«Ιδικόν μου
ποτέ μου δεν επεθύμησα, μόνον λόγω της ασθενείας μου, διά τας ανάγκας, είχα
αυτά τα πράγματα (σημ.: κάποια βιβλία και λίγα χρήματα). Ποτέ
μου δεν εσκέφθην κάτι να το επιθυμήσω και έχω για τον εαυτό μου, γνωρίζοντας
ότι είμαι γη και σποδός» (Όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία).
Τα λόγια αυτά αποτελούν μέρος ενός μικρού σημειώματος που
έγραψε ο σύγχρονος μεγάλος όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης), τον Μάιο του 1977, όταν
θεώρησε ότι εγγίζει το τέλος του μετά από βαριά αρρώστια. Και αποκαλύπτουν αυτό
που ήταν ολόκληρη η εν Χριστώ βιοτή του: την άκρα ακτημοσύνη του και τη βαθειά
ταπείνωσή του. Όταν βεβαίως έχει κανείς υπ’ όψιν του το πόσα χρήματα πέρναγαν
διαρκώς από τα χέρια του αγίου ηγουμένου Ιακώβου όσο ζούσε, τα οποία του έδιναν
οι διάφοροι ευεργετημένοι από αυτόν προσκυνητές, τότε καταλαβαίνει πληρέστερα
το σημείωμα του οσίου. Διότι δεν ήταν ακτήμων επειδή απλώς δεν είχε τίποτε,
αλλά ήταν και παρέμενε ακτήμων την ώρα που πακτωλός χρημάτων γέμιζαν το
«ταγαράκι» του. Και τι γίνονταν όλα αυτά τα χρήματα; Τα έδινε αμέσως μόλις τα
έπαιρνε σε αναγκεμένους και πτωχούς ανθρώπους, των οποίων γνώριζε το δύσκολο
ιστορικό. «Το ταγαράκι στεκότανε πάντοτε στη θέση του, πάντα γεμάτο» σημειώνει
ο μακαριστός καθηγητής Πανεπιστημίου Στυλιανός (μοναχός Γεράσιμος)
Παπαδόπουλος, που τον είχε γνωρίσει πολύ καλά. Ο ίδιος ο άγιος μάλιστα έλεγε: «Έρχονται
οι φτωχοί μου και λέω και τους δίνω. Και κείνο, (το ταγαράκι), δεν
αδειάζει. Γυρίζω και το βρίσκω ξεχειλισμένο».
Τα λόγια του δίνουν επαρκή εξήγηση της αφιλαργυρίας του:
προέκρινε πάντοτε την προσφορά και την ελεημοσύνη, κατά τον λόγο του Κυρίου:
«μακάριόν εστι διδόναι μάλλον ή λαμβάνειν», είναι ευλογία και μακαριότητα για
τον άνθρωπο να δίνει μάλλον παρά να παίρνει, διότι όχι μόνον δεν επιθυμούσε
χρήματα και ό,τι άλλο υλικό αγαθό, αλλ’ ούτε καν ως σκέψη δεν
περνούσε τέτοιος λογισμός από το μυαλό του. Κι είναι ευνόητο πότε μπορεί να
συμβαίνει μία τέτοια υπερφυής κατάσταση: όταν η διάνοια του ανθρώπου και η
καρδιά του και όλη η ψυχή του είναι στραμμένα προς τον Θεό και την αγάπη Του. Ο
άνθρωπος δεν μπορεί να βρίσκεται ταυτοχρόνως στραμμένος σε δύο αντιθετικές
καταστάσεις. Δεν μπορεί να είναι και με τον Θεό και με τον διάβολο. «Ουδείς
δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» κατά τον ευαγγελικό λόγο. Ο άγιος Ιάκωβος,
παιδιόθεν κυριολεκτικά, είχε ελκυστεί από την αγάπη του Θεού. Το «αγαπήσεις
Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της
διανοίας, εξ όλης της ισχύος και τον πλησίον σου ως σεαυτόν», η βασική
εντολή δηλαδή του Θεού στον άνθρωπο, ήταν το αδιάκοπο και αταλάντευτο όραμα της
ζωής του, που αγωνιζόταν με όλες τις δυνάμεις να το κάνει πράξη. Πώς λοιπόν
ήταν δυνατόν να ρέπει επί τα αισθητά, πολλώ δε μάλλον επί τα πονηρά; Ο άγιος
ζούσε ήδη από τη ζωή αυτή τη μακαριότητα του Παραδείσου ως πολίτης του Ουρανού.
Σε τέτοιους ανθρώπους σαν τον άγιο ηγούμενο βλέπουμε εφαρμοσμένο τον λόγο του
αποστόλου Παύλου: «δεν έχουμε εδώ στον κόσμο αυτό μόνιμη κατοικία, αλλά τη
μελλοντική του Παραδείσου επιζητούμε».
Και ποιο το θεμέλιο της ολοσχερούς αυτής στροφής του αγίου Ιακώβου προς τον Ουρανό και την αγάπη του Θεού; Η βαθύτατη ταπείνωσή του. «Γη και σποδός ειμι», είμαι χώμα και στάκτη. Αυτό είναι το άνθος που ριζώνει στην καρδιά του ανθρώπου που ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του Κυρίου Ιησού Χριστού: να ανοίγονται τα μάτια του για να βλέπει τη μηδαμινότητά του και να εκφράζεται η όραση αυτή ως αγάπη θυσιαστική προς τον συνάνθρωπό του, ιδίως τον πιο αδύναμο και αδικημένο ("οι φτωχοί μου": το "μου" αυτό πόση στοργή και φιλανθρωπία κρύβει!) - η μηδαμινότητα που αφήνει χώρο για την πλημμύρα του πλούτου της χάρης του Θεού. Πίστη στον Χριστό, ταπείνωση και αγάπη δηλαδή συνυπάρχουν αρμονικά και ταιριασμένα στον άνθρωπο του Θεού κι αυτός ο άνθρωπος, σαν τον μεγάλο Ιάκωβο, είναι εκείνος που τελικώς φανερώνεται ως ένας άλλος θεός επί της γης!