Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Οκτωβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)

 

«Τίς εἴη ἡ παραβολή αὕτη (Λουκ. 8, 9)

Η παραβολή του καλού σπορέως είναι μία από τις γνωστότερες και σπουδαιότερες παραβολές του Κυρίου. Εμπνευσμένη από την αγροτική ζωή της Παλαιστίνης – κατά την οποία η σπορά προηγείτο του οργώματος – αναφέρεται στον γεωργό, ο οποίος ρίχνει τον σπόρο στο έδαφος, αλλ’  ενώ εκείνος είναι ο ίδιος, όπως και ο σπόρος, η καρποφορία ποικίλλει: αλλού ο σπόρος δεν καρποφορεί καθόλου, λόγω του πατημένου εδάφους, αλλού καρποφορεί ελάχιστα για να χαθεί έπειτα εντελώς, αλλού πολύ πλούσια, σαν το καλό έδαφος,  κάτι που είναι ευνόητο ότι τονίζει τον ρόλο και την «ευθύνη» του εδάφους. Η παραβολή δεν φαίνεται ότι κατανοήθηκε από τους ακροατές του Κυρίου. Απαιτήθηκε η ερμηνεία της από Εκείνον, μετά μάλιστα από την ερώτηση και των ίδιων των μαθητών Του: Κύριε, τι σημαίνει η παραβολή αυτή; «Τις είη η παραβολή αύτη

1. Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι η εντύπωση που συνήθως υπάρχει για τις παραβολές του Κυρίου, ότι δηλαδή είναι απλές ιστορίες από την καθημερινή ζωή προς μεγαλύτερη κατανόηση της διδασκαλίας Του, δεν είναι ακριβής. Θα έλεγε κανείς ότι αρκετές  λειτουργούν μάλλον ως πρόκληση-αφορμή για να φανερωθεί η γνησιότητα ή όχι  της διάθεσης του ανθρώπου απέναντι στον Θεό, παρά ως μία απλή διευκόλυνσή του, που θα πει ότι οι γνήσιοι αναζητητές της αλήθειας και καλοπροαίρετοι φωτίζονταν από τον Κύριο που τους μυούσε στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού, ενώ οι μη αναζητητές, οι προσκολλημένοι μόνον στον κόσμο, συνεπώς περιστασιακοί και από περιέργεια ή κακή διάθεση ακροατές Του, σκοτίζονταν περισσότερο, σαν αυτούς που βλέπουν κάτι χωρίς να το βλέπουν, ή σαν αυτούς που ακούνε κάτι χωρίς τελικώς να το ακούνε.

2.  Η συγκεκριμένη παραβολή έχει ένα βαθύ νόημα, το οποίο ο Κύριος απεκάλυψε στους μαθητές Του, όψεις του οποίου είναι και τα παρακάτω:

(α) «Ο σπόρος εστίν ο λόγος του Θεού». Αυτό σημαίνει ότι ο λόγος αυτός περικλείει μέσα του τεράστια δύναμη, την οποία υποδηλώνει η αντιστοιχία με τον σπόρο. Όπως ο σπόρος, ενώ φαίνεται εξωτερικά μικρός και αδύναμος, έχει μέσα του δυνάμεις, ώστε να γίνει και δέντρο, το ίδιο και ο λόγος του Θεού: φαίνεται πολλές φορές «αδύναμος», εξωτερικά ίδιος με τους άλλους ανθρώπινους λόγους, όμως περικλείει τέτοιες δυνάμεις, που μπορούν να μεταμορφώσουν τη ζωή ενός ανθρώπου. «Ατομική βόμβα» τον έχουν χαρακτηρίσει και όχι άδικα. Κι είναι γνωστό ότι ο Κύριος πολλές φορές  μίλησε για τη δύναμη και την αξία του λόγου του Θεού. Μαγιά που μπορεί να ζυμώσει πολλά κιλά αλεύρου είπε ότι είναι η Βασιλεία Του που φανερώνεται με τον Ίδιο και τον λόγο Του, κρυμμένος θησαυρός και πολύτιμος μαργαρίτης που υπερβαίνει την αξία όλων των επιγείων πραγμάτων, σημείωσε αλλού για το ίδιο. Ο απόστολος Παύλος ήταν εκείνος που κατεξοχήν πρόβαλε τη δύναμη αυτού του λόγου: Συνιστά τη «δύναμιν του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι», είπε. Κι αλλού: «Ζων ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (Εβρ. 4, 12).

Αιτία γι’  αυτό είναι το γεγονός ότι ο λόγος του Θεού αποτελεί ενέργεια Εκείνου και συνεπώς προσωπική Του παρουσία. Στον Θεό δηλαδή δεν υπάρχουν απρόσωπες και ανεξάρτητες από τις υποστάσεις Του δυνάμεις. Κάθε δύναμή Του, κάθε ενέργειά Του είναι στην πραγματικότητα προσωπική παρουσία δική Του. Έτσι και ο λόγος του Θεού: έχει τεράστια δύναμη, γιατί πρόκειται για τον ίδιο τον Θεό. Ο Κύριος πολλές φορές είχε τονίσει και αυτήν τη διάσταση, δηλαδή ότι αποδοχή του λόγου Του σημαίνει αποδοχή του Ίδιου μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Γι’  αυτό και οι άγιοι Πατέρες συχνά τόνιζαν ότι «ο Κύριος περικλείεται μέσα στις εντολές Του». Από την άποψη αυτή δίνεται με σαφήνεια απάντηση και στο ερώτημα πολλών «πώς μπορώ να δω και να συναντήσω τον Θεό;» Μόνο με την αποδοχή και την τήρηση των λόγων και των εντολών του Κυρίου, γεγονός που σημαίνει ότι η σχέση με τον Θεό δεν έχει θεωρητικό ή νοησιαρχικό χαρακτήρα, αλλά καθαρώς εμπειρικό. Την ώρα που ένας άνθρωπος θα τηρήσει τον λόγο του Θεού, εκείνην την ώρα θα δει την παρουσία του Θεού ενεργούσα μέσα σε όλη την ύπαρξή του. Αυτό συνιστά και την προϋπόθεση, προκειμένου να ενεργοποιείται η χάρη του Κυρίου μέσα από τα μυστήρια και μάλιστα της Θείας Ευχαριστίας.

(β) Ενώ όμως έχει τέτοια δύναμη ο σπόρος, ο λόγος του Θεού, εξαρτάται η ενέργειά του από το έδαφος στο οποίο θα πέσει, δηλαδή από το τι ψυχή θα συναντήσει. Όπως συχνά τονίζεται, ο παντοδύναμος Θεός αυτοπεριορίζεται, διότι ακριβώς σέβεται τη δοσμένη από Αυτόν στον άνθρωπο ελευθερία του. Η παραβολή του σπορέως αποτελεί  εναργή  απόδειξη της αλήθειας αυτής. Με άλλα λόγια, χωρίς τη συγκατάθεση του ανθρώπου ο λόγος του Θεού παραμένει ανενέργητος και «κενός». Όπως το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος, ο οποίος παρακαλεί τους μαθητές του «μη εις κενόν δέξασθαι την χάριν του Θεού», να μην πάει χαμένη η χάρη του Θεού. Κι είναι δραματική και η εξής επισήμανση: πάει χαμένη η χάρη του Θεού, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον την απορρίπτει, αλλά κι όταν μπορεί να την έχει αποδεχθεί! Εννοούμε ότι όχι μόνον το πατημένο έδαφος – ο άνθρωπος που έχει πλήρως αποστρέψει το πρόσωπό του από τον Θεό – αλλά και το πετρώδες και το ακανθώδες έδαφος, δηλαδή οι άνθρωποι που έχουν ανταποκριθεί σε πρώτη φάση στην κλήση του Θεού, αλλά δεν πρόσεξαν και δεν επέμειναν σ’ αυτήν, έχασαν τον Θεό.

 (γ) Εκτός από τον παράγοντα άνθρωπο με την ελευθερία του υπάρχει και κάποιος άλλος που παρεμβάλλεται στη διαδικασία της σποράς, της αποδοχής του λόγου του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου: ο «εχθρός άνθρωπος» που λέει άλλη παραβολή, δηλαδή ο διάβολος. Είναι γνωστό: ο διάβολος προσπαθεί παντοιοτρόπως να εμποδίσει τον άνθρωπο από το άκουσμα του λόγου του Θεού, πολύ περισσότερο από την εφαρμογή του. Διότι ακριβώς γνωρίζει ότι ο λόγος του Θεού, αν γίνει αποδεκτός,  αποτελεί τη σωτηρία του ανθρώπου. Αξίζει να υπενθυμίσουμε το περιστατικό από την ασκητική παράδοση της Εκκλησίας, κατά το οποίο ηγούμενος μοναστηριού που ενώ δίδασκε τους μοναχούς του, έβλεπε ότι αυτοί αποκοιμώντο  με συνέργεια του διαβόλου, σταμάτησε τη διδασκαλία και άρχισε το «κουτσομπολιό». Αμέσως ξύπνησαν όλοι. Και βρήκε ευκαιρία ο καλός ηγούμενος να τους διδάξει αυτήν την αλήθεια: στον λόγο του Θεού  ο διάβολος προκαλεί τον ύπνο, στο «κουτσομπολιό» ξυπνάει τους πάντες.

(δ) Το καλό έδαφος είναι η προϋπόθεση της επιτυχίας της σποράς. Πρόκειται για τους καλοπροαίρετους, όπως είπαμε, ανθρώπους, οι οποίοι ανταποκρίνονται στον λόγο του Θεού «εν καρδία καλή και αγαθή», επιμένουν σ’  αυτόν, παρ’  όλες τις δυσκολίες, εξωτερικές ή εσωτερικές, κάνουν υπομονή για να δουν το αποτέλεσμα. Το «κατέχουσιν και καρποφορούσιν εν υπομονή» που λέει ο Κύριος, αποτελεί το μυστικό για την ύπαρξη του καλού εδάφους. Διότι η υπομονή φανερώνει την αλήθεια της πίστεως και της ταπεινώσεως του ανθρώπου, της εμπιστοσύνης του ότι, έστω κι αν δεν βλέπει άμεσα και ορατά αποτελέσματα, η χάρη του Θεού ενεργεί στον κόσμο. Ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Κανείς δεν μπορεί να κερδίσει τη σωτηρία του, χωρίς την υπομονή. Κι οι άγιοι Πατέρες, εξηγώντας τον λόγο του Κυρίου, σημείωναν ότι η υπομονή συνιστά το υλικό, με το οποίο κτίζεται κάθε αρετή. Δεν είναι δηλαδή η υπομονή μία απλή αρετή, αλλά το συνοδευτικό κάθε αρετής.

Η παραβολή του καλού σπορέως, ενώ φαίνεται απαισιόδοξη,  είναι μία πολύ παρήγορη και αισιόδοξη παραβολή. Ο Κύριος μάς προσανατολίζει στην καρποφορία του καλού εδάφους, την πλουσιοπάροχη δηλαδή χάρη Του, η οποία δεν προσφέρεται «εκ μέτρου», όταν συναντήσει άνθρωπο που αγαπά την αλήθεια. Από την άλλη όμως, με την αναφορά στα άλλα εδάφη, τα μη καρποφόρα, μας επισημαίνει την ευθύνη μας: ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του. Θα πρέπει κάθε φορά να θέτουμε στον εαυτό μας το ερώτημα: τι έδαφος είμαι εγώ; Κι η απάντηση βεβαίως θα έρχεται στο βαθμό που θα υπάρχει ή όχι η παρουσία των καρπών. «Ο δε καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, εγκράτεια». Αν δεν επισημαίνουμε τους καρπούς αυτούς στη ζωή μας, μάλλον θα πρέπει να αρχίσουμε να βάζουμε ερωτηματικό και στον χριστιανισμό μας. Αλλά στην περίπτωση αυτή τα λόγια του Κυρίου ακούγονται φοβερά: «Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρεται και εις πυρ βάλλεται». Κάθε κλήμα που είναι ενωμένο με Εμένα, αλλά δεν φέρει καρπό, ο Ουράνιος Γεωργός το κόβει και το πετάει στη φωτιά.

04 Οκτωβρίου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)

«Είπεν ο Κύριος∙ Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως…Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Λουκ. 6, 31)

 

Τμήμα της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου Ιησού (Ματθ. 5-7) το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Β΄ Λουκά, η οποία κατά τον ευαγγελιστή Λουκά έγινε επί τόπου πεδινού. Μάλλον πρόκειται, όπως σημειώνουν πολλοί από τους ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, περί δύο ομιλιών που έκανε ο Κύριος, δηλαδή την ίδια ομιλία που έκανε αρχικά σε πιο εκτεταμένη μορφή  πάνω σε βουνό, την ίδια πιο περιληπτικά έκανε για  δεύτερη φορά επί τόπου πεδινού, και αυτήν κατέγραψε ο Λουκάς. Η πρώτη φράση του αναγνώσματος μάλιστα «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» χαρακτηρίστηκε ως «ο χρυσός κανόνας της χριστιανικής ηθικής», που σημαίνει ότι με αυτόν ρυθμίζονται έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις, ώστε να μπορεί να φανερώνεται ο Θεός στη ζωή τους.

1. Ο κανόνας αυτός στην αρνητική του διατύπωση ήταν κάτι που πρότεινε η Παλαιά Διαθήκη, απαντώμενος για πρώτη φορά στο βιβλίο του Τωβίτ με τη φράση «ο συ μισείς, μηδενί ποιήσης», αυτό που εσύ μισείς, μην το κάνεις σε κανέναν άλλον - εννοιολογικά και μορφολογικά τον συναντάμε και έξω από την ιουδαιοχριστιανική αποκάλυψη, σε διαφόρους φιλοσόφους και σε άλλες θρησκείες.  Πρόκειται για κανόνα που ρυθμίζει θετικά τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και που βασίζεται στα καλά στοιχεία που υπάρχουν παγκόσμια και πανθρησκειακά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μην ξεχνάμε ότι η πτώση στην αμαρτία δεν επέφερε την καταστροφή του ανθρώπου, αλλά τη ζόφωση της εικόνας του Θεού μέσα του, όπως βεβαίως ο Λόγος του Θεού, άσαρκος μέχρι την ενανθρώπησή Του, φώτιζε τον άνθρωπο (π.χ. με τον σπερματικό λόγο που είπαν ορισμένοι Πατέρες), με σκοπό τη διαπαιδαγώγησή του προς μελλοντική αποδοχή Εκείνου.

2. Ο Κύριος δεν αρνείται τον κανόνα αυτό. Αντιθέτως. Τον αποδέχεται και τον επεκτείνει, ανάγοντάς τον όμως σε επίπεδο χαρισματικό, δηλαδή αντανάκλασης στον άνθρωπο του τρόπου υπάρξεως του ίδιου του Θεού. Θέλουμε να πούμε ότι σε πρώτη φάση ο Κύριος διατυπώνει τον ρυθμιστικό αυτόν κανόνα της μεταξύ των ανθρώπων συμπεριφοράς κατά τρόπο θετικό: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Και θέλει προσοχή. Ο Κύριος δεν λέει «ό,τι σας κάνουν οι άλλοι, αυτό να κάνετε κι εσείς σ’  αυτούς», διότι τούτο ίσχυε ως ο πυρήνας της ιουδαϊκής ηθικής, με το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Μπορεί για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης να ήταν κανόνας υπέρβασης της άκρατης εκδίκησης, περιορίζοντάς την στην ίση ανταπόδοση, για την εποχή που έφερε όμως ο Ίδιος λειτουργούσε ως αμαρτία. Ο Κύριος λοιπόν λέει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν οι άνθρωποι», ό,τι θα επιθυμούσαμε να μας κάνουν οι άλλοι να κάνουμε κι εμείς, όποια συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας θα θέλαμε, την ίδια συμπεριφορά προς αυτούς πρέπει και να επιδεικνύουμε,  με άλλα λόγια: μην κοιτάμε το τι κάνει ο άλλος, ώστε η δράση μας να είναι αντίδραση, δηλαδή μία ανώριμη συμπεριφορά, αλλά να κοιτάμε τον βαθύτερο εαυτό μας, άρα μέτρο της αγάπης μας  προς τους άλλους να είναι η αγάπη μας στον ίδιο τον εαυτό μας. Έτσι,  ο κανόνας αυτός, θα λέγαμε,  ισοδυναμεί με την εντολή του Θεού «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», κάτι που φανερώνει τελικώς αφενός ότι ο εαυτός μας είναι «αξεπέραστος» από εμάς τους ίδιους – ο άνθρωπος κρίνει τα πάντα με βάση τον εαυτό του – αφετέρου ότι οι άνθρωποι μεταξύ μας είμαστε ίδιοι. Ο χρυσός αυτός κανόνας ανάγλυφα μας δείχνει την κοινότητα της ανθρώπινης φύσης, το πόσο η αυτογνωσία λειτουργεί ταυτόχρονα σ’ ένα μεγάλο ποσοστό και ως ετερογνωσία.

3. Τι συνήθως λοιπόν θέλουμε από τους άλλους, ώστε αυτό να προσφέρουμε και σ’  αυτούς; Κατεξοχήν την αποδοχή του προσώπου μας, τον  σεβασμό της ελευθερίας μας, του χώρου και του χρόνου μας, την απονήρευτη και άδολη συμπεριφορά τους, τη διακριτικότητά τους, μ’ ένα λόγο την αγάπη τους. Αυτό λοιπόν συνιστά, κατά τον κανόνα, και το μέτρο της αντίστοιχης δικής μας συμπεριφοράς: κι εμείς να αγαπούμε τον άλλον, να τον σεβόμαστε, να είμαστε διακριτικοί απέναντί του, να μην κάνουμε υπερβάσεις με καταστρατήγηση κυρίως της ελευθερίας τους. Πράγματι, χρυσός κανόνας, που στην εφαρμογή του η κοινωνία μας θα λειτουργούσε ως παράδεισος. Αλλ’  είπαμε: πρόκειται για κανόνα, που εκφράζει ό,τι καλύτερο είχε να πει το ανθρώπινο γένος, στηριγμένο στα καλά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: με ποια δύναμη ο άνθρωπος θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει; Πώς αυτό που συνιστά ορθή νοητική σύλληψη, καλή κοινωνική διδασκαλία, μπορεί να γίνει πράξη; Με άλλα λόγια πώς θα ξεπεραστούν οι δεσμεύσεις του ανθρώπου στην αμαρτία και τα πάθη της, στον διάβολο και τα στοιχεία του κόσμου τούτου;

4. Ο Κύριος λοιπόν δίνει την απάντηση και είναι σαφής: η υπέρβαση των δεσμεύσεων του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να τοποθετείται ορθά απέναντι στον συνάνθρωπό του είναι χαρισματική κατάσταση. «Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν;» Δεν μπορεί με άλλα λόγια ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον εγωισμό των σχέσεών του, από ένα «δούναι και λαβείν»: δίνω γιατί παίρνω - ό,τι συνιστά, είπαμε, την ιουδαϊκή και την κατά κόσμον γενικώς ηθική – αν δεν ενισχυθεί από την ενέργεια του ίδιου του Θεού. Το να μπορώ να αγαπώ τον άλλον, χωρίς να περιμένω ανταπόδοση, να του συμπεριφέρομαι καλά, χωρίς η δράση μου αυτή να είναι αντίδραση, συνιστά υπέρ φύσιν κατάσταση, που προϋποθέτει την παρουσία του Χριστού και της χάρης Του στον κόσμο τούτο.

Συνεπώς ο Κύριος τονίζει την αξία του χρυσού κανόνα των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά μας προσανατολίζει στην ορθή και πραγματική εφαρμογή του: μόνον ο εν Χριστώ άνθρωπος, ο ενταγμένος στο Σώμα Του, την αγία Εκκλησία, που έχει γίνει μέλος Του και λειτουργεί σ’ αυτόν η χάρη και η δύναμή Του, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται με τρόπο αγαπητικό και διακριτικό απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας έτσι τη στάση του ίδιου του Χριστού και του Θεού Πατέρα σε όλον τον κόσμο. «Γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος οικτίρμων εστίν». Κι επειδή ο Θεός Πατέρας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός αγαπά τον κόσμο χωρίς διακρίσεις – «Αυτός (ο Θεός) χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς» - γι’  αυτό και ο χριστιανός αντιστοίχως  μπορεί πια να αγαπά τους πάντες, ακόμη και τους εχθρούς του, χωρίς να προβληματίζεται για το αν εκείνοι θα του ανταποδώσουν τα ίσα. «Πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε, μηδέν απελπίζοντες».  Ο χριστιανός δηλαδή ζει και κινείται σε υπέρ τα κοσμικά και πεσμένα στην αμαρτία ανθρώπινα επίπεδα. Η έγνοια και η μέριμνά του είναι να αρέσει στον Θεό, Εκείνου το άγιο θέλημα να διακρατεί, προκειμένου να Τον έχει ζωντανό μέσα στην ύπαρξή του. Κι ένας τρόπος υπάρχει γι’ αυτό: να ζει σαν τον Θεό, έχοντας και αυξάνοντας τη δύναμη Εκείνου.

Το πρόβλημα στην ανθρωπότητα από ό,τι φαίνεται δεν είναι η έλλειψη καλών λόγων, σπουδαίων κοινωνικών ιδεών, «παραδείσιων» οραματισμών – και οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες, ωραία πράγματα είπαν και λένε. Με πολλή πλάνη και ψεύδος αναμειγμένα τα ωραία τους αυτά, αλλά και πράγματι ωραία. Το πρόβλημα όμως είναι το πώς θα εφαρμοστούν τα ωραία αυτά. Για τη χριστιανική πίστη μας, η λύση είναι μόνον ο Κύριος. Αν ο άνθρωπος δεν Τον αποδεχτεί όπως αποκαλύφθηκε, αν δεν γίνει μέλος Του κατά πώς το απεκάλυψε, προκειμένου να ενισχύεται από την αγία χάρη Του, πάντοτε θα πελαγοδρομεί στην αντίφαση μεταξύ ίσως καλών λόγων και δαιμονικού τρόπου ζωής. Διότι «ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία». Ας παρακαλούμε τον Κύριο αφενός να φωτίζει τους ανθρώπους που Τον αγνοούν προκειμένου να Τον γνωρίσουν, αφετέρου να ενισχύει τη θέληση ημών των θεωρουμένων χριστιανών, ώστε να κάνουμε πράξη αυτά που ήδη μας έχει δώσει και που τις περισσότερες φορές τα αφήνουμε για αργότερα. Δηλαδή να αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, ανεξάρτητα από τη στάση εκείνων.  Αλλά το αργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.

18 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΑΜΑΡΕΤΙΔΟΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

 

«χρηματίσαι πρῶτον ἐν ᾽Αντιοχείᾳ τούς μαθητάς Χριστιανούς»  (Πρ. ᾽Απ. 11, 26)

Τό γεγονός ὅτι γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ ὀνομάστηκαν Χριστιανοί - στήν ᾽Αντιόχεια ὅπου οἱ πλεῖστοι ἦταν ἑλληνιστές λεγόμενοι ᾽Ιουδαῖοι: ᾽Ιουδαῖοι δηλαδή πού ζοῦσαν ἐκτός ῾Ιεροσολύμων καί μιλοῦσαν τήν ἑλληνική ὡς μητρική τους γλώσσα – εἶναι ἐξόχως σημαντικό, δεδομένου ὅτι ἔκτοτε ἡ πίστη στόν Χριστό ἔγινε τό καθοριστικό στοιχεῖο ταυτότητας ἐκείνων πού τήν ἀποδέχονταν, σέ βαθμό μάλιστα πού σέ περιόδους διωγμῶν κατά τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἡ δήλωση αὐτή νά ἀντικαθιστᾶ καί τό ἴδιο τό ὄνομα τῶν ὑποψηφίων μαρτύρων. Στήν ἐρώτηση τῶν διωκτῶν ῾ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;᾽ οἱ περισσότεροι τῶν συλληφθέντων χριστιανῶν ἀπαντοῦσαν ἀκριβῶς ἔτσι: ῾Χριστιανός εἰμι᾽. Ποιός λοιπόν εἶναι ὁ χριστιανός; Ποιά στοιχεῖα συνιστοῦν τήν ταυτότητά του, ὅπως μάλιστα ἐξάγονται ἀπό τήν συγκεκριμένη ζωή τῶν χριστιανῶν τῆς ᾽Αντιόχειας, ὥστε μέ βάση αὐτά νά μετροῦμε καί τήν δική μας ταυτότητα;

1. πολύς τε ἀριθμός πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπί τόν Κύριον: πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού πίστεψαν καί δέχτηκαν τόν ᾽Ιησοῦ γιά Κύριό τους. Τό πρῶτο στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ πίστη στόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς Κύριο τῆς ζωῆς του. ῎Οχι δηλαδή ἁπλῶς ἡ πίστη στόν ᾽Ιησοῦ ὡς σπουδαῖο ἄνθρωπο ἤ μεγάλο μύστη καί φιλόσοφο, ἀλλά ἡ πίστη σ᾽ ᾽Εκεῖνον ὡς Κύριο καί Θεό του. ῎Αν μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός δέν πιστεύει στόν Χριστό ὡς ᾽Εκεῖνον ἀπό τόν ῾Οποῖο ἐξαρτᾶ τήν ζωή του καί τοῦ ῾Οποίου τό θέλημα προσδιορίζει τό δικό του θέλημα δέν μπορεῖ νά λέγεται χριστιανός. Διότι στήν περίπτωση αὐτή εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ ἀναφορά δέν εἶναι ὁ Χριστός ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. ῾Ο Κύριος ὅμως ἦλθε γιά νά μᾶς καλέσει νά ἐπιστρέψουμε στήν κανονική μας κατάσταση ἀπό τήν ὁποία ἐκπέσαμε λόγω τῆς ἁμαρτίας, νά ἐπιστρέψουμε δηλαδή στόν Θεό, ἑνώνοντάς μας μέ τόν ῾Εαυτό Του.  Γι᾽ αὐτό καί ἡ πίστη σ᾽ Αὐτόν εἶναι ἀνάλογη πάντοτε τοῦ βαθμοῦ τῆς ἐπιστροφῆς, δηλαδή τῆς μετανοίας πού ἐπιδεικνύει κανείς στήν καθημερινή του ζωή.  ᾽Επιστρέφω στόν Κύριο σημαίνει κατά τήν ῾Αγία Γραφή μετανοῶ, ἀλλάζω τρόπο καί πορεία ζωῆς, θέτοντας τόν Θεό ὡς κέντρο τῆς ζωῆς μου. ῎Ετσι τό κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Κυρίου: τό ῾γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ συνιστᾶ τήν ἐπωδό τῶν σκέψεων, τῶν λόγων καί τῶν πράξεών του.

2. ῾῞Ος (Βαρνάβας) ἰδών τήν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη᾽: ῾Ο Βαρνάβας εἶδε τήν χάρη τοῦ Θεοῦ (ἐκείνων πού πίστεψαν στόν Κύριο στήν ᾽Αντιόχεια) καί χάρηκε. ῾Η πίστη στόν Κύριο δηλαδή ὡς τό καθοριστικό στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ συνιστᾶ μία χαρισματική κατάσταση. Τό νά εἶναι κανείς χριστιανός εἶναι πέρα ἀπό τά φυσικῶς θεωρούμενα ἀνθρώπινα. Κανείς ἀπό μόνος του στηριγμένος στίς δυνάμεις του δέν γίνεται χριστιανός. ῞Οσα καλά στοιχεῖα κι ἄν διαθέτει κάποιος ἄνθρωπος δέν παύει νά εἶναι ἐγκλωβισμένος στά πάθη καί τίς ἀδυναμίες του. Πρέπει ὁ ἴδιος ὁ Θεός νά καλέσει τόν ἄνθρωπο γιά νά ἐγγίσει τόν Χριστό καί δι᾽ Αὐτοῦ νά δεῖ Θεοῦ πρόσωπο. Προηγεῖται δηλαδή ὁ Θεός καί ἀκολουθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τά λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι ἀπολύτως σαφῆ: ῾Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἔλθει σ᾽ ἐμένα, ἄν ὁ Πατέρας πού μέ ἔστειλε δέν τόν ἑλκύσει.

Κι ἀκόμη: ὄχι μόνο τό νά εἶναι κανείς χριστιανός συνιστᾶ μία ὑπέρ φύσιν χαρισματική κατάσταση, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ διαπίστωση τῆς κατάστασης αὐτῆς σημαίνει ἐξίσου χάρη Κυρίου. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας, σταλμένος ἀπό τήν ᾽Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων, βλέπει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς τῆς ᾽Αντιόχειας, διότι καί ὁ ἴδιος βρισκόταν μέσα σέ αὐτήν. Κανείς δέν βλέπει κάτι ἄν δέν τό ἔχει. ῾Ο Βαρνάβας λοιπόν ῾ἀνήρ ἀγαθός καί πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου καί πίστεως᾽ ἔβλεπε αὐτό πού εἶχε. Πρόκειται γιά μία καίρια ἀλήθεια τῆς πίστης μας, τήν ὁποία ἀδιάκοπα ὁμολογοῦμε στήν ᾽Εκκλησία μας: ῾ἐν τῷ φωτί Σου, Κύριε, ὀψόμεθα φῶς᾽. Μέ τό φῶς Σου, Κύριε, θά δοῦμε τό φῶς Σου. Χωρίς τό φῶς καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ δέν βλέπουμε τίποτε πέρα ἀπό σκοτάδι. Μέ τό φῶς καί τήν χάρη βλέπουμε ἐκεῖ πού ὑπάρχουν αὐτά.

3. ῾Παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ᾽: ὁ Βαρνάβας τούς συμβούλευε ὅλους νά μένουν ἀφοσιωμένοι στόν Κύριο μέ ὅλη τους τήν καρδιά. ῾Η χαρισματική αὐτή κατάσταση πίστης στόν Χριστό ὡς ζωῆς δέν εἶναι γεγονός μίας στιγμῆς ἤ ὁρισμένου μόνο χρονικοῦ διαστήματος. ᾽Απαιτεῖται διαρκής ἀγώνας ἐμμονῆς στόν Κύριο μέ ὅλον τόν ἐσωτερικό μας κόσμο -  πού σημαίνει ἀγώνα τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, μέσα ἀπό τίς ὁποῖες φανερώνεται ὁ ῎Ιδιος στήν ζωή μας – διότι τήν σχέση μας μέ τόν Θεό τήν κρατοῦμε τήν κάθε μας στιγμή ὡς σχέση ἀγάπης. ῞Οπως γιά παράδειγμα στήν συζυγία τοῦ ἄνδρα μέ τήν γυναίκα χρειάζεται διαρκής ἔγνοια  καί προσπάθεια νά παραμένει τό κάθε μέλος ἐν ἀγάπῃ ἀπέναντι στό ἄλλο προκειμένου νά διατηρεῖται καί νά αὐξάνει ἡ σχέση καί ἡ ἀγάπη, τό ἴδιο καί πολύ περισσότερο στήν σχέση μέ τόν Θεό. Δέν ὑπάρχουν διαλείμματα καί διακοπές στήν σχέση αὐτή. Τυχόν ὀπισθοχώρηση στήν ἀφοσίωση πρός τόν Κύριο σημαίνει ἐκτροπή ἀπό Αὐτόν καί ἐναντίωση πρός Αὐτόν. Κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: ῾ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει᾽. ῾Ο χριστιανός ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι χριστιανός ὄχι μόνο ἀπό τήν πιθανή ἁπλή δήλωση τῆς ἰδιότητάς του, ὄχι ἀσφαλῶς ἀπό ἕνα ἔγγραφο ἀποδεικτικό τῆς ταυτότητάς του (μολονότι στήν ἐποχή μας καί αὐτό ἴσως συνιστᾶ ὁμολογία πίστεως), ἀλλά ἀπό τό ποῦ βρίσκεται τήν κάθε στιγμή ἡ καρδιά του. Τό ῾προσμένειν τῷ Κυρίῳ τῇ προθέσει τῆς καρδίας᾽ τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα ἀποτελεῖ ὑπομνηματισμό τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου ῾ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται᾽. ῎Αν ὁ Κύριος εἶναι ἤ ὄχι ὁ θησαυρός μας φαίνεται ἀπό τό τί κρατοῦμε ὡς περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας.

4. ῾συναχθῆναι ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ᾽: οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καί Παῦλος συμμετεῖχαν στίς συνάξεις τῆς ᾽Εκκλησίας. Στίς συνάξεις αὐτές συναντοῦσαν τούς χριστιανούς, μετεῖχαν στήν Θεία Λειτουργία, δίδασκαν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό βεβαίως θά πεῖ περαιτέρω ὅτι ὁ χριστιανός εἶναι χριστιανός ἀπό τόν βαθμό τῆς ἐκκλησιαστικότητάς του. Δέν ὑπάρχει ἀτομικός χριστιανισμός. Δέν ὑπάρχει ἀτομική σχέση μέ τόν Θεό, παρά μόνον ἄν ἡ σχέση αὐτή ἀποτελεῖ προέκταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. ῾Ο ἀπόστολος Θωμᾶς - ἄς θυμηθοῦμε - ὅσο βρισκόταν ἀπομονωμένος στό σπίτι του ἐκτός τῆς συνάξεως τῶν ἄλλων ἀποστόλων δέν εἶχε τήν εὐλογία τῆς παρουσίας σ᾽ αὐτόν τοῦ Κυρίου. Τοῦ φανερώθηκε ὁ ἀναστημένος Κύριος μόλις πῆγε μέ τούς ἄλλους. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος κατεξοχήν θεολόγησε περί τῆς συνάξεως τῶν πιστῶν ὡς μελῶν τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου. Εἴμαστε ὡς βαπτισμένοι στόν Κύριο μέλη τοῦ ἁγίου σώματός Του καί μέλη ἀλλήλων. ᾽Εκτός ᾽Εκκλησίας λοιπόν, ἐκτός τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, ποῦ θά βρεῖ κανείς τόν Κύριο; ῾Ο ῎Ιδιος καθόρισε τήν εὐλογημένη αὐτή πραγματικότητα, γι᾽ αὐτό καί ἤδη ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους ἴσχυε τό τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ ῾unus christianusnullus christianus’, ἕνας χριστιανός κανένας χριστιανός. Εἶμαι χριστιανός λοιπόν σημαίνει ζῶ τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί στήν ἐκκλησιαστική ζωή ζῶ τήν πνευματική χριστιανική ζωή. ᾽Εκεῖ ζῶ καί ἀναπνέω τόν Χριστό μου καί μαζί μέ Αὐτόν ὅλην τήν Παναγία Τριάδα, γενόμενος κατοικητήριο Αὐτῆς.

5. Τῶν δέ μαθητῶν καθώς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ ᾽Ιουδαίᾳ ἀδελφοῖς: Οἱ χριστιανοί στήν ᾽Αντιόχεια ἀποφάσισαν νά στείλουν βοήθεια στούς ἀδελφούς πού κατοικοῦσαν στήν ᾽Ιουδαία (λόγω ἐπερχομένου μεγάλου λιμοῦ στήν οἰκουμένη) ,τι μποροῦσε καθένας. ᾽Εκεῖνο πού σφραγίζει τήν ἀληθινή ταυτότητα τοῦ χριστιανοῦ καί ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια τῆς πίστης του στόν Κύριο, τήν ὕπαρξη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν, τήν γνησιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς του ζωῆς, εἶναι κινητοποίησή του στό θέμα τῆς ἀγάπης. Εἶναι γνωστό σέ ὅλους ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς χριστιανικότητας κάποιου εἶναι ἡ ὕπαρξη τῆς ἀγάπης στήν καθημερινότητά του. ῾᾽Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε – εἶπε ὁ Κύριος - ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις᾽. Χωρίς ἀγάπη ὅλα τά προαναφερόμενα ὡς γνωρίσματα τοῦ χριστιανοῦ εἶναι μάταια καί ἕωλα. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος γιά νά καταδείξει τήν ἀλήθεια αὐτή φτάνει σέ διατυπώσεις θεωρούμενης ὑπερβολῆς, χωρίς νά εἶναι ὑπερβολή: ῾Καί ἐάν παραδώσω τό σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι᾽. Καί μάρτυρας τῆς πίστεως νά γίνει κανείς, ἄν δέν ἔχει ἀγάπη, τό μαρτύριό του εἶναι χωρίς ἀντίκρυσμα. Κι εἶναι εὔλογο: πῶς μπορῶ χωρίς ἀγάπη νά εἶμαι μαθητής ᾽Εκείνου, ὁ ῾Οποῖος ῾ἀγάπη ἐστί᾽; ῾῾Ο Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ᾽. Καί ἀγάπη σημαίνει βεβαίως ὄχι ἁπλῶς λόγια συμπάθειας (ἀπαραίτητα κι αὐτά), ἀλλά ἔμπρακτη φανέρωση τῆς ἀγάπης στόν πόνο καί τήν δοκιμασία τοῦ συνανθρώπου. ῞Οπως τό ἔδειξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί μέ τήν ζωή Του καί μέ τόν λόγο Του. ῾᾽Επείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψασα καί ἐποτίσατέ μοι...᾽.

Στή ζωή τῶν χριστιανῶν τῆς ᾽Αντιόχειας – καί ὄχι μόνον αὐτῶν ἀσφαλῶς – βλέπουμε τό τί σημαίνει χριστιανός. Πρόκειται γι᾽ αὐτό πού εἶπε μεταξύ ἄλλων ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος: ῾χριστιανός ἐστι μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώποις᾽. Μία φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο.  Δέν ξέρουμε πόσο εὔκολα μποροῦμε μετά τά παραπάνω νά σπεύδουμε νά δηλώνουμε τήν χριστιανική μας ταυτότητα. Δέν ξέρουμε μήπως ἡ δήλωσή μας αὐτή συνιστᾶ πολλές φορές πρόκληση ῾βλασφημίας ἐν τοῖς ἔθνεσι᾽. Μήπως τό καλύτερο πού ἔχουμε νά κάνουμε  στούς καιρούς πού ζοῦμε εἶναι νά κλαῖμε τίς ἁμαρτίες μας καί τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου μας; ῎Ισως περισσέψαμε οἱ δάσκαλοι τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί τό κρίμα Κυρίου ἐπικρέμαται πάνω ἀπό τίς κεφαλές μας...

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

 

ΝΑ ΠΙΩ ΝΑ ΞΕΔΙΨΑΣΩ! ΘΕΛΩ ΟΜΩΣ;

Η Κυριακή της Σαμαρείτιδος σχετίζεται με την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Ο Κύριος κατά την εορτή αυτή βρέθηκε στο Ναό των Ιεροσολύμων διδάσκοντας τους Ιουδαίους και καλώντας τους να πιουν το ύδωρ που Εκείνος δίνει προκειμένου να ξεδιψάσει η καρδιά τους.  «Ει τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω». Στο ίδιο μήκος κύματος όμως κινήθηκε και ο διάλογος του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα παρά το φρέαρ του Ιακώβ. Κι η γυναίκα αυτή τελικώς έλαβε από τον Κύριο, μετά από  πρόκληση του Ίδιου, «το ύδωρ το ζων» που μόνο Εκείνος μπορεί να δώσει, τη χάρη και ενέργεια του Θεού που κάνει την καρδιά του ανθρώπου πηγή που αναβλύζει την αιώνια ζωή. Και μπορεί στην αρχή να μην κατάλαβε το βάθος στο οποίο την οδηγούσε ο Κύριος, στη συνέχεια όμως όχι μόνο συντονίστηκε με τον λόγο Του, αλλά τον αποδέχτηκε σε τέτοιο βαθμό που έγινε ισαπόστολος, ευαγγελίστρια, στο τέλος δε και μεγαλομάρτυς: η αγία Φωτεινή!

Εκ πρώτης όψεως συνιστά παραδοξότητα το γεγονός ότι ο Κύριος θέλησε να αποκαλύψει βαθύτατες θεολογικές αλήθειες σε μία γυναίκα που από πλευράς «ηθικής» δεν ήταν και ό,τι καλύτερο. «Πόρνη» τη χαρακτηρίζει σε κάποιο σημείο η υμνολογία της Εκκλησίας, γιατί κατά τη φανέρωση της ζωής της από τον Κύριο «πέντε άνδρες είχε και συζούσε με κάποιον που δεν ήταν ο κανονικός της άνδρας». Κι όμως! Ο Κύριος δεν έχει επιφυλάξεις στο άνοιγμά Του σε μία τέτοια γυναίκα, διότι προφανώς ως παντογνώστης και καρδιογνώστης βλέπει το βάθος της ψυχής της. Και το βάθος αυτό διψά για την αλήθεια, διψά για τον Θεό, βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής της ίδιας της αποκάλυψής Του. Και πράγματι. Το όλο γεγονός φανερώνει καταρχάς ότι η Σαμαρείτιδα γυναίκα δεν ήταν μία τυχαία γυναίκα. Μπορεί στην προσωπική της ζωή να μην είχε «ευτυχήσει», όμως η θέση της στην κοινότητα της Σαμάρειας προκαλούσε τον σεβασμό και ο λόγος της θεωρείτο ιδιαιτέρως αξιόπιστος – οι συμπατριώτες της δεν αμφισβήτησαν τον λόγο της και ανταποκρίθηκαν στην κλήση της να γνωρίσουν τον πιθανό Μεσσία. Κι ακόμη: μέσα από τον διάλογο με τον Κύριο αποδεικνύεται ότι είχε θεολογικές ανησυχίες, ιδίως δε ότι ανήκε κι αυτή σ’ εκείνους που προσδοκούσαν τον Μεσσία και τη βασιλεία του Θεού που θα έφερνε. «Όταν θα έρθει ο Μεσσίας, Εκείνος θα μας εξηγήσει όλα αυτά».

Οπότε με τη Σαμαρείτιδα κατανοούμε ευρύτερα και διαχρονικά σε ποιους ανθρώπους ο Κύριος αποκαλύπτει τον εαυτό Του και τα του αληθινού Θεού: σε εκείνους που όπως είπαμε διψούν για την αλήθεια και αναζητούν τον Θεό ως πλήρωμα της καρδιάς τους. Άνθρωποι που είναι προσκολλημένοι αποκλειστικά στα του κόσμου και έχουν ως κανόνα ζωής το «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν», άνθρωποι δηλαδή που η προοπτική τους είναι περιορισμένη στον ορίζοντα μόνο του εδώ και του τώρα, δεν δέχονται την αποκάλυψη του Θεού. Και δεν τη δέχονται, γιατί δεν μπορούν να τη δεχτούν: έχουν κάλυμμα σε ό,τι φέρνει τον αέρα του ουρανού. Ο Κύριος λοιπόν, ενώ διακαώς επιθυμεί τη σωτηρία του κάθε ανθρώπου, γιατί όλους ανεξαιρέτως μας αγαπά με μοναδικό τρόπο, φανερώνει τον εαυτό Του εκεί που και ο άνθρωπος Τον αναζητά και Τον θέλει στη ζωή του, εκεί που ο άνθρωπος δεν είναι «ήσυχος» με την αμαρτωλή και εγωιστική ζωή του. Με άλλα λόγια η «ώρα» της χάριτος για τον άνθρωπο έρχεται όταν η χάρη αυτή βρει το απλωμένο χέρι του ανθρώπου για βοήθεια – όπου κι αν βρίσκεται ο άνθρωπος αυτός και σε οποιαδήποτε κατάστασή του.

Δεν είναι τυχαίο που ένας λόγος του Κυρίου λειτουργεί με αξιωματικό πάντοτε τρόπο εν προκειμένω: «πας ο ων εκ της αληθείας, ακούει μου της φωνής». Όποιος αγαπάει και επιθυμεί την αλήθεια, ακούει τη φωνή μου. Τι παρήγορος λόγος του Κυρίου, αλλά και πόσο «επικίνδυνος» τελικά! Γιατί από τη μια μας αναγγέλλει ότι Εκείνος βρίσκεται αδιάκοπα δίπλα μας, σε τέτοια εγγύτητα που μπορούμε να ακούσουμε τον ψιθυρισμό της φωνής Του στην καρδιά μας, από την άλλη όμως προβάλλει την απόλυτη ευθύνη για την πορεία της ζωής μας. Δεν αρκεί, όπως το τονίσαμε ισχυρά παραπάνω, μόνο η αγάπη του Θεού μας. Απαιτείται και η δική μας ενεργοποίηση της αγάπης προς Αυτόν, έστω κι αν δεν έχουμε τη δυνατότητα πάντοτε να την προσδιορίσουμε έτσι. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς».

Η αξιωματική αυτή αρχή του Κυρίου δεν ισχύει μόνο για τους μη χριστιανούς, τους αβάπτιστους. Ίσως περισσότερο ισχύει για εμάς τους βαπτισμένους. Διότι συχνά και εμείς ταλαιπωρούμαστε από τους λογισμούς της «ορφάνιας» μας – δεν μπορούμε να νιώσουμε την παρουσία του Πατέρα στη ζωή μας. «Πού είναι ο Θεός; Γιατί δεν μου φανερώνεται; Γιατί δεν κάνει ένα θαύμα να μου αποκαλύψει την ύπαρξή Του;» Και η απάντηση είναι πάντοτε η ίδια: Ο Θεός είναι έτοιμος να φανερωθεί αισθητά στον καθένα μας, αρκεί κι εμείς να Τον αναζητούμε. Και αναζήτηση του Θεού σημαίνει για τον χριστιανό αναζήτηση των αγίων Του εντολών προκειμένου να τις εφαρμόσει. Στην ερώτηση δηλαδή «πού είσαι, Κύριε;» η απάντησή Του είναι η υπόδειξη των εντολών Του. «Τηρήστε τις εντολές μου και θα με δείτε να σας φανερώνομαι στη ζωή σας».

Η Σαμαρείτιδα γυναίκα, η αγία ισαπόστολος και μεγαλομάρτυς Φωτεινή, δίψασε τον Χριστό και ο Χριστός της αποκαλύφθηκε. Κι αυτό είναι εκείνο που διαλαλεί και στην εποχή μας και σε κάθε εποχή: Διψάστε τον Θεό, διψάστε δηλαδή για την αλήθεια, και η αλήθεια θα έρθει όχι απλώς κοντά σας, αλλά μέσα σας. Και θα έλθει όχι με βηματισμούς αργούς, αλλά με σπουδή και γοργότητα. Γιατί ο Χριστός και Θεός μας, η Αλήθεια, μας αγαπά και μας διψά όσο τίποτε στον κόσμο.  

03 Μαΐου 2025

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«᾽Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾽Αριμαθαίας...τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ» (Μάρκ. 15, 43)

᾽Από τά πρόσωπα πού κυριαρχοῦν στό εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων εἶναι  ᾽Ιωσήφ  ἀπό ᾽Αριμαθαίας ὁποῖος προβάλλεται μέ τό κυριαρχικό γνώρισμά τουτῆς τόλμηςμέ τήν ὁποία κατώρθωσε γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τό ἀκατόρθωτονά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει καί νά ἀποκτήσει τό νεκρό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦτό ὁποῖο βεβαίως στή συνέχεια μέ τή βοήθεια καί ἄλλων τό ἐκήδευσεΣυνιστᾶ δέ ἰδίως γιά τή σημερινή ἐποχή ἡ τόλμη του αὐτή κατεξοχήν παράδειγμα καί πρότυπο, ἀφοῦ αὐτό πού διαπιστώνουμε συνήθως, δυστυχῶς στούς περισσοτέρους μας ἤ ἔστω σ᾽ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ μας, εἶναι ἡ ἀτολμία καί ἡ δειλία, καρποί, ἀπ᾽ ὅ,τι θά φανεῖ καί στή συνέχεια, τῆς ἐλλείψεως τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή ζωή μας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἔλλειψη τόλμης ἀποκαλύπτει τήν ὀλιγοπιστία ἤ καί τήν ἀπιστία ἀκόμη πολλῶν ἀπό ἐμᾶς τούς Χριστιανούς καί συνεπῶς ἡ κατάσταση αὐτή καθιστᾶ περισσότερο ἀπό ἀναγκαία τήν ἀναφορά μας στήν τόλμη τοῦ ἁγίου ᾽Ιωσήφ.

Καί κατά πρῶτον: τί εἶναι τόλμη;

Θά μπορούσαμε νά τήν ὁρίσουμε ὡς τήν ψυχική ἐκείνη δύναμη καί διάθεση, πού κινεῖ τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νά ὑπερνικᾶ τά στηρίγματα καί τίς ἀσφάλειές του, μέχρι μάλιστα τοῦ σημείου πού νά ἀψηφᾶ καί τήν ἴδια του τή ζωή. Βεβαίως, τήν ψυχική αὐτή δύναμη τήν βλέπουμε πολύ συχνά σέ διαφόρους τύπους ἀνθρώπων καί σέ πολλά ἐπίπεδα ζωῆς, ὅπως τό ἐθνικό, τό ἐπαγγελματικό, τό κοινωνικό, ἀλλά ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐκείνη ἡ τόλμη πού σχετίζεται μέ τόν Θεό καί συνεπῶς μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ, πού πηγάζει ἀπό τήν πίστη του στόν ᾽Ι. Χριστό καί τήν προσδοκία τῆς Βασιλείας Του, σάν τοῦ ᾽Ιωσήφ «ὅς ἦν προσδεχόμενος καί αὐτός τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. 15, 43). Ὁ χριστιανός δηλαδή ἐξαρτώντας τήν ὕπαρξή του ὄχι ἀπό τή ῾σιγουριά᾽ τῶν αἰσθήσεων καί τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἀλλά ἀπό τόν μή αἰσθητό καί μή μετρητό, ἄρα καί μή προσφέροντα καί ῾ἀσφάλεια᾽, κατά τά κριτήρια τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου, Θεό φανερώνει ὅτι χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς του (πρέπει νά) εἶναι ἡ τόλμη καί ἡ ἀνδρεία καί ἡ γενναιότητα.

Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο πού τόν κάνει νά ἔχει αὐτήν τήν τόλμη καί νά τήν διακηρύσσει ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Ὅπως τό ἐπισημάναμε ἤδη ἀπό τήν ἀρχή: ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή του, πού τόν κάνει ὄχι ἁπλῶς νά στηρίζεται στόν Θεό, ἀλλά καί νά εἶναι ἕτοιμος καί ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του νά προσφέρει θυσία σ᾽ Αὐτόν. Διότι βεβαίως τό ἅγιον Πνεῦμα ὡς παντοδύναμος Θεός χορηγεῖ τόλμη καί δύναμη στόν ἄνθρωπο καί συνεπῶς τόν ἀπομακρύνει ἀπό τή δουλεία τῆς δειλίας. «Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ» (Β´ Τιμ. 1,7) τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος.

Καί πράγματι ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι μία ἐπιβεβαίωση τῆς παραπάνω ἀλήθειας. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τούς ἀποστόλους πρίν καί μετά τήν Πεντηκοστή. Πρίν τήν Πεντηκοστή ζοῦν φοβισμένοι καί κλεισμένοι στά σπίτια τους «διά τόν φόβον τῶν ᾽Ιουδαίων», κάτι πού προβάλλει ἀκόμη πιό ἔντονα τήν γενναιότητα καί τήν τόλμη τοῦ ᾽Ιωσήφ, ὅπως ἀκόμη βεβαίως καί τῶν μυροφόρων γυναικῶν. Μετά ὅμως τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μεταμορφώνονται σέ θαρραλέους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιβεβαιώνοντας τή μαρτυρία τους γιά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου μέ τό μαρτύριό τους. «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν» (Πρ. ᾽Απ. 4, 20). Τοῦτο ὅμως γίνεται, γιατί ἐνδύθηκαν «τήν ἐξ ὕψους δύναμιν» (Λουκ. 24, 49) καί ὄχι γιατί στηρίχτηκαν στίς δικές τους δυνάμεις. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν περίοδο τῶν διωγμῶν, στήν ἐποχή τῶν Πατέρων, ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή, ὅπου ὑπάρχουν συνεπεῖς στήν πίστη τους Χριστιανοί, κληρικοί καί λαϊκοί. ῎Ετσι ὁ Χριστιανός εἶναι τολμηρός ἄνθρωπος, πού διαπνέεται ἀπό γενναιότητα καί ἀνδρεῖο φρόνημα.

Ποιό ὅμως τό πεδίο στό ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ τόλμη αὐτή; Πῶς φανερώνεται συγκεκριμένα;

1. Καταρχάς στό ἴδιο τό γεγονός τῆς πίστεως. Γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στό σημεῖο τῆς ῾γεύσεως᾽ τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα του, θά χρειαστεῖ κι ὁ ἴδιος ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει. Διότι στή χριστιανική πίστη προηγεῖται τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, πού καλεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τόν ᾽Ι. Χριστό κι ἀκολουθεῖ ἡ ἀποδοχή Του. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (᾽Ιωάν. 6, 44). Ἡ ἀποδοχή τῆς κλήσεως αὐτῆς φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνα ῾πήδημα στό κενό᾽, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρήσαμε καί παραπάνω, ὁ ἄνθρωπος δέν στηρίζεται στήν ἀσφάλεια τῶν αἰσθήσεών του, ἀλλά μόνο στήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό τολμηρό ῾πήδημα᾽ ὅμως εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο πού τό κάνει καί ἡ μεγαλύτερη ἔκπληξη: πέφτει στή θέρμη τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἡ τόλμη τῆς πίστεως φέρνει καί τή μεγαλύτερη δυνατή ἀσφάλεια πού ὑπάρχει στόν κόσμο: τήν ἀσφάλεια τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;» (Ρωμ. 8, 31).

2. ῎Επειτα ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται στή βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς πορείας δηλαδή πρός αὔξηση τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό καί τήν ἀπόκτηση περισσοτέρου ἁγίου Πνεύματος. Καί τοῦτο γιατί στήν πορεία του αὐτή ἐναντιώνονται σ᾽ αὐτόν τά πάθη του, οἱ πονηρές πνευματικές δυνάμεις, τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου. «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα», μαρτυρεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, «ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (᾽Εφεσ. 6, 12). ῎Ετσι χωρίς τόλμη δέν μπορεῖ νά διεξαχθεῖ αὐτός ὁ πνευματικός ἀγώνας, ὁ ὁποῖος συνίσταται στήν ἀντίσταση ἀπό τόν πιστό τῶν ἐπιθέσεων τοῦ διαβόλου καί στό ἄνοιγμα τῆς ὑπάρξεώς του στόν Θεό. Στόν ἀγώνα βεβαίως αὐτό συμμετέχει καί ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ὁ ἀγαθός κόσμος τῶν ἀγγέλων. Διότι μόνος του ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία του. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (᾽Ιωάν. 15,5). Εἶναι ἀπαραίτητη ὅμως κι ἡ δική του συμμετοχή. Μάλιστα μᾶς ἀναφέρουν οἱ πνευματικοί μας Πατέρες ὅτι ὅταν ὁ διάβολος δεῖ τήν ψυχή νά πολεμᾶ ἐναντίον του μέ τόλμη, ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτήν, ἐνῶ ὅταν τήν δεῖ νά δειλιάζει, ἤδη ὁ δρόμος γιά τήν ἅλωσή της εἶναι ἀνοικτός. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ πατέρα τοῦ μοναχισμοῦ ἁγίου ᾽Αντωνίου, ὅπως μᾶς τά παραθέτει ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος στή βιογραφία του: «῎Αν παραμένει γιά πολύ ἡ ψυχή στό φόβο, τότε εἶναι παρόντες ἐκεῖ οἱ ἐχθροί. Διότι οἱ δαίμονες δέν βγάζουν ἀπό τούς ἀνθρώπους τό φόβο...Μᾶλλον, ὅταν δοῦν ἀνθρώπους πού φοβοῦνται, αὐξάνουν τίς φαντασίες, ὥστε νά τούς τρομοκρατοῦν περισσότερο. Καί μετά, ὅταν πιά τούς κατακτήσουν, παίζουν μαζί τους λέγοντας: - Γονατίστε τώρα νά μᾶς προσκυνήσετε... ῎Ας μήν ἀπατώμαστε (λοιπόν) μέ τόν τρόπο αὐτό οὔτε νά φαινώμαστε δειλοί... ᾽Απεναντίας νά νιώθουμε θαρραλέοι καί πάντοτε χαρούμενοι, σάν νά ἔχουμε σωθεῖ. Νά σκεφτώμαστε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας».

3. ᾽Επίσης ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται ἀκόμη καί στίς ἴδιες τίς πτώσεις του. Ὁ Χριστιανός πού ἀγωνίζεται στό δρόμο τῆς πνευματικῆς του προκοπῆς, εἶναι πολύ πιθανό ὅτι θά ἔχει καί στιγμές ἀδυναμίας καί πτώσεως. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος στήν πίστη μας δέν εἶναι ὁ ἀναμάρτητος, ἀλλ᾽ ὁ ἀγωνιστής καί μάλιστα στόν δρόμο τῆς μετάνοιας. Σ᾽ αὐτές τίς στιγμές λοιπόν ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά ξανασταθεῖ στά πόδια του καί νά μήν ἀπελπιστεῖ. Νά μπορεῖ νά στρέψει τό βλέμμα του στόν Οὐρανό, ἐπικαλούμενος τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά μετάνοια. Σάν τόν νεαρό μοναχό τοῦ Γεροντικοῦ, πού ἀπελπισμένος ἀπό κάποιες πτώσεις του ὁδηγήθηκε στό κελλί ἑνός μεγάλου καί διακριτικοῦ Γέροντα. Κι ὅταν τοῦ ἀνακοίνωσε τήν πτώση στήν ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μέ χαρακτηριστική ἁπλότητα τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ. – Μά ξανάπεσα, ψιθύρισε καί πάλι ὁ νεαρός μοναχός. – Καί πάλι νά σηκωθεῖς, τόν παρότρυνε ὁ Γέροντας. Κι αὐτό νά κάνεις, νά βάζεις δηλαδή πάντα ἀρχή μετανοίας, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς σου. Μόνον νά εὔχεσαι ὁ θάνατος νά σέ εὕρει στή μετάνοια καί ὄχι στήν πτώση. ῞Ωστε τόλμη ἀπαιτεῖται καί στή μετάνοια, γιά νά μπορῶ νά ἐλπίζω στήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς πτώσεις καί ἁμαρτίες μου.

4. Μά τόλμη χρειάζεται τέλος καί γιά τήν ὁμολογία καί τή μαρτυρία μας ὡς Χριστιανῶν. Εἰδικά στήν ἐποχή μας πού τό κακό ἔχει ἀποθρασυνθεῖ καί παρουσιάζεται ὡς τό φυσιολογικό καί τό κανονικό, ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά εἶναι κανείς συνεπής χριστιανός καί νά δίνει μαρτυρία τῆς πίστεώς του αὐτῆς. Κι ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι καί λόγων, μά κυρίως πρέπει νά εἶναι ζωῆς. Εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε οἱ Χριστιανοί ὅτι ἡ χλιαρότητα στήν πίστη εἶναι ἡ χειρότερη κατάσταση καί γιά ἐμᾶς, ἀλλά καί γιά τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται γύρω μας. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι εἶναι προτιμότερο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος στρατευμένος ἄθεος παρά ἀδιάφορος, ἀφοῦ ὑπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα στόν πρῶτο νά μεταστραφεῖ ἀπό ὅ,τι στόν δεύτερο. «῎Οφειλες νά εἶσαι ψυχρός ἤ θερμός», μᾶς λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη. «᾽Αλλ᾽ ἐπειδή εἶσαι χλιαρός, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου» (3, 15-16).