Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

27 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ: ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΑΡΧΗ

 σημερινή ἡμέρα συνιστᾶ ἕνα τέλος καί μία ἀπαρχή. Τέλος, γιατί σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς· ἀπαρχή, γιατί ξεκινᾶ τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα. Μία πορεία σαράντα ἡμερῶν, ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα μέχρι τή χτεσινή, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ἦταν γιά νά φτάσουμε σ᾽ αὐτό τό σημεῖο: μέ ἐνεργοποιημένες τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις ἀπό τόν ἀγώνα τῆς μετανοίας, τῆς ἐγκρατείας καί τῆς νηστείας - ὅ,τι δηλαδή προβάλλει ὡς περιεχόμενο ἡ Σαρακοστή - νά μποροῦμε νά δοῦμε καί νά γευτοῦμε τά συγκλονιστικά γεγονότα τοῦ Πάθους καί τῆς ᾽Ανάστασης τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, καί νά μετάσχουμε κατά τό δυνατόν σ᾽ αὐτά. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός στήν πραγματικότητα ὅλης τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἔτσι ἐνεργοποιεῖται καί ὁ χαρισματικός ἑαυτός μας πού λάβαμε ἀπό τόν Θεό τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός μας. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Μεγάλη ῾Εβδομάδα ἔρχεται μέ ἕνα πολύ δραστικό τρόπο γιά τόν ἐνσυνείδητο πιστό νά τοῦ ὑπενθυμίσει ὅτι καί ὁ ἴδιος ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίστηκε μετέσχε στόν θάνατο καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε τό Πάθος καί ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου κατά τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα προβάλλουν ὄχι μόνο τή ζωή ᾽Εκείνου, ἀλλά καί τή ζωή πιά τοῦ χριστιανοῦ.

Καί νά, πού ἡ σημερινή ἡμέρα ἐπιβεβαιώνει τίς παραπάνω ἀλήθειες. ῾Ο Κύριος ἔχει ἀναστήσει τόν ἀδελφικό Του φίλο Λάζαρο, ὅταν «ἡ φωνή Του ἀκούστηκε στά βάθη τοῦ ῞Αδη» γιά νά τόν ἀνασύρει ἀπό τόν χῶρο τῶν νεκρῶν, προκηρύσσοντας ἔτσι τή δική Του καί τή γενική τῶν ἀνθρώπων ᾽Ανάσταση, ἐνῶ εἰσερχόμενος στήν ἁγία Πόλη τῆς Σιών καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου φανερώνει ἀφενός τήν ἐν ταπεινώσει ἀποφασιστική πορεία Του πρός τό Πάθος, ἀφετέρου τήν κλήση Του νά μετάσχουν σ᾽ Αὐτό πάντα τά ἔθνη. ῾Η ὑμνολογία τῆς ἡμέρας εἶναι κατεξοχήν ἀποκαλυπτική πάνω σ᾽ αὐτά.  

- «Θέλοντας νά προτυπώσεις τή δική Σου σεπτή ᾽Ανάσταση, ᾽Αγαθέ, ἀνάστησες μέ τήν προσταγή Σου τόν φίλο Σου Λάζαρο πού εἶχε πεθάνει».

- «Καθώς εἰσερχόσουν, Κύριε, στήν ἁγία Πόλη, καθισμένος πάνω σέ γαϊδουράκι, ἔσπευδες νά ἔλθεις πρός τό Πάθος, γιά νά ἐκπληρώσεις τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες».

- «᾽Ανέβηκες συμβολικά πάνω στό γαϊδουράκι, Σωτήρα, σάν σέ ὄχημα, θέλοντας νά δείξεις τή στάση τῶν ἄλλων εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν». «Τό κάθισμά σου πάνω σ᾽ αὐτό προτύπωνε τό ἀνυπότακτο τῶν ἐθνῶν, πού μεταποιεῖτο ἀπό τήν ἀπιστία στήν πίστη».

Ἡ εἴσοδος λοιπόν τοῦ Κυρίου στά ῾Ιεροσόλυμα ἐπί πῶλον ὄνου ἀποτελεῖ τήν καταγραφή τῆς τελευταίας πράξης τῆς ἐπί γῆς πορείας Του. ῾Ο Κύριος δέν κρύβεται πιά. Κήρυξε, θαυματούργησε, φανέρωσε τόν ἀληθινό Πατέρα Θεό καί τή ζωή πού πρέπει κανείς νά ἀκολουθεῖ γιά νά εἶναι μαζί Του. Ξέρει ὅμως ὁ παντογνώστης Κύριος ὅτι δέν ἀρκεῖ  μόνον ὁ λόγος. Ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία ἀνθρωπότητα εἶχε ὑποστεῖ βαθύ τραῦμα ἀπό τήν ἀποστασία της ἀπό τόν Θεό, γι᾽ αὐτό καί «ἕδει παθεῖν Αὐτόν». ῎Επρεπε νά πάθει, νά σταυρωθεῖ ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, προκειμένου πάνω στόν Σταυρό νά «ἄρῃ τάς ἁμαρτίας» σύμπαντος τοῦ κόσμου. Ὁ Σταυρός Του θά ἦταν ἐκεῖνο πού θά κατέφερε τό ἀποφασιστικό καί καίριο πλῆγμα κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ θανάτου, κατά τοῦ ἀρχεκάκου διαβόλου. ῾Η ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου θά ἐρχόταν μετά τόν θάνατο καί τήν ἀγία Σταύρωση ᾽Εκείνου, ὡς συμμετοχή πιά στοῦ ἴδιου τήν ᾽Ανάσταση.  Κι ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ἦταν καθώς εἴπαμε ἡ προκήρυξη τῆς παγκόσμιας αὐτῆς χαρᾶς.

῾Η ὑμνολογία μάλιστα τῆς ἡμέρας ἐπιμένει στή συμβολική αὐτή ἑρμηνεία τῶν γεγονότων: ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ ἀπέναντι στόν θάνατο καί δι᾽ αὐτῆς ἡ κοινή ἀνάσταση τῶν ἀνθρώπων προβάλλεται καί μέ τά κλαδιά τῶν φοινίκων πού κράδαιναν οἱ παῖδες τοῦ ᾽Ισραήλ, κραυγάζοντας τόν ἀγγελικό ὕμνο: «᾽Ωσαννά τῷ υἱῷ Δαυΐδ. Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου».

«Δοξολογῆστε ἀπό κοινοῦ οἱ λαοί καί τά ἔθνη. Γιατί ὁ βασιλέας τῶν ᾽Αγγέλων κάθησε τώρα πάνω στό γαϊδουράκι, καί ἔρχεται μέ τή θέλησή Του στόν Σταυρό, γιά νά πατάξει τούς ἐχθρούς ὡς δυνατός. Γι᾽ αὐτό καί τά παιδιά, μέ βάγια, φωνάζουν δυνατά τόν ὕμνο: Δόξα σέ Σένα πού ἦλθες Νικητής. Δόξα σέ Σένα, τόν Σωτήρα Χριστό».

«Κι ἐμεῖς λοιπόν σάν τά παιδιά, κρατώντας τά βάγια ὡς σύμβολα τῆς νίκης κατά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου, σέ Σένα τόν Νικητή τοῦ θανάτου φωνάζουμε δυνατά: ᾽Ωσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις...».

Εἶναι πολύ σημαντικό ὅμως νά τονίσουμε ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας ἐπισημαίνει μία πολύ βαθειά ἀλήθεια πάνω σ᾽ αὐτόν τόν ἀλαλαγμό τῶν παιδιῶν καί τοῦ λαοῦ γιά τόν Κύριο πού εἰσέρχεται στήν πόλη Σιών. Ἡ θριαμβευτική ὑποδοχή τοῦ Κυρίου, πού ὁδεύει πρός τό Πάθος καί τήν ᾽Ανάστασή Του, προϋποθέτει πλούσια χάρη ἀπό τόν Θεό. Μπορεῖ δηλαδή ὁ λαός αὐτός ἀπό τή μιά νά ἐπευφημεῖ τόν Κύριο κι ἀπό τήν ἄλλη νά Τόν καταδικάζει μέ τό «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον Αὐτόν», ὅμως τή συγκεκριμένη στιγμή τῆς ὑποδοχῆς Του διακατέχεται ἀπό χάρη, ἡ ὁποία τόν κινεῖ σέ δοξολογία. Ἤδη τό συναξάρι τῆς ἡμέρας στήν περιγραφή τῶν γεγονότων ἀναφέρει: «Λοιπόν αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό, καθισμένος πάνω σέ γαϊδουράκι εἰσέρχεται στήν ῾Ιερουσαλήμ. Καί τά παιδιά τῶν ῾Εβραίων, ὅπως καί οἱ ἴδιοι, ἔριχναν κάτω τά ἱμάτιά τους, ἐνῶ κραδαίνοντας κλαδιά ἀπό φοίνικες φώναζαν δυνατά: ᾽Ωσαννά τῷ Υἱῷ Δαυΐδ, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεύς τοῦ ᾽Ισραήλ. Αὐτό δέ ἔγινε, γιατί κίνησε τίς γλῶσσες τους πρός αἶνο καί δοξολογία τοῦ Χριστοῦ τό Πανάγιον Πνεῦμα. Καί τά κλαδιά τῶν βαΐων προσήμαιναν τή νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ θανάτου».

῎Ετσι ἡ ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας μᾶς προσγειώνει στήν πραγματικότητα καί μᾶς τονίζει ὅ,τι ἐπισημάναμε καί στήν ἀρχή: δέν μπορεῖ κανείς ἀπροϋπόθετα, χωρίς πνευματικό ἀγώνα πού καθαρίζει τήν ψυχή καί τό σῶμα ἀπό τά πάθη, νά γίνει μέτοχος τοῦ Χριστοῦ στό Πάθος καί τήν ᾽Ανάστασή Του. «Κατά τρόπο νοητό, μέ κλαδιά κι ἐμεῖς, ἄς δοξολογήσουμε τόν Χριστό μέ πίστη, καθαρισμένοι ὅμως στίς ψυχές σάν τά παιδιά». Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς ἦταν ἀκριβῶς γιά νά ἀποτινάξουμε ἀπό τήν καρδιά μας ὅ,τι μᾶς παλιώνει καί μᾶς βρομίζει, δηλαδή τήν ἁμαρτία, καί νά μᾶς κάνει καί πάλι παιδιά στήν ψυχή. Μόνον αὐτός πού κρατᾶ τήν παιδικότητά του ὡς ἁγνότητα ψυχική μπορεῖ καί ἔχει ἀνοικτούς ὀφθαλμούς γιά νά θεᾶται τά Πάθη καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ καί νά μετέχει σ᾽ Αὐτά. Κι ἡ μετοχή αὐτή,  ἐπαναλαμβάνουμε καί πάλι, σημαίνει εὕρεση τοῦ ἀληθινοῦ χαρισματικοῦ ἑαυτοῦ μας πού ἀναδύθηκε κατά τό ἅγιο βάπτισμά μας. «Συνταφέντες σοι διά τοῦ βαπτίσματος, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ ᾽Αναστάσει Σου».

Ἡ παραπάνω ἐπισήμανση ὅμως ὁδηγεῖ καί σέ μία ἄλλη ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας πρέπει νά τονίζεται καί μάλιστα μέ ἔμφαση. Διακράτηση τῆς ψυχικῆς καθαρότητας σημαίνει χάρη Θεοῦ, δηλαδή ἀγάπη καί ἑνότητα. Ὁ Θεός πράγματι ἐπαναπαύεται σέ ψυχές καθαρές, πού σημαίνει ὅτι τούς δίνει τή δυνατότητα νά ἀγαποῦν τόν συνάνθρωπο καί νά νιώθουν ἑνωμένοι μέ αὐτόν. ῞Οπου μέ ἄλλα λόγια ὑπάρχει διχοστασία καί ἔχθρα καί ἐπιθετικότητα, ἐκεῖ, ἔστω κι ἄν ἀκούγονται «θεοφιλεῖς κουβέντες», ὑπάρχει ἀπουσία Θεοῦ, συνεπῶς παρουσία δαιμονικοῦ πνεύματος. Κι εἶναι κάτι πού ἡ ᾽Εκκλησία μας ὄχι ἁπλῶς τό σημειώνει, ἀλλά τό τονίζει κατά κόρον. ῎Οχι μία φορά, ἀλλά ἕξι φορές στήν ἀκολουθία τῆς σημερινῆς ἡμέρας Κυριακῆς τῶν Βαΐων προτρέπει τούς πιστούς ἑνωμένοι  μεταξύ μας νά σηκώσουμε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί νά Τόν δοξολογήσουμε σάν τά παιδιά τῶν ῾Εβραίων. «Σήμερον, ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε· καί πάντες αἴροντες τόν Σταυρόν σου λέγομεν· Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ᾽Ωσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις». Μπορεῖ ὁ ὕμνος νά ἀναφέρεται στούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι καλοῦνταν στό τέλος τῆς Σαρακοστῆς νά συναχτοῦν στό μοναστήρι τους ἀπό ὅπου κι ἄν βρίσκονταν, εἴτε ὡς μεμονωμένοι ἀσκητές εἴτε σέ ὁποιαδήποτε διακονία, γιατί ὅλοι μαζί ἔπρεπε νά ζήσουν τή Μεγάλη ῾Εβδομάδα, ὅμως ἡ οὐσία παραμένει ἡ ἴδια: μαζεμένοι ὅλοι οἱ πιστοί στήν ᾽Εκκλησία μας, ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί μάλιστα μέ ἑνότητα ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς μας, χωρίς ἀποστάσεις ψυχικές καί τοπικές, καλούμαστε νά ζήσουμε τό Πάθος καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου. Στήν ἑνότητα αὐτή μάλιστα πρέπει ἴσως νά μετρήσουμε καί τά πνευματικά μας μέτρα. ῎Αν δέν νιώθω ἑνωμένος μέ τόν ἄλλον ἐν Χριστῷ ἀδελφό, ἄν ἡ ἑτοιμότητά μου εἶναι νά τόν ἀμφισβητῶ καί νά τόν ἐξουδενώνω, εἶναι μᾶλλον οὐτοπία νά νομίζω ὅτι θά ζήσω Μεγάλη ῾Εβδομάδα κι ὅτι ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Χριστοῦ θά καταυγάσει καί πάλι τή ζωή μου.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

«άφες αυτήν…» (Ιωάν. 12, 7)

Το Σάββατο του Λαζάρου αποτελεί το τέλος της Μ. Σαρακοστής. Από σήμερα Κυριακή εισερχόμαστε ουσιαστικά στη Μ. Εβδομάδα, η οποία συνιστά τη σπουδαιότερη περίοδο όλου του χρόνου λόγω ακριβώς των γεγονότων εκείνων με τα οποία πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μας, του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου. Από τον εσπερινό μάλιστα της Κυριακής των Βαΐων υπήρχε η παράδοση να  συνάζονται στα μοναστήρια και όλοι οι μοναχοί που ζούσαν στα ερημητήρια και τις μοναστικές καλύβες, όπως το ακούμε και στο πολλαπλώς ψαλλόμενο τροπάριο «Σήμερον η χάρις του αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε…». Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας αναφέρεται κυρίως σε δύο γεγονότα: στο τραπέζι στο οποίο παρακάθισε ο Κύριος στο σπίτι του Λαζάρου μετά την εκ νεκρών ανάστασή του, κατά τη διάρκεια του οποίου η αδελφή του Λαζάρου Μαρία άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου – κάτι που θα μας απασχολήσει και στη συνέχεια - και στη θριαμβευτική είσοδο Αυτού στα Ιεροσόλυμα, κατά την οποία το συγκεντρωμένο πλήθος με κλαδιά από φοίνικες δοξολογούσαν τον Κύριο.

1. Στο σπίτι του Λαζάρου η Μαρία αλείφει με ακριβό μύρο τα πόδια του Κυρίου, γεγονός που επισύρει την αντίδραση και την οργή του Ιούδα Ισκαριώτη: το μύρο αυτό θα μπορούσε να πωληθεί και να δοθεί στους πτωχούς. Η απάντηση του Κυρίου στην ένσταση του Ιούδα φαίνεται παράδοξη: «άφες αυτήν…Τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε». Γιατί χαρακτηρίζουμε παράδοξη την απάντηση του Κυρίου; Διότι η ένσταση του Ιούδα φαίνεται λογική και ρεαλιστική. Ανεξάρτητα από το δικό του ψεύτικο  ενδιαφέρον – «ότι κλέπτης ην», σημειώνει ο ευαγγελιστής που τον ήξερε – η αντίρρησή του είχε βάση: υπήρχαν πράγματι οι πτωχοί. Η αντίρρησή του όμως αποκαλύπτεται ως βλασφημία, γιατί αφενός την εκφράζει σ’ Εκείνον ο Οποίος ήρθε ακριβώς και για τον πιο τελευταίο και ελάχιστο άνθρωπο και γιατί αφετέρου διαχωρίζει την προσφορά προς τον Χριστό από την προσφορά προς τον άνθρωπο. Έτσι με την πρόφαση της φιλοπτωχίας φανερώνει την αρνητική διάθεσή του προς τον Κύριο και Διδάσκαλό του, όπως και την απιστία του προς τον λόγο του Θεού, ο οποίος ήδη από την Παλαιά Διαθήκη συνέδεε την αγάπη προς τον Θεό με την αγάπη προς τον άνθρωπο.

2. Πράγματι, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι δύο βασικές εντολές του Θεού, (μία στην πραγματικότητα), είναι η αγάπη που αναφέρεται προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Κι αυτό θα πει ότι κάθε μονομέρεια στην αγάπη καταδικάζεται ως ψεύτικη: ούτε μόνη η αγάπη προς τον Θεό ούτε μόνη η αγάπη προς τον συνάνθρωπο θεωρείται γνήσια και ειλικρινής αγάπη. Κι αυτό διότι μόνον Εκείνος που αγαπά τον Θεό μπορεί να αγαπά και τα πλάσματα του Θεού, τους ανθρώπους, όπως κι αυτός που αγαπά τους ανθρώπους οπωσδήποτε θα αγαπά και τον Θεό. Κι εννοούμε βεβαίως τη βαθειά και αληθινή αγάπη που αποτελεί καρπό της καρδιάς κι εκτείνεται και προς τους εχθρούς, κι όχι μία επιφανειακή αγάπη που αναφέρεται σε εκείνους που είναι όντως αξιαγάπητοι, όπως οι φίλοι μας ή τα απονήρευτα παιδιά.

3. Η παραπάνω στάση του προδότη μαθητή του Κυρίου Ιούδα, στάση υποκριτικής αγάπης, βρίσκει σε κάθε εποχή και ιδιαιτέρως στη δική μας πολλούς μιμητές. Πολλοί για παράδειγμα κατηγορούν την Εκκλησία ότι δεν έχει ως κύριο έργο της τη φιλανθρωπία και τη φιλοπτωχία. Πολλοί δηλαδή είναι έτοιμοι να της ρίξουν το ανάθεμα, γιατί ασχολείται υπέρ το δέον, κατ’ αυτούς, με τη λατρεία προς τον Θεό και τις προσευχές της, συνεπώς με τη μετάθεση από τη ζωή αυτή σε κάποιαν άλλη. Και γι’ αυτό είναι έτοιμοι να καταδικάσουν και κάθε προσφορά των πιστών προς αυτήν, αν αυτή η προσφορά δεν πάρει τη μορφή της ελεημοσύνης. Κι ασφαλώς η απάντηση της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που έδωσε ο ίδιος ο Κύριος στον Ιούδα: «άφες αυτήν…». Διότι και η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του Χριστού μάς προσανατολίζει σ’ αυτό που προσανατόλιζε πάντοτε ο Κύριος, δηλαδή στην αγάπη προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Για την Εκκλησία το κύριο έργο της, όπως του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού, είναι η σωτηρία του ανθρώπου, δηλαδή η σχέση με τον Τριαδικό Θεό. Το πώς θα έχει τον ζωντανό Θεό στη ζωή του ο άνθρωπος είναι η αδιάκοπη έγνοια της Εκκλησίας. Και δρόμος γι’ αυτό, πέραν της διά του βαπτίσματος και των άλλων μυστηρίων ένταξης του ανθρώπου στον Χριστό, είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο που παίρνει τη μορφή και της ελεημοσύνης. Το πρώτιστο όμως έργο της δεν είναι η ελεημοσύνη, και μάλιστα με την έννοια της υλικής αποκλειστικά κατανόησής της. Ότι το θεωρεί βασικό και ουσιαστικό, γιατί φανερώνει την αγάπη προς τον Θεό, ναι! Ότι αυτό είναι το καίριο και αποκλειστικό όχι! Μία τέτοια τοποθέτηση την αντιμετωπίζει ως πειρασμό, όπως ήταν και ο πρώτος πειρασμός που δέχτηκε από τον διάβολο ο Κύριος μετά τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη ποταμό: να κάνει τις πέτρες ψωμί. Ο άνθρωπος όμως πεινάει και διψάει πάνω από όλα για Θεό κι έπειτα για υλικό φαγητό. Η κάλυψη του υλικού φαγητού δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό, ενώ η κάλυψη των πνευματικών αναγκών του ανθρώπου: να πληρωθεί η ψυχή του από τη χάρη του Θεού, τον κάνει να βρίσκει τρόπους κάλυψης και των υλικών αναγκών. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού - είπε ο Κύριος - και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά) προστεθήσεται υμίν».

Πρέπει να απεμπλακούμε από τη λογική της μονομέρειας της αγάπης, είτε μόνο προς τον Θεό είτε μόνο προς τον συνάνθρωπο. Να μάθουμε ως πιστοί να προσεγγίζουμε ενιαία τον Θεό και τον κόσμο: αγαπώντας δηλαδή τον Θεό αγαπάμε και τους ανθρώπους, όπως και το αντίστροφο. Στην αλήθεια αυτή μάς προσανατολίζει κατεξοχήν η Μ. Εβδομάδα με τον σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα της. Γιατί στην πραγματικότητα συμμετοχή στον Σταυρό σημαίνει νέκρωση του εγωισμού μας και συμμετοχή στην Ανάσταση σημαίνει ανάσταση της αληθινής αγάπης.

13 Απριλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

 

    «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μάρκ. 9, 23)

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας μάς μεταφέρει λίγο καιρό πρό του Πάθους του Κυρίου. Κατέβηκε ο Κύριος από το Θαβώρ όπου είχε μεταμορφωθεί ενώπιον των τριών μαθητών Του και  αντιμετώπισε μία τραγική κατάσταση: την αγωνία ενός ανήμπορου πατέρα που το παιδί του ήταν δαιμονισμένο, αλλά και την αδυναμία των μαθητών Του να προσφέρουν κάτι θετικό για τη θεραπεία του παιδιού. Κι εκείνο που μας προβληματίζει, πέραν των άλλων, είναι η απάντηση του Κυρίου στον πατέρα, όταν εκείνος τον προκάλεσε αν μπορεί να κάνει καλά το παιδί του: «Ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ∙ τό Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».

1. Ο πατέρας του δαιμονισμένου παιδιού διαπιστώνει την αδυναμία του μπροστά στην ασθένεια του παιδιού του. Βλέπει ότι ανθρωπίνως δεν υπάρχει ίαση. Ασφαλώς είχε πάει το παιδί του στους ιατρούς και στους ιερείς της εποχής. Μα το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Και τότε καταφεύγει στον Χριστό, μετά μάλιστα την αδυναμία και των μαθητών Εκείνου. Αισθάνεται ότι Εκείνος μόνο μπορεί να έχει τη δύναμη που ο ίδιος, οι ιατροί, οι μαθητές δεν έχουν. Προφανώς η βαθειά του επιθυμία ήταν να μπορούσε αυτός ως πατέρας μπροστά στην τραγωδία του παιδιού του να ήταν παντοδύναμος. Να δώσει λύσει στο πρόβλημα του παιδιού του.

2. Η απάντηση του Κυρίου ήταν απρόσμενη. Του δίνει ο Κύριος να καταλάβει ότι η παντοδυναμία ναι μεν σχετίζεται με τον Θεό – ο Θεός είναι ο απόλυτα δυνατός – μα είναι και δυνατότητα του ανθρώπου. «Πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» τον βεβαιώνει. Κι ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό όχι για να είναι ένα απλό ον μέσα στη Δημιουργία του Θεού, αλλά να είναι η κορωνίδα και ο βασιλέας αυτής. «Μικρός Θεός επί τῆς γῆς». «Ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός» κατά τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.  Η αμαρτία όμως ως επανάσταση κατά του Δημιουργού χάλασε τον άνθρωπο. Η δύναμή του μεταβλήθηκε σε αδυναμία. Κι αυτό γιατί έχασε την επαφή με την πηγή της δυνάμεως, τον Θεό. Αποκομμένος ο άνθρωπος της πτώσεως από τον Θεό έγινε μικρός, φοβισμένος και υπό συνεχή απειλή. Η δίψα όμως για παντοδυναμία παρέμενε, παίρνοντας όμως λανθασμένους δρόμους. Κι οι λανθασμένοι αυτοί δρόμοι ήταν δύο ειδών: (1) ο δρόμος της σχέσης με τα πονηρά πνεύματα, τον διάβολο, (2) ο δρόμος της στήριξης σε επίγειες «δυνάμεις»: το χρήμα, τη μόρφωση, την εξουσία.

Η πράξη όμως και η εμπειρία απέδειξαν και αποδεικνύουν το ψευδές των δρόμων αυτών. Διότι η σχέση πρώτον με τον διάβολο αποδεικνύεται διαχρονικά ότι αποτελεί υποδούλωση του ανθρώπου σ’ αυτόν που είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του και που οδηγεί στη μεγαλύτερη ανασφάλεια και στον μεγαλύτερο φόβο. Ο διάβολος ως γνωστόν με δηλωμένο το μίσος του προς τον άνθρωπο και όλη τη δημιουργία μόνο φόβο του δημιουργεί, ενώ ο ίδιος αποκαλύπτεται με τον ερχομό του Χριστού ότι είναι παντελώς ανίσχυρος. Δεν έχει δύναμη ούτε τα γουρούνια να πειράξει, γι’ αυτό και κατά την έκφραση του αγίου Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου «είναι σαν το φίδι που δεν έχει δηλητήριο και σαν το σκυλί που του έχουν αφαιρέσει τα δόντια». Δεύτερον, η στήριξη σε επίγειες δυνάμεις φαίνεται καθημερινά να αποτυγχάνει. Μία αρρώστια, μία αποτυχία, μία απλή πολλές φορές εναλλαγή των καταστάσεων του κόσμου τούτου, ένας ιός..., οδηγούν στο παταγώδες γκρέμισμα των ανθρωπίνων «παντοδυναμιών».

3. Ο Κύριος λοιπόν προσανατολίζει στην αληθινή παντοδυναμία. Κτίζει και πάλι τον αληθινό και δυνατό άνθρωπο που μπορεί τα πάντα. Με μία προϋπόθεση: ο άνθρωπος να ξαναβρεί την πίστη του στον Θεό. Για τον Κύριο ο ένθεος άνθρωπος, ακριβώς λόγω της απόλυτης δύναμης του Θεού, γίνεται και πάλι κι αυτός παντοδύναμος. «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι», λέει, «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Ο αληθινά πιστός είναι παντοδύναμος. Η πίστη είναι η ξεχασμένη και παραθεωρημένη από τον άνθρωπο δύναμη. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (απ. Παύλος).

4. Και μιλάμε για την πίστη ως σχετίζουσα τον άνθρωπο με τον παντοδύναμο Θεό, γιατί δεν υπάρχει στον κόσμο αυτό άλλη όραση του Θεού πέρα από την πίστη. Μόνο διά της πίστεως βλέπουμε και ζούμε τον Θεό στη ζωή αυτή, όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε μακάρισε όχι αυτούς που επιζητούν με τις αισθήσεις τους να Τον δουν, αλλά τους πιστούς σ’ Αυτόν. «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες» είπε. Μόνο μετά τη ζωή αυτή θα βλέπουμε τον Κύριο και θα Τον ζούμε «πρόσωπον πρός πρόσωπον». Μέχρι τότε όμως «διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι’ εἴδους».  «Ὅ νῦν ζῶ ἐν σαρκί ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (απόστολος Παύλος).

5. Κι είναι περιττό βεβαίως να υπενθυμίσουμε ότι δεν αναφερόμαστε σε μία πίστη θεωρητική, την οποία άλλωστε έχουν και τα δαιμόνια. Αναφερόμαστε στην πίστη εκείνη που αποκτάται μέσα στο ζωντανό σώμα του Κυρίου, την Εκκλησία, στον βαθμό που ο άνθρωπος σωστά θα ενταχθεί σ’ αυτήν διά του εν μετανοία βαπτίσματος και χρίσματός του, ενώ ενεργοποιείται και ζωντανεύει κάθε φορά διά της αγάπης, δηλαδή διά της τηρήσεως της βασικής εντολής του Κυρίου. «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη». Έτσι όσο εφαρμόζει κανείς ως μέλος Χριστού την εντολή Αυτού και αγαπά: τον Θεό και τον άνθρωπο, τόσο και γίνεται παντοδύναμος, τόσο δηλαδή γίνεται διαφανής και μέσον προκειμένου να εκφραστεί δι’ αυτού η παντοδυναμία του Θεού.

Ο πατέρας του παραπάνω περιστατικού βρήκε το κουράγιο να πιστέψει και γι’ αυτό γεύτηκε τη δύναμη του Χριστού πάνω σ’ αυτόν και πάνω στο παιδί του. Εμείς έχουμε το κουράγιο αυτό; Όσο μένουμε πάντως  κρυμμένοι στη μιζέρια και την υποτιθέμενη αδυναμία μας, όσο δηλαδή απιστούμε στον Χριστό και στους λόγους Του, τόσο πράγματι η αδυναμία με διαρκώς αυξανόμενη ένταση θα γίνεται το γνώρισμα της ζωής μας. Η παντοδυναμία όμως του Χριστού πρόκειται ενώπιόν μας για να γίνει και δική μας.  Η Μεγάλη Σαρακοστή μάλιστα με την όλη ζωή της  αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση και πρόσκληση για τη μεγαλειώδη αυτή προοπτική. 

30 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

 

Η Κυριακή Β΄ Νηστειών είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στον μεγάλο Πατέρα και Διδάσκαλό της άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, στο πρόσωπο του οποίου βλέπει τη συνέχεια της νίκης της κατά των αιρέσεων γενικώς, συνεπώς η Κυριακή αυτή προεκτείνει την προηγουμένη της Ορθοδοξίας. Ο άγιος Γρηγόριος έτσι δεν είναι για την Εκκλησία ένας απλός άγιος, αλλά σύμβολο και όρος Ορθοδοξίας, στου οποίου τη διδασκαλία κρίνεται το ορθόδοξο από το αντορθόδοξο και αιρετικό, το γνήσιο και αληθινό από το κίβδηλο και ψεύτικο. Από την άποψη αυτή η προσέγγιση του αγίου αυτού Πατρός αποτελεί προσέγγιση στα καθαρά νάματα της ορθόδοξης πίστης και γι’ αυτό στέρεα τροφή στον σύγχρονο πνευματικά πεινασμένο άνθρωπο της εποχής μας. Δεν θα σταθούμε στη ζωή και τη διδασκαλία του αναλυτικά.  Εκείνο που θα μας απασχολήσει και μάλιστα δι’ ολίγων, είναι η γνωστή προσευχή που αδιάκοπα έκραζε ο άγιος: «Φώτισόν μου, το σκότος, φώτισόν μου το σκότος, Κύριε

Ο άγιος Γρηγόριος προσευχόταν ο Κύριος να φωτίσει το υπάρχον σ’ αυτόν σκότος. Το σκότος που έβλεπε να υπάρχει στην ψυχή και την καρδιά του, το σκότος δηλαδή της αμαρτίας και των παθών. Αφετηριακό με άλλα λόγια σημείο της πνευματικής του ζωής ήταν η αναγνώριση της αμαρτωλότητάς του. Κι ίσως πει κανείς: άγιος αυτός και αναγνώριζε αμαρτωλότητα πάνω του; Αλλά τούτο ακριβώς συνιστά το σημάδι της αγιότητας. Ο άγιος, ως γνωστόν, δεν είναι αυτός που νιώθει αναμάρτητος – αυτό αποτελεί σύμπτωμα της πιο βαθιάς αμαρτίας και του υπάρχοντος δαιμονισμού του ανθρώπου, όπως το βλέπουμε στο πρόσωπο του κατακεκριμένου από τον ίδιο τον Κύριο Φαρισαίο της γνωστής παραβολής. Αντιθέτως: είναι εκείνος που έχει τη μεγαλύτερη συναίσθηση των αμαρτιών του, η οποία μάλιστα βαίνει αυξανόμενη, καθώς θέτει τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, ζώντας αδιάκοπα κάτω από τις ακτίνες του ήλιου της Δικαιοσύνης Του.  Όσο δηλαδή προσεγγίζει τον Θεό, τόσο και φωτίζεται στο να βλέπει και την παραμικρότερη κηλίδα της ψυχής του. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με ό,τι σ’ ένα κλειστό δωμάτιο:  λόγω του σκότους δεν βλέπει κανείς το τι υπάρχει, ενώ όταν αρχίζει να μπαίνει σ’ αυτό λίγο φως και στη συνέχεια περισσότερο φως,  βλέπει κανείς πια  και το παραμικρότερο σκουπιδάκι, και την ελάχιστη βρωμιά.

Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα ζώντας σε κατάσταση ταύτισης με τον Χριστό – «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20) – ομολογούσε ενσυνείδητα και με πλήρη επίγνωση: «Χριστός ήλθε αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτός ειμι εγώ» (Α΄Τιν. 1, 15). Ο μέγιστος δηλαδή των αποστόλων, αυτός που κοπίασε περισσότερο όλων στη διάδοση του Ευαγγελίου, έβλεπε τον εαυτό του πρώτο στην κλίμακα των αμαρτωλών. Κι ας θυμηθούμε ότι ο προφήτης Ησαΐας, ευρισκόμενος ενώπιον του θρόνου του Θεού, κατά τη συγκλονιστική στιγμή της εν οράματι κλήσεώς του στο προφητικό αξίωμα (6, 1-12), νιώθει μικρός και βδελυκτός. «Ω, τάλας εγώ… Ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων…εγώ οικώ και τον Βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου». Η στάση ενώπιον του απολύτως αγίου Θεού τον οδηγεί αμέσως και στην επίγνωση της δικής του εμπαθούς καταστάσεως. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να συμβεί διαφορετικά και με τον άγιό μας, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η μικρή αυτή προσευχή του «φώτισόν μου το σκότος» ήταν και είναι μία τρανή ένδειξη της μεγάλης αγιότητάς του.

Τι βλέπουμε όμως; Ενώ ο όσιος Πατήρ αναγνώριζε τη σκοτεινιά της αμαρτίας μέσα του, δεν απελπιζόταν. Ριχνόταν με ελπίδα στην αγκαλιά του Θεού μέσω της προσευχής και ζητούσε εναγώνια από Αυτόν τον φωτισμό Του. Η αίτηση αυτή φωτός από τον Θεό μπορεί να περιλαμβάνει βεβαίως μερικές μόνο λέξεις, περικλείει όμως απύθμενο βάθος θεολογίας, για την οποία αγωνίστηκε σ’ όλη του τη ζωή ο μεγάλος αυτός φωστήρας της Εκκλησίας. Διότι αυτή η εκζήτηση φωτός προϋποθέτει την πίστη ότι ο Θεός είναι φως, ότι ο άνθρωπος γίνεται φως καθόσον μετέχει του Θεού, και βεβαίως ότι υπάρχει η δυνατότητα σχέσεως του Θεού με τον άνθρωπο. Βάση συνεπώς της μικρής αυτής προσευχής αποτελεί η διάκριση στον Θεό της λεγομένης ουσίας και της ενεργείας – ή αλλιώς φωτός, δόξας, χάρης -  σ’ Αυτόν. Η διάκριση αυτή ιδιαιτέρως τονίστηκε και αναπτύχθηκε από τον άγιο Γρηγόριο, σε εποχή που παρουσιάστηκαν προβλήματα πίστεως τέτοια, που έθεταν ακριβώς σε αμφιβολία αυτήν τη δυνατότητα πραγματικής σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άγιος Παλαμάς απάντησε στις προκλήσεις αυτές  με τον φωτισμό του Θεού και με την ανάπτυξη της προγενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας.

Κατά τη διάκριση αυτή, ο Θεός είναι ουσία, ζει δηλαδή μέσα τον εαυτό Του, άρα είναι παντελώς απρόσιτος και αμέθεκτος και μακρινός από εμάς, μη δυνάμενος να γίνει γνωστός από οποιοδήποτε κτίσμα, είτε άνθρωπο είτε και άγγελο ακόμη, κι όχι μόνο σ’ αυτήν τη ζωή, αλλά και στη συνέχειά της, την αιώνια. Ο μόνος που γνωρίζει την ουσία του Θεού είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, ο Ίδιος δηλαδή ο Τριαδικός Θεός. Ταυτοχρόνως όμως ο Θεός είναι και ενέργεια, ζει δηλαδή και έξω από τον εαυτό Του, δημιουργώντας τον κόσμο και τον άνθρωπο, προνοώντας διαρκώς γι’ αυτόν, απολυτρώνοντάς τον, αγιάζοντάς τον, ερχόμενος άρα σε κοινωνία και μέθεξη μαζί του. Έτσι κατά τη διάκριση αυτή ο Θεός μας είναι μαζί μας και πέρα από εμάς, κοντινός και μακρινός, γνωστός και άγνωστος, παρών και απών. Γι’ αυτό και τίποτε επίγειο δεν μπορεί να θεωρηθεί μέτρο για την κατανόησή Του – ακόμη και η λέξη «ουσία» κατανοείται ως «υπερουσιότητα», πέρα από οτιδήποτε κτιστό – κι ακόμη: η σχέση μας μαζί Του κινείται πάντοτε μεταξύ της αγάπης και του φόβου ως συναίσθησης της απόστασής Του.

Η διδασκαλία αυτή του αγίου Γρηγορίου περί της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, (οι όροι ήταν φιλοσοφικοί, αλλά απλώς ενδεικτικοί και με επίγνωση της σχετικότητάς τους),  δεν ήταν κάτι νέο και ξένο ασφαλώς για την Εκκλησία μας. Αυτό θα σήμαινε μία Παλαμική θεολογία και όχι μία Εκκλησιαστική, δηλαδή του Χριστού θεολογία. Ο άγιος Γρηγόριος δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αναπτύξει χάριτι Θεού την ήδη υπάρχουσα επί του θέματος παράδοση της Εκκλησίας, κι αυτήν την ανάπτυξη επικύρωσε η ίδια η Εκκλησία με Οικουμενικό κύρος έχουσες Συνόδους.  Ο άγιος Βασίλειος, για παράδειγμα, είχε ήδη μιλήσει γι’ αυτήν τη διάκριση, χωρίς όμως να διευκρινίσει αν οι ενέργειες του Θεού είναι κτιστές ή άκτιστες. Η προσφορά του αγίου Παλαμά έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: διευκρίνισε ότι οι ενέργειες είναι άκτιστες, δηλαδή μιλώντας γι’ αυτές μιλάμε για τον Ίδιο και πάλι Θεό, που παρών προσωπικά γίνεται μεθεκτός από τον άνθρωπο, αρκεί βεβαίως αυτός να ανοίξει την καρδιά του και να θελήσει εν μετανοία να καθαρίσει τον εαυτό του από τα αμαρτήματά του. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι κέντρο της θεολογικής σκέψης του έγινε η θεοφάνεια της Μεταμόρφωσης του Κυρίου: εκεί το άκτιστο φως του Κυρίου γίνεται μεθεκτό από τους μαθητές Του, δίνοντάς τους έτσι τη δυνατότητα πραγματικής σχέσης με τη θεότητά Του.

Η Εκκλησία μας προβάλλει σήμερα τον άγιο Γρηγόριο, όπως είπαμε, ως όριο Ορθοδοξίας, αλλά και ως διαπρύσιο κήρυκα της χάρης και του φωτός του Θεού. Η προσευχή του «φώτισόν μου, το σκότος»  επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή και λειτουργεί παραδειγματικά και σε εμάς. Ας ευχηθούμε να γίνει και η δική μας προσευχή, με την πεποίθηση ότι λέγοντάς την όχι μόνο καλούμε τον Θεό να γίνει η λαμπάδα μέσα μας που θα φωτίζει το νου και τη ζωή μας, ώστε να πορευόμαστε τον δρόμο που οδηγεί στην αιώνια βασιλεία Του, αλλά και θα κατακαίει κάθε εμπαθή κίνηση της ψυχής μας και κάθε εναντίον μας δαιμονική επιρροή.

23 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀκοῦμε τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἐκφράζει τήν πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἴδια βρίσκεται στόν κόσμο ὄχι σάν ἕνας κλῶνος στό δένδρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως πιστεύουν διάφοροι αἱρετικοί, ἀλλά σάν τό ἴδιο τό δένδρο, ἡ προέκταση κατ’ ἀλήθειαν τοῦ Κυρίου, «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας» (ἱερός Αὐγουστίνος).

 «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν. Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν…». «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».

1. Ἡ πεποίθηση αὐτή σημαίνει πρῶτα ἀπό ὅλα ὅτι ἄν θέλει κανείς νά ἔχει ὀρθή σχέση μέ τόν Χριστό, ἄν θέλει νά Τόν δεῖ ἀνόθευτα καί γνήσια, πρέπει νά ἐνταχτεῖ στό σῶμα της, νά γίνει μέλος της, νά βαπτιστεῖ ὀρθόδοξος χριστιανός. Διότι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατάει στέρεη, μέ ἱστορικά στοιχεῖα καί ἀποδείξεις ἀλλά καί χαρισματικά μέ τό πλῆθος τῶν ἁγίων της, τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τήν φανερώνει στόν κόσμο μέ σύνολη τή ζωή της. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός δέν ἔχει δική του πίστη καί κοσμοθεωρία. Ἡ πίστη του εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος (πρέπει νά) εἶναι συνειδητό μέλος. Ἄν ἐνδεχομένως διαφοροποιηθεῖ καί θελήσει νά ἔχει δική του πίστη, τότε παύει αὐτομάτως νά ἀνήκει καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὑπεράνω τοῦ ὅλου, τοῦ σώματος - στήν πραγματικότητα κινήθηκε στόν δρόμο τῆς «αὐτοθεοποίησης», ἐπιλέγοντας τό ἐγώ του ὡς κριτήριο πάντων. 

2. Ἔτσι τό βασικό γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή («ἐλάβομεν χάριν καί ἀποστολήν εἰς ὑπακοήν πίστεως» (Ρωμ.1,5) θά ἐπισημάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος), ἄρα καί ἡ ταπείνωση – ταπείνωση καί ὑπακοή πάντοτε συνυπάρχουν. Γι’ αὐτό καί ἐπανειλημμένως τονίζεται ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι τόσο ὁ ἐνάρετος (κι ἴσως ὑπερήφανος), ὅσο ὁ ταπεινός. Κι ἡ ταπείνωση αὐτή κρίνει καί τή γνησιότητα τῆς ὅποιας νομιζομένης ἁγιότητας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ θεωρούμενος ἅγιος εἶναι τόσο πιό πολύ ἅγιος, ὅσο εἶναι ἕτοιμος νά ὑπακούει στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ὑπάρχουσα ἁγιοπνευματική συνοδική δομή της καί τούς κανονικούς ποιμένες της. Ποτέ κανείς πραγματικά ἅγιος ἄλλωστε δέν ἔθεσε τή δική του ἁγιότητα ὑπεράνω τῆς ἁγιότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἅγιοι Γέροντες, σάν τούς ὁσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο, Σωφρόνιο, εἶχαν ἔντονο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί παρέπεμπαν πάντοτε τούς ἀνθρώπους νά ἐνταχτοῦν στήν κανονική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέλη τίμια τῆς ὁποίας ἦσαν καί εἶναι καί οἱ ἴδιοι.

(Ἄς ἀκούσουμε γιά παράδειγμα τόν συγκλονιστικό λόγο τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, ἐπαναλαμβάνοντας παρόμοιο λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «προτιμῶ νά πλανῶμαι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας παρά νά εἶμαι ἅγιος ἐκτός αὐτῆς», ἤ αὐτά πού γράφει ἐκτεταμένα ἐπ’ αὐτοῦ σέ μιά ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Πιστεύω στόν Χριστό. Πιστεύω τόν Χριστό. Εἶμαι δεμένος μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπιστεύομαι μόνον τόν Χριστό πού γνώρισα στήν Ἐκκλησία… Ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο μοῦ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία! Δέν καταφρονῶ κανένα μέσο πού συντελεῖ στήν ἕνωσή μου μέ τόν Χριστό. Ἀλλά εἶναι ἄραγε δυνατό νά βροῦμε κάπου ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ μεγαλύτερη ἀφθονία αὐτά τά μέσα; Στήν Ἐκκλησία ἔχω τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό μέ τρόπο, ὥστε νά τρῶμε καί νά πίνουμε τόν Θεό, νά ἀναπνέουμε τόν Λόγο Του. Μέ τό ὄνομά Του, τόν Λόγο Του, τή δύναμή Του τελοῦμε τά μυστήρια. Καί τά μυστήρια αὐτά δέν ἀποτελοῦν κάποια ἁπλά μόνο σύμβολα, ἀλλά ἀληθινή πραγματικότητα. Καί ὅλη ἡ πεῖρα αὐτό μαρτυρεῖ τόσο ὁλοφάνερα». Καί σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς σημειώνει τά ἑξῆς καταπληκτικά: «Ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι ἐκκλησιαστικός, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤ ὡς ἱστορικό φαινόμενο, ὡς κοινότητα τῶν χριστιανῶν… Τί εἶναι λοιπόν αὐτό πού μοῦ δίνει ἡ Ἐκκλησία; Τό βάπτισμα, τή μετάνοια, τήν κοινωνία, τήν ἱερωσύνη κλπ. Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα πάντα μέ τό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος τῆς πιό μεγαλειώδους παραδόσεως πού ὑπάρχει στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας καί μέσα στήν Ἐκκλησία ζῶ συνεχῶς τήν πιό ζωντανή σχέση μέ τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Παῦλο καί τούς Ἀποστόλους, μέ τόν Ἀθανάσιο, τόν Βασίλειο καί τούς ἄλλους Πατέρες, μέ τόν Ἀντώνιο καί τον Σισώη, μέ τόν Μακάριο καί τόν Ἰσαάκ, μέ τόν Μάξιμο καί τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, μέ τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτοί εἶναι οἱ οἰκεῖοι μου, οἱ συγγενεῖς μου. Τούς παρέλαβα ὅμως στήν ἐκκλησιαστική τάξη. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ σύνδεσμος μαζί τους ἐξασθενεῖ. Ἔστω καί σέ μικρότερο μέτρο, ζῶ ὅμως τήν ἴδια ζωή μέ αὐτούς. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώνω στή συνείδησή μου τήν εἰκόνα τοῦ ἀπό ἄπειρη ἀγάπη Ἐσταυρωμένου γιά τίς ἁμαρτίες μας Χριστοῦ. Εἰκόνα πού πάντοτε μέ πρᾶο, ἀλλά ἔντονο τρόπο, ἑλκύει τήν ψυχή μου! Καί νά, ὅλα αὐτά μοῦ δίνουν τή δύναμη νά ὑπομένω πολλά ἀνόητα διεστραμμένα, πού συναντᾶμε στό ἐκκλησιαστικό περιβάλλον»).

3. Εἶναι αὐτονόητο βεβαίως ἔτσι ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὁ ἁπλῶς ὀρθοδοξολογῶν, ἀλλά ἐκεῖνος πού ζεῖ τήν ὀρθόδοξη πίστη, πού τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ἐκεῖνος δηλαδή πού  κ α ί  πιστεύει στόν Χριστό, ἀλλά κ α ί  ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του κατά τήν ἐντολή τοῦ Ἴδιου. Μία ὀρθοδοξολογία χωρίς τήν ἐμψύχωσή της ἀπό τήν ἴδια τή ζωή συνιστᾶ τόν ὁρισμό τῆς ὑποκρισίας καί τῆς πνευματικῆς νέκρας! «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰακ. 2, 26). «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. 5, 6). Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτή τῆς πίστεως διά τῆς ἐν Χριστῶ ἀγάπης καθιστᾶ βεβαίως τόν ἄνθρωπο προέκταση τοῦ Χριστοῦ - ἕνας ἄλλος Χριστός ἐπί τῆς γῆς! Ὄπως τό ἀπεκάλυψε καί τό ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος: «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰωάν. 15, 5). Κι ὅπως τό κήρυσσαν καί οἱ Ἀπόστολοι: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).

4. Κι ἔτσι οἱ ἅγιοί μας πού ἔζησαν καί ζοῦν τήν πίστη δείχνουν τό βάθος τῆς σημασίας καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν εἰκόνων - ὅ,τι ἑορτάζουμε ἱστορικά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας: ἀποκατέστησαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τή ζοφωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, γι’ αὐτό καί τιμώντας αὐτούς τόν Χριστό στήν πραγματικότητα τιμοῦμε καί δοξάζουμε. «…Τόν μέν (Χριστόν) ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ (ἁγίους) διά τόν κοινόν Δεσπότην, ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες, καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες» κατά τή διατύπωση καί πάλι τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ ἑορτή ὄχι γιά θριαμβολογίες ἀλλά γιά πρόκληση προβληματισμοῦ πάνω στήν ποιότητα καί τῆς δικῆς μας πίστεως: ἄν πορευόμαστε μέ γνώμονα τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄν τήν ἀλλοιώνουμε μέ ξένα πρός αὐτήν στοιχεῖα. Κι ὁ Κύριος ὑπῆρξε ἀπόλυτος στό σημεῖο αὐτό: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Ματθ. 12, 30). Ἤ μαζί Του ἤ δυστυχῶς ἐναντίον Του!

16 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 «Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί» (Ματθ. 6, 16)

 Την Κυριακή της Τυροφάγου – παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή – η Εκκλησία μάς θυμίζει το πιο τραγικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας στον κόσμο: την εξορία του από τον Παράδεισο. Κι αυτό για να μάς προκαλέσει να θυμηθούμε ότι ο Παράδεισος είναι η αληθινή πατρίδα μας και να μας παρακινήσει στον αγώνα επαναποκτήσεώς του με τα μέσα που μας παρέχει ο Σωτήρας Χριστός και το ζωντανό σώμα Του η Εκκλησία. Και τα μέσα αυτά: την ταπείνωση, την εγκράτεια, την αγάπη, μας τα δίνει η Εκκλησία πάντοτε, κατεξοχήν όμως την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, επιμέρους θέμα των οποίων είναι και η νηστεία, αφού κατά την υμνολογία μας «ο Αδάμ εξεβλήθη του Παραδείσου διά της βρώσεως».

 1. Ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για την αξία της νηστείας. «Συ δε νηστεύων…». «Όταν νηστεύητε…». «Τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Κι όχι μόνο μίλησε, αλλά και εμπράκτως απέδειξε την αξία της, όταν ο Ίδιος νήστευσε επί σαράντα ημέρες μετά το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό. Γι’ αυτό και οι απόστολοι εξίσου νήστευσαν και δίδαξαν για την αξία της νηστείας, γι’ αυτό συνεπώς και η Εκκλησία μας συνεχίζει την ίδια Παράδοση.

Πριν πούμε λοιπόν οτιδήποτε άλλο για τη νηστεία φαίνεται καθαρά πόσο ξένοι προς το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που παραθεωρούν τη νηστεία, θεωρώντας την κατασκεύασμα των παπάδων και των μοναχών, ως να μην είναι η νηστεία αγώνας και προσπάθεια και των ιδίων. Κι ακόμη πόσο πλανεμένοι είναι και εκείνοι οι διάφοροι αιρετικοί, παλαιότεροι και σύγχρονοι,  οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η νηστεία δεν ανήκει μέσα στην Παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων. Ο συνεπής χριστιανός δεν συζητά αυτονοήτως τέτοιο θέμα. Το θεωρεί δεδομένο κι απλώς αγωνίζεται για την ορθή εφαρμογή του.

2. Κι ακριβώς, αν ο χριστιανός δεν συζητά για την ύπαρξη και την αξία της νηστείας, προβληματίζεται πολύ σοβαρά για το είδος και τις διάφορες εκφάνσεις της. Διότι διαπιστώνει συχνά διαστρεβλωμένες αντιλήψεις γι’ αυτήν ακόμη και σε εκκλησιαστικούς θεωρούμενους ανθρώπους, πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Κύριος αναφέρεται στη νοσηρότητα που παρουσιάζεται στη νηστεία, ιδίως με την υποκριτική μορφή της. «Μη νηστεύητε ώσπερ οι υποκριταί» σημειώνει,  που σημαίνει ότι δεν δικαιώνεται απλώς ο νηστεύων, αλλ’ ο ορθά νηστεύων. Ποια είναι νοσηρή νηστεία κατά τον Κύριο; Η νηστεία που δουλεύει στην ανθρωπαρέσκεια και τον εγωϊσμό, εκείνη δηλαδή που τελική αναφορά δεν έχει τον Θεό αλλά τον άνθρωπο ως θήρευση του «εύγε» και του «μπράβο» αυτού («όπως φανώσιν τοις ανθρώποις νηστεύοντες»). Είναι ευνόητο ότι η νηστεία αυτή όχι μόνο δεν φέρνει κανένα θετικό πνευματικό αποτέλεσμα, αλλ’ αντιθέτως απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό, όπως το βλέπουμε πολύ καθαρά στο πρόσωπο του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής.

Και ποια είναι η υγιής νηστεία; Η νηστεία που αναφορά έχει τον ίδιο τον Θεό και συνεπώς αποφεύγει τη δημοσιοποίησή της. Πρόκειται δηλαδή για τη νηστεία που λειτουργεί ως μέσον και εργαλείο για την ορθή στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού. Κι επειδή ορθά στέκεται ο άνθρωπος έναντι του Θεού όταν ζει όπως Εκείνος, δηλαδή όταν αγαπά – «ο γάρ Θεός αγάπη εστί» - άρα η νηστεία καταξιώνεται στον βαθμό που συνεργεί στην απόκτηση της αγάπης από τον άνθρωπο. Αν με άλλα λόγια νηστεύοντας δεν αυξάνω την αγάπη μου προς τον Θεό και κυρίως προς τον συνάνθρωπο, τότε η νηστεία μου πάσχει ως υποκριτική και ψευδής με αποτέλεσμα την καταδίκη της από τον Θεό.

3. Η ένσταση είναι προφανής: δεν μπορώ να αγαπώ χωρίς να νηστεύω; Η απάντηση είναι αρνητική. Διότι αγάπη σημαίνει αγαθή διάθεση ψυχής που φανερώνεται έμπρακτα. Χρειάζεται δηλαδή να βρίσκεται ο πιστός ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα ψυχής και σώματος προκειμένου να αγαπά με τον θυσιαστικό χαρακτήρα της αγάπης του Χριστού. Και μάλιστα να αγαπά τον κάθε συνάνθρωπο ακόμη και τον θεωρούμενο εχθρό του. Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να ελέγχει αδιάκοπα κάθε τι που έρχεται να χαλάσει την αγαθή αυτή διάθεσή του και την έμπρακτη φανέρωσή της, πράγμα που παραπέμπει στη νηστεία ως καθημερινό έλεγχο του εαυτού και ορθή διαχείριση των άτακτων ορμών της ψυχής και του σώματος. Θέλουμε να πούμε ότι αν ένας άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει την ενστικτώδη κίνησή του για φαγητό, όπως να φάει κρέας για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να ελέγξει ολόκληρο τον εαυτό του προκειμένου να τον διαθέσει εν θυσία αγάπης προς τον συνάνθρωπό του; Είναι προφανές ότι η αδυναμία του αυτή θα αποκαλύπτει και την αδυναμία του να αγαπήσει ορθά, κατά την εντολή του Κυρίου που επιτάσσει να αγαπάμε τον συνάνθρωπο με τη μεγαλύτερη δυνατή θυσιαστική αγάπη: «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού». 

Γι’ αυτό και τη νηστεία η Εκκλησία μας δεν την θεωρεί μόνον από πλευράς σωματικής (νη-εσθίω= δεν τρώγω), αλλά και από πλευράς πνευματικής. Η σωματική νηστεία δηλαδή έχει νόημα όταν συνδυάζεται με την πνευματική διάστασή της: την αποχή των όποιων κακών και πονηριών, διαφορετικά από μόνη της θεωρείται μία απλή δίαιτα, η οποία απολυτοποιούμενη εκπίπτει από σωτηριώδη ενέργεια σε δαιμονικό κατασκεύασμα. «Βρωμάτων νηστεύουσα, ψυχή μου», ακούμε στους ύμνους της Εκκλησίας μας την περίοδο αυτή, «και παθών μη καθαρεύουσα, μάτην επαγάλλη τη ατροφία. Ει μη γαρ αφορμή σοι γένηται προς διόρθωσιν, ως ψευδής μισείται παρά του Θεού και τοις κακίστοις δαίμοσιν ομοιούσθαι, τοις μηδέποτε σιτουμένοις. Μη ουν αμαρτάνουσα την νηστείαν αχρειώσης, αλλ’ ακίνητος προς ορμάς ατόπους μένε, δοκούσα παρεστάναι εσταυρωμένω τω Σωτήρι, μάλλον δέ συσταυρούσθαι, τω δια σε σταυρωθέντι, εκβοώσα προς αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Όταν νηστεύεις από φαγητά, ψυχή μου, και δεν καθαρίζεσαι από τα πάθη, μάταια χαίρεσαι για την έλλειψη τροφής σου. Γιατί αν δεν σου γίνει αφορμή για διόρθωση η νηστεία σου αυτή, μισείται ως ψεύτικη από τον Θεό, ενώ γίνεσαι όμοια με τους  κάκιστους δαίμονες που ποτέ τους δεν τρώνε. Μη λοιπόν με την αμαρτία κάνεις άχρηστη τη νηστεία, αλλά να μένεις ακίνητη προς τις άτοπες ηδονές, θεωρώντας ότι στέκεσαι μπροστά στον εσταυρωμένο Σωτήρα που σταυρώθηκε για σένα, μάλλον ότι σταυρώνεσαι μαζί Του, φωνάζοντας προς Αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου».

Ούτε μόνη λοιπόν η σωματική νηστεία ούτε μόνη ίσως η πνευματική ως ακατόρθωτη γίνεται αποδεκτή. Σωματική και πνευματική νηστεία συνοδεύουν, έχοντας ως σκοπό τη δημιουργία των ορθών προϋποθέσεων του ανθρώπου ώστε να μπορεί να αγαπά κατά το πρότυπο και την εντολή του Χριστού.

4.  Χρειάζεται όμως κάποια προσοχή στη σωματική διάσταση της νηστείας. Εγκρατευόμαστε στη λήψη τροφής και ποιοτικά αλλά και ποσοτικά. Άλλωστε κατ’ ακρίβεια όπως είπαμε νηστεύω σημαίνει δεν τρώγω καθόλου. Κι αυτό σημαίνει ότι νηστεία ο χριστιανός από πλευράς ποσοτικής κάνει όλον τον χρόνο: αποφεύγει τον πλήρη χορτασμό του στομάχου του, ενώ από πλευράς ποιοτικής τις συγκεκριμένες περιόδους που η Εκκλησία μας έχει καθορίσει, κατεξοχήν δε την περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Με μία ακόμη παρατήρηση: ότι επειδή σκοπός της σωματικής νηστείας είναι η με ευκολία εφαρμογή της πνευματικής νηστείας που οδηγεί στη ζωή της αγάπης, γι’ αυτό και εκείνοι που λόγω ηλικίας ή αρρώστιας αδυνατούν να νηστεύσουν σωματικά – πώς να νηστεύσει ένας γέρος και άρρωστος άνθρωπος ή ένα πολύ μικρό παιδί; - δεν νηστεύουν. Τον ρόλο της σωματικής νηστείας παίζει η αρρώστια τους, τα γεράματά τους, η όποια σωματική αδυναμία τους. Η σωματική νηστεία ξανατονίζουμε δεν υπάρχει προς εξόντωση του ανθρώπου, αλλά προς ενίσχυση του πνευματικού αγώνα προς απόκτηση της αγάπης.

  «Νηστεύσωμεν λοιπόν νηστείαν δεκτήν, ευάρεστον τω Κυρίω». Ο προσανατολισμός μας στη ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η ενεργοποίηση της εν ημίν υπάρχουσας χάρης Του από το βάπτισμά μας πρέπει να συνιστούν τον άξονα πάνω στον οποίο κάθε πίκρα από τον περιορισμό των σαρκικών ορέξεών μας θα μεταποιείται σε γλυκύτητα και αγαλλίαση. Μ’ αυτό το όραμα καλούμαστε να πορευτούμε τη Μ. Σαρακοστή, η οποία ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μας παρέχει η Εκκλησία μας.

09 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ

 

«Απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον»

 (Ματθ. 25, 46)

 Το Ευαγγέλιο της κρίσεως που ακούγεται στην Εκκλησία μας την Κυριακή των Απόκρεω, αποτελεί την απάντηση στην ορμή μας για γνώση του αύριο: ο Θεός δεν μας άφησε αμάρτυρο το μέλλον∙ μας άνοιξε τα μάτια,  όχι όμως σε ό,τι συνιστά απλή περιέργεια ως προς την πορεία μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά σε ό,τι είναι καίριο και ουσιώδες, σε ό,τι δηλαδή είναι σωτηριώδες και αιώνιο. Ο Κύριος θα ξανάλθει, φωνάζει η Εκκλησία βασισμένη στα ίδια Του τα λόγια. Και θα ξανάλθει ένδοξα αυτή τη φορά «κρίναι ζώντας και νεκρούς», σε ώρα που κανείς δεν γνωρίζει. Θα έλθει «ως κλέπτης εν νυκτί» (Α΄Θεσ. 5, 2), «εν ημέρα η ου προσδοκά» ο άνθρωπος (Ματθ. 24. 50). Και θα σταθούμε όλοι οι άνθρωποι όλων των εποχών ενώπιόν Του για να γίνει η τελική αποτίμηση. Όσοι θα βρεθούν να έχουν τηρήσει το θέλημά Του, άρα να έχουν αγαπήσει τον συνάνθρωπό τους, θα βρεθούν στους ευλογημένους του Πατρός Του. Όσοι θα βρεθούν αμετανόητοι, ανάπηροι από τα φτερά της πίστεως και της αγάπης, θα βρεθούν στους καταραμένους. Και η οριστική κατάληξη: «Απελεύσονται ούτοι (οι χωρίς αγάπη) εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».

 1. Ο τονισμός του αιώνιου χαρακτήρα της μιας και της άλλης καταστάσεως είναι το πρώτο στο οποίο κοντοστέκεται κανείς. Ο Κύριος δεν άφησε καμία αμφιβολία περί του οριστικού και αμετάκλητου της κρίσεώς Του. Η αιωνιότητα με την ατέρμονη πορεία της είναι η προοπτική που ανοίγεται μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά. «Της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος», όπως το ομολογούμε διαρκώς και στο Σύμβολο της Πίστεως. Δεν υπάρχει πια ανακοπή και ανάκληση. Κι είναι η αιωνιότητα αυτή καταδίκη καταρχάς της παναίρεσης των Γιεχωβάδων, οι οποίοι μεταξύ των άλλων πλανών τους τονίζουν ότι η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου θα σημάνει την απαρχή μιας χιλιετούς βασιλείας Του, για να ακολουθήσει έπειτα κάτι διαφορετικό. Από την άλλη ο αιώνιος χαρακτήρας της κρίσεως του Θεού καταδικάζει και όσους στο παρελθόν ή και πιο μετά πίστεψαν πλανεμένα ότι τελικώς όλοι θα αποκατασταθούν μέσα στην αγκαλιά της αγάπης του Θεού. «Η αποκατάσταση των πάντων», για την οποία μίλησε και ο μεγάλος αλλά καταδικασμένος για τις πλάνες του από την Εκκλησία θεολόγος Ωριγένης, αποτελεί μία πρόκληση και έναν πειρασμό για την Εκκλησία, η οποία όμως απέρριψε την πλάνη, διότι ακριβώς προϋποθέτει εσφαλμένη θεολογία ως προς την εικόνα που απεκάλυψε για τον Θεό ο ίδιος ο Χριστός. Δεν είναι ο Θεός το πρόβλημα για να αποκαταστήσει τους πάντες. Η αποκατάσταση αυτή είναι η διαρκής βούληση του Θεού για όλους, ακόμη και για τους δαίμονες. Διότι «ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμ. 2,4). Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι οποίοι αρνούμαστε την αγάπη του Θεού και τις προκλήσεις και προσκλήσεις για μετάνοιά μας. Η «αποκατάσταση των πάντων» αλλοιώνει και την περί ανθρώπου εικόνα της Εκκλησίας, παρουσιάζοντας αυτόν  με κολοβωμένη ελευθερία.

2. Η αιωνιότητα που θα ανοιχτεί μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου – πέρα βεβαίως από την αιωνιότητα ως παρούσα κατάσταση του εδώ κόσμου που ζει ο Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία: «αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (ευαγγελιστής Ιωάννης) - δεν θα φέρει κάτι διαφορετικό από αυτό που ζει ο άνθρωπος αμέσως μετά τον θάνατό του. Σε όποια κατάσταση δηλαδή  φεύγουμε από τη ζωή αυτή, είτε εν μετανοία είτε εν αμετανοησία, σε αυτήν την κατάσταση θα μας βρει και η Δευτέρα Παρουσία. Κι αυτό θα πει: το οριστικό και αμετάκλητο τέλος για τον καθένα μας, σε επίπεδο αιωνιότητας, έρχεται στην ουσία την ώρα του θανάτου μας. Η μόνη διαφορά μεταξύ της μερικής κρίσεως που υφίσταται ο άνθρωπος όταν πεθάνει, και της γενικής κρίσεως που θα υποστεί την ημέρα της Κρίσεως, θα είναι στον βαθμό της έντασης: στη μερική κρίση κρίνεται με μόνη την ψυχή∙ στη γενική κρίση θα κριθεί μαζί με το σώμα, που θα αναστήσει ο Χριστός. Υπό το πρίσμα αυτό ο προβληματισμός και η αγωνία ορισμένων για το πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία είναι χωρίς νόημα: η ώρα του θανάτου μας στην πραγματικότητα αποτελεί και την ώρα της τελικής κρίσεώς μας, αφού δεν υπάρχει προοπτική μετάνοιας μετά τον θάνατό μας. «Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια» κατά τη γνωστή και κλασική διατύπωση.

3. Μιλώντας όμως για τον αιώνιο χαρακτήρα είτε της κόλασης είτε της ζωής, κατά τη διάκριση του Κυρίου, πρέπει να έχουμε την ορθή εικόνα των καταστάσεων αυτών. Να τις βλέπουμε δηλαδή με τις προϋποθέσεις του Ευαγγελίου, της Αποστολικής και της Πατερικής Παραδόσεως. Διότι δυστυχώς υπάρχει πολλή και μεγάλη διαστρέβλωση επ’ αυτών. Άλλοι απορρίπτουν τις καταστάσεις του Παραδείσου και της Κολάσεως, άλλοι τις θεωρούν ως καταστάσεις μόνον του κόσμου τούτου, άλλοι τις κατανοούν με μεσαιωνικές εικόνες: ως τόπους που είτε βράζουν και ψήνονται οι άνθρωποι (η κόλαση) είτε αναπαύονται σε κήπους και ανάκλιντρα (ο παράδεισος).

Η Εκκλησία μας λοιπόν διδάσκει πως ό,τι ονομάζουμε κόλαση και παράδεισος δεν υφίσταται από πλευράς του Θεού. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄Ιωάν. 4, 16), και έτσι το μόνο που δύναται είναι να αγαπά. Κατά συνέπεια  όλοι οι άνθρωποι όλων των αποχρώσεων και όλων των καταστάσεων, είτε πιστοί είτε άπιστοι, ως παιδιά του Θεού δέχονται την ίδια αγάπη από Εκείνον. Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Διακρίσεις κάνουμε εμείς οι εμπαθείς άνθρωποι. Αν ένας γονιός φτάνει στο σημείο να αγαπά όλα τα παιδιά του το ίδιο, είτε είναι μέσα στο σπίτι είτε εκτός, πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας, ο Οποίος είναι παντελώς απαλλαγμένος από οποιαδήποτε εμπάθεια και οποιαδήποτε κακία. Αν όμως δεν υφίσταται κόλαση και παράδεισος από πλευράς του Θεού, υφίσταται από πλευράς των ανθρώπων. Εμείς τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού δυστυχώς την ζούμε έτσι και αλλιώς: είτε δηλαδή θετικά είτε αρνητικά. Διότι οι δικές μας προϋποθέσεις ζωής μεταποιούν και αλλοιώνουν τη θεϊκή αγάπη. Έτσι ο μετανοημένος πιστός που αγωνίστηκε σε αυτήν τη ζωή να απαλλαγεί από τον εγωισμό και την αμαρτία: ό,τι καταργεί και σκοτώνει την αγάπη, δέχεται την ενέργεια της αγάπης του Θεού και την βιώνει ως φως και ευλογία. Ο αμετανόητος όμως, που παγίωσε τον εγωισμό μέσα του κι έκανε πέτρα την καρδιά του, αυτός την ίδια αγάπη του Θεού την δέχεται πια αρνητικά: ως φωτιά που τον κατακαίει και τον πονάει. Σαν τον ήλιο που οι ίδιες ακτίνες του το μεν πτώμα το αποσυνθέτουν, τον δε ζωντανό οργανισμό τον ζωοποιούν και τον αναζωογονούν.

 Έτσι για το αν βρεθούμε στην κόλαση ή στον παράδεισο, όπως λέμε, αποκλειστικά υπεύθυνοι είμαστε εμείς και όχι ο Θεός. Ο Θεός μας αγαπά. Εμείς δεν μπορούμε να γευτούμε την αγάπη Του, γιατί όσο μας δόθηκε ο χρόνος εργασίας και μετανοίας, αυτή η ζωή, εμείς φροντίσαμε να παραλύσουμε τις αισθήσεις μας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να μας παραξενεύουν τα λόγια μερικών Πατέρων της Εκκλησίας που μιλώντας για τα θέματα αυτά είπαν: ακόμη και στην περίπτωση που ο Θεός διά της βίας μας έβαζε στον Παράδεισο, ακόμη και στην υποτιθέμενη αυτή περίπτωση τον παράδεισο εμείς θα τον ζούσαμε ως κόλαση. Διότι ο εγωιστής άνθρωπος και στον παράδεισο θα είναι εγωιστής, άρα κολασμένος.

4. Τι θα κρίνει βεβαίως την ένταξή μας στη μία ή στην άλλη κατάσταση είναι γνωστό και το αναφέραμε ακροθιγώς παραπάνω: η αγάπη που φροντίσαμε να κρατήσουμε στη ζωή αυτή και απέναντι στον Θεό και απέναντι στον συνάνθρωπο. Και κυρίως απέναντι στον συνάνθρωπο, διότι αυτή κρίνει την ποιότητα και της αγάπης μας προς τον Θεό. «Αν δεν αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας που βλέπουμε – επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης – πώς θα αγαπάμε τον Θεό που δεν βλέπουμε;» (Πρβλ. Α΄ Ιωάν. 4, 20). Η αγάπη μας λοιπόν προς τον συνάνθρωπο συνιστά και το έσχατο κριτήριο, πάνω στο οποίο θα κριθούμε.

Και πράγματι η παραβολή της Κρίσεως αυτό επισημαίνει: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Και «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Τα λόγια του Κυρίου είναι συγκλονιστικά. Ο άλλος, ο πλησίον, ο συνάνθρωπος, όποιος κι αν είναι αυτός, δεν είναι απλώς ο άλλος. Πολύ περισσότερο δεν είναι ο ξένος και ο εχθρός, που μπορεί να φτάσει να θεωρηθεί και ως η κόλασή μου – μία θεώρηση που συνιστά την ίδια την αθεΐα. Διότι πράγματι χωρίς Θεό στη ζωή μου, ο συνάνθρωπος αποτελεί για μένα μόνο απειλή και ενόχληση. Ο άλλος όμως, κατά τον Κύριο, είναι ο αδελφός του Κυρίου, κι ακόμη πιο πολύ: ο ίδιος ο Κύριος.

5. Δεν αποτελούν συμβολικές εικόνες αυτά που λέγει ο Χριστός. Είναι οριστικές διατυπώσεις που αποκαλύπτουν την πραγματικότητα. Ο Χριστός αίρει την τύφλωσή μας και μας δίνει τα μάτια για να δούμε την κρυμμένη πραγματικότητα. Το έσχατο βάθος της. Και μας λέει: μη με ψάχνετε εδώ κι εκεί. Δείτε με στα πρόσωπα των συνανθρώπων σας. Ακόμη και σε εσάς τους ίδιους. Ο καθένας λοιπόν από εμάς συνιστά μία κρυμμένη παρουσία Χριστού. Αποτελούμε μία πρόκληση διαλόγου με τον Χριστό και μία βίωση της Δευτέρας Παρουσίας του πριν ακόμη εκείνη έρθει. Έτσι η κόλαση και ο παράδεισος δεν ανήκουν ως καταστάσεις στο μακρινό και απώτατο μέλλον. Είναι πολύ κοντά μας, μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια μας, όσο είμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστά στον εαυτό μας και μπροστά στον κάθε συνάνθρωπό μας. Την κόλαση και τον παράδεισο τα κερδίζουμε την κάθε στιγμή της ζωής μας. Κι αυτό που τώρα ζούμε, το ίδιο με μεγαλύτερη ένταση θα ζήσουμε και μετά τον θάνατό μας, και με την απόλυτη δυνατή ένταση μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. Πόσο οικεία και γνώριμα λοιπόν ακούει στα αυτιά του ο Χριστιανός τα λόγια των Πατέρων του: «Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Γιατί αν κερδίσουμε τον αδελφό μας, τον Χριστό κερδίσαμε. Κι αν τον προσβάλουμε, Εκείνον χάσαμε».

Η παραβολή της κρίσεως ακούγεται μία φορά τον χρόνο στην Εκκλησία μας, την Κυριακή των Απόκρεω – σκαλοπάτι κι αυτή για την είσοδό μας στη Σαρακοστή. Περιττό να πούμε ότι λόγω της σπουδαιότητάς της θα πρέπει να την έχουμε μόνιμο και καθημερινό ανάγνωσμά μας και μελέτη του βίου μας διαπαντός. Διότι επικεντρώνει την προσοχή μας σε ό,τι πιο ουσιαστικό έχουμε να κάνουμε στη ζωή αυτή, από το οποίο εξαρτάται και το αιώνιο μέλλον μας: να αγαπάμε τους πάντες και τα πάντα. Για χάρη του Χριστού. Για χάρη δική μας.

24 Φεβρουαρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

«῎Ανθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τό ἱερόν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης» (Λουκ. 18, 9)

Ένας θεωρούμενος άγιος και ένας θεωρούμενος αμαρτωλός βρίσκονται στον ίδιο χώρο του ναού, για να προσευχηθούν. Ο ένας, ο Φαρισαίος, γεμάτος αρετές που επιβεβαιώνονταν στην πράξη, καταδικάζεται: η προσευχή του απορρίπτεται. Ο άλλος, ο Τελώνης, γεμάτος από αμαρτίες και αδικίες, δικαιώνεται: η προσευχή του γίνεται αποδεκτή από τον Θεό. Στην αρχή του Τριωδίου, της ευλογημένης περιόδου που εκβάλλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου, η Εκκλησία μας προβάλλει το ανατρεπτικό αυτό σκηνικό. Για να μας θυμίσει ότι ένας είναι ο δρόμος της περπατησιάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο: ο δρόμος της τελωνικής κραυγής: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τι τελικά συμβαίνει;

 1. Και οι δύο, και ο Φαρισαίος και ο τελώνης, επιτελούν κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται καλό: προσεύχονται. Παγκοσμίως και πανθρησκειακώς, η προσευχή θεωρείται ότι είναι μία από τις ανώτερες ενέργειες της ψυχής του ανθρώπου, αν όχι η ανώτερη, κατεξοχήν δε στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό. Ο ιουδαιοχριστιανισμός κατανοεί την προσευχή ως καρπό της πρώτης και μεγάλης εντολής του Θεού, της αγάπης προς Εκείνον. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Αναφέρεσαι στον Θεό και διαλέγεσαι με Εκείνον, τον Οποίον καλείσαι να αγαπάς καθ’ ολοκληρίαν, γιατί σε δημιούργησε, σε φροντίζει, σε διακυβερνά, είναι ο τελικός κριτής σου. Με το δεδομένο μάλιστα της «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού» δημιουργίας σου. Κι ακόμη περισσότερο, εκεί που η προσευχή θεωρείται ό,τι πιο φυσικό και αναγκαίο μπορεί να υπάρξει στον άνθρωπο, κατά κυριολεξίαν θέμα ζωής και θανάτου, είναι στη χριστιανική πίστη. Διότι ο Χριστός ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε τον άνθρωπο, τον ένωσε με τον Εαυτό Του, τον έκανε μέλος δικό Του, κάτι που ενεργοποιείται στην Εκκλησία με το μυστήριο του βαπτίσματος, του χρίσματος, της εν μετανοία μετοχής στη Θεία Ευχαριστία. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει ότι η προσευχή  είναι πιο αναγκαία και από την ίδια την αναπνοή, είναι η ίδια η ζωή του ανθρώπου. «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», σημειώνει συγκεκριμένα, δηλαδή: πρέπει να μνημονεύουμε τον Θεό περισσότερο από το να αναπνέουμε. Ούτε είναι επίσης τυχαίο που ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ορίζει την προσευχή ως «συνουσία του ανθρώπου με τον Θεό».

2. Κι όμως! Αυτό που θεωρείται ανάγκη και ζωή, μπορεί να γίνει οσμή θανάτου, καταστροφή και όνειδος για τον άνθρωπο. Που σημαίνει: μπορεί να προσεύχεσαι και η προσευχή σου να είναι αναποτελεσματική, να γίνεται απορριπτέα, να αποστρέφει ο Θεός το πρόσωπό Του από αυτήν. Κι αυτό γιατί; Διότι όχι η προσευχή καθ’ εαυτήν, αλλά ο τρόπος που την πραγματοποιεί κανείς είναι το ζητούμενο. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με οτιδήποτε θεωρείται καλό και ενάρετο: όχι το φαίνεσθαι, αλλ’ η ουσία, η «καρδιά» είναι εκείνο που δίνει τον θετικό χρωματισμό. Η ελεημοσύνη για παράδειγμα. Δεν αρκεί να δίνεις στους άλλους. Σημασία έχει με τι καρδιά το δίνεις, γιατί αυτό μετράει και βλέπει ο Θεός. «Άνθρωπος εις πρόσωπον, Θεός εις καρδίαν βλέπει».

3. Γιατί λοιπόν δεν δικαιώθηκε η προσευχή του Φαρισαίου; Πώς αυτό που φαινόταν θεάρεστο κατακρίθηκε;

(1) Διότι ο Φαρισαίος δεν στάθηκε ενώπιον του Θεού, αλλά ενώπιον του εαυτού του - ό,τι συνέβη και με τον εωσφόρο, τον ξεπεσμένο αρχάγγελο. «Σταθείς προς εαυτόν» λέει, και όχι «προς τον Θεόν». Η προσευχή του δηλαδή ήταν μία δοξολογική αναφορά στο είδωλο που είχε κατασκευάσει για τον εαυτό του. Τον εαυτό του «λιβάνιζε» με τα λόγια της προσευχής του, έχοντας ως θυμίαμα τις υποτιθέμενες αρετές του. Οι αρετές του Φαρισαίου δεν ήταν ο καρπός της παρουσίας του Θεού στη ζωή του – ό,τι τονίζει ο λόγος του Θεού – αλλά το αποτέλεσμα, καθώς νόμιζε, της δικής του αυτόνομης προσπάθειας: «νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Η καύχησή του λοιπόν ήταν μονόδρομος. Το εγώ του ήταν και ο Θεός του. Ποιος μπορούσε να παραβληθεί μαζί του; Κι ο Θεός ο Ίδιος ήταν υποχρεωμένος να υποκλιθεί στο «μεγαλείο» του. Η Βασιλεία του Θεού ήταν δεδομένη γι’ αυτόν κατάσταση.

(2) Διότι ο Φαρισαίος «προσεύχεται», και από το ύψος των αρετών του, ως «θεός», καταδικάζει και κατακρίνει τον κόσμο όλο: «Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων». Για να γίνει πιο συγκεκριμένος: «ή και ως ούτος ο τελώνης». Το βλέμμα του και τα λόγια του, «πύρινη ρομφαία» για τον ταλαίπωρο τελώνη, τον «αμαρτωλό». Πρέπει να ένιωσε μια γεύση στυφάδας στο στόμα του, καθώς τον ανέφερε. Η κατάκρισή του γίνεται εξουδένωση του αμαρτωλού. Ίσως και να απόρησε πώς μπορεί και ζουν τέτοιοι άνθρωποι, που μολύνουν τον κόσμο των «καθαρών» σαν κι αυτόν ανθρώπων, αναπνέοντας τον ίδιο αέρα με αυτούς. Η προσευχή του λοιπόν, γεμάτη υπερηφάνεια και καύχηση για τον εαυτό του, πλήρης αποτροπιασμού και κατάκρισης για τον αμαρτωλό.

4. Γιατί δικαιώθηκε όμως η προσευχή του τελώνη; Πώς η ενέργεια του αντικειμενικά αμαρτωλού κάμπτει τον Θεό και προσφέρει Αυτός πλούσια τη χάρη Του σ’ εκείνον; Διότι ακριβώς στάθηκε ενώπιον του Θεού εν μετανοία. Δηλαδή με επίγνωση των αμαρτιών του, η οποία τον έκανε να νιώθει ταπεινός και μηδαμινός, αλλά και με πίστη στο έλεος και την αγάπη Εκείνου. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Η επίγνωση και η πίστη αυτή συνιστούν τις βάσεις της μετανοίας. Στο πρόσωπο του τελώνη της παραβολής ψαύουμε τα αληθινά σημάδια της, τα οποία δείχνουν ποια στάση ανθρώπου αποδέχεται ως στάση δικαίωσης από Εκείνον ο Ίδιος ο Θεός. Κι αυτήν τη στάση τη χαρακτηρίζει ο Κύριος ως ταπείνωση. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».  

Σ’ αυτήν την προσευχητική στάση, εκεί δηλαδή που ο άνθρωπος είναι στραμμένος μόνο στον εαυτό του, θρηνώντας τις αμαρτίες του, δεν υπάρχει ίχνος κατάκρισης για τους άλλους. Το αντίθετο μάλιστα: στρέφοντας τα βέλη της κριτικής του ο τελώνης μόνο προς τον εαυτό του, απαλλάσσει από κάθε καταδίκη τους άλλους, υψώνοντάς τους υπεράνω του εαυτού του. Κι αυτό θα πει: όποιος κοιτά τον εαυτό του και τα δικά του αμαρτήματα, δεν έχει χρόνο για να βλέπει τα σφάλματα των άλλων, καλύτερα: βλέπει τους άλλους ανωτέρους από αυτόν. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών», που λέει κι ο απόστολος Παύλος: με την ταπείνωση να θεωρείτε τους άλλους ότι είναι ανώτεροί σας. Τι άλλο σημαίνει η διπλωμένη στα γόνατα στάση προσευχής του τελώνη, μακριά από τους άλλους – «μακρόθεν εστώς» - και μη τολμώντας ούτε τους οφθαλμούς του να σηκώσει επάνω; - «Ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι».

5. Έτσι η προσευχή του, που είναι ο τύπος της δικαιωμένης από τον Θεό προσευχής, έχει το χαρακτηριστικό της ταπείνωσης, ως βίωσης  της αληθινής μετάνοιας, με επίγνωση της αμαρτίας, με πίστη στην αγάπη του Θεού, με έλλειψη οποιασδήποτε επικριτικής διάθεσης απέναντι στον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό βεβαίως έγινε και ο τύπος της προσευχής της Εκκλησίας. Το «Κύριε ελέησον», ή με την πιο ανεπτυγμένη του μορφή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», αποτελεί επακριβή μεταφορά της τελωνικής προσευχής «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Ό,τι ο τελώνης εισέπραξε από την προσευχή του, τη δικαίωση που είπε ο Κύριος - «κατέβη ούτος δεδικαιωμένος ή εκείνος» - το ίδιο μας προσφέρει και η Εκκλησία με όλη την ατμόσφαιρά της, που κινείται ακριβώς σε αυτόν τον ρυθμό. Κι από την άποψη αυτή ο τελώνης για την Εκκλησία είναι ο τύπος του αγίου. Όχι βεβαίως για τις αμαρτίες του, αλλά για τη μετάνοιά του. Ξέρουμε πια και εμείς πώς να στεκόμαστε απέναντι στον Κύριο, ώστε να δικαιωνόμαστε.

 Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου ξεκινά το ευλογημένο Τριώδιο, που θα εκβάλει στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου. Η Εκκλησία μάς ανοίγει τα μάτια από την αρχή: ο δρόμος για την Ανάσταση είναι ο δρόμος της μετανοίας και της ταπείνωσης. Και η προσευχή του δρόμου αυτού  είναι το «Κύριε ελέησον». Ας πάρουμε στα χέρια μας, κρυφά και όχι φανερά, το κομποσχοίνι, και ας γίνει η κάθε στιγμή μας ένας κόμπος από αυτό. Το «Κύριε ελέησον» ας γίνει ο ρυθμός της ζωής μας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: η δικαίωσή μας και η χάρη του Θεού μας.