30 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

 

«Χριστιανός είναι η απομίμηση του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια και στα έργα και στη σκέψη. Πιστεύει δε ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα» (Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. α΄, 7).

Ο άγιος Ιωάννης σου δίνει τα κριτήρια.  Πρώτον· είσαι χριστιανός αν πιστεύεις «ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα». Που σημαίνει ότι ζεις και αναπνέεις τη ζωή της Εκκλησίας, αφού εκεί διαφυλάσσεται και κηρύσσεται η ορθή πίστη που απεκάλυψε ο Κύριος Ιησούς. Το «πιστεύω εις ένα Θεόν…και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν», δηλαδή, πάει πάντα μαζί με το πιστεύω και «εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Είμαι μέλος της Εκκλησίας θα πει είμαι μέλος του Χριστού και βλέπω με την όραση που μου έδωσε και μου δίνει ο ίδιος ο Χριστός. Η ορθή πίστη έτσι υπάρχει εκεί που υπάρχει η κοινή πίστη: των Αποστόλων, των Πατέρων, όλων των αγίων. Χωρισμένος από την Εκκλησία, το μόνο που βλέπω είναι ο εαυτός μου και τα πάθη μου, έστω κι αν επικαλούμαι το όνομα του Χριστού.

Και δεύτερον, μάλλον πρώτον κατά τον άγιο: είσαι χριστιανός, όταν φανερώνεις στην καθημερινότητά σου τον Χριστό. Στο πρόσωπό σου ο κάθε άλλος, γνωστός ή ξένος, να μπορεί να βλέπει την παρουσία Εκείνου. Όχι μόνο στα λόγια, αλλά και στα έργα, ακόμη και στη σκέψη. Άλλωστε ο λόγος και τα έργα είναι γνήσια στον βαθμό που εκφράζουν τον νου και τη σκέψη του ανθρώπου. Όπως το έλεγε ο μέγιστος των αποστόλων άγιος Παύλος: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Γιατί; Διότι «και ημείς νουν Χριστού έχομεν». Έτσι μη θεωρήσεις χριστιανό εκείνον που πάει να μιμηθεί τον Χριστό με έναν εξωτερικό τρόπο. Είναι υποκριτής. Παίζει θέατρο. Ο χριστιανός ζει τον Χριστό στην καρδιά του και αυτό κατά φυσικό τρόπο αντανακλάται σε όλο το είναι του. Εκεί άλλωστε βρίσκεται και το μεγαλείο του αγίου βαπτίσματος, κατά το οποίο γίνεται ο άνθρωπος πραγματικό μέλος του Χριστού.

Γι’ αυτό βεβαίως και η ζωή του στον κόσμο δεν είναι ρόδινη. Ό,τι σταυρό πέρασε ο Χριστός, το ίδιο, με τη χάρη Εκείνου, περνά και ο χριστιανός. «Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν». Μη δυσανασχετείς λοιπόν με τα βάσανα και τις οδύνες της ζωής. Όταν υπάρχουν σημαίνει ότι βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο. Αλλά το τέρμα είναι η χαρά και Ανάσταση. «Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω». Οπότε «ου πάντων η πίστις». «Μικρόν γαρ το ποίμνιον».

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΦΩΤΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού. Ήταν Πάρθος κατά την καταγωγή, υιός του Ανάκ, συγγενής του Κουσαρώ, βασιλιά της Αρμενίας. Συνελήφθη από τον βασιλιά Τηριδάτη ως χριστιανός και υπέμεινε γι’  αυτό πολλές τιμωρίες. Όταν έμαθε μάλιστα ο Τηριδάτης ότι είναι υιός του Ανάκ του Πάρθου που δολοφόνησε τον πατέρα του, του έδεσε τα χέρια και τα πόδια και τον έστειλε στην πόλη Αρταξά, όπου εκεί τον έριξαν σε βαθύ λάκκο, γεμάτο από θηρία και ερπετά. Στον λάκκο αυτό έζησε  δεκαπέντε χρόνια, τρεφόμενος κρυφά από μία γυναίκα χήρα. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Τηριδάτης παρεφρόνησε, έτρωγε τις σάρκες του και ζούσε μαζί με τα γουρούνια στα βουνά. Η αδελφή του Κουσαροδούκτα είδε τότε ένα όνειρο κι άκουσε φωνή που έλεγε: Αν δεν βγει από τον λάκκο ο Γρηγόριος, ο Τηριδάτης δεν πρόκειται να γίνει καλά. Πράγματι, η Κουσαροδούκτα απελευθέρωσε τον Γρηγόριο, ενώ την ίδια ώρα θεραπεύτηκε και ο βασιλιάς. Ο Γρηγόριος έγινε επίσκοπος της Αρμενίας, βάπτισε τους κατοίκους της, έφτιαξε πολλές Εκκλησίες, και τελικώς εκδήμησε προς τον Κύριο ειρηνικά».  

Διαβάζοντας κανείς τον βίο του αγίου Γρηγορίου, φωτιστή των Αρμενίων, δύο πράγματα έρχονται στον νου του για να κάνει: ή να κλείσει τα μάτια από ντροπή, μπροστά στη φοβερά μεγάλη προσωπικότητα και το τεράστιο σε βάθος και πλάτος έργο του Γρηγορίου, προσπαθώντας να το «απωθήσει» στο υποσυνείδητό του, ή να αρχίσει να κλαίει για τη δική του κατάντια. Διότι ο άγιος, ένας αυτός – και όχι χιλιάδες «χριστιανοί» όπως εμείς – αλλά «οίκον Τριάδος εαυτόν αποτελέσας» κατά τον υμνογράφο, δηλαδή κάνοντας τον εαυτό του οίκο της αγίας Τριάδος, κατόρθωσε με τη χάρη του Θεού να μεταστρέψει στη χριστιανική πίστη έναν ολόκληρο ειδωλολατρικό λαό, που καταδυναστευόταν από τον πονηρό διάβολο και τις μεθοδείες του. «Λυμαινόμενον αθέως τον εχθρόν χώραν άπασαν, την των Αρμενίων, θεία δυναστεία κατέβαλες∙ και ως πυρσός αναλάμψας κατεφώτισας τους εν σκότει κειμένους, σοφέ, ματαιότητος» (Με τη δύναμη του Θεού νίκησες τον εχθρό διάβολο, ο οποίος κατέστρεφε με την αθεΐα όλη τη χώρα των Αρμενίων. Και αφού έλαμψες σαν πυρσός, φώτισες πολύ δυνατά, σοφέ, αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι της ματαιότητας). Ο άγιος, γι’  αυτό, αντιπαραβάλλεται με τους αγίους αποστόλους, τους μαθητές του Κυρίου, παραλληλίζεται με τον άγιο Γρηγόριο τον Νεοκαισαρείας τον θαυματουργό, ο οποίος εξίσου με τον σημερινό Γρηγόριο, όταν πήγε στη Νεοκαισάρεια βρήκε ελάχιστους χριστιανούς και όταν έφυγε από τη ζωή αυτή άφησε ελάχιστους ειδωλολάτρες, παραπέμπει στους νεώτερους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, φωτιστές των Σλαύων.

Η χάρη του Θεού ενήργησε σε όλες τις καλοπροαίρετες καρδιές των Αρμενίων, μέσω του εκλεκτού οργάνου της Γρηγορίου, μ’  έναν τριπλό τρόπο: με τη δύναμη του λόγου του, με τη δύναμη των θαυμάτων που επιτελούσε, με τα θαυμαστά μαρτύρια που πέρασε για την πίστη του. Ο λόγος του πράγματι, επιβεβαιούμενος  και με τα θαύματα που ο Θεός επέτρεπε να επιτελεί, ήταν γεμάτος από δύναμη Θεού και δεν ήταν ανθρώπινα επιχειρήματα, που συνήθως κτυπούν ως «κύμβαλον αλαλάζον» τα αυτιά των ανθρώπων. Με τον λόγο αυτό έπεφταν  οι ειδωλολατρικοί ναοί και φυγαδεύονταν οι κρυμμένοι σ’  αυτούς δαίμονες, ενώ στερεώνονταν οι καρδιές των ανθρώπων στον θεϊκό έρωτα, όπως σημειώνει έκθαμβος ο υμνογράφος. «Ρημάτων σου δυναστεία, ναοί κατερράγησαν και δαιμόνων κατεβλήθη ανίδρυτα ξόανα, και πιστών καρδίαι θεϊκώ ενιδρύθησαν έρωτι». Εκεί όμως που κατεξοχήν λειτούργησε ως φάρος που φώτισε τους ανθρώπους ήταν τα μαρτύρια που υπέστη. Τα μαρτύρια αυτά ήταν η δόξα του, κατά αντιστοιχία με το Πάθος και το μαρτύριο Κυρίου του Θεού του. Το σημειώνει ο θεολογικώτατος ποιητής της ακολουθίας του, για να δείξει ποιο είναι το στίγμα του χριστιανικού μαρτυρίου: «Εις περίβλεπτον σε ύψος μαρτυρίου ανήνεγκεν, υψηλός εν δόξη Κύριος Ύψιστος, ένδοξε∙ ου τα παθήματα χαίρων εξεικόνισας, ιερομάρτυς, δόξα βοών τη δυνάμει σου» (Ο υψηλός στη δόξα Ύψιστος Κύριος, ένδοξε Γρηγόριε, σε ανέβασε σε περίβλεπτο ύψος μαρτυρίου. Τα παθήματα Αυτού (που ήταν η δόξα Του) εξεικόνισες με χαρά, ιερομάρτυς, φωνάζοντας δόξα στη δύναμή Σου).

Αυτού του είδους το χριστιανικό μαρτύριο, ως συμμετοχή στο μαρτύριο του Χριστού, φέρνει αποτελέσματα, τα οποία, ενώ είναι τρανταχτά, δεν φαίνονται με πρώτη ματιά. Το μαρτύριο των αγίων δηλαδή, όπως το Πάθος του Χριστού, περικλείει το μυστήριο της δύναμης του Θεού, πράγμα που σημαίνει ότι όπως σε εκείνο του Σταυρού νικήθηκε - χωρίς να φαίνεται εξωτερικά - η αμαρτία, ο θάνατος και ο διάβολος, έτσι και στων αγίων: συντρίβεται ο διάβολος και τα όργανά του. Θέλουμε να πούμε, ακολουθώντας τους ύμνους της εορτής, ότι κάθε κτύπημα ενός αγίου είναι και κτύπημα κατά της πονηρίας, κάθε πόνος και βάσανός του φέρνει και το βογγητό και την κόλαση του πονηρού. Ας δούμε πόσο ωραία μας το καταθέτει ο εκκλησιαστικός και πάλι ποιητής: «Ραπισμοίς σιαγόνων σου, μύλας συντρίβεις λεόντων, και οχετοίς αιμάτων, δαιμόνων λύθρον εκμειοίς, ειδωλικάς προρρίζους τε, καταστρέφεις στήλας, Αξιάγαστε» (Με τα ραπίσματα των σιαγόνων σου συντρίβεις τα δόντια των λιονταριών, και με τους οχετούς των αιμάτων σου εξαφανίζεις τη βρωμιά των δαιμόνων και καταστρέφεις από τη ρίζα τις στήλες των ειδώλων, αξιοθαύμαστε Γρηγόριε).

Ίσως θα πρέπει κάποτε να μάθουμε να βλέπουμε και τα δικά μας βάσανα, και τους δικούς μας πόνους σ’  αυτήν τη ζωή, με αυτό το «μάτι» της πίστεως: αν τα βάσανά μας τα υπομένουμε με πίστη, τότε και μέσα από εμάς θα λειτουργεί η δύναμη του Θεού, που συντρίβει το κακό και τον διάβολο. Και τότε θα αρχίσουμε να γινόμαστε κι εμείς, σε κάποιο βαθμό ίσως, φωτιστές και των άλλων συνανθρώπων μας, προκειμένου να βρίσκουν το αληθινό φως, τον Ιησού Χριστό.

28 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 6, 31-36)

Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅπως θέλετε νά σᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νά συμπεριφέρεστε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς. Γιατί, ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς ποῦ σᾶς ἀγαποῦν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Ἀφοῦ καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀγαποῦν αὐτούς πού τούς ἀγαποῦν. Κι ἄν κάνετε καλό σ’ αὐτούς ποῦ σᾶς κάνουν καλό, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί το ἴδιο κάνουν. Ἄν δανείζετε σ’ ὅσους ἐλπίζετε νά σᾶς τά ἐπιστρέψουν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί δανείζουν στούς ὁμοίους τους γιά νά τά πάρουν πίσω. Ἀντίθετα, ἐσεῖς ν’ ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, νά κάνετε τό καλό καί νά δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε νά πάρετε πίσω τίποτα. Ἔτσι, ὁ Θεός, πού εἶναι καλός ἀκόμα καί μέ τούς ἀχάριστους καί τούς κακούς, θά σᾶς ἀνταμείψει μέ τό παραπάνω καί θά σᾶς κάνει παιδιά του. Νά εἶστε λοιπόν σπλαχνικοί, ὅπως σπλαχνικός εἶναι κι ὁ Θεός Πατέρας σας».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. α΄ 21 - β΄ 4)

Ἀδελφοί, ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν. Ἐγὼ δὲ μάρτυρα τὸν Θεὸν ἐπικαλοῦμαι ἐπὶ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ὅτι φειδόμενος ὑμῶν οὐκέτι ἦλθον εἰς Κόρινθον. Οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλὰ συνεργοί ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν· τῇ γὰρ πίστει ἑστήκατε.  Ἔκρινα δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. Εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς, καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ; Καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτὸ, ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω ἀφ' ὧν ἔδει με χαίρειν, πεποιθὼς ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν. Ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, ὁ Θεός, πού στερεώνει καί ἐμᾶς καί ἐσᾶς στόν Χριστό καί μᾶς ἔχρισε λαό του, εἶναι ὁ ἴδιος πού μέ τή σφραγίδα του μᾶς ἐγγυᾶται τό μέλλον καί σάν πρόγευσή του δίνει μέσα στίς καρδιές μας τό Πνεῦμα. Μάρτυς μου ὁ Θεός, πού γνωρίζει τά βάθη τῆς ψυχῆς μου ὅτι δέν λέω ψέματα. Δέν ξανάρθα στήν Κόρινθο, γιά νά μή σᾶς λυπήσω. Αὐτό δέν σημαίνει πώς θέλω νά σᾶς ἐπιβληθῶ σέ ζητήματα τῆς πίστεως, γιατί σ΄ αὐτήν μένετε σταθεροί. Ἐπειδή ὅμως θέλω νά συμβάλω στή χαρά σας, γι΄ αὐτό ἔκρινα σωστό νά μή σᾶς φέρω λύπη, ὅταν θά ΄ρθῶ ξανά κοντά σας. Γιατί, ἄν ἐγώ σᾶς προκαλῶ λύπη, τότε θά πρέπει νά παίρνω χαρά ἀπό κείνους πού στενοχωρῶ. Γι΄ αὐτό σᾶς ἔγραψα ὅπως σᾶς ἔγραψα, ὥστε ὅταν ἔρθω νά μή δοκιμάσω λύπη ἀπό ἐκείνους πού ἔπρεπε νά μοῦ δώσουν χαρά. Εἶμαι ἀπόλυτα βέβαιος πώς ὅλοι σας πιστεύετε ὅτι ἡ δική μου χαρά εἶναι καί χαρά ὅλων σας. Σᾶς ἔγραψα μέ πολλή ὀδύνη, μέ πόνο στήν καρδιά καί μέ πολλά δάκρυα, ὄχι γιά νά σᾶς στενοχωρήσω, ἀλλά γιά νά γνωρίσετε τήν περίσσια ἀγάπη πού ἔχω γιά σᾶς.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΧΑΡΙΤΩΝ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Χαρίτων έζησε επί της βασιλείας του Αυρηλιανού και καταγόταν από το Ικόνιο της Λυκαονίας. Λόγω της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε στον άρχοντα Υπατικό, κι επειδή ομολόγησε με παρρησία τον Χριστό ως Θεό, τον κτύπησαν και τον κατάφλεξαν με λαμπάδες φωτιάς. Μετά την πτώση του Αυρηλιανού, ελευθερώθηκε, και πήγε σε έρημο τόπο, όπου έπεσε σε ληστές που τον αιχμαλώτισαν. Ελευθερώθηκε όμως και πάλι αλλά με τον εξής τρόπο: Στην κανάτα που είχαν οι ληστές το κρασί τους, πήγε μία έχιδνα που έχυσε το δηλητήριό της, οπότε πίνοντας οι ληστές πέθαναν όλοι. Ο όσιος, βλέποντας το σπήλαιο ταιριαστό για τόπο ασκήσεώς του, το έκανε εκκλησία, κι επειδή άρχισαν να προσέρχονται πολλοί για να ασκηθούν κοντά του, το μετέτρεψε τελικώς σε μοναστήρι. Λόγω των περισπασμών, αποσύρθηκε αλλού, αλλά και εκεί τον περίμενε η ίδια «τύχη», μέχρι ότου βρήκε την άκρη ενός βράχου, για να αφιερωθεί απερίσπαστος στην προσευχή και τον Θεό. Την έλλειψη ύδατος την ξεπέρασε με τη χάρη του Θεού. Παρακάλεσε τον Κύριο, και από το βράχο βγήκε κρυστάλλινο νερό. Εκεί στον βράχο αυτό έζησε μέχρι βαθύτατο γήρας, επιτελώντας και πλήθη θαυμάτων».

Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, καλός γνώστης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, των Πατερικών και νηπτικών κειμένων,  «ζωγραφίζει» το πνευματικό πορτραίτο του οσίου Χαρίτωνα, χρησιμοποιώντας εικόνες από τα παραπάνω έργα. Το πρώτο στο οποίο εμμένει ο εκκλησιαστικός ποιητής είναι το χάρισμα του οσίου να καθοδηγεί άλλους προς εύρεση της Βασιλείας του Θεού, το χάρισμα δηλαδή του Γέροντα. Βασιζόμενος στο γεγονός ότι ο όσιος είχε ιδρύσει τρία μοναστήρια, παρ’  όλη την τάση του να ζήσει ως ερημίτης, τον βλέπει ως νέο Μωϋσή, ο οποίος, σαν τον παλαιό που καθοδήγησε τους Ισραηλίτες στη γη της επαγγελίας, και μάλιστα περνώντας τους θαυματουργικά, δηλαδή με τη χάρη του Θεού, από την Ερυθρά θάλασσα,   καθοδήγησε και αυτός τους μοναχούς του, ανοίγοντας με το όπλο του Σταυρού το πέλαγος της αθλητικής θάλασσας, καταβυθίζοντας έτσι τον νοητό Φαραώ, τον διάβολο. «Θαλάσσης αθλητικής το πέλαγος διανηξάμενος, τω ζωηφόρω όπλω του Σταυρού, Φαραώ τον αλάστορα τον νοητόν, Μακάριε, θεία δυνάμει κατεπόντισας». Κι είναι μεγάλη ευλογία στη ζωή μας να έχουμε βρει και εμείς τον σωστό πνευματικό καθοδηγητή, προκειμένου, αντιστοίχως με τους μοναχούς του οσίου Χαρίτωνα, να καθοδηγούμαστε στην εύρεση του Χριστού. Διότι βεβαίως αυτός είναι όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής και της πνευματικής καθοδήγησης: να συνδεθούμε με τον Χριστό, δηλαδή να ζούμε έτσι, ώστε να ενεργοποιείται το χάρισμα του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος.

Δεν είναι δυνατόν όμως ο Θεός να έχει χαριτώσει κάποιον με το χάρισμα της πνευματικής καθοδήγησης, χωρίς αυτός να έχει διαφύγει τη θάλασσα των παθών, χωρίς να έχει υπερβεί τον εγωισμό και τα παρακλάδια του, κι αυτό με τη χάρη του Θεού. Ο όσιος Χαρίτων ήταν αληθινός καθοδηγητής, γιατί ακριβώς ενισχυόμενος από το Πνεύμα του Θεού νίκησε τον νοητό Γολιάθ, τις πονηρές δυνάμεις. Ο υμνογράφος με άλλα λόγια θέλοντας να τονίσει τους σπουδαίους ασκητικούς αγώνες του οσίου τον παραλληλίζει με τον Δαυίδ. Κι όπως εκείνος, σε νεαρή ηλικία, αλλά με τεράστιο θάρρος και με δύναμη Θεού νίκησε τον γιγάντιο Γολιάθ, έτσι και ο όσιος Χαρίτων: παρ’  όλη τη θεωρούμενη τεράστια δύναμη του διαβόλου, τον νίκησε, γιατί αφενός είχε την προαίρεση για κάτι τέτοιο, αφετέρου ενισχυόταν από τον παντοδύναμο και παντοκράτορα Κύριο. «Καθείλες δαυιτικώς του αλλοφύλου Γολιάθ, όσιε, την νοητήν δύναμιν, εν τη παντευχία του Πνεύματος».

Ένας τέτοιος άνθρωπος λοιπόν, σαν τον όσιο Χαρίτωνα, γνήσιος δούλος του Θεού, με ασκητικό φρόνημα και αληθινή αγάπη προς τον συνάνθρωπο, όντως χαριτώνεται από τον Θεό – «εστεφάνωσαν αι χάριτες σε Χαρίτων, αθλητικώ στεφάνω, της Χριστού βασιλείας» (σε στεφάνωσαν, Χαρίτων, οι χάρες της βασιλείας του Χριστού με αθλητικό στεφάνι) - και λειτουργεί για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους  κυριολεκτικά ως «μαγνήτης», που τους τραβάει κοντά του. Δεν είναι τα ανθρώπινα προσόντα του, οι γνώσεις του, η πιθανή ευγένειά του, οι καλοί τρόποι του. Είναι η χάρη του Θεού που ελκύει  τους ανθρώπους. Κι αυτό θα πει ότι οι άνθρωποι πλησιάζουν έναν τέτοιο άνθρωπο, με τη βεβαιότητα ότι προσεγγίζουν τον Θεό. Αν δεν υπάρχει αυτή η βεβαιότητα, αν οι άνθρωποι προσεγγίζουν τον Γέροντα για να μείνουν μόνον σ’  εκείνον, χωρίς να περνάνε δι’  αυτού στον Σωτήρα Χριστό, τότε αφενός οι άνθρωποι αυτοί πάσχουν από πλευράς ψυχικής – διότι Θεός τους γίνεται ο «Γέροντάς» τους -  αφετέρου ο Γέροντας αυτός, σε περίπτωση που δεν αρνηθεί το «φωτοστέφανο» που του βάζουν οι άνθρωποι, δεν είναι γνήσιος Γέροντας, ανήκει στους «ψευδογέροντες», που συνιστούν μία από τις μάστιγες της Εκκλησίας. Ο όσιος Χαρίτων γίνεται ο οδηγός μας. Ζούσε εν αυτώ ο Χριστός, γι’ αυτό και διάφανος γενόμενος Εκείνον αποκλειστικά φανέρωνε. «Συ, όσιε, φωτός ακηλίδωτον έσοπτρον της άνωθεν φρυκτωρίας τηλαυγώς ανεδείχθης, Χαρίτων παμμακάριστε» (Χαρίτων όσιε, παμμακάριστε, αναδείχτηκες πολύ καθαρά ακηλίδωτος καθρέπτης που αντανακλά το θεϊκό φως). Τέτοιους Γεροντάδες, διάφανους προς τον Θεό και τον άνθρωπο, που και η εποχή μας γνώρισε, αληθινούς αγίους (π.χ. τους οσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ιάκωβο, Εφραίμ, Σωφρόνιο κ.ά.), ας παρακαλούμε τον Θεό να αναδεικνύει πάντοτε. Το πιο σημαντικό όμως είναι να προσπαθούμε όλοι μας να γινόμαστε με τον τρόπο του οσίου Χαρίτωνα μικροί Γεροντάδες. Δηλαδή να ζούμε έτσι τον Θεό, ώστε ο Θεός να φανερώνεται μέσω ημών. Διαφορετικά, θα εμπαιζόμαστε όλοι από τις μηχανές του Πονηρού.

25 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ

«Η οσία Ευφροσύνη έζησε στην Αλεξάνδρεια, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450). Ήταν κόρη του Παφνουτίου, πλουσίου άρχοντα, ο οποίος, λόγω θανάτου της συζύγου του, ανέθρεψε τη μονάκριβη κόρη του με μεγάλη αγάπη και πίστη στον Θεό. Η οσία από μικρή θέλησε να αφιερωθεί στον Θεό, κάτι όμως που δεν κατάφερε, αφού  ο πατέρας της, όταν έγινε η κόρη του δεκαοκτώ ετών, την εμνήστευσε με πλούσιο και ευγενή νέο. Πριν από τους γάμους, η Ευφροσύνη εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της σ’ ένα γνωστό του μοναστήρι, κούρεψε τα μαλλιά της, φόρεσε ανδρικά ρούχα και θέλησε   να ενταχτεί στη μοναστική γνωστή κοινότητα του πατέρα της, παρουσιαζόμενη ως  ευνούχος του βασιλιά. Ο ηγούμενος πράγματι την δέχτηκε ως καλόγερο, δίνοντάς την το όνομα Σμάραγδος. Από τότε αποδύθηκε σε σκληρότατους ασκητικούς αγώνες, τέτοιους που υπερέβαλε σχεδόν όλους, γι’  αυτό και τα γυναικεία της χαρακτηριστικά αλλοιώθηκαν και έγιναν σκληροτράχηλα. Αργότερα, με τη σύμφωνη γνώμη του ηγουμένου, αποσύρθηκε σε κατά μόνας άσκηση, μακρύτερα από τη μονή, φτάνοντας εκεί σε μεγάλη ύψη αγιότητας. Ο πατέρας της που την αναζητούσε με πολύ πόνο διαρκώς, ήταν απαρηγόρητος, ενώ η Ευφροσύνη, μετά από τριάντα οχτώ χρόνια άσκησης αρρώστησε, οπότε και η οσία θέλησε να αποκαλυφθεί στον πατέρα της, προγνωρίζοντας τον θάνατό της. Η αποκάλυψη υπήρξε ιδιαιτέρως συγκινητική για τον Παφνούτιο, βλέποντας την κόρη του σε τέτοιο ύψος αγιασμού, αλλά αμέσως εκείνη πέθανε. Ο Παφνούτιος θέλησε έκτοτε να μονάσει στο κελλί της Ευφροσύνης, και μετά δεκαετία άσκησης, άφησε κι εκείνος εκεί την τελευταία του πνοή».  

Σαν την αγία Θέκλα που άφησε τον επίγειο μνηστήρα της χάριν του επουρανίου, και η οσία Ευφροσύνη προτίμησε τον Κύριο Ιησού Χριστό από την αγάπη του υποψηφίου άνδρα της. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρμετρη αγάπη προς τον Χριστό, σε βαθύ πόθο για τον ουράνιο Δημιουργό, τέτοιο που κάθε τι επίγειο θεωρείται πολύ δεύτερο και κατώτερο. Όχι διότι η επίγεια αγάπη, και μάλιστα των δύο φύλων, θεωρείται κάτι κακό και αρνητικό, αλλά διότι εκεί που θα έλθει η ιδιαίτερη χάρη αφιέρωσης στον Θεό, η μεγάλη αγάπη προς Αυτόν, όλες οι άλλες αγάπες κατ’  ανάγκην υποχωρούν. Όπως συμβαίνει μπροστά στον ήλιο να μη φαίνεται το φως ενός φανού ή ενός σπίρτου, κατά τον ίδιο τρόπο μπροστά στο ήλιο της αγάπης του Θεού φαίνεται να «σβήνει» το φως της ανθρώπινης αγάπης. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος, βλέποντας τη φωτιά που έκαιγε την καρδιά της Ευφροσύνης, φωτιά πλήρους αφιέρωσης στον Θεό, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, αφενός τον βίο της οσίας μάς τον προσφέρει σε μορφή ποιητική – ο πεζός λόγος δεν του επαρκεί - αφετέρου  καταλαβαίνει ότι ο βίος αυτός προκαλεί θετικά, δηλαδή προς δοξολογία Θεού, και τους απλούς πιστούς και τους οσίους της Εκκλησίας, αλλά και τους ίδιους τους αγγέλους: «Λαμπρύνει τα των πιστών ενθέως συστήματα, η λαμπρά σου μνήμη και αξιέπαινος, θέλγει των οσίων τους χορούς, Αγγέλους επευφραίνει». Κι αυτό γιατί η οσία έζησε «ώσπερ άγγελος».

Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στο βίο της οσίας είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να «μετασχηματιστεί», να μεταμφιεστεί δηλαδή σε άνδρα, προκειμένου να ζήσει την σκληρή ασκητική ζωή των ανδρών. Ξεπέρασε δηλαδή τη γυναικεία φύση της η Ευφροσύνη, αλλά με ταυτόχρονη υπέρβαση και άλλων ανθρωπίνων στοιχείων, όπως της αγάπης προς τον πατέρα της, όπως της συναισθηματικής ανταπόκρισης στον έρωτα ενός νέου ανθρώπου. 

Υποκλινόμαστε κυριολεκτικά μπροστά στην «ατσάλινη» θέλησή της, η οποία συνεργαζόταν με απόλυτη υπακοή  με το θέλημα του Θεού. Αυτή η ευθύτητά της, η χωρίς καμία απολύτως παρέκκλιση απόβλεψή της στον Κύριο, θυμίζει την ευθύτητα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μετά τη μεταστροφή της από τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Με τη διαφορά ότι η οσία Μαρία είχε ζήσει την αμαρτία και είχε εισπράξει το τίμημα της κατάντιας και της θλίψης που φέρνει αυτή. Η οσία Ευφροσύνη όμως δεν είχε εμπειρία τέτοιου τρόπου ζωής, γι’  αυτό και ίσως είναι πιο αξιοθαύμαστη στο σημείο αυτό και από την οσία Μαρία. Κι αυτή η μεταμφίεσή της αποκαλύπτει βεβαίως και την αλήθεια ότι αν κανείς πράγματι αγαπά τον Θεό, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να Τον ακολουθήσει. Κανένα εμπόδιο δεν θα μπορεί να σταθεί μπροστά του, για να ανακόψει την ευλογημένη πορεία του. Πόσο μας ελέγχει η αγάπη της αυτή, εμάς που πολύ εύκολα βρίσκουμε «επιχειρήματα», για να δικαιολογούμε τον εαυτό μας ότι είναι δύσκολη η βίωση της χριστιανικής ζωής. Δύσκολη ναι, αλλά όταν δεν υπάρχει η κινητήρια δύναμη, η αγάπη του Θεού.

Ο υμνογράφος όμως ήδη απαρχής επισημαίνει κι εκείνο το στοιχείο  που σχετίζεται με το όνομά της. «Μήτερ οσία, Ευφροσύνη αξιάγαστε, την όντως ευφροσύνην επιποθήσασα, την ταύτην προξενούσαν ώδευσας τρίβον». Οσία μητέρα, αξιοθαύμαστη Ευφροσύνη, επειδή πόθησες την πραγματική χαρά και ευφροσύνη, περπάτησες το δρόμο που φέρνει σ’  αυτήν. Η αγία Ευφροσύνη δηλαδή, μέσα από τους ασκητικούς αγώνες, τους σκληρούς και υπεράνθρωπους για μία μικρή και απαλή κόρη, βρήκε τον δρόμο για την αληθινή χαρά. Διότι η αληθινή χαρά, η ευφρόσυνη διάθεση της καρδιάς, δεν είναι θέμα διασκεδάσεων, περιδιαβάσματος του κόσμου με ταξίδια, απλών συναναστροφών, αποκτήσεως υλικών αγαθών, πράγματα που διαπιστώνουμε στους περισσοτέρους ανθρώπους. Μία τέτοια αναζήτηση χαράς δυστυχώς τις περισσότερες φορές προκαλεί περισσότερη θλίψη και δυσθυμία, παρά όντως φέρνει χαρά. Διότι λείπει Εκείνος που αποτελεί την πηγή της χαράς, ο ίδιος ο Θεός. Η αγία Ευφροσύνη από πολύ νωρίς κατενόησε ότι η σχέση με τον Θεό φέρνει την ευφροσύνη στην καρδιά του ανθρώπου. Και τον Θεό Τον βρίσκει κανείς, όταν στραφεί μέσα του, στο «έδαφος» της καρδιάς του. Σ’  αυτό το έδαφος όμως αναπτύσσονται και τα ζιζάνια της πονηρίας και της κακίας, γι’  αυτό και αν δεν τα εκριζώσει κανείς, με την προσευχή, την άσκηση, την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, αυτά θα αλώσουν την καρδιά και θα γίνουν περιεχόμενό της. Οπότε η θλίψη σ’  αυτήν την περίπτωση θα γίνει καθεστώς στον άνθρωπο. Η αγία Ευφροσύνη λοιπόν γίνεται οδηγός μας για την πραγματική ευφροσύνη μας και την ευγνωμονούμε γι’  αυτό.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΕΝ ΑΘΩ (24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)

«Ο Σιλουανός αυτός, ο πολίτης της επουράνιας Ιερουσαλήμ, είχε γονείς ευσεβείς που κατάγονταν από την κώμη Σοβσκ της Ρωσίας και που ανήκε εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ταμπώβ. Γεννήθηκε το 1866 και κλήθηκε σε μετάνοια ήδη από τη νεότητά του από την ίδια την Πανύμνητο Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία.

Όταν έγινε εικοσιεπτά ετών, εγκατέλειψε όλα τα βιοτικά και λαμβάνοντας ως εφόδιο τις ευχές του αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης ανεχώρησε για το Άγιον Όρος, γινόμενος μοχανός στο (Ρωσικό) Μοναστήρι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος.

Έδωσε λοιπόν τον εαυτό του ολόψυχα στον Θεό και γι’ αυτό σε λίγο χρόνο όχι μόνο έλαβε τη χάρη της αδιάλειπτης προσευχής από την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και αξιώθηκε άρρητης θεοφάνειας στον σεβάσμιο ναό του αγίου προφήτου Ηλιού που βρισκόταν κοντά στον μύλο της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Κατά παραχώρηση Θεού παραδόθηκε σε πολλούς πειρασμούς του πονηρού διαβόλου για δεκαπέντε χρόνια, ενώ ταυτόχρονα αγωνιζόταν να επακολουθεί τα ίχνη του Χριστού, προσφέροντας στον Μόνο που μπορεί να τον σώζει από τον θάνατο δεήσεις και ικεσίες με κραυγή μεγάλη και δάκρυα. Έγινε διδακτός Θεού και άκουσε από τον νομοδότη Κύριο τη φωνή Του να λέει: «Κράτει τον νου σου εις τον άδην και μη απελπίζου». Την εντολή αυτή την κράτησε καθαρή ως κανόνα σε όλη τη ζωή του κι έτσι έτρεξε την οδό του Αντωνίου, του Μακαρίου, του Σισώη, του Ποιμένα και των άλλων ενδόξων καθηγητών της ερήμου, των οποίων και τα πνευματικά μέτρα και τα χαρίσματα απέκτησε, αποκαλυπτόμενος εν ζωή αλλά και μετά θάνατο ως αποστολικός και προφητικός δάσκαλος.

Μας άφησε γραπτά γεμάτα από χάρη και Πνεύμα Άγιο, τα οποία εξέδωσε ο μαθητής και υποτακτικός του Γέρων (όσιος) Σωφρόνιος, ο κτίτορας και αρχιμανδρίτης της ιεράς Μονής των ευσεβών ορθοδόξων στη Βρεττανία (Έσσεξ).

Ήταν δε ο θαυμάσιος Σιλουανός πράος και ταπεινός στην καρδιά, φλογερός στις παρακλήσεις του προς τον Θεό υπέρ της σωτηρίας όλων των ανθρώπων και κήρυκας της αγάπης και προς τους εχθρούς, αγάπης που αποτελεί και το ασφαλέστερο κριτήριο της αληθινής παρουσίας του θείου Πνεύματος.

Μετέβη από τον θάνατο στη ζωή ο μακάριος όσιος Σιλουανός, πλήρης ημερών, κατά την εικοστή Τετάρτη του Σεπτεμβρίου, του έτους 1938».

(Η Εκκλησία εκτιμώντας τις σπάνιες αρετές του, το βάθος της γνώσεως του Θεού που απέκτησε, τις εν Πνεύματι Αγίω γραφές του, τα ποικίλα πνευματικά του χαρίσματα και τις θαυματουργίες του, διεκήρυξε επισήμως την αγιότητά του, κατατάσσοντάς τον στις δέλτους των αγίων μας, την 26η Νοεμβρίου 1987).

Δεν υπάρχει άνθρωπος πιστός στον Θεό, χριστιανός ορθόδοξος αλλά και ετερόδοξος, που να έχει έλθει σε επαφή με τα εμπνευσμένα από το Πνεύμα του Θεού κείμενα του αγίου Σιλουανού, (μάλιστα διερμηνευμένα από το πνευματικό του τέκνο εξίσου όσιο Σωφρόνιο στο έργο του που χαρακτηρίστηκε ως το σημαντικότερο του 20ού αι. «Ο Γέρων (άγιος) Σιλουανός του ΄Αθω»), και να μην αναφωνήσει κατανενυγμένος «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε» και «θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού»! Πολύ περισσότερο ο σοφός και χαρισματούχος υμνογράφος του οσίου, ιερομόναχος Αθανάσιος, ο οποίος με πραγματική καρδιακή αίσθηση και βαθιά αγάπη και γνώση του αγίου εκπόνησε την ακολουθία του, τόσο σημαντική και περιεκτική που και μόνον αυτή αρκεί για να έλθει κανείς σε μέθεξη του πνεύματος του μεγάλου Σιλουανού.

Είναι των αδυνάτων αδύνατο σε ένα μικρό κείμενο να αποτυπώσει κανείς όλες τις διαστάσεις που θίγει ο βαθύνους υμνογράφος – τούτο θα απαιτούσε πολλές σελίδες, ως να έγραφε κανείς μία εκτεταμένη μελέτη για τον άγιο. Θα αρκεστούμε λοιπόν στον σχολιασμό κάποιων επιμέρους στοιχείων, ικανών όμως όπως πιστεύουμε να φωτίσουν έστω δι’ ολίγων τη φωτισμένη από τον Θεό προσωπικότητά του. Και σχεδόν τυχαίως θα επιλέξουμε ως οδηγό το δοξαστικό του εσπερινού του αγίου, το οποίο θίγει εν σμικρώ πολλά.

«Δέχου καὶ μὴ ἀπόρριπτε συμπαθέστατε Πάτερ, τὴν αἴνεσιν ταύτην τὴν μικρὰν πλὴν ὅμως φιλοπάτορα. Τίσι γὰρ λόγοις Ὅσιε, τὸν θαυμαστὸν σου βίον ἐπαινέσωμαι; ὅτι γέγονας τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν ἰσοβάθμιος, καὶ ὁδηγεῖς πρὸς τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ πεπλανημένας ψυχὰς ὥσπερ ἀστὴρ ἑωθινός, ἐν νυκτὶ βαθείᾳ τῆς σκοτώδους ἁμαρτίας. Καὶ τὴν κτῆσιν διδάσκεις τοῦ Πνεύματος, οὐ λογιστικῶς, ἀλλὰ βιωματικῶς. Ὅθεν σε Σιλουανέ, ὁρῶντες ἐκπληττόμεθα καὶ μακαρίζομεν τὴν ἐνεγκαμένην σε Χώραν, τὴν δὲ πνευματικήν σου πατρίδα μεγαλύνομεν, ἐν ᾗ καὶ τῆς ἁγιότητος πλήρης γέγονας. Πρέσβευε δεόμεθα, τῶν Ἀθωνιτῶν ἡ ἐσχάτη καὶ μεγάλη δόξα, ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς Κύριον».

 (Δέξου και μην απορρίψεις, συμπαθέστατε Πάτερ, τη μικρή αυτή αίνεση, αλλ’ όμως φτιαγμένη με αγάπη. Με ποια λόγια λοιπόν, όσιε, θα επαινέσω τον θαυμαστό σου βίο; Διότι έγινες ισοβάθμιος με τους παλαιούς ασκητές και οδηγείς στη γνώση του Θεού σαν πρωινό αστέρι ψυχές που έχουν πλανηθεί μέσα στη βαθιά νύκτα της σκοτεινής αμαρτίας. Και την απόκτηση διδάσκεις του Αγίου Πνεύματος, όχι με λογισμούς και σκέψεις  αλλά βιωματικά. Γι’ αυτό, Σιλουανέ, βλέποντάς σε εκπληττόμαστε και μακαρίζουμε τη χώρα που σε γέννησε, αλλά και δοξολογούμε και την πνευματική σου πατρίδα, μέσα στην οποία έγινες πλήρης και από αγιότητα. Πρέσβευε, παρακαλούμε, συ που είσαι η τελευταία και μεγάλη δόξα των Αθωνιτών, υπέρ ημών προς τον Κύριο).

«Ισοβάθμιος λοιπόν με τους παλαιούς ασκητές» ο όσιος Σιλουανός κατά τον υμνογράφο μας. Δηλαδή της περιωπής των μεγίστων οσίων Αντωνίου του μεγάλου, Ποιμένος, Μακαρίου, Σισώη και των λοιπών ενδόξων αββάδων των Γεροντικών της Εκκλησίας. Που σημαίνει ακριβώς, όπως λέει, ότι μιλάμε για αστέρι πρώτου μεγέθους, για πνευματικό ήλιο που δέχτηκε πλούσια τις λαμπηδόνες του πρώτου Φωτός, της ίδιας της Τρισηλίου θεότητος («Έφθασας εις μέτρα οσίου Αντωνίου», ωδή η΄˙ «Σέ τὸν ἀνέσπερον Ἥλιον βλέποντες φωτιζόμεθα», δοξ. Εσπ.) και γι’ αυτό στο πρόσωπό του ψαύουμε τα σημάδια της παρουσίας του Χριστού μ’ έναν έντονο και μοναδικό τρόπο – ο άγιος γίνεται ο καθοδηγητής μας για να βλέπουμε το πρόσωπο του εν σαρκί φανερωθέντος Θεού μας, έστω κι αν πορευόμαστε εν χώρα και σκιά θανάτου. Από την άποψη αυτή ο άγιος Σιλουανός, μάλλον και ο άγιος αυτός, με τη βιοτή του και τα κείμενά του γίνεται ένας από τους πιο διαπρύσιους ιεραποστόλους της εποχής μας, αλλά και κάθε μελλούσης εποχής.  «Ο Κύριος σε έκανε διδάσκαλο της οικουμένης με όσα έμαθες από την πείρα σου, Σιλουανέ, να διδάσκεις δηλαδή πώς το θείο Πνεύμα έρχεται και κατοικεί στις ψυχές» (ωδή γ΄).

Και τι μας διδάσκει συγκεκριμένα από την πείρα του; Αφενός ότι «σκοπός της πνευματικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος» (Σεραφείμ του Σάρωφ), αφετέρου ότι για να φτάσει κανείς στο σημείο αυτό απαιτείται να «δώσει αίμα για να λάβει Πνεύμα». Δεν ήταν «αναίμακτη» η κατά Χριστόν πορεία του μεγάλου αγίου. Δεν πορευόταν απαρχής όπως καθόριζε το θέλημα του Θεού. Αλλά ήταν καλοπροαίρετος – αυτό που συνιστά την προϋπόθεση για την ύπαρξη της σχέσεως με τον Θεό. Και γι’ αυτό η ίδια η Παναγία Μητέρα του Κυρίου μας επενέβη στη ζωή του, καλώντας τον σε μετάνοια. Με τον λόγο του σπουδαίου υμνογράφου: «Ως σωτήρια προίκα έλαβες τη μετάνοια από τη Θεοτόκο. Διότι όταν κατάπιες το φίδι (όταν δηλαδή περιέπεσες σε σαρκικά βαριά αμαρτήματα), τότε ελέγχθηκες από Αυτήν, γιατί δεν της άρεσε η ζωή σου, κι έτσι ο πόθος της ασκήσεως ανέφλεξε την ψυχή σου, Σιλουανέ παμμακάριστε» (στιχ. εσπ.). Πράγματι, έκτοτε στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Θεό με κατάληξη το Άγιον Όρος, αφού ενισχύθηκε ενδιάμεσα και από την προσευχή του μεγάλου Ρώσου αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης, που οι προσευχές του τον διαφύλασσαν και δεν τον άφηναν ούτε στιγμή σε ησυχία.  «Έφυγες από τον κόσμο, πάτερ, και εισήλθες στην κάμινο του Άδου, με τις ευχές του Ποιμένα του Θεού (αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης)» (λιτή). «Ὁ σοφὸς ποιμὴν Κροστάνδης, τῇ εὐχῇ σε ἐνεύρωσεν, κόσμου ἀποστῆναι»(ωδή δ΄) (Ο σοφός ποιμένας της Κροστάνδης με την προσευχή του σε δυνάμωσε ώστε να απομακρυνθείς από τον αμαρτωλό κόσμο).

Αποδύθηκε σε μεγάλους αγώνες στη Μονή της μετανοίας του, πέρασε από το καμίνι πολλών και ποικίλων πειρασμών, επέμεινε και υπέμεινε άχρι τέλους, δέχθηκε πλήθος αποκαλύψεων από τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο. Συχνά-πυκνά ο υμνογράφος του σημειώνει το πιο γνωστό περιστατικό που περιγράφει ο βιογράφος του όσιος Σωφρόνιος: τότε που εξαντλημένος και σχεδόν απελπισμένος από τις δαιμονικές επιθέσεις λόγω των πειρασμών κενοδοξίας και υπερηφάνειας που αντιμετώπιζε, είδε τον ζώντα Χριστό μέσα από την εικόνα του τέμπλου του ναού. «Ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Ζῶντα Χριστὸν ἑωρακώς, τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς εἴληφας, Σιλουανὲ ὁσιώτατε» (δοξ. Εσπ.).  «Ποτέ του δεν θα ξεχνούσε το πλήρες αγάπης και υπερνοητής γαλήνης βλέμμα του Ιησού» έγραψε ο άγιος υποτακτικός του Σωφρόνιος. Και βεβαίως ο υμνογράφος αναφέρεται και στην απάντηση που έδωσε ο Κύριος στον σπουδαίο αγωνιστή Του για το πώς να αντιμετωπίζει τις επιθέσεις των λογισμών κενοδοξίας. «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι». «Η ταπείνωση είναι δοσμένη, σοφέ, ως όρος της καρποφόρας προσευχής, όπως και η κατάβαση του νου στα βασίλεια του άδη αλλά με σωτήριο απελπισμό είναι η οδός των Πατέρων. Αυτήν την οδό πορεύτηκες, θεοφόρε, με πίστη και έφτασες σε μέτρα οσίου Αντωνίου» (ωδή η΄).

Δεν ήταν όμως η εμφάνιση του Κυρίου μέσα από την εικόνα Του η μοναδική φορά παρουσίας στον αγαπημένο Του δούλο. Σημειώνει ότι του δόθηκε η μεγάλη αυτή χάρη και σε περίσταση που δεν το περίμενε: όταν διακονούσε τους συνανθρώπους του στο διακόνημα της τράπεζας. Επειδή τους  διακονούσε με όραση Χριστού, έβλεπε δηλαδή στο πρόσωπό τους Εκείνον, γι’ αυτό και ο Κύριος τον αντάμειψε με το να Τον δει και πάλι. «Τὴν τοῦ δεσπότου παρουσίαν ἔχων ἀεὶ πρὸ ὀφθαλμῶν σου, ὡς πιστὸς οἰκονόμος τῆς χάριτος Αὐτοῦ, ἐν τῷ μύλωνι τοὺς ἀδελφούς σου διηκόνεις, ἔνθα καὶ ἠξίωσαι τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀρρήτου ἐμφανείας, τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς» (λιτή). (Έχοντας πάντοτε μπροστά στα μάτια σου την παρουσία του Κυρίου, ως πιστός οικονόμος της χάριτός Του, διακονούσες τους αδελφούς στον μύλο, όπου και αξιώθηκες της άρρητης εμφάνισης του Χριστού που είναι ο Άρτος της ζωής).

Οπότε κατανοεί κανείς ότι ο άγιος Σιλουανός ζούσε με βαθύτητα τη μετάνοια ως αδιάκοπη αναζήτηση του Θεού, την ταπείνωση που τον έκανε να βλέπει την πραγματικότητα του εαυτού του μέσα στη χάρη Εκείνου, την εν Χριστώ αγάπη ως θυσιαστική στάση του έναντι όλων των αδελφών του, στοιχεία που οδηγούσαν σε όλα τα θαυμάσια που ο Θεός έχει υποσχεθεί στους γνήσιους δούλους Του.  Η ποιητική απόδοση των παραπάνω από τον μεγάλο υμνογράφο είναι καταπληκτική. Επιλέγουμε: «Θέλων ὁ Πανάγαθος Δεσπότης, ῥᾳδίαν ἐργάσασθαι βροτῶν, τὴν σωτηρίαν ἔθηκεν, ὥσπερ θεὸν ἐπίγειον, δι' οὗπερ ἀναγόμεθα πρὸς Τούτου ἕνωσιν, πλησίον, ὡς γραφαῖς ἐκδιδάσκει, ὁ φιλαδελφίᾳ, Σιλουανὸς βιώσας» (ωδή η΄). (Θέλοντας ο πανάγαθος Δεσπότης να γίνει εύκολη η εργασία της σωτηρίας για τους ανθρώπους, έθεσε σαν επίγειο θεό, μέσω του οποίου ανεβαίνουμε για την ένωση μ’ Αυτόν, τον συνάνθρωπο, όπως διδάσκει στις γραφές του ο Σιλουανός που βίωσε με αγάπη) – ό,τι αδιάκοπα τονίζουν τα Γεροντικά ως μοναδική οδό θεώσεως του ανθρώπου: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου!». («Τί εἴπω Πάτερ ὁ ἀναιδέστατος; σοῦ καθορῶν, τοῦ βίου τὸ πανάπαν συμπέρασμα, δι' οὗ εἴληφας τῆς Χάριτος πλήρωμα, τὴν ταπεινοφροσύνην˙  ὅμοιος γέγονας, τῷ ταπεινωθέντι Ἰησοῦ, Οὗ ἠλλοτρίωμαι» (ωδή θ΄) (Τι να πω, πατέρα, ο αναιδέστατος εγώ, καθώς βλέπω το τελικό συμπέρασμα του βίου σου, με το οποίο έλαβες το πλήρωμα της χάριτος, δηλαδή την ταπεινοφροσύνη. Με αυτήν έγινες όμοιος με τον Ιησού που έζησε ταπεινά, από τον Οποίο εγώ έχω αποξενωθεί).

Και η ταπείνωση αυτή του Σιλουανού και η αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο ήταν τα καίρια στοιχεία της αληθινής και γνήσιας μετανοίας που επέδειξε, όπως είπαμε, απαρχής της στροφής του προς τον Θεό, ανταποκρινόμενος στη θαυμαστή επέμβαση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αλλά ο καλός υμνογράφος επισημαίνει το πιο σημαντικό ίσως σημείο της γνησιότητας της μετανοίας. Διότι πολλοί δείχνουν ότι μετανοούν, αλλά μετά από κάποιο διάστημα, μικρό ή μεγάλο, επανέρχονται στις δικές τους αμαρτωλές συνήθειες. Ποιο ήταν αυτό; Η μέχρι θανάτου απόφαση του αγίου να παραμείνει πιστός στη Μονή της μετανοίας του και στις άγιες εντολές του Κυρίου του. Ο όσιος Σιλουανός κατάλαβε απαρχής ότι αν η στροφή προς τον Θεό δεν περάσει μέσα από τον θάνατο του εαυτού του, δηλαδή του εγωιστικού του φρονήματος, προκοπή και πνευματική ζωή δεν υφίσταται. Όταν ο απόστολος Παύλος έλεγε ότι για να έχει ζωντανή σχέση με τον Χριστό είναι δεδομένη η συσταύρωση μαζί Του, («Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός»), όταν διαρκώς απεκάλυπτε ότι όλοι οι μαθητές του Χριστού «περιφέρουν τη νέκρωση του σώματός τους» για να επιτελούν θεάρεστα την αποστολή τους, δεν ήταν δυνατόν και ο πιστός Σιλουανός να απέχει από αυτήν την πραγματικότητα, όπως πρέπει να συμβαίνει με κάθε εν επιγνώσει χριστιανό.

«Ἔστησας ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας σου, Σιλουανὲ τῆς μετανοίας, λογιζόμενος ἀνυπερθέτως, ὅτι ἐνταῦθα ἀποθανοῦμαι διὰ τὰς ἁμαρτίας μου» (λιτή) (Έστησες τα πόδια σου, Σιλουανέ, πάνω στην πέτρα της μετάνοιας, με τον λογισμό ότι οπωσδήποτε εδώ, στη Μονή της μετανοίας μου, θα πεθάνω για τις αμαρτίες μου). «Μετανοίας σου, ἡ δύναμις ἀνέκφραστος, Σιλουανὲ θαυμαστέ, οὐκέτι λυπῆσαι γάρ, Θεὸν τὸν φιλάνθρωπον, Πάτερ ἐσπούδασας, ἐργαζόμενος, εἰρήνην συνειδήσεως δι' ἀγάπης φιλοθέου», ωδή ζ΄) (Είναι ανέκφραστη, Σιλουανέ θαυμαστέ, η δύναμη της μετανοίας σου. Διότι αφιέρωσες τη ζωή σου ώστε να μη λυπήσεις καθόλου πια τον φιλάνθρωπο Θεό, πάτερ, έχοντας ως έργο σου την ειρήνη της συνειδήσεως με τη φιλόθεη αγάπη).  

Μέγας ο Σιλουανός ως μάρτυρας της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ως ένας από εκείνους που και στον σύγχρονο κόσμο μας φανερώνει ότι «ζη Κύριος ο Θεός»! Και τι πιο άμεσο για τον καθένα μας, εφόσον αποδεχόμαστε την πραγματικότητα αυτή, να έρθουμε σε επαφή με τα κείμενά του, τα γεμάτα χάρη και σοφία Θεού, όπως μαρτυρούν από την εμπειρία τους όλοι όσοι το έκαναν!

24 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΧΙ ΔΥΟ ΓΝΩΜΕΣ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ

«Ο μακάριος Μωυσής, θέλοντας με παραδείγματα να δείξει ότι η ψυχή δεν πρέπει να ακολουθεί δυο γνώμες, δηλαδή το καλό και το κακό, αλλά μόνο το καλό, ούτε να καλλιεργεί δύο είδη καρπών, δηλαδή ωφέλιμους και βλαβερούς, αλλά μόνο ωφέλιμους, λέει: “Στο αλώνι σου, δε θα ζέψεις μαζί ζώα διαφορετικού γένους, λ.χ. βόδι με γαϊδούρι, αλλά αφού ζέψεις ζώα του ίδιου γένους, να αλωνίσεις τα σπαρτά σου”, -δηλαδή στο αλώνι της καρδιάς μας να μην αλωνίζουν μαζί αρετή και κακία, αλλά μόνον η αρετή.

“Δεν θα υφάνεις λινό μαζί με μάλλινο ύφασμα, ούτε μαλλί με λινό. Δε θα καλλιεργήσεις στο χωράφι σου δύο είδη καρπών μαζί. Δε θα διασταυρώσεις ζώα διαφορετικού γένους, αλλά θα ενώσεις ζώα ίδιου γένους”.

Με όλα αυτά υπαινίσσεται με μυστικό τρόπο ότι δεν πρέπει να καλλιεργούνται μέσα μας, όπως είπαμε, κακία και αρετή, αλλά να γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της αρετής· ούτε να μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, στο πνεύμα του Θεού και στο πνεύμα του κόσμου, αλλά μόνο στο πνεύμα του Θεού, και να καρποφορεί μόνο τους καρπούς του Πνεύματος.

Γι’ αυτό λέει ο Ψαλμωδός: “Συμμορφωνόμουν σ’ όλες τις εντολές Σου και μίσησα κάθε τι που οδηγεί στην αδικία”» (Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών, 3ος τόμος, Περιβόλι της Παναγίας, μετάφρ. Αντ. Γαλίτη, 1986).

Πρόκειται περί αποσπάσματος από τον λόγο «Περί της πνευματικής τελειότητος» του μεγάλου νηπτικού Πατέρα της Εκκλησίας αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, ο οποίος έζησε την εποχή του Θεοδοσίου του Μεγάλου (4ος αι.) και «με τους υπερβολικούς κόπους της ασκήσεως έγινε τύπος και παράδειγμα του μοναχικού βίου». Κατά τον σπουδαίο μακαριστό Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη «με ένα στόμα και μια καρδιά οι ορθόδοξοι μοναχοί μαρτυρούν ότι ένα από τα εντρυφήματα υψηλής στάθμης και αποφασιστικής διαμορφώσεως μοναχικού ήθους είναι και οι «Πενήντα ομιλίες» του θεοφόρου πατέρα, Μακαρίου του Αιγυπτίου», που σημαίνει ότι και μόνες αυτές «είναι αρκετές να στοιχειώσουν (να διδάξουν) την ψυχή, να την παιδεύσουν και να την ανυψώσουν μέχρι του θρόνου του Θεού, αν ακολουθηθούν πιστά».

Ποια είναι η προϋπόθεση με την οποία εκκινεί τον λόγο του ο άγιος στο παρατιθέμενο κείμενο; Η διαπίστωση ότι ο άνθρωπος μέσα του είναι διχασμένος: συχνά η ψυχή του ακολουθεί δύο γνώμες, το καλό και το κακό, όπως σημειώνει, καλλιεργεί δύο είδη καρπών, ωφέλιμων και βλαβερών, και το χειρότερο˙ μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, του Θεού και του (αμαρτωλού) κόσμου! Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα βεβαίως είναι η απουσία της χάρης του Θεού στην ύπαρξή του – «δεν καρποφορεί τους καρπούς του Πνεύματος» - που θα πει ότι κυριαρχείται τελικώς από το ακατάστατο δαιμονικό πνεύμα και την κόλαση και τη δυστυχία που αυτό αδιάκοπα ζει και μεταφέρει. Ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου διά στόματος αδελφοθέου Ιακώβου σημειώνει ότι «ανήρ δίψυχος, ακατάστατος εν πάσαις ταις οδοίς αυτού», δηλαδή δεν υπάρχει πουθενά ησυχία, ηρεμία και γαλήνη σε όλες τις διαστάσεις της ζωής του ανθρώπου που δεν βρίσκεται αταλάντευτα επί τα ίχνη του Κυρίου και των αγίων Του. Κι αλλού ο ίδιος απόστολος και πάλι θα πει ότι δεν μπορεί μία πηγή πότε να βγάζει νερό καθαρό και πότε βρόμικο, εννοώντας ασφαλώς ότι στην καρδιά του ανθρώπου δεν πρέπει να υπάρχει η διχοστασία και η διχογνωμία, διότι στην ουσία πρόκειται έτσι για μία τρέλα που φανερώνει το ψυχικό έρεβος στο οποίο είναι βυθισμένη αυτή.

Η αιτία για την τραγική αυτή κατάσταση είναι γνωστή: είναι η αμαρτία στην οποία περιέπεσε ο άνθρωπος ήδη απαρχής της δημιουργίας του, η άρνηση να υπακούσει στον Δημιουργό του, οπότε όλη η θεοείδεια του ανθρώπου χάθηκε, απώλεσε αυτός την ομορφιά του εικονισμού του Χριστού στην ύπαρξή του, θόλωσε ο ορίζοντάς του, κινήθηκε και κινείται έκτοτε σαν τυφλός χωρίς νόημα και σκοπό στη ζωή του. Ενώ ο Πατέρας Δημιουργός δηλαδή έδωσε στον άνθρωπο όλες τις δυνατότητες για να ζει και αυτός ως μικρός θεός με απειρία αναπτύξεώς του, εκείνος δυστυχώς με την άρνησή του διασπάστηκε, ο ηγεμόνας νους του που βασίλευε πάνω στη φύση και τη δική του και τη έξω από αυτόν, υποτάχτηκε στα άτακτα πάθη του, οπότε «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Ο μονόδρομος της υπακοής στον Θεό που συνιστούσε τη φυσιολογία και τη χαρά του έγινε η πολλαπλότητα αδιέξοδων δρόμων που δημιουργούσαν οι αμαρτωλές διαθέσεις του, δρόμων που τον έκαναν να στριφογυρίζει γύρω πάντοτε από τον εαυτό του – μία περιδίνηση έκτοτε του εγώ του σαν μία ρουφήχτρα που τον τραβάει στα έσχατα βάθη του προσωπικού του άδη. «Ο υιός μου ούτος νεκρός ην και απολωλώς», νεκρός και χαμένος: η αποτίμηση του ίδιου του Δημιουργού για την κατάντια του αγαπημένου Του πλάσματος μακριά από Εκείνον.

Και βεβαίως ο Κύριος ως η πηγή της αγάπης και της ζωής δεν άφησε το δημιούργημά Του στην τραγική αυτήν κατάσταση. «Έκλινεν ουρανούς και κατέβη» εν προσώπω Ιησού Χριστού, προσέλαβε την πεσμένη ανθρώπινη φύση, την καθάρισε, την έσωσε, της έδωσε και πάλι την αρχική της προοπτική κι ακόμη περισσότερο. Με τον απαραίτητο όρο ο άνθρωπος να θελήσει την επέμβασή Του, να αποδεχτεί ελεύθερα τη δωρεά Του, κατά το «όσοι έλαβον Αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος). Στο πρόσωπο ιδίως της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου βλέπουμε την πιο καθαρή μορφή της συνεργασίας αυτής: «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» - η συνέργεια που σαρκώνει τον Θεό μέσα στον άνθρωπο και τον κάνει «να βαστάζει τον βαστάζοντα πάντα». Με τα λόγια μάλιστα του αγίου Μακαρίου: «Με τη χάρη και τη θεία δωρεά του Πνεύματος ο καθένας από εμάς κερδίζει τη σωτηρία˙ με πίστη πάλι και αγάπη και με αγώνα της αυτεξούσιας προαιρέσεως μπορεί να φτάσει στο τέλειο μέτρο της αρετής. Και τούτο, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή όχι μόνο με τη χάρη, αλλά και με τη δικαιοσύνη. Και μήτε να αξιώνεται την τέλεια αρετή με μόνη τη θεία δύναμη και χάρη, χωρίς να συνεισφέρει και τους δικούς του κόπους, μήτε πάλι με μόνη τη δική του προθυμία και δύναμη να φτάνει το τέλειο μέτρο της ελευθερίας και της καθαρότητας χωρίς να βοηθήσει από ψηλά το χέρι του Θεού».

Λοιπόν, μετά τον ερχομό του Κυρίου Ιησού η πορεία του χριστιανού ξαναγίνεται μονόδρομος. Είναι ο μονόδρομος της απόλυτης και αταλάντευτης υπακοής στο άγιο θέλημα του Θεού, όπως το υπέδειξε ο Ίδιος με την προσευχή που μας δίδαξε, το «Πάτερ ημών», και όπως διαρκώς το λέμε και εμείς, αλλά συχνά χωρίς επίγνωση: «γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης». Με άλλα λόγια ο χριστιανός δεν πρέπει και δεν μπορεί να έχει δύο θελήματα, δεν μπορεί να αλλοιθωρίζει σε δύο κατευθύνσεις, δεν πρέπει να παρουσιάζει συμπτώματα πνευματικής σχιζοφρένειας. Ο Κύριος με απόλυτο τρόπο το απεκάλυψε πολλές φορές: «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Όποιος θέλει να είναι φίλος του (αμαρτωλού) κόσμου γίνεται εχθρός του Θεού». «Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου» - λόγια που αν τα συνειδητοποιούσαμε θα βρισκόμασταν εσαεί στην πιο μεγάλη πνευματική ένταση, σαν τον αθλητή που είναι έτοιμος να ακούσει το κέλευσμα για να ξεκινήσει όλος μάτια και αυτιά στο αγώνισμά του.

Και η ετοιμότητα αυτή και η ένταση αυτή έχει ως θεμέλιο όχι μία τυπική συμμόρφωση προς κάποιους κανόνες, αλλά τη θερμή αγάπη προς τον ίδιο τον Δημιουργό, ο Οποίος πρώτος Αυτός μας αγάπησε με απόλυτο τρόπο και μας κάλεσε εξίσου να ανταποκρινόμαστε κι εμείς. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού δηλαδή είναι η ανταπόκριση της αγάπης μας στην αγάπη Εκείνου, η καρδιά που γεύεται τον παλμό της αγάπης του Άλλου και τρέχει σαν το παιδί στην αγκαλιά της μάνας του. «Ημείς αγαπώμεν» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, «ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Οι θείοι έρωτες των αγίων μας που ένιωσαν την ανάγκη να τους καταγράψουν ήταν ακριβώς το ξέσπασμα της καρδιάς τους που τους ανάγκαζε να πουν στον Κύριο ό,τι τους «έλιωνε» απέναντί Του, σαν τον ερωτευμένο που κινείται εκστατικά και γράφει ποιήματα προς την ερωμένη του. «Τον Θεό δεν Τον φοβάμαι, γιατί Τον αγαπώ» (Μ. Αντώνιος).

Μας το έχει δώσει και ως εντολή ο Θεός μας, μέσα στο πλαίσιο της αγάπης Του: να Τον αγαπάμε χωρίς κρατούμενα και αν. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». «Γίνου πιστός άχρι θανάτου». Κι ήταν ο Κύριος ο Ίδιος που το έδειξε σε όλη τη διαδρομή της επί γης παρουσίας Του: δεν υπήρχε σ’ Αυτόν «ναι και όχι», κατά τον απόστολο Παύλο, αλλά μόνον «ναι». Η φορά του Κυρίου προς μόνο το θέλημα του Θεού Πατέρα. «Πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως Συ». Πρόκειται, να το υπενθυμίσουμε, για τη μόνη προϋπόθεση που πλαταίνει την ανθρώπινη καρδιά και τον κάνει να γεύεται την απειρία του Δημιουργού του, να πορεύεται αδιάκοπα «εκ πίστεως εις πίστιν» και «από δόξης εις δόξαν», εκεί που «γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της αρετής» (άγιος Μακάριος). 

Η ΑΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΚΛΑ

«Η αγία Θέκλα καταγόταν από την πόλη του Ικονίου, η μητέρα της λεγόταν Θεόκλεια και ανήκε σε ευγενές και ένδοξο γένος. Κατηχήθηκε τον λόγο της πίστεως από τον μεγάλο απόστολο Παύλο, τον οποίο άκουσε να διδάσκει στο σπίτι του Ονησιφόρου. Όταν έγινε χριστιανή, ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε μνηστευθεί τον Θάμυρη. Αφού περιφρόνησε τη φωτιά, στην οποία την έβαλαν, τη μητέρα της και τον μνηστήρα της, ακολούθησε τον Παύλο. Μετά από αυτά βρέθηκε στην Αντιόχεια, κι εκεί λόγω της πίστεώς της ρίχθηκε από τον Αλέξανδρο στα θηρία και σε ταύρους, προκειμένου να την κομματιάσουν. Από όλα όμως σώθηκε με τη χάρη του Θεού, οπότε άρχισε να περιέρχεται διάφορες πόλεις κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αποτέλεσμα να φέρει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Ύστερα επανήλθε στην πατρίδα της, όπου αποσύρθηκε σε κάποια από τα βουνά της και ασκήτεψε μόνη της. Επιτέλεσε πολλά θαύματα στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν, μέχρις ότου τελείωσε τη ζωή της, μπαίνοντας μέσα σ’  ένα βράχο που άνοιξε με τη δύναμη του Θεού για χάρη της. Όλος ο χρόνος της ζωής της  ήταν ενενήντα έτη».

Δεν είναι μόνον οι άνδρες που μπορεί να καυχώνται για τον πρώτο εν μάρτυσι, τον άγιο Στέφανο. Είναι και οι γυναίκες που αντιστοίχως έχουν την πρώτη μεταξύ των γυναικών μάρτυρα, την αγία Θέκλα, μεγαλομάρτυρα επίσης και ισαπόστολο. Η αγία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αγίων και των μαρτύρων, όχι μόνον ως «σύναθλος Στεφάνου», αλλά και ως «συνόμιλος Παύλου». Διότι κ α ι από τον απόστολο Παύλο μεταστράφηκε και έγινε χριστιανή,  αλλά κ α ι τον ακολούθησε σε πολλές από τις περιοδείες του, δείχνοντας τέτοιο ανδρείο φρόνημα, ιδίως σ’  αυτά που υπέστη, που έκανε, κατά τον υμνογράφο,  την προμήτορα Εύα, η οποία υποτάχτηκε στα κελεύσματα του διαβόλου, να χαίρεται, γιατί βρέθηκε γυναίκα να υποτάσσει τον πονηρό. «Εύα χαίρει, καθορώσα γυναιξί τον όφιν υποπίπτοντα».

Ο υμνογράφος ιδιαιτέρως επιμένει στο γεγονός ότι η αγία, νεότατη στην ηλικία, ευθύς ως έγινε χριστιανή, άφησε τον μνηστήρα της, για να γίνει ακόλουθος του Παύλου και ευαγγελίστρια Χριστού. Η μεταστροφή της αυτή, από έγγαμος που επρόκειτο να γίνει, τελικώς να αφιερωθεί ως άγαμη στον Χριστό, δεν οφείλετο βεβαίως σε μία υποβάθμιση του γάμου. Κάτι τέτοιο δεν είναι χριστιανικό, αφού ο γάμος και η κατά Χριστόν παρθενία θεωρούνται εκ Θεού και ισάξιοι δρόμοι μέσα στην Εκκλησία, που ορθά ασκούμενοι εκβάλλουν στη βασιλεία του Θεού. Άλλωστε ο Θάμυρης ο μνηστήρας της ήταν ειδωλολάτρης και η σχέση τους είχε ξεκινήσει πριν γίνει η αγία χριστιανή, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για γάμο, κατά τον τρόπο τον χριστιανικό. Η αγία απλώς, μπροστά στο νέο που ανοίχτηκε ενώπιόν της, τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, θέλχτηκε από την αγάπη προς Εκείνον, τόσο που θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να ζει όπως και πριν. Μπροστά στο δίλημμα: μαζί με τον μνηστήρα της σε μία ζωή ειδωλολατρική ή μαζί με τον Χριστό ως χριστιανή, χωρίς δισταγμό προτίμησε το δεύτερο. Διότι κατενόησε ότι η αγάπη προς τον Χριστό ήταν πάνω από όλα. «Ο φιλών…τι υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» είπε ο Κύριος. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά, αν και ο Θάμυρης ήταν χριστιανός. Τότε θα συναγωνίζονταν για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Ως ειδωλολάτρης όμως ο μνηστήρας δεν είχε πολλά περιθώρια να «επιβιώσει» πια στη σχέση αυτή. Ο υμνογράφος το επισημαίνει: «Μνηστευθείσαν Θαμύριδι, ο νυμφαγωγός σε Παύλος ηρμόσατο, τω νυμφίω ως αμώμητον, τω επουρανίω Θέκλα πάνσοφε». Δηλαδή, Θέκλα πάνσοφε, ο νυμφαγωγός Παύλος ένωσε εσένα, που ήσουν μνηστευμένη με τον Θάμυρη, σαν αγνή νύμφη με τον επουράνιο νυμφίο (Χριστό). Ποιος μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό και με την αγάπη Εκείνου; Η αγάπη προς τον Χριστό έκανε πια τη Θέκλα να θεωρεί παραλήρημα τα όποια λόγια που έλεγε ο Θάμυρης: «Θαμύριδος τα ρήματα, ώσπερ λήρον Μάρτυς εμυκτήρισας».

Αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο πόθος της αγίας προς τον Δημιουργό της είναι εκείνο που επίσης διαπιστώνει ο υμνογράφος. Αν η αγία Θέκλα νίκησε τον ανθρώπινο έρωτα – νόμιμο κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως – αν νίκησε το φίλτρο προς τη μητέρα της, αν νίκησε όλες τις ηδονές που υπόσχεται η νεανική ηλικία, ήταν γιατί ακριβώς η καρδιά της κυριαρχήθηκε από τον νυμφίο της Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο ποιητής: «ο πόθος του Ποιητού, των κτισμάτων ενίκα τους έρωτας». Κι είναι τούτο ό,τι επισημαίνουμε γενικώς στους αγίους μας: μπορούν να υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια, μπορούν και φαίνονται υπεράνθρωποι και ήρωες, γιατί η αγάπη του Χριστού τους συνέχει. Σαν τον απόστολο Παύλο μπορούν και εκείνοι να λένε: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη, στενοχώρια, κίνδυνος, μαχαίρι; Ούτε θάνατος ούτε κάποια κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Εκείνου». Αυτήν την αγάπη του Χριστού πρέπει να έχει και κάθε χριστιανός, αν θέλει να ζει ως χριστιανός. Και για να την αποκτήσει, πρέπει πρώτα από όλα να νιώσει την έλλειψή της στη ζωή του και να την ζητήσει από Εκείνον που τη χορηγεί: τον ίδιο τον Κύριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την ζητάμε. Και δεν τη ζητάμε, γιατί δεν νιώθουμε την έλλειψή της. Και δεν νιώθουμε την έλλειψή της, γιατί άλλες αγάπες, του κόσμου τούτου, κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αγάπες όμως φθαρτές, που το μόνο που προσφέρουν είναι η θλίψη και ο θάνατος.  

23 Σεπτεμβρίου 2024

ΜΗΝ ΕΡΕΘΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΟΡΕΞΗ ΜΑΣ!

 

«Απόφευγε σαν μάστιγα τους τόπους των πτώσεων. Διότι όταν δεν υπάρχει εμπρός μας ένα οπωρικό, δεν ερεθίζεται και τόσο η όρεξή μας» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. γ´, 10)

«Εκ του οράν το εράν», από την όραση πηγάζει η επιθυμία. Ένα παλιό γνωμικό που καταγράφει αυτό που συμβαίνει με την ανθρώπινη φύση:  αυτό που έχουμε μπροστά μας, προκαλεί την επιθυμία μας για να το γευθούμε. Κι όχι μόνο η όραση, κατεξοχήν βεβαίως αυτή, αλλά και οι άλλες αισθήσεις:  προκαλούμενες εξάπτουν την επιθυμία στον άνθρωπο. Εκεί δεν στηρίζεται και όλη η επιστήμη με τις διαφημίσεις;  Μας φέρνουν το προϊόν μπροστά μας, με ωραίο περιτύλιγμα, εξωραϊσμένο στο ανώτερο δυνατό, ολοζώντανο, ντυμένο και με την κατάλληλη μουσική, και χωρίς να το χρειαζόμαστε μας προκαλούν να το πάρουμε, να το δοκιμάσουμε. Μας κάνουν να το θεωρούμε απαραίτητο στη ζωή μας.

Μην υπερτιμάμε λοιπόν τις δυνάμεις μας. Απαιτείται αυτοσυγκράτηση σε όλα: στα μάτια πρώτα και σε όλες τις αισθήσεις έπειτα. Και ιδίως, εκεί που έχει υπάρξει πτώση, δεν πρέπει να ξαναβρεθούμε. Ή αν βρεθούμε εξ ανάγκης, να είμαστε σε επιφυλακή.

Ισχύει όμως και το αντίστροφο: αφού προκαλούμαστε στην επιθυμία μας με την όρασή μας και με ό,τι μας φέρνει στη μνήμη ο τόπος μιας πτώσεως, ας επιλέγουμε εκείνους τους τόπους, εκείνες τις καταστάσεις, εκείνους τους ανθρώπους, που μας προκαλούν στο αγαθό. Έλεγε ο άγιος Επιφάνιος ότι και μόνη η θέα της Αγίας Γραφής για παράδειγμα μας ωθεί στο αγαθό. Πόσες φορές μία εικόνα του Χριστού, της Παναγίας, ενός αγίου δεν μας έκαναν να θελήσουμε να προσευχηθούμε;  Πόσες φορές ένας αγιασμένος τόπος:  ένας ναός, ένα μοναστήρι, δεν μας οδήγησαν σε κατάνυξη;  Κι ακόμη:  πόσες φορές η συνάντηση με έναν γνήσιο άνθρωπο του Θεού δεν μας έδωσε την αφορμή μετανοίας μας και εσωτερικής αλλαγής;

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

«Ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει στο ευαγγέλιό του ότι όταν εισήλθε ο πρεσβύτης και δίκαιος Ζαχαρίας στα Άγια των Αγίων, προκειμένου να προσφέρει τη θυσία του θυμιάματος, κατά τον καιρό της εφημερίας του στον Ναό, φανερώθηκε σ’  αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος του μετέφερε τη χαρμόσυνη είδηση ότι πρόκειται η γυναίκα του Ελισάβετ να γεννήσει γιο κατά το γήρας της, Προφήτη και Πρόδρομο, φωνή και κήρυκα και παντοτινό λυχνάρι, τον μύστη της χάρης του Θεού. Αυτήν τη θεία σύλληψη είπε στον προφήτη και ιερέα Ζαχαρία ο θείος αρχιστράτηγος με τα λόγια: «Εισακούστηκε η δέησή σου», οπότε με την παράδοξη αυτή γέννα λόγω γηρατειών και στειρώσεως της Ελισάβετ, άρχισε να προμηνύεται και ο θείος και παρθενικός τόκος της παναχράντου Θεοτόκου».

Θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι η σημερινή εορτή της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου δεν στηρίζεται σε κάποιες πληροφορίες αποκρύφων ευαγγελίων, τις οποίες ενδεχομένως μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, αλλά αποτελεί βεβαιότατο γεγονός, το οποίο καταγράφεται, όπως είπαμε και παραπάνω, από τον άγιο ευαγγελιστή Λουκά. Κι αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία μας εντάσσοντας το γεγονός αυτό μέσα στα θεόπνευστα κείμενά της θέλει να τονίσει τη σημασία του ερχομού στον κόσμο του Ιωάννου Προδρόμου, εκείνου του προφήτη δηλαδή που θα προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου. Με την προοπτική και πάλι του Κυρίου Ιησού Χριστού αξιολογείται το γεγονός της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου, δηλαδή υπό το φως του Ήλιου κατανοείται το φως του λύχνου. Διότι διαφορετικά η σημασία του θα είχε την ίδια ισχύ με τη σύλληψη και κάθε άλλου ανθρώπου, που έρχεται, με την ευδοκία ασφαλώς  του Θεού, στον κόσμο.

Πέραν της παραπάνω πραγματικότητας την οποία ποικιλοτρόπως προβάλλουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, εκείνο που θεωρείται αξιοπρόσεκτο, κατά τον υμνογράφο, είναι η αντίδραση του δικαίου Ζαχαρία απέναντι στον αρχάγγελο Γαβριήλ, όταν εκείνος του ευαγγελίζεται τη γέννηση του υιού του: αμφισβητεί τα λόγια του απεσταλμένου του Κυρίου, διότι στηρίζεται στη λογική και την εμπειρία του. Πώς είναι δυνατόν από γέρο άνθρωπο και γερόντισσα γυναίκα, και μάλιστα στείρα, να γεννηθεί ένα παιδί; «Ελισάβετ τα μέλη νενέκρωται, και εμού δε το γήρας, δυσπιστίαν νυν τεκμαίρεται» - τα μέλη της Ελισάβετ έχουν νεκρωθεί και τα δικά μου γηρατειά τώρα φέρνουν μόνο δυσπιστία. Ο υμνογράφος όμως συνεχίζει να ερμηνεύει το σκεπτικό του Ζαχαρία: όχι μόνο η φυσική τάξη των πραγμάτων ανατρέπεται με όσα μεταφέρει ο άγγελος, αλλά και από πλευράς πνευματικής υπάρχει, κατ’  αυτόν, κάτι ανάποδο: «εγώ γαρ ήλθον την σωτηρίαν λαού αιτήσασθαι, ουχί δε κομίσασθαι παίδα, ως προσφωνείς». Εκείνο δηλαδή που πρέπει να επέτεινε την αμφισβήτηση του αγίου Ζαχαρία και επομένως να τον οδηγούσε σε καχυποψία ότι δεν αληθεύουν τα λόγια της ουράνιας οπτασίας, ήταν ότι ο ευαγγελισμός για τον «υποτιθέμενο» γιο του ερχόταν σε μία στιγμή πνευματικής λειτουργίας, σε ώρα δηλαδή προσευχής, και μάλιστα υπέρ της σωτηρίας του λαού. «Εγώ ήλθα εδώ στον Ναό, όπως σημειώνει ο υμνογράφος, για να ζητήσω από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και όχι να αποκτήσω παιδί, όπως μου λές εσύ». Κι αλλού: «Αμφίβολον κέκτημαι την διάνοιαν εγώ, και απιστώ τοις λόγοις σου, τω Αρχαγγέλω έφη ο Ιερεύς. Λαού σωτηρίαν γαρ, ουκ εμής εξ οσφύος καρπόν ήτησα». Αμφιβάλλω εγώ και απιστώ στα λόγια σου, είπε ο Ιερεύς στον αρχάγγελο, γιατί ζήτησα τη σωτηρία του λαού και όχι καρπό από την οσφύ μου.

Αυτό όμως που φαίνεται τόσο «λογικό» για τον άγιο Ζαχαρία, και μάλιστα η αμφισβήτηση της εκ Θεού προέλευσης της οπτασίας λόγω του περισπασμού από το περιεχόμενο της προσευχής του: να ζητάει από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και να του προκύπτει κάτι προσωπικό του, ένα παιδί, είναι εκείνο στην πραγματικότητα που ερχόταν ως απάντηση ακριβώς της προσευχής αυτής. Διότι η γέννηση του παιδιού του Ιωάννη ήταν η απαρχή της σωτηρίας του λαού. Με αυτόν θα ξεκινούσε η σωτηρία ως κήρυγμα μετανοίας για να γίνει αποδεκτός ο Μεσσίας. Με άλλα λόγια ο Ζαχαρίας δεν μπορούσε να κατανοήσει ότι ο Θεός τού έδινε ό,τι ζητούσε, δηλαδή αδυνατούσε να διεισδύσει στον τρόπο δράσεως του Θεού.

Κι είναι κάτι στο οποίο τελικώς «σκοντάφτουμε» οι περισσότεροι. Διότι και εμείς ζητάμε από τον Θεό διάφορα πράγματα, και μάλιστα κάτω από πνευματικές προϋποθέσεις. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι η «άρνηση» του Θεού να μας απαντήσει ή συμβάντα σε εμάς «ξένα» προς αυτά που ζητάμε, συνιστούν τελικώς αυτό που είναι η απάντηση του Θεού ακριβώς στα αιτήματά μας. Πρέπει ίσως να «επιτρέπουμε» στον Θεό να βλέπει πέρα από ό,τι βλέπουμε εμείς και ίσως πάλι να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής του δικού Του θελήματος ως πιο ευεργετικού για εμάς από το δικό μας. Ας  θυμηθούμε και αυτό που συνέβη και στον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη: Δέχτηκε «άδικη» επίθεση από έναν ιερέα και ταράχτηκε, χωρίς όμως να μιλήσει. Κι όταν έπειτα άρχισε να ανακρίνει τους λογισμούς του, για να καταλάβει τι έγινε, διεπίστωσε ότι ζητούσε από τον Θεό καρδιακά να του δώσει ταπείνωση. Κι ο Θεός τού έδωσε την αφορμή: «άλλαξε» λίγο τη συμπεριφορά του ιερέα απέναντί του, προκειμένου ακριβώς να του δώσει την ευκαιρία να αγωνιστεί να αποκτήσει την ταπείνωση. Ο Θεός λοιπόν πάντοτε μας ακούει, πάντοτε μας απαντάει, πρέπει όμως να έχουμε κι εμείς ανοικτά τα μάτια μας για να διακρίνουμε ορθά την απάντησή Του.