«Τήν τετραυματισμένην μου ψυχήν καί τεταπεινωμένην ἐπίσκεψαι,
Κύριε, ἰατρέ τῶν νοσούντων καί τῶν ἀπηλπισμένων λιμήν ἀχείμαστε˙ σύ γάρ εἶ ὁ ἐλθών
Λυτρωτής τοῦ Κόσμου ἐγεῖραι ἐκ φθορᾶς τόν παραπεσόντα˙ κἀμέ προσπίπτοντα ἀνάστησον,
διά τό μέγα σου ἔλεος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος βαρύς).
(Επισκέψου, Κύριε, την τραυματισμένη και ταπεινωμένη ψυχή
μου, Συ που είσαι ο ιατρός των νοσούντων και ο γαλήνιος λιμένας των
απελπισμένων. Διότι Εσύ ήλθες ως Λυτρωτής του κόσμου για να σηκώσεις από τη
φθορά τον άνθρωπο που ξέπεσε. Ανάστησε κι εμένα που πέφτω στις αμαρτίες
καθημερινά λόγω του μεγάλου ελέους Σου).
Μέσα σε κλίμα θερμότατης και ζέουσας μετάνοιας ο άγιος
υμνογράφος – σε άλλο σημείο (ωδή θ΄) θα πει ακριβώς να προσέλθουμε στο Πυρ του
Θεού για να καταφλέξουμε τα πάθη μας «θερμοτάτῳ λογισμῷ τῆς μετανοίας» -
βλέπει τον εαυτό του στη θέση του ανθρώπου, από τη γνωστή παραβολή του Καλού
Σαμαρείτου, ο οποίος κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ περιέπεσε σε
ενέδρα ληστών και κινδύνεψε να πεθάνει. Κι ενώ τον προσπέρασαν αδιάφορα δύο
θρησκευτικοί άνθρωποι του Ισραήλ, βρέθηκε ένας (μη πιστός θεωρούμενος)
Σαμαρείτης που όχι ενδιαφέρθηκε για τον ημιθανή άνθρωπο, αλλά αφιέρωσε όσο
μπορούσε τον εαυτό του – τον χρόνο του, την άνεσή του, τα χρήματά του –
προκειμένου να βρει και πάλι την υγεία του ο τραυματισμένος.
Ο εκκλησιαστικός ποιητής κινείται με την καθιερωμένη
ερμηνεία της παραβολής από την Παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας: ο ταλαίπωρος
άνθρωπος είναι γενικά ο άνθρωπος του κόσμου τούτου διαχρονικά και όπου γης, ο
οποίος έπεσε στην παγίδα των ληστών δαιμόνων και έκτοτε στις παγίδες των παθών
της αμαρτίας, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να ταπεινωθεί σ’ έναν κόσμο πια
εχθρικό προς αυτόν, κυριολεκτικά χαμένος και σχεδόν νεκρός! Ο Καλός Σαμαρείτης
είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ακριβώς ήλθε στον
κόσμο ως ο μοναδικός Λυτρωτής και ως ο απόλυτος Ιατρός των ψυχών και των
σωμάτων, ώστε να θεραπεύσει τον άνθρωπο και να τον αποκαταστήσει υγιή,
δεδομένου ότι δεν υπήρχε περιθώριο θεραπείας από οπουδήποτε αλλού.
Τραυματισμένος λοιπόν και ταπεινωμένος από την αμαρτία ο
άγιος υμνογράφος και κάθε άνθρωπος – «μέγα τραῦμα» χαρακτηρίζει μάλιστα
η πίστη μας τον άνθρωπο τον πεσμένο στην αμαρτία. Αλλά ενώ κάθε άνθρωπος
βρίσκεται στην κατάσταση αυτή, δεν έχουν τα μάτια όλοι να δουν την κατάντια και
τις όζουσες πληγές ώστε να αντιδράσουν και σωστά. Μάτια που βλέπουν έχουν μόνο
οι πιστοί στον Χριστό, οι άνθρωποι της Εκκλησίας. Και σαν τον άγιο υμνογράφο
προσφεύγουν στον μόνο Ιατρό, τον Κύριο Ιησού Χριστό, για να Του προσφέρουν
ακριβώς τις πληγές τους. Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της πίστης μας: δεν μας
αντιμετωπίζει «τυφλά» και ανελέητα, ζητώντας μας πράγματα που υπερβαίνουν τις
δυνάμεις μας. Ο Θεός μας γνωρίζει την πτώση μας, έχει πλήρη επίγνωση της
αδυναμίας μας, παρ’ όλα αυτά μάς αγαπά και μάλιστα υπέρμετρα. Γιατί είναι η
πηγή του Ελέους και της Αγάπης, όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «ὄντων
ἡμῶν ἁμαρτωλῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Μας αγάπησε ο Θεός και πέθανε
για χάρη μας, όταν ήμασταν βουτηγμένοι μέσα στις αμαρτίες μας.
Λοιπόν, η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή: να αποδεχτούμε τη
θεραπευτική αγάπη Του, προσφέροντάς Του το μόνο που μπορούμε: τις πληγές και τα
βάσανά μας λόγω της αμαρτίας μας. Ό,τι συνέβη και με τον άγιο Ιερώνυμο, ο
οποίος Χριστούγεννα ευρισκόμενος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, έκλαιγε από
ευγνωμοσύνη προς τον Θεό του, αναλογιζόμενος τις άπειρες ευεργεσίες Του προς
αυτόν και τον κόσμο όλο. Και στη με δάκρυα προσευχή του τι να Του προσφέρει ως
δώρο άκουσε τη φωνή Του: «Ιερώνυμε, τις αμαρτίες σου δώσε μου. Αυτό θα είναι το
μεγαλύτερο δώρο σου σε Μένα». Πρόκειται για τη βεβαίωση του ίδιου του Κυρίου
που αποκαλύπτει ότι «χαρά γίνεται ἐν Οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι».
Βλέπει δηλαδή κανείς τις αμαρτίες του, συναισθάνεται την κατάντια του και με
ελπίδα προσφεύγει στην απειρία της αγάπης του Χριστού μας εν μετανοία; Τότε
προκαλεί τη μεγαλύτερη χαρά σε όλον τον Ουρανό.
Η εμπειρία του κάθε εν επιγνώσει πιστού στην Εκκλησία,
από τον καθημερινό πνευματικό του αγώνα με τις πτώσεις αλλά και με τη μετάνοιά
του, όπως και από το μυστήριο της εξομολογήσεως, νομίζουμε ότι επιβεβαιώνει τον
λόγο του υμνογράφου μας.