Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

03 Οκτωβρίου 2025

ΔΥΟ ΛΑΜΠΡΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Δεν αναφερόμαστε σε συγχρόνους αγίους της Κρήτης, έστω κι αν δεν έχουν ενταχθεί στο αγιολόγιο της Εκκλησίας – υπάρχουν πράγματι πάρα πολλοί. Και μόνο η ονομασία τους θα έπιανε αρκετές σελίδες! Γέροντας Αναστάσιος, Γέροντας Νείλος, π. Γεώργιος Χιωτάκης, π. Ελευθέριος Καψωμένος, Γερόντισσα Γαλακτία, Γερόντισσα Θεοσέμνη! Άνθρωποι που τα χαρίσματά τους έχουν βεβαιωθεί από άλλους μεγάλους οσίους, σαν τον μέγιστο άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη. Μιλάμε τώρα για δύο εν ζωή ακόμη ευρισκομένους ανθρώπους, κατάκοιτους και θεωρούμενους παντελώς αδύναμους, των οποίων όμως η παρουσία λειτουργεί στο πνευματικό εκκλησιαστικό στερέωμα, ιδίως της αγιοτόκου Κρήτης, ως φαεινό νέφος ή ως άστρο ολόλαμπρο, που φωτίζει μέσα πια από τη σιωπή τους κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ επαφή μαζί τους ή και απλώς ζει στον κόσμο τούτο. Γιατί πρόκειται περί ανθρώπων που κινούνται σε άλλο μήκος κύματος πέραν των φυσικών και οριζόντιων διαστάσεων και που η σιωπή τους θα λέγαμε ηχεί ως δυνατή κραυγή που μυστικά κινητοποιεί και ξυπνάει τις συνειδήσεις πολλών ανθρώπων. Ο μοναχός Σωφρόνιος της Ι. Μονής Γουβερνέτου και ο μεγάλος πρώην αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος. Και οι δύο αστέρες και του κόσμου τούτου, πριν η ασθένεια τους επισκεφτεί και τους καταβάλει.

Ο ένας, ο μοναχός Σωφρόνιος, αμερικανός αλλά τρίτης γενιάς Ηπειρώτης την καταγωγή, ο οποίος «στα σαρανταδύο του ήλθε για διακοπές στην Ελλάδα. Καθηγητής ιστορίας, απόφοιτος του Κολούμπια, πρωταθλητής στο μπέιζμπολ στη Νέα Υόρκη, δεινός ορειβάτης που είχε ανεβεί πολλές φορές στις Άλπεις, αντιπρόεδρος μεγάλου Αμερικάνικου Ακαδημαϊκού Ιδρύματος στην Ελλάδα. O δρόμος τον έφερε στο Ακρωτήρι Χανίων και προσκυνητή στη Μονή Γουβερνέτου, όπου του ήλθε η «φώτιση» για αλλαγή πορείας - να γίνει εκεί μοναχός!» Προφανώς όλα τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του αναζητούσε εκείνο που θα γέμιζε την καρδιά του, γιατί όλες οι θέσεις, τα αξιώματα και τα κατορθώματά του ήταν πολύ λίγα γι’ αυτό που ένιωθε ως δίψα στο βάθος της  ψυχής του. Και φάνηκε να το βρίσκει στο Μοναστήρι, μετά μάλιστα τις συζητήσεις με τον Ηγούμενο και τους καλογέρους του.

«Κάποια στιγμή όμως κάτι συνέβη στην υγεία του και έφυγε προκειμένου να αντιμετωπισθεί και επέστρεψε στην Αμερική όπου διαγνώστηκε μια πάθηση, (τερματική νόσος κινητικού νευρώνος το είπανε), που θα τον ακινητοποιούσε. Γύρισε πίσω μετά από ένα τρίμηνο με το μπαστουνάκι υποβοηθούμενος, και είπε στον γέροντα «πρέπει να φύγω γιατί θα αρρωστήσω και ποιος θα με προσέχει» και ο γέροντας του είπε «εδώ είναι το σπίτι του Θεού και το σπίτι σου, άμα θες να μείνεις». Κι έμεινε και ακινητοποιήθηκε, χωρίς πια να μπορεί να τρώει μόνος, να μιλάει, να γράφει, ακίνητος πάνω σ’ ένα νοσοκομειακό κρεβάτι. Και το μόνο που δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια πια μπορεί, είναι να κινεί τα βλέφαρα. «Με τα μάτια γράφει τη σκέψη του στην οθόνη. Δεν γράφει παράπονα για την κατάσταση του, δεν ζητά βοήθεια, δεν γογγύζει. Στέλνει ευχαριστίες στον θεό γιατί βλέπει, γιατί ακούει, γιατί αντιλαμβάνεται το άρωμα των λουλουδιών, γιατί έχει ανθρώπους δίπλα του, γιατί μπορεί να ευχαριστεί. Εδώ διαφαίνεται η δύναμη και το μεγαλείο της ψυχής, ο ηρωισμός που υπερβαίνει τα ανθρώπινα» (Μ. Καστανάκης, Γεν. Χειρουργός, Μαν. Κογχυλάκης, Δάσκαλος).

Δύο φορές τον επισκεφτήκαμε, μία παλαιότερα, μία πολύ πρόσφατα. Και στις δύο – γι’ αυτό και κάνουμε τη συγκεκριμένη αναφορά – είδαμε δύο μάτια που λάμπανε από φως και χαρά. Ελάχιστες φορές στη ζωή μου έχω δει τέτοιο λαμπερό πρόσωπο ν’ ακτινοβολεί απέραντη στοργή και σεβασμό μπροστά σε ιερέα, και το είδα εκεί που θα «έπρεπε κανονικά» να υπάρχει η μαύρη κατάθλιψη και η διάθεση ίσως φυγής από τον κόσμο. Εδώ, τίποτε από αυτά. Γιατί υπάρχει η πίστη στον Χριστό, η ελπίδα σ’ Εκείνον που είναι η πηγή της ζωής και που επιτρέπει την όλη αυτήν κατάσταση στον δούλο Του Σωφρόνιο, για να γίνεται αυτός μέσα από τις ασθένειές του ισχυρότατο κήρυγμα της δύναμης του Θεού. «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» όπως είπε ο Ίδιος στον απόστολό Του Παύλο. Κι έμαθα προ ολίγου ακριβώς καιρό ότι μία γιατρός Αμερικανίδα είχε έλθει στην Κρήτη με σκοπό μοναδικό καθώς ομολόγησε, «να γνωρίσει αυτόν τον μοναχό Σωφρόνιο, που επικοινωνεί μέσω υπολογιστή με παρόμοιους μ’ εκείνον δικούς της ασθενείς και που τους δίνει τεράστια ψυχική δύναμη να υπομείνουν και να αντέξουν το μαρτύριό τους».

Κι ο άλλος, ο μεγάλος όπως είπαμε πρώην αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ειρηναίος, ο θαυμαστός εν λόγοις και έργοις, ο ακούραστος εργάτης του Ευαγγελίου, το εκλεκτό σκεύος του Κυρίου, ο οποίος μέχρι την ώρα της παραιτήσεώς του λόγω ηλικίας και ασθενειών αποτελούσε το στήριγμα όλου του Κρητικού λαού, και όσο ήταν Μητροπολίτης Χανίων και όσο βρέθηκε στη θέση του Αρχιεπισκόπου. Και γιατί μνημονεύουμε ιδιαιτέρως και τον εκκλησιαστικό αυτόν άνδρα; Γιατί κατάκοιτος πια τα τελευταία χρόνια στο Επισκοπείο, απέναντι από τον άγιο Μηνά Ηρακλείου, με αδυναμία να μιλήσει και να επιτελέσει το οτιδήποτε, εξακτινώνει την πλούσια χάρη του Θεού που έχει, μέσα από το βλέμμα του. Τα μάτια κι αυτού του αγιασμένου ανθρώπου λειτουργούν κυριολεκτικά ως φάρος που φωτίζει με χαρά και αγάπη καθένα που θα τον επισκεφτεί. Κι επισκεφτήκαμε και τον άγιο αυτό εξίσου πρόσφατα και νιώσαμε τι σημαίνει «βαθιά καρδιά», να «μιλάει» δηλαδή η καρδιά του μέσα από το πρόσωπό του, έστω κι αν ο εγκέφαλός του αδυνατεί να δώσει την όποια φυσική εντολή.

Δύο κατάκοιτοι, δύο αδύναμοι άνθρωποι, που η φυσική τους αδυναμία όμως μοιάζει ν’ αποτελεί το περιτύλιγμα της δυνάμεως του Θεού. Το φως «δύο λαμπρών αστέρων της Κρήτης»!

02 Οκτωβρίου 2025

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ… Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ!

Τον θυμήθηκα αμέσως και βεβαιώθηκα απολύτως ότι ήταν αυτός, όταν μου έδειξαν και κάποια φωτογραφία του. Μπορεί να είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που τον είχα δει τελευταία φορά, αλλά ήταν ο ίδιος, έστω και παραλλαγμένος λόγω της μακριάς λευκασμένης σε κάποια σημεία γενειάδας του, λίγο σκυφτός και με βλέμμα σεμνό και χαρίεν, που απέπνεε την ειρήνη του Χριστού. Μου έστελνε, είπε ο νεαρός άνδρας που είχε επισκεφτεί το Άγιον Όρος και τον είχε συναντήσει, τα σεβάσματά του κι ότι είχε τις καλύτερες αναμνήσεις από τις συναντήσεις μας στα νεανικά του χρόνια.

«Σας περιμένει, πάτερ, να πάτε στο Όρος με την πρώτη ευκαιρία, γιατί εκείνος δεν βγαίνει καθόλου έξω στον κόσμο».

 Ο ιερομόναχος Νικόδημος τώρα, ο νέος φοιτητής της θεολογίας τότε, Ανδρέας στο όνομα, που τα βήματά του τον είχαν οδηγήσει στον Ναό για να συζητήσουμε ένα θέμα, που ναι μεν είχε πάρει τη γνώμη του πνευματικού του, αλλά εκείνος τον παρότρυνε να έλθει και σ’ εμένα, «να δούμε τι θα σου πει και αυτός ο ιερέας που σχετίζεται με πολλούς νέους» του είπε. Και ήλθε και συζητήσαμε, για να καταλήξουμε βεβαίως σε ό,τι του είχε επισημάνει ο πνευματικός του, ένας φωτισμένος πράγματι άνθρωπος με μεγάλη πείρα, γι’ αυτό και με παραξένεψε το γεγονός ότι τον έστειλε και στο δικό μου πετραχήλι.

Ήλθε και άλλες φορές, όχι για εξομολόγηση, αλλά απλώς να συζητήσουμε. Κι ήταν κάποια στιγμή που φορτισμένος καθώς ήταν - μάλλον το μετάνιωσε αργότερα, γιατί μόνον στον πνευματικό του τα είχε πει - μου άνοιξε την καρδιά του και μου φανέρωσε κάποιες εμπειρίες από την πνευματική του ζωή, που με έκαναν να σταθώ μπροστά του με χαρά και με φόβο. Χαρά γιατί ένα τόσο νέο παιδί, εικοσάχρονο περίπου, δέχτηκε από τον Κύριο πλούσιο το έλεος και τη χάρη Του, μία πλάτυνση της καρδιάς του και έναν γλυκασμό της ψυχής του που δεν απαντάς στην εποχή μας παρά πολύ σπάνια και μάλιστα μέσα στον κόσμο. Φόβο γιατί μία μεγάλη χάρη που επισημαίνεις σε τόσο νεαρή ηλικία εγκυμονεί πνευματικές παγίδες, δηλαδή να περιπέσει αυτός που την έχει δεχτεί σε μία κενοδοξία και σε υπερήφανους λογισμούς, που είναι ό,τι χειρότερο στην πνευματική ζωή.

«Όταν διαβάζω την Αγία Γραφή ή τα πατερικά κείμενα, πάτερ» είχε πει με συστολή ο Ανδρέας, «και μάλιστα τη Φιλοκαλία, αισθάνομαι τέτοια χαρά, που πάει να σπάσει η καρδιά μου. Τίποτε εξωτερικό δεν με ελκύει, γεγονός που κάνει τους γονείς μου να ανησυχούν λίγο. Είναι σαν να έχω βρει έναν εσωτερικό Παράδεισο στα όρια της καρδιάς μου, που απλώνεται τόσο πολύ σαν να περικλείεται μέσα σ’ αυτόν όλος ο κόσμος. Και κάποιες φορές, προσευχόμενος με την ευχή του Ιησού αισθάνομαι τέτοια κύματα και παφλασμούς αγάπης που λίγο… κλονίζομαι. Μία φορά σε τέτοια ένταση πνευματική ευρισκόμενος φοβήθηκα και… σταμάτησα. Δεν ήταν μόνο η ψυχή μου, ήταν και το σώμα μου που μετείχε στη μέθεξη αυτή, γι’ αυτό και έτρεξα στον πνευματικό μου να τον ρωτήσω, μήπως τελικώς βρίσκομαι σε πλάνη, μήπως όλο αυτό το εξαίσιο για μένα είναι παγίδα που θα μου δημιουργήσει κάποια πτώση!»

«Τι σου είπε;» ρώτησα σιγά. «Γιατί η γνώμη του πνευματικού σε τέτοια θέματα είναι πολύ κρίσιμη».

«Μου είπε ότι δεν πρέπει να φοβάμαι, γιατί “φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη”, αλλά να μη δίνω ιδιαίτερη σημασία στα συμβάντα αυτά και να επικεντρώνω τη σκέψη και την όλη ενέργεια της ζωής μου στις εντολές του Κυρίου. Διότι ναι μεν ο Κύριος έχει κάποιο σκοπό που επιτρέπει τέτοιες επισκέψεις της χάρης Του, αλλά αυτό γίνεται για να με ενισχύσει στον πνευματικό μου αγώνα που δεν είναι άλλος από την τήρηση του αγίου θελήματός Του. Κι επίσης να είμαι έτοιμος ο Ίδιος που μου δίνει τα δώρα αυτά, ο Ίδιος και να τα άρει, όταν θα κρίνει ότι δεν θα είναι προς το συμφέρον μου».

«Νομίζω πως έχει δίκιο ο πνευματικός σου» συμφώνησα κι εγώ. «Διότι το ζητούμενο από τον χριστιανό δεν είναι τα δώρα του Θεού, κάτι που Εκείνος κρίνει πότε θα τα δώσει σε κάποιον ή όχι, αλλά ο συντονισμός του με τον Ίδιο, την πηγή κάθε αγαθού, κι αυτό περνάει μέσα από τις εντολές Του. Δεν υπάρχει, Ανδρέα μου, όπως καλά γνωρίζεις, σημαντικότερο και σπουδαιότερο πράγμα στη ζωή αυτή από τις άγιες εντολές του Χριστού μας, διότι αυτές είναι που περικλείουν τον ίδιο τον Κύριο – είναι ο διακόπτης που πατάμε για να ανάψει το φως Του μέσα στην ύπαρξή μας, την ψυχή και το σώμα μας. Οπότε, ναι! Ο Κύριος σου δίνει τα δώρα Του μέσα στο βαθύ σχέδιό Του για σένα, λίγο νωρίς ίσως, αλλά θα είναι πρόβλημα αν επικεντρώσεις μόνο σ’ αυτά».

«Ναι, πάτερ, το έχω υπ’ όψιν μου, μου το επισήμανε ο πνευματικός μου, το βεβαιώνετε κι εσείς, γι’ αυτό και λίγο όπως είπα φοβάμαι».

Πέρασε αρκετός καιρός από τις συναντήσεις μας αυτές, δεν ξαναείδα τον Ανδρέα, μέχρις ότου συνάντησα κάποια στιγμή τον πνευματικό του σε κάποιο Θεολογικό Συνέδριο στην Αθήνα. Βρήκα την ευκαιρία και του είπα για τις συζητήσεις μας, για το πόσο μου είχε κάνει εντύπωση η όλη πορεία του, το πνευματικό του βάθος, οι εμπειρίες του. Κι ήταν η στιγμή που έμαθα ακόμη λίγα πράγματα και την περαιτέρω εξέλιξή του.

«Ο Ανδρέας τελείωσε τη Θεολογική Σχολή, αδελφέ μου, πήγε στον Στρατό, πήρε απολυτήριο κι ήλθε η ώρα η κρίσιμη για την κατεύθυνση της ζωής του. Οι γονείς του, άνθρωποι της Εκκλησίας βεβαίως, αγωνιούσαν μη γίνει καλόγερος και τον χάσουν – ήταν και γι’ αυτούς πράγματι κάτι μοναδικό στην όλη οικογένεια: πάντοτε χαρούμενος, πρόθυμος σε όποια εξυπηρέτηση, μία διαρκής υπόμνηση της κατά Χριστόν ζωής. Εκείνο που αποτελούσε το «αγκάθι» τους από τη ζωή του ήταν η αυστηρή ασκητική ζωή του, σχεδόν καλογερική, η αδιάκοπη παρουσία του στον Ναό της ενορίας του, είτε για όρθρο και λειτουργία είτε για εσπερινό, το μηδαμινό ενδιαφέρον του γι’ αυτό που λέμε κοινωνική ζωή, η άρνησή του να θέλει να δει έστω και λίγο τηλεόραση. Κι ακόμη, κάτι που έκανε και εμένα ως πνευματικό του να του βάζω «επιτίμιο»: η σχεδόν απόλυτη σιωπή του. Ο Ανδρέας, αδελφέ μου, ασκούσε έντονα την αρετή της σιωπής. Όταν του μιλούσαν βεβαίως απαντούσε και μάλιστα ευχάριστα. Αλλά πέραν τούτου… ουδέν! Οπότε, για να τον προφυλάξω, κι αυτόν και τους συγγενείς του, από πιθανόν πειρασμούς, του έδινα «εντολή» να… μιλάει! Αλλά βλέπετε, πάτερ, το αποτέλεσμα: πράγματι ο Ανδρέας ζούσε καταστάσεις υπέρ φύσιν. Ο Χριστός του προσφερόταν κατά την αναλογία της δικής του αγάπης και προσφοράς».

Η αγωνία μου αποκορυφώθηκε. «Τώρα, τι κάνει; Πού είναι;»

«Ναι, έχεις δίκιο ίσως να αγωνιάς. Γιατί τέτοια παιδιά τα βάζει στόχο ο Πονηρός και αγωνίζεται να τα παρασύρει με δόλιους και πάμπολλους τρόπους. Δυστυχώς…η εξέλιξή του…» άφησε τη φράση του να αιωρείται κι ένα αδιόρατο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του, «δυστυχώς… η εξέλιξή του…» επανέλαβε «ήταν η χειρότερη δυνατή για τους… γονείς του!»

«Δηλαδή; Έγινε… καλόγερος;» έσπευσα αμέσως να απαντήσω.

«Ναι, αδελφέ μου. Ένας τέτοιος νέος που θα μπορούσε βεβαίως λόγω της φιλοτιμίας του παντού να προκόψει, έκανε την επιλογή που θεωρούσε μονόδρομο της ζωής του. Δεν γινόταν, μου είπε λίγο πριν φύγει για το Άγιον Όρος, αυτά που έζησα να μη τα συνεχίσω στον μόνο δρόμο που βλέπω για εμένα: τον μοναχισμό. Συνήργησε ασφαλώς γι’ αυτό και το γεγονός ότι στη Σχολή του γνώρισε και συνδέθηκε με νέους που είχαν επαφές με σπουδαίο Γέροντα του Αγίου Όρους, ο οποίος είχε υπάρξει Πανεπιστημιακός και είχε αφήσει όνομα που σφράγισε τη Σχολή. Τον γνώρισε κι εκείνος, θέλχθηκε από τη μορφή του, μορφή αληθινά αγία, από τον πλούτο των θεολογικών του γνώσεων, κυρίως όμως από την αγία του βιοτή. Κι η απόφασή του για τον δρόμο της ζωής του έκτοτε έγινε, όπως είπαμε, μονόδρομος. Καλογέρεψε – είχα πάει στην κουρά του που ήταν για μένα μοναδικό πνευματικό γεγονός – κι ύστερα από κάποιο διάστημα χειροτονήθηκε και ιερέας. Κι είναι λοιπόν σήμερα ο ιερομόναχος Νικόδημος».  

Επανήλθα! Ξανακοίταξα τη φωτογραφία που μου είχε δώσει ο νεαρός προσκυνητής του Όρους – δάκρυα πήραν να κυλάνε στα μάτια μου, που δεν θέλησα να σκουπίσω. Γιατί ήταν δάκρυα χαράς για εκείνον, λύπης για εμένα. Ο πάτερ Νικόδημος με το βλέμμα του με έλεγχε μέσα στην αγάπη του και μου έδειχνε πόσο λίγο και μικρός ήμουν. Κι ήταν σημάδι αυτό της αγιασμένης πορείας του: όταν ο άλλος σε προκαλεί σε μετάνοια και σε στροφή προς τον εαυτό σου σημαίνει ότι είναι αληθινά άνθρωπος του Θεού.

«Θα έρθω με την πρώτη ευκαιρία να σε βρω» του υποσχέθηκα νοερά βλέποντάς τον στη φωτογραφία. «Θα πάω να τον βρω με την πρώτη ευκαιρία» είπα στον νεαρό με σπασμένη φωνή και σε ευχαριστώ για το δώρο που μου έκανες!    

05 Σεπτεμβρίου 2025

Η ΑΓΑΠΗΤΗ ΜΑΣ ΚΥΡΙΑ ΣΟΦΙΑ

Δεν ανήκε στην ενορία μας. Ερχόταν όμως τακτικά, ιδίως τα τελευταία χρόνια, γιατί είχε συνδεθεί ιδιαιτέρως με κάποιες συγκεκριμένες κυρίες, οι οποίες όταν τη γνώρισαν αντιλήφθηκαν αμέσως το μεγαλείο της ψυχής της. Η κυρία Σοφία, η Σοφία μας για τους πολλούς που την ήξεραν, η «Σόφια» ή «Τσόφα» και με ποντιακή εκφορά. Μας το έλεγε και το χαιρόταν αφάνταστα η ίδια, γιατί ενώ δεν είχε κάποια ποντιακή οικογενειακή ρίζα – Κωνσταντινουπολίτισσα  ήταν  – όμως αγαπούσε υπερβαλλόντως τον Πόντο και τους Ποντίους, τόσο που αρκετό καιρό είχε αναλάβει τον αγώνα να μάθει καλά και την ποντιακή διάλεκτο.

Καθηγήτρια Αγγλικής - κάτι που εξηγεί και το χάρισμά της να κινείται με άνεση στο θέμα των ξένων γλωσσών - βρέθηκε στην Αγγλία όπου και παντρεύτηκε Άγγλο καθηγητή Πανεπιστημίου, με τον οποίο έζησε πολύ καλά για αρκετά χρόνια χωρίς να αποκτήσει όμως παιδιά, παρ’ όλη τη βαθιά επιθυμία της για κάτι τέτοιο. Κι όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή αυτή, εκείνη γύρισε πίσω, στην αγαπημένη της Ελλάδα και στους λιγοστούς συγγενείς της.

Δεν πτοήθηκε που δεν έκανε δικά της παιδιά. Γιατί απέκτησε πλήθος παιδιών, μικρών και μεγάλων, λόγω ακριβώς της εργασίας της. Δεν ήταν απλώς μία καθηγήτρια Αγγλικών. Ήταν η Δασκάλα, με Δέλτα κεφαλαίο, με εύρος και βάθος και της ελληνικής, αλλά και της αγγλικής βεβαίως γλώσσας, που σπάνια συναντάς σ’ αυτό το «επάγγελμα». Γιατί δινόταν ολόκληρη στους μαθητές της, οι οποίοι την αγαπούσαν τόσο πολύ που οι εκδηλώσεις απέναντί της ξεπερνούσαν θα έλεγε κανείς μερικές φορές και τις εκδηλώσεις απέναντι στους ίδιους τους γονείς! Και δεν είναι υπερβολή!  

Κι έπαιζε ρόλο σ’ αυτό και η εμφάνισή της. Θα μπορούσε κανείς να πει όταν την έβλεπε, ότι ήταν ο ορισμός της αρχοντιάς. Αρχοντική γυναίκα με τα φροντισμένα ξανθά κοντά μαλλιά της, με το διακριτικότατο ελαφρό βάψιμό της, με τα μεγάλα της μάτια, με την καταπληκτικά φροντισμένη, όχι όμως εξεζητημένη, ενδυμασία της. Να βλέπεις μία μεγάλη και ώριμη κυρία που απέπνεε το άρωμα της σεμνότητας και της σοβαρότητας από μακριά, μέσα όμως από μία φροντισμένη όπως είπαμε ενδυμασία σε λευκές ή γαλάζιες αποχρώσεις, δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Γι’ αυτό και έλκυε τα βλέμματα με σεβασμό χωρίς ποτέ να προκαλεί.

Θα σκεφτεί κανείς πως μία τέτοια γυναίκα θα ήταν το επίκεντρο των γυναικών που την περιστοίχιζαν – με τους άνδρες, πέραν των πολύ γνωστών της, δεν είχε καμία επαφή. Κι όμως! Στεκόταν έτσι σαν να ήταν το μαθητούδι που επιζητεί την αναγνώριση των μεγάλων. Το ενδιαφέρον της ήταν στραμμένο στις  φίλες της και τα προβλήματά τους. Κι όταν άκουγε κάτι στενάχωρο δεν άντεχε – ένα δάκρυ ύγραινε τα μάτια της, τα κρυμμένα πίσω από τα σοβαρά μαύρα γυαλιά της. Ο δε σεβασμός προς τους ιερείς υπέρμετρος – ντρεπόταν και να τους κοιτάξει!

Κι αρρώστησε η αγαπητή Σοφία και μάλιστα σοβαρά. Ο καρκίνος άρχιζε ύπουλα να της τρώει τα σωθικά, όταν μάλιστα εκδηλώθηκε τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού. Οπότε απομονώθηκε στο νοσοκομείο, χωρίς να μπορεί κανείς να την επισκεφτεί – μόνο το τηλέφωνο ήταν ο δρόμος επικοινωνίας της. Κι ευρισκόμενη εκεί, λίγο καιρό πριν απέλθει κι αυτή από τον μάταιο τούτο κόσμο, με πίστη όμως μεγάλη και μαρτυρική διάθεση, συνέβησαν δύο πράγματα, όντως αξιομνημόνευτα.

Το πρώτο. Δέχτηκε μερικά τηλέφωνα κάποια στιγμή μαθητών της που έμαθαν για την αρρώστια της. Ήθελαν να της συμπαρασταθούν και να την επισκεφτούν, αλλά τούτο ήταν αδύνατο. Και μιλάμε για μαθητές όχι τυχαίους: ανθρώπους πια μεγάλους, Έλληνες και ξένους – φοιτητές, διδακτορικούς, μεταδιδακτορικούς, καθηγητές. Είπαμε πως ήταν σπάνιο είδος δασκάλου της Αγγλικής αλλά και της Ελληνικής γλώσσας. Και κάποιοι την πήραν τηλέφωνο. Εξέφρασαν τη συμπαράστασή τους, την ευγνωμοσύνη τους, τον πόθο τους να τη δουν… Και την παρεκάλεσαν αν γίνεται να κοιτάξει έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου. Κι έσκυψε και είδε! Και όχι μόνο συγκινήθηκε, μα κλάματα τράνταξαν το κουρασμένο και πονεμένο κορμί της. Γιατί τι είδε; Δεκαεννέα μαθητές της, ξένους και Έλληνες όπως είπαμε, ο καθένας τους να κρατάει τη σημαία της πατρίδας του, να βρίσκονται ακροβολισμένοι στο πεζοδρόμιο απέναντι του νοσοκομείου, να τη χαιρετούν, να της στέλνουν φιλιά, να κουνάνε τη σημαία, με το τηλέφωνο να της εκδηλώνουν την αγάπη τους! Κόντεψε να σπάσει η καρδιά της. Όσο μπορούσε ανταποκρίθηκε, τους χαιρέτησε, κούνησε κι αυτή τα χέρια της. Μία ζεστασιά αγάπης πλημμύρισε την ύπαρξή της, με δάκρυα αναφέρθηκε στον Χριστό  και την Παναγία της. «Ευχαριστώ, Χριστέ μου. Ευχαριστώ, Παναγία μου!» έλεγε αδιάκοπα. Μοναδικό και αξεπέραστο γεγονός.

Και το δεύτερο. Στο διάστημα που βρισκόταν στο νοσοκομείο άκουγε τα εκκλησιαστικά ραδιόφωνα. Μα της έλειπε – καθώς έλεγε – και η σύναξη Μελέτης Γραφής στην ενορία μου και δικιά της ενορία τα τελευταία χρόνια. Κάθε Δευτέρα που γινόταν ο εσπερινός, η παράκληση στην Παναγία μας, η μελέτη του λόγου του Θεού, εκεί πρώτη βρισκόταν και η Σοφία. Κι αυτό της είχε λείψει. Και για την ακρόαση και την προσευχή και για την κοινωνία με τους άλλους. Και τι σκέφτηκαν οι φίλες της και η ίδια; Να συμμετέχει κάθε Δευτέρα μέσω του τηλεφώνου. Την ώρα που ξεκινούσε ιδίως η μελέτη της Αγίας Γραφής, ένα τηλέφωνο από κάποια κυρία τοποθετείτο ανοικτό στο τραπέζι που χρησιμοποιούσαμε για την ομιλία. Κι αυτά που λέγονταν ακούγονταν και στη Σοφία, αλλά και όχι μόνο σ’ αυτήν. Γιατί μάθαμε πως καλούσε και άλλους στο δωμάτιο από τους αρρώστους, κι όσοι άντεχαν και μπορούσαν παρακολουθούσαν κι εκείνοι. Κι ήταν εξόχως συγκινητική η στιγμή, όταν μάθαμε πως στέλνοντας την ευχή μας και σ’ εκείνους και λέγοντας στον κόσμο της ενορίας πως παρευρίσκονται μέσω των ερτζιανών και οι συγκεκριμένοι ασθενείς, η Σοφία και οι άλλοι δάκρυζαν και έκλαιγαν – κάποιοι συνάνθρωποί τους από το… «πουθενά», τους σκέπτονταν, τους θεωρούσαν παρόντες, τους μιλούσαν!

Έφυγε η Σοφία, έχοντας οσιακό τέλος – η αρρώστια της την καθάρισε στο έπακρο! Δοξολογούσε τον Κύριο και για τον καρκίνο και για ό,τι άλλο της επέτρεψε στη ζωή της, ιδίως αφότου κοινώνησε με μεγάλη συναίσθηση των αχράντων μυστηρίων. Κι άφησε ένα μεγάλο κενό, που στην πραγματικότητα είναι μεγάλο πλήρωμα. Γιατί στο διάστημα που έζησε γέμισε με Χριστό τον κόσμο της, τον κόσμο μας. Ο Θεός να την αναπαύει!  

01 Σεπτεμβρίου 2025

ΤΟΥΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΑ ΚΙ ΑΥΤΟΥΣ…

Η γιαγιά Σοφία που έφυγε από τη ζωή αυτή υπερπλήρης ημερών - στα 97 είχε μπει όταν άφησε την τελευταία της πνοή - ήταν ένα σπάνιο είδος ανθρώπου. Δεν ήταν μόνο η καταγωγή της – Σμυρνιά βέρα από το Κορδελιό – αλλά το ποιόν που λέμε του χαρακτήρα της: άνθρωπος ντόμπρος, ευχάριστος σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, με καθαρό μυαλό που μπορούσε να επισημαίνει το ουσιώδες από το δευτερεύον και περιττό, κυρίως όμως με μία πίστη βαθειά στον Χριστό και την Εκκλησία, που όταν προκλήθηκε στα χρόνια που βρέθηκε στην Αμερική κοντά στην πρωτοκόρη της, (καθώς εκεί που εργαζόταν ως ράπτρια για μία δεκαετία την προσέγγισαν διάφοροι Προτεστάντες), εκείνη με λόγο βέβαιο και σταράτο δεν άφησε ούτε στιγμή να της αλλάξουν τα μυαλά, να την επηρεάσουν ή έστω να της ενσπείρουν την παραμικρή αμφιβολία.

Στα ένδεκά της βρέθηκε με τους γονείς της, τον Σταμάτη και την Ευαγγελία, πρόσφυγες στην Ελλάδα λόγω της καταστροφής της Σμύρνης το ’22, με τελική κατάληξη τον Πειραιά, τη Νέα Καλλίπολη και τα βράχια της Πειραϊκής. Εκεί μεγάλωσε, εκεί παντρεύτηκε, εκεί έκανε τις τρεις κόρες της. Και δεν ήταν βέβαια μόνο ο κατατρεγμός της προσφυγιάς, αλλά και τα «χτυπήματα» της μετέπειτα ζωής της. Γιατί το 1944 στον βομβαρδισμό του Πειραιά έχασε τον άνδρα της τον Μιχάλη κι έμεινε με τις δύο κόρες της και την τρίτη της μέσα στην κοιλιά. Παρ’ όλα αυτά δεν το έβαλε κάτω. Φύσει αισιόδοξος χαρακτήρας πρόσβλεπε στον Χριστό και πατούσε στέρεα στη γη. «Κι αυτό θα περάσει!» συνήθιζε να λέει. «Αύριο μια καινούργια μέρα ξημερώνει». Κι έτσι επέζησε και έζησε και καλοέζησε τελικά, κι έφτασε όπως είπαμε και στην Αμερική - προσκεκλημένη από την κόρη της που βρέθηκε εκεί ξενιτεμένη και παντρεμένη - για να δουλέψει και να πάρει μάλιστα και σύνταξη αμερικάνικη που της έδινε τη δυνατότητα και την άνεση να είναι ανεξάρτητη μέχρι τέλους οικονομικά, αφότου μάλιστα βρέθηκε και πάλι πίσω στην πατρίδα μαζί με τις άλλες κόρες της και τις οικογένειές τους.

Η γιαγιά η Σοφία! Θυμάμαι να της δίνουμε, ακόμη και μετά τα ογδόντα πέντε της, να διαβάσει βιβλία που ήταν το πάθος της, και μας τα επέστρεφε μετά τρεις ή τέσσερις μέρες ασκώντας ουσιαστική κριτική και επισημαίνοντας στοιχεία που μόνον κάποιος έμπειρος αναγνώστης θα μπορούσε να επισημάνει. Κι όταν ερχόταν η ώρα να εξομολογηθεί, έβλεπες τον άνθρωπο που η μετάνοια αποτελούσε καίριο γνώρισμα της ύπαρξής του χωρίς να μπορεί να κρατήσει κακία για οποιοδήποτε άνθρωπο. «Ένα πουλάκι τ’ ουρανού» είναι η γιαγιά, λέγαμε όλοι μας, βλέποντας βεβαίως και τη διατροφή της που κυριολεκτικά ήταν παρόμοια του… σπουργιτιού! Της άρεσαν, πρέπει να πούμε, και οι εκδρομές και οι διάφορες εξορμήσεις. Και δεν υπήρχε περίπτωση να την καλέσουμε να έρθει μαζί μας σε κάποιες εξόδους μας χωρίς αυτή να είναι στην… πόρτα σε λιγότερο από τρία λεπτά.

Ένα πράγμα μόνο δεν μπορούσε να ξεπεράσει˙ κάποιους εφιάλτες της από τα παιδικά της χρόνια με τους Τούρκους, όταν μικρό παιδί έβλεπε την καταστροφή της αγαπημένης της Σμύρνης από εκείνους που νόμιζε ότι ζουν μαζί αγαπημένοι, όταν μη πολυκαταλαβαίνοντας έβλεπε τον τρόμο στα μάτια των γονιών της και των δικών της ανθρώπων από την αγωνία τους για την επιβίωσή τους. Το «γιατί;» της παιδικής ψυχής της δεν μπορούσε να βρει απάντηση και δικαίωση, κάτι που μάλλον συνεχίστηκε και στα μετέπειτα χρόνια. Κι ήταν τότε που ταραγμένη και καταϊδρωμένη ξυπνούσε μέχρι τα γεράματά της από τους εφιάλτες αυτούς, λέγοντας πάντοτε ότι έβλεπε Τούρκους που ήθελε να τους…  χαστουκίσει ή τους είχε ήδη χαστουκίσει!

Και πέρασε ο καιρός και βρέθηκε η γιαγιά που αλαφροπατούσε στη γη στα στερνά της. Χρειάστηκε μάλιστα να βρεθεί και σε κλινική για προβλήματα της καρδιάς της, οπότε με πολλή στοργή όλοι, θέλοντας να τη διασκεδάσουν τη ρωτούσαν: «Γιαγιά, τι έγινε; Σήμερα… έδειρες κανέναν Τούρκο;» Κι ήταν η απάντηση πια της γιαγιάς εκείνο που μάλλον την απελευθέρωσε εντελώς από τα γήινα και την έκανε να βρεθεί στην αγκαλιά του αγαπημένου της Κυρίου και της λατρεμένης της Παναγίας πολύ σύντομα πια. «Πάει κι αυτό! Τους έχω συγχωρέσει κι αυτούς! Και όλους μα όλους!»

Μακάρια ψυχή η γιαγιά η Σοφία! Από εκείνες τις ψυχές που πέρασαν από τον κόσμο και άφησαν ευωδία Χριστού στο πέρασμά τους! Να έχουμε την ευχή της! 

25 Αυγούστου 2025

Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΣΟΥ…

 Ο νεαρός κληρικός μόλις τελείωσε το κήρυγμα την ώρα του κοινωνικού και εισήλθε και πάλι στο άγιο Βήμα. Ήξερε ότι είχε έλθει στον Ναό του προκειμένου να λάβει μέρος σε μνημόσυνο γνωστού του Ιεράρχης πολιός και Γέροντας, εγνωσμένης θεολογικής καταρτίσεως και ρητορικής δεινότητας. Του έκανε νόημα να τον πλησιάσει. «Σεβασμιώτατε, την ευχή σας!» έσκυψε και του φίλησε με πολύ σεβασμό το χέρι του ο ιεροκήρυκας. «Του Κυρίου και της Παναγίας μας!» απάντησε. «Θέλω να σου πω ότι κήρυξες ωραία, με μεστό θεολογικό λόγο και με σεμνότητα. Όμως, να ξέρεις, ότι η επιτυχία του κηρύγματός σου δεν έγκειται κυρίως σ’ αυτό. Είναι που είσαι… σύντομος! Γιατί αν δεις τον ενορίτη σου, που στέκει μάλιστα όρθιος, να αλλάζει ποδάρι, ήδη τον έχασες!» «Να ’ναι ευλογημένο, Σεβασμιώτατε. Το ίδιο μας λέει συχνά και ο Μητροπολίτης μας. Το κήρυγμά μας δεν πρέπει, πλην λίγων εξαιρέσεων, να ξεπερνά τα δέκα με δώδεκα λεπτά». Κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας με τον οικείο Δεσπότη. Δεν πρόλαβαν να πούνε περισσότερα, γιατί δεν ήταν της ώρας. Όμως τα λόγια του πράγματι συχνά τα έφερνε στον νου ο νέος κληρικός, έστω κι αν τα χρόνια πια περνούσαν με ρυθμό γρήγορο.

Τα θυμήθηκε και πάλι έντονα πολλά χρόνια αργότερα, όταν έτυχε να λειτουργήσει σε άλλον Ναό εκτός της Μητροπόλεως που ανήκε, στον οποίο όμως παρευρισκόταν και ο παραιτηθείς Μητροπολίτης του κανονικού Ναού του. Μεγάλος πια στην ηλικία ο Επίσκοπος και με προβλήματα υγείας προτίμησε, δείχνοντας και το μεγαλείο του, να αφήσει τη θέση του, για να μπορέσει πιο άνετα να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Συναντήθηκαν λοιπόν ο Μητροπολίτης και ο προχωρημένος πια στην ηλικία κι αυτός κληρικός. Οι ιερείς του εκεί Ναού παρεκάλεσαν τον παπά να μιλήσει, εκείνος ανταποκρίθηκε και στο τέλος βρέθηκαν στο αρχονταρίκι του Ναού να θυμούνται τα παλιά ο παπάς και ο Δεσπότης, ο οποίος μάλιστα ήταν εκείνος που είχε χειροτονήσει τον παπά, διάκονο και πρεσβύτερο.

Στην κουβέντα πάνω, πίνοντας και τον καφέ τους, παρευρισκομένης και της παπαδιάς, ο ιερέας θέλησε να πει και το… παράπονό του στον Δεσπότη, για να βρει συμπαράσταση. «Σεβασμιώτατε, θέλω κάτι να σας πω, μιας που είναι εδώ και η παπαδιά. Όταν βγαίνω να κηρύξω, είτε στον Ναό μου είτε κάπου αλλού που τύχει να βρεθώ, η πρεσβυτέρα από εδώ μου κάνει κάποιες φορές παρατήρηση, λέγοντάς μου ότι ξεπερνώ τον καθορισμένο χρόνο για το κήρυγμα. “Κουράζεις τον κόσμο” μου λέει, “έστω κι αν λες σπουδαία πράγματα. Ο κόσμος στην εποχή μας δεν αντέχει τα μακριά κηρύγματα”. Και πρέπει να σας πω, άγιε Δέσποτα, ότι σπανίως ξεπερνώ τα δεκαπέντε λεπτά. Τότε που τα ξεπερνώ όμως κάνει την παρατήρηση. Μάλιστα, χαριτολογώντας λέει ότι θα σηκώνει και πανό που θα λέει: Τελείωνε!»

Είπε και ήταν σίγουρος ότι ο Γέρων Δεσπότης, ο οποίος σημειωτέον είχε αναλωθεί στο γραπτό και στο προφορικό κήρυγμα όλα τα χρόνια της ιερατικής και αρχιερατικής του διακονίας, θα στρεφόταν στην πρεσβυτέρα για να τη… μαλώσει. Περίμενε ότι θα της έλεγε ότι ο λόγος του Θεού πρέπει να ακούγεται και κυρίως αυτή να ενισχύει τον παπά της να μιλάει και περισσότερο! Ο Δέσποτας κοντοστάθηκε για λίγο κι έπειτα γύρισε και με χαμογελαστό πρόσωπο, πιάνοντας και το χέρι του παπά, του είπε με μεγάλη στοργή: «Να ακούς την παπαδιά σου, παπά μου. Να την ακούς!» Ο ιερέας κατέβασε το κεφάλι, χαμογέλασε, ευχαρίστησε νοερά τον Κύριο για τη σύνεση και τη σοφία του Δεσπότη αλλά και της… παπαδιάς του, και σήκωσε το φλυτζάνι του για να συνεχίσει να πίνει τον μέτριο ελληνικό καφέ του!

20 Αυγούστου 2025

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑΣ, ΟΧΙ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ!

Η ατμόσφαιρα μέσα στο παλιό θαλασσινό εξωκκλήσι, πανέμορφο και εσωτερικά αλλά και εξωτερικά – η φυσική του τοποθεσία ήταν κυριολεκτικά μαγευτική, καθώς τα βράχια που το περιέβαλαν, εκτός από τη λωρίδα γης που την ένωναν με την ξηρά, διαρκώς ερωτοτροπούσαν με τη θάλασσα είτε στις μπουνάτσες της είτε στις αγριάδες της – ήταν πραγματικά κατανυκτική. Το παλιό τέμπλο με τις γλυκές εικονογραφίες του, τα σεμνά καντηλάκια που τρεμόπαιζαν από τις μικρές ριπές του πελαγίσιου αέρα που δέχονταν από τις ανοιχτές θύρες, τα λιγοστά στασίδια στα πλαϊνά των τοίχων, το βοτσαλωτό δάπεδο ποιος ξέρει πόσων χρόνων, το κάθε τι που ανέπνεες στον μικρό ναό τον αφιερωμένο στη μάνα Παναγιά, σου δημιουργούσαν την αίσθηση μιας εγγύτητας προς τον Κύριο που σε υπέβαλε και σε παρακινούσε να ψάλεις, να προσευχηθείς, να αναβλύσει από την καρδιά σου το «Κύριε, ελέησον» και το «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Γι’ αυτό και έβλεπες όλων των ειδών ανθρώπους, ακόμη και φαινομενικά άσχετους προς την πίστη, να δρασκελίζουν τη χαμηλωμένη θύρα κάνοντας μ’ ευλάβεια τον σταυρό τους, να ανάβουν το καθαρό κεράκι τους, τα χείλη τους να φιλούν το χέρι της Παναγίας, να κοντοστέκονται για λίγα δευτερόλεπτα, μάλλον ζητώντας ο καθένας λύση σε ό,τι θεωρούσε πρόβλημα κι ασήκωτο βάρος στη ζωή του.

Σ’ αυτό το εκκλησάκι βρεθήκαμε πριν από χρόνια πολλά μαζί με φίλο κληρικό, για να προσευχηθούμε και να τελέσουμε το μυστήριο του γάμου σε ζευγάρι γνωστών μας παιδιών, που θέλησαν εκεί, στο κυκλαδίτικο νησί να λάβουν την ευλογία του Κυρίου για το ξεκίνημα της έγγαμης ζωής τους. Δεν ήταν εύκολο το ταξίδι, όμως η αγάπη προς τους μελλονύμφους και η θερμή παράκληση της οικογένειας που γνωρίζαμε καλύτερα έκαμψε τις όποιες αντιστάσεις μας. Και το αποτέλεσμα πράγματι δικαίωσε τον όποιον κόπο μας. Τα πράγματα κύλισαν ειδυλλιακά, κανένα εμπόδιο δεν παρουσιάστηκε ανυπέρβλητο, Θεός και άνθρωποι συνεργάστηκαν θα έλεγε κανείς με τον καλύτερο τρόπο προφανώς για να «ανταμειφθεί» η καλοσύνη και η αγαθοσύνη της καρδιάς των νέων ανθρώπων. Εκτός από κάποιο… σημείο στη διαδικασία του μυστηρίου! Σημείο που άλλους ελαφρώς τους τάραξε, άλλους τους διασκέδασε!

Τι έγινε; Την ώρα που είχε γίνει ήδη ο αρραβώνας και είχε ξεκινήσει ο γάμος, στα αιτήματα υπέρ των μελλονύμφων, όπου τονίζονται και τα ονόματά τους όχι μία φορά – «υπέρ των δούλων του Θεού τάδε και τάδε» -  «ξέσπασε» η μάνα της νύφης. Στο άκουσμα του ονόματος της κόρης της «Αικατερίνης» ακούστηκε να λέει δυνατά πίσω από τον παπά: «Αικατερίνας, πάτερ, Αικατερίνας!» Μάλλον, από ό,τι φάνηκε, συγκρατιόταν όλη την ώρα, καθώς αρκετές φορές μέχρι εκείνη τη στιγμή το «υπέρ της δούλης του Θεού Αικατερίνης» ερχόταν και ξαναρχόταν, οπότε δεν άντεξε και άφησε τον «καημό» της καρδιάς της να βγει από το στόμα της. Ο παπάς, ο οποίος τύχαινε να είναι εκτός από θεολόγος και πολύ καλός φιλόλογος, γιατί είχε σπουδάσει τη φιλολογία, κοντοστάθηκε καθώς πίσω από το κεφάλι του, κυριολεκτικά στα αυτιά του, άκουσε την παρατήρηση, μα δεν είπε τίποτε. Ξεροκατάπιε και συνέχισε. Τα αιτήματα όμως υπέρ των μελλονύμφων συνεχίζονταν - «…υπέρ της δούλης της Θεού Αικατερίνης» είπε και λίγο παρακάτω. Κοκκίνησε η συμπεθέρα, για πολλοστή φορά άκουσε «παραποιημένο» το όνομα της κόρης της, ο παπάς γι’ αυτήν δεν εισάκουσε την υποβολή του «ορθού» - ίσως να σκέφτηκε και την αγραμματοσύνη του! – και ξανάπε λίγο πιο δυνατά αυτήν τη φορά, αλλά εις επήκοον τελικώς των πάντων! «Αικατερίνας, Αικατερίνας»!

Η αντίδραση του νεαρού ιερέα ήταν λίγο απρόσμενη. Χωρίς να δείχνει καμία ταραχή, σαν να «διάβαζε» το υπόλοιπο της ακολουθίας μέσα από τη φυλλάδα, σταμάτησε και κοίταξε προς τη μεριά της μάνας. «Η Αικατερίνα, της Αικατερίνης είναι το σωστό» σημείωσε. «Είναι όνομα της πρώτης κλίσης που αλλάζει το α και γίνεται η στη γενική, γιατί πρόκειται για το μη καθαρό α, όπως λέει η Γραμματική. Πώς λέμε: η γλώσσα της γλώσσης, έτσι κι εδώ». Κι ατάραχος συνέχισε τα επίλοιπα της ακολουθίας. Όσοι κατάλαβαν το τι έγινε – γιατί κάποιοι, απασχολημένοι με τα «δικά» τους στο κοινωνικό γεγονός, δεν πήραν είδηση για την παρέκβαση, απορημένοι με την αντίδραση των άλλων – προσπάθησαν να συγκρατήσουν το μειδίαμα ή και τον αυθόρμητο γέλωτά τους, ιδίως οι πιο μορφωμένοι και εγκρατείς περί τη Γραμματική. Η δε «συμπεθέρα» έσκυψε το κεφάλι κάνοντας «τον Αρτέμη» που λέμε, κατακόκκινη γιατί έγινε το κέντρο του περίγελου κι ευχόμενη να μην είχε ανοίξει ποτέ το στόμα της για τα «δίκια» της κόρης της.

Κατά τα άλλα το μυστήριο κύλισε ομαλότατα, το τέλος του βρήκε τους πάντες να έχουν πλήρη τη συνείδησή τους με τους ευτυχείς νεόνυμφους, ενώ οι εγκάρδιες ευχές όλων και στις δύο οικογένειες, ακόμη δε περισσότερο το πλούσιο γλέντι που ακολούθησε, έσβησαν εντελώς το «ατυχές» συμβάν. Γιατί όλοι μα όλοι το μόνο που ήθελαν ήταν το νέο ζευγάρι να είναι καλά και οι ευχές των καλών γονιών τους να τους συνοδεύουν για πάντα!

08 Αυγούστου 2025

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!

Ο κ. Σπύρος που με πλησίασε, γνωστός ενορίτης και φίλος από παλιά, Κερκυραίος την καταγωγή με ξεχωριστή καύχηση για τον άγιο του νησιού του, του οποίου έφερε και το όνομα, ήταν ελαφρώς αναστατωμένος. Μου έθεσε το θέμα κοφτά από την αρχή: «Πάτερ, ήλθε η κόρη μου με τα παιδιά της να μας δει, εμένα και τη μάνα της, κι έφερε και τα δύο εγγονάκια μας μαζί. Ο μεγαλύτερος, ο Σπυράκος, εννέα χρονών τώρα, με έφερε όμως σε δύσκολη θέση, όταν με ρώτησε αν θα πάνε στην κόλαση οι περισσότεροι άνθρωποι. “Πώς κι έτσι, βρε Σπύρο;” του είπα παραξενεμένος. “Ποιος σου είπε τέτοια πράγματα;” “Ο παπάς της ενορίας μας, παππού. Την προηγουμένη Κυριακή που βγήκε να μιλήσει στη Λειτουργία, μας είπε ότι αν δεν είμαστε άνθρωποι του Θεού, αν συνεχώς δεν προσευχόμαστε και δεν ερχόμαστε στην Εκκλησία, ο Θεός θα μας τιμωρήσει και θα μας πάει στην κόλαση!”»

Κοντοστάθηκα. «Κατάλαβε καλά το παιδί τι είπε ο παπάς;» ρώτησα τον φίλο Σπυρίδωνα. «Είναι σε μία ηλικία που μπορεί να ακούσει κάτι και να μην το κατανοήσει όπως πρέπει. Μήπως λοιπόν παρενόησε;» «Τι να σου πω, παπά μου;» είπε ο κυρ-Σπύρος. «Ό,τι μου είπε το μεταφέρω κι εγώ. Αλλά δεν φαίνεται να μην κατάλαβε το παιδί, γιατί το επανέλαβε, λέει, πολλές φορές ο παπάς στο κήρυγμά του». «Κι εσύ τι του απάντησες; Δεν του εξήγησες πώς έχουν τα πράγματα; Τόσα χρόνια στην Εκκλησία νομίζω πως έχεις τη δυνατότητα να δώσεις στο εγγονάκι σου το ορθό πλαίσιο των λόγων του ιεροκήρυκα. Αν και, το ξαναλέω, βάζω πολλά ερωτηματικά στο αν τελικώς το παιδί άκουσε όλο τον ειρμό των σκέψεων του ιερέα. Γιατί μπορεί να είπε  κάτι τέτοιο, αλλά να το έθεσε μέσα σε ευρύτερο πλαίσιο και να τόνισε τις παραμέτρους που πρέπει. Ή μπορεί, γιατί δεν δέχομαι εύκολα ότι ακριβώς έτσι είπε τα πράγματα ο ιεροκήρυκας, να σημείωσε ότι υπάρχουν εκείνοι που λένε ότι ο Θεός είναι τιμωρός και «χαίρεται» να στέλνει τους ανθρώπους στην κόλαση, ακριβώς για να ακυρώσει μία τέτοια τοποθέτηση». «Δεν ξέρω, πάτερ», κούνησε το κεφάλι του ο Σπυρίδων. «Μπορεί να είναι έτσι. Παρ’ όλα αυτά όμως εγώ προσπάθησα να του εξηγήσω. Είπα στο εγγόνι μου ότι ο Θεός δεν είναι τιμωρός που χαίρεται να στέλνει τους ανθρώπους που δεν προσεύχονται συνέχεια στην κόλαση. Κι αυτό γιατί, όπως όλοι οι χριστιανοί πια γνωρίζουν, ο Θεός είναι Πατέρας γεμάτος αγάπη προς τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματά Του. Μα το παιδί συνέχισε να είναι προβληματισμένο, γιατί ακριβώς το είπε ο παπάς. Και θέλω γι’ αυτό τη βοήθειά σου».

«Πολύ καλά είπες στο παιδί, Σπύρο μου. Γιατί εδώ δεν έχουμε κάποια ίσως απόκλιση από τον λόγο του Θεού, αλλά την κατεξοχήν απόκλιση, αυτό που διαγράφει την ίδια την αποκάλυψη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τι μας έφερε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός μας; Ακριβώς ότι ο Θεός είναι ο Πατέρας μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας, Αυτός που η χαρά Του είναι να βρίσκεται πάντοτε μαζί μας, που η απομάκρυνσή μας από Εκείνον Τον κάνει να «πονάει», που θα πει ότι αντιμετωπίζει και τους αρνητές Του όχι ως αντιπάλους και εχθρούς – άπαγε της βλασφημίας! – αλλ’ ως τα παιδιά Του που τα βλέπει να πληγώνονται με τις επιλογές τους, οπότε η δική τους θλίψη και στενοχώρια από τα τραύματα των αμαρτιών τους γίνεται και δική Του – συμπάσχει μ’ αυτά. Θυμάσαι, Σπύρο μου, τον λόγο του αποστόλου Παύλου ακριβώς πάνω στο θέμα; «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Μας αγάπησε δηλαδή ο Θεός όχι γιατί ήμασταν αξιαγάπητοι – κάτι που κάνει και ένας άνθρωπος της αμαρτίας – αλλά όταν βρισκόμασταν μέσα στον όλεθρο και τον Άδη της αμαρτίας. Μέσα στον βούρκο ευρισκόμενοι δεχτήκαμε την απειρία αγάπης του Θεού μας, που Τον έκανε να σηκώσει τον βούρκο αυτόν και να τον καθαρίσει.  Κι αυτή η αγάπη Του βεβαίως δεν είχε σταματήσει ποτέ – δεν λειτουργεί με διαλείμματα ο Θεός. Απαρχής και πάντοτε μας αγαπούσε, απλώς έκρινε πότε είναι η κατάλληλη εποχή για να έλθει και να αποκαλύψει την αγάπη Του αυτή, που την είχαμε ξεχάσει λόγω των παθών και των αμαρτιών μας, ώστε να μπορέσουν να τη νιώσουν και, όσοι θέλουν, να ανταποκριθούν προς αυτήν. «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, η κατάλληλη εποχή», σημειώνει και πάλι ο απόστολος Παύλος, «απέστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα, να γεννηθεί ως Ιουδαίος κάτω από τον Μωσαϊκό Νόμο, ώστε να εξαγοράσει αυτούς που ήταν κάτω από τον Νόμο αυτόν και να γίνουμε και πάλι παιδιά Του αληθινά».

«Ναι, πάτερ», είπε ο κυρ-Σπύρος. «Τα γνωρίζω αυτά, τα έχω πιστέψει και αποδεχτεί, χωρίς την πίστη μου αυτή δεν ξέρω πια στην ηλικία μου αν μπορούσα και να ζήσω. Θα βρισκόμουν πάντα σ’ ένα κενό, χωρίς νόημα θα κυλούσε η ζωή μου. Και σ’ ευγνωμονώ που συχνά πυκνά μας τα υπενθυμίζεις δείχνοντάς μας αδιάκοπα τον προσανατολισμό μας. Αλλά ενώ τα πιστεύω, τα γνωρίζω, θέλω να τα ζω όσο γίνεται, δεν βρίσκω εκείνα τα λόγια που χρειάζονται τη δεδομένη στιγμή για να τα εκφράσω. Καλή ώρα, όπως τώρα με τον εγγονό μου. Μπλόκαρα, θα έλεγα, δεν έβρισκα τις λέξεις για να του πω αυτό που είναι η αλήθεια της πίστης μας. Και με τον τρόπο που μου έθεσε τα ερωτήματα ο μικρός Σπυράκος, απογοητευμένος καθώς φάνηκε ότι ήταν, μπλόκαρα ακόμη περισσότερο. Ήρθα κατά κάποιον τρόπο σε σύγχυση».

«Λοιπόν, Σπύρο μου, φίλε μου», είπα στον ταλαίπωρο παππού, που από ό,τι φάνηκε μάλλον με εκείνον μπορούσε κυρίως να μιλήσει το εγγόνι του, όχι γιατί οι γονείς του ήταν απόμακροι και άσχετοι, αλλά μπλεγμένοι με την καθημερινότητα και τις δουλειές τους δεν «άδειαζαν» για να ασχοληθούν με τις «μεταφυσικές» ανησυχίες του παιδιού τους. «Λοιπόν, Σπύρο μου, να θεωρείς ευτυχή τον εαυτό σου που έχεις ένα εγγόνι που πηγαίνει με τους γονείς του στην Εκκλησία, που έχει ερωτηματικά, που ανοίγεται προπαντός για να τα εκφράσει και δεν τα αφήνει μέσα του να αιωρούνται αναπάντητα. Ίσως μπορείς σε δεδομένη στιγμή, εφόσον το παιδί θελήσει να του μιλήσεις – μην πας να του γίνεις «φόρτωμα» και δυσανασχετήσει -, να του πεις ότι μίλησες και με άλλον παππούλη, ο οποίος σε βεβαίωσε ότι ο Χριστός και Θεός μας είναι ο Πατέρας μας, όπως πολύ καλά ήδη του είπες, κι ότι κόλαση μάλιστα για τον Θεό δεν υπάρχει. Ο Θεός μόνον μας αγαπάει και πονάει μάλιστα περισσότερο με τους ανθρώπους που δεν Τον θέλουν στη ζωή τους. Και κόλαση είναι ακριβώς αυτό: ό,τι ζουν οι άνθρωποι της απιστίας που αδυνατούν, γιατί δεν θέλουν, να δουν την αγάπη του Θεού απέναντι σε όλους και σε όλα. Να σε αγαπάει ο Θεός, να σου προσφέρει τα πάντα και εσύ να τα αρνείσαι – αυτό είναι η κόλαση, η τιμωρία του ανθρώπου.

»Και γι’ αυτό ξεκινάει η κόλαση αυτή από τη ζωή αυτή και επεκτείνεται έπειτα και μετά τον θάνατο στην αιωνιότητα που λέμε. Και όλα τα άσχημα που συμβαίνουν στη ζωή αυτή, όλες οι δυστυχίες και οι θεωρούμενες αναποδιές, όλοι οι πόλεμοι, η πείνα και η φτώχεια πολλών ανθρώπων, δεν οφείλονται στον Θεό που απαρχής επιθυμούσε και επιθυμεί την ευτυχία και τη χαρά του ανθρώπου, αλλά σε εμάς τους ανθρώπους, όταν βγάζουμε τον Θεό από τη ζωή μας. Γιατί όταν βγάλεις τον Θεό από τη ζωή σου τι μένει; Τα πάθη σου, οι αμαρτίες σου, ο εγωισμός σου που κάνει κόλαση τη ζωή και τη δική σου και των άλλων, και πάνω στον εγωισμό αυτόν δουλεύει έπειτα και ο Πονηρός διάβολος. Λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε Σπύρο, βρες έναν τρόπο αυτά τα πράγματα να τα πεις στον Σπυράκο, με απλότητα και όσο αντέχει. Γιατί τις περισσότερες φορές τα παιδιά όταν δουν έναν μεγαλύτερό τους που τον εμπιστεύονται και τον αγαπούν να τους δίνει απαντήσεις που τις πιστεύει, συνήθως πείθονται – η καρδούλα τους αναπαύεται. Αργότερα βέβαια στην εφηβεία και στη νεανική τους ηλικία θα θέσουν άλλα ερωτήματα ή ίσως επανέλθουν στα ίδια, αλλά με μεγαλύτερη πια κριτική διάθεση, οπότε από κει και πέρα ο Θεός θα ενεργήσει για να πάρουν τις απαντήσεις που πρέπει ανάλογα με την ειλικρίνειά τους και τη δίψα τους για την αλήθεια».

«Πάτερ», είπε ο Σπύρος συγκινημένος. «Ευχαριστώ πολύ για όσα μου είπες και χόρτασε και η δική μου πάλι η ψυχή. Θα φέρω πολύ σύντομα, μόλις μου δοθεί η ευκαιρία, και τον μικρό Σπυράκο να σε γνωρίσει κι ίσως και να… τα πείτε. Την ευχή σου!»

«Στο καλό, Σπύρο μου» είπα αγκαλιάζοντάς τον. «Ο Θεός να ευλογεί και εσένα και όλη την οικογένειά σου».

11 Μαρτίου 2025

ΕΠΙ ΤἩ ΜΝΗΜῌ (12 ΜΑΡΤΙΟΥ) ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΑΛΗΘΙΝΗ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

῾᾽Αββᾶ, τί εἶναι ταπείνωση;᾽ ρώτησε μέ γνήσια ἀπορία ὁ ἕνας ἀπό τούς δυό καλόγερους πού εἶχαν ἔλθει νά ἐπισκεφτοῦν τόν μεγάλο ἀββᾶ ᾽Ιωάννη τόν Πέρση.

῾Η συζήτηση εἶχε ξεκινήσει ἀρκετή ὥρα πρίν, μετά τόν ἑσπερινό πού εἶχαν κάνει στό φτωχικό ἐκκλησάκι τοῦ ἀββᾶ ᾽Ιωάννη. Οἱ δυό καλόγεροι πού τόν βοήθησαν στά ψαλτικά κι ἔνιωσαν ξεχωριστή κατάνυξη ἀπό τήν ἱεροπρέπεια καί τήν δύναμη προσευχῆς τοῦ Γέροντα ἦταν γνωστοί του ἀπό παλιά. ῎Ερχονταν κατά καιρούς νά τόν ἐπισκεφτοῦν, νά τοῦ φέρουν κάποιο φίλεμα, νά συζητήσουν μαζί του πάνω σέ πνευματικά θέματα. ῎Ηξεραν ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἦταν τυχαῖος. Χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς εἶχαν σμιλέψει τήν ψυχή του, τοῦ ᾽χαν δώσει μεγάλη ἐμπειρία στίς παγίδες τοῦ Πονηροῦ, τόν εἶχαν γλυκάνει ἀπό τίς ἐπισκέψεις τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.

v  

Εἶχε ἔρθει ὁ ᾽Ιωάννης νεαρός ἀπό τήν Περσία στά εὐλογημένα καί ἁγιασμένα μέρη τῆς Συρίας. Κέντρο ἀσκητικό ἡ Συρία μέ σπουδαίους καί φημισμένους ἀσκητές ἔθελγε κάθε καλοπροαίρετη ψυχή πού ἡ ἀφιέρωση στόν Κύριο ἔβλεπε ὅτι ἦταν ἡ κλήση γιά τήν πορεία της. ῎Εψαξε ὁ ᾽Ιωάννης  καί ὑποτάχτηκε σέ ἅγιο καί ταπεινό Γέροντα στήν περιοχή τῶν Μονιδίων, περιοχή πού ὅπως σημαίνει τό ὄνομά της ἀποτελεῖτο ἀπό μικρά ἀσκηταριά, μικρές μονές, πού ὅλες μαζί συνιστοῦσαν μία ἀσκητική λαύρα. ᾽Εκεῖ ἔμεινε ἀρκετά χρόνια κάνοντας ἀδιάκριτη ὑπακοή, γι᾽ αὐτό καί προχώρησε ἀρκετά στά πνευματικά. Κι ὅταν ὁ Γέροντάς του ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο, προβλέποντας μάλιστα τόν θάνατό του, ὁ ᾽Ιωάννης ἦταν ἐκεῖνος πού μέ δάκρυα στά μάτια τόν ἀποχαιρέτισε, πῆρε τήν εὐχή του, τόν παρεκάλεσε νά μήν τόν ξεχνᾶ ἐκεῖ πού θά πάει στόν Κύριο.

v  

῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιωάννης δέν ἔσπευσε νά ἀπαντήσει. Σηκώθηκε ἀπό τήν θέση του στό μικρό δωματιάκι πού εἶχε περάσει τούς καλόγερους καί πού λειτουργοῦσε καί ὡς ἀρχονταρίκι τοῦ ἀσκηταριοῦ του, καί ἀνασκάλεψε τά κούτσουρα πού ἔκαιγαν σέ μιά πυροστιά. Πρόσθεσε κανά-δυό ἀκόμη ξύλα.

῾Τί εἶναι ταπείνωση;᾽ ἐπανέλαβε κι ἐκεῖνος μονολογώντας. ῾Ποιός μπορεῖ νά σοῦ ἀπαντήσει, παιδί μου, παρά ἐκεῖνος πού τήν ἔχει στήν καρδιά του;᾽ Σταμάτησε.  ῾᾽Εγώ πάντως δέν ξέρω᾽ εἶπε χωρίς ταπεινολογία.  ῾Γιατί μιλώντας γι᾽ αὐτήν εἶναι σάν νά μιλᾶς γιά τόν ἴδιο τόν Θεό. Καί ποιός μπορεῖ νά μιλήσει γιά τόν Θεό, παρά ὅποιος ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ; Μυστήριο ἡ ταπείνωση, παιδιά μου. Γι᾽ αὐτό καί πολλοί ἐπιχείρησαν νά τήν ὁρίσουν καί ἔπεσαν ἔξω. ῾Απλῶς περιέγραψαν κάποιες ἐπί μέρους πλευρές της᾽.

Κάποιο κούτσουρο στήν φωτιά σπίθισε ἀπό ἕνα ξαφνικό γύρισμα τοῦ ἀέρα κι ἔκανε τούς προσκυνητές καλόγερους νά στραφοῦν πρός τό μέρος της. Λίγο σάν νά ρίγησαν ἀπό τό κρύο πού εἶχε πέσει, καθώς τό βράδυ εἶχε προχωρήσει. ᾽Ανακάθισαν καλύτερα στίς θέσεις τους καί τά μάτια τους καί ὁ νοῦς τους στηλώθηκαν καί πάλι στόν ἀνολοκλήρωτο λόγο τοῦ Γέροντα.

῾Θά μπορούσαμε νά δώσουμε τό ἑξῆς παράδειγμα γιά τήν ταπείνωση καί τό μυστήριο πού περικλείει᾽ συνέχισε ἀργά ὁ ἀββᾶς ᾽Ιωάννης. ῾Μοιάζει μ᾽ ἕνα πιθάρι πού κλείνει μέσα θησαυρό πού κανείς δέν ἔχει δεῖ. Κι εἶναι τό πιθάρι αὐτό διπλοσφραγισμένο. Μόνο αὐτός πού τό κατέχει μπορεῖ νά τό ἀνοίξει καί ν᾽ ἀπολαύσει τό περιεχόμενό του. Τό μόνο πού γνωρίζουν ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι τό ὄνομα τοῦ πιθαριοῦ. Γιατί τό γράφει ἀπέξω: ῾῾Η ἁγία ταπείνωση᾽. ῾Επομένως...᾽ κατέληξε ὁ ᾽Ιωάννης, ῾ἑπομένως... μή μοῦ ζητᾶτε νά σᾶς πῶ πράγματα πού δέν κατέχω᾽. Τό ᾽πε μέ μιά τέτοια φυσικότητα καί πειθώ, πού δέν ἄφηνε περιθώρια ἀμφισβήτησης.

῾Δηλαδή, Γέροντα, δέν ὑπάρχει τρόπος τελικά νά μάθουμε γιά τήν ταπείνωση; ῞Ολη ἡ ῾Αγία Γραφή, ὅλοι οἱ ἅγιοί μας, μᾶς λένε ὅτι χωρίς τήν ταπείνωση δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πρόοδος πνευματική. Αὐτή εἶναι ἡ βάση κάθε ἀρετῆς καί μάλιστα τῆς σπουδαιότερης ἀπό ὅλες,  τῆς ἀγάπης. Μένουμε λοιπόν ξεκρέμαστοι;᾽ ρώτησε μέ ἀγωνία ὁ μικρότερος ἀπό τούς δύο καλόγερους.

῾Ο Γέροντας δέν ἔσπευσε καί πάλι νά ἀπαντήσει. Χαιρόταν πολύ γιά τήν συζήτηση πού ἔκαναν, γιατί τό περιεχόμενό της ἦταν γιά τό πιό οὐσιαστικό πράγμα στόν κόσμο: τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς. Καί χαιρόταν ξέχωρα πού δυό ἀδελφοί εἶχαν τέτοια γνήσια πνευματικά ἐνδιαφέροντα.

Σφίχτηκε λίγο ἡ καρδιά του. ῾Η σκέψη του πῆγε σέ ἄλλους προσκυνητές πού κατέφθαναν στό μέρος αὐτό, ἀλλά σάν τουρίστες.  ᾽Αντιμετώπιζαν αὐτόν καί τούς ἄλλους ἀσκητές πολλές φορές σάν ἁπλό θέαμα, μέ σκοπό νά ποῦν ὅταν θά γύριζαν πίσω ὅτι συναντήσαμε καί τόν τάδε ἀσκητή, διαστρεβλώνοντας τίς περισσότερες φορές τά λόγια του ἤ καί παρεξηγώντας συχνά τήν συμπεριφορά του. Τέτοιους ῾προσκυνητές᾽ δέν τούς ἤθελε ἡ καρδιά του καί δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού τούς ἀπέφευγε.

῾Παιδί μου, δέν μᾶς ἀφήνει ὁ Θεός. Μπορεῖ νά μήν ξέρουμε ἐπακριβῶς τί εἶναι ἡ ταπείνωση, ἀφοῦ αὐτήν ντύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά ὅταν βλέπει ἀνθρώπους νά Τόν ἀναζητοῦνε γνήσια, ἔρχεται ὁ ῎Ιδιος καί τούς καθοδηγεῖ ἤ στέλνει ἀνθρώπους Του νά γίνουν οἱ καθοδηγητές τῶν ἁπλουστέρων ἀνθρώπων. ᾽Εμεῖς λοιπόν χρειάζεται νά ἐπαινοῦμε τήν ταπείνωση, νά τήν θεωροῦμε ὡς πράγματι τήν βάση τῶν ἀρετῶν κι ᾽Εκεῖνος θά κάνει αὐτό πού ξέρει στήν ψυχή μας᾽.

Ξανασηκώθηκε κι ἔφτιαξε καί πάλι τά ξύλα στήν φωτιά. Φούντωσαν αὐτά κι ἅπλωσαν τήν θέρμη τους γιά νά ἀγκαλιάσουν τούς συζητητές. Παράλληλα ἄναψε κι  ἕνα λυχνάρι πού βρισκόταν παράμερα. Φωτίστηκε ὁ χῶρος καθώς φωτίζονταν καί οἱ ψυχές.

῾᾽Αλλά, ἄν δέν ξέρω νά σᾶς πῶ ἐγώ τί εἶναι ταπείνωση᾽, σάν ν᾽ ἀναγάλλιασε ὁ Γέροντας μ᾽ αὐτό πού ἑτοιμάστηκε νά πεῖ, ῾μπορῶ νά σᾶς πῶ γιά κάποιον πού πράγματι εἶχε τήν εὐλογημένη αὐτήν ἀρετή στόν ἀπόλυτο κατ᾽ ἄνθρωπον βαθμό. Ναί, ὁ Θεός μέ εὐλόγησε νά δῶ ταπεινό ἄνθρωπο καί νά καταλάβω πολύ καθαρά τήν δική μου μικρότητα᾽.

Τά μάτια τῶν καλογέρων ἄνοιξαν διάπλατα. Κράτησαν καί τήν ἀναπνοή τους ἀκόμη μή χάσουν καί τόν παραμικρό λόγο τοῦ ἀββᾶ ᾽Ιωάννη, τοῦ ἐκ Περσίας καταγομένου καί ταπεινοῦ κι αὐτοῦ ἀδελφοῦ, ἔστω κι ἄν τό ἀρνεῖτο αὐτός συνεχῶς.

v  

῾Στό τέλος τοῦ 1353 ἀπό κτίσεως Ρώμης, (600 μ.Χ.), θέλησα νά ἐπισκεφτῶ τήν πρωτόθρονη Ρώμη, τό λίκνο αὐτό τῆς πίστεως, γιά νά προσκυνήσω τούς ἁγιασμένους τάφους τῶν μεγάλων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἡ Ρώμη πάντοτε μέ ἔθελγε καί βρισκόταν σάν ὅραμα μπροστά μου, γιατί ἦταν ἡ ᾽Εκκλησία πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα, γιατί ἦταν ἡ πρώτη στήν ἱεραποστολή καί στήν ἐλεημοσύνη, γιατί κυρίως...᾽ δάκρυσε ὁ Γέροντας, ῾...εἶναι ὁ τόπος πού εἶναι ἅγιος ἀπό τό χυμένο αἷμα τόσων χιλιάδων καί χιλιάδων μαρτύρων τῆς πίστεως. Κι ἐκεῖ βεβαίως μαρτύρησαν καί οἱ μεγάλοι ἀπόστολοι.  ῾Ο Θεός λοιπόν μοῦ ἔβαλε αὐτήν τήν ἐπιθυμία καί βρέθηκα τήν χρονιά ἐκείνη στά ἁγιασμένα ἐκεῖνα μέρη᾽.

῾῾Υπῆρχε ὅμως κι ἕνας ἀκόμη λόγος᾽, συνέχισε ὁ Γέροντας, ῾κι αὐτό εἶναι πού θέλω νά σᾶς πῶ μιλώντας γιά τήν ταπείνωση. ᾽Επίσκοπος στήν Ρώμη ἦταν τότε, κι εἶναι ἀκόμη ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω, ὁ ἅγιος καί μεγάλος Γρηγόριος, αὐτός πού τόν λένε Διάλογο. ῾Η φήμη του ἔχει ξεπεράσει τά ὅρια τῆς πόλης πού εἶναι ἐπίσκοπος κι ὅλοι οἱ χριστιανοί προσβλέπουν σ᾽ αὐτόν σάν σέ πρότυπο. Κεφαλή μεγάλη στήν πίστη μας. ῎Εχουν γίνει γνωστά παντοῦ  καί ἡ μεγάλη του ποιμαντική μέριμνα γιά τούς πιστούς καί ἡ διοργάνωση ἱεραποστολῶν γιά νά φέρει στήν ἀληθινή πίστη κι ἄλλους ἀνθρώπους καί τά ἁγιοπνευματικά ὅμως κείμενά του. Θεωρεῖται μεγάλος συγγραφέας πού αὐτά πού γράφει τρέφουν τούς χριστιανούς. Καί γι᾽ αὐτόν λοιπόν θέλησα νά πάω. Εὐχήθηκα μάλιστα πολύ στόν Θεό νά μοῦ δώσει σημάδι ὅτι ἔχει εὐλογήσει τό προσκύνημά μου, φέρνοντας στόν δρόμο μου τόν ἅγιο αὐτόν᾽.

῾Τόν συνάντησες, Γέροντα;᾽ εἶπαν μέ ἀγωνία καί οἱ δύο.

῾Ναί, παιδιά μου. ῾Ο Θεός εὐδόκησε νά τόν συναντήσω, ἀλλά γιά νά μέ διδάξει καί νά δῶ ἔμπρακτα τί σημαίνει, ὅπως σᾶς εἶπα, ταπείνωση καί χριστιανική ἀγάπη᾽.

῾Λοιπόν, παιδιά μου, ἀφοῦ εἶχα κάνει τό προσκύνημα στούς τάφους τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου καί μέ δάκρυα στά μάτια εὐλογοῦσα τήν ὥρα πού τά χείλη μου ἀσπάζονταν τό χῶμα πού εἶχαν θαφτεῖ, προχώρησα καί πῆγα στό κέντρο τῆς πόλεως. ᾽Ατένιζα ὥρα τήν μεγάλη Πόλη, μέ τούς φαρδεῖς δρόμους, τίς πλατεῖες, τά ἀγάλματα, ἀλλά ἡ σκέψη μου ἦταν, ὅπως σᾶς εἶπα, στά χρόνια πού οἱ ἀπόστολοι βρίσκονταν ἐκεῖ. Τότε ἦταν πού ἄκουσα κάποιον ξεχωριστό θόρυβο καί εἶδα συνωστισμένους ἀνθρώπους λίγο πιό πέρα ἀπό ἐκεῖ πού καθόμουν, πού μέ τό δέος ζωγραφισμένο στά μάτια τους ἅπλωναν τά χέρια τους νά χαιρετίσουν κάποιον.  

῾Η καρδιά μου κτύπησε μέ ἀγωνία. Αὐτό πού εἶχα εὐχηθεῖ στόν Θεό τό ἐπέτρεψε νά τό ζήσω. Λίγα μέτρα μακριά μου περνοῦσε ὁ ἅγιος πάπας, ὁ μέγας Γρηγόριος. Δάκρυσα ἀπό τήν κατάνυξη πού ἔνιωσα καί κινήθηκα αὐθόρμητα νά πάω νά τόν προσκυνήσω. Νά τοῦ βάλω μετάνοια καί νά πάρω τήν εὐχή του.

᾽Αλλά κι ἐκεῖνος σάν νά μέ εἶδε. Εἶδε τήν καλογερική μου ἀμφίεση, κατάλαβε ὅτι εἶμαι προσκυνητής καί στράφηκε ὁλόκληρος πρός τό δικό μου μέρος, ἐρχόμενος σέ μένα.

᾽Αλλά τότε συνέβη κάτι πού δέν μπόρεσα ἐκείνη τήν στιγμή νά ἐξηγήσω. Δυό κληρικοί ἀπό τήν ἀκολουθία του, βλέποντας τήν κίνησή μου νά τόν προσκυνήσω, ἔσπευσαν γρήγορα καί μέ ἀγωνία στά μάτια τους ἄρχισαν νά μοῦ λένε: ῾῎Οχι, πάτερ, μήν βάζεις μετάνοια. Μήν προσκυνᾶς τόν πάπα᾽.

Παραξενεύτηκα πάρα πολύ καί, δέν σᾶς τό κρύβω, θεώρησα βλάσφημα τά λόγια τους. ᾽Εκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν. ᾽Αλλά κι ἐγώ ἐπέμεινα. Θεωροῦσα ὅτι ἦταν ἄπρεπο ἀπό πλευρᾶς μου νά μήν τοῦ βάλω μετάνοια, νά μήν χαιρετίσω τόν ἅγιο.

Τόν πλησίασα πάρα πολύ ἀλλά τότε συνέβη τό ἑξῆς: πρίν προλάβω νά τόν προσκυνήσω, ἐκεῖνος ἔσπευσε μέ μία ἀσυνήθιστα γρήγορη κίνηση καί πρόσπεσε μπρός στά πόδια μου. ῾Ο πάπας, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, μπρούμυτα στήν γῆ μπροστά σ᾽ ἕναν ἁπλό παπα-καλόγερο.

Πρόσπεσα κι ἐγώ. Δέν ξέρω πόση ὥρα στάθηκα ἔτσι, ἀλλά ὅταν πῆγα νά ἀνασηκωθῶ, εἶδα ὅτι ἐξακολουθοῦσε ὁ ἅγιος νά κείτεται χάμω. Κατάλαβα τότε τήν ἀγωνία τῶν κληρικῶν τῆς συνοδείας του. ῾Ο ἅγιος προλάβαινε ὁποιονδήποτε πήγαινε νά τόν προσκυνήσει. ᾽Εκεῖνος πρῶτος ἔσπευδε καί δέν σηκωνόταν ἄν δέν σηκωνόταν πρῶτος ὁ ἄλλος.

Κατανύχθηκα. Βρέθηκα πρόσωπο πρός πρόσωπο μ᾽ ἕναν ἅγιο τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνθηκα πολύ ἔντονα τί θά πεῖ ταπείνωση καί τί σημαίνουν τά λόγια τοῦ Κυρίου πού ᾽Εκεῖνος πρῶτος τά ἔβαλε σέ ἐφαρμογή: ῾ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά σας, ἄς εἶναι τελευταῖος ὅλων καί δοῦλος᾽.

᾽Αλλά ἡ ἔκπληξή μου δέν ἦταν μόνον αὐτή. ᾽Αμέσως ὁ πάπας Γρηγόριος, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, μόλις σηκώθηκε μέ ἀγκάλιασε μέ θερμότητα καί μέ ἀσπάστηκε μέ τήν ἴδια τῆς προσκύνησης  ταπεινοφροσύνη, ἐνῶ μέ τό χέρι του μοῦ ἔδωσε τρία χρυσά νομίσματα. Στράφηκε μάλιστα στήν συνοδεία του κι ἔδωσε ἐντολή νά μοῦ δώσουν ἕνα καινούργιο ράσο καί ὅ,τι ἄλλο ἀναγκαῖο χρειαζόμουν. Στήν συνέχεια μοῦ εὐχήθηκε καί σάν νά ᾽χε κάνει τό φυσικότερο πράγμα τοῦ κόσμου προχώρησε τόν δρόμο του.

Εἶχα μένει ἀκίνητος. Τά δάκρυα κυλοῦσαν ἀνεμπόδιστα στό πρόσωπό μου καί δόξαζα τόν Θεό πού χάρισε στόν δοῦλο Του Γρηγόριο τέτοια ταπείνωση πρός ὅλους κι ἐλεημοσύνη καί ἀγάπη᾽.

v  

Σταμάτησε ὁριστικά ὁ ἀββᾶς. Τά δάκρυα αὐλάκωναν καί τώρα τό ἅγιο πρόσωπό του, ἀλλά καί τῶν δυό καλογέρων. 

Τά κούτσουρα στήν φωτιά εἶχαν σβήσει ἀπό ὥρα, ἀλλά κανείς δέν τό εἶχε προσέξει. Γιατί μιά ἄλλη φωτιά μεγάλη καί δυνατότερη ἀπό τήν ὑλική ἔκαιγε τώρα μέσα στίς καρδιές τους.  

(Πηγή: «Λειμωνάριον» Ιωάννου Μόσχου)

13 Ιουλίου 2024

ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ!

Η μεσαίας ηλικίας κυρία που ερχόταν κατά καιρούς από το όμορφο αιγαιοπελαγίτικο νησί της προς εξομολόγηση ήταν πράγματι μία θεοφοβούμενη γυναίκα που τη θαύμαζα συχνά για την πηγαία πίστη της και την άδολη αγάπη της. Είχε μία πολύ όμορφη οικογένεια, η οποία στηριζόταν και σε εκείνην αλλά και στον πολύ ισορροπημένο σύζυγό της, κάτι που αντανακλούσε και στα τρία παιδιά τους, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Κάθε φορά που την έβλεπα, έβλεπα έναν άνθρωπο του Θεού και γι’ αυτό έσπευδα να τη δεχθώ στο εξομολογητάρι και να την ακούσω να ομολογεί τις αμαρτίες της με επίγνωση, με ταπείνωση, με διάθεση αλλαγής της.

Ένα ήταν το σημείο που λίγο… χώλαινε και κατά καιρούς «έπεφτε» και ένιωθε ενοχές. Όπως και τούτη τη φορά.

 «Πάτερ, και πάλι άφησα κάποιες γιορτές που ενώ μπορούσα δεν πήγα στη Λειτουργία. Ή μάλλον πήγα, αλλά πολύ καθυστερημένα, σχεδόν στο τέλος!» Έσκυψε το κεφάλι από ντροπή.  «Δηλαδή…», κοντοστάθηκε, «να διευκρινίσω, είχα τη διάθεση, αλλά λόγω της κούρασης από την καθημερινότητα και τις πολλές δουλειές της οικογένειας δεν ξύπνησα όσο νωρίς έπρεπε. Και τώρα που το λέω, βέβαια, καταλαβαίνω ότι και πάλι αμαρτάνω. Γιατί μου έχετε πει πως δεν πρέπει να δικαιολογούμαι και το ’χω καταλάβει: οι δικαιολογίες ειδικά στην εξομολόγηση κρύβουν εγωισμό και υπερηφάνεια». Σιώπησε.

«Χαίρομαι, κ. Μαρία, που έχετε καταλάβει την παγίδα του Πονηρού. Γιατί όταν δεν μπορέσει ο Διάβολος να μας αποτρέψει από την εξομολόγηση που αποτελεί σπουδαίο όπλο προς εκμηδένισή του,  προσπαθεί να μας την αλλοιώσει, υποβάλλοντάς μας λογισμούς «εξωραϊσμού» της αμαρτίας, που θα πει ακριβώς δικαιολογίες, ώστε τελικώς η εξομολόγηση να μην είναι ανάληψη της ευθύνης μας, αλλά μετάθεση ευθυνών σε άλλους. Δηλαδή αμαρτήσαμε ναι, αλλά δεν φταίμε εμείς. Άλλος φταίει, ακόμη κι ο Πονηρός ή τα όργανά του: άνθρωποι που χρησιμοποιεί για να μας απομακρύνει από την κανονική οδό. Οπότε, η εξομολόγησή μας δεν είναι εξομολόγηση, γιατί στην ουσία δεν υπάρχει αμαρτία. Η όποια αμαρτία είναι των άλλων κι εμείς είμαστε απλώς τα… κακόμοιρα «θύματά» της. Μία συνέχεια ίσως του προπατορικού αμαρτήματος».

Η γυναίκα ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της, καθώς φαινόταν να ακούει με μεγάλη προσοχή τα λεγόμενά μου, με κοίταξε σχεδόν βουρκωμένη, και ξανάσκυψε με σεβασμό.

«Από την άλλη – θα μου επιτρέψετε να συνεχίσω λίγο - δεν πρέπει να αποθαρρύνεστε, γιατί έστω και καθυστερημένα, όμως τελικώς πηγαίνετε στον Ναό, κι αυτό είναι δείγμα ότι κάτι θυσιάζετε, γεγονός που νομίζω ότι το λαμβάνει σοβαρώς υπ’ όψιν Του ο Κύριος. Ο μεγάλος άγιος της εποχής μας, όσιος Πορφύριος, δεν έλεγε ότι και το παραμικρό που κάνουμε στην πνευματική ζωή, ο Κύριος το πολλαπλασιάζει κι ενώ φαίνεται μηδαμινό το κάνει να φαίνεται σχεδόν άπειρο; Γιατί η αγάπη και το έλεός Του είναι εκείνο που τελικώς μετράει και μας σώζει. Γι’ αυτό, είμαι βέβαιος, κ. Μαρία μου, ότι πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσετε θετικά κι αυτό το θεωρούμενο έλλειμμά σας, γιατί διαπνέεστε από το πιο ουσιαστικό στοιχείο που φέρνει τη χάρη του Θεού: την αγάπη προς Εκείνον. Όσο η αγάπη μας προς τον Θεό, που έχει πολλές διαβαθμίσεις, κινεί τα νήματα της ψυχής μας, τότε δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτε, γιατί σημαίνει ότι έχουμε βρει το μονοπάτι που εκβάλλει κυριολεκτικά στην αγκαλιά Του. Και δεν εννοώ την αγκαλιά Του ως μελλοντική μόνο κατάσταση, αλλά και παροντική. Μη ξεχνάτε ότι ο Ίδιος είπε πως την ώρα που θα θέσουμε σε ενέργεια την όποια εντολή Του, κι αυτό με τη δύναμή Του, εκείνη την ώρα θα αρχίσει η χάρη και το φως Του να διαπερνούν με αίσθηση την ύπαρξή μας».  

Το καντηλάκι πάνω στο τραπεζάκι του εξομολογηταρίου τρεμόπαιξε, σαν να συντονίστηκε κι αυτό με τους κραδασμούς της καρδιάς της Μαρίας. Πέρασαν κάποιες στιγμές που πάλευαν να συγκρατήσουν τα λόγια του ιερέα, κάνοντάς τα πιότερα εποπτικά και βιωματικά.

«Πάτερ», είπε η Μαρία με σιγανή φωνή. «Πώς θα γίνει να μη δικαιολογούμαι; Γιατί είναι κάτι που βλέπω να το κάνω και στην υπόλοιπη ζωή μου, όχι μόνο εδώ».

«Δεν είναι εύκολο, κ. Μαρία. Είναι το αμαρτωλό εγωιστικό στοιχείο που εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα μας, έστω κι αν έχουμε λάβει από το άγιο βάπτισμά μας και το άγιο χρίσμα τη δύναμη να το υπερβαίνουμε. Χρειάζεται συνέπεια και συνέχεια στην πνευματική μας ζωή. Θα πρέπει να είμαστε αδιάκοπα σε εγρήγορση, όπως το ζητά άλλωστε ο Κύριος. Λίγο να χαλαρώσουμε, αμέσως πήραμε την κάτω βόλτα που λέμε. Γιατί χαλάρωση δεν σημαίνει στασιμότητα, αλλά κατευθείαν υποχώρηση και πτώση. «Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου» βεβαίωσε το αψευδές στόμα του Θεού μας. Οπότε και στο συγκεκριμένο σημείο: να δικαιολογούμαστε, έτσι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Με ετοιμότητα στην αγάπη και στην ταπείνωση».

«Ποτέ δεν χρειάζεται δικαιολογία; Μία εξήγηση ενδεχομένως για τα κίνητρά μας, όταν φαίνεται ότι πάνε στραβά όσα κάνουμε και παρεξηγούνται οι ενέργειές μας;» - ψιθυριστή σχεδόν ακούστηκε η φωνή της.

«Έχετε δίκιο. Υπάρχουν φορές που θα χρειαστεί και η δικαιολογία. Τότε δηλαδή που βλέπουμε ότι μία εξήγηση θα σταματήσει πιθανόν διαφόρους αρνητικούς λογισμούς του συνανθρώπου μας. Αλλά αυτό είναι θέμα διάκρισης από πλευράς μας. Και η διάκριση αυτή θα μας κάνει να δίνουμε τη σωστή διάσταση των πραγμάτων στον άλλον, αρκεί, όπως είπαμε, να μη θέλουμε να ρίχνουμε τα βάρη των δικών μας αμαρτιών και αστοχιών στους άλλους.

Και να σας πω ένα περιστατικό, κ. Μαρία, στο θέμα της δικαιολογίας, για να δείτε πόσο πονηρά δουλεύουν και τα πάθη μας αλλά και ο Πονηρός. Είχε έρθει πριν από αρκετό καιρό μία άλλη κυρία, περίπου στην ηλικία σας, η οποία πότε πήγαινε στην Εκκλησία και πότε όχι. Στην ερώτησή μου, εφόσον έβλεπα ότι ήταν πιστή, γιατί δεν πηγαίνει τακτικά στη Θεία Λειτουργία, μου απάντησε με τρόπο αφοπλιστικό: «Δεν φταίω εγώ, πάτερ! Εγώ θέλω να πηγαίνω, αλλά το θέμα αυτό το αφήνω στον φύλακα άγγελό μου!»

«Δηλαδή;» τη ρώτησα έκπληκτος. «Συνομιλείτε με τον φύλακα άγγελό σας;»

«Όχι, πάτερ, όχι! Δεν έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο. Όμως, όταν πέφτω για ύπνο, δεν θέλω να βάζω ξυπνητήρι. Σκέφτομαι ότι αν θέλει ο άγγελός μου να πάω, θα με ξυπνήσει την…κατάλληλη ώρα! Κι είμαι ήσυχη! Αν δεν ξυπνήσω, σημαίνει ότι δεν έχω εγώ την ευθύνη, αλλά εκείνος. Δίπλα μου δεν είναι πάντα;»

Τα έχασα. Τέτοιο «μηχανισμό» δράσεως του εγωισμού και των παθών δεν είχα ξανακούσει. Η συγκεκριμένη κυρία τα είχε «φτιάξει» έτσι στο μυαλό της, ώστε και την άνεση και τη βολή της να έχει, και την πνευματική ζωή της να «περιπατεί» με μοναδικό τρόπο.

Της εξήγησα βέβαια πόσο πλανεμένος ήταν ο λογισμός της, γιατί ακύρωνε τη συνέργεια του πιστού ανθρώπου με τη χάρη του Θεού, στην πραγματικότητα διέγραφε τον ίδιο τον Χριστό μας που είναι Θεός και άνθρωπος – εκείνη δεν καταλάβαινε ότι το ανθρώπινο συμπεριλαμβάνει και τη δική μας προσπάθεια – και της έδωσα όσο είναι δυνατόν να καταλάβει ότι αν κάτι είναι μέσα στη δική μας ευθύνη και τις δικές μας δυνατότητες ο Θεός δεν το «αναπληρώνει», δεν μας υποκαθιστά. Είναι ακραίο το παράδειγμα, αλλά είναι πραγματικό, κι αυτό για να δείτε, κ. Μαρία, πόσο οι δικαιολογίες στην πνευματική ζωή δεν είναι αποτελούν «παρονυχίδα» αλλά κεντρικότατο στοιχείο της, που αν δεν προσεχτεί, μας βγάζει εκτός σχέσεώς μας με τον Κύριο. Κι έξω από τον Κύριο τι ζωή μπορεί να έχουμε; Ένας θάνατος ήδη από τώρα».