Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Μαρτίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

 

«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34)

Ο Σταυρός του Κυρίου προβάλλεται από την Εκκλησία μας στο μέσον της Σαρακοστής ως όραμα και τελική αναφορά, αλλά και ως αναψυχή και ανάπαυλα, προκειμένου ο χριστιανός να μπορέσει να ακολουθήσει τον Κύριο. Ακολουθώ τον Χριστό δηλαδή σημαίνει σταυρώνομαι μαζί Του, που θα πει  αποκτώ τις προϋποθέσεις ανάστασης με την Ανάστασή Του.  Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας στοιχεί ακριβώς πάνω στο σκεπτικό αυτό, καθώς ακούμε τα λόγια του ίδιου του Κυρίου:  «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι».

1. Ο Κύριος μέσα στο πλαίσιο της άπειρης αγάπης Του προς τον άνθρωπο, αγάπης που Τον οδήγησε  πάνω στον Σταυρό, μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε, γιατί Αυτός είναι ο Σωτήρας μας. Προς τούτο  έρχεται και όχι μόνο μας ανοίγει τα μάτια για να δούμε τον ορθό προσανατολισμό μας, αλλά μας εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, ώστε με τη δική Του δύναμη να βρούμε τον βηματισμό μας. Αν δεν συνέβαινε αυτό, αν ο Κύριος ερχόταν απλώς για να μας πει μόνοι μας να Τον ακολουθήσουμε, δεν θα διέφερε από τους άλλους τυράννους της ανθρωπότητας, και μάλιστα ακόμη περισσότερο: όντως θα «έπαιζε» μαζί μας, «διασκεδάζοντας» με τις αδυναμίες μας και την επίγνωση από εμάς αυτών των αδυναμιών.

2. Η κλήση λοιπόν του Χριστού να Τον ακολουθήσουμε γίνεται, αφού έχει δώσει όλες τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Κι είναι σημαντική η επισήμανση ότι η κλήση αυτή γίνεται σε χρόνο διαρκείας: «ακολουθείτω μοι». Να ακολουθούμε τον Χριστό, πάντοτε και χωρίς διακοπές. Μία διακεκομμένη ακολουθία του Χριστού – μία μαζί Του και μία όχι – συνιστά τη διψυχία που λέει ο άγιος Ιάκωβος, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η ακαταστασία. Ο ίδιος ο Κύριος μάλιστα σε άλλο σημείο απεκάλυψε ότι κάθε μη ακολουθία Του δεν είναι στάση, που μπορεί να φέρει την επανεκκίνηση από το ίδιο σημείο, αλλά οπισθοδρόμηση και εναντίωσή Του. «Ο μη ων μετ’  εμού κατ’  εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’  εμού σκορπίζει».

3. Ακριβώς λοιπόν πάνω σ’  αυτήν την αδιάκοπη ακολουθία του Χριστού, για να μην υπάρχουν οι αποκλίσεις που ακυρώνουν τη σωτηρία του ανθρώπου, έρχονται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ίδιος.

(1) Και πρώτη προϋπόθεση είναι η ελευθερία του ανθρώπου. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». Όσο κι αν είναι εντελώς απαραίτητη η ακολουθία του Κυρίου – πιο απαραίτητη κι από τον ίδιο τον αέρα που αναπνέουμε – όμως ο Θεός δεν μας εκβιάζει. Μας δίνει την ώθηση, παρακολουθεί την πορεία μας, αλλά δεν μας υποκαθιστά. Τον τελευταίο λόγο για τη σωτηρία του δηλαδή τον έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Κι ο λόγος είναι γνωστός: ο Θεός μάς δημιούργησε ελεύθερους. Η χριστιανική πίστη αναπτύσσεται μέσα στον αέρα της ελευθερίας.

(2) Δεύτερη προϋπόθεση είναι η απάρνηση του εαυτού. «Απαρνησάσθω εαυτόν». Πρόκειται περί του εγωιστικού εαυτού, εκείνου που «τραβάει» τον άνθρωπο πάντοτε προς τα κάτω, στα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας. Διότι ναι μεν μας δόθηκε η ελευθερία από τον Κύριο, αφότου μάλιστα ενωθήκαμε με Αυτόν διά του αγίου βαπτίσματος, αλλά το τρεπτό της θελήσεώς μας εξακολουθεί και υφίσταται, συνεπώς εναπόκειται σε εμάς αν θα επιβεβαιώνουμε τη ζωή μας ως ακόλουθοι του Χριστού ή ως ακόλουθοι των παθών μας. Εδώ κατανοούμε την άσκηση βίας στον εαυτό μας, που λέει ο Κύριος: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Οπότε η  ακολουθία του Χριστού απαιτεί  συνεχή κίνηση: μία αδιάκοπη και στο έπακρο ενεργητικότητά του. Η νήψη, ως εγρήγορση, λοιπόν είναι το κύριο χαρακτηριστικό του πιστού.

(3) Και η τρίτη προϋπόθεση: «Και αράτω τον σταυρόν αυτού». Πρόκειται για τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, όπως το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να παρακάμψουμε τον σταυρό, ακολουθώντας τον Κύριο, αφού ο Σταυρός υπήρξε το κύριο γνώρισμα της ζωής Του, απαρχής μέχρι τέλους. Τι σημαίνει όμως άρση του σταυρού; Σημαίνει ζωή κατά το πρότυπο του Κυρίου: απόλυτης υπακοής στον Θεό, θυσιαστικής αγάπης στον συνάνθρωπο, ταπείνωσης ως προς τον εαυτό. Με άλλα λόγια, κάνω κέντρο της ζωής μου το θέλημα του Θεού, άρα αγαπώ Εκείνον και την εικόνα Του τον άνθρωπο, κι αυτό με τη βεβαιότητα ότι απλώς πορεύομαι στη φυσιολογία της ζωής μου: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».

Η χριστιανική πίστη μάς καλεί σε μία συνεχή υπέρβαση του εαυτού μας. Όποιος είπε ότι ο χριστιανισμός είναι εύκολη υπόθεση, μάλλον είναι άγευστος της ζωής του. Το παρήγορο όμως είναι ότι κι αν κάπου αποκλίνουμε, αν στην καθημερινή ζωή μας βλέπουμε την αδυναμία μας, όμως δεν απελπιζόμαστε. Η κάθε πτώση μας, αν μας οδηγεί σε ταπείνωση, λειτουργεί ανυψωτικά, γιατί και εκεί έρχεται ο Κύριος, ο Οποίος μας προσφέρει πολλαπλασίως τη χάρη Του. Το θέμα είναι μήπως ακολουθούμε δαιμονική οδό: να αμαρτάνουμε και να καυχόμαστε γι’  αυτό.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

 

«Προσερχώμεθα οὖν μετά παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (῾Εβρ. 4, 16)

(῎Ας πλησιάσουμε λοιπόν μέ θάρρος τόν θρόνο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς σπλαγχνιστεῖ καί νά μᾶς δωρίσει τήν χάρη Του, τήν ὥρα πού τήν χρειαζόμαστε).

Στό μέσον τῆς Σαρακοστῆς ἡ ᾽Εκκλησία προβάλλει τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου πρός ἐνίσχυση γιά τό ὑπόλοιπο διάστημα τῆς Νηστείας, λόγω τῶν καμάτων πού ὁ καθένας κατά τίς ἀντοχές του ἔχει καταθέσει στόν πνευματικό ἀγώνα. Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα σχετίζεται μέ τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, γιατί ἀναφέρεται στό ἀρχιερατικό ἀξίωμά Του, ὅτι δηλαδή ὁ Κύριος εἶναι ὁ μέγας καί ἀληθινός ἀρχιερέας, ὁ ῾Οποῖος μέ τήν σταυρική Του θυσία, ῾αἵρων τάς ἁμαρτίας ἡμῶν᾽, μᾶς ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Θεό κι εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς βοηθήσει στήν ὅποια ἀδυναμία παρουσιάζουμε κατά τήν πορεία μας στόν κόσμο τοῦτο. ῾Η παραπάνω προτροπή λοιπόν τοῦ ἀποστόλου εἶναι εὐνόητη.

1. ῾Ο θρόνος τῆς χάριτος εἶναι ἀνοικτός πιά γιά τούς ἀνθρώπους. ῾Ο Κύριος γενόμενος ἄνθρωπος καί καταργώντας τήν ἁμαρτία πού μᾶς χώριζε ὡς φράγμα ἀπό τόν Θεό, μᾶς προσέλαβε καί μᾶς ἔκανε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, ὁπότε δι᾽ Αὐτοῦ καί ἐν Αὐτῷ ὡς μέλη Του ἔχουμε δίοδο στήν Βασιλεία Του: μέ Αὐτόν μποροῦμε καί βλέπουμε καί πάλι τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἤ ἀλλιῶς  γινόμαστε μέτοχοι τῆς κοινῆς ἐνέργειας ὅλης τῆς Τριαδικῆς θεότητος.  ῾Ο ἄνθρωπος μπορεῖ καί ζεῖ ἤδη ἀπό τώρα στά ὅρια τῆς ὕπαρξής του, τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. ᾽Εν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ναός δηλαδή τοῦ ἐν αὐτῷ οἰκοῦντος ῾Αγίου Πνεύματος. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου, διά τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε ἡ κατάργηση τῆς ἁμαρτίας, χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας ὡς κλειδί τοῦ Παραδείσου καί θυρῶν αὐτοῦ ἀνοικτήριον.

2. ῾Η προτροπή ὅμως τοῦ ἀποστόλου: «προσερχώμεθα» (ἄς προσερχόμαστε, ἄς πλησιάσουμε) ὑπονοεῖ καί τό αὐτονόητο: ὅτι βεβαίως ὁ Κύριος μᾶς ἔχει προσφέρει τό σημαντικότερο ὅλων τῶν ἀγαθῶν, δηλαδή τήν ἀποκατάστασή μας καί τήν ἐν Θεῷ πιά παραμονή μας, ὅμως ἀπαιτεῖ ἀντιστοίχως καί τήν δική μας συγκατάθεση. ῾Ο δρόμος εἶναι ἀνοικτός, ἡ χάρη Του μᾶς ἐνισχύει, ἄν ὅμως κι ἐμεῖς δέν κάνουμε τό βῆμα πού χρειάζεται ἡ χάρη αὐτή παραμένει ἀνενέργητη. ῾Η συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι δεδομένη στήν πίστη μας γιά τό γεγονός τῆς σωτηρίας. ῾Συνεργοί Θεοῦ ἐσμεν᾽ θά σημειώσει ὁ ἀπόστολος. Λοιπόν, τά πάντα μπορεῖ ἤδη νά ἔχουν ἀνοιχθεῖ, ἡ φυλακή τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ νά ἔχει γκρεμισθῆ, τά δεσμά δέν ὑφίστανται, ἀλλά πρέπει καί ὁ ἄνθρωπος νά ἀνοίξει τά μάτια του γιά νά δεῖ τήν ἐλευθερία πού τοῦ δόθηκε καί νά θελήσει νά φύγει ἀπό τά δεσμά. Διαφορετικά, ὁ ἴδιος ξαναθέτει τόν ἑαυτό του μέσα σέ αὐτά, ὅταν μάλιστα καραδοκεῖ καί ὁ αἰώνιος ἐχθρός, ὁ ὁποῖος μπορεῖ μέν νά εἶναι ἡττημένος, ἀποκτᾶ ὅμως συνθῆκες νίκης του ὅταν τόν καλεῖ ἡ ἀμέλεια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου.

3. ῾Ο ἀπόστολος προχωρεῖ ὅμως περαιτέρω. Καλεῖ τόν πιστό πού ἐν πίστει ἔχει ἀποδεχθῆ τόν Χριστό καί ἔχει γίνει μέλος Του ἐν ᾽Εκκλησίᾳ νά προσέλθει μέν καί νά ἀπολαύσει τίς δωρεές πού ἀπέρρευσαν ἀπό τήν Σταυρική Του θυσία, ἀλλά «μετά παρρησίας», μέ θάρρος. Σάν νά λέει ὁ ἀπόστολος: μήν πλησιάζετε τόν Θεό σάν φτωχοί συγγενεῖς. Εἶστε μέ τόν Χριστό παιδιά τοῦ Πατέρα καί γι᾽ αὐτό ὅπως τά παιδιά ἔχουν θάρρος ἀπέναντι στόν πατέρα τους, ἔτσι κι ἐσεῖς. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο ὅ,τι μᾶς πρόσφερε ὁ Χριστός γιά τήν σωτηρία μας ἦταν καρπός τῆς ἀγάπης Του, ἀλλά αὐτή ἡ ἀγάπη Του παραμένει ἀνεξάντλητη. ᾽Εκεῖνος πού μᾶς ἔδωσε τήν χάρη Του, πού θά πεῖ ὁλόκληρο τόν ῾Εαυτό Του, ὁ ῎Ιδιος νιώθει χαρά νά Τήν γευόμαστε διαρκῶς, ὅπως τά παιδιά κατά τρόπο φυσικό γεύονται τά ἀγαθά στό σπίτι τοῦ πατέρα τους.

Καί νά πού ἡ ᾽Εκκλησία μας αὐτήν τήν ἀλήθεια μᾶς καλεῖ νά τήν βιώνουμε πάντοτε βεβαίως, κυρίως ὅμως σέ ὅ,τι συνιστᾶ κέντρο καί πυρήνα τῆς ζωῆς της, τήν Θεία Λειτουργία. Στήν Θεία Λειτουργία, ὅταν πιά ἔχουν μείνει οἱ πραγματικοί πιστοί, οἱ βαπτισμένοι καί χρισμένοι στό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀκοῦνε τήν προτροπή τοῦ ἱερέα ῾καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα᾽ (καταξίωσέ μας, Δέσποτα, μέ θάρρος καί ἀκατάκριτη συνείδηση, νά τολμοῦμε νά Σέ προσφωνοῦμε Πατέρα). ᾽Εκεῖ λοιπόν στό μυστήριο αὐτό τῶν μυστηρίων βρίσκουμε τό σημεῖο συντονισμοῦ μας μέ τήν δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Στή Θεία Λειτουργία καί στή μετοχή συνεπῶς τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου νιώθουμε πραγματικά παιδιά τοῦ μεγάλου Πατέρα μας, νιώθουμε κυριολεκτικά σάν στό σπίτι μας.

4. ῾Οπότε στήν χαρισματική αὐτή κατάσταση λειτουργίας τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εὑρισκόμενος ὁ πιστός ὡς μέλος ᾽Εκείνου, συντονισμένος μέ τόν ρυθμό τῆς κεφαλῆς πού εἶναι ὁ Χριστός, τῶν ἐξαιρέτων μελῶν πού εἶναι ἡ Παναγία καί οἱ ἅγιοί μας, τῶν ἀδυνάτων λοιπῶν μελῶν πού συνιστοῦμε τήν στρατευόμενη ᾽Εκκλησία, ἔχει τήν βεβαιότητα λήψεως τῆς χάρης καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ. ῾῞Ινα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν᾽. Καί μάλιστα ῾τήν ὥρα πού χρειαζόμαστε τήν χάρη αὐτή᾽ (῾εἰς εὔκαιρον βοήθειαν᾽). Πού σημαίνει: στό ὅποιο πρόβλημά μας ἤ καί στήν μεγαλύτερη χαρά μας τό πιό δυνατό σημεῖο μας, ἡ ὥρα τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί γιά ἐμᾶς εἶναι ὁ ἐκκλησιασμός μας. Καί πῶς μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ μετά ἀπό λίγο ὁ πιστός θά κληθεῖ νά κοινωνήσει ῾μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης᾽ τόν ἴδιο τόν Κύριο ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, κατά τήν ἀψευδῆ βεβαίωσή Του; Τότε θά γίνει κι αὐτός κατά χάριν ἕνας μικρός θεός, κατά συνέπεια ὅλα τά ἀνθρώπινα θά ῾λιώσουν᾽ κάτω ἀπό τό πῦρ τῆς θεότητος!

Μιλᾶμε ὅμως γιά συντονισμό τοῦ πιστοῦ μέ τόν ρυθμό τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς, πού σημαίνει ὅτι ὄχι μόνο ὁ πιστός πιστεύει στόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία, ἀλλά καθορίζει καί ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς του μέ βάση τό ἅγιο θέλημα ᾽Εκείνου, δηλαδή τήν ἀγάπη. Πιστός πού δέν ἔχει μπεῖ σ᾽ αὐτόν τόν ρυθμό δέν εἶναι ἀληθινός πιστός, γι᾽ αὐτό καί ἀφενός ἡ μετοχή του στήν Θεία Λειτουργία μπορεῖ νά τοῦ προκαλέσει πνευματικό ῾ἔμφραγμα᾽, ἀφετέρου ἡ ὅποια ἐνδεχόμενη παρρησία του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά λειτουργεῖ ὡς θράσος ἀπέναντί Του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἀποτρέπουν ἀπό τήν συμμετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία ἐκείνους πού δέν ζοῦν μέ ἀγάπη καί κρατᾶνε κακία στήν ψυχή τους ἀπέναντι στόν ὁποιοδήποτε συνάνθρωπό τους· γιά τόν λόγο ἀκριβῶς ὅτι ἡ θεία Κοινωνία θά τούς κάνει κακό καί θά εἶναι ῾εἰς κρίμα καί κατάκριμά᾽ τους.

Νά προσερχόμαστε μέ θάρρος στόν θρόνο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν θυμίζει τοῦτο τήν πορεία τοῦ ἀσώτου ὅταν ἔπαιρνε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς πρός τόν Πατέρα του; Κι ἐκεῖνος προσερχόταν, παρ᾽ ὅλες τίς ἐπιφυλάξεις του, μέ θάρρος, γιατί πίστευε στήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα. Καί τελικῶς τό παράδειγμά του μᾶς ἀνοίγει πλήρως τά μάτια: ἡ παρρησία πρός τόν Θεό ἀποκτᾶται ἐκεῖ πού ὑπάρχει μετάνοια. ῞Οσο τό ῾ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου᾽ θά βρίσκεται στήν καρδιά καί τά χείλη μας, τόσο καί ἡ αἴσθηση τῆς υἱότητός μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ θά φουντώνει μέσα μας.

09 Μαρτίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀκοῦμε τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἐκφράζει τήν πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἴδια βρίσκεται στόν κόσμο ὄχι σάν ἕνας κλῶνος στό δένδρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως πιστεύουν διάφοροι αἱρετικοί, ἀλλά σάν τό ἴδιο τό δένδρο, ἡ προέκταση κατ’ ἀλήθειαν τοῦ Κυρίου, «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας» (ἱερός Αὐγουστίνος).

 «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν. Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν…». «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».

1. Ἡ πεποίθηση αὐτή σημαίνει πρῶτα ἀπό ὅλα ὅτι ἄν θέλει κανείς νά ἔχει ὀρθή σχέση μέ τόν Χριστό, ἄν θέλει νά Τόν δεῖ ἀνόθευτα καί γνήσια, πρέπει νά ἐνταχτεῖ στό σῶμα της, νά γίνει μέλος της, νά βαπτιστεῖ ὀρθόδοξος χριστιανός. Διότι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατάει στέρεη, μέ ἱστορικά στοιχεῖα καί ἀποδείξεις ἀλλά καί χαρισματικά μέ τό πλῆθος τῶν ἁγίων της, τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τήν φανερώνει στόν κόσμο μέ σύνολη τή ζωή της. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός δέν ἔχει δική του πίστη καί κοσμοθεωρία. Ἡ πίστη του εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος (πρέπει νά) εἶναι συνειδητό μέλος. Ἄν ἐνδεχομένως διαφοροποιηθεῖ καί θελήσει νά ἔχει δική του πίστη, τότε παύει αὐτομάτως νά ἀνήκει καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὑπεράνω τοῦ ὅλου, τοῦ σώματος - στήν πραγματικότητα κινήθηκε στόν δρόμο τῆς «αὐτοθεοποίησης», ἐπιλέγοντας τό ἐγώ του ὡς κριτήριο πάντων. 

2. Ἔτσι τό βασικό γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή («ἐλάβομεν χάριν καί ἀποστολήν εἰς ὑπακοήν πίστεως» (Ρωμ.1,5) θά ἐπισημάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος), ἄρα καί ἡ ταπείνωση – ταπείνωση καί ὑπακοή πάντοτε συνυπάρχουν. Γι’ αὐτό καί ἐπανειλημμένως τονίζεται ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι τόσο ὁ ἐνάρετος (κι ἴσως ὑπερήφανος), ὅσο ὁ ταπεινός. Κι ἡ ταπείνωση αὐτή κρίνει καί τή γνησιότητα τῆς ὅποιας νομιζομένης ἁγιότητας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ θεωρούμενος ἅγιος εἶναι τόσο πιό πολύ ἅγιος, ὅσο εἶναι ἕτοιμος νά ὑπακούει στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ὑπάρχουσα ἁγιοπνευματική συνοδική δομή της καί τούς κανονικούς ποιμένες της. Ποτέ κανείς πραγματικά ἅγιος ἄλλωστε δέν ἔθεσε τή δική του ἁγιότητα ὑπεράνω τῆς ἁγιότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἅγιοι Γέροντες, σάν τούς ὁσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο, Σωφρόνιο, εἶχαν ἔντονο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί παρέπεμπαν πάντοτε τούς ἀνθρώπους νά ἐνταχτοῦν στήν κανονική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέλη τίμια τῆς ὁποίας ἦσαν καί εἶναι καί οἱ ἴδιοι.

(Ἄς ἀκούσουμε γιά παράδειγμα τόν συγκλονιστικό λόγο τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, ἐπαναλαμβάνοντας παρόμοιο λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «προτιμῶ νά πλανῶμαι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας παρά νά εἶμαι ἅγιος ἐκτός αὐτῆς», ἤ αὐτά πού γράφει ἐκτεταμένα ἐπ’ αὐτοῦ σέ μιά ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Πιστεύω στόν Χριστό. Πιστεύω τόν Χριστό. Εἶμαι δεμένος μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπιστεύομαι μόνον τόν Χριστό πού γνώρισα στήν Ἐκκλησία… Ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο μοῦ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία! Δέν καταφρονῶ κανένα μέσο πού συντελεῖ στήν ἕνωσή μου μέ τόν Χριστό. Ἀλλά εἶναι ἄραγε δυνατό νά βροῦμε κάπου ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ μεγαλύτερη ἀφθονία αὐτά τά μέσα; Στήν Ἐκκλησία ἔχω τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό μέ τρόπο, ὥστε νά τρῶμε καί νά πίνουμε τόν Θεό, νά ἀναπνέουμε τόν Λόγο Του. Μέ τό ὄνομά Του, τόν Λόγο Του, τή δύναμή Του τελοῦμε τά μυστήρια. Καί τά μυστήρια αὐτά δέν ἀποτελοῦν κάποια ἁπλά μόνο σύμβολα, ἀλλά ἀληθινή πραγματικότητα. Καί ὅλη ἡ πεῖρα αὐτό μαρτυρεῖ τόσο ὁλοφάνερα». Καί σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς σημειώνει τά ἑξῆς καταπληκτικά: «Ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι ἐκκλησιαστικός, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤ ὡς ἱστορικό φαινόμενο, ὡς κοινότητα τῶν χριστιανῶν… Τί εἶναι λοιπόν αὐτό πού μοῦ δίνει ἡ Ἐκκλησία; Τό βάπτισμα, τή μετάνοια, τήν κοινωνία, τήν ἱερωσύνη κλπ. Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα πάντα μέ τό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος τῆς πιό μεγαλειώδους παραδόσεως πού ὑπάρχει στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας καί μέσα στήν Ἐκκλησία ζῶ συνεχῶς τήν πιό ζωντανή σχέση μέ τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Παῦλο καί τούς Ἀποστόλους, μέ τόν Ἀθανάσιο, τόν Βασίλειο καί τούς ἄλλους Πατέρες, μέ τόν Ἀντώνιο καί τον Σισώη, μέ τόν Μακάριο καί τόν Ἰσαάκ, μέ τόν Μάξιμο καί τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, μέ τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτοί εἶναι οἱ οἰκεῖοι μου, οἱ συγγενεῖς μου. Τούς παρέλαβα ὅμως στήν ἐκκλησιαστική τάξη. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ σύνδεσμος μαζί τους ἐξασθενεῖ. Ἔστω καί σέ μικρότερο μέτρο, ζῶ ὅμως τήν ἴδια ζωή μέ αὐτούς. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώνω στή συνείδησή μου τήν εἰκόνα τοῦ ἀπό ἄπειρη ἀγάπη Ἐσταυρωμένου γιά τίς ἁμαρτίες μας Χριστοῦ. Εἰκόνα πού πάντοτε μέ πρᾶο, ἀλλά ἔντονο τρόπο, ἑλκύει τήν ψυχή μου! Καί νά, ὅλα αὐτά μοῦ δίνουν τή δύναμη νά ὑπομένω πολλά ἀνόητα διεστραμμένα, πού συναντᾶμε στό ἐκκλησιαστικό περιβάλλον»).

3. Εἶναι αὐτονόητο βεβαίως ἔτσι ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὁ ἁπλῶς ὀρθοδοξολογῶν, ἀλλά ἐκεῖνος πού ζεῖ τήν ὀρθόδοξη πίστη, πού τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ἐκεῖνος δηλαδή πού  κ α ί  πιστεύει στόν Χριστό, ἀλλά κ α ί  ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του κατά τήν ἐντολή τοῦ Ἴδιου. Μία ὀρθοδοξολογία χωρίς τήν ἐμψύχωσή της ἀπό τήν ἴδια τή ζωή συνιστᾶ τόν ὁρισμό τῆς ὑποκρισίας καί τῆς πνευματικῆς νέκρας! «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰακ. 2, 26). «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. 5, 6). Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτή τῆς πίστεως διά τῆς ἐν Χριστῶ ἀγάπης καθιστᾶ βεβαίως τόν ἄνθρωπο προέκταση τοῦ Χριστοῦ - ἕνας ἄλλος Χριστός ἐπί τῆς γῆς! Ὄπως τό ἀπεκάλυψε καί τό ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος: «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰωάν. 15, 5). Κι ὅπως τό κήρυσσαν καί οἱ Ἀπόστολοι: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).

4. Κι ἔτσι οἱ ἅγιοί μας πού ἔζησαν καί ζοῦν τήν πίστη δείχνουν τό βάθος τῆς σημασίας καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν εἰκόνων - ὅ,τι ἑορτάζουμε ἱστορικά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας: ἀποκατέστησαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τή ζοφωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, γι’ αὐτό καί τιμώντας αὐτούς τόν Χριστό στήν πραγματικότητα τιμοῦμε καί δοξάζουμε. «…Τόν μέν (Χριστόν) ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ (ἁγίους) διά τόν κοινόν Δεσπότην, ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες, καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες» κατά τή διατύπωση καί πάλι τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ ἑορτή ὄχι γιά θριαμβολογίες ἀλλά γιά πρόκληση προβληματισμοῦ πάνω στήν ποιότητα καί τῆς δικῆς μας πίστεως: ἄν πορευόμαστε μέ γνώμονα τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄν τήν ἀλλοιώνουμε μέ ξένα πρός αὐτήν στοιχεῖα. Κι ὁ Κύριος ὑπῆρξε ἀπόλυτος στό σημεῖο αὐτό: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Ματθ. 12, 30). Ἤ μαζί Του ἤ δυστυχῶς ἐναντίον Του!

15 Φεβρουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει» (Α´ Κορ. 6, 12)

Τήν ἀληθινή ἐλευθερία πού διασφαλίζει τή σχέση μας μέ τόν Θεό, τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τή δεύτερη Κυριακή προετοιμασίας μας γιά τήν εἴσοδο στή Μ. Σαρακοστή, Κυριακή τοῦ Ἀσώτου. «Πάντα μοι ἔξεστι», ὅλα μοῦ ἐπιτρέπονται, ἔλεγαν στήν ἐποχή τοῦ ἀποστόλου, «ἀλλ᾽ οὐ πάντα συμφέρει», ἀλλά δέν συμφέρουν ὅλα, πρόσθετε ὁ ἀπόστολος. Μία διαλεκτική πού ἀπασχολεῖ τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς.

1. ῾Η ἐλευθερία βεβαίως προβάλλεται πρώτιστα ἀπό τούς ἁγίους μας ὡς τό κατεξοχήν στοιχεῖο τοῦ εἰκονισμοῦ τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν. ῎Αν δηλαδή μιλᾶμε γιά τόν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἄνθρωπο, μιλᾶμε κυρίως γιά τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας πού τοῦ ἔδωσε ὁ Δημιουργός, ὥστε χωρίς αὐτό νά μή θεωρεῖται κἄν ἄνθρωπος. «Ὁ Θεός ὄχι ἁπλῶς ἔδωσε ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο, ἀλλά τήν χάραξε μέσα σ᾽ αὐτόν» (ὅσιος Πορφύριος). ῎Οχι λοιπόν ἡ λογική ἤ ὁ συναισθηματικός του κόσμος ἀποτελοῦν τήν προτεραιότητά του, ἀλλά ἡ ἐλεύθερη βούλησή του, ἐφόσον ἀπό αὐτήν ἐξαρτᾶται ἡ ὀρθή ἤ μή πορεία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας του.

2. Καθοριστική λοιπόν ἡ ἐλευθερία στόν ἄνθρωπο, ἀλλά μέ τί περιεχόμενο! Διότι ἡ πτώση του στήν ἁμαρτία ζόφωσε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν καί ἡ ἐλευθερία ἔχασε τήν καθαρότητά της βιούμενη ἔκτοτε διαστρεβλωμένα. Τό «πάντα μοι ἔξεστι» μάλιστα συνιστᾶ τήν πλήρη διαστρέβλωσή της, γιατί κατανοεῖται  ὡς πλήρης ασυδοσία, πού προϋποθέτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ τελική ἀναφορά στόν κόσμο τοῦτο. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ οὔτε ἄρα καί ἡ ἱεραρχημένη λειτουργία τῆς ἐλευθερίας, ὡς δώρου δηλαδή πού ὁδηγεῖ πρός Αὐτόν. ῾Η ἀνατροπή εἶναι δεδομένη: ὁ ἄνθρωπος μή ἀναφερόμενος στόν Δημιουργό ὑποδουλώνεται στά πάθη του καί στόν ὑποκινητή τους διάβολο. «ᾯ τις ἥττηται τοῦτο καί δεδούλωται». ῾Ο ἄνθρωπος καθίσταται ἔτσι τό πιό ἐπικίνδυνο ὄν μέσα στή δημιουργία: καταστρέφει τόν ἑαυτό του καί ὅ,τι στέκεται ἐμπόδιο στήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν του. «Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται», είπε ὁ μεγάλος Ντοστογιέφσκι. Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου περιγράφει ἀνάγλυφα τήν ἀσύδοτη αὐτή χωρίς Θεό ἐλευθερία: ἀσωτία, νέκρωση, ἀπώλεια ἑαυτοῦ.

3. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος βάζει τά πράγματα στή θέση τους. Μιλάει γιά τήν ἀληθινή ἐλευθερία, κριτήριο τῆς ὁποίας εἶναι τό πνευματικό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, ὅ,τι δηλαδή συντελεῖ στή ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό. Δέν αὐτονομεῖται ἡ ἐλευθερία, διότι δόθηκε ἀπό τόν Θεό γιά νά γίνεται ἀναβαθμός στήν ἔνθεη προκοπή τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος προκειμένου νά ἐπιλέγει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή του καί ὄχι νά ἐναντιώνεται πρός αὐτό. ᾽Ακριβῶς ἡ ἐναντίωσή του αὐτή, ἡ κατανόηση τῆς ἐλευθερίας του ὡς δύναμης διαγραφῆς τοῦ Θεοῦ ἀπετέλεσε καί τήν πτώση του μέ ὅλα τά τραγικά ἀποτελέσματα πού ἔφερε, κυρίως τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς ἐλευθερίας. «᾽Αλλ᾽ οὐκ ἐγώ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος». Ὁπότε τήν ὥρα πού ἐλεύθερα ἐπιλέγω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη τήν ὥρα διασφαλίζω τήν ἐλευθερία μου καί τήν περαιτέρω αὔξησή της. Διότι «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία».

4. Τό παράδοξο εἶναι προφανές: πρέπει νά «δουλωθεῖ» κανείς στόν Θεό, ὑπακούοντας τό θέλημά Του, γιά νά γίνει ἐλεύθερος. Κι ἐλεύθερος σημαίνει υἱός τοῦ Θεοῦ, φίλος καί ἀδελφός Του. «῾Υμεῖς φίλοί μου ἐστέ ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὑμῖν». «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι».  Ἀντιθέτως: ὁ «ἀπελεύθερος» τοῦ Θεοῦ ὑποδουλώνεται τελικῶς  στά πάθη του καί τόν Πονηρό. Διότι ἐλευθερία ἀπό τόν Θεό σημαίνει ἀπώλεια τῆς ἀγάπης καί ἐμπλοκή στήν ἴδια τήν κόλαση.

Λοιπόν ἐλεύθερος δέν εἶναι αὐτός πού κάνει ὅ,τι θέλει ἤ ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει, ἀλλά αὐτός πού κάνει ὅ,τι συμφέρει καί ἁρμόζει στήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη, ὅ,τι ἔχει αἰώνια ἀξία καί τόν διακρατεῖ στήν χάρη τοῦ Χριστοῦ. Τά παραδείγματα τοῦ ἀποστόλου: φαγητό καί πορνεία, κατανοοῦνται κάτω ἀκριβῶς ἀπό αὐτήν τήν ὀπτική: ὄχι μόνο ἡ ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα, λειτουργοῦν σωστά καί ὁμαλά, ὅταν λειτουργοῦν δοξολογικά πρός τόν Χριστό καί ὄχι πρός ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας τοῦ ἀνθρώπου: «τό σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλά τῷ Κυρίῳ, καί ὁ Κύριος τῷ σώματι». Ἡ ἐγκράτεια ἔτσι ὡς γενική ἀρετή θεωρεῖται δεδομένη γιά τήν πνευματική πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τονίζει ἡ Ἐκκλησία ίδως τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς.

 ῾Ο ἀγώνας τῆς ἐλευθερίας ὡς ἔνθεης ζωῆς δέν εἶναι ἀγώνας κάποιων στιγμῶν τῆς ζωῆς μας οὔτε σχετίζεται μέ τά δικά μας (ἁμαρτωλά κυρίως) θέλω καί τό ἔτσι μ᾽ ἀρέσει.  ῾Η ἐλευθερία κερδίζεται ἤ χάνεται κάθε στιγμή στόν βαθμό πού πορευόμαστε μέ κριτήριο τό πνευματικό μας συμφέρον: τήν ὑπακοή μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ. Τό «γενηθήτω τό θέλημά Σου» ἀποτελεῖ τόν ἀέρα πού ἀναπνέουν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ ὁδηγώντας τα στή μεγαλύτερη ἔκπληξη: νά γίνεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός «ὑπήκοος» ἐκείνων.

08 Φεβρουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

 

«῎Ανθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τό ἱερόν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης» (Λουκ. 18, 9)

Ένας θεωρούμενος άγιος και ένας θεωρούμενος αμαρτωλός βρίσκονται στον ίδιο χώρο του ναού, για να προσευχηθούν. Ο ένας, ο Φαρισαίος, γεμάτος αρετές που επιβεβαιώνονταν στην πράξη, καταδικάζεται: η προσευχή του απορρίπτεται. Ο άλλος, ο Τελώνης, γεμάτος από αμαρτίες και αδικίες, δικαιώνεται: η προσευχή του γίνεται αποδεκτή από τον Θεό. Στην αρχή του Τριωδίου, της ευλογημένης περιόδου που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, η Εκκλησία μας προβάλλει το ανατρεπτικό αυτό σκηνικό. Για να μας θυμίσει ότι ένας είναι ο δρόμος της περπατησιάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο: ο δρόμος της τελωνικής κραυγής: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τι τελικά συμβαίνει;

 1. Και οι δύο, και ο Φαρισαίος και ο τελώνης, επιτελούν κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλό: προσεύχονται. Παγκοσμίως και πανθρησκειακώς, η προσευχή θεωρείται ότι είναι μία από τις ανώτερες ενέργειες της ψυχής του ανθρώπου, αν όχι η ανώτερη, κατεξοχήν δε στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Ο ιουδαιοχριστιανισμός κατανοεί την προσευχή ως καρπό της πρώτης και μεγάλης εντολής του Θεού, της αγάπης προς Εκείνον. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Αναφέρεσαι στον Θεό και διαλέγεσαι με Εκείνον, τον Οποίον καλείσαι να αγαπάς καθ’ ολοκληρίαν, γιατί σε δημιούργησε, σε φροντίζει, σε διακυβερνά, είναι ο τελικός κριτής σου. Με το δεδομένο μάλιστα της «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού» δημιουργίας σου. Κι ακόμη περισσότερο, εκεί που η προσευχή θεωρείται ό,τι πιο φυσικό και αναγκαίο μπορεί να υπάρξει στον άνθρωπο, κατά κυριολεξίαν θέμα ζωής και θανάτου, είναι στη χριστιανική πίστη. Διότι ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε τον άνθρωπο, τον ένωσε με τον Εαυτό Του, τον έκανε μέλος δικό Του, κάτι που ενεργοποιείται στην Εκκλησία με το μυστήριο του βαπτίσματος, του χρίσματος, της εν μετανοία μετοχής στη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι η προσευχή  είναι πιο αναγκαία και από την ίδια την αναπνοή, είναι η ίδια η ζωή του ανθρώπου. «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», σημειώνει συγκεκριμένα, δηλαδή: πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο από το να αναπνέουμε. Ούτε είναι επίσης τυχαίο που ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ορίζει την προσευχή ως «συνουσία του ανθρώπου με τον Θεό».

2. Κι όμως! Αυτό που θεωρείται ανάγκη και ζωή, μπορεί να γίνει οσμή θανάτου, καταστροφή και όνειδος για τον άνθρωπο. Που σημαίνει: μπορεί να προσεύχεσαι και η προσευχή σου να είναι αναποτελεσματική, να γίνεται απορριπτέα, να αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπό Του από αυτήν. Κι αυτό γιατί; Διότι όχι η προσευχή καθ’ εαυτήν, αλλά ο τρόπος που την πραγματοποιεί κανείς είναι το ζητούμενο. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με οτιδήποτε θεωρείται καλό και ενάρετο: όχι το φαίνεσθαι, αλλ’ η ουσία, η «καρδιά» είναι εκείνο που δίνει τον θετικό χρωματισμό. Η ελεημοσύνη για παράδειγμα. Δεν αρκεί να δίνεις στους άλλους. Σημασία έχει με τι καρδιά το δίνεις, γιατί αυτό μετράει και βλέπει ο Θεός. «Άνθρωπος εις πρόσωπον, Θεός εις καρδίαν βλέπει».

3. Γιατί λοιπόν δεν δικαιώθηκε η προσευχή του Φαρισαίου; Πώς αυτό που φαινόταν θεάρεστο κατακρίθηκε;

(1) Διότι ο Φαρισαίος δεν στάθηκε ενώπιον του Θεού, αλλά ενώπιον του εαυτού του - ό,τι συνέβη και με τον εωσφόρο, τον ξεπεσμένο αρχάγγελο. «Σταθείς προς εαυτόν» λέει, και όχι «προς τον Θεόν». Η προσευχή του δηλαδή ήταν μία δοξολογική αναφορά στο είδωλο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του. Τον εαυτό του «λιβάνιζε» με τα λόγια της προσευχής του, έχοντας ως θυμίαμα τις υποτιθέμενες αρετές του. Οι αρετές του Φαρισαίου δεν ήταν ο καρπός της παρουσίας του Θεού στη ζωή του – ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού – αλλά το αποτέλεσμα, καθώς νόμιζε, της δικής του αυτόνομης προσπάθειας: «νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Η καύχησή του λοιπόν ήταν μονόδρομος. Το εγώ του ήταν και ο Θεός του. Ποιος μπορούσε να παραβληθεί μαζί του; Κι ο Θεός ο Ίδιος ήταν υποχρεωμένος να υποκλιθεί στο «μεγαλείο» του. Η Βασιλεία του Θεού ήταν δεδομένη γι’ αυτόν κατάσταση.

(2) Διότι ο Φαρισαίος «προσεύχεται», και από το ύψος των αρετών του, ως «θεός», καταδικάζει και κατακρίνει τον κόσμο όλο: «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Για να γίνει πιο συγκεκριμένος: «ή και ως ούτος ο τελώνης». Το βλέμμα του και τα λόγια του, «πύρινη ρομφαία» για τον ταλαίπωρο τελώνη, τον «αμαρτωλό». Πρέπει να ένιωσε μια γεύση στυφάδας στο στόμα του, καθώς τον ανέφερε. Η κατάκρισή του γίνεται εξουδένωση του αμαρτωλού. Ίσως και να απόρησε πώς μπορεί και ζουν τέτοιοι άνθρωποι, που μολύνουν τον κόσμο των «καθαρών» σαν κι αυτόν ανθρώπων, αναπνέοντας τον ίδιο αέρα με αυτούς. Η προσευχή του λοιπόν, γεμάτη υπερηφάνεια και καύχηση για τον εαυτό του, πλήρης αποτροπιασμού και κατάκρισης για τον αμαρτωλό.

4. Γιατί δικαιώθηκε όμως η προσευχή του τελώνη; Πώς η ενέργεια του αντικειμενικά αμαρτωλού κάμπτει τον Θεό και προσφέρει Αυτός πλούσια τη χάρη Του σ’ εκείνον; Διότι ακριβώς στάθηκε ενώπιον του Θεού εν μετανοία. Δηλαδή με επίγνωση των αμαρτιών του, η οποία τον έκανε να νιώθει ταπεινός και μηδαμινός, αλλά και με πίστη στο έλεος και την αγάπη Εκείνου. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η επίγνωση και η πίστη αυτή συνιστούν τις βάσεις της μετανοίας. Στο πρόσωπο του τελώνη της παραβολής ψαύουμε τα αληθινά σημάδια της, τα οποία δείχνουν ποια στάση ανθρώπου αποδέχεται ως στάση δικαίωσης από Εκείνον ο Ίδιος ο Θεός. Κι αυτήν τη στάση τη χαρακτηρίζει ο Κύριος ως ταπείνωση. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».  

Σ’ αυτήν την προσευχητική στάση, εκεί δηλαδή που ο άνθρωπος είναι στραμμένος μόνο στον εαυτό του, θρηνώντας τις αμαρτίες του, δεν υπάρχει ίχνος κατάκρισης για τους άλλους. Το αντίθετο μάλιστα: στρέφοντας τα βέλη της κριτικής του ο τελώνης μόνο προς τον εαυτό του, απαλλάσσει από κάθε καταδίκη τους άλλους, υψώνοντάς τους υπεράνω του εαυτού του. Κι αυτό θα πει: όποιος κοιτά τον εαυτό του και τα δικά του αμαρτήματα, δεν έχει χρόνο για να βλέπει τα σφάλματα των άλλων, καλύτερα: βλέπει τους άλλους ανωτέρους από αυτόν. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών», που λέει κι ο απόστολος Παύλος: με την ταπείνωση να θεωρείτε τους άλλους ότι είναι ανώτεροί σας. Τι άλλο σημαίνει η διπλωμένη στα γόνατα στάση προσευχής του τελώνη, μακριά από τους άλλους – «μακρόθεν εστώς» - και μη τολμώντας ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει επάνω; - «Ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι».

5. Έτσι η προσευχή του, που είναι ο τύπος της δικαιωμένης από τον Θεό προσευχής, έχει το χαρακτηριστικό της ταπείνωσης, ως βίωσης  της αληθινής μετάνοιας, με επίγνωση της αμαρτίας, με πίστη στην αγάπη του Θεού, με έλλειψη οποιασδήποτε επικριτικής διάθεσης απέναντι στον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό βεβαίως έγινε και ο τύπος της προσευχής της Εκκλησίας. Το «Κύριε ελέησον», ή με την πιο ανεπτυγμένη του μορφή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», αποτελεί επακριβή μεταφορά της τελωνικής προσευχής «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ό,τι ο τελώνης εισέπραξε από την προσευχή του, τη δικαίωση που είπε ο Κύριος - «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος ή εκείνος» - το ίδιο μας προσφέρει και η Εκκλησία με όλη την ατμόσφαιρά της, που κινείται ακριβώς σε αυτόν τον ρυθμό. Κι από την άποψη αυτή ο τελώνης για την Εκκλησία είναι ο τύπος του αγίου. Όχι βεβαίως για τις αμαρτίες του, αλλά για τη μετάνοιά του. Ξέρουμε πια και εμείς πώς να στεκόμαστε απέναντι στον Κύριο, ώστε να δικαιωνόμαστε.

 Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου ξεκινά το ευλογημένο Τριώδιο, που θα εκβάλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου. Η Εκκλησία μάς ανοίγει τα μάτια από την αρχή: ο δρόμος για την Ανάσταση είναι ο δρόμος της μετανοίας και της ταπείνωσης. Και η προσευχή του δρόμου αυτού  είναι το «Κύριε ελέησον». Ας πάρουμε στα χέρια μας, κρυφά και όχι φανερά, το κομποσχοίνι, και ας γίνει η κάθε στιγμή μας ένας κόμπος από αυτό. Το «Κύριε ελέησον» ας γίνει ο ρυθμός της ζωής μας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η δικαίωσή μας και η χάρη του Θεού μας.

18 Ιανουαρίου 2025

ΟΙ ΔΕ ΕΝΝΕΑ ΠΟΥ;

 

«Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ.17, 17-18)

Ο Κύριος στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ΙΒ΄ Κυριακής του Λουκά έρχεται αντιμέτωπος με το κοινωνικό περιθώριο, με τους ανθρώπους δηλαδή που η ιουδαϊκή κοινωνία είχε αποκλείσει, λόγω της φοβερής, για τα δεδομένα της τότε – και όχι μόνον – εποχής, αρρώστιας της λέπρας. Κι αντιμετωπίζει την πίστη τους, καθώς Τον παρακαλούν να τους ελεήσει και να τους θεραπεύσει: «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς». Και πράγματι, ο Κύριος ανταποκρίνεται στο αίτημά τους και τους θεραπεύει, μ’ έναν έμμεσο όμως τρόπο: στέλνοντάς τους εκεί που κατά τον Μωσαϊκό Νόμο επιβεβαιώνεται η αποκατάσταση από την αρρώστια και η υγεία: στους ιερείς. Ο Κύριος όμως θα επαινέσει  τον έναν από τους πρώην λεπρούς – και μάλιστα Σαμαρείτη, δηλαδή εχθρό του Ιουδαϊσμού – διότι υπήρξε ο μόνος που όχι μόνον είδε να θεραπεύεται από τον Κύριο, αλλά και επέστρεψε να δοξολογήσει τον Θεό και να ευχαριστήσει τον Ίδιο. Θα εκφράσει μάλιστα ο Κύριος το δίκαιο παράπονο: «Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;»

1. Ο Κύριος ζητά τη δοξολογία προς τον Θεό από τον άνθρωπο, ο οποίος γεύτηκε τις δωρεές και τις ευεργεσίες Εκείνου. Το παράπονο που διατυπώνει αποτελεί σαφή υπαινιγμό Του. Κι όχι βεβαίως διότι ο Θεός έχει ανάγκη από τις δοξολογίες του ανθρώπου – ο Θεός ως ο απολύτως τέλειος είναι παντελώς ανενδεής, χωρίς να Του προσθέτει τίποτε η όποια δοξολογία του ανθρώπου∙ άλλωστε μυριάδες αγγέλων Τον δοξολογούν αενάως – αλλά διότι η δοξολογία Του ως έκφραση ευγνωμοσύνης για ό,τι Αυτός δίνει στον άνθρωπο κάνει τον άνθρωπο να λειτουργεί με φυσιολογικό τρόπο, να πορεύεται με ανοικτά τα μάτια της ψυχής του, με πίστη και αγάπη προς τον Δημιουργό του. Μόνον όποιος πιστεύει αληθινά βλέπει ότι τα πάντα πηγάζουν από τον Θεό, διακρατούνται από Εκείνον και κατευθύνονται σ’  Εκείνον. Όπως το διατύπωσε και ο απόστολος Παύλος: «ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα έκτισται». Η δοξολογία του Θεού λοιπόν αποτελεί σημείο πνευματικής υγείας του ανθρώπου, δείγμα ότι αυτός βρίσκεται στη φυσιολογική του πορεία και προκόπτει κατά Θεόν. Πόσο απλά και με χάρη Θεού διατύπωνε την αλήθεια αυτή και ο πνευματικός του Γέροντος Παϊσίου, γέρων ιερομόναχος Τύχων, όταν έλεγε με τα σπασμένα ελληνικά του: «Το, Κύριε ελέησον, εκατό δραχμές∙ το, δόξα τω Θεώ, χίλιες δραχμές». Για χάρη μας λοιπόν ο Κύριος ζητά τη δοξολογία του Θεού. Εμείς την έχουμε ανάγκη και όχι ο Θεός.

2. Είναι πολύ χαρακτηριστικό όμως ότι η δοξολογία αυτή προς τον Θεό φαίνεται να ταυτίζεται  με την ευχαριστία προς τον Κύριο. Γύρισε, λέει ο Ευαγγελιστής, ο θεραπευμένος πρώην λεπρός, ο ένας, δοξολογώντας τον Θεό και ήλθε και πρόσπεσε στον Χριστό ευχαριστώντας Αυτόν. «Υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ».  Το να δοξολογώ τον Θεό σημαίνει ότι οδηγούμαι προς τον Χριστό εν ευχαριστία. Διότι η μεγαλύτερη δωρεά και ευεργεσία του Θεού στον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο ερχομός Του στον κόσμο ως ανθρώπου. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δοξολογία Του επομένως από τη στροφή προς τον Χριστό και την αναγνώριση ότι Αυτός είναι η πηγή της ευεργεσίας και της θεραπείας στον άνθρωπο. Όπως σημειώνει και το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων για τον Κύριο: «Αυτός διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες. Έτσι δοξολογία του Θεού χωρίς αναφορά στον Χριστό και ευχαριστία Εκείνου αποτελεί μάλλον λατρεία δαιμόνων. Διότι άλλος Θεός εκτός του Ιησού Χριστού δεν υφίσταται. Η αποκάλυψη που ο Ίδιος ο Κύριος έκανε στους μαθητές Του ήταν απόλυτη: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Και «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού».

3. Κι αν βεβαίως η κάθε ευχαριστία προς τον Χριστό συνιστά τη δοξολογία του αληθινού Τριαδικού Θεού, διότι αναγνωρίζει ο πιστός ότι Εκείνος είναι η φανέρωση του Θεού στον κόσμο, πολύ περισσότερο ισχύει τούτο για την κατ’ εξοχήν ευχαριστία του, τη Θεία Ευχαριστία. Στη Θεία Ευχαριστία, τη Θεία Λειτουργία, που συνιστά το κέντρο των μυστηρίων  της Εκκλησίας μας, έχουμε την αποκορύφωση της πίστεως του ανθρώπου,  ο οποίος  λατρεύει και δοξολογεί σωστά τον Θεό. Κι αυτό γιατί στο μυστήριο αυτό ο άνθρωπος νιώθει ότι λειτουργεί η πραγματική του ταυτότητα - εκείνη  που του δόθηκε διά του αγίου βαπτίσματος, ότι έγινε  δηλαδή μέλος του σώματος του Χριστού – και συνεπώς ότι κινείται σύμφωνα με τον ρυθμό της λειτουργίας αυτού του σώματος. Πότε για παράδειγμα τα φυσικά μέλη του σώματός μας είναι υγιή και φυσιολογικά; Όταν είναι συνδεδεμένα με το σώμα και λειτουργούν με τον ρυθμό αυτού του σώματος, συντονιζόμενα από την κεφαλή. Το ίδιο και στο πνευματικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία: στη Θεία Ευχαριστία έχουμε την ορθή θέση και κίνηση του μέλους, το οποίο δοξολογεί ορθά τον Θεό, ευρισκόμενο σε κοινωνία με Εκείνον που είναι «η κεφαλή του σώματος» και με τα άλλα μέλη, τους συνανθρώπους του. Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερη χαρά για τον Κύριο, δεν υπάρχει μεγαλύτερο «σβήσιμο», θα λέγαμε, κάθε παραπόνου Του, από το να μας βλέπει να συμμετέχουμε εν μετανοία, δηλαδή με τον ορθό τρόπο, στη Θεία Λειτουργία, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι αφενός εκεί μας ανοίγονται τα μάτια για να δούμε ότι τα πάντα στη ζωή μας, ακόμη και τα θεωρούμενα δυσάρεστα, αποτελούν ευεργεσίες Του – «υπέρ πάντων ων ίσμεν και ουκ ίσμεν, των φανερών και αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων» λέμε στην αγία αναφορά της Θείας Λειτουργίας – αφετέρου εκεί πάλι συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός δεν είναι απλώς ο Παντοδύναμος Κύριος, αλλά ο ίδιος ο Πατέρας μας – «και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ακατακρίτως, τολμάν επικαλείσθαί Σε, τον επουράνιον Θεόν, Πατέρα και λέγειν: Πάτερ ημών».

4. Στο περιστατικό όμως της επιστροφής του Σαμαρείτη πρώην λεπρού, που αποδίδει τη δοξολογία προς τον Θεό και την ευχαριστία στον Κύριο, συγκλονίζει κυριολεκτικά η αποτίμηση που κάνει ο Κύριος: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Και λέμε ότι συγκλονίζει, διότι πίστη στον Χριστό έδειξαν και οι άλλοι εννέα λεπροί: και στην επίκλησή τους («Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς»), και την ώρα που ο Κύριος τους στέλνει στους ιερείς: θεραπεύτηκαν κάνοντας υπακοή στον λόγο Του («και εν τω υπάγειν αυτούς εθεραπεύθησαν»). Κι αυτό σημαίνει ότι μπορώ να έχω πίστη στον Χριστό και μάλιστα σ’ ένα βαθμό ενεργουμένη, να εισπράττω από τον Κύριο την εκπλήρωση κάποιου αιτήματός μου, και τελικώς να μην ανήκω στους σωσμένους. Το ζητούμενο με άλλα λόγια δεν είναι να πάρω κάτι από τον Θεό, αλλά να στήσω μία μόνιμη σχέση μαζί Του, να μπορώ να παραμένω πάντοτε με Εκείνον, έχοντας διαρκή αναφορά στο πάντιμο πρόσωπό Του. Κι αυτό είναι που κατάφερε, όπως φαίνεται, «ο αλλογενής» Σαμαρείτης. «Είδε» καθαρά ότι υπεράνω όλων, ακόμη και της κοινωνικής αποδοχής και της υγείας του – πράγματα που εξασφάλιζε πια με τη θεραπεία του από τη λέπρα – ήταν να γυρίσει στον Χριστό. Κατάλαβε ότι Εκείνος ήταν η σωτηρία του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι με τη στάση του ο άνθρωπος αυτός ομολογούσε ό,τι ο απόστολος Παύλος έγραφε: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να έχω τον Χριστό, φανερώνοντας έτσι ένα μαρτυρικό φρόνημα αγάπης προς Εκείνον.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι κι εμείς είμαστε πιστοί στον Χριστό: το φανερώνουν οι προσευχές μας, οι παρακλήσεις μας προς Αυτόν, η υπακοή μας συχνά στα λόγια Του, προκειμένου μάλιστα να «θεραπευτούμε» από διάφορες δυστυχίες μας. Ιδιαιτέρως σήμερα, με την κρίση της εποχής μας, οι κραυγές προς τον Χριστό έχουν πολλαπλασιαστεί. Πρέπει να προσέξουμε όμως, μήπως ανήκουμε στη χορεία των εννέα και όχι του ενός. Ο Χριστός επαίνεσε, είπαμε, τον ένα για την αληθινή του πίστη, η οποία έδειξε ότι υπεράνω όλων των αγαπών, ακόμη και την αγάπη προς τον εαυτό του, ήταν η αγάπη προς Εκείνον. Την έχουμε εμείς την αγάπη αυτή; Ή τέλος πάντων ζητούμε από τον Κύριο να την αποκτήσουμε;

11 Ιανουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Ο καταβάς αυτός εστιν και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα» (Εφ. 4, 10)

(Αυτός που κατέβηκε είναι ο ίδιος που ανέβηκε πάνω απ’ όλους τους ουρανούς, για να γεμίσει με την παρουσία Του το σύμπαν).

Αναφέρεται ο απόστολος Παύλος στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος όντας Θεός γίνεται άνθρωπος για να ενώσει και πάλι με τον Θεό τον απομακρυσμένο από Εκείνον και για τον λόγο αυτό χαμένο και νεκρωμένο λόγω της αμαρτίας του άνθρωπο. Ο Χριστός είναι ο λυτρωτής του κόσμου, που γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του κάνοντάς τα πια να ανασαίνουν μέσα στη στοργική αγκαλιά Του. Ο Χριστός κατά τον απόστολο είναι «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».

Η πανταχού παρουσία του Κυρίου δεν αποτελεί μία περιθωριακή σκέψη του αποστόλου. Αποτελεί τη βασική αλήθεια της 'Εκκλησίας και το ίδιο το θεμέλιό της: ο Χριστός εκτός από άνθρωπος είναι ο Υιός του Θεού, ο Οποίος βρίσκεται παντού και γεμίζει με την παρουσία Του όλο το σύμπαν. Δεν πρόκειται βεβαίως για μία φυσικού τύπου παρουσία Του, ένα είδος πανθεϊσμού για παράδειγμα οπότε το κάθε τι είναι και Θεός, αλλά για την πανσθενή και πανάγαθη ενέργειά Του, η οποία όχι μόνο δημιούργησε τον κόσμο, αλλά και τον διακρατεί στην ύπαρξη και τον καθοδηγεί στον τελικό του προορισμό. «Οτι εξ αυτού και δι' αυτού και εις αυτόν τα πάντα έκτισται». Κατά τον μεγάλο Πατέρα μάλιστα όσιο Μάξιμο τον ομολογητή «πάντα απέχει του Θεού ου τόπω αλλά φύσει» - όλα απέχουν από τον Θεό όχι τοπικά αλλά φυσικά, διότι άλλη η φύση των κτισμάτων και άλλη η φύση του Δημιουργού Θεού.

Κι είναι τόσο σημαντική η παραπάνω αλήθεια, ώστε ο απόστολος σε άλλο σημείο της ίδιας επιστολής (κεφ. 1) την έχει ξανατονίσει: η 'Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, «η πληρότητα Εκείνου που με την παρουσία Του γεμίζει πλήρως τα πάντα». Πρόκειται για συνέπεια αυτού που θεόπνευστα καταγράφει και ο ευαγγελιστής Ιωάννης ήδη στην αρχή του ευαγγελίου του: «Πάντα δι' Αυτού (του Χριστού) εγένετο και χωρίς Αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονε». Όλα δημιουργήθηκαν από τον Χριστό και συνεπώς όλα έχουν τη δική Του σφραγίδα και παρουσία. Όπως ποιητικά έχει κάπου γραφτεί: όποια πέτρα της Δημιουργίας κι αν σηκώσουμε, πίσω στέκει ο Χριστός.

Μιλώντας βεβαίως για την πανταχού παρουσία του Κυρίου σε οτιδήποτε  υπάρχει, εννοείται ότι την κατανοούμε ως κοινή παρουσία και ενέργεια όλης της Αγίας Τριάδος. Τρισυπόστατος ο Θεός μας, αλλά με μία κοινή ενέργεια: του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.   Συνεπώς η επίκληση στο κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος συνιστά επίκληση και στα άλλα πρόσωπα. Όλος ο Θεός μας βρίσκεται ως ενέργεια μαζί μας και δίπλα μας και μέσα μας, έχοντάς μας στο κέντρο της γεμάτης άπειρης αγάπης καρδιάς του, κατά το γνωστό πατερικό λόγιο «ο Πατήρ δι' Υιού εν Αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα».

Η καλλιέργεια της αίσθησης αυτής της πανταχού παρουσίας του Κυρίου και Θεού μας αποτελεί και την προϋπόθεση της πνευματικής ζωής του χριστιανού. Χριστιανός που δεν καλλιεργεί μέσα του αυτήν την αίσθηση δεν μπορεί να σταθεί ή να προοδεύσει ως χριστιανός, αφού ούτε προσευχή μπορεί να κάνει σωστά, (πού να στραφεί για προσευχή;), ούτε μπορεί να τηρήσει τις εντολές του Χριστού, («χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»), κι ούτε πολλώ μάλλον μπορεί να νιώσει ως μέλος Χριστού, συνεπώς να ζήσει το βάπτισμά του, ενδεδυμένος τον Χριστό και έχοντας αίσθηση της εγγύτητάς Του περισσότερη από ό,τι εμείς οι ίδιοι του εαυτού μας. Με τη φράση του αποστόλου Παύλου και πάλι: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».

Από την άποψη αυτή όσο κανείς βλέπει στον εαυτό του και στα πάντα τον Χριστό, τόσο και παίρνει δύναμη και θάρρος για να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα και οποιαδήποτε δοκιμασία τού παρουσιαστεί, ακόμη δε και τον ίδιο τον θάνατο. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ' ημών;» λέει ο κάθε γνήσιος πιστός μαζί με τον απόστολο, όπως και «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ».

Ο κόσμος είναι ακατανόητος και συνήθως μας φοβίζει, όταν τον βλέπουμε έξω από την παρουσία του Κυρίου. Και δικαίως. Διότι διαγράφοντας τον πανταχού παρόντα Κύριο και την ενέργειά Του αφήνουμε δίοδο εισόδου στον πονηρό και τις καταστροφικές δυνάμεις του. Είναι γνωστό ότι η πνευματική χαλάρωση δεν συνιστά μία απλή στάση, αλλά κάθοδο και αλλοίωση του ανθρώπου. Ο φόβος έτσι γίνεται το καθοριστικό γνώρισμα της ψυχής ενός τέτοιου ανθρώπου. Αντιθέτως, δυναμώνοντας την πίστη μας και βλέποντας τον εαυτό μας και τον κόσμο μέσα στην παντοδύναμη ενέργεια του Κυρίου, ο κόσμος γίνεται φιλικός και κοντινός, κυριολεκτικά μέσο δοξολογίας του Θεού, που σημαίνει ότι μας οδηγεί στην εύρεση της αληθινής αγάπης. Όπου όμως αγάπη εκεί και ο Θεός, εκεί και η σωτηρία μας.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ματθ. 4, 16)

 Στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου στην Καπερναούμ αναφέρεται το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ο Κύριος ξεκινά το έργο Του μετά τη σύλληψη του αγίου Προδρόμου. Σ’  έναν κόσμο ευρισκόμενο στο σκοτάδι φάνηκε το μέγα φως. «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».

 1. Δύο κόσμοι αντιπαραβάλλονται εν προκειμένω: ο κόσμος πριν από την έλευση του Χριστού και ο κόσμος μετά την έλευσή Του. Ο πρώτος ήταν κόσμος σκότους θανάτου, δηλαδή άγνοιας του Θεού, αμαρτίας και παθών. Διότι ήταν ο κόσμος όχι όπως εξήλθε από τα δημιουργικά χέρια του Θεού, αλλά όπως ξέπεσε από την ανταρσία του δημιουργήματος έναντι του Δημιουργού του. Ο δεύτερος μετά τον ερχομό του Χριστού είναι ο κόσμος που γεμίζει φως από την παρουσία Εκείνου, που σημαίνει ότι του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει και πάλι τον Θεό, κι ακόμη περισσότερο, να ζήσει την παρουσία Του στην ύπαρξή του. Διότι ο Χριστός είναι ακριβώς ο ενσαρκωθείς Θεός, το φως και η ζωή των ανθρώπων και του κόσμου, κατά την αψευδή μαρτυρία Του.

2. Προϋπόθεση όμως για την αποδοχή του καινού αυτού κόσμου που έφερε ο Χριστός είναι η μετάνοια, δηλαδή η επιστροφή στον Θεό ως απεμπλοκή από τη ζωή της αμαρτίας και ζωή κατά το θέλημα Εκείνου. Αν θέλαμε με μία εικόνα να δώσουμε την πραγματικότητα αυτή, θα λέγαμε ότι ανέτειλε το φως της ημέρας, αλλά κάποιος έχει κλειστά τα παράθυρα της οικίας του. Χρειάζεται να τα ανοίξει για να εισέλθει το φως, που θα πει ότι πρέπει κανείς να μετανοήσει – να ανοίξει τα παράθυρα της ψυχής του – για να γευθεί την παρουσία του φωτός στην ύπαρξή του. ΄Ετσι η μετάνοια προϋποθέτει ασφαλώς την κίνηση του Θεού: Εκείνος έχει πάντοτε την πρωτοβουλία, αλλά και την ανταπόκριση του ανθρώπου.

3. Η ένσταση είναι προφανής: αυτό ήταν για τότε. Εμείς είμαστε ήδη χριστιανοί, συνεπώς έχουμε φύγει από το σκοτάδι και βρισκόμαστε στο φως. Ορθή η επισήμανση, αρκεί να ζούμε οι χριστιανοί σε διαρκή μετάνοια. Διότι η εμπειρία όλων δυστυχώς βεβαιώνει πως η αμαρτία υφίσταται αδιάκοπα κι έρχεται κι επικαλύπτει καθημερινά την ψυχή και το σώμα μας. «Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν μεθ’  ημών». Η μετάνοια λοιπόν (πρέπει να) συνιστά διαρκές βίωμα για τον χριστιανό, διότι υφίσταται διαρκώς και η αμαρτία. Κι όταν λέμε αμαρτία εννοούμε όχι μόνο την πράξη της, αλλά και ό,τι ανάγεται και στις διαθέσεις του ανθρώπου, τους λογισμούς και τις σκέψεις του.

4. Μήπως όμως έτσι κοροϊδεύουμε τον Θεό; Ναι, αν η αμαρτία αποτελεί την ενσυνείδητη επιλογή μας! Κι επειδή ο Θεός δεν κοροϊδεύεται, γι’  αυτό και η επιλογή αυτή αποτελεί τον δρόμο του θανάτου μας. «Θεός ου μυκτηρίζεται». Και «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»! Διαφορετικά, αν η αμαρτία μάς καταβάλλει, ενώ κάνουμε πνευματικό αγώνα, τότε η χάρη του Θεού δεν μας εγκαταλείπει, δημιουργώντας μέσα μας συνθήκες μετανοίας. Το «εις εαυτόν ελθών» του ασώτου της ομωνύμου παραβολής και το «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου» θα συναντά πάντοτε την ανοικτή αγκαλιά του Θεού Πατέρα, ο Οποίος θα σπεύδει μάλιστα εν απείρω αγάπη προς συνάντησή μας. Ουδέποτε πρέπει να λησμονούμε ότι η αγάπη του Θεού υπέρκειται οποιασδήποτε αμαρτίας μας, την οποία κατήργησε άλλωστε με τον ερχομό Του, κυρίως δε με τη Σταυρική Του θυσία.

5. ΄Ετσι η απαισιοδοξία λόγω της αδυναμίας μας υπερβαίνεται με την αισιοδοξία της πίστης στην αγάπη του Θεού. Αρκεί να θέλουμε τον Θεό στη ζωή μας. Δεν στηριζόμαστε στον εαυτό μας - τι να προσφέρουν  τα μαύρα χάλια μας; Στηριζόμαστε στου Θεού την αγάπη και τη δύναμη, γι’  αυτό ουδέποτε καταβαλλόμαστε παρ’ όλες τις πτώσεις μας. «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση». ΄Ετσι η διαλεκτική σκότους-φωτός προσδιορίζει τη ζωή μας. Αμαρτάνουμε ως αδύναμοι άνθρωποι; Μας καταλαμβάνει το σκότος. Μετανοούμε; Φως Χριστού πλημμυρίζει και πάλι την ύπαρξή μας. Ούτε αγγελισμός λοιπόν ούτε δαιμονισμός. Η ανθρωπότητα μετά Χριστόν θα πορεύεται κατά το σχήμα: πτώση και ανάσταση. «΄Ιδιο των αγγέλων είναι να μην αμαρτάνουν καθόλου. ΄Ιδιο των δαιμόνων είναι να αμαρτάνουν πάντοτε. ΄Ιδιο των ανθρώπων είναι πότε να αμαρτάνουν και πότε να μετανοούν» (όσιος Ιωάννης της Κλίμακος). ΄Ετσι ο χριστιανός βιώνει εν σμικρώ την εικόνα του προ- και του μετά Χριστόν κόσμου: ζει και το δράμα του σκότους της αμαρτίας, ζει και την ανάσταση και το φως του Χριστού, έχοντας όμως τη βεβαιότητα της τελικής κατίσχυσης του ελέους Του, και για εδώ και για την αιωνιότητα.

 ΄Εχουμε το μεγαλύτερο προνόμιο στον κόσμο· να είμαστε χριστιανοί - τέκνα φωτός. Το μονοπάτι που μας διατηρεί στην κατάσταση αυτή είναι η διαρκής μετάνοιά μας, αφού η μετάνοια δεν είναι μόνο για να γίνουμε χριστιανοί, αλλά και να διατηρούμαστε χριστιανοί. Το γνωρίζουμε: δεν θα σωθούν οι έτσι κι αλλιώς μη υπάρχοντες αναμάρτητοι, αλλά οι μετανοημένοι. Να ευχόμαστε το τέλος μας να μας εύρει στη μετάνοια. Γιατί θα κριθούμε εκεί που θα βρεθούμε. 

04 Ιανουαρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Σύ δέ νῆφε ἐν πᾶσι» (Β´ Τιμ. 4, 5)

῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνεται στόν μαθητή του Τιμόθεο, ἀφήνοντάς του τίς ὑποθῆκες ζωῆς πού πρέπει ν᾽ ἀκολουθεῖ. Πρόκειται γιά ἕνα εἶδος πνευματικῆς διαθήκης θά ἔλεγε κανείς, ἀφοῦ ἔχει τήν ἐκ Θεοῦ πληροφορία ὅτι βρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του – «ὁ καιρός τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε» - καί συνεπῶς ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ λόγος του ἀποκτᾶ μία ἐπί πλέον βαρύτητα. ῾Η προτροπή του μάλιστα στόν Τιμόθεο νά βρίσκεται σέ νήψη ὡς πρός ὅλα θεωρεῖται ἄκρως σημαντική ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς τόσο ὥστε ὡς ὅρος χαρακτήρισε μία ὁλόκληρη σειρά πατερικῶν κειμένων, τή γνωστή σέ ὅλους νηπτική γραμματεία.

1. ῾Ο ὅρος νήψη βεβαίως σημαίνει τήν ἐγρήγορση καί τήν πνευματική ἑτοιμότητα, στήν ὁποία καλεῖ νά βρίσκεται ἀδιάκοπα ὁ Τιμόθεος. Καί μάλιστα ἐγρήγορση ὡς πρός ὅλα, πού σημαίνει ὄχι μόνο ὡς πρός τίς ἀνάγκες τίς βιοτικές, οἱ ὁποῖες καί αὐτές εἶναι ἐντελῶς ἀπαραίτητες στόν κόσμο τοῦτο, ἀλλά πρωτίστως ὡς πρός τίς ἀνάγκες τίς πνευματικές. Ὅπως σημειώνει ὁ γνωστός ὀρθόδοξος θεολόγος ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ σέ λόγο του περί νήψεως ἐν σχέσει πρός τόν ἅγιο ῾Ησύχιο καί τόν μακαριστό ἀρχιμ. Αἰμιλιανό τῆς ῾Ι. Μονῆς Σίμωνος Πέτρας ῾Αγίου ῎Ορους «ὁ ἅγιος ῾Ησύχιος - ὁ ὁποῖος σημειωτέον ἔχει γράψει εἰδικό ἔργο περί νήψεως πνευματικῆς - θεωρεῖ τή νήψη ὡς περιεκτική ἐνέργεια, πού περιλαμβάνει κάθε ἀρετή καί κάθε ἐντολή. ῾Η κυριολεκτική ἔννοια τῆς λέξεως αὐτῆς εἶναι νηφαλιότης, ἀλλά ἡ βαθύτερη ἔννοιά της εἶναι ἐγρήγορση, ἐπαγρύπνηση, ἐσωτερική ἐνάργεια καί διαύγεια. Σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ πατρός Αἰμιλιανοῦ, ἡ νήψη πρέπει νά κατανοηθεῖ γενικότερα ὡς “ἔλεγχος τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ...ἔλεγχος τοῦ ἑαυτοῦ μου”, γεννᾶ δέ τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τό ῞Αγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ, ὅπως σημειώνει καί ὁ ἑρμηνευτής, “ἔχεις νήψη; ἔχεις τόν Χριστό”».

2. ῾Η προτροπή τοῦ ἀποστόλου γιά νήψη καί ἐγρήγορση τοῦ μαθητῆ του  βρίσκεται σέ εὐθεῖα γραμμή πρός τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου στούς μαθητές Του νά εἶναι σέ ἐγρήγορση ἐνόψει τοῦ τελικοῦ ἐρχομοῦ Του νοουμένου εἴτε ὡς Δευτέρα Παρουσία Του εἴτε ὡς ὥρα τοῦ θανάτου. Κι ἀκόμη: νά εἶναι σέ ἐγρήγορση προκειμένου νά μή εἰσέλθουν σέ δαιμονικό πειρασμό. «Γρηγορεῖτε ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ Κύριος ἔρχεται». «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Νήφω καί γρηγορῶ λοιπόν κατά τόν Κύριο σημαίνει: μένω ἄγρυπνος πρῶτον, γιά νά μπορῶ νά ὑποδεχθῶ τόν Κύριο σάν τίς πέντε φρόνιμες παρθένους τῆς γνωστῆς παραβολῆς, οἱ ὁποῖες αὐτές μόνες εἰσῆλθαν μαζί μέ τόν νυμφίο Χριστό στούς γάμους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ· δεύτερον, γιά νά εἶμαι θωρακισμένος ἀπέναντι στόν Πονηρό πού πάντοτε ξύπνιος προσπαθεῖ νά ἁλώσει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

3. Αἰτία ἀσφαλῶς γιά τήν ἀνάγκη τῆς νήψεως εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία, μέσα τόν ὁποῖο «ἐπιμελῶς ἔγκειται ἡ διάνοια αὐτοῦ ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητός του» μπορεῖ εὔκολα νά παγιδευτεῖ ἀπό «τήν τυραννίδα τῆς λήθης» (ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας), καθώς ἐμπλέκεται στόν κόσμο τῶν αἰσθήσεων καί γοητεύεται ἀπό αὐτόν. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ προτροπή τοῦ Κυρίου, ὅπως καί τοῦ ἀποστόλου, δίνεται σέ ἐνεστωτικό χρόνο διαρκείας, ὥστε νά μήν ὑπάρξει ὑπόνοια διαλείμματος καί ἀποπροσανατολισμοῦ: «γρηγορεῖτε», «νῆφε». Τυχόν ἀμέλεια ἤ χαλάρωση ὡς πρός τήν ἐγρήγορση θά σημάνει τήν ἴδια ὥρα πνευματική ὀπισθοδρόμηση καί ἄνοιγμα ῾κερκόπορτας᾽ στήν ψυχή πρός ὄφελος τοῦ ἐχθροῦ. Πολλές φορές ἔχει ἐπισημανθεῖ ἡ παραπάνω ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή δέν μπορεῖ νά βαδίζει κανείς ταυτόχρονα σέ δύο ἀντίθετες κατευθύνσεις, διότι «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «῾Ο μή ὥν μετά τοῦ Κυρίου κατ᾽ Αὐτοῦ ἐστιν», συνεπῶς ἡ λήθη ὡς παραμερισμός τῆς προτεραιότητας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ σέ κατάσταση πνευματικοῦ χάους καί πνευματικῆς νέκρωσης. Τό παράδειγμα τοῦ ἀσώτου τῆς ὁμώνυμης παραβολῆς τοῦ Κυρίου εἶναι ἀπολύτως ἐνδεικτικό: ὁ ἄσωτος πού ἐμπλέκεται μόνο στίς ἡδονές τοῦ βίου ἔχοντας διαγράψει τόν Πατέρα του εἶναι χαμένος καί νεκρός. «῾Ο υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀπολωλώς».

4. ῎Ετσι ἡ προτροπή τοῦ ἀποστόλου στόν Τιμόθεο ἀποτελεῖ ὑπενθύμιση ὅτι ὁ χριστιανός δέν μπορεῖ νά βρίσκεται σέ ἀνάπαυση σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο. ῾Η ζωή του ἔχει τόν χαρακτήρα τῆς στρατιωτικῆς ἑτοιμότητας ἐν καιρῷ πολέμου, ὅπως τό σημειώνει μάλιστα σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς πού τοῦ λέει νά πορεύεται στόν κόσμο ὡς καλός στρατιώτης ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.  «Σύ οὖν κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ». Διότι, πέραν τῆς ἀνά πᾶσα στιγμή ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου, ὁ ἀντίδικος διάβολος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ». Κι ἐκεῖνο πού κατεξοχήν βοηθεῖ τόν πιστό στήν ἐγρήγορση καί τήν πνευματική ἑτοιμότητα εἶναι, κατά τόν Κύριο, ἡ προσευχή καί ἡ διαρκής ἔγνοια γιά τή διακονία πού ἔχει κανείς ἀναλάβει. «Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε» λέει ὁ Κύριος, «ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ καί τήν διακονίαν σου πληροφόρησον», λέει ὁ ἀπόστολος. ῞Οσο μέ ἄλλα λόγια ἡ προσευχή ὡς ἀδιάκοπη ἐπικοινωνία μέ τόν Κύριο δέν ὑποβαθμίζεται καί δέν παραλείπεται, ὅσο ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἐκζήτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐπιμέλεια στήν πραγματοποίηση τοῦ χριστιανισμοῦ μας, τόσο καί ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι ἐναργής στή ζωή μας καί οἱ πύλες τῆς βασιλείας Του ἀνοικτές καί γιά μᾶς.

 Κι εἶναι περιττό βεβαίως νά τονίσουμε ὅτι μιλώντας γιά τήν προσευχή καί τήν ἐπιμέλεια στήν ἄσκηση τῆς ὅποιας διακονίας μας ἐννοοῦμε ἀφενός τήν προσευχή ὡς κοινή λατρεία στήν ᾽Εκκλησία πού ὁδηγεῖ καί στήν ἀδιάλειπτη κατ᾽ ἰδίαν προσευχή, ἀφετέρου τήν ἐπιμονή μας στην ὁδό τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἡ πρώτιστη καί πιό σημαντική διακονία μας στόν κόσμο τοῦτο, πράγμα πού σημαίνει ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὅτι χριστιανός χωρίς ἐκκλησιασμό καί προσευχή, ὅπως καί χωρίς ἀγάπη, βρίσκεται σέ κατάσταση πνευματικῆς καταστολῆς καί ἀναισθησίας, ἤδη χαμένος καί νεκρωμένος στόν αἰώνα τοῦτο τόν ἀπατεώνα.

῾Ο ἀπόστολος Παῦλος μέ τήν προτροπή τῆς νήψεως μᾶς φέρνει λίγο καί πάλι στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδας. ῾Η ᾽Εκκλησία μας, σ᾽ αὐτήν την πιό λεπτή καί ὑψηλή ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς περίοδο, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι «ἰδού ὁ νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός. Καί μακάριος ὁ δοῦλος ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δέ πάλιν ὅν εὑρήσει ραθυμοῦντα». ῾Η νήψη δηλαδή ὡς χαρισματικό ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν μας γιά ὅ,τι γίνεται στόν κόσμο καί μάλιστα στό βάθος του πέραν τῶν αἰσθήσεων, ὁδηγεῖ στή μακαριότητα. ῾Η ἔλλειψή της συνιστᾶ  ἀπό τώρα τήν κόλαση. ῾Ο Χριστός ἐντέλει δέν μᾶς θέλει κοιμισμένους ἀλλά μέ ὁλάνοιχτους τούς ὀφθαλμούς τῆς διανοίας καί τῆς συνειδήσεώς μας. ῞Οσοι μίλησαν ἀπό τήν ἄποψη αὐτή γιά τή θρησκεία ὡς ὄπιο τοῦ λαοῦ ἀσφαλῶς ἐννοοῦσαν κάτι ἄλλο πέραν τοῦ χριστιανισμοῦ.