. Διαφυλάχτηκε καθαρός στην ψυχή και στο σώμα από νεαρή ηλικία σαν άγγελος Θεού. Γι᾽ αυτό και ο Κύριος τον χαρίτωσε με εξαιρετική χάρη θαυματουργιών, οπότε και εκδήμησε προς Αυτόν, αφήνοντας στους μαθητές και τους συνασκητές του τους ασκητικούς του αγώνες σαν στήλη έμψυχη και εικόνα απαράγραπτη».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου Τίτου του θαυματουργού, θέλοντας να χαρακτηρίσει τη μεγάλη αγιότητα του οσίου, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα αυτό που συμβαίνει με το άγιο μύρο: συντίθεται από δεκάδες αρωματικές ύλες και ουσίες, προκειμένου να φτάσει στο ύψος του εξαισίου αρώματός του. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο όσιος Τίτος: «υπήρξε μύρο αγιάσματος, που συντέθηκε εντελώς από τα αρώματα της ασκητικής του διαγωγής, για να είναι οσμή του Θεού μας» (ωδή γ´). Ευωδία Χριστού με άλλα λόγια ο όσιος Τίτος, ο οποίος θεωρείται από τον άγιο Θεοφάνη ως μαθητής κι αυτός του αποστόλου Παύλου από πλευράς πνευματικής, σαν τον παλαιό εκείνο μαθητή και συνεργάτη του Παύλου, τον απόστολο Τίτο. «Νέον ως του Παύλου σε φοιτητήν Τίτον ευφημούμεν» (ωδή α´). Κι ο υμνογράφος γίνεται πιο συγκεκριμένος. Έγινε ευωδία Χριστού ο όσιος, διότι «συνέλεξε στην ψυχή του τον θείο πλούτο της χάρης, δηλαδή την καθαρή προσευχή, την αγνότητα, τη σεμνότητα, την προσεκτική αγρυπνία, με τα οποία γνωρίστηκε σαν πραγματικός οίκος του Θεού ημών» (ωδή ς´).

Από όλα τα αρώματα της ασκητικής  ζωής του οσίου ο Θεοφάνης επικεντρώνει κατεξοχήν στην εγκράτειά του. «Ποταμός εγκρατείας, πάτερ, δείχτηκες σε εμάς» (ωδή ζ´). Τα πλείστα των ύμνων που αφιερώνει σ᾽ αυτόν είναι ακριβώς για την αρετή του αυτή, την οποία μάλιστα παρουσιάζει ως το ομορφότερο άνθος του ευωδέστατου κήπου του, με την οποία τρέφει και εμάς που τον τιμούμε. «Σαν ευωδέστατος κήπος και ζωντανός παράδεισος των αρετών άνθισες την εγκράτεια, με την οποία τρέφεις όλους αυτούς που σε τιμούν» (ωδή δ´). Η εγκράτεια μόνη όμως δεν κάνει και πολλά πράγματα, λέει ο άγιος Θεοφάνης, αν δεν είναι συνδεδεμένη με την προσευχή. Υπάρχουν άνθρωποι εγκρατείς, και σε άλλες θρησκείες μάλιστα, χωρίς να σημαίνει τούτο και την παρουσία της χάρης του Θεού. Η εγκράτεια γίνεται όπλο ακαταγώνιστο, που θραύει όλα τα οχυρώματα του εχθρού διαβόλου, όταν ενισχύει το ξίφος της προσευχής. Εγκράτεια και προσευχή πράγματι καταισχύνουν όλη τη σκοτεινιά του διαβόλου (ωδή γ´). Κι όταν μιλά για την προσευχή του οσίου Τίτου ο υμνογράφος εννοεί εκείνη που απευθύνεται στον Ιησού Χριστό, ως ολοκληρωτική στροφή της διάνοιας προς Εκείνον. «Όλη την επιθυμία και τη διάνοια, όσιε, τη στερέωσες στον πόθο του Χριστού και έτσι καταφρόνησες τα γήινα» (ωδή γ´).

Η ολοκληρωτική στροφή του οσίου προς την αγάπη του Χριστού τον κάνει να γίνεται και τύπος της αληθινής πίστης. Στο πρόσωπό του ο άγιος υμνογράφος βλέπει πράγματι το όριο της ορθόδοξης πίστης και το παράδειγμα της εγκρατείας (ωδή θ´). Και μάλιστα της ορθόδοξης πίστης που σχετίζεται με την αίρεση την εποχή εκείνη της εικονομαχίας. Ο όσιος, παρ᾽ όλον τον πόλεμο κατά των εικόνων, έμενε προσηλωμένος στην ομολογία της ορθόδοξης πίστης. Και συνέχιζε, έστω και με κίνδυνο της ζωής του, να εικονίζει τον Χριστό ως άνθρωπο και να τον περιγράφει. «Εν τη ομολογία τη της πίστεως, Πάτερ, έμεινας άτρεπτος· Χριστόν γαρ εικονίζων σαρκί και περιγράφων, προσεκύνεις» (ωδή ζ´). Η αλήθεια της ορθόδοξης πίστης που απέκτησε ήδη από τα μητρικά  σπάργανα, φανερωνόταν και από εκείνο που αποτελεί το σημαντικότερο κριτήριό της: τη στάση έναντι της Παναγίας. Διότι η στάση μας έναντι αυτής κρίνει και την ποιότητα της πίστης μας έναντι και του ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει: «Καθώς σε διάλεξε το άγιο Πνεύμα, οδηγήθηκες στον Θεό από τα μητρικά σου σπάργανα, κι έγινες μύστης και λάτρης της απείρανδρης Θεοτόκου» (ωδή α´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο άγιος Θεοφάνης θεωρεί ότι η μνήμη του οσίου Τίτου είναι ημέρα εόρτια για την Εκκλησία. Γιατί ο ίδιος ως εστιάτορας στρώνει κοινό τραπέζι για τους πιστούς και μάλιστα τους μοναχούς, προκειμένου να μετάσχουν στη βρώση της αιώνιας ζωής (ωδή θ´).

01 Απριλίου 2024

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

«Η Μαρία καταγόταν από την Αίγυπτο κι έζησε πριν από τη μεταστροφή της στην πίστη του Χριστού μέσα στην ακολασία – πολλοί άνθρωποι οδηγήθηκαν σε όλεθρο μέσω αυτής. Αφού λοιπόν παρέμεινε δεκαεπτά έτη ζώντας με ασέλγεια, (επειδή από μικρή είχε εξολισθήσει στην πονηρία), ύστερα αποδύθηκε στους αγώνες της εγκράτειας και της αρετής. Και τόσο πολύ υψώθηκε πνευματικά υπερβαίνοντας τα πάθη της ώστε να μπορεί να περπατάει σαν σε ξηρά πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού και να σηκώνεται στον αέρα ενόσω προσευχόταν κατά γης.

Πώς άλλαξε τρόπο ζωής; Κατά τον καιρό της προσκυνήσεως του τιμίου Σταυρού, τότε που πολλοί από όλα τα μέρη της γης συνέρρεαν στα Ιεροσόλυμα, πήγε και αυτή μαζί με κάποιους ακόλαστους νέους. Όταν έφτασε στους Αγίους Τόπους και πήγε στον Ναό να προσκυνήσει, διαπίστωσε ότι μία αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να διέλθει από την είσοδο. Συγκλονίστηκε και παρεκάλεσε τη Θεομήτορα αγνή Παρθένο να μπει εγγυήτρια γι’ αυτήν στον Θεό ότι αν μπορέσει να εισέλθει στον Ναό θα σταματήσει τον πονηρό βίο, θα ακολουθήσει την οδό της σωφροσύνης και δεν θα συνεχίσει να είναι δούλη των σαρκικών ηδονών και επιθυμιών. Πράγματι, η προσευχή της εισακούστηκε, οπότε αφού προσκύνησε τον τίμιο Σταυρό, έφυγε και περνώντας τον Ιορδάνη ποταμό έφτασε στην έρημο, αγωνιζόμενη εκεί επί σαρανταεπτά χρόνια. Στα χρόνια αυτά κανέναν άνθρωπο δεν είδε κι ο μόνος που την έβλεπε ήταν ο Θεός. Με την άσκησή της ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης φύσεως κι έγινε ένας επίγειος άγγελος». 

Η υμνογραφία της Εκκλησίας διά γραφίδος αγίου Θεοφάνους του υμνογράφου αναλίσκεται επί τη μνήμη της οσίας Μαρίας στην περιγραφή της συγκλονιστικής αλλαγής της: από την ασωτία στα ύψη της πνευματικής ζωής, αλλά και στην καταγραφή των βιωμάτων της από τις αντίστοιχες περιόδους της «προ Χριστού και μετά Χριστόν» ζωής της. Ένας ύμνος μάλιστα από την ωδή γ΄ παρουσιάζει την οσία στην πρότερη αμαρτωλή ζωή της ως την Εύα που παρήκουσε το θέλημα του Θεού και αμάρτησε, αλλά και στην ύστερη αγιασμένη ζωή της ως το διψασμένο ελάφι που τρέχει επί τας πηγάς των υδάτων. Και ποιο το σημείο που πρόκειται κοινό και στις δύο εποχές; Το ξύλο. Το πρώτο ξύλο, το δέντρο, που λόγω της αμαρτίας οδήγησε στη μύηση του θανάτου: ό,τι συνέβη με τους πρωτοπλάστους, το δεύτερο, το ξύλο του Σταυρού του Κυρίου, που οδήγησε στη βαθειά πίστη του Χριστού και την εύρεση της αληθινής ζωής. «Αφού προσήλθες στο ξύλο της αμαρτίας – λέει συγκεκριμένα ο άγιος υμνογράφος – και μυήθηκες στη θανατηφόρα γνώση, έτρεξες στο ξύλο που δίνει τη ζωή, στον Σταυρό του Κυρίου, κραυγάζοντας προς Αυτόν: Εσύ είσαι ο Θεός μας και δεν υπάρχει δίκαιος εκτός από Σένα, Κύριε».

Πού έγκειτο το πρόβλημα κατά την πρώτη εποχή της Μαρίας; Στη στροφή του νου της μόνο στα πονηρά, που σημαίνει την καλλιέργεια εκείνων των άτοπων εμπαθών λογισμών που ως αποτέλεσμα φέρνουν πάντοτε την ακαθαρσία της ψυχής και την υποδούλωσή της στα πάθη και τον διάβολο (ωδή α΄). Η Μαρία επηρεαζόμενη από τον αρχαίο όφι είχε πάρει κυριολεκτικά την κατηφόρα και την κατολίσθησή της στο βάραθρο της απώλειας (ωδή α΄). Δεν λάμβανε υπ’ όψιν της καθόλου τον Δημιουργό της, γι’ αυτό και γινόταν δυστυχώς μέσον απωλείας και πολλών άλλων, ιδίως νέων ανθρώπων (ωδή α΄). Η κατάστασή της ήταν τέτοια που την εκφράζει ο Κύριος με τον πιο δραματικό και απόλυτο τρόπο: «Ουαί, δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται», αλλοίμονο σ’ εκείνον που γίνεται μέσο που σκοντάφτει πνευματικά ο άλλος, και: «Συμφέρει σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο να πάει να δέσει μία μυλόπετρα στον λαιμό του και να φύγει από τη ζωή αυτή!»

Κι όμως σε έναν τέτοιο άνθρωπο, χαμένο και νεκρό, προφανώς υπήρχε στο βάθος της ψυχής μία καλή διάθεση. Και πώς έρχεται σε φως το καλό αυτό; Μ’ έναν τρόπο απρόσμενο και εντελώς διακριτικό από τον Ουράνιο Πατέρα: χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτε, η ενέργειά Του κλείνει τη δίοδο για τη Μαρία στον Ναό Του! Ένας πειρασμός δηλαδή, μία «άρνηση» και «τιμωρία» του Θεού γίνεται στην άσωτη κοπέλα η αφορμή της πλήρους αλλοιώσεως της ψυχής της, της μεγάλης μετανοίας της – πόσες φορές μία θεωρούμενη δυσκολία συνιστά την πιο μεγάλη ευεργεσία του Θεού για εμάς! Οπότε «η γεμάτη από κάθε είδους πορνείας γυναίκα φάνηκε με τη μετάνοιά της νύμφη Χριστού, ποθώντας την πολιτεία των αγγέλων» (κοντάκιο). Κι ήταν καθοριστική η επέμβαση της Θεοτόκου! Όπως συνεχώς μας καλεί η Εκκλησία με τους ύμνους και τις προσευχές της να απευθυνόμαστε στη Μεγάλη Μάνα προκειμένου να μεσιτεύει για να μας παρέχει ο Υιός και Θεός της μετάνοια – «και τον σον υιόν και ημών δεσπότην και Κύριον τη μητρική σου παρρησία χρωμένη δυσώπησον, ίνα… επιστρέψη με προς μετάνοιαν…» (ευχή Αποδείπνου) – έτσι και για τη Μαρία: και μόνο το ικετευτικό βλέμμα της συντριμμένης καρδιάς της προς την Ουράνια Μάνα γίνεται η αφορμή για να εκφραστεί όλη η αγάπη Εκείνης προς το παραστρατημένο παιδί Της. Μπορούμε να το φανταστούμε: με δάκρυα στα μάτια, με επαινετή αναίδεια, ατένιζε επίμονα την Πανάχραντο, επικαλούμενη τις πρεσβείες της (ωδή δ΄ και ς΄). Και το θαύμα γίνεται: «Παίρνοντας δύναμη από τη σωτήρια χάρη και ανοίγοντας τα μάτια και την καρδιά στη θεϊκή και φωτοφόρα λάμψη μπόρεσε να πλησιάσει τον πάνσεπτο Σταυρό και να σωθεί» (ωδή δ΄).

Έκτοτε στην έρημο που βρέθηκε ο αγώνας της ήταν πώς να απαλείψει τις εικόνες των παθών από την ψυχή της και να βάλει στις θέσεις τους τις ιδέες των αρετών (στιχ. εσπ.), κάτι που σημαίνει ότι «με όλες τις δυνάμεις της θέλχτηκε από τον έρωτα της παρουσίας του Χριστού και γι’ αυτό μπόρεσε να ξεπεράσει τις εφόδους των παθών» (ωδής΄). Αποτέλεσμα; Να υπερκεράσει πάμπολλους άλλους στην αγιότητα, τόσο που να τη θαυμάσει και ο σπουδαίος και μεγάλος Ζωσιμάς. Ο θεόφρων Ζωσιμάς που αξιώθηκε εν πνεύματι να δει την ψυχική ομορφιά της, να της φέρει τα άχραντα μυστήρια προς θεία κοινωνία και να γεμίσει ο ίδιος από ανεκλάλητη χαρά που υπάρχουν τέτοια πλάσματα του Θεού! (ωδή η΄ και θ΄). Μαζί τώρα με τον μεγάλο αυτόν όσιο εποπτεύει τον θρόνο του παντοκράτορος Κυρίου, ικετεύοντας και για εμάς ο Κύριος να εξιλεώσει τις δικές μας αμαρτίες (ωδή θ΄).

30 Μαρτίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

«Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, γιά τόν ὁποῖο δέν ἔχουμε πολλά βιογραφικά στοιχεῖα, νεαρός, 16 ἐτῶν περίπου, ἔγινε μοναχός στό ὄρος Σινᾶ, στή Μονή τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ἀφοῦ ἤδη εἶχε μάθει ἀρκετά γράμματα. ᾽Επί 19 ἔτη παρέμεινε ὑποτακτικός ἑνός σπουδαίου Γέροντος, τοῦ ἀββᾶ Μαρτυρίου, στόν ὁποῖο ἔκανε ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὁπότε μετά τό θάνατό του ἀπεσύρθη σέ ἐρημική τοποθεσία, ὀκτώ χιλιόμετρα μακριά ἀπό τή Μονή, στήν ὁποία καί ἔζησε ἐπί σαράντα χρόνια. ᾽Εκεῖ ἔζησε ὁσιακή ζωή, ὑπερβαίνοντας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά ψεκτά πάθη του καί ἀποκτώντας ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Μετά τά σαράντα χρόνια παρακλήθηκε νά γίνει ἡγούμενος τῆς Μονῆς, γεγονός πού ἀποδέχθηκε, καί παρέμεινε στό ἀξίωμα αὐτό γιά κάποια χρόνια, ὁπότε θέλησε καί πάλι ν᾽ ἀποσυρθεῖ στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία καί μετ᾽ ὀλίγο κοιμήθηκε».

῎Εχουν διασωθεῖ διάφορα θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή ζωή του πού φανερώνουν τήν ἰδιαίτερη χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά τά μεγαλύτερα θαύματά του σχετίζονται μέ τίς μεταστροφές τῶν καρδιῶν πού προξενοῦν τά θεόπνευστα κείμενά του, κάτι πού μπορεῖ ὁ οἱοσδήποτε χριστιανός νά διαπιστώσει, ὅταν ἀρχίσει μέ γνήσια διάθεση νά τά μελετᾶ. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι οἱ ἅγιοι πού μέ τά κείμενά τους βοηθοῦν τούς συνανθρώπους τους ἔχουν πρωτίστως ὡς χάρισμα ῾θαυματουργίας᾽ ἀκριβῶς τή δύναμη τῶν λόγων τους καί ὄχι τά γνωστά θαύματα σωματικῶν ἰάσεων ἄλλων ἁγίων. Καί μήν πεῖ κανείς ὅτι τά κείμενα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, γιατί μπορεῖ νά γράφτηκαν κυρίως γι᾽ αὐτούς, ὅμως ἡ ὠφέλεια πού εἰσπράττει καί ὁ κοσμικός λεγόμενος χριστιανός δέν εἶναι μικρή. Γι᾽ αὐτό καί ἀγαπήθηκε ἡ ῾Κλίμακά᾽ του σ᾽ ᾽Ανατολή καί Δύση καί θεωρεῖται τό σπουδαιότερο σέ κυκλοφορία βιβλίο μετά τήν ῾Αγία Γραφή.

᾽Από τά θαυμαστά περιστατικά πού καταγράφηκαν ἐν ὅσῳ ζοῦσε, μνημονεύουμε δύο: 

Τό πρῶτο, ὅταν ἦταν στήν ἔρημο κι εἶχε δεχθεῖ ἕναν ὑποτακτικό, ὀνόματι Μωϋσῆ. Κάποια φορά, σέ διακόνημα εὑρισκόμενος ὁ νεαρός ὑποτακτικός, κουράστηκε κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο τοῦ Αὐγούστου καί κάθησε νά ξεκουραστεῖ στόν ἴσκιο μεγάλης πέτρας, ὁπότε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Τήν ἴδια ὥρα ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης εἶδε σέ ὅραμα κάποιον πού τοῦ ἔλεγε ὅτι κινδυνεύει ὁ μαθητής του. ᾽Αμέσως ἄρχισε ἔντονη προσευχή γι᾽ αὐτόν καί μετά ἀπό λίγο κατέφθασε καί ὁ ὑποτακτικός, ἀναγγέλλοντάς του τή φοβερή ἀγωνία πού πέρασε, καθώς ξύπνησε ξαφνικά ἀπό τή φωνή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, πού τόν καλοῦσε νά ἐγκαταλείψει ἀμέσως τόν τόπο πού βρισκόταν. Πράγματι, τό ἔκανε καί στή στιγμή ἔπεσε στόν τόπο αὐτό ἡ μεγάλη πέτρα, χωρίς βεβαίως ὁ ἴδιος νά πάθει κάτι. Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ἀνελύθη σέ δοξολογίες πρός τόν Θεό, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρει καί τό τί προηγήθηκε στό μαθητή του. 

Τό δεύτερο: τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του ὡς ἡγουμένου ἦλθαν στή Μονή περί τά 600 ἄτομα. Ὅλοι ἔβλεπαν νά ὑπηρετεῖ σέ ὅλα τά διακονήματα κάποιος σάν ἰουδαῖος, μέ κοντό μαλλί, πού ἔτρεχε πάνω κάτω καί γιά τά πάντα. Στό τέλος τῆς ἡμέρας τόν ἀνεζήτησαν, ἀλλά δέν τόν βρῆκαν πουθενά. Καί στήν ἀπορία τους, ὅταν ἀπευθύνθηκαν στόν ἡγούμενο, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη, εἰσέπραξαν τήν ἀπάντηση: Τί πιό φυσικό νά ὑπηρετεῖ τό δικό του τόπο ὁ προφήτης Μωϋσῆς; 

Τό βιβλίο του ῾Κλίμαξ᾽, εἴπαμε, προξενεῖ τό πραγματικό καί μεγαλύτερο θαῦμα: τή μεταστροφή τῶν καρδιῶν, τή δημιουργία μετανοίας στόν ἄνθρωπο. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε πολλά. Θά σημειώσουμε ὅμως ἐπιγραμματικά αὐτά πού θίγει, ἀπό τούς 30 λόγους του–σκαλοπάτια στήν πνευματική ζωή, στόν πρῶτο καί στόν τελευταῖο λόγο του.

 Ὁ πρῶτος, ἡ ἀποταγή: δέν μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει τόν Θεό, χωρίς νά πεῖ ὄχι στήν ἁμαρτία καί μάλιστα στά ἐγωϊστικά θελήματά του. Γιατί αὐτά τά θελήματα μᾶς κρατοῦν δέσμιους στόν ἁμαρτωλό κόσμο. Ὅπως τό λέει καί ὅσιος Ποιμήν: ῾Τό θέλημά μου εἶναι χάλκινο τεῖχος πού μέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό᾽! 

Κι ὁ τελευταῖος: ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πού ἀποτελεῖ τό ἐπιστέγασμα τῶν πάντων στή χριστιανική πίστη, ἀφοῦ ὅ,τι λέμε καί κάνουμε σ᾽ αὐτήν, εἴτε προσευχή εἴτε νηστεία εἴτε μελέτη εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, ἄν δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει νόημα. Καί τοῦτο, γιατί ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κι αὐτό σημαίνει: ἡ πίστη πού ζητᾶ ὁ Χριστός καί κινητοποιεῖ τόν Θεό καί βγάζει καί δαιμόνια, προϋποθέτει τήν ἄρνηση τοῦ ἐγωϊσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τή στροφή του στή ζωή τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη. Στό βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ, τόν ὅποιο συνάνθρωπό του, τόσο καί αὐξάνει ἡ πίστη του, ὅπως τό διακηρύσσει καί ὁ ἀπ. Παῦλος: ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽!