Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17 Οκτωβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΕΝ ΤΗ ΚΡΙΣΕΙ

«Ο μακάριος Πατέρας μας Ανδρέας, γέννημα και θρέμμα της Κρήτης, υπήρξε τέκνο ευσεβών και φιλαρέτων γονέων, γι’ αυτό και ο ίδιος ζούσε έντονα τη χριστιανική ζωή τηρώντας με πόθο τις εντολές του Θεού. Επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου (741-775), βλέποντας τους χριστιανούς να ταλαιπωρούνται και να διώκονται από τους αιρετικούς εικονομάχους ήλθε στην Κωνσταντινούπολη ομολογώντας με θάρρος την αλήθεια της πίστεως στον Χριστό και ελέγχοντας τον αυτοκράτορα για την ασέβειά του. Ο αυτοκράτορας μη υποφέροντας το θάρρος της ομολογίας του τον σταμάτησε αμέσως όταν μιλούσε κι έδωσε εντολή στους στρατιώτες του να τον συλλάβουν. Αυτοί του επιτέθηκαν αμέσως με φονική διάθεση, άλλοι τραβώντας του το κεφάλι, άλλοι τα χέρια, άλλοι τα ενδύματα, με σκοπό να γίνουν αρεστοί στον βασιλιά, οπότε και τον έριξαν κάτω στη γη, αυτόν που τον νου του τον είχε στον Θεό. Και δεν σταμάτησαν να τον τραβολογούν βίαια από δω κι από κει, μέχρις ότου ο βασιλιάς θεωρώντας ότι τιμώρησε την αυθάδειά του διέταξε να τον φέρουν μπροστά του να απολογηθεί.

Ο άγιος μίλησε αρκετά για τις άγιες εικόνες και πρόσθεσε στο τέλος: «αν, βασιλιά, δέχονται τις πιο μεγάλες τιμωρίες αυτοί που σαν τρελοί εξυβρίζουν τις βασιλικές στήλες, σκέψου πόση θεϊκή τιμωρία θα δεχτούν αυτοί που καθυβρίζουν την εικόνα του Θεού;» Εξοργισμένος τότε από τα λόγια του αγίου ο τύραννος βασιλιάς έδωσε εντολή να τον ξεγυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν με σφοδρότητα, με αποτέλεσμα το έδαφος να γίνει κατακόκκινο από το αίμα του.

Όταν τον σήκωσαν και είδαν ότι δεν υποχωρεί ο γενναίος ούτε με δώρα ούτε με απειλές, και πάλι συνέχισαν να τον βασανίζουν με μεγάλη ωμότητα, ανοίγοντάς του τα πλευρά, σπάζοντάς του τα δόντια με πέτρες και ρίχνοντάς τον τέλος στη φυλακή. Επειδή όμως και στη φυλακή συνέχισε να μένει σταθερός και να γίνεται μάλιστα και γενναιότερος, καταξέσκισαν τις σάρκες του που έπεφταν κάτω, μέχρις ότου του έδεσαν με σχοινιά τα πόδια κι άρχισαν να τον σέρνουν στους δρόμους, επειγόμενοι να τον ρίξουν στον τόπο των κακούργων.

Την ώρα όμως που έσερναν τον μάρτυρα, κάποιος ψαράς που μόλις είχε βγάλει την ψαριά από τη θάλασσα, άφησε στην αγορά το εμπόρευμά του, άρπαξε ένα μεγάλο μαχαίρι και σαν δαιμονισμένος επέπεσε πάνω στον μάρτυρα κόβοντας από το ιερό σώμα του το ένα από τα πόδια του, οπότε έτσι τελείωσε  ο μάρτυρας τον δρόμο της αθλήσεώς του μετατιθέμενος στις αιώνιες Μονές. Το τίμιο λείψανό του απορρίφτηκε τελικά στον τόπο των κακούργων, αναμιγμένο με τα εκεί υπάρχοντα σώματα για αρκετό διάστημα.  

Τι συνέβη όμως; Δώδεκα άνδρες που κατέχονταν από δαιμόνια και προέρχονταν από διάφορες περιοχές της πόλεως εκείνης, σαν να τους δόθηκε ένα σύνθημα, βρέθηκαν στον συγκεκριμένο τόπο που κείτουνταν το ιερό λείψανο του αγίου, αφρόντιστο και χωρίς καμία τιμή, αυτό που ήταν παντελώς τίμιο. Κι εκείνοι μόλις το ακούμπησαν αμέσως θεραπεύτηκαν από τα δαιμόνια, παίρνοντας ως μισθό κατά κάποιο τρόπο για την εύρεση του αγίου την ίασή τους. Οι ίδιοι σήκωσαν το σώμα του αγίου και τον έθαψαν σε ιερό τόπο που λέγεται «Κρίσις», προς δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αμήν

Την εποχή της εικονομαχίας δρα ο οσιομάρτυς Ανδρέας, τότε που ο Πονηρός δαίμων βρήκε την ευκαιρία να πολεμήσει με «δεξιά» όπλα τη χριστιανική πίστη. Διότι με το πρόσχημα ότι αγωνίζονται υπέρ Χριστού(!) οι αιρετικοί, αρνούμενοι στην πραγματικότητα τη φανέρωση του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, στράφηκαν κατά των αληθινών χριστιανών, οι οποίοι μέσα από τις εικόνες διατράνωναν την πίστη ότι όντως ο Θεός έγινε άνθρωπος, άρα περιγραπτός κατά το ανθρώπινό Του, και δεν ήλθε ως «φάντασμα» και ως σχήμα εγκεφαλικό. Να υπενθυμίσουμε μάλιστα ότι για την πρώτη Εκκλησία, συνεπώς και για όλη την πορεία της, η πραγματικότητα της ενανθρώπησης του Θεού εν προσώπω Χριστού ήταν το απόλυτο κριτήριο για τη βεβαίωσης της γνήσιας πίστης. «Παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι» θα σημειώσει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, όπως και το αντίστροφο.

 Τη διαστρέβλωση αυτή των διωκτών της αληθινής πίστεως δεν ανέχτηκε το τέκνο του Θεού και της Εκκλησίας μοναχός Ανδρέας, γι’ αυτό και θέλησε να την υπερασπιστεί με την ίδια τη ζωή του. «Τίμησες την όραση του σαρκωθέντος Θεού μέσα από τα ιερά σύμβολα και τα σεπτά μορφώματά Του», μέσα δηλαδή από τις εικόνες Του, τονίζει ο μέγας υμνογράφος άγιος Ιωσήφ. Και οι αγώνες του που κατέληξαν στο άγιο μαρτύριό του βοήθησαν μαζί με τον αγώνα και των άλλων παρομοίων με αυτόν μαρτύρων στην υπέρβαση της κρίσεως, η οποία πραγματοποιήθηκε σε πρώτη φάση από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), σε δεύτερη δε και οριστική φάση το 843 επί αυτοκράτειρας Θεοδώρας της Αυγούστας, οπότε και διακηρύχθηκε η νίκη της Ορθοδοξίας απέναντι και στους εικονομάχους αλλά και σε όλους τους εχθρούς της πίστεως. «Νίκησες ολοσχερώς και τον αυτοκράτορα, τον Κοπρώνυμο επονομαζόμενο, οσιομάρτυς Ανδρέα, με το ξίφος της πίστεως».

Ο υμνογράφος βεβαίως, ως εμπνευσμένος άνθρωπος, «βλέπει» και πέραν της νίκης αυτής: της υπέρβασης της αίρεσης και της επικράτησης της αλήθειας. «Βλέπει» κι ένα βάθος που λειτουργεί σε πνευματικό επίπεδο, τη νίκη με άλλον τρόπο των δαιμόνων και των οργάνων του, και που βοηθάει τους απλούς πιστούς για να μένουν σταθεροί στον δρόμο της Βασιλείας του Θεού. «Την ώρα που κυλιόσουνα, ένδοξε, πάνω στη γη αιμόφυρτος, εκείνη την ώρα εξομάλυνες την οδό της πίστεως κάνοντάς την για τους ανθρώπους ευκολοδιάβατη» - μία επισήμανση που παραπέμπει στο Σταυρικό Πάθος του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού, όπου ο θάνατός Του σηματοδοτούσε τη νίκη απέναντι στον θάνατο, την αμαρτία, τον Διάβολο. Δεν είναι τυχαίο γι’ αυτό που κάθε μαρτύριο αγίου για την Εκκλησία μας θεωρείται ως συμμετοχή σ’ αυτό το Πρώτο Πάθος, συσταύρωση μ’ Εκείνον τον αρχηγό της Πίστεως.

Είναι περιττό ασφαλώς να επισημάνει κανείς ό,τι τονίζουν οι άγιοι υμνογράφοι μας για κάθε άγιο είτε μάρτυρα είτε οποιασδήποτε άλλης τάξεως: την αγάπη και τον σφοδρό έρωτα του αγίου για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Χωρίς την αγάπη αυτή το μαρτύριο και η αγία ζωή τους είναι άνευ περιεχομένου, άνευ λόγου και αιτίας. «Δεσμεύτηκες από τον πόθο του Χριστού, Πάτερ, από τη νεότητά σου σηκώνοντας τον σταυρό σου κι έτσι ακολούθησες με χαρά Εκείνον» σημειώνει μεταξύ πολλών άλλων ο υμνογράφος. Κι αλλού ενδεικτικά: «Στήριξες τις βάσεις του νου σου, πάτερ, πάνω στην πέτρα της αγάπης του Χριστού κι έτσι δεν σαλεύτηκες καθόλου από τις ενάντιες δυνάμεις». Και τι ήταν εκείνο, κατά τον άγιο ποιητή Ιωσήφ, που έκανε τον οσιομάρτυρα Ανδρέα να αποκτήσει αυτήν την αγάπη; Ποιος ήταν ο χώρος που κινήθηκε, ώστε όντως να κοινωνήσει την αγάπη του Χριστού μέχρι βαθμού θυσίας; Αυτό που διαλαλεί αδιάκοπα η Εκκλησία και που συνιστά το θεμέλιό της: την Αποστολική και την Πατερική παράδοση. «Θρεμμένος με τα δόγματα των Αποστόλων, μακάριε, και με τα διδάγματα των ένθεων Πατέρων, τίμησες την εικόνα του Χριστού». Οπότε κατανοούμε αμέσως την εκτίμηση του αγίου υμνογράφου: Ο άγιος Ανδρέας, «ο επώνυμος της ανδρείας και ομώνυμος του Πρωτοκλήτου», είναι «θησαυρός μέγας και φωστήρας της Ορθοδοξίας».  

11 Οκτωβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)

 

«Η αγία και οικουμενική εβδόμη Σύνοδος έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (787 μ.Χ.), για δεύτερη φορά (η πρώτη έγινε το 325 μ.Χ. όταν συνήλθαν οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου), επί Κωνσταντίνου βασιλέως και της μητέρας του Ειρήνης, και επί Αδριανού πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανού Αλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Αντιοχείας και Ηλία Ιεροσολύμων. Οι πατέρες που συναθροίστηκαν τότε ήταν τριακόσιοι εξήντα πέντε. Αυτοί όλοι συνήλθαν  κατά των εικονομάχων και αναθεμάτισαν εγγράφως κάθε αίρεση, όπως και τους αρχηγούς των αιρέσεων, έπειτα και όλους τους εικονομάχους. Εγγράφως εξέθεσαν και κατέγραψαν ότι όποιος δεν προσκυνά τις άγιες εικόνες είναι ξένος προς την πίστη των ορθοδόξων, ότι η τιμή της εικόνας διαβαίνει προς το πρωτότυπο και ότι αυτός που προσκυνά και τιμά την εικόνα προσκυνά σ’ αυτήν, την υπόσταση του εικονιζομένου. Κι αφού διέταξαν τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο και ισχυροποίησαν την ορθόδοξη πίστη, ο καθένας απήλθε στη δική του επισκοπή».

Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν το ανώτερο και σπουδαιότερο όργανο που διαθέτει η Εκκλησία του Χριστού, προκειμένου να εκφράζει και να διατυπώνει  την πίστη και τη ζωή της, να καταδικάζει κάθε προσπάθεια αλλοίωσης της πίστης και της ζωής αυτής, δηλαδή την αίρεση, όπως βεβαίως και να καθορίζει τα πρακτικά πλαίσια πορείας της. Η έκφραση της πίστεως, όταν βεβαίως δίνεται η αφορμή με την εμφάνιση μίας αίρεσης, οπότε τότε διακυβεύεται η πίστη – κάτι που αποκαλύπτει ότι η οικουμενική σύνοδος, μολονότι θεσμικά κατοχυρωμένη,  συνιστά έκτακτο και χαρισματικό γεγονός –  γίνεται με τους όρους ή τα δόγματα, ενώ  ο καθορισμός των πρακτικών πλαισίων ζωής γίνεται με τους κανόνες. Με απλά λόγια μία οικουμενική  σύνοδος συνιστά το στόμα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι αποφάσεις της είναι απολύτως υποχρεωτικές για κάθε μέλος αυτής, που σημαίνει ότι με την υπακοή του μέλους  διακρατείται ζωντανή η κοινωνία του με την Εκκλησία, άρα περαιτέρω διακρατείται ζωντανή η κοινωνία με τον ίδιο τον Χριστό και τους αγίους αποστόλους Του. Διότι βεβαίως ο αγώνας των Πατέρων που συγκροτούν την οικουμενική σύνοδο είναι πώς να παρουσιάσουν ό,τι η Εκκλησία ζει: τον Χριστό και το Πνεύμα Του. Εκεί μάλιστα που ο πιστός λαός, κληρικοί και λαϊκοί, διαγιγνώσκει ότι η Σύνοδος δεν εξέφρασε ό,τι οι απόστολοι κήρυξαν, εκεί διαμαρτύρεται και αρνείται την υπακοή, και με την έννοια αυτή ο πιστός λαός θεωρείται τελικώς ως ο φύλακας της ορθόδοξης πίστης.

Ο υμνογράφος  καταγράφει την παραπάνω αλήθεια και για τους Πατέρες της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου. «Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φύλακες γεγόνατε Άγιοι Πατέρες». Ο αγώνας τους ήταν πώς να μείνουν στην ακρίβεια της παράδοσης των Αποστόλων και των προ αυτών Πατέρων. Και γι’  αυτό, το πρώτο που έκαναν στη σύνοδο ήταν να καταδικάσουν πρώτα και αυτοί τον Άρειο, τον Μακεδόνιο, τον Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους άλλους προγενέστερους αιρεσιάρχες. «Της γαρ αγίας Τριάδος το ομοούσιον ορθοδόξως δογματίσαντες, Αρείου το βλάσφημον συνοδικώς κατεβάλετε. Μεθ’  όν και Μακεδόνιον Πνευματομάχον απελέγξαντες, κατεκρίνατε Νεστόριον, Ευτυχέα και Διόσκορον, Σαβέλλιόν τε και Σεβήρον, τον Ακέφαλον». Πόσο άμεσα φαίνεται τούτο από το γεγονός ότι ορισμένοι ύμνοι είναι ακριβείς επαναλήψεις της ακολουθίας των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου! Νομίζει κανείς σε πρώτο άκουσμα ότι έγινε κάποιο λάθος: «Όλην συγκροτήσαντες την της ψυχής επιστήμην, και τω θείω Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι, το ουράνιον και σεπτόν Σύμβολον οι σεπτοί Πατέρες θεογράφως διεχάραξαν». Κι όμως! Είναι τέτοια η πεποίθηση ότι οι της Ζ΄ Συνόδου Πατέρες βρίσκονται στην ίδια πορεία με τους της Α΄ Συνόδου, ώστε σαν να «σβήνεται» το παρόν και να ακούγεται το παρελθόν ως παρόν. Η ταυτότητα της πίστεως όλων των Πατέρων στο απόγειό τους.

Ποια η αίρεση την οποία κατεδίκασε η Ζ΄  Οικουμενική Σύνοδος και η οποία συνόψιζε τις προγενέστερες αιρέσεις; Η εικονομαχία, η εναντίωση στις εικόνες, η άρνηση δηλαδή της δυνατότητας εξεικονισμού του Χριστού. Διότι η άρνηση αυτή σήμαινε ότι ο Χριστός δεν ήταν πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, φάνηκε ως άνθρωπος, συνεπώς η εικονομαχία συνέχιζε και διαιώνιζε με άλλον τρόπο τον μονοφυσιτισμό, ή από άλλη όψη τον νεστοριανιασμό. Στο βάθος της δηλαδή η εικονομαχία συνιστούσε χριστολογική αίρεση. Έτσι ενώ φαινόταν «λογική» η πολεμική κατά των εικόνων: να μην ξεπέσουμε σε ειδωλολατρία, στην ουσία ήταν άρνηση του Χριστού, που σημαίνει ότι η αποδοχή των εικόνων του Χριστού αποτελούσε το πιο κραυγαλέο κήρυγμα πίστεως στην ενανθρώπησή Του. «Διά τούτο την αληθινήν πίστιν κρατούσα η Εκκλησία, ασπάζεται την εικόνα της Χριστού ενανθρωπήσεως». Και βεβαίως εννοείται ότι ο εξεικονισμός του Χριστού αναφερόταν στο περιγραπτό της ανθρώπινης φύσεώς Του και όχι της θεϊκής. Το θείο πράγματι δεν εξεικονίζεται, γι’  αυτό και όποια προσπάθεια ζωγραφικής αποδόσεως της αγίας Τριάδος δεν βρίσκεται μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Η αγία Σύνοδος μάλιστα μνημόνευε και τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, τον οποία χρησιμοποίησε και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο θεολόγος των εικόνων, ότι «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», για να τονίσει δηλαδή ότι δεν τιμάται το ξύλο ή το χρώμα της εικόνας, αλλά το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Κι εννοείται τέλος ότι οι εικόνες της Παναγίας και των αγίων γίνονταν αποδεκτές, διότι οι άγιοι είναι οι κατεξοχήν φίλοι του Χριστού, συνεπώς τιμώντας αυτούς τον Χριστό τελικώς τιμάμε.

10 Οκτωβρίου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΜΠΙΑ

«Οι άγιοι αυτοί που ήταν αδέλφια, έζησαν επί βασιλείας Μαξιμιανού, στην πόλη της Νικομήδειας, όταν εκεί ηγεμόνας ήταν ο Μάξιμος. Λόγω των διωγμών που είχαν ξεσπάσει, πολλοί από τους Χριστιανούς είχαν καταφύγει σ’  ένα όρος της περιοχής και κρύβονταν εκεί. Κάποια φορά έστειλαν τον άγιο Ευλάμπιο στην πόλη για να αγοράσει άρτους. Αυτός πράγματι κατέβηκε στην πόλη, όπου είδε να έχουν αναρτήσει γράμματα των βασιλικών διατάξεων και κάθισε να τα αναγνώσει. Κάποιοι ειδωλολάτρες τότε τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά. Στην ερώτηση του βασιλιά αν είναι χριστιανός, εκείνος ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν στον ναό των ειδώλων, για να τον αναγκάσουν να θυσιάσει στα είδωλα, ο άγιος όμως βλέποντας το είδωλο του Άρη, έδωσε εντολή στο είδωλο να πέσει κάτω, και πέφτοντας αυτό έγινε κομμάτια. Άρχισαν τότε να τον βασανίζουν, οπότε ήλθε στο μέσον του τόπου των βασάνων η αδελφή του Ευλαμπία, η οποία παρακαλούσε τον άγιο Ευλάμπιο να προσευχηθεί για χάρη της, προκειμένου να συμμαρτήσει με αυτόν. Καθώς τους έβαλαν και τους δύο πια σ’  έναν λέβητα που κόχλαζε, διακόσιοι άνδρες που παρευρίσκονταν εκεί, πίστεψαν στον Χριστό, βλέποντας ότι οι άγιοι δεν βλάφθηκαν καθόλου από το μαρτύριο αυτό, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να διατάξει να αποκεφαλιστούν οι άγιοι και οι διακόσιοι που πίστεψαν».

Στη γιορτή των αγίων μεγαλομαρτύρων Σεργίου και Βάκχου, προ τριημέρου (7 Οκτωβρίου), επεσήμανε ο υμνογράφος της ακολουθίας τους ότι η κοινή τους πίστη στον Χριστό ήταν εκείνο που τους ένωνε και όχι κάποιος φυσικός δεσμός. Σήμερα, με τη μνήμη των αγίων Ευλαμπίου και Ευλαμπίας, έρχεται η Εκκλησία μας για να τονίσει ότι η ενότητα αυτών των αγίων  βεβαίως οφείλεται στην κοινή πίστη τους – αυτό είναι το ουσιαστικό στοιχείο – αλλά «ενισχύεται» και με δύο άλλα ακόμη στοιχεία: την αυταδελφία τους, που λειτουργούσε σ’  αυτούς και ως φιλαδελφία,  και την ομωνυμία τους. Οι άγιοι αυτοί ήταν αγαπημένα αδέλφια και είχαν και το ίδιο όνομα. «Τη φιλαδελφία η ομωνυμία συγκραθείσα».  Ο υμνογράφος βεβαίως σπεύδει αμέσως στη συνέχεια να διευκρινίσει ότι όχι η φιλαδελφία αυτή, πολλώ μάλλον  η ομωνυμία, αλλά η πίστη τους στον Χριστό ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη να μένουν σταθεροί στα μαρτύρια και να γίνουν άγιοι. Διότι η πίστη αυτή τους έκανε να ζουν με αγνότητα βίου και υπέρβαση των παθών, δηλαδή ήταν μία ζωντανή πίστη, γι’ αυτό και ενισχύονταν τόσο εμφανώς από τη χάρη του Θεού. «Το ίδιο τους το όνομα ενωμένο με τη μεταξύ τους αγάπη, όπως και η αγνότητά τους αναμιγμένη με την απάθειά τους, διεφύλαξε χωρίς βλάβη τη σταθερή και ισχυρή γνώμη τους. Διότι όπου υπάρχει πόθος για τον Θεό, εκεί όλος ο κόσμος έχει πάει στην άκρη – όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι οι άγιοι έφτασαν σε επίπεδα αγνότητας και απαθείας, κατατροπώνοντας τον διάβολο, ήδη από τη νεότητά τους. Νεαρός ο Ευλάμπιος, το ίδιο και η Ευλαμπία, με σωματικό σφρίγος, πάλεψαν με δύναμη εναντίον του πονηρού και των οργάνων του, και τους κατατρόπωσαν. Κι εκφράζει τον θαυμασμό του ο υμνογράφος, που νέος ο Ευλάμπιος, σε μία ηλικία δηλαδή που η ζωή βρίσκεται ολόκληρη μπροστά του και ο διάβολος του «χαμογελά» ποικιλοτρόπως, γιατί ξέρει τη «δύναμή» του από τις πολυχρόνιες νίκες του κατά της νεότητας, εκείνος τον «πονηρό αυτόν γέροντα» τον νίκησε με τη χάρη του Θεού. «Νέω εν σώματι, Μάρτυς, τον παλαιόν της κακίας άρχοντα κατεπάλαισας στερρώς» - με νεανικό σώμα, μάρτυς, πάλεψες με δύναμη τον παλαιό άρχοντα της κακίας. Πού είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι θεωρούν ως δεδομένο για τη νεότητα την πτώση στις αμαρτίες, και μάλιστα τις σαρκικές; Βεβαίως η νεότητα είναι πιο ευεπίφορη στα σαρκικά λεγόμενα αμαρτήματα, όχι όμως ότι εκ προοιμίου ένας νέος θα πέσει σ’  αυτά. Υπάρχουν νέοι, και πολλοί μάλιστα, οι οποίοι σαν τους αγίους Ευλάμπιο και Ευλαμπία αγωνίζονται με δύναμη, διατηρώντας την ψυχική και σωματική τους αγνότητα και φτάνοντας και σήμερα σε επίπεδα απαθείας. Πώς; Με τον τρόπο των σημερινών αγίων, όπως το αναφέραμε και παραπάνω: «όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται». Το ζητούμενο λοιπόν είναι όχι η ηλικία, αλλά ο πόθος του Χριστού. Μόλις η αγάπη του Χριστού «πληγώσει» την καρδιά του ανθρώπου, ανεξάρτητα από ηλικία, εκεί παρουσιάζονται όλα τα θαύματα και όλες οι νίκες κατά του «κακού γέρου».

Δεν θέλουμε να τελειώσουμε, πριν αναφερθούμε και σ’ αυτό που μας λέει το συναξάρι. Η αγία Ευλαμπία, βλέποντας τον αδελφό της στο μαρτύριο, παρακινήθηκε για να μαρτυρήσει και αυτή. Πόση δύναμη πράγματι έχει το παράδειγμα του άλλου. Η πράξη του άλλου, αυτό που επιτελεί, είναι εκείνο που δημιουργεί την τάση προς μίμηση. Διότι ο άνθρωπος είναι ον που μιμείται. Ο ένας παρασύρει, θα λέγαμε, τον άλλον. Συνήθως μιλάμε για τη μίμηση, φορτίζοντάς την με αρνητικό μόνο περιεχόμενο. Η μίμηση όμως είναι από τα σπουδαιότερα μέσα, που αν αξιοποιηθεί σωστά, οδηγεί τον άνθρωπο, και ιδίως τον νέο, σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Το σημειώνει και ο λόγος του Θεού. Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα, καλεί να τον μιμηθούν οι πιστοί, όπως εκείνος άλλωστε μιμήθηκε τον Χριστό. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Το ίδιο καλεί και ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος: «μη μιμού το κακόν, αλλά το αγαθόν». Ξέρει ο απόστολος τη δύναμη της μίμησης, γι’  αυτό και λέει να μιμούμαστε το αγαθό και όχι το κακό. Είναι ευνόητο βεβαίως πόσο πρέπει να προσέχουμε οι μεγαλύτεροι, ιδίως οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κληρικοί, ώστε αυτό που εμείς κάνουμε ως σωστό, αυτό και να προσφέρεται προς μίμηση και για τους μικρότερους. Κι από την άλλη, πόσο πρέπει να προσέχουμε τις φιλίες μας. Τι καλό θα ήταν ο καθένας μας να είχε φίλους, οι οποίοι θα τον παρακινούσαν διαρκώς στο αγαθό. Τι καλό θα ήταν εμείς να αποτελούμε το παράδειγμα, ώστε να παρακινούμε τους άλλους στο αγαθό!

08 Οκτωβρίου 2025

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΕΛΑΓΙΑ

«Η οσία Πελαγία έζησε επί βασιλέως Νουμεριανού και καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας. Ζούσε μέσα στις ορχήστρες και τα θέατρα της εποχής και ήταν πόρνη, μαζεύοντας από την πονηρή αυτή εργασία πάρα πολλά χρήματα. Όταν όμως κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον επίσκοπο Νόνο, που ήταν άγιος άνθρωπος, και μετανόησε θερμά, βαπτίσθηκε και άφησε ό,τι σχετιζόταν με την προηγούμενη αμαρτωλή ζωή της σαν σκουπίδια. Στη συνέχεια, περιβλήθηκε τρίχινα ρούχα, και αφού παρουσιάστηκε ως άνδρας, πήγε κρυφά στο όρος των Ελαιών, όπου και εγκλείστηκε σ’ ένα κελί, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής της εκεί, κατά τρόπο θεάρεστο. Στο κελί αυτό αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Η οσία Πελαγία ανήκει σε εκείνη τη χορεία των ανθρώπων, για τους οποίους ο Κύριος, απευθυνόμενος στους Φαρισαίους,  είχε πει: «Οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν των Ουρανών». Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους, οι οποίοι ναι μεν από πλευράς κοινωνικής δεν έχουν καλό όνομα, εν αντιθέσει προς τους Φαρισαίους για παράδειγμα που θεωρούνταν οι καλύτεροι Ιουδαίοι και συνεπώς οι πιο κοντινοί στον Θεό, αλλά διακρίνονται για την καλή τους διάθεση, την καλή τους προαίρεση, και που γι’  αυτό, μόλις δοθεί η πρόκληση από πλευράς του Θεού, αμέσως ανταποκρίνονται και ακολουθούν τον Θεό. Ο Κύριος για τέτοιους ανθρώπους είπε την παραβολή του τελώνου και του Φαρισαίου ή και την παραβολή του ασώτου, να δείξει δηλαδή ότι εκείνο που μετράει ενώπιον του Θεού τελικώς είναι η συναίσθηση της αμαρτωλότητας, το «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», και όχι μία εικόνα αυτοδικαίωσης του ανθρώπου, λόγω πιθανόν κάποιων καλών πράξεών του, η οποία το μόνο που επισύρει από τον Θεό είναι η καταδίκη του.

Με την οσία Πελαγία, όπως και με τις αντίστοιχες παρόμοιες περιπτώσεις: την οσία Μαρία την Αιγυπτία, για παράδειγμα,  την οσία Ταϊσία την πόρνη (που και αυτήν εορτάζουμε σήμερα) κ.ά., βρισκόμαστε με ανάγλυφο θα λέγαμε τρόπο, μπροστά στο φαινόμενο της μετανοίας, το οποίο αποτελεί και τη μόνη προϋπόθεση εισόδου του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Ο Θεός μας δηλαδή, όπως απαρχής έδειξε ο Κύριος, δεν ζητάει από τον άνθρωπο την αναμαρτησία του, η οποία ασφαλώς και δεν υπάρχει – όλοι γνωρίζουμε ότι ο μόνος αναμάρτητος είναι ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας, ο Ιησούς Χριστός – αλλά τη μετάνοιά του, ως συναίσθηση της αμαρτίας του και ελπίδα στη φιλανθρωπία Εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο τελευταίος των Προφητών, Ιωάννης ο Πρόδρομος, που ετοίμαζε το έδαφος για την έλευση του Μεσσία, και ο ίδιος ο Κύριος, εκείνο που ετόνιζαν απαρχής και στη συνέχεια των δράσεών τους, ήταν το «μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των Ουρανών». Γι’  αυτό και η Εκκλησία μας τονίζει πάντοτε ότι η μόνη διάκριση των ανθρώπων που γίνεται αποδεκτή, δεν είναι από πλευράς φυλετικής, κοινωνικής, μορφωτικής, γένους κλπ., αλλά από το αν οι άνθρωποι είναι μετανοημένοι ή όχι. Άνθρωπος που συναισθάνθηκε τις αμαρτίες του και στράφηκε με ελπίδα στον Θεό, αυτός θεωρείται και ο άγιος άνθρωπος, αυτός θεωρείται ο πολίτης του Ουρανού. Άνθρωπος που νιώθει «καλά» με τον εαυτό του, με την έννοια ότι μπορεί να καυχάται για τις αρετές του, συνεπώς να μη νιώθει κανένα έλλειμμα μέσα του, είναι ο άνθρωπος από τον οποίο ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του. Η περίπτωση της παραβολής του τελώνου και του Φαρισαίου, που μνημονεύσαμε και παραπάνω, είναι παραπάνω από ενδεικτική.

Με την οσία Πελαγία λοιπόν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει μετάνοια. Σημαίνει  αλλαγή τρόπου ζωής, και μάλιστα χωρίς υπεκφυγές και αναβολές. Μόλις κατάλαβε η οσία ότι η ζωή της δεν ήταν ευάρεστη στον Θεό, αμέσως μετανόησε και εξέφρασε τη γνησιότητα της μετανοίας της με την αλλαγή της ζωής της, και μάλιστα με τρόπο συγκλονιστικό: κλείστηκε διά παντός σ’  ένα κελί, αλλάζοντας ακόμη και την εμφάνισή της. Κι αυτό είναι ακριβώς το σημάδι της γνήσιας μετάνοιας: η άμεση αλλαγή της ζωής∙ η στροφή προς τον Θεό και η τήρηση του αγίου θελήματός Του. Και τονίζουμε την αλήθεια αυτή, διότι πολλές φορές μας εμπαίζει ο διάβολος, ο οποίος δεν έρχεται να μας πει να μη μετανοήσουμε. Εκείνο στο οποίο μας σπρώχνει είναι να αναβάλουμε τη μετάνοιά μας. Το αύριο είναι η αιχμή του δόρατος του Πονηρού, γιατί ξέρει ότι το αύριο γίνεται μεθαύριο, το μεθαύριο η μεθεπομένη κ.ο.κ., συνεπώς ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε στα ίδια. Η υμνολογία της ημέρας, σχεδόν καθ’  ολοκληρίαν, αυτήν τη μετάνοια τονίζει στο πρόσωπο της οσίας Πελαγίας, για να μας πει ότι αφενός η μετάνοια οδηγεί στην πλήρη συγχώρηση των αμαρτιών του ανθρώπου και την πλήρωσή του με όλες τις δωρεές του Θεού, αφετέρου αποτελεί τον μονόδρομο και για εμάς, αν θέλουμε να δούμε Θεού πρόσωπο. Ας ακούσουμε τον οίκο του κοντακίου της ημέρας: «Όσοι εν βίω αμαρτίαις εμολύνθημεν, ως ο τάλας εγώ, ζηλώσωμεν την μετάνοιαν, τον οδυρμόν τε μετά δακρύων της οσίας Μητρός ημών Πελαγίας, ίνα ταχύ εκ Θεού την συγχώρησιν λάβωμεν∙ καθάπερ η μακαρία, έτι ζώσα, τον ρύπον απέπλυνε της αμαρτίας, και έλαβεν εκ Θεού την τελείαν συγχώρησιν, οδόν μετανοίας υποδείξασα».  Όσοι μολυνθήκαμε από τις αμαρτίες στη ζωή μας, όπως ο ταλαίπωρος εγώ, ας ζηλέψουμε τη μετάνοια και τον οδυρμό με δάκρυα της οσίας Μητέρας μας Πελαγίας, για να λάβουμε γρήγορα τη συγχώρηση από τον Θεό. Όπως συνέβη και με τη μακαρία Πελαγία: όσο ήταν ακόμη στη ζωή, έπλυνε καλά τη βρομιά της αμαρτίας και έλαβε από τον Θεό την τέλεια συγχώρηση, υποδεικνύοντάς μας το δρόμο της μετανοίας. 

07 Οκτωβρίου 2025

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΚΧΟΣ

 

«Οι άγιοι έζησαν επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Και ο μεν Σέργιος ήταν Πριμικήριος, δηλαδή αρχηγός, της σχολής των Κιντιλίων (επίλεκτων στρατιωτικών μονάδων), ο δε Βάκχος ήταν Σεκουνδικήριος, δηλαδή δεύτερος, της ίδιας σχολής. Εξαρχής μυήθηκαν στη χριστιανική πίστη και έμαθαν καλά τις θεόπνευστες Γραφές, γι’  αυτό και κατηγορήθηκαν ως χριστιανοί στον βασιλιά, ο οποίος τους διέταξε να προσφέρουν μαζί του θυσία στα είδωλα. Λόγω της άρνησής τους, τους αφαίρεσαν τις ζώνες και τα περιλαίμιά  τους, και τους φόρεσαν γυναικεία ενδύματα, περιφέροντάς τους με σίδερα στα πόδια στο κέντρο της πόλεως, προς διακωμώδηση και ύβρη, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στον ηγεμόνα Αντίοχο, στην πόλη των Ευφρατησίων. Καθώς πλησίαζαν, τους εμφανίστηκε άγγελος που τους  γέμισε από δύναμη και θάρρος, και ο μεν Βάκχος, αφού πρώτα κτυπήθηκε επί πολύ ώρα με ωμά νεύρα, μέσα σ’ αυτά τα βασανιστήρια παρέδωσε το πνεύμα, ο δε Σέργιος, αφού ανακρίθηκε με διαφόρους τρόπους, καθηλώθηκε στα πόδια σε σιδερένιες κρηπίδες, κι αφού αναγκάστηκε να τρέχει επί πολύ, έπειτα κλείστηκε στη φυλακή, και πάλι καθηλώθηκε στις ίδιες κρηπίδες, μέχρις ότου στο τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος».

Οι άγιοι Σέργιος και Βάκχος δεν ανήκουν απλώς στη χορεία των μαρτύρων της Εκκλησίας μας, αλλά στους μεγαλομάρτυρες αυτής. Στη βυζαντινή εποχή μάλιστα τιμώνταν ιδιαιτέρως, γι’  αυτό και ο Ιουστινιανός έκτισε μοναστήρι προς τιμή τους, που σήμερα – από τα σημαντικότερα σωζόμενα χριστιανικά μνημεία της πρώιμης βυζαντινής περιόδου – έχει το όνομα τέμενος Κιουτσούκ Αγιασοφιά, δηλαδή Μικρή Αγία Σοφία. Την αγιότητα και το μαρτύριό τους ευλαβήθηκαν, κατά τον υμνογράφο, και «οι ουράνιες πύλες, οι οποίες άνοιξαν αμέσως χάριν των μαρτύρων, διότι το μαρτύριό τους χαριτώθηκε από τον ίδιο τον Κύριο, ενώ έτρεψε σε φυγή τις φάλαγγες των δαιμόνων» (ωδή ς΄). Αιτία βεβαίως για την ιδιαίτερη ευαρέσκεια του Θεού από το μαρτύριο των αγίων ήταν το κίνητρό τους: «ο πόθος για τον Χριστό, ο οποίος τους έκανε να βδελύσσονται κάθε κοσμική δόξα και γοητεία, και να προσβλέπουν μόνον στον Κύριο, αθλούμενοι υπέρ Αυτού νομίμως, δηλαδή χωρίς να χάνουν καθόλου την αγάπη τους ακόμη και προς τους βασανιστές τους» (ωδή γ΄).

Εκείνο που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την υμνολογία των αγίων σήμερα, είναι ότι ο υμνογράφος όχι μία, αλλά πολλές φορές τονίζει τον μεταξύ των δύο αυτών αγίων σύνδεσμο, ο οποίος θεμελιωνόταν όχι στους δεσμούς αίματος – δεν ήταν φυσικά αδέλφια οι άγιοι – αλλά στην κοινή τους πίστη στον Χριστό. «Με τον τρόπο του Δαυίδ φώναζαν δυνατά οι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος: Τι υπάρχει καλύτερο ή ωραιότερο, από το να κατοικούν αδελφοί στον ίδιο τόπο και με την ίδια γνώμη; Όχι γιατί ήταν ενωμένοι με φυσική σχέση, αλλά με την κοινή τους πίστη» (αίνοι). Κι αλλού: «Αυτούς που η φύση δεν γνώρισε ως σαρκικούς αδελφούς, η πίστη τούς οδήγησε σαν από ανάγκη να έχουν αδελφικό φρόνημα μέχρι και το μαρτύριο» (αίνοι). Κι αυτή η κοινή πίστη που τους έδενε σαν αδέλφια και παραπάνω από αδέλφια, οφείλετο βεβαίως στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ζώντας στην καρδιά και την ύπαρξή τους τούς έκανε να έχουν μία ψυχή και μία καρδιά: «ου φύσεως ακολουθία, αλλά πίστεως ενώσει του Αγίου Πνεύματος» (αίνοι).

Ο ιδιαίτερος τονισμός της αλήθειας αυτής από τον υμνογράφο δεν γίνεται, νομίζουμε, τυχαία. Ο υμνογράφος γνωρίζει ότι μερικές φορές ο φυσικός δεσμός δεν λειτουργεί με τον τρόπο που πρέπει, δηλαδή μέσα στο πλαίσιο της αγάπης. Υπάρχουν φορές που το μίσος διακατέχει αυτούς που συνδέονται με τους δεσμούς αίματος. Ακόμη και παροιμία υπάρχει πάνω σ’ αυτό: «Μισούνται σαν αδέλφια» -  μία τραγική, δυστυχώς, πραγματικότητα. Εκείνος όμως ο δεσμός που μένει ακατάλυτος, που πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, είναι ο δεσμός που δημιουργεί το ίδιο το Πνεύμα του Θεού πάνω στην κοινή πίστη του Χριστού.  Και τούτο γιατί όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού υπάρχει η αληθινή αγάπη, τέτοια που ακόμη και ο θάνατος είναι ανίσχυρος μπροστά της. Το ζωντανό παράδειγμα των αγίων Σεργίου και Βάκχου είναι μία από τις πολλές αποδείξεις.

04 Οκτωβρίου 2025

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

«Ο άγιος Ιερόθεος ήταν ένας από τους εννέα βουλευτές του Αρείου Πάγου. Κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο και χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών, ενώ αυτός έπειτα κατήχησε και τον μέγα Διονύσιο στην ίδια πίστη. Ο ίδιος προεξήρχε και στην κηδεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν συναθροίστηκαν οι άγιοι Απόστολοι, και φαινόταν από όλα όσα ακούγονταν και θεωρούνταν, σαν να ήταν σε εκδημία και έκσταση. Φαινόταν σαν να είχε καταληφθεί από τον Θεό, υμνολογώντας Αυτόν. Έζησε με καλό και θεοφιλή τρόπο, κι αφού εύφρανε τον Θεό με την κατά Χριστό ζωή του και τα κατορθώματά του, εκδήμησε προς τον Κύριο».

Η χθεσινή και η σημερινή ημέρα προβάλλει δύο από τους μεγάλους αγίους της πίστεώς μας, μαθητές  του αποστόλου Παύλου, τον άγιο Διονύσιο τον αρεοπαγίτη και τον άγιο Ιερόθεο. Με τους αγίους αυτούς βρισκόμαστε μπροστά στις πηγές της πίστεώς μας, οσφραινόμαστε τον αέρα της παρουσίας του αγιασμένου Παύλου, νιώθουμε την γεμάτη από αγάπη Χριστού πάλλουσα καρδιά του.

Ο άγιος Ιερόθεος συνιστά μία ιδιάζουσα περίπτωση αγίου, η οποία, με βάση το συναξάρι, τουλάχιστον μας προβληματίζει,  λόγω της εξαιρετικής αγάπης του προς τον Θεό και του ενθέρμου και ανοιχτού μάλλον χαρακτήρα του. Διότι πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι μεταξύ όλων των αποστόλων και των παρευρισκομένων στην Κοίμηση της Θεοτόκου, εκείνος έχει προεξάρχουσα θέση, «φαινόμενος θεόληπτος και θείος υμνολόγος»; Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος μάλιστα δεν μπορεί να μη σημειώσει ότι ο άγιος μίλησε για τον Θεό με πανίερες θεολογίες, τις οποίες εξηγεί ως αποτέλεσμα διπλού γεγονότος: και του βαθύ πόθου που είχε αυτός για τον Θεό, και της επιμελούς, με σύνεση και διάκριση, μελέτης των θείων λογίων. «Νυττόμενος πόθω πνευματικώ και θείοις λογίοις εν συνέσει προσομιλών, των πάντων Δεσπότη πανιέρους θεολογίας ανατέθεικας». Κι είναι σημαντική η επισήμανση του υμνογράφου, διότι μας εξηγεί ότι τότε πράγματι κανείς μιλά ορθά για τον Θεό, τότε θεολογεί, όταν αφενός έχει μεγάλη αγάπη και πόθο για Εκείνον, αφετέρου εγκύπτει με μεγάλη επιμέλεια στα λόγια της Αγίας Γραφής και της προγενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, η θεολογία αν δεν είναι αποτέλεσμα σύνδεσης με ό,τι η Εκκλησία πρεσβεύει και ζει, αλλά και πίστης και αγάπης προς τον Θεό από τον θεολογούντα, δεν θεωρείται ορθή θεολογία και μάλλον καταντά σ’ αυτό που οι Καππαδόκες ιδίως Πατέρες χαρακτήριζαν ως «τεχνολογία».

Ο υμνογράφος επιμένει στον τρόπο θεολογίας του αγίου Ιεροθέου. Η προσέγγιση από αυτόν των θείων λογίων δεν γινόταν, σημειώνει, άκριτα και άλογα. Ο άγιος μελετούσε τις Γραφές, την Παλαιά Διαθήκη και ό,τι μέχρι τότε είχε γραφεί, ιδίως από τις επιστολές των Αποστόλων, με ερευνητική διάθεση, με προσπάθεια δηλαδή να κατανοήσει  το μυστήριο του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Διότι ο Χριστός, συνεπώς και η Εκκλησία στη συνέχεια, δεν ήλθε να καταργήσει τον ανθρώπινο νου και την ανθρώπινη λογική. Εκείνο που πάντοτε αρνήθηκε ήταν η απολυτοποίηση της λογικής, η με μόνο τον ορθό λόγο κρίση της αποκάλυψης του Θεού. Αυτό, ναι, το αρνήθηκε και το αρνείται, διότι δεν λαμβάνεται υπ’  όψιν η αμαρτία του ανθρώπου, διά της οποίας διασπάστηκε ο άνθρωπος, με αποτέλεσμα η λογική να κινείται αυτόνομα, υπηρετώντας πια τα διαστρεβλωμένα πάθη του ανθρώπου. Όταν όμως ο άνθρωπος έχει βρει τον Θεό, όταν συνεπώς η χάρη του Θεού καταυγάζει την καρδιά του, τότε και ο νους και ο λόγος, ενοποιημένος και με τις άλλες δυνάμεις της ψυχής,  κινείται μέσα σε πλαίσια αποδεκτά, που σημαίνει ότι και τον Θεό κατανοεί, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο,  και αυτό που εκφράζει είναι πράγματι η αλήθεια. Ο άγιος Ιερόθεος λοιπόν υπήρξε ένας μελετητής των θείων λογίων, κινούμενος ερευνητικά πάνω στην οικονομία του Θεού, αλλά με ευσεβή αναζήτηση. Και γι’  αυτό καθοδηγούμενος από τη χάρη του Θεού φανέρωσε και σε εμάς τα μυστήρια του Θεού, και μάλιστα με καλλιέπεια λόγων, όπως σημειώνει και σε άλλο σημείο ο ποιητής. «Με ευσεβή αναζήτηση ερεύνησες τα άρρητα μυστήρια της οικονομίας του Χριστού και τα φανέρωσες με δύναμη, χρησιμοποιώντας λόγο φωτισμένο από τον Θεό». «Η φωνή των λόγων σου και η καλλιέπεια των συγγραμμάτων σου προσφέρει μεγάλη ευφροσύνη σ'  αυτούς που τα ακούνε και τα διαβάζουν».

02 Οκτωβρίου 2025

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΣΤΙΝΑ

«Ο άγιος Κυπριανός ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας, επί Δεκίου του βασιλιά, ευγενής και πλούσιος, φιλόσοφος και μεγάλος μάγος. Οδηγήθηκε όμως προς την πίστη του Χριστού από την Ιουστίνα την παρθένο και χριστιανή, η οποία, καταγόμενη και αυτή από την Αντιόχεια,  διέλυσε σαν ιστό αράχνης όλες τις δαιμονικές ενέργειές του απέναντί της. Διότι κάποιος Έλληνας, Αγλαΐδας λεγόμενος, επειδή πληγώθηκε από έρωτα γι’ αυτήν, λόγω της ομορφιάς της, κι επειδή δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του, προσήλθε στον Κυπριανό. Όταν όμως αυτός τρεις φορές έστειλε δαίμονες προς την κόρη, χωρίς να πετύχει τίποτε, τότε κατάλαβε ότι η τέχνη του ήταν ανίσχυρη, γι’  αυτό και μεταστράφηκε στην πίστη του Χριστού, βαπτίσθηκε και έκαψε όλα τα μαγικά του βιβλία. Τέλος μάλιστα έγινε και επίσκοπος της Εκκλησίας. Κι αφού οδήγησε πολλούς στον χριστιανισμό, συνελήφθη μαζί με την Ιουστίνα από τον Κόμη της Δαμασκού, οπότε και υπέστησαν  σκληρά βασανιστήρια: ξέσθηκαν οι πλευρές τους, τους έβαλαν σε σιδερένιο τηγάνι, και στο τέλος, αφού τους έστειλαν στη Νικομήδεια, τους έκοψαν το κεφάλι».

Από το ναδίρ στο ζενίθ, από το έσχατο βάθος στο ανώτατο ύψος, θα ήταν ο τίτλος της ζωής του αγίου Κυπριανού, αν θα θέλαμε με μία φράση να τη χαρακτηρίσουμε, όπως μας καθοδηγεί προς τούτο και η εκκλησιαστική ακολουθία: «Κακίας τον πυθμένα τον κάτω κατείληφας∙ της ακροτάτης δε πάλιν αρετής ανήλθες, πάτερ, εις ύψος παραδόξως» (Πάτερ, κατέλαβες τον πιο κάτω πυθμένα της κακίας, ενώ ανέβηκες πάλι κατά παράδοξο τρόπο στο ύψος της πιο υψηλής αρετής). Αιτία γι’  αυτό είναι ότι ο άγιος από την τρέλα και τη μανία της μαγείας, δηλαδή από την πλήρη υποταγή του στον πονηρό διάβολο, βρέθηκε να συγκατοικεί με τις υψηλότερες πνευματικές αγγελικές δυνάμεις. «Ανανήψας, θεοφάντορ, της πριν μανίας, δαιμονικήν απάτην και ψυχόλεθρον  πλάνην πάσαν εθριάμβευσας». Υπάρχει κάτι ανάλογο στη ζωή του με αυτό που βλέπουμε και στη ζωή του αγίου αποστόλου Παύλου: και εκείνος από διώκτης του χριστιανισμού που ήταν, και μάλιστα ο χειρότερος όλων, βρέθηκε να υπηρετεί τον Κύριο Ιησού, σε σημείο τέτοιο, ώστε να χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος απόστολος. Γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει τον άγιο Κυπριανό «συνόμιλον Παύλου και έργοις συμμέτοχον».

Χαρακτηρίζουμε τη μαγεία, την οποία υπηρετούσε ο άγιος Κυπριανός πριν να μεταστραφεί στην πίστη του Χριστού, ως τρέλα και μανία. Γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η αλλοίωση της φυσικής καταστάσεως του ανθρώπου, που αντί να βρίσκεται σε αρμονία σχέσεως με τον Θεό Δημιουργό, εκείνος όχι μόνον αρνείται τη σχέση αυτή, αλλά και την πολεμά, ευρισκόμενος ως στρατιώτης στο στρατόπεδο του αντιπάλου του Θεού, σατανά διαβόλου; Και το λέμε αυτό, διότι άλλο είναι να μη γνωρίζει κανείς τον Θεό και συνεπώς να πράττει εν αγνοία του όσα είναι αντίθετα προς το άγιο θέλημά Του – μολονότι ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, ακόμη και ειδωλολάτρης,  ακολουθώντας τον έστω και  ζοφωμένο νόμο της συνειδήσεώς του θα επιτελεί και καλές πράξεις, όπως για παράδειγμα ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, που οι προσευχές και οι ελεημοσύνες του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού – και άλλο να έχει προσχωρήσει ενσυνείδητα στον Πονηρό, τα κελεύσματα του οποίου να υπηρετεί προς βλάβη των ανθρώπων.

Κι όμως! Ένας τέτοιος άνθρωπος, τόσο δέσμιος του διαβόλου, δεν χρειάστηκε παρά ένα μικρό κορίτσι, την αγία Ιουστίνα, για να μπορέσει να απεμπλακεί. Όχι χρησιμοποιώντας η νεαρή κόρη επιχειρήματα, όχι κάνοντας θαύματα, αλλά απλώς τηρώντας το άγιο θέλημα του Θεού. Και μόνον δηλαδή η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ικανή να εκδιώξει τον διάβολο και να μεταστρέψει έναν υπηρέτη του σε απόστολο του Χριστού. Το συγκλονιστικότερο: εν αγνοία της ίδιας της Ιουστίνας. Η αγία, αγωνιζόμενη απλώς να κρατήσει την αγνότητά της, χωρίς να γνωρίζει τίποτε, διέλυε κάθε ιστό αράχνης που έπλεκε γι’  αυτήν ο διάβολος μέσω του οργάνου του. Κι αυτό που συνέβη τότε, συμβαίνει πάντοτε, όπως βεβαίως και σήμερα. Ο διάβολος ενώ φαίνεται πανίσχυρος, στην πραγματικότητα είναι εξαφανισμένος και κατηργημένος από τον Κύριο. Είναι γνωστό: μόνον όποιος του δίνει δικαιώματα τον βλέπει κατακτητή της ζωής του. Και δικαιώματα του δίνουμε, όταν αμαρτάνουμε και παρουσιαζόμαστε χαλαροί στην πνευματική μας ζωή. Τότε ναι, ο διάβολος μας κάνει υποχείρια και έρμαιά του. Οπότε εισπράττουμε και το ανάλογο τίμημα: τη θλίψη, τη μελαγχολία, το μίσος, την κόλαση από αυτή τη ζωή. Θυμίζει η περίπτωση το περιστατικό του Γεροντικού: τον άγιο ασκητή που πηγαίνοντας στο σπίτι ενός ανθρώπου, προκειμένου να πάρει το αντίτιμο για κάτι πανέρια που του είχε πουλήσει, ήλθε αντιμέτωπος με τη δαιμονισμένη κόρη του ανθρώπου. Και χωρίς να πει τίποτε ο ασκητής, χωρίς να κάνει κάποια προσευχή για να βγει το δαιμόνιο, εκείνο εξαφανίστηκε σαν να καιγόταν, γιατί ο ασκητής δεν αντέδρασε σε χαστούκι που του έδωσε η κοπέλα. Η μη αντίδρασή του, λόγω της υπακοής στον Κύριο: «μη αντιστήναι τω πονηρώ», έφερε ακριβώς το θαύμα˙ να βγει το δαιμόνιο.

Δυστυχώς, ο διάβολος υπάρχει και δρα όπου βρει. Κι ακόμη δυστυχέστερα, υπάρχουν ταλαίπωροι συνάνθρωποί μας που καταφεύγουν στη μαγεία, στα δίχτυα δηλαδή του εχθρού τους, για να βρουν «ίαση». Η μεγαλύτερη συμβολή μας για την υπέρβαση της τραγικότητας αυτής είναι η υπακοή μας στο θέλημα του Θεού. Όσο εμείς που έχουμε κάποια συναίσθηση της πίστεώς μας είμαστε συνεπείς προς αυτήν την πίστη μας, τόσο θα αγιάζουμε τον εαυτό μας, συνεπώς ο διάβολος θα συναντά ένα «κενό» απέναντί μας, αλλά και τόσο θα βοηθούμε, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουμε, και τους αμελείς συνανθρώπους μας.

29 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ

«Ο όσιος Κυριακός έζησε επί της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου και καταγόταν από την πόλη της Κορίνθου, στην Εκκλησία της οποίας ο πατέρας του Ιωάννης ήταν πρεσβύτερος. Η μητέρα του λεγόταν Ευδοκία και υπήρξε ανεψιός του επισκόπου Πέτρου, ενώ ο ίδιος ήταν αναγνώστης κατά την τάξη. Όταν ήταν δεκαοκτώ ετών, πήγε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός από τον όσιο Ευθύμιο τον μεγάλο. Ως μοναχός επέδειξε  πολλή και μεγάλη άσκηση, έλεγξε αυτούς που φρονούσαν τα πλανεμένα δόγματα του Ωριγένη, τέλεσε με τη δύναμη του Χριστού πολλά θαύματα κι έφτασε σε βαθύτατο γήρας. Ήταν πράος και κοινωνικός ως άνθρωπος, ενώ προείπε με θεία αποκάλυψη πολλά από τα μέλλοντα να συμβούν. Ήταν σωματώδης, όχι όμως άγριος και αποκρουστικός, αλλά ευγενής στους τρόπους, χωρίς να έχει κάποια σωματική αναπηρία ή κάποιο νόσημα από το πέρασμα των χρόνων. Για κάποιους χρόνους καθοδήγησε και τη Λαύρα του αγίου Χαρίτωνος».

Εκζητώντας σήμερα τις πρεσβείες του οσίου Κυριακού, εισπράττουμε τη χάρη των πρεσβειών και του μόλις χθες εορταζομένου οσίου Χαρίτωνος. Όχι μόνον βεβαίως λόγω της εγγύτητας της εορτής του, αλλά λόγω κυρίως του γεγονότος ότι ο όσιος Κυριακός υπήρξε ο συνεχιστής του οσίου Χαρίτωνος, εκείνος που, όπως αναφέρει το συναξάρι, καθοδήγησε μετά την κοίμηση του Γέροντος Χαρίτωνος το ποίμνιο της μονής που εκείνος είχε ιδρύσει. Η ένταση λοιπόν της χάρης της σημερινής εορτής έρχεται διπλή για εκείνους που την τιμούν κατά τον τρόπο της Εκκλησίας μας. Το τονίζει και ο υμνογράφος: «Εν δόξη παριστάμενος Θεώ τω Παντοκράτορι, Κυριακέ συν τω θείω Χαρίτωνι θεοκήρυξ, αδιαλείπτως μέμνησο των εκτελούντων, άγιε, την φωτοφόρον μνήμην σου». Δοξασμένος παρίστασαι στον Παντοκράτορα Θεό, θεοκήρυξ Κυριακέ, μαζί με τον θείο Χαρίτωνα, γι’  αυτό και να θυμάσαι αδιάκοπα εμάς, που τελούμε τη φωτοφόρα μνήμη σου. Και το χάρισμα της πνευματικής καθοδήγησης που κοσμούσε τον όσιο Χαρίτωνα, το ίδιο κοσμούσε και τον όσιο Κυριακό. Κι αυτός υπήρξε Γέροντας, όπως η Εκκλησία μας κατανοεί τον όρο, κάτω βεβαίως από τις ίδιες προϋποθέσεις του οσίου Χαρίτωνα: να έχει  γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού, γιατί αγωνίστηκε στην πράξη της τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού και γιατί καθάρισε έτσι την καρδιά του από τη λάσπη των παθών. «Όλην του Πνεύματος την χάριν εισωκίσατο» ο όσιος, διότι «πράξει προσέθεσε την θεωρίαν».

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας επιμένει ιδιαιτέρως στο τελευταίο σημείο. Δηλαδή, αν κανείς δεν αγωνιστεί εμπράκτως στην πνευματική ζωή, αν με τη χάρη του Θεού δεν θελήσει να μεταστρέψει το εμπαθές της καρδίας του, ώστε καθαρή αυτή να λάμψει τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί αυτός να θεωρηθεί χριστιανός, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αληθινή η προσευχή του και η προς τον Θεό δοξολογία του. Με άλλα λόγια τότε η στροφή προς τον Θεό είναι γνήσια, τότε υπάρχει αληθινή λατρεία του Θεού, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση της καθάρσεως από τα πάθη του. «Έφριξε σου ήλιος το εγκρατές και στερρόν, δι’  ετών σε πλείστων οργιζόμενον μη δυνηθείς όλως κατιδείν, μήτε εν ημέρα τροφής μετέχοντα, όσιε, ευτόνως μελωδούντα, αγρυπνίαις απαύστοις∙ τη δυνάμει σου δόξα φιλάνθρωπε». Ο ήλιος, σημειώνει ο υμνογράφος, έφριξε μπροστά στην εγκράτεια και τη στέρεα θέλησή σου, όσιε, γιατί δεν μπόρεσε να σε δει, για πολλά χρόνια, να οργίζεσαι έστω και ελάχιστα, κι ούτε  κατά τη διάρκεια της ημέρας να  τρως κάτι, ενώ με δύναμη σε  διαρκείς αγρυπνίες υμνολογούσες: δόξα στη δύναμή Σου, φιλάνθρωπε.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας όμως επισημαίνουν και κάτι ακόμη εξόχως σημαντικό: ο όσιος Κυριακός, έχοντας καθαρίσει το οπτικό της ψυχής του με την εγκράτεια και φωτιζόμενος επομένως από το Πνεύμα του Θεού – ο Κύριος άλλωστε το έχει υποσχεθεί: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» - μπορούσε να διακρίνει την πλάνη από την αλήθεια, τη γνήσια διδασκαλία του Χριστού από την αίρεση.  Χωρίς ο όσιος Κυριακός να θεωρείται διδάσκαλος της Εκκλησίας, όμως λόγω της αγιασμένης ψυχής του – και τις προσωπικές μελέτες του ασφαλώς για την ωφέλεια της ψυχής του - καθοδηγούσε τους πιστούς στην υπέρβαση της πλάνης   του ωριγενισμού. «Συ των κακοδόξων την απάτην ήλεγξας του Ωριγένους, γενναίοις αγώσι, μαθητών του λήρου τε και μυθολόγου». Θυμίζει η περίπτωσή του τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, και άλλους αγίους, οι οποίοι χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της θεωρητικής αντιμετώπισης των αιρετικών, έβλεπαν καθαρά την πλάνη και την έλεγχαν αυστηρότατα. Κι είναι σημαντική, όπως είπαμε, η επισήμανση αυτή, γιατί δείχνει και σε εμάς σήμερα, ότι όταν βρισκόμαστε σωστά στην Εκκλησία, με κάποια έστω πνευματική ζωή πάνω στις εντολές του Χριστού, τότε το Πνεύμα του Θεού λειτουργεί μέσα μας, με τρόπο που να μας προφυλάσσει από την πλάνη. Δυστυχώς όμως, αν σήμερα έχουν αυξηθεί οι διάφοροι αιρετικοί, αν οι Γιεχωβάδες, οι Προτεστάντες, οι οπαδοί της νέας λεγόμενης εποχής με τα φαινόμενα του νεοπαγανισμού κλπ.,  απλώνονται, αλώνοντας τις ψυχές των ανθρώπων, είναι γιατί έχει χαλαρώσει η σύνδεση των πιστών με την Εκκλησία. Αφύλαχτες λοιπόν οι ψυχές από τη χάρη του Θεού, γίνονται εύκολα έρμαιο του Πονηρού και των διαφόρων οργάνων του.

26 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ

«Ο άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου Ιησού Χριστού, ανήκοντας μάλιστα στον στενότερο κύκλο αυτών, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον απόστολο Πέτρο. Κλήθηκε από τον Κύριο να Τον ακολουθήσει, όταν Εκείνος βρήκε τον Ιωάννη μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και το άλλο ζεύγος αδελφών, Σίμωνα και Ανδρέα, να είναι απογοητευμένοι, που ως ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ, «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν έλαβον» και τους προέτρεψε να δοκιμάσουν και πάλι, κάτι που τους απέφερε πλήθος ιχθύων. Από τότε ο άγιος Ιωάννης ακολούθησε τον Κύριο, μέχρι το τέλος της ζωής Του, κι ήταν μάλιστα ο μόνος που με αφοβία Τον ακολούθησε και κατά την ώρα του μαρτυρίου Του, όπως παρευρέθηκε και κάτω από τον Σταυρό. Μετά την Πεντηκοστή και τη λήψη του αγίου Πνεύματος, κήρυξε μαζί με τον απόστολο Πέτρο στα Ιεροσόλυμα, επιτελώντας πολλά θαύματα και μεταστρέφοντας πολλούς στην πίστη, κι αργότερα του έλαχε να αναλάβει την ευθύνη ευαγγελισμού των ειδωλολατρών στη Μικρά Ασία, με κέντρο την Έφεσο. Κι εκεί μετέστρεψε πολλούς στην πίστη του Χριστού, μέχρις ότου ορισμένοι Εφέσιοι, μην αντέχοντας τη δράση του, κατάφεραν με κατηγορίες στον αυτοκράτορα Δομιτιανό να εξοριστεί στη νήσο Πάτμο, όπου ξεκίνησε καινούργια δράση. Ο Θεός τού παρουσίασε πολλές ευκαιρίες, κι ο άγιος Ιωάννης κήρυξε και θαυματούργησε, μέχρις ότου με την αλλαγή του αυτοκράτορα επέστρεψε στην Έφεσο, αφήνοντας απαρηγόρητους τους Πατμίους. Εκεί στην Πάτμο, ημέρα Κυριακή, σε σπήλαιο, του δόθηκε να δει φοβερά οράματα περί της πορείας του κόσμου, τα οποία και υπαγόρευσε στον μαθητή του Πρόχορο, δημιουργώντας έτσι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Στην Έφεσο έζησε για αρκετά χρόνια ακόμη, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, μέχρις ότου σε ηλικία 105 περίπου ετών άφησε ειρηνικά την τελευταία πνοή. Κατά την παράδοση, προγνώρισε τον θάνατό του, και παίρνοντας επτά από τους μαθητές του, βγήκε έξω από την πόλη, οπότε του έσκαψαν σε σχήμα σταυρού τον τάφο του, μπήκε μέσα και εκεί παρέδωσε το πνεύμα του. Οι πιστοί Εφέσιοι μαθαίνοντας τα καθέκαστα, έσπευσαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, αλλ’  όταν άνοιξαν τον τάφο του, είδαν με έκπληξη και συγκίνηση ότι το σκήνωμά του έλειπε, κατά αντιστοιχία με αυτό που συνέβη και στην Παναγία, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας θεώρησε ότι και εκείνος μεταστάθηκε, πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εν σώματι στους ουρανούς. Ο άγιος Ιωάννης ήταν και συγγενής του Κυρίου μας, θεωρούμενος ανιψιός του, αφού ήταν μαζί με τον άγιο Ιάκωβο υιός της κόρης του μνήστορος Ιωσήφ, μυροφόρου Σαλώμης».

Ο άγιος Ιωάννης είναι ο πρώτος που χαρακτηρίστηκε θεολόγος από την Εκκλησία μας – μετά από αυτόν χαρακτηρίστηκαν έτσι ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος (4ος αι.) και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος (10ος αι). Για την Εκκλησία μας δηλαδή ελάχιστοι φέρουν αυτόν τον τίτλο, που σημαίνει ότι αφενός  πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτό, αφετέρου δεν θεωρούνται θεολόγοι – παρά μόνον καταχρηστικά – όλοι εκείνοι που απέκτησαν ένα πτυχίο θεολογικής σχολής. Τι είναι εκείνο που απαιτείται για να είναι κάποιος θεολόγος, και μάλιστα τι έκανε την Εκκλησία να απονείμει τον τίτλο αυτό στον άγιο Ιωάννη; Η υμνολογία της Εκκλησίας δίνει αρκούντως την απάντησή της. «Ο Λόγος σε, θεολόγον αξίως ανέδειξε, την αυτού θεότητα, μυσταγωγήσας Πανάριστε, και την κατά άνθρωπον, οικονομίαν διδάξας την απόρρητον» - ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, σε ανέδειξε θεολόγο, Πανάριστε Ιωάννη, διότι σε οδήγησε στη μυστική γνώση της θεότητάς Του και σε δίδαξε το μυστήριο του σχεδίου Του, να έρθει ως άνθρωπος στον κόσμο. Που θα πει: θεολόγος είναι εκείνος που από τον ίδιο τον Θεό μυείται στη γνώση Εκείνου και στην εξαγγελία επομένως της στον κόσμο οικονομίας Του.

Το συγκινητικό με τους ύμνους της ακολουθίας είναι ότι αποκαλύπτουν το πού και το πότε κυρίως μυήθηκε ο άγιος Ιωάννης στη γνώση του Θεού: στον Μυστικό Δείπνο, και μάλιστα την ώρα που ο απόστολος έπεσε στο στήθος του Κυρίου, ρωτώντας Τον «μήπως είμαι εγώ ο προδότης, Κύριε;» «Της σοφίας τω στήθει αναπεσών, και την γνώσιν του Λόγου καταμαθών, ενθέως εβρόντησας, Εν αρχή ην ο Λόγος». Ανέπεσες στο στήθος της σοφίας του Θεού, (του Χριστού), κι έμαθες καλά τη γνώση του θείου Λόγου, οπότε με θεϊκό τρόπο φώναξες με βροντερή φωνή: Εν αρχή ην ο Λόγος. Είναι γνωστό βεβαίως σε όλους ότι τη μυστική αυτή γνώση του Θεού, το χάρισμα της θεολογίας, αποτύπωσε ο άγιος Ιωάννης κυρίως στον Ευαγγέλιό Του, το πιο πνευματικό θεωρούμενο από όλα τα Ευαγγέλια και το τελευταίο βιβλίο που γράφηκε από εκείνον σε βαθύτατο γήρας, όπως βεβαίως και στα άλλα βιβλία που μας άφησε, τα οποία κατανύσσουν βαθύτατα την καρδιά μας, τις τρεις καθολικές λεγόμενες επιστολές του (Α΄, Β΄, Γ΄ Ιωάννου) και ασφαλώς τη Θεία Αποκάλυψή Του.

Ο άγιος Ιωάννης χαρακτηρίζεται όμως και «ηγαπημένος» μαθητής του Κυρίου, όπως και άφοβος και άτρομος. Πράγματι, έτσι παρουσιάζεται στο άγιο Ευαγγέλιό του, διότι αγάπησε με πάθος τον Κύριο – μία αγάπη που συνιστά αφενός ανταπόκριση στην αγάπη Εκείνου αλλά και προκαλεί την επιπλέον ενέργεια της αγάπης Του. Θέλουμε να πούμε ότι κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει τον Χριστό παρά μόνον ανταποκρινόμενος σ’  Εκείνου την αγάπη: «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς», αλλά και η ανταπόκριση αυτή αυξάνει έτι πλέον τη χωρητικότητα της καρδιάς για να χωρέσει περισσότερο τον  Δημιουργό της Χριστό - ενώ ο Χριστός αγαπά εξίσου τους πάντες, κατά την αναλογία της ανταπόκρισης των ανθρώπων εισπράττουν αυτοί περισσότερο ή λιγότερο την αγάπη Του.

Ήταν ο άγιος ευαγγελιστής και ο πιο κοντινός μαθητής του Κυρίου, ίσως γιατί ήταν και συγγενής Του κατά σάρκα, κάτι που το βλέπουμε και στη Σταυρική Του θυσία. Μόνος αυτός παρευρέθηκε μαζί με την Παναγία Μητέρα του Κυρίου στον Σταυρό, γι’  αυτό και Εκείνος, λίγο πριν παραθέσει το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα, είπε στη Μητέρα Του: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», όπως και στον Ιωάννη: «Ιδού η Μήτηρ σου».  Έκτοτε ο Ιωάννης όντως έλαβε την Παναγία στο σπίτι του, μέχρις ότου Εκείνη εκοιμήθη. Το ατρόμητο του χαρακτήρα του εξάλλου ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο – ο ίδιος γράφει: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» - κάτι που το βλέπουμε και στο γεγονός ότι δεν εγκατέλειψε τον Κύριό του ούτε στιγμή, ήταν ο μόνος που Τον ακολούθησε και στην αυλή του αρχιερέα, την ώρα της ανακρίσεως, βρέθηκε κάτω από τον Σταυρό, όπως είπαμε, και όταν οι μαθητές έμαθαν από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου, ήταν ο πρώτος που έτρεξε «τάχιον του Πέτρου», προκειμένου να δει «ιδίοις όμμασι» το συγκλονιστικό γεγονός. Το ατρόμητο και γενναίο φρόνημα του αγίου καταγράφεται και σε περιστατικό, κατά το οποίο, όντας αυτός σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν διστάζει, έστω και με κίνδυνο της ζωής του,  να αναζητήσει έναν ληστή, που ο ίδιος τον είχε νεαρό μεταστρέψει στην πίστη, κάτι που το επέτυχε.

24 Σεπτεμβρίου 2025

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΕΝ ΑΘΩ

«Ο Σιλουανός αυτός, ο πολίτης της επουράνιας Ιερουσαλήμ, είχε γονείς ευσεβείς που κατάγονταν από την κώμη Σοβσκ της Ρωσίας, η οποία ανήκε εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ταμπώβ. Γεννήθηκε το 1866 και κλήθηκε σε μετάνοια ήδη από τη νεότητά του από την ίδια την Πανύμνητο Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία.

Όταν έγινε εικοσιεπτά ετών, εγκατέλειψε όλα τα βιοτικά και λαμβάνοντας ως εφόδιο τις ευχές του αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης ανεχώρησε για το Άγιον Όρος, γινόμενος μοχανός στο (Ρωσικό) Μοναστήρι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος.

Έδωσε λοιπόν τον εαυτό του ολόψυχα στον Θεό και γι’ αυτό σε λίγο χρόνο όχι μόνο έλαβε τη χάρη της αδιάλειπτης προσευχής από την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και αξιώθηκε άρρητης θεοφάνειας στον σεβάσμιο ναό του αγίου προφήτου Ηλιού που βρισκόταν κοντά στον μύλο της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Κατά παραχώρηση Θεού παραδόθηκε σε πολλούς πειρασμούς του πονηρού διαβόλου για δεκαπέντε χρόνια, ενώ ταυτόχρονα αγωνιζόταν να επακολουθεί τα ίχνη του Χριστού, προσφέροντας στον Μόνο που μπορεί να τον σώζει από τον θάνατο δεήσεις και ικεσίες με κραυγή μεγάλη και δάκρυα. Έγινε διδακτός Θεού και άκουσε από τον νομοδότη Κύριο τη φωνή Του να λέει: «Κράτει τον νου σου εις τον άδην και μη απελπίζου». Την εντολή αυτή την κράτησε καθαρή ως κανόνα σε όλη τη ζωή του κι έτσι έτρεξε την οδό του Αντωνίου, του Μακαρίου, του Σισώη, του Ποιμένα και των άλλων ενδόξων καθηγητών της ερήμου, των οποίων και τα πνευματικά μέτρα και τα χαρίσματα απέκτησε, αποκαλυπτόμενος εν ζωή αλλά και μετά θάνατο ως αποστολικός και προφητικός δάσκαλος.

Μας άφησε γραπτά γεμάτα από χάρη και Πνεύμα Άγιο, τα οποία εξέδωσε ο μαθητής και υποτακτικός του Γέρων (όσιος) Σωφρόνιος, ο κτίτορας και αρχιμανδρίτης της ιεράς Μονής των ευσεβών ορθοδόξων στη Βρεττανία (Έσσεξ).

Ήταν δε ο θαυμάσιος Σιλουανός πράος και ταπεινός στην καρδιά, φλογερός στις παρακλήσεις του προς τον Θεό υπέρ της σωτηρίας όλων των ανθρώπων και κήρυκας της αγάπης και προς τους εχθρούς, αγάπης που αποτελεί και το ασφαλέστερο κριτήριο της αληθινής παρουσίας του θείου Πνεύματος.

Μετέβη από τον θάνατο στη ζωή ο μακάριος όσιος Σιλουανός, πλήρης ημερών, κατά την εικοστή Τετάρτη του Σεπτεμβρίου, του έτους 1938».

(Η Εκκλησία εκτιμώντας τις σπάνιες αρετές του, το βάθος της γνώσεως του Θεού που απέκτησε, τις εν Πνεύματι Αγίω γραφές του, τα ποικίλα πνευματικά του χαρίσματα και τις θαυματουργίες του, διεκήρυξε επισήμως την αγιότητά του, κατατάσσοντάς τον στις δέλτους των αγίων μας, την 26η Νοεμβρίου 1987).

Δεν υπάρχει άνθρωπος πιστός στον Θεό, χριστιανός ορθόδοξος αλλά και ετερόδοξος, που να έχει έλθει σε επαφή με τα εμπνευσμένα από το Πνεύμα του Θεού κείμενα του αγίου Σιλουανού, (μάλιστα διερμηνευμένα από το πνευματικό του τέκνο εξίσου όσιο Σωφρόνιο στο έργο του που χαρακτηρίστηκε ως το σημαντικότερο του 20ού αι. «Ο Γέρων (άγιος) Σιλουανός του ΄Αθω»), και να μην αναφωνήσει κατανενυγμένος «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε» και «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»! Πολύ περισσότερο ο σοφός και χαρισματούχος υμνογράφος του οσίου, ιερομόναχος Αθανάσιος, ο οποίος με πραγματική καρδιακή αίσθηση και βαθιά αγάπη και γνώση του αγίου εκπόνησε την ακολουθία του, τόσο σημαντική και περιεκτική που και μόνον αυτή αρκεί για να έλθει κανείς σε μέθεξη του πνεύματος του μεγάλου Σιλουανού.

Είναι των αδυνάτων αδύνατο σε ένα μικρό κείμενο να αποτυπώσει κανείς όλες τις διαστάσεις που θίγει ο βαθύνους υμνογράφος – τούτο θα απαιτούσε πολλές σελίδες, ως να έγραφε κανείς μία εκτεταμένη μελέτη για τον άγιο. Θα αρκεστούμε λοιπόν στον σχολιασμό κάποιων επιμέρους στοιχείων, ικανών όμως όπως πιστεύουμε να φωτίσουν έστω δι’ ολίγων τη φωτισμένη από τον Θεό προσωπικότητά του. Και σχεδόν τυχαίως θα επιλέξουμε ως οδηγό το δοξαστικό του εσπερινού του αγίου, το οποίο θίγει εν σμικρώ πολλά.

«Δέχου καὶ μὴ ἀπόρριπτε συμπαθέστατε Πάτερ, τὴν αἴνεσιν ταύτην τὴν μικρὰν πλὴν ὅμως φιλοπάτορα. Τίσι γὰρ λόγοις Ὅσιε, τὸν θαυμαστὸν σου βίον ἐπαινέσωμαι; ὅτι γέγονας τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν ἰσοβάθμιος, καὶ ὁδηγεῖς πρὸς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ πεπλανημένας ψυχὰς ὥσπερ ἀστὴρ ἑωθινός, ἐν νυκτὶ βαθείᾳ τῆς σκοτώδους ἁμαρτίας. Καὶ τὴν κτῆσιν διδάσκεις τοῦ Πνεύματος, οὐ λογιστικῶς, ἀλλὰ βιωματικῶς. Ὅθεν σε Σιλουανέ, ὁρῶντες ἐκπληττόμεθα καὶ μακαρίζομεν τὴν ἐνεγκαμένην σε Χώραν, τὴν δὲ πνευματικήν σου πατρίδα μεγαλύνομεν, ἐν ᾗ καὶ τῆς ἁγιότητος πλήρης γέγονας. Πρέσβευε δεόμεθα, τῶν Ἀθωνιτῶν ἡ ἐσχάτη καὶ μεγάλη δόξα, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Κύριον».

 (Δέξου και μην απορρίψεις, συμπαθέστατε Πάτερ, τη μικρή αυτή αίνεση, αλλ’ όμως φτιαγμένη με αγάπη. Με ποια λόγια λοιπόν, όσιε, θα επαινέσω τον θαυμαστό σου βίο; Διότι έγινες ισοβάθμιος με τους παλαιούς ασκητές και οδηγείς στη γνώση του Θεού σαν πρωινό αστέρι ψυχές που έχουν πλανηθεί μέσα στη βαθιά νύκτα της σκοτεινής αμαρτίας. Και την απόκτηση διδάσκεις του Αγίου Πνεύματος, όχι με λογισμούς και σκέψεις  αλλά βιωματικά. Γι’ αυτό, Σιλουανέ, βλέποντάς σε εκπληττόμαστε και μακαρίζουμε τη χώρα που σε γέννησε, αλλά και δοξολογούμε και την πνευματική σου πατρίδα, μέσα στην οποία έγινες πλήρης και από αγιότητα. Πρέσβευε, παρακαλούμε, συ που είσαι η τελευταία και μεγάλη δόξα των Αθωνιτών, υπέρ ημών προς τον Κύριο).

«Ισοβάθμιος λοιπόν με τους παλαιούς ασκητές» ο όσιος Σιλουανός κατά τον υμνογράφο μας. Δηλαδή της περιωπής των μεγίστων οσίων Αντωνίου του μεγάλου, Ποιμένος, Μακαρίου, Σισώη και των λοιπών ενδόξων αββάδων των Γεροντικών της Εκκλησίας. Που σημαίνει ακριβώς, όπως λέει, ότι μιλάμε για αστέρι πρώτου μεγέθους, για πνευματικό ήλιο που δέχτηκε πλούσια τις λαμπηδόνες του πρώτου Φωτός, της ίδιας της Τρισηλίου θεότητος («Έφθασας εις μέτρα οσίου Αντωνίου», ωδή η΄˙ «Σέ τὸν ἀνέσπερον Ἥλιον βλέποντες φωτιζόμεθα», δοξ. Εσπ.) και γι’ αυτό στο πρόσωπό του ψαύουμε τα σημάδια της παρουσίας του Χριστού μ’ έναν έντονο και μοναδικό τρόπο – ο άγιος γίνεται ο καθοδηγητής μας για να βλέπουμε το πρόσωπο του εν σαρκί φανερωθέντος Θεού μας, έστω κι αν πορευόμαστε εν χώρα και σκιά θανάτου. Από την άποψη αυτή ο άγιος Σιλουανός, μάλλον και ο άγιος αυτός, με τη βιοτή του και τα κείμενά του γίνεται ένας από τους πιο διαπρύσιους ιεραποστόλους της εποχής μας, αλλά και κάθε μελλούσης εποχής.  «Ο Κύριος σε έκανε διδάσκαλο της οικουμένης με όσα έμαθες από την πείρα σου, Σιλουανέ, να διδάσκεις δηλαδή πώς το θείο Πνεύμα έρχεται και κατοικεί στις ψυχές» (ωδή γ΄).

Και τι μας διδάσκει συγκεκριμένα από την πείρα του; Αφενός ότι «σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος» (Σεραφείμ του Σάρωφ), αφετέρου ότι για να φτάσει κανείς στο σημείο αυτό απαιτείται να «δώσει αίμα για να λάβει Πνεύμα». Δεν ήταν «αναίμακτη» η κατά Χριστόν πορεία του μεγάλου αγίου. Δεν πορευόταν απαρχής όπως καθόριζε το θέλημα του Θεού. Αλλά ήταν καλοπροαίρετος – αυτό που συνιστά την προϋπόθεση για την ύπαρξη της σχέσεως με τον Θεό. Και γι’ αυτό η ίδια η Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας επενέβη στη ζωή του, καλώντας τον σε μετάνοια. Με τον λόγο του σπουδαίου υμνογράφου: «Ως σωτήρια προίκα έλαβες τη μετάνοια από τη Θεοτόκο. Διότι όταν κατάπιες το φίδι (όταν δηλαδή περιέπεσες σε σαρκικά βαριά αμαρτήματα), τότε ελέγχθηκες από Αυτήν, γιατί δεν της άρεσε η ζωή σου, κι έτσι ο πόθος της ασκήσεως ανέφλεξε την ψυχή σου, Σιλουανέ παμμακάριστε» (στιχ. εσπ.). Πράγματι, έκτοτε στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Θεό με κατάληξη το Άγιον Όρος, αφού ενισχύθηκε ενδιάμεσα και από την προσευχή του μεγάλου Ρώσου αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης, που οι προσευχές του τον διαφύλασσαν και δεν τον άφηναν ούτε στιγμή σε ησυχία.  «Έφυγες από τον κόσμο, πάτερ, και εισήλθες στην κάμινο του Άδου, με τις ευχές του Ποιμένα του Θεού (αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης)» (λιτή). «Ὁ σοφὸς ποιμὴν Κροστάνδης, τῇ εὐχῇ σε ἐνεύρωσεν, κόσμου ἀποστῆναι»(ωδή δ΄) (Ο σοφός ποιμένας της Κροστάνδης με την προσευχή του σε δυνάμωσε ώστε να απομακρυνθείς από τον αμαρτωλό κόσμο).

Αποδύθηκε σε μεγάλους αγώνες στη Μονή της μετανοίας του, πέρασε από το καμίνι πολλών και ποικίλων πειρασμών, επέμεινε και υπέμεινε άχρι τέλους, δέχθηκε πλήθος αποκαλύψεων από τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο. Συχνά-πυκνά ο υμνογράφος του σημειώνει το πιο γνωστό περιστατικό που περιγράφει ο βιογράφος του όσιος Σωφρόνιος: τότε που εξαντλημένος και σχεδόν απελπισμένος από τις δαιμονικές επιθέσεις λόγω των πειρασμών κενοδοξίας και υπερηφάνειας που αντιμετώπιζε, είδε τον ζώντα Χριστό μέσα από την εικόνα του τέμπλου του ναού. «Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Ζῶντα Χριστὸν ἑωρακώς, τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς εἴληφας, Σιλουανὲ ὁσιώτατε» (δοξ. Εσπ.).  «Ποτέ του δεν θα ξεχνούσε το πλήρες αγάπης και υπερνοητής γαλήνης βλέμμα του Ιησού» έγραψε ο άγιος υποτακτικός του Σωφρόνιος. Και βεβαίως ο υμνογράφος αναφέρεται και στην απάντηση που έδωσε ο Κύριος στον σπουδαίο αγωνιστή Του για το πώς να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις των λογισμών κενοδοξίας. «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι». «Η ταπείνωση είναι δοσμένη, σοφέ, ως όρος της καρποφόρας προσευχής, όπως και η κατάβαση του νου στα βασίλεια του άδη αλλά με σωτήριο απελπισμό είναι η οδός των Πατέρων. Αυτήν την οδό πορεύτηκες, θεοφόρε, με πίστη και έφτασες σε μέτρα οσίου Αντωνίου» (ωδή η΄).

Δεν ήταν όμως η εμφάνιση του Κυρίου μέσα από την εικόνα Του η μοναδική φορά παρουσίας στον αγαπημένο Του δούλο. Σημειώνει ότι του δόθηκε η μεγάλη αυτή χάρη και σε περίσταση που δεν το περίμενε: όταν διακονούσε τους συνανθρώπους του στο διακόνημα της τράπεζας. Επειδή τους  διακονούσε με όραση Χριστού, έβλεπε δηλαδή στο πρόσωπό τους Εκείνον, γι’ αυτό και ο Κύριος τον αντάμειψε με το να Τον δει και πάλι. «Τὴν τοῦ δεσπότου παρουσίαν ἔχων ἀεὶ πρὸ ὀφθαλμῶν σου, ὡς πιστὸς οἰκονόμος τῆς χάριτος Αὐτοῦ, ἐν τῷ μύλωνι τοὺς ἀδελφούς σου διηκόνεις, ἔνθα καὶ ἠξίωσαι τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀρρήτου ἐμφανείας, τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς» (λιτή). (Έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια σου την παρουσία του Κυρίου, ως πιστός οικονόμος της χάριτός Του, διακονούσες τους αδελφούς στον μύλο, όπου και αξιώθηκες της άρρητης εμφάνισης του Χριστού που είναι ο Άρτος της ζωής).

Οπότε κατανοεί κανείς ότι ο άγιος Σιλουανός ζούσε με βαθύτητα τη μετάνοια ως αδιάκοπη αναζήτηση του Θεού, την ταπείνωση που τον έκανε να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του μέσα στη χάρη Εκείνου, την εν Χριστώ αγάπη ως θυσιαστική στάση του έναντι όλων των αδελφών του, στοιχεία που οδηγούσαν σε όλα τα θαυμάσια που ο Θεός έχει υποσχεθεί στους γνήσιους δούλους Του.  Η ποιητική απόδοση των παραπάνω από τον μεγάλο υμνογράφο είναι καταπληκτική. Επιλέγουμε: «Θέλων ὁ Πανάγαθος Δεσπότης, ῥᾳδίαν ἐργάσασθαι βροτῶν, τὴν σωτηρίαν ἔθηκεν, ὥσπερ θεὸν ἐπίγειον, δι' οὗπερ ἀναγόμεθα πρὸς Τούτου ἕνωσιν, πλησίον, ὡς γραφαῖς ἐκδιδάσκει, ὁ φιλαδελφίᾳ, Σιλουανὸς βιώσας» (ωδή η΄). (Θέλοντας ο πανάγαθος Δεσπότης να γίνει εύκολη η εργασία της σωτηρίας για τους ανθρώπους, έθεσε σαν επίγειο θεό, μέσω του οποίου ανεβαίνουμε για την ένωση μ’ Αυτόν, τον συνάνθρωπο, όπως διδάσκει στις γραφές του ο Σιλουανός που βίωσε με αγάπη) – ό,τι αδιάκοπα τονίζουν τα Γεροντικά ως μοναδική οδό θεώσεως του ανθρώπου: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου!». («Τί εἴπω Πάτερ ὁ ἀναιδέστατος; σοῦ καθορῶν, τοῦ βίου τὸ πανάπαν συμπέρασμα, δι' οὗ εἴληφας τῆς Χάριτος πλήρωμα, τὴν ταπεινοφροσύνην˙  ὅμοιος γέγονας, τῷ ταπεινωθέντι Ἰησοῦ, Οὗ ἠλλοτρίωμαι» (ωδή θ΄) (Τι να πω, πατέρα, ο αναιδέστατος εγώ, καθώς βλέπω το τελικό συμπέρασμα του βίου σου, με το οποίο έλαβες το πλήρωμα της χάριτος, δηλαδή την ταπεινοφροσύνη. Με αυτήν έγινες όμοιος με τον Ιησού που έζησε ταπεινά, από τον Οποίο εγώ έχω αποξενωθεί).

Και η ταπείνωση αυτή του Σιλουανού και η αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο ήταν τα καίρια στοιχεία της αληθινής και γνήσιας μετανοίας που επέδειξε, όπως είπαμε, απαρχής της στροφής του προς τον Θεό, ανταποκρινόμενος στη θαυμαστή επέμβαση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αλλά ο καλός υμνογράφος επισημαίνει το πιο σημαντικό ίσως σημείο της γνησιότητας της μετανοίας. Διότι πολλοί δείχνουν ότι μετανοούν, αλλά μετά από κάποιο διάστημα, μικρό ή μεγάλο, επανέρχονται στις δικές τους αμαρτωλές συνήθειες. Ποιο ήταν αυτό; Η μέχρι θανάτου απόφαση του αγίου να παραμείνει πιστός στη Μονή της μετανοίας του και στις άγιες εντολές του Κυρίου του. Ο όσιος Σιλουανός κατάλαβε απαρχής ότι αν η στροφή προς τον Θεό δεν περάσει μέσα από τον θάνατο του εαυτού του, δηλαδή του εγωιστικού του φρονήματος, προκοπή και πνευματική ζωή δεν υφίσταται. Όταν ο απόστολος Παύλος έλεγε ότι για να έχει ζωντανή σχέση με τον Χριστό είναι δεδομένη η συσταύρωση μαζί Του, («Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»), όταν διαρκώς απεκάλυπτε ότι όλοι οι μαθητές του Χριστού «περιφέρουν τη νέκρωση του σώματός τους» για να επιτελούν θεάρεστα την αποστολή τους, δεν ήταν δυνατόν και ο πιστός Σιλουανός να απέχει από αυτήν την πραγματικότητα, όπως πρέπει να συμβαίνει με κάθε εν επιγνώσει χριστιανό.

«Ἔστησας ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας σου, Σιλουανὲ τῆς μετανοίας, λογιζόμενος ἀνυπερθέτως, ὅτι ἐνταῦθα ἀποθανοῦμαι διὰ τὰς ἁμαρτίας μου» (λιτή) (Έστησες τα πόδια σου, Σιλουανέ, πάνω στην πέτρα της μετάνοιας, με τον λογισμό ότι οπωσδήποτε εδώ, στη Μονή της μετανοίας μου, θα πεθάνω για τις αμαρτίες μου). «Μετανοίας σου, ἡ δύναμις ἀνέκφραστος, Σιλουανὲ θαυμαστέ, οὐκέτι λυπῆσαι γάρ, Θεὸν τὸν φιλάνθρωπον, Πάτερ ἐσπούδασας, ἐργαζόμενος, εἰρήνην συνειδήσεως δι' ἀγάπης φιλοθέου», ωδή ζ΄) (Είναι ανέκφραστη, Σιλουανέ θαυμαστέ, η δύναμη της μετανοίας σου. Διότι αφιέρωσες τη ζωή σου ώστε να μη λυπήσεις καθόλου πια τον φιλάνθρωπο Θεό, πάτερ, έχοντας ως έργο σου την ειρήνη της συνειδήσεως με τη φιλόθεη αγάπη).  

Μέγας ο Σιλουανός ως μάρτυρας της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ως ένας από εκείνους που και στον σύγχρονο κόσμο μας φανερώνει ότι «ζη Κύριος ο Θεός»! Και τι πιο άμεσο για τον καθένα μας, εφόσον αποδεχόμαστε την πραγματικότητα αυτή, να έρθουμε σε επαφή με τα κείμενά του, τα γεμάτα χάρη και σοφία Θεού, όπως μαρτυρούν από την εμπειρία τους όλοι όσοι το έκαναν!