31 Μαρτίου 2023

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Αὐτεξουσίως ἐξεδύθην, τῇ πρώτῃ μου παραβάσει, τῶν ἀρετῶν τήν εὐπρέπειαν· ἠμφιασάμην δέ ταύτην αὖθις, τῇ πρός με συγκαταβάσει, Λόγε Θεοῦ· οὐ παρεῖδες γάρ με τόν ἐν δεινοῖς παθήμασι καταστιχθέντα, καί λῃστρικῶς ὁδοπατηθέντα, ἀλλά τῇ παναλκεῖ σου δυναστείᾳ περιποιησάμενός με, ἀντιλήψεως ἠξίωσας, Πολυέλεε» (Στιχηρόν ἰδιόμελον ἑσπ., ἦχος πλ. δ΄).

(Μέ τή θέλησή μου ξεντύθηκα τήν ὀμορφιά τῶν ἀρετῶν, λόγω τῆς πρώτης  μου παράβασης, ἐνῶ τή φόρεσα καί πάλι, λόγω τῆς συγκατάβασης πρός ἐμένα, Λόγε Θεοῦ. Γιατί δέν μέ περιφρόνησες, ἐμένα πού γέμισα ἀπό τά στίγματα τῶν φοβερῶν παθῶν μου καί ρίχτηκα κάτω ἀπό τούς ληστές· ἀντίθετα μέ τήν παντοδύναμη ἐξουσία σου μέ φρόντισες καί μέ κατέστησες ἄξιο τῆς βοήθειάς Σου, Πολυέλεε».

Τό στιχηρό ἰδιόμελο, ἐπαναλαμβανόμενο δύο φορές λόγω τῆς σπουδαιότητάς του, συνιστᾶ μία σύντομη σύνοψη ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Μᾶς μεταφέρει στήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας κακῶς τήν ἐλευθερία πού τούς ἐμπιστεύτηκε ὁ Δημιουργός («αὐτεξουσίως»), ἔδειξαν ἀνυπακοή πρός τόν λόγο Του, εἰσάγοντας ἑπομένως στή ζωή τους τήν ἁμαρτία (καί δι’ αὐτῆς τόν θάνατο, πνευματικό καί σωματικό). Ἀποτέλεσμα; Ἀπέβαλαν τό χαρισματικό ἔνδυμά τους, τή χάρη τῶν ἀρετῶν, καί ντύθηκαν τόν γεμάτο στίγματα χιτώνα τῶν παθῶν τους – σάν νά βρέθηκαν ποδοπατημένοι καί ριγμένοι στό χῶμα ἀπό ληστρική ἐναντίον τους ἐπιδρομή. Ἀλλ’ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν τούς ἄφησε στήν κατάντια αὐτή· ἔστειλε τόν Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος γενόμενος ἄνθρωπος προσέλαβε μέ τήν παντοδυναμία Του τόν τραυματισμένο καί ἡμιθανή ἄνθρωπο μέσα στόν ἑαυτό Του, τόν ἔκανε δικό Του κομμάτι - ἔγινε ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου Αὐτός ὁ Ἴδιος: «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε» - τόν περιποιήθηκε καί τόν φρόντισε ὡς ἰατρός, τόν ἔσωσε. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἐμφαίνεται μέσα ἀπό τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.  Ὁ περιπεσών εἰς τούς ληστάς, ὁ ὁποῖος τραυματίστηκε θανάσιμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἁμάρτησε καί ἁμαρτάνει, ἐνῶ Καλός Σαμαρείτης πού τόν σώζει εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΥΠΑΤΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΓΓΡΩΝ

 

«Ο άγιος Υπάτιος που καταγόταν από την Κιλικία, υπήρξε αρχιερέας στις Γάγγρες και έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) των τριακοσίων δεκαοκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Ήταν άνθρωπος γεμάτος από Πνεύμα άγιον και αφού υπέμεινε στη ζωή του πολλούς πειρασμούς και επιτέλεσε διάφορα θαύματα έγινε ξακουστός. Ένα τέτοιο θαύμα μεγάλο είναι και το παρακάτω: Όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο γιος του μεγάλου Κωνσταντίνου, ένα τεράστιο φίδι, κυριολεκτικά ένας δράκος, κατόρθωσε να εισέλθει στα βασιλικά ταμεία, όπου φυλασσόταν όλο το χρυσάφι της χώρας, κι έκανε φωλιά δίπλα στην είσοδο. Το γεγονός προξένησε μεγάλη θλίψη στον βασιλιά, γιατί κανείς δεν μπορούσε έστω και να πλησιάσει. Στην αμηχανία του ο βασιλιάς προσκαλεί τον μακάριο Υπάτιο, τον οποίο όταν ήλθε τον υποδέχτηκε με μεγάλο σεβασμό, και του είπε για το θηρίο που παρείσφρυσε. Ο άγιος είπε: - όσο μου είναι δυνατόν, βασιλιά μου, και με τη συνέργεια του Θεού, θα κάνω αυτό που μου ζητάς. Και μη στενοχωριέσαι, διότι τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό.

Όταν είπε αυτά ο άγιος και φάνηκε από μακριά ο δράκος, ο βασιλιάς πρόσθεσε: - Πατέρα μου, μη πλησιάσεις το θηρίο χωρίς προφυλάξεις και πάθεις ό,τι έπαθαν και πολλοί άλλοι, λόγω των δικών μου αμαρτιών. - Η δική μου  προσευχή, βασιλιά, είπε ο μακάριος, δεν έχει καμία δύναμη από μόνη της. Έχε πίστη στον Θεό και Εκείνος θα δώσει τη μεγάλη και αήττητη δύναμή Του. Έπεσε τότε στη γη γονατιστός ο άγιος και προσευχήθηκε για πολλή ώρα. Όταν σηκώθηκε είπε στον βασιλιά: Διάταξε να αναφτεί μεγάλη φωτιά στο μέσον της πλατείας, στον τόπο που είναι ιδρυμένη η στήλη του Πατέρα σου, κι αυτοί που πρόκειται να την ανάψουν να παραμείνουν εκεί προσμένοντας την άφιξή μου. Το πρόσταξε ο βασιλιάς, κι ο άγιος εισήλθε κι άνοιξε τις θύρες των βασιλικών ταμείων, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έφυγαν τρομοκρατημένοι, παρακολουθώντας τα γενόμενα από μακριά. Ο άγιος πλησίασε και κτύπησε το θηρίο με μία ράβδο που κρατούσε αλλά δεν κατάφερε στην αρχή τίποτε. Οι ώρες περνούσαν και η ημέρα κόντευε να κλείσει, οπότε όλοι θεωρούσαν ότι είχε θανατωθεί από το θηρίο ο άγιος. Εκείνος όμως υψώνοντας το βλέμμα του στους ουρανούς και επικαλούμενος τον Κύριο, έβαλε στο στόμα του θηρίου τη ράβδο και είπε: Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ακολούθησέ με. Και ο δράκος, αφού δάγκωσε τη ράβδο, ακολούθησε τον άγιο, σαν να καταδιωκόταν από κάποιον.

Ο μακάριος Υπάτιος λοιπόν, αφού βγήκε από τον βασιλικό τόπο και περπάτησε όλη τη λεωφόρο μέχρι την πλατεία, σέρνοντας τη ράβδο στη γη και δι’ αυτής και τον δράκο που την είχε δαγκώσει, προκάλεσε κατάπληξη σε όλους. Διότι ήταν φοβερός ο δράκος στη θέα του, έχοντας έξι πήχεις μάκρος, κατά τα λεγόμενα των ανθρώπων. Πλησίασε ο άγιος την αναμμένη μεγάλη φωτιά και λέει στο θηρίο: Στο όνομα του Ιησού Χριστού που εγώ ο ελάχιστος κηρύττω, μπες μέσα στην πυρκαγιά. Ο φοβερός δράκος τότε, υπακούοντας στη διαταγή του αγίου, σχημάτισε ένα είδος καμάρας τον εαυτό του, τον κύρτωσε προς τα κάτω κι αφού τον άπλωσε μετά πολύ ρίχτηκε στο μέσο της φωτιάς κι έγινε παρανάλωμά της. Όλοι τότε με τεράστια έκπληξη άρχισαν να δοξάζουν και να ευλογούν τον Θεό, διότι στις ημέρες τους ανέδειξε τέτοιο μεγάλο άγιο και θαυματουργό. Ο βασιλιάς τίμησε εξαιρετικά τον άγιο και τον ευχαρίστησε, και διέταξε να εξεικονιστεί η μορφή του σε σανίδα. Κι όταν ετοιμάστηκε η εικόνα του την έβαλε στο Βασιλικό ταμείο για να αποτρέπει έκτοτε κάθε τι κακό. Τον άγιο λοιπόν αφού τον κατασπάστηκε τον έστειλε και πάλι στον τόπο του.

Όταν επέστρεψε ο άγιος στην επισκοπική θέση του στις Γάγγρες, οι αιρετικοί Ναβατιανοί κινούμενοι από μεγάλο φθόνο εναντίον του, του έστησαν καρτέρι στους τόπους που συνήθιζε να διέρχεται – κι ήταν οι περιοχές αυτές λόγω της φύσεως της περιοχής που ποίμαινε στενοί και κρημνώδεις. Τον περίμεναν λοιπόν κάποια φορά, κρυμμένοι με ρόπαλα και ξίφη, οπότε διερχόμενος εκείνος δέχτηκε ξαφνικά την επίθεσή τους, όπως επιπίπτουν τα άγρια θηρία στο θήραμά τους, κι άλλος με ξύλο, άλλος με πέτρα κι άλλος με ξίφος τον έριξαν κάτω σ’ έναν γκρεμό. Κι αφού τον έριξαν από μεγάλο ύψος, ήρθαν κοντά του έπειτα και συνέχισαν να του καταφέρουν πολλά κτυπήματα, όπως παλιότερα οι Ιουδαίοι κτυπούσαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Ο άγιος τότε, αφού τον πέταξαν στο παρακείμενο ποτάμι, ημιθανής, άπλωσε λίγο όσο μπορούσε τα χέρια του και ύψωσε τους οφθαλμούς του στους ουρανούς λέγοντας: Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτή. Και την ώρα που προσευχόταν έτσι, μία γυναίκα αμαρτωλή και βρομερή στην ψυχή, σήκωσε μία μεγάλη πέτρα και τον κτύπησε στον κρόταφο, οπότε άφησε ο άγιος την τελευταία του πνοή. Και η μεν εκείνου αγία ψυχή ήταν ήδη στα χέρια του Θεού, η δε αμαρτωλή αυτή γυναίκα καταλήφθηκε από πονηρό πνεύμα, που την έκανε την ίδια πέτρα που κρατούσε να τη στρέψει πάνω της και να κτυπά το δικό της στήθος. Το ίδιο συνέβη όμως και με όλους τους φονιάδες του αγίου: άρχισαν να βασανίζονται από ακάθαρτα πνεύματα. Σηκώθηκαν και έφυγαν γρήγορα, αφού το λείψανο του αγίου το έκρυψαν σ’ έναν αχυρώνα. Κι όταν ήλθε ο γεωργός που είχε τον αχυρώνα και εισήλθε για να πάρει τροφή για τα ζώα του, άκουσε δοξολογία ουρανίων ασμάτων και καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, έτρεξε να φανερώσει και στους άλλους τα σχετικά με τον άγιο πατέρα.

Οι κάτοικοι της πόλεως Γαγγρών μαζεύτηκαν μόλις το έμαθαν και από κοινού θρήνησαν τον επίσκοπό τους. Πήραν το άγιο λείψανό του και το μετέφεραν στην πόλη τους, καταθέτοντάς το σε ξεχωριστό τόπο. Η δε γυναίκα που τον αποτελείωσε ήλθε στον τάφο του συνεχίζοντας να κτυπά τον εαυτό της με τον λίθο που τον είχε κτυπήσει, και μόλις έφτασε αμέσως θεραπεύτηκε. Παρομοίως και οι υπόλοιποι φονιάδες του αγίου που μετάνιωσαν θεραπεύτηκαν. Στον τάφο του άρχισαν να επιτελούνται έκτοτε πολλά θαυμαστά σημεία».

Μέγας θαυματουργός ο άγιος Υπάτιος, ένας από τους θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, μαζί με τον άγιο Αθανάσιο, τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, τον άγιο Αλέξανδρο. Που σημαίνει ότι ο άγιος είχε ξεχωριστό φωτισμό στην καρδιά του, ώστε και την αλήθεια να εξαγγέλλει κατά του αιρετικού Αρείου και όλων των παραφυάδων της δαιμονικής αιρέσεώς του: την αλήθεια περί του Ιησού Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, και να γίνεται καθαρή δίοδος του Θεού προς επιτέλεση θαυμαστών σημείων για χάρη των αναγκεμένων συνανθρώπων του. Κι αυτό γιατί βεβαίως κανείς δεν μπορεί να δει την αλήθεια περί του Χριστού χωρίς φωτισμό του Θεού – «κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει τον Ιησού ως Θεό χωρίς το φως του αγίου Πνεύματος» θα πει ο απόστολος Παύλος – και κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει θαυματουργικό χάρισμα, χωρίς να έχει καθαρή καρδιά μέσω της οποίας ενεργεί στον ίδιο και στον κόσμο ο παντοδύναμος Θεός.

Ο άγιος Υπάτιος λοιπόν ήταν άνθρωπος που η πίστη γι’ αυτόν ήταν το πιο κύριο στοιχείο της ζωής του, ήταν το πρώτο ζητούμενο στην όλη πορεία του, και μάλιστα «εκ βρέφους». Από μικρός φωτίστηκε, μας λέει ο άγιος υμνογράφος του, από το φως της αγίας Τριάδος και ανατράφηκε με το γάλα της πίστεως που δίνει στον άνθρωπο τη ζωή. Κατά φυσικό τρόπο λοιπόν ήταν μία ενάρετη παρουσία μέσα στον κόσμο που έλαμψε στην Εκκλησία σαν τον ήλιο με τα θαύματά του (ωδή α΄). Ο υμνογράφος του μάλιστα επιμένει να μας παρουσιάζει τη θεόμορφη ψυχή του, αναφέροντας ότι ο άγιος με τους πνευματικούς αγώνες του κατέστη «οίκος θείου πνεύματος και εικόνα προσευχής» (ωδή γ΄). Η εγκράτεια και η νηστεία του μάλιστα ήταν εκείνη που τον έκανε να χαλιναγωγήσει τα πάθη του (ωδή α΄) σε συνδυασμό με την αγάπη του προς τη μελέτη των Γραφών. Η μελέτη αυτή μάλιστα ήταν τέτοια που τον έκανε να μοιάζει με το δέντρο που αρδεύεται από την ίδια την πηγή και γι’  αυτό παραμένει πάντοτε αειθαλές (ωδή γ΄).

Τι υποκινεί μία τόσο μεγάλη πίστη που σφραγίζει όλες τις διαστάσεις της ζωής ενός ανθρώπου και τον αναδεικνύει πράγματι φωτεινό σαν τον ήλιο; Τίποτε άλλο από αυτό που βλέπουμε σε όλους τους αγίους: η αγάπη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Έγινε κατάσκοπος του Θεού ο Υπάτιος, σημειώνει ευφυώς ο άγιος ποιητής, με την έννοια ότι όλη την έφεση της ψυχής του την είχε στραμμένη προς την απόκτηση της γνώσεως Εκείνου. «Φάνηκες καθαρό έσοπτρο της αγίας Τριάδος, Πατέρα Υπάτιε. Γιατί αγάπησες να κατοπτεύεις με καθαρό τρόπο, δηλαδή μακριά από την αμαρτία και με την τήρηση των εντολών του Θεού, τη γνώση του Θεού μας» (ωδή δ΄). «Η έφεσή σου, Πατέρα, ήταν προς το νερό της θείας αναβάσεως και ορεγόσουν το άυλο κάλλος του Παραδείσου» (ωδή ε΄).

Κι είναι τούτο μία αλήθεια που συχνά την ξεχνάμε: πηγή της χριστιανικής αληθινής πίστεως είναι η αγάπη. Όσο κανείς θερμαίνει την αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τόσο βλέπει αισθητά μέσα στην καρδιά του να φουντώνει και η πίστη του στον Χριστό. Πίστη και αγάπη αποτελούν ιερό ζεύγος και δεν υφίσταται ποτέ η μία χωρίς την άλλη. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος με σοφία διαπιστώνει εν προκειμένω την τραγικότητα του αιρετικού Ναβάτου, που «κήρυσσε τα αντίθεα δόγματα» (ωδή θ΄) με τη σκληρότητά του να αρνείται τη μετάνοια στους αδύναμους ανθρώπους. «Καθώς πνιγόταν ο Ναβάτος στον βυθό της απιστίας και πρόσθετε τη θηλειά της απόγνωσης σ’ αυτούς που είχαν πέσει στα ατιμωτικά πάθη, έσβησε τη μετάνοια. Αυτήν τη μετάνοια άστραψε για τους πιστούς ο άγιος Υπάτιος και κατέφλεξε τον Ναβάτο» (ωδή ζ΄).  

30 Μαρτίου 2023

ΕΠΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

 

«Να μη λές ότι αν και προσευχήθηκες πολύ καιρό, δεν κατόρθωσες τίποτε, διότι ήδη κάτι σπουδαίο κατόρθωσες. Τι, αλήθεια, υπάρχει ανώτερο από την προσκόλληση στον Κύριο και από τη συνεχή παραμονή σ’ αυτήν την ένωση;» (Κλίμαξ, λόγ. κη΄ 33).

Αν ως κατόρθωμα της προσευχής θεωρήσουμε την άμεση ικανοποίηση κάποιων επιγείων αιτημάτων μας - την απαλλαγή μας ίσως από κάποια δοκιμασία ή κάποιο πόνο, την επίτευξη από την άλλη κάποιων θεωρουμένων προοπτικών μας, όπως την απόκτηση μιας θέσης για παράδειγμα - ή την απόκτηση κάποιων πνευματικών χαρισμάτων που θα μας κάνουν να νιώσουμε ότι έχουμε ανεβεί στην κλίμακα των αρετών, τότε μάλλον βρισκόμαστε σε κατάσταση… πλάνης. Γιατί τα παραπάνω, εφόσον τα ζητούμε από τον Κύριο, αποτελούν δώρα Του, τα οποία τα δίνει όταν κρίνει ότι είναι ο κατάλληλος για εμάς καιρός. Δηλαδή όταν είναι για το πνευματικό συμφέρον μας. Αν δεν τα λαμβάνουμε, σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε υπακοή στον Κύριο, με την πίστη ότι Εκείνος γνωρίζει καλύτερα από εμάς τα πράγματα και το αληθινό συμφέρον μας. Διαφορετικά, αν απογοητευόμαστε και μελαγχολούμε, αποκαλύπτουμε την ψυχική γύμνια μας, που δεν είναι άλλο από το έλλειμμα της πίστης μας σ’ Εκείνον – πιστεύουμε ότι είμαστε… ανώτεροι από τον Θεό, ο Οποίος για μας είναι το «τζίνι» μας!

 Και πέραν τούτου. Αποκαλύπτουμε ότι τελικώς η μόνη αγάπη μας είναι ο εαυτός μας και όχι ο Κύριος, αφού εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι τα δώρα του Κυρίου και όχι ο ίδιος ο Κύριος - η ενατένιση του αγίου προσώπου Του και η προσκόλλησή μας σε Αυτό! Οπότε η προσευχή μας και το τι περιμένουμε από αυτήν γίνεται πράγματι ο… καθρέπτης μας: μας φανερώνει τα μέτρα μας και το αληθινό περιεχόμενο της καρδιάς μας.

Ο όσιος μάς επισημαίνει: ο ίδιος ο Θεός είναι το διαρκώς ζητούμενο στη χριστιανική ζωή. Αυτή είναι η φυσιολογία του αληθινού ανθρώπου, κατά την πρώτη και μεγάλη μάλιστα εντολή Του ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Οπότε σπουδαιότερο κατόρθωμα από το να προσκολλώμαστε σ’ Αυτόν και να παραμένουμε συνεχώς ενωμένοι μαζί Του κατά την προσευχή μας δεν υπάρχει! Γιατί ακριβώς είμαστε με Εκείνον που είναι το άπαν της ζωής μας. Αν ένας ερωτευμένος άνδρας θεωρεί ότι το μόνο που του αρκεί είναι να είναι μαζί με την αγαπημένη του, (όπως και το αντίστροφο), ποιο άλλο παράδειγμα μπορεί να φωτίσει περισσότερο τον λόγο του οσίου; Λοιπόν, ας απολαμβάνουμε τη συντροφιά του Θεού κατά την προσευχή μας κι ας μην… ξεπέφτουμε στην εκζήτηση μόνο των δώρων Του! Και τον Θεό «υποβιβάζουμε» με τον τρόπο αυτόν, κι εμείς… εξευτελιζόμαστε!  

ΠΕΜΠΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ:  ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ!

Με τον Μεγάλο Κανόνα, τον εκτεταμένο ύμνο με τα 250 περίπου τροπάρια, ο ποιητής άγιος Ανδρέας (δεύτερο μισό 6ου αι.-740) δεν νεφελοβατεί. Ως έμπειρος γνώστης της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής, μας καθοδηγεί είτε θετικά με την προβολή των αγίων του Θεού είτε αρνητικά με την προτροπή αποφυγής των απίστων. Και μας συγκινεί ιδιαίτερα, γιατί δεν λειτουργεί ως ξερός δάσκαλος, αλλ’  ως αδελφός που απευθύνεται πρωτίστως στη δική του ψυχή.

Επιλέγουμε ένα τροπάριο από την τρίτη ωδή, που κάνει λόγο για τον πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης Αβραάμ. «Τόν Ἀβραάμ ἤκουσας πάλαι, ψυχή μου, καταλιπόντα γῆν πατρώαν, καί γενόμενον μετανάστην. Τούτου τήν προαίρεσιν μίμησαι» (Άκουσες, ψυχή μου, για τον Αβραάμ που εξαρχής εγκατέλειψε την πατρική του γη και έγινε μετανάστης. Να μιμηθείς τη διάθεση και την προαίρεσή του).

Τον Αβραάμ προβάλλει ο άγιος Ανδρέας ως πρότυπο προκειμένου να τον μιμηθεί και στη δική του ζωή. Αυτόν που η  Γραφή, με αποκορύφωμα τον απόστολο Παύλο, τον θεωρεί ως το υπόδειγμα αληθινής πίστεως στον Θεό. Γιατί; Διότι όλη η ζωή του υπήρξε ένα «ναι» στο θέλημα του Θεού, ο Οποίος μιλώντας μυστικά στην καρδιά του Αβραάμ τον καλούσε να πορευτεί πέρα από κάθε λογική και φυσική αίσθηση. Να αφήσει δηλαδή την πατρίδα και το σπίτι του και να πορευθεί στο άγνωστο με όραμα μια άλλη χώρα που θα του δινόταν, να λειτουργεί ως πατήρ μεγάλου έθνους ενώ ήταν άτεκνη η γυναίκα του Σάρρα,  να θυσιάσει τέλος το μονάκριβο παιδί του όταν γεννήθηκε αυτό παρ’ ελπίδα, χάνοντας επομένως την όποια «λογική» για συνέχειά του και δημιουργία μεγάλου έθνους από αυτόν! Και σ’ όλα αυτά στάθηκε άξιος ο Αβραάμ: ποτέ δεν τον εγκατέλειψε η εμπιστοσύνη Του στον μεγάλο «Άγνωστο», έστω κι αν κάποιες φορές πήγε να κλονιστεί.

Στον υπ’ όψιν ύμνο ο Αβραάμ προβάλλεται ως πρότυπο για το πρώτο μεγάλο γεγονός αλλαγής της ζωής του: τον ξεριζωμό του. Να φύγει και να γίνει μετανάστης. Κι όχι γιατί τον ανάγκασε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία του τόπου του, αλλά γιατί τον σπρώχνει μία εσωτερική φωνή, την οποία θεωρεί του Θεού φωνή και την εμπιστεύεται. Μέγας λοιπόν ο Αβραάμ για την πίστη του, που σημειωτέον επιβραβεύεται με την υλοποίηση όλων των υποσχέσεων του Θεού. Πώς όμως ο άγιος Ανδρέας καλεί την ψυχή του αλλά και τη δική μας ώστε να γίνουμε «μετανάστες» μιμούμενοι τον Αβραάμ; Τι σημαίνει να μεταναστεύει κανείς, προφανώς για να μπορεί να παραμένει πια χριστιανός; Ο χριστιανός για τον άγιο είναι χριστιανός, όταν είναι μετανάστης!

Απλή αλλά και δύσκολη η απάντηση. Απλή, γιατί ο χριστιανός καλείται αδιάκοπα στη ζωή του να φεύγει από το δικό του θέλημα, το εγωιστικό και θεμελιωμένο στα πάθη του, προκειμένου να βρίσκεται στο θέλημα του Θεού, στις εντολές του Χριστού δηλαδή που είναι «ἡ Ὁδός»! Σ’ αυτήν την πορεία εσωτερικής «μετανάστευσης» δεν (πρέπει να) βρίσκεται πάντοτε ο πιστός; Όταν η εντολή του Θεού είναι «ν’ αγαπήσεις τον Θεό με όλη την ψυχή, την καρδιά, τη διάνοια, τη δύναμή σου, και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου», δεν είναι σαν να καλεί ο Θεός τον άνθρωπο που έχει «υποψιαστεί» την παρουσία Του να μη μένει στα «δικά» του, αλλά αδιάκοπα να είναι «φευγάτος»; «Από τη γη της Χαρράν της αμαρτίας απομακρύνσου, ψυχή μου» (ωδή γ΄) θα πει αλλού ο άγιος Ανδρέας. Καλείται δηλαδή ο πιστός να αγωνίζεται να βλέπει τον Θεό αλλά και τον γνήσιο εαυτό του στο πρόσωπο του συνανθρώπου του, μα και σε όλη τη δημιουργία που διακρατείται από τις άκτιστες ενέργειες Εκείνου, και προς τα εκεί να τρέχει και να πορεύεται. Αλλά και δύσκολη η απάντηση, γιατί η προσκόλληση του ανθρώπου στα πάθη του, ακόμη και για τον βαπτισμένο χριστιανό, είναι συχνά τόσο μεγάλη, που πρέπει όντως να καταβάλει κάθε προσπάθεια, ώστε να στραφεί προς τον Θεό και προς Αυτόν να «μεταναστεύσει» -  «Ψυχή μου, ψυχή μου, ξύπνα και σήκω πάνω. Τι κοιμάσαι;» κραυγάζει με αγωνία στο κοντάκιο ο μεγαλοφυής άγιος ποιητής! Κι εδώ έγκειται η πνευματική άσκηση και ο ασκητικός αγώνας κάθε χριστιανού.

Στον αγώνα αυτόν μας προσανατολίζει ο άγιος Ανδρέας. Δείχνει τον δρόμο και μας ψιθυρίζει ότι μαζί με όλους τους αγίους «τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα», έχοντας μπροστά μας την υπόσχεση του Θεού: «Θα σου δώσω χώρα, αυτήν που όμοιά της δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο»! «Τήν χώραν τῶν Ζώντων», τον Ίδιο δηλαδή τον Πατέρα Θεό, ο Οποίος γίνεται κατοικία του ανθρώπου και τον κάνει έναν άλλο «Θεό» ! Άλλωστε οι χριστιανοί, μη ξεχνάμε: «οὐκ ἔχομεν μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ, ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

 

Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, γιά τόν ὁποῖο δέν ἔχουμε πολλά βιογραφικά στοιχεῖα, νεαρός, 16 ἐτῶν περίπου, ἔγινε μοναχός στό ὄρος Σινᾶ, στή Μονή τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ἀφοῦ ἤδη εἶχε μάθει ἀρκετά γράμματα. ᾽Επί 19 ἔτη παρέμεινε ὑποτακτικός ἑνός σπουδαίου Γέροντος, τοῦ ἀββᾶ Μαρτυρίου, στόν ὁποῖο ἔκανε ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὁπότε μετά τό θάνατό του ἀπεσύρθη σέ ἐρημική τοποθεσία, ὀκτώ χιλιόμετρα μακριά ἀπό τή Μονή, στήν ὁποία καί ἔζησε ἐπί σαράντα χρόνια. ᾽Εκεῖ ἔζησε ὁσιακή ζωή, ὑπερβαίνοντας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά ψεκτά πάθη του καί ἀποκτώντας ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Μετά τά σαράντα χρόνια παρακλήθηκε νά γίνει ἡγούμενος τῆς Μονῆς, γεγονός πού ἀποδέχθηκε, καί παρέμεινε στό ἀξίωμα αὐτό γιά κάποια χρόνια, ὁπότε θέλησε καί πάλι ν᾽ ἀποσυρθεῖ στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία καί μετ᾽ ὀλίγο κοιμήθηκε.

῎Εχουν διασωθεῖ διάφορα θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή ζωή του πού φανερώνουν τήν ἰδιαίτερη χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά τά μεγαλύτερα θαύματά του σχετίζονται μέ τίς μεταστροφές τῶν καρδιῶν πού προξενοῦν τά θεόπνευστα κείμενά του, κάτι πού μπορεῖ ὁ οἱοσδήποτε χριστιανός νά διαπιστώσει, ὅταν ἀρχίσει μέ γνήσια διάθεση νά τά μελετᾶ. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι οἱ ἅγιοι πού μέ τά κείμενά τους βοηθοῦν τούς συνανθρώπους τους ἔχουν πρωτίστως ὡς χάρισμα ῾θαυματουργίας᾽ ἀκριβῶς τή δύναμη τῶν λόγων τους καί ὄχι τά γνωστά θαύματα σωματικῶν ἰάσεων ἄλλων ἁγίων. Καί μήν πεῖ κανείς ὅτι τά κείμενα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, γιατί μπορεῖ νά γράφτηκαν κυρίως γι᾽ αὐτούς, ὅμως ἡ ὠφέλεια πού εἰσπράττει καί ὁ κοσμικός λεγόμενος χριστιανός δέν εἶναι μικρή. Γι᾽ αὐτό καί ἀγαπήθηκε ἡ ῾Κλίμακά᾽ του σ᾽ ᾽Ανατολή καί Δύση καί θεωρεῖται τό σπουδαιότερο σέ κυκλοφορία βιβλίο μετά τήν ῾Αγία Γραφή.

᾽Από τά θαυμαστά περιστατικά πού καταγράφηκαν ἐν ὅσῳ ζοῦσε, μνημονεύουμε δύο: 

Τό πρῶτο, ὅταν ἦταν στήν ἔρημο κι εἶχε δεχθεῖ ἕναν ὑποτακτικό, ὀνόματι Μωϋσῆ. Κάποια φορά, σέ διακόνημα εὑρισκόμενος ὁ νεαρός ὑποτακτικός, κουράστηκε κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο τοῦ Αὐγούστου καί κάθησε νά ξεκουραστεῖ στόν ἴσκιο μεγάλης πέτρας, ὁπότε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Τήν ἴδια ὥρα ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης εἶδε σέ ὅραμα κάποιον πού τοῦ ἔλεγε ὅτι κινδυνεύει ὁ μαθητής του. ᾽Αμέσως ἄρχισε ἔντονη προσευχή γι᾽ αὐτόν καί μετά ἀπό λίγο κατέφθασε καί ὁ ὑποτακτικός, ἀναγγέλλοντάς του τή φοβερή ἀγωνία πού πέρασε, καθώς ξύπνησε ξαφνικά ἀπό τή φωνή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, πού τόν καλοῦσε νά ἐγκαταλείψει ἀμέσως τόν τόπο πού βρισκόταν. Πράγματι, τό ἔκανε καί στή στιγμή ἔπεσε στόν τόπο αὐτό ἡ μεγάλη πέτρα, χωρίς βεβαίως ὁ ἴδιος νά πάθει κάτι. Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ἀνελύθη σέ δοξολογίες πρός τόν Θεό, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρει καί τό τί προηγήθηκε στό μαθητή του. 

Τό δεύτερο: τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του ὡς ἡγουμένου ἦλθαν στή Μονή περί τά 600 ἄτομα. Ὅλοι ἔβλεπαν νά ὑπηρετεῖ σέ ὅλα τά διακονήματα κάποιος σάν ἰουδαῖος, μέ κοντό μαλλί, πού ἔτρεχε πάνω κάτω καί γιά τά πάντα. Στό τέλος τῆς ἡμέρας τόν ἀνεζήτησαν, ἀλλά δέν τόν βρῆκαν πουθενά. Καί στήν ἀπορία τους, ὅταν ἀπευθύνθηκαν στόν ἡγούμενο, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη, εἰσέπραξαν τήν ἀπάντηση: Τί πιό φυσικό νά ὑπηρετεῖ τό δικό του τόπο ὁ προφήτης Μωϋσῆς; 

Τό βιβλίο του ῾Κλίμαξ᾽, εἴπαμε, προξενεῖ τό πραγματικό καί μεγαλύτερο θαῦμα: τή μεταστροφή τῶν καρδιῶν, τή δημιουργία μετανοίας στόν ἄνθρωπο. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε πολλά. Θά σημειώσουμε ὅμως ἐπιγραμματικά αὐτά πού θίγει, ἀπό τούς 30 λόγους του–σκαλοπάτια στήν πνευματική ζωή, στόν πρῶτο καί στόν τελευταῖο λόγο του.

 Ὁ πρῶτος, ἡ ἀποταγή: δέν μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει τόν Θεό, χωρίς νά πεῖ ὄχι στήν ἁμαρτία καί μάλιστα στά ἐγωϊστικά θελήματά του. Γιατί αὐτά τά θελήματα μᾶς κρατοῦν δέσμιους στόν ἁμαρτωλό κόσμο. Ὅπως τό λέει καί ὅσιος Ποιμήν: ῾Τό θέλημά μου εἶναι χάλκινο τεῖχος πού μέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό᾽! 

Κι ὁ τελευταῖος: ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πού ἀποτελεῖ τό ἐπιστέγασμα τῶν πάντων στή χριστιανική πίστη, ἀφοῦ ὅ,τι λέμε καί κάνουμε σ᾽ αὐτήν, εἴτε προσευχή εἴτε νηστεία εἴτε μελέτη εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, ἄν δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει νόημα. Καί τοῦτο, γιατί ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κι αὐτό σημαίνει: ἡ πίστη πού ζητᾶ ὁ Χριστός καί κινητοποιεῖ τόν Θεό καί βγάζει καί δαιμόνια, προϋποθέτει τήν ἄρνηση τοῦ ἐγωϊσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τή στροφή του στή ζωή τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη. Στό βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ, τόν ὅποιο συνάνθρωπό του, τόσο καί αὐξάνει ἡ πίστη του, ὅπως τό διακηρύσσει καί ὁ ἀπ. Παῦλος: ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽!

29 Μαρτίου 2023

ΤΕΤΑΡΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τῷ ἀκοιμήτῳ ὄμματι ἐπιβλέψας με οἴκτειρον, τῷ τῆς ραθυμίας νυσταγμῷ κρατούμενον καί ὕπνῳ δουλεύοντα τῶν ἡδονῶν ἐν κλίνῃ παθῶν, ὁ ἐπί Σταυροῦ τήν κεφαλήν σου προσκλίνας, καί θέλων ἀφυπνώσας καί τήν νύκτα μειώσας, Χριστέ τῆς ἁμαρτίας, φῶς ὤν δικαιοσύνης» (ωδή η΄ κανόνος Τριωδίου).

(Αφού με κοιτάξεις προσεκτικά με το ακοίμητο βλέμμα Σου, εμένα που είμαι  παραδομένος στον νυσταγμό της ραθυμίας και σαν δούλος κοιμάμαι πάνω στην κλίνη των παθών των ηδονών, σπλαχνίσου με, Χριστέ, Συ που είσαι το φως της δικαιοσύνης και πάνω στον Σταυρό έγειρες την κεφαλή Σου και θέλοντας με ξύπνησες και εξαφάνισες τη νύκτα της αμαρτίας).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επιμένει να μας προσφέρει το γεγονός της σωτηρίας με τον δικό του παρακλητικό και κατανυκτικό τρόπο. Διότι όχι μόνο παραθέτει το δογματικό στοιχείο: ο Εσταυρωμένος Κύριος δεν είναι κάποιος ιδεολόγος ήρωας που βασανίστηκε και πέθανε για τις ιδέες του, αλλά ο Ίδιος ο εν σαρκί Θεός, το φως της δικαιοσύνης, που ήλθε να καταργήσει το σώμα της αμαρτίας του ανθρωπίνου γένους «αἴρων τήν ἁμαρτίαν» αυτού, και μάλιστα όχι πιεζόμενος από κάποιον ή κάτι παρά μόνον από την άπειρη ελεύθερη («θέλων»)  αγάπη Του˙ λοιπόν όχι μόνο παραθέτει το δόγμα του μυστηρίου του Σταυρού, αλλά με διακριτικές «πινελιές» εκφράζει την προσωπική για τον καθένα αγάπη του Δημιουργού Χριστού, ο Οποίος επιβλέπει και παρακολουθεί τον κάθε άνθρωπο γεμάτος στοργή σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Και προκαλεί πράγματι κατάνυξη η εικόνα του Χριστού που συνεχίζει να μας αγαπά και να μας προσέχει ακόμη και την ώρα της πτώσεως στην αμαρτία, την ώρα που η ακηδία και η ραθυμία μάς έχουν εκτρέψει από τη θέα του προσώπου Του, την ώρα που έχουμε ενεργοποιήσει την αμαρτία, δουλεύοντας πάνω στα πάθη μας, συνεπώς έχοντας γίνει έρμαια του Πονηρού. Η ώρα της αμαρτίας βεβαίως για τον υμνογράφο και όλη την Παράδοση της Εκκλησίας είναι ώρα νύχτας και νυσταγμού – την ώρα που αμαρτάνουμε μπορεί να βρισκόμαστε σε κατάσταση εγρήγορσης, μα εγρήγορσης για τα πονηρά˙ από πλευράς πνευματικής κοιμόμαστε, δεν κινούμαστε με επίγνωση και συνείδηση, είμαστε σαν χαμένοι και νεκροί. Δεν είναι τυχαίο ότι ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης όταν θέλει να χαρακτηρίσει την ώρα της αμαρτίας τη χαρακτηρίζει με τη λέξη «νύξ». «Ἦν δέ νύξ» λέει για παράδειγμα τη στιγμή που ο προδότης μαθητής Ιούδας έχει αποφασίσει την προδοσία του Χριστού και φεύγει από τον Μυστικό Δείπνο. Και το πιο συγκλονιστικό: Την ώρα αυτή ο διάβολος, λέει, μπήκε μέσα στην καρδιά του Ιούδα.

Όμως, ενώ η κατάσταση αυτή που ο άνθρωπος υπνώττει και κείται σαν νεκρός είναι τραγική για τον ίδιο, την ίδια ώρα άλλος γρηγορεί για χάρη Του. Και δεν εννοούμε βεβαίως τον κατεξοχήν υπνώττοντα και νεκρό Πονηρό, αλλά τον ίδιο τον Δημιουργό Κύριο: μας κοιτάει γεμάτος αγάπη ευρισκόμενους στην πτώση μας και την εναντίωσή μας απέναντί Του! Περισσότερο και από τη μάνα που βλέπει το βλαστάρι της να ταλαιπωρείται και να καταστρέφεται, Εκείνος ψάχνει τρόπους νύξεως της καρδιάς μας. Ήδη μας έχει συγχωρήσει για τις όποιες αμαρτίες μας – εκεί έγκειται το μυστήριο του Σταυρού: να έχει σηκώσει πάνω Του ο Κύριος τις αμαρτίες όλου του κόσμου, συνεπώς και τις δικές μας – και η «αγωνία» Του είναι η αγάπη Του να γίνει αποδεκτή από το αγαπημένο πλάσμα Του, ώστε να μπορέσει αυτό λίγο να χαρεί ξυπνητό και να ηρεμήσει. Και το γεγονός αυτό συνιστά την όλη πάλη του Θεού με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με τον Θεό: να ξυπνήσει ο άνθρωπος, να «παλέψει» με τον Θεό Πατέρα και να αφήσει ο Πατέρας να «ηττηθεί» από το παιδί Του.

Η χαρά της Εσταυρωμένης αγάπης: ο τραυματισμένος άνθρωπος να θεραπευθεί. Δεν πρέπει εδώ να μας διαφεύγει ούτε στιγμή το παράδειγμα ιδίως της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μία στιγμή χρειάστηκε να ξυπνήσει και να νιώσει την αγάπη του Εσταυρωμένου Κυρίου, για να «λιώσει» και να μετανοήσει, για να φτάσει σε υπέρμετρα ύψη ουράνια!

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΡΕΘΟΥΣΙΩΝ, ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΙ ΠΟΛΛΟΙ

«Ο άγιος Μάρκος, ζώντας επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, παρακινήθηκε από ζήλο μεγάλο και κατέστρεψε πολλούς βωμούς και ναούς ειδωλολατρικούς. Όταν όμως ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουλιανός ο παραβάτης, επανέφερε την ειδωλολατρία και άρχισε να διώκει και τον άγιο Μάρκο και όλους εκείνους που συνέργησαν στην καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών. Ο άγιος τότε κρύφτηκε για λίγο, όταν όμως πληροφορήθηκε  ότι σύρονται κάποιοι άλλοι εξαιτίας του, φανερώθηκε και παρέδωσε τον εαυτό του στους αρνητές της πίστεως. Αυτοί τότε τον γύμνωσαν, του πλήγωσαν όλο το σώμα και τον πέταξαν σε βρόμικους υπονόμους. Μετά από αυτά, τον έβγαλαν και τον παρέδωσαν σε μικρά παιδιά για να τον πληγώσουν με βελόνες. Έπειτα, έβρεξαν το σώμα του με άλμη και τελικά τον άλειψαν με μέλι, κατακαλόκαιρα, και τον κρέμασαν ανάποδα στον ήλιο, για να φλέγεται και να είναι τροφή στις μέλισσες και στις σφήκες. Όλα αυτά τα βάσανα ο θεσπέσιος Μάρκος τα υπέστη με ανδρεία και υπομονή, προκειμένου οι βασανιστές να μην ανοικοδομήσουν και πάλι τους κατεστραμμένους βωμούς. Πράγματι, η σταθερότητα της πίστεώς του νίκησε. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες να υπομένει ρωμαλέα και με σφρίγος νεανικό, πίστεψαν στον Χριστό.

Κάτι παρόμοιο έγινε και στη Φοινίκη επί Ιουλιανού και πάλι. Γιατί συνέλαβαν τον Κύριλλο τον διάκονο, που κατέστρεψε κι αυτός κάποια ειδωλολατρικά ξόανα,  κι επειδή με θάρρος ομολόγησε την πίστη του, του άνοιξαν την κοιλιά, του έβγαλαν τα σπλάχνα και τα έδειχναν ως θέαμα στους συγκεντρωμένους. Και λένε ότι συνέβη σ’ αυτούς κάτι που δείχνει τη θεία δίκη: τινάχτηκαν τα δόντια τους έξω και καταστράφηκαν η γλώσσα τους και τα μάτια τους. Με τον ίδιο θάνατο τελείωσαν τη ζωή τους και αρκετές παρθένες γυναίκες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα, καθώς και μερικοί ιερωμένοι, των οποίων η μνήμη συνεορτάζεται την ημέρα αυτή».

Δύο είναι τα σημεία στα οποία επιμένει ιδιαιτέρως ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας Γεώργιος στην υμνολόγηση του αγίου επισκόπου Μάρκου: πρώτον, η αγιοσύνη του ως ιερέα πριν το μαρτύριό του και δεύτερον, το ίδιο το μαρτύριό του που φανερώνει τη δύναμη την οποία περικλείει, εφόσον γίνεται προς χάρη της αγάπης προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Πράγματι, ο Γεώργιος προβάλλει τη θέση του αγίου Μάρκου στην Εκκλησία ως «λαμπρού λαμπτήρα που καταυγάζει το πλήρωμα αυτής» (ωδή α΄), δεδομένου ότι «ανατράφηκε και μεγάλωσε ο άγιος με την πίστη του Χριστού, μέχρι να φτάσει στο ύψος της μαρτυρικής αθλήσεως» (ωδή α΄). Ο άγιος, σημειώνει ο υμνογράφος, υπήρξε σε όλα τα χρόνια της ζωής του κήρυκας και οδηγός των ανθρώπων προς τον Χριστό, διακρινόμενος εξαιρέτως για την ιεροπρέπειά του και την ψυχική του καθαρότητα στην τέλεση της θείας Λειτουργίας, γεγονός που τον έκανε να στερεώσει και να καθοδηγήσει και τους άλλους συνάθλους του στη μεγαλύτερη αγάπη προς τον Χριστό που υπάρχει: να δώσουν και τη ζωή τους για χάρη Του! (ωδή α΄). Το κηρυκτικό χάρισμα μάλιστα του αγίου Μάρκου ήταν τόσο μεγάλο, λέει ο άγιος ποιητής, που οι λόγοι του, προφανώς εδρασμένοι στην άγια ζωή του, λειτουργούσαν αφενός ως φλόγα που ξέραιναν όλα τα θολά ποτάμια της πλάνης των ειδωλολατρών, αφετέρου ως πηγή που πήγαζαν τα νάματα της θεογνωσίας για τους ανθρώπους (ωδή γ΄). Κι έρχεται ο Γεώργιος ως στόμα της Εκκλησίας στη συνέχεια να εξηγήσει και τη θεωρούμενη βιαιότητα της ενέργειάς του να καταστρέψει κάποια ειδωλολατρικά τεμένη. Αιτία της ενέργειάς της αυτής ήταν η φιλανθρωπία του αγίου, σημειώνει ο Γεώργιος. Γιατί ο διορατικός άγιος έβλεπε ότι τα είδωλα που υπηρετούν τα δαιμόνια κάνουν τους ανθρώπους να μην μπορούν να ηρεμήσουν και να γαληνέψουν˙ τους δημιουργούν μία διαρκή αναταραχή και διασάλευση του νου και της ζωής τους. Γκρεμίζει λοιπόν τους οίκους των δαιμονίων, για να κτίσει στη θέση τους, κυρίως με τον λόγο του, τον οίκο του αληθινού Θεού, να καταστήσει δηλαδή τους ίδιους τους ανθρώπους «ναούς του ζώντος Θεού», μέλη του Χριστού. Κι αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μπορεί άνθρωπος να προσφέρει στον κόσμο: τους στηρίζει πάνω στον παντοδύναμο Θεό, τον Χριστό. Με τα λόγια του υμνογράφου: «Τράνταξες τα τεμένη των ειδώλων, μακάριε, και στήριξες τους ανθρώπους που σαλεύονταν και έτρεμαν στον Χριστό» (ωδή ς΄).

Κι έπειτα, ο υμνογράφος επικεντρώνει στο ίδιο το μαρτύριο, που συνιστά τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση της πίστεως και της αγάπης του αγίου προς τον Χριστό. Και τι σημειώνει; Ότι εκτός της θυσίας του αγίου που την ώρα του μαρτυρίου «ιερουργούσε τον εαυτό του προς τον Κύριο» (ωδή ζ΄), το ίδιο αυτό μαρτύριό του, επειδή πραγματοποιείτο όχι με οργή και θυμό και αίσθημα αντεκδίκησης έναντι των εχθρών του, αλλά με ό,τι ο ίδιος ο Κύριος έδειξε πάνω στον Σταυρό, δηλαδή με αγάπη και μακροθυμία και προς τους διώκτες, γι’ αυτό και λειτουργούσε ως τεράστια δύναμη που ταπείνωνε τα θράση των οργάνων του Πονηρού και εξύψωνε σε νικητή τον θεωρούμενο ηττημένο! (ωδή ε΄). Κι είναι τούτο μία εξαιρετική παρατήρηση του αγίου υμνογράφου, την οποία συνήθως παραθεωρούμε οι χριστιανοί, εκτρεπόμενοι σε κοσμικούς μεθόδους στις καθημερινές σχέσεις μας: την ώρα που υπομένουμε την έχθρα του όποιου συνανθρώπου μας και «απαντάμε» στην επίθεσή του με την ταπείνωση και την αγάπη μας, εκείνη την ώρα τον «υποσκελίζουμε», για να χρησιμοποιήσουμε έναν ωραίο χαρακτηρισμό της Γραφής, εκείνη την ώρα δηλαδή νικάμε εμείς, γιατί κινητοποιείται μέσω ημών η παντοδυναμία του Σταυρού! «Στον θυμό των εχθρών αντιπαρέταξες ως μιμητής του Χριστού τη μακροθυμία, όσιε. Και με αυτήν τη μακροθυμία ταπείνωσες τα θράση τους και αποδείχτηκες νικητής» (ωδή ε΄).

28 Μαρτίου 2023

ΕΧΩ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΔΙΚΟΥΜΑΙ!

 

«-Γέροντα, εγώ έχω χαρίσματα πολλά και τάλαντα, και μου λέει ο λογισμός ότι αδικούμαι, και οι σκέψεις αυτές με έχουν ζαλίσει. Τι να κάνω;

Απεκρίθη: -Όταν εξαρχής άκουσα το «εγώ έχω», κατάλαβα ότι τίποτε δεν έχεις εκτός από το «εγώ» σου. Αυτό το «εγώ» σου είναι που σε ταλαιπώρησε, σε ταλαιπωρεί, και ταλαιπωρείς. Τότε μόνον, όταν το «εγώ» σου αφανίσεις, θα σπάσει το σφυρί του εχθρού, και θα παύσει να σου χτυπάει με λογισμούς το κεφάλι, το οποίο σου το κάνει τάλαντο, και ηχούν τα τάλαντά σου» (όσιος Παΐσιος, Επιστολές, έκδ. Ησυχ. αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης).

Πρόκειται για απόσπασμα επιστολής του μεγάλου συγχρόνου οσίου Γέροντα Παϊσίου, ένα είδος «πνευματικών βοτάνων» όπως ο ίδιος το αξιολογεί, που δίνει απάντηση σε «ζαλισμένο» από τους λογισμούς του αδελφό, με τον γνωστό διεισδυτικό αλλά και χιουμοριστικό τρόπο του οσίου. Το πρόβλημα που ταλαιπωρούσε βεβαίως τον αδελφό και το έθεσε υπό την κρίση του αγίου δεν ήταν πρόβλημα μόνο δικό του. Δυστυχώς, πολλοί άνθρωποι, και χριστιανοί, προσβάλλονται από τον λογισμό ότι αδικούνται στη ζωή αυτή, γιατί πιστεύουν ότι τα χαρίσματά τους δεν βρίσκουν την ανταπόκριση που πρέπει στη ζωή τους – η περιορισμένη ζωή τους δεν συνάδει με το δικό τους… μεγαλείο! Είναι κάπου υπάλληλοι για παράδειγμα, είτε στο Δημόσιο είτε στον Ιδιωτικό τομέα, ενώ θα έπρεπε να είναι οι Διευθυντές! Ασχολούνται με χειρονακτικά πράγματα, ενώ τα προσόντα τους είναι για γραφεία επιτελικά! Μπορεί ακόμη να περιμένουν μία εξέλιξη στην ιεραρχία της εργασίας τους και αυτή να… αργεί, γιατί κανείς δεν μπορεί να αναγνωρίσει τα χαρίσματα και τα τάλαντά τους. Αποτέλεσμα; Η αίσθηση της αδικίας, η ζάλη των λογισμών, η θλίψη και η μελαγχολία που μπορεί να προκύψουν, ίσως μία καταπιεσμένη οργή που περιμένει τη στιγμή για να ξεσπάσει, μία υφέρπουσα αρρώστια που κατατρώει και το ίδιο το σώμα!

Ο άγιος κάνει τη διάγνωση: πίσω από την αίσθηση αδικίας, η οποία μπορεί κάποιες φορές να έχει και αντικειμενικά στηρίγματα – υπάρχουν όντως περιπτώσεις που συνάνθρωποί μας έχουν παραπανίσια προσόντα αυτών που απαιτεί η εργασία τους – κρύβεται ένα υπερτροφικό «εγώ». Η επισήμανση του αγίου Παϊσίου στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν άμεση: «όταν άκουσα το εγώ έχω, κατάλαβα ότι τίποτε δεν έχεις εκτός από το εγώ σου». Που σημαίνει: όταν η εκτίμηση για τον εαυτό μας, από πραγματικά ή φανταστικά προσόντα, αρχίζει να αυξάνει, τότε εκεί, εφόσον είμαστε χριστιανοί και έχουμε επίγνωση έστω και λίγο της πνευματικής ζωής, πρέπει να αντιδράσουμε. Διότι το υπερτροφικό εγώ τρέφεται από το πάθος της κενοδοξίας, το οποίο οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη δαιμονική υπερηφάνεια, (πίσω από το πάθος αυτό κρύβεται πάντοτε ο διάβολος), και συνεπώς την πτώση του ανθρώπου από την όποια σχέση του με τον Θεό. Μη λησμονούμε άλλωστε ότι ο εγωισμός αποτελεί την ουσία της αμαρτίας και συνεπώς δεν δικαιώνεται σε οποιαδήποτε έκφρασή του. Το δραματικό στοιχείο στην περίπτωση αυτή είναι ότι ο άνθρωπος ταλαιπωρείται. Δεν υπάρχει περίπτωση να δουλεύει κάποιος στον εγωισμό του, έστω και επίπεδο λογισμών, και να μην υφίσταται τη συνέπεια της αμαρτίας του, τη θλίψη, το άγχος, τη στενοχώρια, ό,τι παραπάνω επισημάναμε. Και μαζί βεβαίως με την ταλαιπωρία του ίδιου του ανθρώπου υπάρχει και η ταλαιπωρία των άλλων. «Το εγώ σου που σε ταλαιπώρησε, σε ταλαιπωρεί και ταλαιπωρείς». Η παρουσία μας στον κόσμο και αυτό που «εκλύει» η ύπαρξή μας είναι ευθέως ανάλογη με ό,τι κυριαρχεί στον νου και στην καρδιά μας.

Ο άγιος υποδεικνύει με ωραίο και ευφυή τρόπο τη θεραπεία. Κι είναι αυτή που αποτελεί το κλειδί για τη λύση και τη θεραπεία των περισσοτέρων προβλημάτων του ανθρώπου: τον αγώνα για απόκτηση της ταπεινώσεως. Η ταπείνωση είναι η μόνη και αποκλειστική οδός που έχει τη δύναμη να «αφανίζει» το «εγώ» του ανθρώπου, δηλαδή τον εγωισμό και την αλαζονεία της ψυχής του. Διότι τον οδηγεί στην πραγματικότητα του εαυτού του, εκεί που λειτουργεί η χάρη του Θεού και εκτείνεται το αιώνιο Βασίλειό Του. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν», διακηρύσσει διαρκώς ο λόγος του Θεού. Και ο ίδιος ο Κύριος αποκαλύπτει: «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία». Για τον χριστιανό δηλαδή που είναι μέλος Χριστού ως βαπτισμένος στο άγιο όνομά Του ο αγώνας της ταπεινώσεως είναι μονόδρομος: ντυμένος τον Χριστό, ως άλλος Χριστός στον κόσμο με τη χάρη Εκείνου, μόνο στην ταπείνωση μπορεί να Τον έχει και να Τον ζει. Γι’ αυτό και μόνο με την ταπείνωση αυτή μπορεί να νιώσει τις πνευματικές αναβάσεις που Του δίνει. «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Και πώς καταλήγει ο μεγάλος διακριτικός όσιος; Στην υπερφυή αυτή κατάσταση της ταπεινώσεως, εκεί πια που ο άνθρωπος περιβάλλεται από τη χάρη του Χριστού, δεν μπορεί να βρει τόπο ο Πονηρός διάβολος. Σου επιτίθεται και συναντά το… κενό! «Σπάει το σφυρί του εχθρού»!

ΤΡΙΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τήν τετραυματισμένην μου ψυχήν καί τεταπεινωμένην ἐπίσκεψαι, Κύριε, ἰατρέ τῶν νοσούντων καί τῶν ἀπηλπισμένων λιμήν ἀχείμαστε˙ σύ γάρ εἶ ὁ ἐλθών Λυτρωτής τοῦ Κόσμου ἐγεῖραι ἐκ φθορᾶς τόν παραπεσόντα˙ κἀμέ προσπίπτοντα ἀνάστησον, διά τό μέγα σου ἔλεος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος βαρύς).

(Επισκέψου, Κύριε, την τραυματισμένη και ταπεινωμένη ψυχή μου, Συ που είσαι ο ιατρός των νοσούντων και ο γαλήνιος λιμένας των απελπισμένων. Διότι Εσύ ήλθες ως Λυτρωτής του κόσμου για να σηκώσεις από τη φθορά τον άνθρωπο που ξέπεσε. Ανάστησε κι εμένα που πέφτω στις αμαρτίες καθημερινά λόγω του μεγάλου ελέους Σου).

Μέσα σε κλίμα θερμότατης και ζέουσας μετάνοιας ο άγιος υμνογράφος – σε άλλο σημείο (ωδή θ΄) θα πει ακριβώς να προσέλθουμε στο Πυρ του Θεού για να καταφλέξουμε τα πάθη μας «θερμοτάτῳ λογισμῷ τῆς μετανοίας» - βλέπει τον εαυτό του στη θέση του ανθρώπου, από τη γνωστή παραβολή του Καλού Σαμαρείτου, ο οποίος κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ περιέπεσε σε ενέδρα ληστών και κινδύνεψε να πεθάνει. Κι ενώ τον προσπέρασαν αδιάφορα δύο θρησκευτικοί άνθρωποι του Ισραήλ, βρέθηκε ένας (μη πιστός θεωρούμενος) Σαμαρείτης που όχι ενδιαφέρθηκε για τον ημιθανή άνθρωπο, αλλά αφιέρωσε όσο μπορούσε τον εαυτό του – τον χρόνο του, την άνεσή του, τα χρήματά του – προκειμένου να βρει και πάλι την υγεία του ο τραυματισμένος.

Ο εκκλησιαστικός ποιητής κινείται με την καθιερωμένη ερμηνεία της παραβολής από την Παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας: ο ταλαίπωρος άνθρωπος είναι γενικά ο άνθρωπος του κόσμου τούτου διαχρονικά και όπου γης, ο οποίος έπεσε στην παγίδα των ληστών δαιμόνων και έκτοτε στις παγίδες των παθών της αμαρτίας, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να ταπεινωθεί σ’ έναν κόσμο πια εχθρικό προς αυτόν, κυριολεκτικά χαμένος και σχεδόν νεκρός! Ο Καλός Σαμαρείτης είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ακριβώς ήλθε στον κόσμο ως ο μοναδικός Λυτρωτής και ως ο απόλυτος Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ώστε να θεραπεύσει τον άνθρωπο και να τον αποκαταστήσει υγιή, δεδομένου ότι δεν υπήρχε περιθώριο θεραπείας από οπουδήποτε αλλού.

Τραυματισμένος λοιπόν και ταπεινωμένος από την αμαρτία ο άγιος υμνογράφος και κάθε άνθρωπος – «μέγα τραῦμα» χαρακτηρίζει μάλιστα η πίστη μας τον άνθρωπο τον πεσμένο στην αμαρτία. Αλλά ενώ κάθε άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση αυτή, δεν έχουν τα μάτια όλοι να δουν την κατάντια και τις όζουσες πληγές ώστε να αντιδράσουν και σωστά. Μάτια που βλέπουν έχουν μόνο οι πιστοί στον Χριστό, οι άνθρωποι της Εκκλησίας. Και σαν τον άγιο υμνογράφο προσφεύγουν στον μόνο Ιατρό, τον Κύριο Ιησού Χριστό, για να Του προσφέρουν ακριβώς τις πληγές τους. Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της πίστης μας: δεν μας αντιμετωπίζει «τυφλά» και ανελέητα, ζητώντας μας πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας. Ο Θεός μας γνωρίζει την πτώση μας, έχει πλήρη επίγνωση της αδυναμίας μας, παρ’ όλα αυτά μάς αγαπά και μάλιστα υπέρμετρα. Γιατί είναι η πηγή του Ελέους και της Αγάπης, όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Μας αγάπησε ο Θεός και πέθανε για χάρη μας, όταν ήμασταν βουτηγμένοι μέσα στις αμαρτίες μας.

Λοιπόν, η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή: να αποδεχτούμε τη θεραπευτική αγάπη Του, προσφέροντάς Του το μόνο που μπορούμε: τις πληγές και τα βάσανά μας λόγω της αμαρτίας μας. Ό,τι συνέβη και με τον άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος Χριστούγεννα ευρισκόμενος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, έκλαιγε από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό του, αναλογιζόμενος τις άπειρες ευεργεσίες Του προς αυτόν και τον κόσμο όλο. Και στη με δάκρυα προσευχή του τι να Του προσφέρει ως δώρο άκουσε τη φωνή Του: «Ιερώνυμε, τις αμαρτίες σου δώσε μου. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο δώρο σου σε Μένα». Πρόκειται για τη βεβαίωση του ίδιου του Κυρίου που αποκαλύπτει ότι «χαρά γίνεται ἐν Οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Βλέπει δηλαδή κανείς τις αμαρτίες του, συναισθάνεται την κατάντια του και με ελπίδα προσφεύγει στην απειρία της αγάπης του Χριστού μας εν μετανοία; Τότε προκαλεί τη μεγαλύτερη χαρά σε όλον τον Ουρανό.

Η εμπειρία του κάθε εν επιγνώσει πιστού στην Εκκλησία, από τον καθημερινό πνευματικό του αγώνα με τις πτώσεις αλλά και με τη μετάνοιά του, όπως και από το μυστήριο της εξομολογήσεως, νομίζουμε ότι επιβεβαιώνει τον λόγο του υμνογράφου μας.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΝΕΟΣ

«Δούς Ἱλαρίων γῇ τό γῆθεν σαρκίον, γῆν μακάρων ᾢκησε τήν μακαρίαν» (στίχος συναξαρίου) (Έδωσε ο Ιλαρίων στη γη τη γήινη σάρκα του και κατοίκησε τη μακάρια γη των μακαρίων αγίων).

«Ο Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία και διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το φιλόθεο ζήλο του, το χάρισμα της ελεημοσύνης και τους πνευματικούς αγώνες. Γι’ αυτό ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754».

Δεν έχουμε πολλά στοιχεία από τον βίο του οσίου Ιλαρίωνος του νέου, πέραν του γεγονότος ότι υπήρξε ηγούμενος της Μονής Πελεκητής, Μονής που η ίδρυσή της ανάγεται στον όγδοο αιώνα και η ονομασία της σχετίζεται με την τοποθεσία της πάνω σ’ έναν απότομο βράχο. Το πραγματικό όνομα της Μονής είναι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη σημερινή Τρίγλια, τη μεσαιωνική Βιθυνία. Η Μονή που και σήμερα διατηρούνται τα ερείπιά της από τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε, κατά τους ιστορικούς, κέντρο των ορθοδόξων που μάχονταν κατά της αίρεσης των εικονομάχων, γι’ αυτό και οι μοναχοί υπέστησαν πολλά βασανιστήρια από τους διώκτες τους εικονομάχους, σε σημείο που πολλοί από αυτούς να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος λοιπόν κατά φυσικό τρόπο τονίζει και τις διώξεις που υπέστη ο όσιος μάρτυς ηγούμενος Ιλαρίων από τους συγκεκριμένους αιρετικούς. «Τίμιος ο θάνατός σου φάνηκε μπροστά στον Θεό, ιερότατε Πατέρα» σημειώνει, «γιατί τίμησες την Εικόνα Του και υπέφερες θλιβόμενος τους διωγμούς των τυράννων, οπότε έτσι αναδείχτηκες μάρτυς» (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιλαρίων όμως υπερασπίστηκε σθεναρά την πίστη της Εκκλησίας περί των εικόνων, πίστη που φανέρωνε την αλήθεια περί του Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, διότι ο ίδιος «μάτωνε» εσωτερικά για να διακρατεί αλώβητη την εικόνα του Θεού στην ύπαρξή του – οι αγώνες του για την πίστη ήταν η συνέχεια των αγώνων του για την ακεραιότητα του φρονήματός του. Και σ’ αυτούς τους εσωτερικούς πνευματικούς αγώνες του αναλώνεται κυριολεκτικά ο άγιος υμνογράφος. Με κάθε τρόπο προβάλλει την ένταση του οσίου ηγουμένου, προκειμένου ο νους του να θεάται μόνο το κάλλος του Ουράνιου Πατέρα. Τα μάτια του οσίου ήταν διαρκώς στραμμένα προς τον Κύριο, κατά το ψαλμικό «οι οφθαλμοί μου διά παντός πρός τον Κύριον» και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός», γεγονός που απεκάλυπτε ότι κυριολεκτικά φλεγόταν από την αγάπη προς Εκείνον που ήταν η πηγή της ζωής του. «Έδωσες φτερά στον νου σου – θα πει – αφού λάμπρυνες την καρδιά σου με ιερές αναβάσεις, προκειμένου να βλέπεις μόνο το κάλλος του Θεού και να καταυγάζεσαι με τις ακτίνες του φωτός Του» (ωδή δ΄).

Κι είναι γνωστό στην πίστη μας ότι η «κόλλησις» αυτή προς τον Θεό προϋποθέτει την οδύνη της απεμπλοκής από το εγωιστικό κοσμικό φρόνημα, που λειτουργεί σε κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. Ο όσιος από μικρός, «εκ παιδός» (ωδή α΄), στράφηκε προς τον Κύριο και γι’ αυτό με δύναμη και χάρη Θεού σήκωσε τον σταυρό της εγκρατείας και των δεητικών προσευχών ώστε να υπερνικήσει τα όποια πάθη του. «Από παιδί βρέθηκες στον δρόμο της οσιότητας, Πάτερ, και ανέλαβες τον σταυρό της ακολουθίας του Χριστού. Γι’ αυτό και με την εγκράτεια και τις συνεχείς προσευχές σου μάρανες τα πάθη του σώματος» (ωδή α΄). Το αποτέλεσμα έτσι είναι γνωστό: τα δάκρυα της κατανύξεως που τον συνείχαν τον αξίωσαν και της μεγάλης παρηγοριάς που δίνει στους πιστούς Του ο Κύριος, κατά τον γνωστό μακαρισμό: «μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (ωδή η΄), σε σημείο τέτοιο που να γίνει πνευματικά κατά κυριολεξία «αυτοκράτορας» - «έκανες τον νου σου αυτοκράτορα στα πάθη και βασίλεψες σαν άριστος στρατηλάτης» (ωδή ζ΄).

Γι’ αυτό και ο Κύριος τον κατέστησε γλυκύ δάσκαλο των ανθρώπων, γιατί ακολούθησε το ορθό σχήμα της διδασκαλίας που προϋποθέτει πρώτα την πράξη και έπειτα τον λόγο, πρώτα δηλαδή τον φωτισμό από Εκείνον που δίνει τη γνώση την αληθή (ωδή δ΄) και έπειτα τη μετάδοση της γνώσης αυτής και σε άλλους. «Η γλυκύτητα των λόγων σου προκαλούσε ιλαρότητα στις καρδιές αυτών που προσέρχονταν σε σένα. Διότι πράττοντας όσα δίδασκες έκανες τον λόγο σου να γίνεται ευαπόδεκτος με συμπαθή διάθεση από τους άλλους» (ωδή δ΄) – μέγα μάθημα για τους κληρικούς,  τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και καθένα που ασχολείται με τη νεότητα και με τη διδασκαλία των ανθρώπων!

Ένας τέτοιος άνθρωπος ασφαλώς, με τόσα χαρίσματα εκ Θεού λόγω των προσωπικών του αγώνων, «τη συμπάθεια, την αγάπη και την ταπείνωση, την ελεημοσύνη και την απλότητα, την αληθινή πίστη και την ελπίδα, τον σεμνό βίο και την ευθύτητα της απονήρευτης γνώμης» (ωδή θ΄), χαριτώθηκε και με το θαυματουργικό χάρισμα. Οι ακτίνες των θαυμάτων του (ωδή θ΄) και στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές θεράπευσαν πλήθος ανθρώπων, ημέρεψαν ταραγμένες καρδιές, έφεραν το άρωμα του αγίου Πνεύματος στις ζωές των πιστών (ωδή θ΄), σαν την περίπτωση που καταγράφει ο άγιος υμνογράφος: «Έλυσες, Πατέρα όσιε, με τις προσευχές σου την αγανάκτηση των ψαράδων που κοπίαζαν χωρίς αποτέλεσμα, και τους γέμισες από ψάρια εκεί που προηγουμένως αποτύγχαναν» (ωδή η΄) – ένα γεγονός που παραπέμπει στη Γαλιλαία με τον αναστημένο Κύριο και τους αλιείς μαθητές Του!  

27 Μαρτίου 2023

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΠΟΥ ΖΗΛΕΥΩ;

 

«Ρωτήθηκε κάποτε ο άγιος Γέροντας: “-Τι να κάνω, Γέροντα, που ζηλεύω και πολλές φορές χαίρομαι, όταν οι προοδευμένοι αδελφοί κάνουν σφάλματα;” Αποκρίθηκε:“-Να λες: Θεέ μου, σε παρακαλώ, βοήθησε τους αδελφούς ο καθένας να φθάσει στα μέτρα του Αγίου που φέρει το όνομά του, και εμένα στα μέτρα των αδελφών”. Κάνε αυτό και θα δεις την ενέργεια του Θεού» (οσίου Παϊσίου του αγιορείτου, Επιστολές, έκδ. Ι. Ησυχ. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης).  

Η ενέργεια του Θεού, η χάρη Του δηλαδή ως ενεργοποίηση του μυστηρίου του βαπτίσματος για τον χριστιανό, απαιτεί, κατά τον μεγάλο όσιο Παῒσιο τον αγιορείτη, τον αγώνα υπέρβασης των παθών του, και μάλιστα του πάθους της ζήλειας και της συνδεδεμένης με αυτήν χαιρεκακίας. Η ζήλεια θεωρείται ως η κατεξοχήν έκφραση του εγωισμού, δηλαδή υφίσταται εκεί που ο άνθρωπος είναι παθολογικά στραμμένος προς τον εαυτό του αδυνατώντας να αγαπήσει σωστά τον συνάνθρωπό του, πολύ περισσότερο τον Θεό του. Ζήλεια και αγάπη είναι διαμετρικά αντίθετες πνευματικές καταστάσεις, όπως το λέει χωρίς περιστροφές ο απόστολος Παύλος στον περίφημο ύμνο της αγάπης (Α΄ Κορ. 13): «η αγάπη ου ζηλοί», η αγάπη δεν ζηλεύει, δεν ζηλοτυπεί. Οπότε η ζήλεια αποκαλύπτει την αμαρτία και την ανομία του ανθρώπου και δυστυχώς όπως συνήθως συμβαίνει γεννά και άλλες κακίες και πάθη, όπως για παράδειγμα τον φθόνο, την έχθρα, την οργή, τη λύπη, τη διάθεση εκδίκησης. Γέννημα του φθόνου ως καρπού της ζήλειας είναι και αυτό που ομολογεί ο αδελφός που ρώτησε τον όσιο: «πολλές φορές χαίρομαι όταν οι προοδευμένοι κάνουν σφάλματα!», χαίρεται δηλαδή για τα αμαρτήματα και τα παραπατήματα των αγίων ανθρώπων, διότι κανείς όσο άγιος κι αν είναι δεν ξεφεύγει από τον κανόνα κάπου να γλιστρήσει και να αμαρτήσει, είτε εν λόγω ή έργω ή διανοία. Ο μόνος απολύτως Άγιος και Αναμάρτητος είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.

Από την άποψη αυτή η ζήλεια και η συνδεδεμένη με αυτήν χαιρεκακία αποκαλύπτουν την πνευματική τύφλωση του ανθρώπου – ο ζηλότυπος αδυνατεί λόγω του εγωισμού του να δει τις αρετές και τα χαρίσματα του συνανθρώπου του, πολύ περισσότερο δεν μπορεί, και να τα δει, να τα συνδέσει με την πηγή τους που είναι ο Θεός! – συνεπώς καθίσταται περαιτέρω ενάντιος του Θεού λόγω της αδικίας με την οποία λειτουργεί. Ας φανταστούμε ποια εντύπωση θα προκαλούσε το γεγονός όταν ενώ εμείς αγωνιζόμαστε να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και κάποια στιγμή λόγω αδυναμίας παραστρατήσουμε, που θα πει ότι μετά από λίγο θα μετανοήσουμε, κάποιος άλλος που μας ζηλεύει επικεντρώνει την προσοχή του μόνο στο παραστράτημά μας! Δεν θα αποτελούσε τούτο μεγάλη αδικία απέναντί μας; Για τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος μάλιστα ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο ανόητος άνθρωπος. Γιατί ενώ «ο καλόγνωμος και συνετός, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια, ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώμματα και τις κατηγορίες».

Ο άγιος Παῒσιος φιλάνθρωπα καθοδηγεί τον αδελφό με το συγκεκριμένο πάθος. Και τον καθοδηγεί γιατί βλέπει ότι κι εκείνος αγωνίζεται – «Τι να κάνω;» του λέει. «Πολλές φορές χαίρομαι» που θα πει όχι πάντα. Και η απάντηση του αγίου εκπλήσσει με τη σοφία αλλά και με την πρακτικότητά της – παρόμοια απάντηση έδινε και ο μέγας όσιος Πορφύριος! Να αντιδρά ο αδελφός όταν αρχίζει να δουλεύει το πάθος του με τον μόνο τρόπο που γενικώς εξαλείφονται τα πάθη: διά της στροφής προς το αγαθό! «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» κατά τη ρήση του αποστόλου Παύλου. Κι αυτό σημαίνει αγώνα προσευχής υπέρ του αδελφού, αγώνα δηλαδή για την αγάπη, με προσανατολισμό τον Κύριο. Αγάπη σημαίνει εν προκειμένω, όπως εννοεί ο άγιος Γέρων, να εντάσσουμε τον συνάνθρωπό μας μέσα στον Χριστό και να τον ενισχύουμε στην πνευματική προοπτική του που είναι η ένωσή του με Εκείνον! Και τρόπος συγκεκριμένος είναι η αναφορά στον Άγιο του κάθε αδελφού. Ακολουθώντας τον Άγιο το όνομα του οποίου φέρουμε, τον Χριστό δεν ακολουθούμε; «Μίμημα Χριστού» δεν είναι κάθε άγιος της Εκκλησίας μας;

Η ενεργοποίηση της αγάπης μας δηλαδή είναι το αντίδοτο της ζήλειας μας. Και πράττοντας με τον συγκεκριμένο τρόπο που υποδεικνύει ο άγιος παράλληλα προσανατολίζει και τον εμπαθή αδελφό και στην ταπείνωση. Γιατί του λέει αφενός τον αδελφό που ζηλεύει να τον ωθεί διά της προσευχής του επί τα ίχνη του αγίου του και του Κυρίου, αφετέρου τον ίδιο τον εαυτό του να τον θέτει δεύτερο, μετά τον αδελφό: «να φτάσω κι εγώ στα μέτρα του αδελφού!» Η ταπεινή αγάπη πράγματι είναι η λύση του κάθε πάθους, ακόμα και για το μεγάλο πάθος της ζήλειας.  

ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ ὡραιότατος καιρός ἐφέστηκεν, ἡ ἀξιέπαινος ἡμέρα ἔλαμψε τῆς ἐγκρατείας, ἀδελφοί, σπουδάσωμεν καθαρθῆναι˙ ὅπως ἐποφθείημεν, καθαροί τῷ Ποιήσαντι, και τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ ἐπιτύχωμεν, πρεσβείαις τῆς αὐτόν κυησάσης μόνης ἁγνῆς Θεομήτορος» (κάθισμα όρθρου Τριωδίου).

(Έφτασε ο πιο ωραίος και κατάλληλος πνευματικά καιρός, έλαμψε η αξιέπαινη ημέρα της εγκράτειας, αδελφοί. Ας σπεύσουμε να καθαρισθούμε ψυχικά. Με σκοπό και με την ευχή να φανούμε καθαροί στον Δημιουργό μας, και να φθάσουμε να δούμε την ωραιότητά Του, με τις πρεσβείες της μόνης αγνής Θεομήτορος που τον εγέννησε ως άνθρωπο).

Σύντομο σχόλιο στον μακαρισμό του Κυρίου «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» ο ύμνος, μάς υπενθυμίζει ότι όλος ο σκοπός της πνευματικής ασκητικής διαγωγής του χριστιανού, και όχι μόνον βεβαίως του μοναχού και ασκητή, είναι πώς να κοινωνήσει τον Θεό του, πώς να γίνει δηλαδή μέτοχος της θεοποιού ενέργειας του Τριαδικού Θεού: να κατοικήσει ο Θεός μέσα του, κάτι που με άλλες λέξεις ονομάζεται όραση Αυτού ή επίτευξη της ωραιότητάς Του. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η λέξη «ὡραιότης» που χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος μιλώντας για τον Δημιουργό μας Χριστό, διότι σ’ Αυτόν μόνο βρίσκεται η πηγή της ωραιότητας, με την έννοια της απόλυτης αγνότητας και καθαρότητας, συνεπώς με την έννοια του πληρώματος όλων των αγαθών και όλων των χαρίτων. Ωραίος δηλαδή για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ο άνθρωπος που έχει απλώς όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου και σώματος – αυτά είναι με σύντομη ημερομηνία λήξεως και μπορούν να αλλοιωθούν ανά πάσα στιγμή – αλλά ο άνθρωπος που ποθεί να μοιάσει στον Δημιουργό του και κινείται ψυχή τε και σώματι προς τα εκεί που είναι το Φώς Του. Οι άγιοι είναι οι ωραίοι και ώριμοι της ζωής αυτής.

Ποιος ο δρόμος, κατά τον Κύριο και τον εκκλησιαστικό ποιητή, για να φθάσει κανείς στο υπερμέγιστο αυτό ύψος θεοκοινωνίας; Ο αγώνας για κάθαρση της καρδιάς από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές την βρομίζει. Δεν είναι δυνατόν ο απόλυτα καθαρός Θεός να βρει τόπο κατοικίας σε μία καρδιά που πονηρεύεται, δηλαδή δεν είναι στραμμένη εντελώς προς τον Θεό και λειτουργεί με κριτήριο τον εγωισμό της. Και τι πρέπει συγκεκριμένα να κάνει ο άνθρωπος; Να σπεύδει, «σπουδάσωμεν», εκεί που είναι η αγάπη Εκείνου με αντίστοιχο τρόπο πόθου και αγάπης προς Αυτόν. Κι αυτό σημαίνει σπουδή τήρησης των αγίων εντολών του Χριστού, διότι, όπως διαρκώς αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, μέσα στις εντολές και το θέλημα του Κυρίου «κρύβεται» ο Ίδιος. Αγωνιζόμενος λοιπόν ο πιστός να τηρεί τις εντολές του Θεού: την ταπεινή αγάπη πρωτίστως, καθαρίζει την καρδιά του, γεγονός που το καταλαβαίνει από την αίσθηση της σάρκωσης του Θεού μέσα του, ή αλλιώς όπως είπαμε από το άνοιγμα των πνευματικών οφθαλμών του για να θεάται την ωραιότητα του Κυρίου του ως μέτοχος και αυτός της ίδιας ωραιότητας.

Ο άγιος υμνογράφος συμπληρώνει: η Σαρακοστή είναι ο πιο κατάλληλος καιρός για τον πνευματικό αυτόν αγώνα, γιατί προβάλλει την αρετή της εγκράτειας, η οποία καθώς περιορίζει τον αισθητό και υλικό ορίζοντα της ζωής μας μάς οδηγεί εύκολα στον ορίζοντα του Θεού. Κι ακόμη: στον αγώνα αυτόν έχουμε βοηθό την Υπέρμαχο Στρατηγό, την ίδια τη Θεομήτορα, η οποία δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το να βλέπει τα πιστά παιδιά της να ακολουθούν τον Υιό και Θεό της. Δύσκολος ο αγώνας, αλλά η υπέροπλος δύναμις ακατανίκητη.   

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

 

«῾Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της».

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. «Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε» (ωδή ε´). «῾Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)» (ωδή δ´). «Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο»  (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ». Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: «Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας». Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. «Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας»  (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. «Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε» (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και «είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού» (ωδή η´ ). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως; 

26 Μαρτίου 2023

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

«Τήν 26η τοῦ μηνός Μαρτίου ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε ἀπαρχῆς καί ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ ἀρχάγγελος αὐτός διακόνησε στό θεῖο καί ὑπερφυές καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τή σημείωση μάλιστα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στόν Μέγα Συναξαριστή του, «Γαβριήλ θά πεῖ Θεός καί ἄνθρωπος, (ἄνθρωπος Θεοῦ δηλαδή), κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο. Γι᾽ αὐτό κι εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει δέ καί ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας, ὅτι τά ἑπτά στοιχεῖα πού περιέχει τό ὄνομα τοῦ Γαβριήλ σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου τή Γέννηση εὐαγγελίστηκε ὁ Γαβριήλ θά ἔλθει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μετρᾶται ἀπό τήν ἑβδομάδα καί τελειώνει σέ ἑπτά αἰῶνες».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ κινεῖται ἐκστατικά, καθώς ἀναφέρεται στόν ῾παμμέγιστον Γαβριήλ᾽. Δέν ὑπάρχει σχεδόν τροπάριο εἴτε στόν ἑσπερινό εἴτε στόν κανόνα γιά τόν ἀρχάγγελο πού νά μή φανερώνει τόν θαυμασμό καί τή γεμάτη δέος στάση του ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιά τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς τοῦ Γαβριήλ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγνή παιδούλα Μαριάμ, ἀλλά καί γιά τή διπλή ἀδιάκοπη καί ἀέναη στάση του ἀπέναντι στόν Κύριο τοῦ Παντός, τόν Τριαδικό Θεό: τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του καί τήν ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στά κελεύσματα τῆς βουλήσεώς Του. Γιά παράδειγμα: «Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς...παρατηρώντας καί βλέποντας τό τρισήλιο φῶς τοῦ Θεοῦ... φτάνοντας στήν Παρθένο μετέφερε σ᾽ αὐτήν τή χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ θείου καί φρικώδους μυστηρίου (ὅτι θά γεννήσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο)» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Γεμᾶτος ἀπό φῶς πάντοτε καί πράττοντας τό θέλημα καί ἐκτελώντας τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ᾽Αγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε...» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Καθώς φωτίζεσαι μετέχοντας στό φῶς τοῦ πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ, φάνηκες δεύτερο φῶς κι ἐσύ, κραυγάζοντας μαζί μέ τίς ἄπειρες τάξεις τῶν ἀγγέλων: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονο»  (ὠδή ε´).

Ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Γαβριήλ καί ἡ πρωτιά του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀγγέλων φάνηκε κατά τόν ὑμνογράφο κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτόν ὁ παντοκράτωρ Κύριος ἐπέλεξε προκειμένου νά τοῦ ἐμπιστευτεῖ τή φανέρωση τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου, τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου, στήν ἁγνή θεόπαιδα Μαριάμ. Κι εἶναι ἡ ἀνάθεση αὐτή τῆς ἐξαιρετικῆς διακονίας ἀποκάλυψη ταυτοχρόνως καί τῆς δόξας τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαγγέλου, κάτι πού σημαίνει ὅτι ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἕνα διακόνημα, τόσο σπουδαία γίνεται καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἀναλαμβάνει καί τό φέρει εἰς πέρας. «Τό μέγα μυστήριον πού ἦταν ἄγνωστο προηγουμένως στούς ἀγγέλους καί ἀπόκρυφο προαιωνίως, μόνο σ᾽ ἐσένα τό ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, Γαβριήλ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «᾽Αξιώθηκες μέγιστη δόξα, καθώς μᾶς φανέρωσες τό μέγα μυστήριο, μέγιστε ἀρχάγγελε» (ὠδή γ´).

Βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος δέν παραλείπει μαζί μέ τίς παραπάνω ἐκτιμήσεις του νά κάνει καί δύο παρατηρήσεις: πρῶτον, ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ διακόνησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δεδομένου ὅτι τόν βρίσκουμε καί στόν προφήτη Δανιήλ: νά τόν φωτίζει καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει τά μέλλοντα ἐν πνεύματι Θεοῦ (ὠδή δ´), καί στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου: νά τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναίκα του ᾽Ελισάβετ θά γεννήσει τόν ᾽Ιωάννη καί νά τόν ῾τιμωρεῖ᾽ μέ κωφαλαλία λόγω τῆς ἀπιστίας πού ἐπέδειξε (ὠδή ε´)· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ ὅλη ἡ ἀκολουθία ἐπικεντρώνεται δικαίως στόν ἅγιο ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὑμνογράφος θυμᾶται αἴφνης καί τόν ἄλλο μέγιστο ἀρχάγγελο ἅγιο Μιχαήλ, ἀφιερώνοντάς του ἕνα τροπάριο στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἰσοστάσιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Πανέμορφη καί πανένδοξη δυάδα,  Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πού στέκεστε στόν θρόνο τῆς θείας δόξας...» (ὠδή θ´).

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅμως, παρ᾽ ὅλο τό θάμβος πού νιώθει μπροστά στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ ἀρχάγγελο, δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί αὐτός συνιστᾶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι περιορισμένος καί στή δύναμη καί στή γνώση. ᾽Επανειλημμένως, ὅπως ἤδη εἴδαμε, σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν ἀπόκρυφο καί γιά τούς ἀγγέλους, ὁ ἴδιος δέ ὁ Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ὅ,τι διαδραματιζόταν. Τό δοξαστικό μάλιστα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, ἔργο ὄχι τοῦ ᾽Ιωσήφ ἀλλά τοῦ ἐξίσου γνωστοῦ ὑμνογράφου ᾽Ιωάννου τοῦ μοναχοῦ, εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια πού ὑπάρχουν στήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. «Στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ γιά νά εὐαγγελιστεῖ στήν Παρθένο τή σύλληψη. Κι ὅταν ἦλθε στή Ναζαρέτ, σκεπτόταν μέσα του τό θαῦμα μέ ἔκπληξη, ὅτι δηλαδή πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεός θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο! Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, πῶς θά χωρέσει στή μήτρα μίας γυναίκας! Αὐτόν πού δέν μποροῦν νά Τόν ἀτενίσουν τά ἑξαπτέρυγα καί τά πολυόμματα, θέλησε μέ μόνο τόν λόγο Του νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν! Αὐτός πού παρευρίσκεται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν στέκομαι καί δέν λέγω στήν Κόρη: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί Σου;»

Παράλληλα δέ μέ τήν ἔκπληξη τοῦ ἀρχαγγέλου, τονίζεται καί ἡ ἔκπληξη τῆς πανάγνου Μαριάμ, ἡ ὁποία μέ τή φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δι᾽ αὐτῆς θά γεννηθεῖ ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται ἀφενός σοφότατη καί διακριτικότατη, κυριολεκτικά ὁ ἀντίποδας τῆς πρώτης Εὔας, καθώς δέν σπεύδει νά ἀποδεχτεῖ τό παράδοξο καί τό θαῦμα, ἀφετέρου πράγματι Παναγία, καθώς μετά τίς ἐξηγήσεις σπεύδει νά κάνει ὑπακοή σέ ὅ,τι συνιστᾶ θέλημα τοῦ Θεοῦ: «᾽Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».  «Τί σημαίνει ἡ σάν φλόγα μορφή σου; Εἶπε ἡ Σεμνή μέ ἔκπληξη στόν Γαβριήλ. Ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιό τό νόημα τῶν λόγων σου; Μοῦ ὑπόσχεσαι παιδοποιΐα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω πεῖρα ἄνδρα. Φύγε μακριά, μή μέ πλανέψεις, ἄνθρωπε, ὅπως παλιά πλάνεψε ὁ δόλιος ὄφις  τήν προμήτορα Εὔα» (ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ).

Δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως ὁ ἅγιος ποιητής, μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἀρχαγγέλου,  νά μή καταλήγει σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ ζητούμενο τοῦ κάθε πιστοῦ: τήν ἐπέμβαση καί τή μεσιτεία του γιά τή σωτηρία τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας. «Χάλασε τίς ἄσχημες σκέψεις ἐναντίον μας τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, στέριωσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, πάψε τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, μέ τίς παρακλήσεις σου πρός τόν Κτίστη ὅλων» (ὠδή στ´). ᾽Αλλά ἀκόμη περισσότερο, αἰτεῖται ὁ ποιητής τή χάρη νά γίνεται  ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος καθοδηγητής τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καί τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι ὡς δεύτερα φῶτα μετά τό Πρῶτο, τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι οἱ ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων. «᾽Αρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργέ τῆς θεϊκῆς δόξας, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ καί ἀρχηγέ τῶν ἀσωμάτων...» (κοντάκιο).