28 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ (27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)

«Ο Όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης γεννήθηκε το 1912 στο Αμπελοχώρι Θηβών. Ο πατέρας του ονομαζόταν Ιωάννης Παπανικήτας και η μητέρα του Βικτωρία. Το κοσμικό όνομα του Γέροντα ήταν  Ευάγγελος. Τελείωσε το Γυμνάσιο αλλά η Χάρη του Θεού έκλεισε στον Ευάγγελο όλες τις θύρες της κοσμικής αποκατάστασής του.

Στην Θήβα, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά του, ο Ευάγγελος γνώρισε τους γεροντάδες του, τον Εφραίμ και τον Νικηφόρο, ενώ η ζωή του ήταν καλογερική και πριν γίνει καλόγερος – και στον κόσμο αγωνιζόταν πνευματικά ασκούμενος στην ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, τη νηστεία και κυρίως στην υπακοή. Η ευλαβέστατη μητέρα του αξιώθηκε να λάβει πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο ότι το θέλημα του υιού της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και ότι ο Ευάγγελος θα τιμήσει την μοναχική ζωή. Πράγματι, 14 Σεπτεμβρίου του 1933 ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο και ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο του Οσίου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια στη συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά τη δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος. Δύο χρόνια αργότερα έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντά του Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο χειροτονήθηκε ιερέας.

Ο Όσιος Εφραίμ αξιώθηκε και γνώρισε τον μεγάλο άγιο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή και συνδέθηκε πνευματικά μαζί του με την ευλογία του Γέροντά του Νικηφόρου. Από τον όσιο Ιωσήφ διδάχτηκε την απλανή πνευματική ζωή και μυήθηκε στα «μυστικά» της νοεράς προσευχής. Έτσι από νωρίς κατάλαβε ότι καμία προκοπή δεν υφίσταται, χωρίς το θεμέλιο όλων, τη υπακοή. Τη γνήσια όμως υπακοή που κίνητρό της έχει την αγάπη και τον ζήλο του Θεού.

Ο όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον νεαρό τότε Εφραίμ, για να καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησόν με», ώστε να φυλάσσει τις αισθήσεις του και να καθαρίσει όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν την καρδιά του με το φως του Θεού. Το 1973 εκοιμήθη ο Γέροντάς του ιερομόναχος Νικηφόρος, χάριν του οποίου έκανε ο γνήσιος υποτακτικός δεκαεννιά σαρανταλείτουργα!

Υπακούοντας στον όσιο Ιωσήφ, συγκρότησε από το 1980 δική του συνοδεία, δίνοντας πια την ευκαιρία και σε άλλους αναζητητές της ησυχαστικής ζωής να βρουν τον δρόμο των αγίων στους οποίους αναπαύεται το Πνεύμα του Θεού.  Κύριο στοιχείο στον δρόμο αυτόν είναι η αδιάκοπη τέλεση της θείας λειτουργίας, η οποία για τον μεγάλο Γέροντα Εφραίμ συνιστούσε συγκλονιστικό και βιωματικό γεγονός. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε εκμυστηρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία που τέλεσε, έβλεπε αισθητά όχι μόνο συλλειτουργούντες αγίους αγγέλους αλλά και  τη Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο  της προσφοράς σε σώμα και αίμα Χριστού, γι’ αυτό και ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα δάκρυά του, σε σημείο που να μουσκεύει το αντιμήνσιο της αγίας Τράπεζας. Τα δάκρυα όμως ήταν για τον κατανυκτικό Γέροντα  χαρακτηριστικό όλης της αγίας βιοτής του, γιατί ζούσε βαθύτατα το πένθος που εκφράζει την αληθινή μετάνοια.

Η οσία ασκητική ζωή του μεγάλου Εφραίμ που θεμελιωνόταν στην υπακοή ως φρόνημα του ίδιου του Κυρίου και της Υπεραγίας Θεοτόκου και όλων των αγίων, διήνοιξε τον νου και την καρδιά του και τον έκανε μέτοχο των θείων ενεργειών της διοράσεως και της προοράσεως, όπως και της τελέσεως ακόμη και θαυματουργικών επεμβάσεων. Είναι γνωστό μάλιστα, λόγω επαναλαμβανομένων παρόμοιων καταστάσεων, ότι ο Κύριος του έδινε τη χάρη να «οσμίζεται» την πνευματική κατάσταση των ανθρώπων που τον επισκέπτονταν, ακόμη δε και να καθιστά αισθητή και σε άλλους τη «βρομιά» που εξέπεμπαν άνθρωποι είτε αιρετικοί είτε και με άλλους τρόπους πλανεμένοι.

Με το πνεύμα Χριστού που ζούσε επιθυμούσε βαθύτατα την ενότητα όλων και προσευχόταν με πόνο υπέρ αυτής. Αλλά με τις προϋποθέσεις που θέτει η Πατερική εκκλησιαστική παράδοση: ως ενότητα και αγάπη εν τη αληθεία. Έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά κάτι που ιδίως για τη σύγχρονη εποχή ηχεί απολύτως προφητικά: «το σχίσμα γίνεται εύκολα, η ένωση όμως είναι δύσκολη». Την ενότητα του Χριστού δεν την έβλεπε ο όσιος Γέρων μόνον στο επίπεδο της πίστεως και των Εκκλησιών, αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων, ιδίως των εγγάμων. Βοήθησε πολλούς οικογενειάρχες να διατηρήσουν τον γάμο τους και να κατανοήσουν ότι ο γάμος είναι δρόμος αγιασμού τους, όπως νουθέτησε, εν πνεύματι ελευθερίας, και πολλούς νέους να αφήσουν την «άσωτη» ζωή και να κάνουν ευλογημένη οικογένεια.

Το 1996 ο Όσιος έπαθε εγκεφαλικό και έπεσε σε ακινησία. Όχι μόνο δεν γόγγυσε αλλά το θεώρησε ως ευκαιρία μεγαλύτερης δοξολογίας του Θεού. 27 Φεβρουαρίου 1998 ο μέγας Γέρων του Αγίου Όρους παρέδωσε την οσία ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του που εκ νεότητος υπηρέτησε.

Στις 20 Οκτωβρίου 2019, και ευρισκόμενος στις Καρυές του Αγίου Όρους, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ανήγγειλε ότι επίκειται η επίσημη αγιοκατάταξη του Γέροντος Εφραίμ Κατουνακιώτου, κάτι που έγινε πράξη στις 9 Μαρτίου 2020, όταν η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απηχώντας την ορθόδοξη συνείδηση του λαού που τον γνώρισε, τον ενέγραψε στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας» (Στοιχεία του συναξαριού από το ιστολόγιο Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Απαρχής της ακολουθίας του οσίου Εφραίμ, ο συντάκτης της σεμνός και έμπειρος της πνευματικής ζωής ιερομόναχος Ιγνάτιος τονίζει αυτό που είναι γνωστό σε όλους όσοι έστω και λίγο γνώρισαν τον γίγαντα Γέροντα Εφραίμ: ότι ήταν το γνήσιο τέκνο της υπακοής. Ο «χαρισματούχος υποτακτικός» είναι ο πιο γνωστός χαρακτηρισμός που του αποδίδεται. Κι αυτό γιατί ήδη και από την κοσμική του ζωή, πολύ περισσότερο όταν έγινε μοναχός, είχε κατανοήσει το ύψος και το βάθος της χαρισματικής αυτής καταστάσεως: αφήνεις κατά μέρος το δικό σου θέλημα για να κάνεις το θέλημα του έμπειρου στα πνευματικά Γέροντά σου, που θα πει να μάθεις να υπακούς τελικά στον Θεό! Η υπακοή δεν συνιστά άλλωστε, όπως είναι γνωστό, το φρόνημα του ίδιου του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού, καθώς το μαρτυρεί ο μέγας απόστολος Παύλος, γι’ αυτό και προτρέπει το ίδιο αυτό φρόνημα να αποκτήσει και κάθε πιστός που θέλει να ακολουθεί την οδό Εκείνου; «Αυτό το φρόνημα να έχετε κι εσείς, όπως το βλέπουμε στον Ιησού Χριστό. Αυτός μολονότι Θεός «κένωσε» τον εαυτό του, έγινε άνθρωπος από την ταπείνωσή Του κι έγινε υπάκουος στον Θεό Πατέρα μέχρι σημείου να θανατωθεί και μάλιστα πάνω σε Σταυρό».

Γι’ αυτό και η υπακοή - η γνήσια και όχι η αναγκαστική και «καταπιεσμένη», δηλαδή αυτή που κινείται από την ορμή αγάπης προς τον Χριστό - θεωρείται ο ανώτερος βαθμός φανέρωσης της ταπείνωσης, η οποία επισύρει πλούσια στον άνθρωπο τη χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Και γι’ αυτόν τον λόγο ταυτοχρόνως οδηγεί και στην αγάπη, γιατί «ο Θεός αγάπη εστί». Υπακοή, ταπείνωση, αγάπη συνυπάρχουν στον εργάτη της πίστεως, χαρισματικές καταστάσεις που ψηλαφώνται στο έπακρο στον μεγάλο όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη. Και πάνω σ’ αυτά κινείται διαρκώς ο σεμνός υμνογράφος του οσίου. «Αγάπησες την υπακοή, μακάριε», σημειώνει από τα πρώτα ήδη στιχηρά του εσπερινού, «και διακήρυττες ότι αυτή είναι η ανώτερη από όλες τις αρετές». Για να συμπληρώσει ό,τι έλεγε εξίσου ο άγιος: «Από την υπακοή αυτή πηγάζει η αδιάλειπτη προσευχή κατά τρόπο άρρητο».

Κι εδώ πράγματι μας αποκαλύπτεται ο άγιος Εφραίμ σε όλο του το μεγαλείο. Ήταν τέκνο υπακοής, για να μπορεί να ζει την παρουσία του Θεού στην ύπαρξή του, την ψυχή και το σώμα του, και να «χάνεται» μέσα στην αδιάλειπτη προσευχή εν αγάπη προς Αυτόν, που σημαίνει ότι η υπακοή δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά ο μοναδικός δρόμος για να «βλέπει» κανείς τον Χριστό ήδη από τον κόσμο τούτο, να Τον κοινωνεί και να Τον γεύεται πάντοτε, προσδοκώντας το πότε θα ξανάλθει στη Δευτέρα Του παρουσία για να αυξήσει σε υπερθετικό βαθμό τη σχέση του μαζί Του. «Τον ένδοξο Εφραίμ, τον εργάτη της υπακοής και τον εραστή της προσευχής και τον ζηλωτή και μύστη της πιο μεγάλης άσκησης ας τιμήσουμε με τους ύμνους μας» θα πει έκθαμβος και πάλι ο καλός υμνογράφος (στιχ. εσπ.). Κι ακριβώς επειδή γνωρίζει καλά και ο ίδιος ότι τέτοια πνευματικά αναστήματα πατάνε στην πράξη των αρετών κι ανεβαίνουν στα ύψη της θεωρίας ως θέας του Θεού, τον παρομοιάζει δικαίως ως «υψιπέτη αετό που έζησε στο Άγιον Όρος». Ποιος δεν θαυμάζει και δεν στέκεται με δέος και θάμβος μπροστά στον βασιλέα των πτηνών, τον αετό; Είναι πραγματικά ένας άρχοντας, που δεν διανοείται κανείς να τον προσεγγίσει εική και ως έτυχε. Θυμόμαστε τον άγιο μεγάλο Πορφύριο που μιλούσε για την «εξημέρωση» ενός τέτοιου βασιλιά: πόσο τον πλησίαζε με δέος, πόσο διαρκώς έκανε μικρά βήματα προσέγγισης, μέχρις ότου φτάσει μετά από αρκετό καιρό στο σημείο απλώς να τον «χαϊδέψει»! Τέτοιος άρχοντας, τέτοιος πνευματικός βασιλιάς που εντρυφούσε αδιάκοπα στον Κύριο ήταν και ο άγιος Εφραίμ. «Σαν υψιπέτης αετός στο όρος Άθω ανέβηκες στο ύψος της μυστικής θεωρίας, θεοφόρε Εφραίμ, μετέχοντας πολλές φορές πλούσια στη θεία Χάρη» (στιχ. εσπ.).

Εφραίμ λοιπόν σημαίνει άνθρωπος της προσευχής, άνθρωπος δηλαδή που είναι ερωτευμένος με τον Χριστό, γιατί κατάλαβε κι ένιωσε ότι η σχέση μαζί Του γίνεται με την καρδιά και όχι με την ψυχρή και υπολογιστική λογική. «Ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» λέει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, το ίδιο έλεγε και ζούσε ο άγιος Εφραίμ: δίνεις την καρδιά σου σ’ Εκείνον που στα έδωσε όλα! Όπως σημειώνει και ο σεμνός ιερομόναχος υμνογράφος στο κοντάκιό του οσίου: «Σε μαγνήτισε η ωραιότητα του Χριστού, γι’ αυτό και ακολούθησες απολύτως τα ίχνη Του, με την προσευχή, την υπακοή, την άσκηση και την ταπείνωση». Γι’ αυτό και τα βιώματά του και από την άσκηση της μονολόγιστης ευχής, του Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και από την τέλεση του κέντρου όλης της εκκλησιαστικής ζωής, της Θείας Λειτουργίας ήταν μοναδικά και συγκλονιστικά.

Μαζεμένοι νοερώς με δέος μπρος στα πόδια του τον ακούμε να λέει: «Λες την ευχούλα. Αργά, γλυκά, σταθερά, παρακαλεστικά, κλαψιάρικα, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Η ευχή ζωογονεί, τρόπον τινά, την ψυχή. Να βράζει η ψυχή με την προσευχή. Έτσι μαλακώνει, έτσι ησυχάζει, έτσι αναπαύεται… Μαλακώνει και σφραγίζεται από τη Χάρη. Να νιώθεις τις λέξεις. Κρατήσου από την κάθε λέξη. Σωσίβιο είναι το κομποσκοινάκι». Και παρακάτω: «Με την ευχή η ψυχή ντύνεται και στολίζεται. Είναι το ένδυμα που έχασε ο Αδάμ, γιατί δεν είπε στον Θεό “ελέησον”, γιατί δεν είπε στον Δημιουργό “ευλόγησον”. Πριν ντυθεί, όμως, η ψυχούλα λιώνει από τη θερμότητα της πίστεως και του θείου, να πούμε, έρωτος. Νομίζεις πως θα σου φύγει η ψυχή μέσα από τα δάκρυα, παιδί μου».

Κι εξίσου νοερώς τον βλέπουμε να ιερουργεί σχεδόν καθημερινά, «βλέποντας» κι «ακούοντας» αυτός πράγματα που δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να πει. Ο υμνογράφος μάς βοηθάει: «Ιερότατε πατέρα, ιερουργώντας καθημερινά έβλεπες  μέσα στο πλήθος των δακρύων σου καθαρά τη χάρη του Πνεύματος που επισκίαζε τα Τίμια Δώρα όπως και την πραγματική μεταβολή τους σε σώμα και αίμα Χριστού» (δόξα Λιτής). Μικρή ιδέα παίρνουμε και απ’ αυτό που έπαθε, όπως έλεγε, ο ίδιος: «Να σας πω τι έπαθα με τον γέροντα Νικηφόρο που εκοιμήθη το 1973. Είδα ότι δεν είχε, τρόπον τινά, άνεση. “Θα αφήσω έτσι τον γέροντά μου;», είπα. “Όχι, όχι. Θα αγωνιστώ, θα αγρυπνήσω, θα κοπιάσω, θα προσευχηθώ”. Κυνηγούσα τον Θεό: “Στην ευσπλαχνία Σου! Στο έλεός Σου! Στην Αγάπη Σου, Χριστέ μου!”. Έκανα δεκαεννέα σαρανταλείτουργα. Ένιωθα τον Θεό να μου λέει: “Λέγε, λέγε”.  Η Χάρη με ενθάρρυνε, να πούμε, να προχωρήσω. Σαν να μου έλεγε: “πες μου, πες μου”. Σε άλλη όμως περίπτωση, για άλλη ψυχή, ένιωσα να μου λέει: “Δεν σε ακούω. Σταμάτα. Ό,τι και να λες, ό,τι και να κάνεις, δεν ακούω”».  

Το μόνο που μπορούμε πια να κάνουμε απέναντι σ’ αυτόν τον Γίγαντα όπως είπαμε της πνευματικής ζωής, που «και με μόνη τη θεϊκή όψη του εκπλήττονταν οι πάντες» (ωδή ε΄) – είναι γνωστό το περιστατικό του συγκλονισμού που ένιωσε νεαρό παλληκάρι όταν είδε την εικόνα του μετά την κοίμησή του: «δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια να διεισδύουν στην ψυχή μου» είπε και άλλαξε ζωή – είναι να τον παρακαλούμε να συνεχίζει να δέεται και για εμάς ενώπιον του ουράνιου θυσιαστηρίου με τη μεγάλη παρρησία που έχει στον Κύριο. Με τα λόγια του υμνογράφου Ιγνατίου που δέεται στον όσιο για τον εαυτό του, αλλά ασφαλώς και για εμάς: «Θυμήσου, θεομακάριστε Εφραίμ, κι εμάς που επιτελούμε την πανσεβάσμια μνήμη σου, καθώς παρίστασαι τώρα στο επουράνιο θυσιαστήριο, και δώρησε από τον ουρανό που βρίσκεσαι σ’ αυτόν που ύφανε με ευλάβεια και πόθο ύμνους για χάρη σου ζέση πίστεως» (ωδή θ΄).  

(Ακολουθία του οσίου και λόγια του από: π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου, "Έλα φως...", Συνάντηση με τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, εκδ. Θεσβίτης, Θήρα 2021). 

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Φαιδρά προεόρτια τῆς ἐγκρατείας, λαμπρά τά προοίμια τῆς νηστείας σήμερον∙ διό συνδράμωμεν ἐν πεποιθήσει, ἀδελφοί, καί προθυμίᾳ πολλῇ» (ὠδή α΄ τριωδίου).

(Καλοδεχούμενα τα προεόρτια της εγκράτειας, λαμπρά τα προοίμια της νηστείας σήμερα. Γι’ αυτό ας τρέξουμε από κοινού, αδέλφια, με πίστη και μεγάλη προθυμία).

Απαρχή των ύμνων των Τριωδίων ο παραπάνω ύμνος, από τον πολυγραφότερο όλων των υμνογράφων άγιο Ιωσήφ. Τρία σημεία θίγει με πολύ συνοπτικό τρόπο:

Πρώτον, ότι πρώτη ημέρα της εβδομάδας της Τυρινής σήμερα, ξεκίνησε η περίοδος της νηστείας και της εγκρατείας. Διότι μπορεί να μην εισήλθαμε στην καθαυτό Σαρακοστή – αυτό θα γίνει με την Καθαρά Δευτέρα – όμως είμαστε στην τελευταία εβδομάδα της εισαγωγής της, όπου αφήνουμε κατά μέρος τα κρεατικά: η πρώτη νηστεία, μένοντας μόνο στα γαλακτομικά και στα ψάρια. Και δεν είναι τυχαία η διπλή επισήμανση: εγκράτεια, νηστεία. Για να δηλωθεί ότι μιλώντας για τη νηστεία στην Εκκλησία δεν εννοούμε ένα απλό διαιτολόγιο, αλλά έναν περιορισμό φαγητών που έχει όμως πνευματικό χαρακτήρα. Διότι η εγκράτεια αυτό δηλώνει: την πράξη της θέλησης του ανθρώπου που κινείται από τον ηγεμόνα νου του, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από τη γοητεία των υλικών αγαθών, ώστε πιο ελεύθερα να στραφεί προς Κύριο και Θεό του. Μη ξεχνάμε: η απόλυτη εν αγάπη αναφορά του ανθρώπου είναι ο Χριστός κι αυτή η αναφορά μονίμως παρεμποδίζεται από την εμπαθή προσκόλληση στην ύλη και τα πάθη του – «ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Οπότε, η νηστεία ως εγκράτεια παθών λειτουργεί απελευθερωτικά για τον πιστό άνθρωπο. Γι’ αυτό και σε άλλο σημείο ο άγιος Ιωσήφ θα επισημάνει ότι τέτοιον εγκρατή άνθρωπο που φανερώνει ότι η στροφή της θέλησής του είναι ο Χριστός δεν τολμούν να τον πλησιάσουν οι δαίμονες, ενώ βρίσκονται πάντοτε ως βοηθοί του οι άγγελοι («οὔτε ἐπήρεια δαιμόνων κατατολμᾶ τοῦ νηστεύοντος, ἀλλά καί οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διά νηστείας ἡμῖν κεκαθαρμένοις»: απόστιχα αίνων).

Δεύτερον, ότι ακριβώς για τον παραπάνω λόγο η περίοδος της νηστείας και της εγκρατείας είναι περίοδος για τον πιστό όχι κατήφειας και θλίψης, όχι οργής και καταπιεσμένης επιθετικότητας, αλλά περίοδος που με χαρά την προσμένει ο χριστιανός προσβλέποντας στη λαμπρότητα που εκπέμπει. Αν η θλίψη και η στενοχώρια είναι το κυρίαρχο στοιχείο που τον διακατέχει, τούτο οφείλεται ακριβώς σε ό,τι είπαμε προηγουμένως: η θέληση προσκλίνει κατά προτεραιότητα στα πράγματα του κόσμου και όχι στον Θεό – «Θεός» είναι ο κόσμος και όχι ο αληθινός Θεός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο χριστιανός, μολονότι βιώνει την ένταση στην ύπαρξή του της αμαρτίας που τον κινεί σε αντίθετη κατεύθυνση προς ό,τι καλεί ο Θεός, συνεχίζει «κόντρα στο ρεύμα» του κόσμου να τρέχει προς τον Χριστό και τις άγιες εντολές Του. Και σ’ αυτήν τη διαδικασία ευρισκόμενος βλέπει το φως του Χριστού να ανατέλλει στην καρδιά του. «Ἐν τῶ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς» μάς λέει συνεχώς η Εκκλησία, με το φως του Χριστού λοιπόν βλέπει τη χαρά και τη λαμπρότητα της νηστείας και της εγκρατείας ο αγωνιστής χριστιανός. «Δεν στοχεύουμε στα ορατά αλλά στα αόρατα» λέει ο απόστολος Παύλος, κι αυτό συμβαίνει και με την περίοδο της Σαρακοστής.

Και τρίτον, επομένως: με πίστη και μεγάλη προθυμία κινείται προς την περίοδο της Σαρακοστής ο χριστιανός. Αν ενώπιόν μας έχουμε το όραμα του Χριστού που προβάλλει μέσα από το σταύρωμα των εμπαθών επιθυμιών μας, αν το όραμά μας, όραμα της Εκκλησίας, είναι ο αναστημένος Χριστός που περνάει μέσα από τη Σταυρική Του θυσία, τότε πράγματι η περίοδος των Νηστειών έχει ένα νόημα που για να το γνωρίσει κανείς πρέπει να το ενσωματώσει στον εαυτό του. Ζώντας την περίοδο αυτή ζει ο πιστός τα υπέρ φύσιν γεγονότα της ζωής του Χριστού ή με άλλα λόγια μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργοποιεί στο έπακρον την ήδη σ’ αυτόν δοσμένη χάρη του Βαπτίσματος να είναι μέλος Χριστού. Οπότε: η μεγάλη προθυμία προς συμμετοχή στον αγώνα του σταδίου αυτού ισοδυναμεί με τον αγώνα να καθαρίσει ο πιστός όλα τα εμπόδια της καρδιάς του για να φανερωθεί μέσω αυτού ο ίδιος ο Χριστός!

 Κι αξίζει να ακούσουμε τον άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ στο τι έλεγε για το θέμα αυτό.

 «Πῶς πρέπει νά περάσουμε τήν περίοδο τῶν Νηστειῶν; Σᾶς μίλησα ἤδη γιά τή μέθοδό μου, τήν ὁποία σᾶς συνιστῶ νά ἀφομοιώσετε. Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι ἡ ἀκόλουθη: νά δοῦμε τόν τελικό μας σκοπό καί νά βαδίσουμε πρός αὐτόν ἀρχίζοντας ἀπό τό ἀλφάβητο. Ὅσον ἀφορᾶ τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πρέπει νά θέσουμε στόν ἑαυτό μας τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀρχή, ἀλλά σέ μικρότερες διαστάσεις. Πρέπει νά ἐννοήσουμε ὅτι μᾶς προτείνονται πενήντα ἡμέρες νηστείας ὡς προετοιμασία γιά τήν ὑποδοχή τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως. Καί ἐμεῖς θά οἰκοδομήσουμε ἔτσι τή θεωρία μας: Τώρα ἀρχίζει ὁ πνευματικός μας ἀγώνας. Ἡ ἔμπνευσή μας πολλαπλασιάζεται μέ τή σκέψη ὅτι ἑκατομμύρια χριστιανοί θά τηρήσουν τή Νηστεία αὐτή. Ἡ ὁδός πρός τήν ἀνάσταση, ἀκόμη καί γιά τόν Ἴδιο τόν σαρκωθέντα Θεό, πέρασε ἀπό παθήματα. Τό μυστήριο τῶν παθημάτων θά τό κατανοήσουμε μόνο ἀργότερα.... «Δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ἀπό ἕναν Ἄνθρωπο ἔρχεται ἡ σωτηρία. Ἄν μπροστά μας ὑψώνεται τέτοιος σκοπός, θά δεχθοῦμε τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ὡς ἁγία περίοδο στή ζωή ὅλου τοῦ χρόνου. Καί ὅταν μέ χαρά καταβάλλουμε σωματικό ἀγώνα ἐγκρατείας ἀπό τροφές, αὐτό δέν μᾶς φθείρει, ἀλλά μᾶς βοηθᾶ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί στό πνευματικό καί στό φυσικό... Ἐπιπλέον, παρατηρῶ μέ πόνο καρδιᾶς ἕνα πολύ τραγικό φαινόμενο: γιά λόγους ὑγείας οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἱκανοί νά ὑπομείνουν μακρά καί αὐστηρή δίαιτα, ἀλλά γιά τόν Θεό δέν εἶναι διατεθειμένοι νά τηρήσουν τήν καθιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία νηστεία, διότι ὑπάρχει κάποιο πνεῦμα πού παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό» («Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ..., τόμ. Β΄, σελ. 220-222»).

Η ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΡΑΝΝΑ

«Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα τον δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας, δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέαμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αγίας Κυράννας, η οποία άφησε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής»[1].

Ο πασίγνωστος μακαριστός υμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης μπροστά στο φαινόμενο Κυράννα, μπροστά δηλαδή σε μία απλή παρθένο κόρη που αναδεικνύεται σε γίγαντα αρετής με ατσαλένια θέληση που θα τη ζήλευαν και οι πιο σκληροτράχηλοι ήρωες,   επισημαίνει με θαυμασμό, πρώτα από όλα, τι κρυβόταν πίσω από την απαλότητα[2] του σαρκίου της και τη νεανικότητά της: μία καρδιά που «ολικώς»[3] ήταν στραμμένη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ό,τι δηλαδή επισημαίνουμε σε όλους τους μεγάλους αγίους: τη φλεγόμενη από έρωτα Θεού καρδιά τους, το ίδιο επισημαίνουμε και στην αγία νεομάρτυρα Κυράννα[4]. Και τι λέει στηρίζοντας αγιογραφικά την περίπτωσή της; Η Κυράννα ανήκει σε εκείνους τους πιστούς που λόγω της ετοιμότητάς της αποδέχτηκε τη φωτιά που ήλθε ο Χριστός να βάλει. «Είχες ως πλούτο της ψυχής σου το πυρ της θείας αγάπης, το οποίο ήλθε ο Χριστός να βάλει στη γη»[5] (δοξ. αποστ.) σημειώνει συγκεκριμένα. Ο Χριστός δηλαδή, αποκαλύπτει ο Ευαγγελικός λόγος, δεν ήλθε ως ένας απλός δάσκαλος, ξερός και αυστηρός για να υποδείξει έναν δρόμο στη ζωή. Είναι ο ίδιος ο Θεός, που «ως πυρ» έρχεται να ανάψει φωτιές. Και το αποκαλύπτει: «Πυρ ήλθον βαλείν επί της της και τι θέλω ει ήδη ανήφθη»[6].

Με το ερμηνευτικό αυτό κλειδί εξηγεί ο άγιος υμνογράφος το ακατανόητο για τα ανθρώπινα δεδομένα μαρτύριό της: και όλες τις σκληραγωγίες που υπέστη – σε βαθμό που αντιδρούσαν και οι αλλόπιστοι – αλλά και το υπερφυές φως που παρουσιάστηκε την ώρα της εκπνοής της. Δεν ήταν μόνο το φως του Χριστού που ενισχύει γενικά τους μάρτυρες την ώρα των βασάνων τους. Ήταν το λαμπρό φως Του που την ώρα της εκπνοής της μάρτυρος φανέρωνε τη θριαμβευτική είσοδό της στη Βασιλεία του Θεού. Ο υμνογράφος θεωρεί το γεγονός πράγματι ιδιαίτερο, γι’ αυτό και πολλές φορές το επισημαίνει.

Ενδεικτικά: «Καλλιπάρθενε μάρτυς, έλαμψε ουράνιο φως στη φυλακή και κατεκάλυψε το θείο σώμα σου, όταν έδινες πίσω το πνεύμα σου στα χέρια του Δημιουργού σου, το πνεύμα που έγινε λαμπρό από τη άθληση του μαρτυρίου»[7] (στιχ. εσπ.). «Αφού έγινες λαμπρή σαν το χρυσάφι και έλαμψες παραπάνω και από τον ήλιο, ανήλθες κρατώντας λαμπάδα στον ουράνιο θάλαμο»[8] (Λιτή).

Αφήνοντας κατά μέρος ωραίες «πινελιές» για την αγία του μακαριστού υμνογράφου, όπως ότι χρησιμοποιεί το όνομά της για να δηλώσει ότι με τη ζωή και το μαρτύριό της επιβεβαίωσε την αλήθεια του: Κυράννα – Κυρία των παθών της και των βασάνων της[9], στεκόμαστε ξεχωριστά σ’ έναν ύμνο από τη λιτή (ήχος β΄) που νομίζουμε ότι έχει ευρύτερη σημασία για την εν γένει πνευματική ζωή. «Καθώς σου επιτέθηκε ο εχθρός με βάσκανο μάτι, προσπαθούσε να διασκορπίσει τον πλούτο της ψυχής σου, Κυράννα νύμφη του Θεού. Εσύ όμως επειδή ατένιζες προς τον Χριστό με τα μάτια του νου, καθόλου δεν σαλεύτηκες από την ανώτερη στάση σου, και με ανδρεία γνώμη διαπέρασες το στάδιο των Μαρτύρων»[10].

Τι επισημαίνει ο ποιητής μας και δι’ αυτού η Εκκλησία; Ότι ο χριστιανός έχει να αντιμετωπίσει τις πνευματικές επιθέσεις του διαβόλου και των οργάνων του, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος δίνει κάποιο δικαίωμα σ’ αυτό – σαν την αγία που βρισκόταν διαρκώς σε πορεία σεμνότητας και ανεπίληπτου ήθους. Όμως ο Πονηρός πάντοτε καραδοκεί, διότι του δίνει το δικαίωμα βεβαίως ο Κύριος, προκειμένου διά των επιθέσεών του να γίνει ο πιστός περισσότερο δόκιμος και να λάβει αυξημένα πνευματικά στεφάνια. Το επισημαίνει,  όπως γνωρίζουμε, η Γραφή διά του αποστόλου Πέτρου: «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»[11]. Είναι δεδομένη λοιπόν η αντίθεση και η επίθεση του Πονηρού κατά του χριστιανού. Υπάρχει όμως και ο τρόπος άμυνας, που συνιστά και τη σπουδαιότερη επίθεση, κι αυτόν τον τρόπο επισημαίνει ο υμνογράφος μέσα από το παράδειγμα της αγίας. Τι έκανε η αγία[12]; Μπορεί να επιχειρούσε ο εχθρός γενίτσαρος να την φέρει στα νερά του, όπως λέμε, και μάλιστα με βάσκανο βλέμμα, ἄρα γενόμενος υποχείριο του διαβόλου – αυτό δεν είναι η βασκανία[13]; Η ενέργεια του πονηρού μέσα από ανθρώπους που τους χρησιμοποιεί ως όργανά του: είτε με την όραση είτε με τα λόγια είτε με μαγείες κλπ. – όμως η αγία ουδόλως πτοήθηκε και παρασαλεύτηκε, γιατί το δικό της βλέμμα, ο εσωτερικός της οφθαλμός, δηλαδή ο νους της, ήταν αδιάκοπα προσηλωμένος με προσοχή και ένταση στον Ιησού Χριστό.

Οι άγιοι Πατέρες μάς αποκαλύπτουν και τις μεθοδείες του διαβόλου αλλά κυρίως τη δική μας μέθοδο αποφυγής των παγίδων του. Και ναι μεν λένε πως υπάρχει η δυνατότητα του αντιρρητικού πολέμου – να πολεμά κανείς με τη λογική, με την Αγία Γραφή ό,τι υποβάλλει εκείνος – μπορεί να αποδύεται κανείς σε ασκητικά μέσα σκληρά, όπως τις νηστείες, τις σκληραγωγίες κλπ., όμως το σημαντικότερο και το σπουδαιότερο εξ όλων των μεθόδων είναι η περιφρόνηση του πονηρού με τον μοναδικό τρόπο που κατακαίεται: τη στροφή της προσοχής στον Κύριο. Αυτό δεν έλεγε, για να θυμηθούμε μόνο έναν από τους τελευταίους Πατέρες και αγίους, και ο άγιος Πορφύριος; Στο σκοτάδι το μόνο που κάνουμε είναι να ανάβουμε το φως[14].

Η αγία Κυράννα, στην οποία υποκλινόμαστε μαζί με την ιδιαίτερη πατρίδα της την Όσσα[15], μας καθοδηγεί με τη ζωή της. Και με την παρρησία που έχει ενώπιον του Κυρίου ως καλή Του νύμφη, την παρακαλούμε να εύχεται και για εμάς.   


[1] Ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής.

[2] «Τοῦ Κυρίου τὰ στίγματα ἔφερες τῷ ἁπαλῷ σου σώματι» (Δόξα Λιτής).

[3] «τὸν γὰρ Κύριον τῶν κυρίων, ὁλικῶς Χριστὸν ἀγαπήσασα» (Λιτή ήχ. α΄).

[4] Βλ. για παράδειγμα: «Χαίροις Παρθενομάρτυς Χριστοῦ, ἡ τοῦ Σωτῆρος πτερωθεῖσα τῷ ἔρωτι» (απ. εσπ.).

[5] «Τῆς θείας ἀγάπης, ἐν τῇ ψυχῇ τὸ πῦρ πλουτήσασα, ὃ βαλεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐλήλυθε Χριστός».

[6] Λουκ. 12, 49.

[7]«Φῶς οὐράνιον ἔλαμψεν, ἐν εἱρκτῇ καλλιπάρθενε, καὶ τὸ θεῖον σῶμά σου κατεκάλυψεν, ὅτε εἰς χεῖρας τοῦ κτίστου σου, ἀπέδως τὸ πνεῦμά σου, τῇ ἀθλήσει λαμπρυνθέν».

[8] «Ως χρυσὸς λαμπρυνθεῖσα, καὶ ὑπὲρ ἥλιον λάμψασα, λαμπαδοφόρος ἀνῆλθες, εἰς τὸν οὐράνιον θάλαμον».

[9] Στίχοι συναξαρίου. Βλ. και Δοξαστικό στιχ. εσπ.: «χαίροις  τὴν κλῆσιν τῇ πράξει σφραγίσασα» κ.α.

[10] «Βασκάνῳ ὄμματι, ἐπελθών σοι ὁ ἐχθρός, τὸν τῆς ψυχῆς σου πλοῦτον, ἐπειρᾶτο συλᾶν, Κυράννα θεόνυμφε· σὺ δὲ Χριστῷ ἀτενίζουσα, ὄμμασι νοός, οὐδαμῶς σεσάλευσαι, τῆς κρείττονος στάσεως, καὶ ἀνδρείᾳ γνώμῃ, τὸ τῶν Μαρτύρων ὑπῆλθες στάδιον».

[11] Α΄Πέτρ. 5, 8.

[12] «ταῖς τοῦ ἐχθροῦ γὰρ μεθοδείαις, ἐν συνέσει πολλῇ, καὶ ἀνδρείᾳ φρενῶν ἀντικατέστη» (αντιπαραβλήθηκε στις μεθόδους του εχθρού με πολλή σύνεση και ανδρεία φρενών) (Δοξ. αίνων).

[13] Βλ. ευχή βασκανίας από το Ευχολόγιο της Εκκλησίας.

[14] «Άφησε τον αυτόν, μου έλεγε ο π. Πορφύριος για το διάβολο. Μην του δίνεις σημασία. Όσο του δίνεις σημασία, τόσο περισσότερο σε πλησιάζει. Αν θέλεις να τον διώξεις, να τον απομακρύνεις από κοντά σου, πάψε να του δίνεις σημασία. Περιφρόνησέ τον. Μόνο η περιφρόνηση του αξίζει. Από τη στιγμή που θα αρχίσει να την εισπράττει, θα αρχίσει και θα υποχωρεί. Μέχρι που, τελικά, θα τραπεί σε φυγή. Η περιφρόνηση αποτελεί το δεύτερο όπλο,μετά τον Τίμιο Σταυρό, κατά του διαβόλου! Και τον μεν Τίμιο Σταυρό τον φοβάται και, κυριολεκτικά, τον τρέμει και τρέπεται σε άτακτη φυγή.Την δε περιφρόνηση δεν την αντέχει. Γιατί είναι υπερόπτης και σκάει από το κακό του! Εξάλλου, αυτή η υπεροψία ήταν αιτία να εκπέσει και να γίνει αυτό που έγινε.Εισέπραξε την τιμωρία του…» (Ανθολόγιο Συμβουλών).

[15] «Χαῖρε και σκίρτα η ῎Οσσα ἐν θείῳ Πνεύματι· ἐκ σοῦ γὰρ ὡς εὐῶδες, ἀνεβλάστησε κρίνον, Κυράννα ἡ ἐν Μάρτυσι θαυμαστή, τοὺς πιστοὺς κατευφραίνουσα, καὶ τὴν σεπτὴν αὐτῆς μνήμην ἄγε λαμπρῶς, τὸν Σωτῆρα μεγαλύνουσα»(Αίνοι). «Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου. Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840, όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα» (Από το ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΟΥ

«Ο όσιος Βασίλειος έζησε επί της βασιλείας Λέοντος του εικονομάχου. Άφησε τον κόσμο και τα εν τω κόσμω κι έγινε μοναχός. Κι αφού ασκήθηκε πρώτα με τρόπο θεάρεστο, ύστερα, όταν άρχισε η μάχη κατά των αγίων εικόνων, αντιστάθηκε δυνατά στους εικονομάχους. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί και να υποστεί πολλές τιμωρίες, αλλά δεν υποχώρησε. Αντιθέτως, κήρυσσε την αλήθεια μέχρι θανάτου, έχοντας ως σύμμαχο και τον θείο Προκόπιο τον Δεκαπολίτη. Γι’ αυτόν τον λόγο και ξέσχισαν με σιδερένια νύχια όλο το σώμα του και τον τράχηλό του και τον έριξαν στη φυλακή. Έτυχε όμως και πέθανε ο τύραννος, οπότε ο όσιος ελευθερώθηκε. Κι από τη φυλακή βγαίνοντας, συνέχισε τον ίδιο τρόπο ζωής. Προετοίμαζε και καθοδηγούσε πολλούς στον δρόμο της αρετής και επανέφερε τους πλανηθέντες στην ορθόδοξη πίστη, μέχρις ότου με χαρά και με ευχαριστία εκδήμησε προς τον Θεό, τον Οποίο ποθούσε από βρέφους».  

Πάντοτε η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας προβάλλει ως τρόπο ζωής κάτι που προκαλεί τη λογική του κοσμικού, μη εν Θεώ ζώντος, ανθρώπου, έστω κι αν χαρακτηρίζεται επιφανειακά χριστιανός: ότι δηλαδή η εγκράτεια ως περιορισμός των σαρκικών ηδονών αποτελεί την τρυφή του πιστού, η πτωχεία ως συνειδητή επιλογή συνιστά τον πλούτο του, η ακτημοσύνη ως άρνηση κατοχής οιωνδήποτε υλικών πραγμάτων, κυρίως δε εσωτερικής δέσμευσης σε αυτά, είναι η μεγάλη περιουσία του, η ταπείνωση είναι ο έπαινός του. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χριστιανός αγωνίζεται κατά του κεντρικού πάθους του ανθρώπου, της φιλαυτίας με όλα τα παρακλάδια της: της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, ώστε να τη μεταστρέψει και να την κάνει φιλοθεΐα και φιλανθρωπία. Δηλαδή κτυπά τα πάθη του με τις αντίστοιχες αρετές, ώστε μεταστρέφοντας με τη χάρη του Θεού τη φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία, να βρει  το σημείο συντονισμού του με τη χάρη του Θεού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ζητούμενο πάντοτε είναι ο ίδιος ο Θεός και η χάρη Του στη ζωή του ανθρώπου και το μόνο σημείο που ο άνθρωπος βρίσκει όντως τον Θεό είναι η αγάπη. Από την άποψη αυτή δεν δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ό,τι στο Γεροντικό για παράδειγμα διαβάζουμε για οσίους μας, που έλεγαν: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυση».

Το παραπάνω σκεπτικό επισημαίνουμε και στην ασκητική ζωή του οσίου Βασιλείου. Ο υμνογράφος μάς καθοδηγεί και μας λέει: «Επιθύμησες την πάνω από τον ανθρώπινο νου μακαριότητα του Θεού, γι’ αυτό και θεώρησες, θεσπέσιε, την εγκράτεια ως τρυφή σου, την πτωχεία ως πλούτο σου, την ακτημοσύνη ως μεγάλη περιουσία, την ταπείνωση ως έπαινό σου» (στιχηρό εσπερινού).  Με άλλα λόγια κανείς δεν μπορεί να συναντηθεί αληθινά με τον Θεό, να νιώσει ενεργή μέσα του τη χάρη του Πνεύματος του Θεού, έχοντας μέσα του ενεργό το πάθος του εγωισμού με τα παρεπόμενά του. Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνει και την ευλογία της περιόδου της Σαρακοστής, που δίνει πάμπολλες αφορμές ελέγχου των ψεκτών παθών μας και μεταστρέψεώς τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή σε αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.

Ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, εκτός βεβαίως από την ασκητική διαγωγή του οσίου Βασιλείου, τονίζει σε αρκετούς ύμνους του κανόνα του και την ιδιαίτερη άθληση του οσίου στο θέμα των αγίων εικόνων. Η εποχή του οσίου Βασιλείου αυτό κυρίως αντιμετώπιζε, τη χριστολογική αίρεση των εικονομάχων με την τεράστια πολεμική που είχαν εξαπολύσει κατά των ορθοδόξων,  και εκεί αθλήθηκε ο όσιος: και με τη διδασκαλία του, αλλά και με το μαρτύριό του, από το οποίο πήρε και τον χαρακτηρισμό του ομολογητή. Ο υμνογράφος λοιπόν, συνθεωρώντας μαζί με τον όσιο Βασίλειο και τον μαθητή αυτού Προκόπιο Δεκαπολίτη (27 Φεβρουαρίου), σημειώνει κάτι πολύ ωραίο για τον αγώνα τους αυτόν υπέρ των αγίων εικόνων: σέβονταν οι όσιοι τις εικόνες, γιατί κρατούσαν όρθιο το κατ’ εικόνα Θεού της ψυχής τους. Η τιμή που απένειμαν δηλαδή στις εικόνες της Εκκλησίας μας ήταν η συνέχεια της τιμής που έδιναν στην εικόνα του Θεού μέσα στην καρδιά τους. Κι αυτό σημαίνει: αυτός που έχει ανοικτά τα μάτια της ψυχής του και βλέπει με σεβασμό τον χαρισματικό εαυτό του, τον αναγεννημένο από τη χάρη του Θεού στην Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών μυστηρίων, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται σωστά και απέναντι στις εικόνες, οι οποίες αισθητοποιούν τη ζωντανή παρουσία του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων μέσα στην Εκκλησία μας. Συνεπώς κατά αντίστροφο τρόπο: οι πολέμιοι των εικόνων, αυτοί που ισχυρίζονται ότι πρόκειται περί «ειδωλολατρικών» πραγμάτων, είναι οι ίδιοι που πρώτα από όλα έχουν γκρεμίσει μέσα τους την εικόνα του Θεού και την αληθινή εικόνα και του ανθρώπου. «Τηρήσατε με ευσέβεια το κατ’ εικόνα της ψυχής, όσιοι, γι’ αυτό και αθληθήκατε στο μαρτύριο, σεβόμενοι την άχραντη εικόνα του Χριστού» (ωδή γ΄).

Ο άγιος Θεοφάνης δεν φείδεται ύμνων, προκειμένου να προβάλει, όπως είπαμε, τη συνάθληση με τον όσιο Βασίλειο και του μαθητή του, οσίου Προκοπίου. Όχι ένας ή δύο, αλλά έξι ύμνοι μέσα στον κανόνα μιλούν για τον μαθητή, τον σύναθλο, τον σύμπνοο, τον ισόρροπο του οσίου Βασιλείου Προκόπιο. Για παράδειγμα: «Πέτυχες, πάτερ, τον συναθλητή και έμφρονα στρατιώτη, που πρόκοβε πάντοτε στις αρετές, μαζί με τον οποίο με χαρά αγωνίστηκες στο μαρτύριο της σταθεράς άθλησης» (ωδή α΄)∙ «Έχοντας την επωνυμία της ουράνιας βασιλείας, πορεύτηκες την οδό που οδηγεί σ’ αυτήν, αφού βρήκες σύμπνοο, δηλαδή ομόψυχο και ομόπιστο τον Προκόπιο» (ωδή δ΄). Γιατί ο ιδιαίτερος αυτός τονισμός; Χωρίς να αναφέρει επ’ αυτού κάτι ο άγιος Θεοφάνης, προφανώς έχει υπόψη του αυτό που ο λόγος του Θεού πάντοτε σημειώνει: «Αδελφός υπ’ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά», ο αδελφός όταν βοηθείται από αδελφό είναι σαν οχυρωμένη πόλη. Γιατί αν συμβεί οποιοδήποτε στραβοπάτημα, ο άλλος θα σπεύσει αμέσως σε βοήθεια. Γι’ αυτό «ουαί τω ενί». Αλίμονο στον ένα.

27 Φεβρουαρίου 2022

Ο Άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης

Ἐξομολόγηση - Μετάνοια (Λόγος Αγ. Γέροντος παπα-Εφραίμ)

Δὲν σὲ κατηγορῶ ὅτι ἔκανες ἁμαρτίες πολλὲς καὶ σοβαρές, ὄχι, ἄνθρωπος εἶσαι. Σὲ κατηγορῶ, γιατὶ δὲν ἐξομολογεῖσαι. Αὐτὸ σὲ κατηγορῶ. Ἔπεσες; Στὸν πνευματικό. Ἔπεσες; Στὸν πνευματικό, ὅλα στὸν πνευματικό. Καὶ ἡ ὁσία Μαρία, πρῶτα ἐξομολογήθηκε.

                                                 

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ο ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Προκόπιος ακολούθησε πρώτα τον μοναχικό βίο και επιτέλεσε κάθε άσκηση με μεγάλη ακρίβεια. Καθάρισε τελείως τον εαυτό του από τα πάθη του, ενώ έλεγξε και βλεδύχθηκε όλους αυτούς που αθέτησαν με τρόπο δυσσεβή τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού. Έπειτα για χάρη της πίστεώς του μαστιγώθηκε και αναδείχτηκε μέγας ομολογητής, κι αφού έκανε πολλά θαύματα, τότε εκδήμησε προς τον Κύριο».

Ο όσιος Προκόπιος αποτελεί μία επιβεβαίωση, κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αυτού που ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο ήδη απαρχής της δημιουργίας του: να είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημένος. Μπορεί δηλαδή ο άνθρωπος να διέστρεψε τη δωρεά αυτή του Θεού με την πτώση του στην αμαρτία, με αποτέλεσμα το κατ’ εικόνα του Θεού να σκοτεινιάσει στον άνθρωπο και να χαθεί το καθ’ ομοίωσιν, όμως ο Προκόπιος, όπως και οι άλλοι βεβαίως άγιοί μας, αξιοποιώντας την υπερφυή έλευση του Θεού ως ανθρώπου στο πρόσωπο του Χριστού, με την οποία αποκατέστησε τον άνθρωπο στην αρχική του κατάσταση κι ακόμη περισσότερο – ο Χριστός καθάρισε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο και ξανάνοιξε την προοπτική του καθ’ ομοίωσιν, της θέωσης αλλιώς, κάτι που επιτυγχάνεται πια μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία – πίστεψε στον Χριστό και αγωνίστηκε να κρατήσει τη δωρεά Του αυτή ενεργή στη ζωή του. Ήδη το πρώτο στιχηρό του εσπερινού την αλήθεια αυτή τονίζει: «Έγινες κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, σύμφωνα με την αρχή της δημιουργίας, παμμακάριστε». Έτσι και στον άγιο Προκόπιο βλέπουμε τον άνθρωπο στην αποκαταστημένη από τον Χριστό εικόνα του, δηλαδή βλέπουμε τον αληθινό άνθρωπο, όπως βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού του, και όχι τον κολοβωμένο και διεστραμμένο της πτώσεως στην αμαρτία. Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να ξεχνάμε: οι άγιοί μας, λόγω της σχέσεώς τους με τον τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο Χριστό, αποτελούν τους τύπους του αληθινού και αυθεντικού ανθρώπου, κυριολεκτικά τα όριά του, γι’ αυτό και πάντοτε η προβολή ενός αγίου αποτελεί πρόκληση μετανοίας για κάθε πιστό.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας βεβαίως μας βοηθούν να κατανοούμε κάθε φορά και τον τρόπο που ο άνθρωπος μπορεί να κρατήσει το αξίωμα της εικόνας του Θεού μέσα του που αποκατέστησε ο Χριστός. Κι ο τρόπος αυτός δεν είναι άλλος από τον αδιάκοπα αγώνα του πιστού πάνω στην καθαρότητα της καρδιάς, με το δεδομένο ότι έχουμε πια λόγω του αγίου βαπτίσματός μας τη δύναμη να κάνουμε αυτόν τον αγώνα. Με άλλα λόγια ο βαπτισμένος χριστιανός που έλαβε το σπέρμα του Πνεύματος του Θεού μέσα στην καρδιά του και του δίνει τη διαρκή ώθηση να ζει εν Θεώ, συνεργάζεται ελεύθερα με τον Θεό διά της ασκήσεως των αγίων εντολών Του, οπότε αναδεικνύεται σε ζωντανή κι αυτός πράγματι εικόνα του Θεού, προχωρώντας πάντοτε ανυψωτικά, στην κλίμακα της ομοιώσεως προς Εκείνον. Ο υμνογράφος γίνεται εν προκειμένω πολύ σαφής: «Έκανες διαρκή έγνοια και αγώνα σου να τηρείς το αξίωμα της εικόνας του Θεού, με πανευσεβή λογισμό, με καθαρότητα και αγνότητα του νου, με εγκράτεια απέναντι στα πάθη, με υπακοή στις εντολές του Χριστού και με ορθή πίστη, πανόλβιε (στιχηρό εσπερινού).

Ο υμνογράφος μάλιστα θεωρεί ότι ο αγώνας αυτός καθάρσεως του νου και εγκρατείας των παθών αποτελεί την προτεραιότητα της ζωής του χριστιανού, κυριολεκτικά τον σκοπό του, με την έννοια προφανώς ότι έτσι ο άνθρωπος μπορεί και κρατάει ζωντανή μέσα του την παρουσία του Θεού, που είναι βεβαίως και το αενάως ζητούμενο. Δεν είναι αυτό που ο ίδιος ο Κύριος είπε με το «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα ανθρώπινα δηλαδή) προστεθήσεται υμίν;» Δεν είναι το ίδιο που καθημερινά η Εκκλησία μας, πρωί και εσπέρας και βράδυ, μας τονίζει, λέγοντάς μας «Καταξίωσον, Κύριε, εν τη ημέρα, εν τη εσπέρα, εν τη νυκτί ταύτη, αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς;» «Ευαρέστησες τον Δημιουργό, ο Οποίος μόνος απαιτεί την κάθαρση της ψυχής μας από εμάς και την ευγένειά της» (στιχηρό εσπερινού). Η προτεραιότητα της ζωής μας, όπως μας την υπενθυμίζει και ο όσιος Προκόπιος σήμερα, είναι ακριβώς να κρατάμε την καθαρότητα της καρδιάς, δηλαδή αυτό που μας δόθηκε διά του αγίου βαπτίσματος, με άλλα λόγια να ακολουθούμε τα χνάρια του Χριστού, διότι στην καθαρά καρδία επαναπαύεται μόνον το Πνεύμα του Θεού. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».

Ο υμνογράφος μάλιστα σημειώνοντας την αληθινή αυτή προοπτική του ανθρώπου προβαίνει και σε δύο εκτιμήσεις: πρώτον∙ ο άνθρωπος που έχει ως προτεραιότητα της ζωής του το θέλημα του Θεού, είναι ο ισορροπημένος άνθρωπος, ο ψυχικά ομαλός, που δεν εκτρέπεται στη μανία της αθεΐας και της αίρεσης. «Διότι αληθινά καταφρόνησες τη μανία και την τρέλα των αθέων» (ωδή δ΄). Ο υμνογράφος εν προκειμένω κινείται αγιογραφικά. Η παραπάνω εκτίμησή του είναι η εκτίμηση της θεόπνευστης Γραφής: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού: ουκ έστι Θεός»: Είπε ο ανόητος  μέσα στην καρδιά του: Δεν υπάρχει Θεός. Και δεύτερον∙ ο αληθινός χριστιανός είναι και ο πραγματικά προοδευτικός άνθρωπος, εκείνος που κοιτάζει μπροστά στη ζωή του, υπερβαίνοντας διαρκώς τα όποια σφάλματά του ή τις αμαρτίες του. Η ζωή του χριστιανού με άλλα λόγια αποτελεί μία διαρκή υπέρβαση προς ό,τι αληθινό και ανθρώπινο υπάρχει: την επικράτηση της δικαιοσύνης του Θεού στον κόσμο. Σε έναν ωραιότατο ύμνο από την ωδή ε΄ ο υμνογράφος σημειώνει: «Ανέλαβες στους ώμους σου την πανοπλία του Σταυρού κι ακολούθησες, πάτερ, τον Χριστό, αφήνοντας στη λήθη τα περασμένα και προχωρώντας στους δρόμους που βρίσκονται μπροστά». Την αλήθεια αυτή μπορεί να τη δανείζεται ο υμνογράφος από τον απόστολο Παύλο, αλλά για να τονίσει ότι ο χριστιανός έχει μία δυναμικότητα που μπορεί να τραντάξει τον κόσμο. Διότι ακολουθεί πάντοτε τον Χριστό κι αφήνει πίσω του οτιδήποτε σάπιο και ευτελές. Η ζωή του χριστιανού, αν είναι λίγο συνεπής, είναι μία «βόμβα»  ανθρωπισμού στον αιχμαλωτισμένο από τον διάβολο κόσμο μας. Τα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι αμέσως εμφανή και ορατά, υπάρχουν όμως και δρουν κατά υπόγειο τρόπο, όπως και ο σπόρος που δεν φαίνεται θαμμένος στη γη, έρχεται ώρα που καρποφορεί, για να γίνει δέντρο μεγάλο.

26 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ

«Απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. 25, 46)

 Το Ευαγγέλιο της κρίσεως που ακούγεται στην Εκκλησία μας την Κυριακή των Απόκρεω, αποτελεί την απάντηση στην ορμή μας για γνώση του αύριο: ο Θεός δεν μας άφησε αμάρτυρο το μέλλον∙ μας άνοιξε τα μάτια,  όχι όμως σε ό,τι συνιστά απλή περιέργεια ως προς την πορεία μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά σε ό,τι είναι καίριο και ουσιώδες, σε ό,τι δηλαδή είναι σωτηριώδες και αιώνιο. Ο Κύριος θα ξανάλθει, φωνάζει η Εκκλησία βασισμένη στα ίδια Του τα λόγια. Και θα ξανάλθει ένδοξα αυτή τη φορά «κρίναι ζώντας και νεκρούς», σε ώρα που κανείς δεν γνωρίζει. Θα έλθει «ως κλέπτης εν νυκτί» (Α΄Θεσ. 5, 2), «εν ημέρα η ου προσδοκά» ο άνθρωπος (Ματθ. 24. 50). Και θα σταθούμε όλοι οι άνθρωποι όλων των εποχών ενώπιόν Του για να γίνει η τελική αποτίμηση. Όσοι θα βρεθούν να έχουν τηρήσει το θέλημά Του, άρα να έχουν αγαπήσει τον συνάνθρωπό τους, θα βρεθούν στους ευλογημένους του Πατρός Του. Όσοι θα βρεθούν αμετανόητοι, ανάπηροι από τα φτερά της πίστεως και της αγάπης, θα βρεθούν στους καταραμένους. Και η οριστική κατάληξη: «Απελεύσονται ούτοι (οι χωρίς αγάπη) εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».

 1. Ο τονισμός του αιώνιου χαρακτήρα της μιας και της άλλης καταστάσεως είναι το πρώτο στο οποίο κοντοστέκεται κανείς. Ο Κύριος δεν άφησε καμία αμφιβολία περί του οριστικού και αμετάκλητου της κρίσεώς Του. Η αιωνιότητα με την ατέρμονη πορεία της είναι η προοπτική που ανοίγεται μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά. «Της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος», όπως το ομολογούμε διαρκώς και στο Σύμβολο της Πίστεως. Δεν υπάρχει πια ανακοπή και ανάκληση. Κι είναι η αιωνιότητα αυτή καταδίκη καταρχάς της παναίρεσης των Γιεχωβάδων, οι οποίοι μεταξύ των άλλων πλανών τους τονίζουν ότι η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου θα σημάνει την απαρχή μιας χιλιετούς βασιλείας Του, για να ακολουθήσει έπειτα κάτι διαφορετικό. Από την άλλη ο αιώνιος χαρακτήρας της κρίσεως του Θεού καταδικάζει και όσους στο παρελθόν ή και πιο μετά πίστεψαν πλανεμένα ότι τελικώς όλοι θα αποκατασταθούν μέσα στην αγκαλιά της αγάπης του Θεού. «Η αποκατάσταση των πάντων», για την οποία μίλησε και ο μεγάλος αλλά καταδικασμένος για τις πλάνες του από την Εκκλησία θεολόγος Ωριγένης, αποτελεί μία πρόκληση και έναν πειρασμό για την Εκκλησία, η οποία όμως απέρριψε την πλάνη, διότι ακριβώς προϋποθέτει εσφαλμένη θεολογία ως προς την εικόνα που απεκάλυψε για τον Θεό ο ίδιος ο Χριστός. Δεν είναι ο Θεός το πρόβλημα για να αποκαταστήσει τους πάντες. Η αποκατάσταση αυτή είναι η διαρκής βούληση του Θεού για όλους, ακόμη και για τους δαίμονες. Διότι «ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμ. 2,4). Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι οποίοι αρνούμαστε την αγάπη του Θεού και τις προκλήσεις και προσκλήσεις για μετάνοιά μας. Η «αποκατάσταση των πάντων» αλλοιώνει και την περί ανθρώπου εικόνα της Εκκλησίας, παρουσιάζοντας αυτόν  με κολοβωμένη ελευθερία.

2. Η αιωνιότητα που θα ανοιχτεί μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου – πέρα βεβαίως από την αιωνιότητα ως παρούσα κατάσταση του εδώ κόσμου που ζει ο Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία: «αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (ευαγγελιστής Ιωάννης) - δεν θα φέρει κάτι διαφορετικό από αυτό που ζει ο άνθρωπος αμέσως μετά τον θάνατό του. Σε όποια κατάσταση δηλαδή  φεύγουμε από τη ζωή αυτή, είτε εν μετανοία είτε εν αμετανοησία, σε αυτήν την κατάσταση θα μας βρει και η Δευτέρα Παρουσία. Κι αυτό θα πει: το οριστικό και αμετάκλητο τέλος για τον καθένα μας, σε επίπεδο αιωνιότητας, έρχεται στην ουσία την ώρα του θανάτου μας. Η μόνη διαφορά μεταξύ της μερικής κρίσεως που υφίσταται ο άνθρωπος όταν πεθάνει, και της γενικής κρίσεως που θα υποστεί την ημέρα της Κρίσεως, θα είναι στον βαθμό της έντασης: στη μερική κρίση κρίνεται με μόνη την ψυχή∙ στη γενική κρίση θα κριθεί μαζί με το σώμα, που θα αναστήσει ο Χριστός. Υπό το πρίσμα αυτό ο προβληματισμός και η αγωνία ορισμένων για το πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία είναι χωρίς νόημα: η ώρα του θανάτου μας στην πραγματικότητα αποτελεί και την ώρα της τελικής κρίσεώς μας, αφού δεν υπάρχει προοπτική μετάνοιας μετά τον θάνατό μας. «Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια» κατά τη γνωστή και κλασική διατύπωση.

3. Μιλώντας όμως για τον αιώνιο χαρακτήρα είτε της κόλασης είτε της ζωής, κατά τη διάκριση του Κυρίου, πρέπει να έχουμε την ορθή εικόνα των καταστάσεων αυτών. Να τις βλέπουμε δηλαδή με τις προϋποθέσεις του Ευαγγελίου, της Αποστολικής και της Πατερικής Παραδόσεως. Διότι δυστυχώς υπάρχει πολλή και μεγάλη διαστρέβλωση επ’ αυτών. Άλλοι απορρίπτουν τις καταστάσεις του Παραδείσου και της Κολάσεως, άλλοι τις θεωρούν ως καταστάσεις μόνον του κόσμου τούτου, άλλοι τις κατανοούν με μεσαιωνικές εικόνες: ως τόπους που είτε βράζουν και ψήνονται οι άνθρωποι (η κόλαση) είτε αναπαύονται σε κήπους και ανάκλιντρα (ο παράδεισος).

Η Εκκλησία μας λοιπόν διδάσκει πως ό,τι ονομάζουμε κόλαση και παράδεισος δεν υφίσταται από πλευράς του Θεού. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄Ιωάν. 4, 16), και έτσι το μόνο που δύναται είναι να αγαπά. Κατά συνέπεια  όλοι οι άνθρωποι όλων των αποχρώσεων και όλων των καταστάσεων, είτε πιστοί είτε άπιστοι, ως παιδιά του Θεού δέχονται την ίδια αγάπη από Εκείνον. Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Διακρίσεις κάνουμε εμείς οι εμπαθείς άνθρωποι. Αν ένας γονιός φτάνει στο σημείο να αγαπά όλα τα παιδιά του το ίδιο, είτε είναι μέσα στο σπίτι είτε εκτός, πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας, ο Οποίος είναι παντελώς απαλλαγμένος από οποιαδήποτε εμπάθεια και οποιαδήποτε κακία. Αν όμως δεν υφίσταται κόλαση και παράδεισος από πλευράς του Θεού, υφίσταται από πλευράς των ανθρώπων. Εμείς τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού δυστυχώς την ζούμε έτσι και αλλιώς: είτε δηλαδή θετικά είτε αρνητικά. Διότι οι δικές μας προϋποθέσεις ζωής μεταποιούν και αλλοιώνουν τη θεϊκή αγάπη. Έτσι ο μετανοημένος πιστός που αγωνίστηκε σε αυτήν τη ζωή να απαλλαγεί από τον εγωισμό και την αμαρτία: ό,τι καταργεί και σκοτώνει την αγάπη, δέχεται την ενέργεια της αγάπης του Θεού και την βιώνει ως φως και ευλογία. Ο αμετανόητος όμως, που παγίωσε τον εγωισμό μέσα του κι έκανε πέτρα την καρδιά του, αυτός την ίδια αγάπη του Θεού την δέχεται πια αρνητικά: ως φωτιά που τον κατακαίει και τον πονάει. Σαν τον ήλιο που οι ίδιες ακτίνες του το μεν πτώμα το αποσυνθέτουν, τον δε ζωντανό οργανισμό τον ζωοποιούν και τον αναζωογονούν.

 Έτσι για το αν βρεθούμε στην κόλαση ή στον παράδεισο, όπως λέμε, αποκλειστικά υπεύθυνοι είμαστε εμείς και όχι ο Θεός. Ο Θεός μας αγαπά. Εμείς δεν μπορούμε να γευτούμε την αγάπη Του, γιατί όσο μας δόθηκε ο χρόνος εργασίας και μετανοίας, αυτή η ζωή, εμείς φροντίσαμε να παραλύσουμε τις αισθήσεις μας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να μας παραξενεύουν τα λόγια μερικών Πατέρων της Εκκλησίας που μιλώντας για τα θέματα αυτά είπαν: ακόμη και στην περίπτωση που ο Θεός διά της βίας μας έβαζε στον Παράδεισο, ακόμη και στην υποτιθέμενη αυτή περίπτωση τον παράδεισο εμείς θα τον ζούσαμε ως κόλαση. Διότι ο εγωιστής άνθρωπος και στον παράδεισο θα είναι εγωιστής, άρα κολασμένος.

4. Τι θα κρίνει βεβαίως την ένταξή μας στη μία ή στην άλλη κατάσταση είναι γνωστό και το αναφέραμε ακροθιγώς παραπάνω: η αγάπη που φροντίσαμε να κρατήσουμε στη ζωή αυτή και απέναντι στον Θεό και απέναντι στον συνάνθρωπο. Και κυρίως απέναντι στον συνάνθρωπο, διότι αυτή κρίνει την ποιότητα και της αγάπης μας προς τον Θεό. «Αν δεν αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας που βλέπουμε – επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης – πώς θα αγαπάμε τον Θεό που δεν βλέπουμε;» (Πρβλ. Α΄ Ιωάν. 4, 20). Η αγάπη μας λοιπόν προς τον συνάνθρωπο συνιστά και το έσχατο κριτήριο, πάνω στο οποίο θα κριθούμε.

Και πράγματι η παραβολή της Κρίσεως αυτό επισημαίνει: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Και «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Τα λόγια του Κυρίου είναι συγκλονιστικά. Ο άλλος, ο πλησίον, ο συνάνθρωπος, όποιος κι αν είναι αυτός, δεν είναι απλώς ο άλλος. Πολύ περισσότερο δεν είναι ο ξένος και ο εχθρός, που μπορεί να φτάσει να θεωρηθεί και ως η κόλασή μου – μία θεώρηση που συνιστά την ίδια την αθεΐα. Διότι πράγματι χωρίς Θεό στη ζωή μου, ο συνάνθρωπος αποτελεί για μένα μόνο απειλή και ενόχληση. Ο άλλος όμως, κατά τον Κύριο, είναι ο αδελφός του Κυρίου, κι ακόμη πιο πολύ: ο ίδιος ο Κύριος.

5. Δεν αποτελούν συμβολικές εικόνες αυτά που λέγει ο Χριστός. Είναι οριστικές διατυπώσεις που αποκαλύπτουν την πραγματικότητα. Ο Χριστός αίρει την τύφλωσή μας και μας δίνει τα μάτια για να δούμε την κρυμμένη πραγματικότητα. Το έσχατο βάθος της. Και μας λέει: μη με ψάχνετε εδώ κι εκεί. Δείτε με στα πρόσωπα των συνανθρώπων σας. Ακόμη και σε εσάς τους ίδιους. Ο καθένας λοιπόν από εμάς συνιστά μία κρυμμένη παρουσία Χριστού. Αποτελούμε μία πρόκληση διαλόγου με τον Χριστό και μία βίωση της Δευτέρας Παρουσίας του πριν ακόμη εκείνη έρθει. Έτσι η κόλαση και ο παράδεισος δεν ανήκουν ως καταστάσεις στο μακρινό και απώτατο μέλλον. Είναι πολύ κοντά μας, μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια μας, όσο είμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστά στον εαυτό μας και μπροστά στον κάθε συνάνθρωπό μας. Την κόλαση και τον παράδεισο τα κερδίζουμε την κάθε στιγμή της ζωής μας. Κι αυτό που τώρα ζούμε, το ίδιο με μεγαλύτερη ένταση θα ζήσουμε και μετά τον θάνατό μας, και με την απόλυτη δυνατή ένταση μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. Πόσο οικεία και γνώριμα λοιπόν ακούει στα αυτιά του ο Χριστιανός τα λόγια των Πατέρων του: «Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Γιατί αν κερδίσουμε τον αδελφό μας, τον Χριστό κερδίσαμε. Κι αν τον προσβάλουμε, Εκείνον χάσαμε».

Η παραβολή της κρίσεως ακούγεται μία φορά τον χρόνο στην Εκκλησία μας, την Κυριακή των Απόκρεω – σκαλοπάτι κι αυτή για την είσοδό μας στη Σαρακοστή. Περιττό να πούμε ότι λόγω της σπουδαιότητάς της θα πρέπει να την έχουμε μόνιμο και καθημερινό ανάγνωσμά μας και μελέτη του βίου μας διαπαντός. Διότι επικεντρώνει την προσοχή μας σε ό,τι πιο ουσιαστικό έχουμε να κάνουμε στη ζωή αυτή, από το οποίο εξαρτάται και το αιώνιο μέλλον μας: να αγαπάμε τους πάντες και τα πάντα. Για χάρη του Χριστού. Για χάρη δική μας.