Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

02 Νοεμβρίου 2023

"ΒΛΕΠΩ ΤΟΤΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΝΑΡΓΥΡΟΥΣ..."


Άγιος Ευμένιος Σαριδάκης

Κάποιο απόγευμα, ο πατήρ Ευμένιος αισθάνθηκε ένα αφόρητο πόνο στο στομάχι του, σε βαθμό απελπιστικό. Το πως θεραπεύτηκε, μου το διηγήθηκε ο ίδιος: «Δεν ήξερα τι να κάνω. Εμένα το στομάχι μου δεν με είχε πονέσει ποτέ.

Πήγα κι εγώ μέσα στον Ναό, μπροστά στην εικόνα των Αγίων Αναργύρων και άρχισα να σταυρώνω το στομάχι μου και να παρακαλώ τους Αγίους Αναργύρους να με κάνουν καλά. Σταυρωνόμουν για πάνω από τέσσερες ώρες.

Μετά κάθισα λίγο να ξεκουραστώ, και με πήρε ο ύπνος. Βλέπω τότε τους Αγίους Αναργύρους με λευκές μπλούζες, σαν γιατρούς, να μου κάνουν εγχείρηση. Μου έβγαλαν έξω το στομάχι και μου το έδειχναν. Αμέσως μετά ξύπνησα και ήμουν μια χαρά. Από τότε δεν με ξαναπόνεσε καθόλου»

*****

π. Ευμένιος: Τζάμπα είναι η αγάπη. Ούτε πληρώνουμε, ούτε να πάμε ταξείδι να την βρούμε, ούτε να κόψουμε εισιτήριο χρειάζεται. Η αγάπη είναι τζάμπα. Όπου να πάμε, ο Θεός είναι εκεί. Η αγάπη είναι δωρεά. Όποιος αγαπά τον Θεό διψά αχόρταγα να ομιλή με Αυτόν. Δεν αγαπά τίποτε άλλο. Αυτός που αγαπά Τον Θεό, αγαπά και ό,τι είναι του Θεού. Τα δημιουργήματα του Θεού αγαπά και όλα αυτά, που αγαπά ο Θεός.

Από Το Βιβλίο Του Μοναχού Σίμωνα, “Πατήρ Ευμένιος, Ο Ποιμήν Ο Καλός Και Θαυματουργός”.

(Blog Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου Πειραιώς)

24 Μαΐου 2023

ΜΙΑ ΩΦΕΛΙΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΝ ΕΝ ΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΩ ΟΡΕΙ

 

Ο ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΟΜΜΑΤΟΥ ΑΒΒΑ

῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιουλιανός δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Κλεισμένος στό μικρό κελλάκι του, μέ μόνη συντροφιά του τίς λίγες εἰκόνες του καί μερικά βιβλία, βρισκόταν σέ μεγάλη ἀναταραχή. Αὐτό πού τοῦ εἶχε ἐμπιστευτεῖ λίγες ἡμέρες πρίν ἕνας γνωστός του καλόγερος, ὅτι ἕνας ἀπό τούς συμμοναστές του στό κοινόβιο πού ζοῦσαν εἶχε πέσει σέ φοβερή ἁμαρτία κι ὅτι μαζί του ὑπῆρξε καί κάποιος ἄλλος πού τόν κάλυπτε, τόν εἶχε κάνει νά μήν μπορεῖ οὔτε μάτι νά κλείσει.

Κύριε᾽, ἔλεγε καί ξανάλεγε στήν προσευχή του, ῾πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχει κάνει ὁ ἀδελφός τήν ἁμαρτία αὐτή καί νά μπορεῖ νά βρίσκεται ἀκόμη στό μοναστήρι σάν νά μήν τρέχει τίποτε; Καί μάλιστα νά συνεχίζει νά λειτουργεῖ;᾽ ᾽Αλλά ἐκεῖνο πού τόν τρέλλαινε κυριολεκτικά ἦταν τό γεγονός ὅτι, κατά τήν ἐλεγμένη πληροφορία, ὁ ἡγούμενος ἤξερε τήν κατάσταση, ὅπως καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, ὁ πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων, καί δέν εἶχαν προβεῖ σέ καμμία ἐνέργεια γιά νά τήν διορθώσουν.

Μά τί γίνεται;᾽ σκεφτόταν μέσα στήν σύγχυση τῶν λογισμῶν του ὁ ἀββᾶς Ἰουλιανός. ῾Χάθηκε πιά ἡ πίστη; Τόσο πολύ ἔχουν ξεπέσει ὅλοι τους; ᾽Εδῶ μιλᾶμε ὄχι γιά μιά ἁπλή ἁμαρτία ἑνός ἀδελφοῦ, ἀλλά γιά τήν πιό χοντρή, τήν ἴδια τήν πορνεία. Πόρνευσε ὁ ἀδελφός, τό ἔμαθαν ὁ ἡγούμενος καί ὁ Πατριάρχης, καί τόν κρατᾶνε ἀκόμη; ῾Μοιχοί καί πόρνοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομοῦσι᾽, λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοί δέν κάνουν τίποτε; ῎Ω, Θεέ μου, τί ἔχουν ἀκόμη νά δοῦνε τά μάτια μας!᾽

Χαμογέλασε πικρά μέ τήν κατάληξη τῆς σκέψης του ὁ ᾽Ιουλιανός. ῎Ενιωσε σάν νά σφίχτηκε περισσότερο ἡ καρδιά του. ῾Τί ἔχουν νά δοῦνε τά μάτια μας ἀκόμη!᾽ αὐτοσαρκάστηκε. Τά μάτια του ποτέ δέν εἶχαν ἀντικρύσει τόν ἥλιο. Δέν ἤξερε τί θά πεῖ ἡμέρα, τί σημαίνει γαλανός οὐρανός, ποιά εἶναι ἡ ἀνατολή καί ποιά ἡ δύση, τί ᾽ναι αὐτό πού λένε δέντρα, πουλιά, κίνηση ζωῆς. Γι᾽ αὐτόν τό μόνο πού ἴσχυε ἦταν τό σκοτάδι. Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως χρόνια πιά δέν παραπονιόταν. Γιατί μπορεῖ νά εἶχε γεννηθεῖ ἀόμματος ὁ ᾽Ιουλιανός, ὁ Δημιουργός ὅμως τοῦ εἶχε ἐπιφυλάξει ἄλλες χαρές, ἄλλες δυνατότητες, καί πάνω ἀπό ὅλα τό γεγονός ὅτι τοῦ εἶχε ἀνοίξει τά μέσα μάτια τῆς ψυχῆς, γιά νά βλέπει τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου ᾽Εκείνου. Ναί, δέν παραπονιόταν χρόνια τώρα ὁ ἀββᾶς. ῾Ο Κύριος τόν ἀντάμειβε μέ τρόπο πού μόνον ᾽Εκεῖνος ἤξερε ν᾽ ἀνταμείβει τά θεωρούμενα ἀδικημένα παιδιά Του.

v  

Εἶχε περάσει ἀρκετούς πειρασμούς ὁ ἀββᾶς, ἀφότου εἶχε ἔλθει σ᾽ ἐκεῖνον τόν τόπο τῆς ἄσκησής του. ᾽Αλλά τέτοιον πειρασμό πού περνοῦσε στήν προχωρημένη αὐτή φάση τῆς ἡλικίας του, ποτέ. Κι ἄς εἶχε πολλά χρόνια στό κοινόβιο. Θυμήθηκε καί πάλι πῶς ἦλθε ἀπό τήν ᾽Αραβία ἀπ᾽ ὅπου καταγόταν, νεαρός ἀκόμη, μέ μεγάλο πόθο νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, γιατί τό μοναστήρι ἦταν γνωστό ἀπό τόν σπουδαῖο ὅσιο πού τό εἶχε ἱδρύσει, τόν ὅσιο Θεοδόσιο τόν κοινοβιάρχη. Καί δέν ἦταν μόνο ἡ μεγάλη φήμη τοῦ ἁγίου ἱδρυτῆ πού τόν εἶχε ἑλκύσει σ᾽ αὐτό,  ἀλλά καί οἱ πολλές ψυχές πού εἶχαν ἁγιάσει ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Γέροντα καί τῶν μετέπειτα ἀπό αὐτόν ἡγουμένων, κι ἀκόμη πιό πολύ τό γεγονός ὅτι ὁ ὅλος ἀέρας τοῦ μοναστηριοῦ ῾ἀνέπνεε᾽ ἀπό τήν παρουσία ᾽Εκείνου πού ἦλθε στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος ἐκεῖ κοντά, στά ἅγια χώματα τῶν ῾Ιεροσολύμων, γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστης, τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.

v  

Μά, πῶς ὁ Θεός ἐπιτρέπει τήν κατάσταση αὐτή σ᾽ ἕναν τέτοιο ἁγιασμένο χῶρο καί μάλιστα στούς ἁγίους Τόπους;᾽ σάν ἀγκάθι καί πάλι ὁ λογισμός τόν σούβλιζε. Κι ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες, μέ τρόπο ἀνεπαίσθητο, σιγά σιγά καί ὕπουλα, ἄρχισε νά γλιστράει μέσα του κι ὁ ἄλλος λογισμός: ῾Δέν εἶμαι τάχα κι ἐγώ ὑπεύθυνος πού δέν λέω τίποτε; Πού ἀφήνω τήν κατάσταση αὐτήν τήν ἁμαρτωλή νά ἐξελίσσεται; Δέν θά κριθῶ κι ἐγώ τό ἴδιο γιατί δέν ἀντιδρῶ στήν ρύπανση τῆς ᾽Εκκλησίας καί τοῦ ἁγίου Ναοῦ Του;᾽ Τά πράγματα σάν νά ξεκαθάριζαν στήν ψυχή τοῦ ἀββᾶ. ῾῾Η μόνη λύση γιά νά δείξω ὅτι δέν συμφωνῶ, γιά νά τούς ταρακουνήσω στήν ἁμαρτία πού ἔχουν ὅλοι περιπέσει, εἶναι νά διαχωρίσω τήν θέση μου. Ναί, πρέπει νά διακόψω κάθε κοινωνία μέ τόν Μακάριο τόν ἀρχιεπίσκοπο καί νά σηκωθῶ νά φύγω ἀπό τό μοναστήρι πού ἔχει βρωμίσει. Θά γίνω ἐρημίτης γιά νά λατρεύω τόν Θεό μου καθαρά καί χωρίς τέτοιους ἠθικούς περισπασμούς᾽.

v  

Τό σκέφτηκε καί ἔβαλε σ᾽ ἐφαρμογή τό σχέδιό του. Μέ μεγάλο βάρος στήν καρδιά εἶναι ἀλήθεια συνέχισε νά πηγαίνει στόν Ναό γιά τίς ἀκολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία, ἀλλά σταμάτησε νά κοινωνεῖ. ᾽Αρνιόταν νά δεχτεῖ ὅτι γινόταν ἀκολουθία πού εὐλογεῖ ὁ Κύριος μέ τέτοιες προϋποθέσεις. Καί μάλιστα ὅταν λειτουργοῦσε ὁ...ἁμαρτωλός παπάς! ῾Η στάση του δέν πέρασε ἀπαρατήρητη. Τόν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι μοναχοί, ἄρχισαν νά τόν σχολιάζουν, τόν κάλεσε μάλιστα καί τόν ρώτησε κι ὁ ἡγούμενος. ᾽Εκεῖνος ὅμως ἀνένδοτος. Χωρίς νά ἀποκαλύψει τούς βαθύτερους λογισμούς του, προφασίστηκε κάποιες δικαιολογίες καί συνέχισε τήν ἴδια τακτική. ῾Ο ἡγούμενος ξέροντας τήν ἱστορία του, τίς κάποιες ἰδιοτροπίες του λόγω καί τῆς ἀναπηρίας του, τήν ταραγμένη συμπεριφορά του, δέν θέλησε νά ἐπιμείνει. ῎Αφησε τά πράγματα στήν κρίση καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾῾Ο χρόνος θά τόν συνεφέρει᾽, σκέφτηκε.

v  

Τά πράγματα ὁδηγοῦνταν σέ ἀδιέξοδο γιά τόν ἀββᾶ ᾽Ιουλιανό, τόν ἄραβα, τόν ἀόμματο. Οἱ λογισμοί του τόν βάραιναν σέ σημεῖο πού δέν μποροῦσε πιά νά καθίσει μέχρι τό τέλος τῶν ἀκολουθιῶν. Κι ὅταν πιά εἶχε ἀποφασίσει τήν ὁριστική ἔξοδό του ἀπό τό μοναστήρι ἀλλά καί ἀπό τήν ᾽Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων, ὁ Θεός τόν λυπήθηκε. ῾Η ψυχή του ἦταν καλοπροαίρετη, γι᾽ αὐτό καί τοῦ ὑπέβαλε τόν λογισμό νά ρωτήσει κάποιον ἄλλον γιά ὅ,τι συνέβαινε πού τοῦ εἶχε ἐμπιστοσύνη.

Μά, βέβαια, πῶς δέν τό σκέφτηκα νωρίτερα;᾽ ἀναφώνησε στό κελλί του ὁ ἀββᾶς. ῾Θά μέ καθοδηγήσει πρός ἐπιβεβαίωση τῶν ἀποφάσεών μου ὁ μεγάλος Γέροντας πού καί ἄλλοτε τόν εἶχα συμβουλευτεῖ: ὁ Συμεών πού βρίσκεται στό Θαυμαστόν ῎Ορος. Δεκαετίες ὁλόκληρος ὁ Γέροντας βρίσκεται στήν ἄσκηση καί μάλιστα μέ τήν χάρη πού τοῦ δίνει ὁ Κύριος πάνω σ᾽ ἕναν στύλο. Ποιός δέν ξέρει τόν φωτισμό πού ἔχει, τό διορατικό καί προορατικό του χάρισμα; Ποτέ δέν ἔχει πέσει ἔξω ὁ ἅγιος αὐτός. Ναί, ὅ,τι αὐτός μοῦ πεῖ, αὐτό καί θά κάνω. ῾Ο λόγος του θά εἶναι γιά μένα ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ᾽. ῎Ενιωσε μιά γλύκα στήν καρδιά ὁ ᾽Ιουλιανός μέ τήν ἀπόφασή του αὐτή καί γιά πρώτη φορά μετά ἀπό ἀρκετό καιρό οἱ λογισμοί του ἡσύχασαν.

Κάλεσε ἕναν γνωστό του καλόγερο καί τόν παρακάλεσε νά τοῦ κάνει τήν ἐξυπηρέτηση. ῾Υπαγόρευσε γραπτό μήνυμα στόν μεγάλο Γέροντα: ῾᾽Αββᾶ Συμεών, ζητῶ ταπεινά τήν εὐχή σου. Εἶμαι τυφλός καί δέν μπορῶ νά πάω πουθενά οὔτε κι ἔχω κάποιον πού νά μπορεῖ νά μέ περιποιηθεῖ. Σέ ἐρωτῶ λοιπόν μέ τόν ἀδελφό πού ἔχει ἔλθει: ῎Εχω κάνει καλά πού ἔχω διακόψει τήν μυστηριακή κοινωνία μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο τῶν ῾Ιεροσολύμων Μακάριο; Καί τό λέω αὐτό, γιατί κι ἐσύ θά συμφωνήσεις μαζί μου, πατέρα μου. Καί ὁ Μακάριος καί ὁ ἡγούμενος ξέρουν γιά ἕναν ἀδελφό τοῦ μοναστηριοῦ πού πόρνευσε καί γιά ἕναν ἄλλον πού ὁρκίστηκε μαζί του. Λοιπόν, εἶναι δυνατό νά εἶμαι μαζί τους, ἐνῶ ἔχουν συμβεῖ αὐτά; Σέ τί ᾽Εκκλησία θά ἀνήκω, ἄν ἐξακολουθήσω νά λειτουργοῦμαι μαζί τους καί νά κοινωνῶ ἀπό τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο;᾽

Περίμενε μέ μεγάλη ἀγωνία τήν ἀπάντηση ὁ ᾽Ιουλιανός, μολονότι ἦταν βέβαιος γι᾽ αὐτήν. Καί ὁ ὅσιος ἀσφαλῶς θά τοῦ ὑποδείκνυε τόν δρόμο τῆς ἐξόδου. ῎Αρχισε νά ψηλαφᾶ τό κάθε τι μέσα στό μοναστήρι μέ νοσταλγία, σάν νά τό ἔκανε γιά τελευταία φορά. Περιδιάβαινε μέ τό μπαστουνάκι του τό κάθε δρομάκι, ἀνάπνεε βαθιά τήν ἀτμόσφαιρα, ἄκουγε καί τόν παραμικρότερο ἦχο. ῞Ο,τι καί νά συνέβαινε τόν τελευταῖο καιρό πού τόν εἶχε ταράξει, τό μοναστήρι αὐτό, τό σπουδαῖο καί τρανό ἦταν τό σπιτικό του. ῾Μά, ἡ ἀλήθεια γιά τήν πίστη καί τήν καθαρότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπό ὅλα᾽ καθησύχαζε τόν λογισμό του κι ἔπαιρνε καί πάλι σιγά σιγά τόν δρόμο γιά τό ἀκριανό φτωχικό κελλί του καί νά κάνει μόνος καί ἀπερίσπαστος τόν κανόνα του.

v  

῾Η ἀπάντηση τοῦ ὁσίου Συμεών πράγματι δέν ἄργησε νά ἔλθει. ῾Ο ἀδελφός πού εἶχε ἀναλάβει τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ ᾽Ιουλιανοῦ δέν καθυστέρησε πουθενά. ῾Ο ἅγιος Γέροντας πού ζοῦσε κοντά στήν ᾽Αντιόχεια, ἐννιά μίλια περίπου ἔξω ἀπό τήν πόλη, διάβασε τό μήνυμα τοῦ ταραγμένου ἀββᾶ, ἄκουσε καί προφορικά τόν ἀδελφό πού τοῦ διαμηνοῦσε τήν κατάσταση κι ἔγραψε ἀμέσως καί τό δικό του μήνυμα. Σάν κεραυνός ἔπεφταν τά λόγια τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ στόν ᾽Ιουλιανό, ὅταν πῆρε τό σημείωμα κι ἄρχισε νά τοῦ τό διαβάζει ὁ μοναχός.

Γέροντα ᾽Ιουλιανέ, εὔχομαι κάθε καλό σέ σένα ἀπό τόν Κύριο.  ῾Η συμβουλή μου σέ ὅ,τι μέ ρωτᾶς εἶναι σαφής καί ἀπόλυτη: μή διανοηθεῖς νά ἀναχωρήσεις ἀπό τό μοναστήρι σου οὔτε πολύ περισσότερο νά θελήσεις νά ἀποσχιστεῖς ἀπό τήν ἁγία ᾽Εκκλησία. Γιατί ἡ ᾽Εκκλησία, ἀββᾶ, δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ὥστε νά ρυπαίνεται ἤ νά ἁγιάζεται ἀπό τήν διάθεση ἤ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό σῶμα ᾽Εκείνου, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἁγιότητά της λόγω ἀκριβῶς Αὐτοῦ εἶναι δεδομένη, ῾μή ἔχουσα σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων᾽ καθώς λέει ὁ ἀπόστολος. Εἴτε λοιπόν ἐμεῖς οἱ πιστοί εἴμαστε ὑπάκουοι στόν Θεό εἴτε ὄχι ἡ ᾽Εκκλησία δέν ἐπηρεάζεται. ῎Αν οἱ ἄνθρωποι καθόριζαν τήν ποιότητα τῆς ᾽Εκκλησίας ποιός θά μποροῦσε νά ἐγγυηθεῖ γιά τήν ἁγιότητά της; ᾽Απολύτως κανείς. Μόνον ἕνας πού ἀπιστεῖ ὡς πρός τήν φύση τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ ὅτι αὐτή ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. ῎Οχι, λοιπόν, πάτερ, ἡ ᾽Εκκλησία δέν ἔχει κανένα κακό κι οὔτε κανείς τήν ρυπαίνει, κι αὐτό ὄχι ἐξαιτίας μας ἀλλά λόγω τῆς χάρης τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ᾽.

Σταμάτησε ὁ ἀδελφός τήν ἀνάγνωση. ῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιουλιανός εἶχε γείρει στό κάθισμά του καί δάκρυα καυτά ἔβρεχαν τό πρόσωπό του. Αἰσθάνθηκε μιά βαθιά συμπόνια γιά τόν ἀόμματο αὐτόν καλόγερο πού μετά τόσα χρόνια ἄσκησης καί καλογερικῆς ζωῆς περνοῦσε ἕναν τόσο μεγάλο προσωπικό πειρασμό.

Γέροντα, νά συνεχίσω; Γράφει καί κάτι ἀκόμη᾽, εἶπε μέ συστολή ὁ καλόγερος πού εἶχε ἀναλάβει τήν ἀποστολή. Βλέποντας τόν ᾽Ιουλιανό νά κουνᾶ θετικά τό κεφάλι του συνέχισε. ῾Πρόσεξε, ἀδελφέ μου,᾽ ἔλεγε παρακάτω ὁ ὅσιος,  γιατί ὁ Πονηρός βάλθηκε μέ τά ἐκ δεξιῶν βέλη του νά σέ πλανέψει. Μέ τήν ἀπόφασή σου νά διακόψεις τήν κοινωνία σου μέ τόν Πατριάρχη καί νά φύγεις ἀπό τό μοναστήρι ἀποδεικνύεις ὅτι δέν πιστεύεις στήν ᾽Εκκλησία ὅπως τήν ὁμολογοῦμε στό ἅγιο σύμβολο τῶν Πατέρων μας, ὅτι εἶναι ῾μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική᾽. Τήν ὑποβιβάζεις κι ἐσύ στά μέτρα τά δικά μας κι ἔτσι χωρίς νά τό καταλαβαίνεις ἴσως χάνεις τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας.

Συγχώρησέ με, ἀδελφέ μου, ἀλλά ἔχω καί κάτι ἄλλο νά σοῦ πῶ πού μοῦ τό ἀποκαλύπτει ἀπό ἐδῶ πού εἶμαι ὁ Κύριος.  Νά ξέρεις ὅτι ὅποιος κι ἄν λειτουργεῖ στό μοναστήρι σου, σπουδαῖος ἤ ὄχι στήν πνευματική ζωή, ἡ λειτουργία λογίζεται τέλεια καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὑπερίπταται στήν ἁγία Τράπεζα καί μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ σῶμα καί αἷμα Κυρίου ἀντίστοιχα, γιατί ἔχετε ἐκεῖ στό κοινόβιο κάποιον γέροντα στό ὄνομα Πατρίκιο. Αὐτός ὁ γέροντας κάθεται ἔξω ἀπό τό ἱερό, χαμηλότερα ἀπό ὅλους, κοντά στό δυτικό τοῖχο τῆς ἐκκλησίας. Λέει λοιπόν κι αὐτός τήν εὐχή τῆς προσκομιδῆς καί δική του λογίζεται ἀπό τόν Θεό ἡ ἁγία ἀναφορά. ᾽Αββᾶ ᾽Ιουλιανέ, καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί δέν πρέπει ποτέ νά φύγεις ἀπό τό μοναστήρι σου. Εὔχομαι γιά σένα ὁ Κύριος νά σέ χαριτώνει σέ ὅλα᾽.

῎Αχνα δέν ἔβγαζε ἀπό τά χείλη του ὁ ᾽Ιουλιανός. Τά λόγια τοῦ ὁσίου Συμεών ἦταν γι᾽ αὐτόν τά ἴδια τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Μέ κόπο πολύ ἀπό τό ψυχικό τράνταγμα πού εἶχε ὑποστεῖ εὐχαρίστησε τόν ἀδελφό πού κοπίασε πρός χάρη του. ᾽Εκεῖνος πῆρε τήν εὐχή του κι ἔφυγε. ῾Ο ἀββᾶς δέν προβληματίστηκε ἰδιαίτερα. Μετά ἀπό θερμή προσευχή μετανοίας στόν Κύριο καί τήν Θεοτόκο, ἔσυρε τό ἴδιο βράδυ τά πόδια του καί κτύπησε τήν θύρα τοῦ ἡγουμένου. Γονατιστός καί μέ δάκρυα πολλά ἐξομολογήθηκε τούς λογισμούς του, τήν ἀπόφαση γιά φυγή του, τήν ἀπιστία του ὡς πρός τήν ᾽Εκκλησία. ῾Ο ἡγούμενος γονάτισε κι αὐτός δίπλα του, τόν ἀγκάλιασε σφιχτά, τοῦ διάβασε τήν συγχωρητική εὐχή, τοῦ ἔδωσε τίς κατάλληλες συμβουλές.

Μά καί γιά τόν ἡγούμενο ἦταν ἀποκάλυψη ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ᾽Ιουλιανοῦ. Γιατί μέσω αὐτοῦ καί τῆς ἐπικοινωνίας του μέ τόν ὅσιο Συμεών κατάλαβε τόν θησαυρό πού κρύβανε μέχρι τώρα στό μοναστήρι τους. Ὁ Γέροντας Πατρίκιος. ῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἤξερε βέβαια τό πόσο κοντά στόν Θεό ἦταν, ὅταν τόν δέχτηκε ὡς ὑποτακτικό στό κοινόβιο σέ ἡλικία πάνω ἀπό ἑκατό ἐτῶν. ᾽Αρνήθηκε στήν ἀρχή ὁ ἡγούμενος. Πῶς νά δεχτεῖ ἕναν ὑπέργηρο ἱερομόναχο, ὅταν μάλιστα αὐτός ἦταν ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ ᾽Αβαζάνου καί ἄφησε τήν ἡγουμενία, ἐπειδή φοβήθηκε, τοῦ εἶπε τότε, τήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Πρόσπεσε ὁ ἴδιος καί φίλησε τά ἁγιασμένα πόδια τοῦ Πατρικίου. ῎Ενιωθε ὅτι ἦταν ἀνάξιος ὄχι νά εἶναι αὐτός ὁ ἡγούμενος ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου, ἀλλ᾽ οὔτε κἄν ὁ ὑποτακτικός του. ᾽Επέμενε ὅμως ὁ μεγάλος Γέροντας, τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε σημάδι, κι ἔτσι κάμφθηκε. ᾽Εκεῖ ὅμως πού πραγματικά ῾ἔλιωσε᾽ ὁ ἡγούμενος, ἦταν ὅταν ἄκουσε τήν δικαιολογία τῆς παραίτησης τοῦ Πατρικίου: ῾῾Η διαποίμανση τῶν λογικῶν ψυχῶν᾽, τοῦ εἶπε, ῾εἶναι ἔργο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. ᾽Εγώ νιώθω ἀνάξιος γιά κάτι τέτοιο. Τό μόνο πού μοῦ ταιριάζει εἶναι ἡ ὑπακοή, γιατί κρίνω ὅτι αὐτό ὠφελεῖ περισσότερο τήν ψυχή μου᾽.

v  

Τά δάκρυα εὐγνωμοσύνης δέν ἔπαψαν νά ρέουν ἔκτοτε καί στόν ἀόμματο ἀββᾶ ᾽Ιουλιανό ἀλλά καί στόν ἡγούμενο. ῾Ο Γέρων Πατρίκιος λειτουργοῦσε ὡς ὁ ῾μαγνήτης᾽ τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πιά γιά ὅσο διάστημα  ζοῦσε θά ἦταν τό πρότυπο τῆς ζωῆς ὅλων. Ὁ Θεός εἶχε μιλήσει μέσα ἀπό τόν ἅγιό του, τόν Συμεών τόν ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει.

08 Νοεμβρίου 2022

Ο ΑΥΣΤΗΡΟΣ ΝΕΑΡΟΣ ΠΑΠΑΣ!

 

Η φωνή της μεσήλικης γυναίκας ακουγόταν ταραγμένη και ελαφρώς οργισμένη. Και φαινόταν να έχει δίκιο.

 Είχε μπει στο εξομολογητάρι, είχε αποθέσει το φορτίο των αμαρτιών της, αλλά ήθελε να συζητήσει με τον πνευματικό κι ένα πρόβλημα που φαινόταν ότι την ταλάνιζε αρκετά. Στην εξιστόρηση του προβλήματος αυτού ήταν που η συναισθηματική της ένταση ανέβηκε.

«Πάτερ», του είπε, «η μητέρα μου είναι μεγάλης ηλικίας και χήρα  εδώ και πολλά χρόνια. Είναι άνθρωπος της Εκκλησίας, προσεύχεται διαρκώς, το καντηλάκι στο σπίτι της δεν σβήνει σχεδόν ποτέ, θυμιατίζει πάντοτε. Και θέλησε να πάει να εξομολογηθεί στη μεγάλη πόλη που βρέθηκε για να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της. Γιατί ζει σε χωριό κι εκεί ο παπάς τους δεν είναι πνευματικός. Ο πνευματικός έρχεται στις μεγάλες μόνο γιορτές σταλμένος από τη Μητρόπολη, οπότε πράγματι τότε τον επισκέπτεται. Της έχει δώσει μάλιστα και την άδεια, βλέποντας την αφοσιωμένη στον Θεό ζωή της, να κοινωνεί πολύ τακτικά».

«Και ποιο το πρόβλημα»; ρώτησε με απορία ο ιερέας.

«Μέχρι εδώ δεν υπάρχει πρόβλημα, πάτερ. Το πρόβλημα αρχίζει από την ώρα που η μητέρα μου επισκέφτηκε τον παπά που σας είπα, για να εξομολογηθεί. Ζει στο σπίτι του αδελφού μου, αρκετά μακριά από εδώ, οπότε και πήγε στην κοντινή εκεί ενορία. Ο παπάς ήταν πολύ νέος στην ηλικία κι απ’ ό,τι φάνηκε μάλλον… άπειρος για το σπουδαίο αυτό έργο που επιτελείτε εσείς οι πνευματικοί ιερείς».

«Τι έκανε δηλαδή»; ξαναρώτησε ο πνευματικός, και λίγο τα μάτια του σαν να σκοτείνιασαν. Όταν άκουγε για περιπτώσεις αδελφών ιερέων, που κάποιες άστοχες ίσως ενέργειές τους σκανδάλιζαν τους πιστούς, ήταν σαν να μπηγόταν ένα αγκάθι μέσα στην καρδιά του. Προετοιμάστηκε για να ακούσει τα χειρότερα.

«Η μητέρα μου, όπως σας είπα, άρχισε την εξομολόγησή της. Είπε ό,τι είχε να πει και περίμενε τις συμβουλές του ιερέα. Αυτός όμως σαν να… δυσαρεστήθηκε από την εξομολογούμενη γερόντισσα. Δεν την θεώρησε αξιόπιστη για όσα του είπε, γιατί η μητέρα μου, όπως μου τα εξιστόρησε πολύ ταραγμένη αργότερα, δεν είχε και πολλά σοβαρά αμαρτήματα να πει. Χήρα γυναίκα, πάτερ, πονεμένη, με πολλούς αγώνες για να αναθρέψει τα τρία παιδιά της. Και να σας πω, ήταν τόσο ταραγμένη που έφυγε από την Εκκλησία παραπατώντας, κι αν δεν βρισκόταν κάποια ευλογημένη ψυχή να την κρατήσει και να την οδηγήσει στο σπίτι της, θα έπεφτε κάτω».

Ο ιερέας συμμετείχε με πόνο στην εξιστόρηση της γυναίκας. Δεν αμφισβητούσε καθόλου τα λόγια της, γιατί όχι μόνο την ήξερε από χρόνια που την εξομολογούσε, αλλά και για το γεγονός ότι ήταν σοβαρή και μορφωμένη γυναίκα, που δεν είχε πει ποτέ πράγματα που δεν ίσχυαν.

«Τι την τάραξε τη μητέρα σας;» είπε ο ιερέας. «Απλώς και μόνη η αμφισβήτηση του νεαρού παπά;»

«Και ναι και όχι, πάτερ. Θέλω να πω ότι η αμφισβήτηση του παπά ήταν μεν η κύρια αιτία, αλλά το πώς εκφράστηκε αυτή ήταν αυτό που προκάλεσε την ταραχή. Γιατί ο παπάς καταρχάς θεώρησε ως δεδομένο ότι η πολυχρόνια χηρεία της μάνας μου θα την είχε οδηγήσει σίγουρα σε σχέσεις μοιχείας. Δεν είναι δυνατόν, της είπε, τόσα χρόνια μόνη και να μην έκανες κάποια άλλη σχέση. Κι όταν η μάνα μου εντελώς απορημένη του εξήγησε ότι πράγματι ουδέποτε διανοήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί η πίστη μας δεν το επιτρέπει πρώτον, αλλά και δεύτερον γιατί είχε να αναθρέψει και να μεγαλώσει τρία παιδιά, εκείνος άρχισε να οργίζεται. Πίστεψε ότι η μάνα μου τον κοροϊδεύει κι ότι θέλει να του παρουσιαστεί ως άγγελος και αναμάρτητη. Και δεν τελειώνει το πράγμα εδώ, πάτερ, συνέχισε την εξιστόρηση η γυναίκα. Αφού είπε ό,τι είπε ο παπάς σχετικά με το θέμα αυτό, με πολύ επιθετικό τρόπο άρχισε να τη ρωτάει πώς ζει τώρα στην ηλικία που βρίσκεται. Σημειωτέον, πάτερ, ότι η μητέρα μου πλησιάζει τα ογδονταπέντε χρόνια της, οπότε μαζεμένη από τον επιθετικό τρόπο του νεαρού παπά, του εξήγησε ότι και λόγω ηλικίας μένει κυρίως μέσα στο σπίτι, κι ότι πέρα από τις καθημερινές της εργασίες, η προσευχή και η ακρόαση του εκκλησιαστικού ραδιοφώνου είναι οι προτεραιότητές της. Τότε, μετά από αυτό ήταν που ο παπάς έγινε έξαλλος. Και το επιβεβαίωσα, πάτερ, γιατί επισκέφτηκα τον ναό που είχε εξομολογηθεί η γερόντισσα μάνα μου, και ρώτησα και τον νεωκόρο, όπως και ένα κατάστημα καλλυντικών δίπλα στον ναό, που και εκεί με παρέπεμψαν, αφού εκεί μου είπαν κατέφυγε η μητέρα μου, προκειμένου να μη σωριαστεί στον δρόμο».

Ο παπάς άκουγε και προσπαθούσε να μην φανερώσει τα συναισθήματα που άρχισαν να τον διακατέχουν. «Είναι δυνατόν;» διερωτάτο μέσα του. «Τόση απειρία πια; Τόση αδιακρισία από τον νεαρό παπά;» Αλλά από την άλλη, σκεφτόταν, ακόμη και ο όσιος της εποχής μας, μέγας Γέρων Πορφύριος, σε νεαρή ηλικία που ανέλαβε το διακόνημα της εξομολόγησης και της πνευματικής καθοδήγησης, δεν ήλθε η ώρα που μετανόησε φρικτά για την αυστηρότητά του σ’ εκείνα τα νεανικά του χρόνια; Ο ίδιος δεν έλεγε ότι πιθανόν έβλαψε ανθρώπους, μέσα στα πλαίσια της πνευματικής ευθύνης που είχε αναλάβει, αλλά λειτουργώντας αδιάκριτα;

«Όταν λέτε ότι έγινε έξαλλος, τι εννοείτε;» ρώτησε πολύ σιγά και με σκυμμένο το κεφάλι, ενώ το στομάχι του σφίχτηκε ακόμη περισσότερο, παραμένοντας όμως εξωτερικά απαθής και ψύχραιμος.

«Με δυνατή φωνή την κατηγόρησε ότι του λέει ψέματα για μια ακόμη φορά, κι ότι οπωσδήποτε θα περνάει την ώρα της πηγαίνοντας σε διάφορα σπίτια ή δεχόμενη άλλες γειτόνισσες στο δικό της, προκειμένου να πίνουν καφέ και να κουτσομπολεύουν. Η μάνα μου βεβαίως κόντευε να πεθάνει. Μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε στη συγκεκριμένη Εκκλησία, ενώ αναπολούσε τις ώρες εξομολόγησης στον πνευματικό της Μητροπόλεως της περιοχής της, και τη διακριτικότητα και την ευγένεια των λόγων και της συμπεριφοράς του.  Κι όταν τελικά επεχείρησε να αρνηθεί τις κατηγόριες του παπά, εκείνος σηκώθηκε όρθιος και κραυγάζοντας, τόσο που ακούστηκε σε όλον τον ναό, της είπε να σηκωθεί να φύγει, γιατί αυξάνει τις αμαρτίες της με τα ψέματα που του αραδιάζει».

Η γυναίκα σταμάτησε. Η ταραχή της και η οργή της ήταν εμφανείς. Τα μάτια της είχαν υγρανθεί κι έβγαλε ένα μαντήλι να τα σκουπίσει. Κράτησε το κεφάλι της αρκετά ώρα κάτω.

Ο ιερέας προβληματίστηκε. Σκέφτηκε να δικαιολογήσει τον νεαρό ιερέα λόγω της απειρίας του. Η ιστορία φαινόταν απίστευτη, αλλά δεν είχε λόγους να την αμφισβητήσει – άλλωστε και άλλες φορές είχε ακούσει παρόμοιες περιπτώσεις. Έστρεψε το βλέμμα του νοερά στον Κύριο να τον φωτίσει. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Μήπως μία απόπειρα δικαιολόγησης του ιερέα θα έφερνε αντίθετο αποτέλεσμα; Και τι δικαιολογία να έβρισκε;

«Πάτερ, αν θέλετε, να σας πω τον ναό που έγινε το γεγονός και το όνομα του ιερέα», ακούστηκε η φωνή της γυναίκας.

«Δεν χρειάζεται, παρακαλώ. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Απλώς σκέπτομαι τι θα μπορούσα να πω. Σας ομολογώ ότι βρίσκομαι σε τρομερή αμηχανία. Δεν μπορώ να αποδεχτώ από τη μια τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του νεαρού ιερέα, από την άλλη δεν ξέρω τι φωτισμό είχε εκείνη τη στιγμή για να συμπεριφερθεί έτσι. Το μόνο στο οποίο καταλήγω είναι ότι η νεότητά του και ένας αδιάκριτος ίσως ζήλος του τον έκαναν να φτάσει σ’ αυτήν την ακρότητα, όπως είμαι σίγουρος ότι πρέπει να έχει μετανιώσει πικρά για τη συμπεριφορά του αυτή, κι αν συναντούσε ενδεχομένως τη μητέρα σας θα της ζητούσε γονατιστός συγγνώμη. Μου έρχεται όμως και μία άλλη σκέψη – κι είναι τούτο κάτι που αναδεικνύει ίσως το πνευματικό μεγαλείο της μάνας σας».

Ανασήκωσε το κεφάλι της η γυναίκα απορημένη. «Το πνευματικό μεγαλείο της μάνας μου;» είπε. «Δηλαδή, πάτερ;»

«Να, μου έρχεται στον νου αυτό που συνέβη στον όσιο Γέροντα Παΐσιο, όταν ήταν στο μοναστήρι του στη Μακεδονία και κατέβαινε στο κοντινό χωριό για να λειτουργείται και να κοινωνεί, γιατί ο ίδιος δεν ήταν παπάς. Μέσα στο ιερό κάποια φορά και την ώρα της Θείας Κοινωνίας, ο ιερέας στράφηκε στον ίδιο και με επιθετικό τρόπο του είπε να βγει έξω μαζί με τον υπόλοιπο λαό και να κοινωνήσει. Συνήθιζε να κοινωνεί μέσα στο ιερό, ως καλόγερος που ήταν. Λοιπόν, εκείνος ταράχτηκε από την επίθεση, αλλά δεν είπε τίποτε. Έσκυψε το κεφάλι, βγήκε έξω, κοινώνησε. Κι όταν στο τέλος της Λειτουργίας είδε τον ιερέα, εκείνος πρόσπεσε στον Γέροντα με δάκρυα στα μάτια, ικετεύοντας τη συγγνώμη του. «Δεν ξέρω τι με έπιασε, Γέροντα – του είπε. Σαν μια δύναμη να με έσπρωξε να σου πω αυτά που σου είπα, που δεν τα πίστευα». Συγχωρέθηκαν. Προβληματίστηκε όμως ο όσιος Γέροντας, γιατί συνέβη αυτό. Και σκέφτηκε ότι κατά τη διάρκεια της ακολουθίας παρακαλούσε τον Χριστό μας να του δίνει μετάνοια και προπαντός ταπείνωση. «Και να, ο Κύριος μου έδωσε αφορμή ταπείνωσης με τα λόγια του παπά. Γιατί ο Θεός όταν του ζητάμε κάποιο χάρισμα, δεν μας το δίνει έτοιμο. Μας δίνει την αφορμή για να το παλέψουμε και να το αποκτήσουμε». Λοιπόν, το ίδιο σκέπτομαι μη συνέβη και με τη μάνα σας. Είναι μια πιστή γυναίκα, αγωνιστής άνθρωπος, ήρωας θα έλεγε κανείς, κι ο Θεός με τη συμπεριφορά του παπά τής έδωσε ευκαιρία για μεγάλη ταπείνωση και για απόκτηση πνευματικών στεφανιών».

«Ποτέ μου δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο», είπε η γυναίκα, εμφανώς πιο ήσυχη. «Αν όντως ισχύει αυτό, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Θα της το πω, πάτερ, και νομίζω ότι ο λογισμός της θα ησυχάσει πάρα πολύ. Γιατί ποτέ μου δεν την έχω ακούσει να κατηγορεί παπά, και μάλιστα επανειλημμένως μας μάθαινε από μικρά, ότι τον παπά δεν πρέπει να τον πιάνουμε στο στόμα μας. «Ο παπάς είναι σαν το κάρβουνο», μας έλεγε. «Αν είναι καλός, μας καίει, γιατί είναι αναμμένο κάρβουνο. Αν δεν είναι καλός, μας λερώνει, γιατί είναι σαν το σβηστό κάρβουνο». Και με την περίπτωση αυτή βρέθηκε σε μεγάλο πειρασμό. Πάτερ, σας ευχαριστώ. Κάντε προσευχή για μένα και για τη μητέρα μου».

«Ασφαλώς», είπε ο ιερέας. «Κι εσείς θα σας παρακαλέσω, να προσεύχεσθε και για μένα, αλλά και για όλους τους ιερείς. Μας πολεμάει αρκετά ο Πονηρός τους ιερείς, και γι’ αυτό έχουμε ανάγκη πολύ την προσευχή των υπολοίπων πιστών. Και, αν θέλετε τη γνώμη μου: κυρίως βάλτε στην προσευχή σας, εσείς και η μάνα σας κυρίως, τον νεαρό αυτόν παπά. Να του δίνει ο Κύριος τον φωτισμό που πρέπει για το υψηλό έργο που έχει αναλάβει. Αν δεν μπορεί ίσως να κάνει το καλό, τουλάχιστον να μη βλάπτει στη φάση που βρίσκεται…».

(Από το βιβλίο των εκδόσεων «ἀκολουθεῖν», Δι’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, 2017).

27 Ιουνίου 2022

ΜΙΑ… «ΑΛΛΗ» ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ!

Ο ιερέας περίμενε όρθιος τον επόμενο για την εξομολόγηση. Είδε ένα νεαρό παιδί, γύρω στα δεκαπέντε, να προχωρά διστακτικό. Τον καλωσόρισε και του υπέδειξε να καθίσει στην καρέκλα απέναντί του. Ο Εσταυρωμένος πάνω στο μικρό τραπεζάκι με το μικρό καντήλι τούς κοίταζε στοργικά και προστατευτικά. Η ατμόσφαιρα μύριζε λιβάνι από τον εσπερινό που μόλις είχε προηγηθεί.

Ο νεαρός με κατεβασμένο το κεφάλι δεν μιλούσε. Ο ιερέας περίμενε κι αυτός κάνοντας μία σύντομη προσευχή, όπως συνήθιζε να κάνει και για όλους τους πιστούς που έβρισκαν το κουράγιο να έλθουν στο μυστήριο της μετανοίας.

«Πάτερ», είπε κάποια στιγμή το παλληκαράκι. «Δεν θέλω να εξομολογηθώ. Η μητέρα μου που περιμένει έξω με έφερε σχεδόν με το ζόρι. Είναι της Εκκλησίας άνθρωπος και με «πρήζει» κάθε φορά με την εξομολόγηση. Είναι καλή γυναίκα και γι’ αυτό δεν θέλω να τη στενοχωρήσω. Υπάκουσα λοιπόν για χάρη της και γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Αλλά εγώ δεν νιώθω έτοιμος για κάτι τέτοιο».

Ο ιερέας δεν έσπευσε να απαντήσει. Ύψωσε νοερά το βλέμμα του στον Εσταυρωμένο και προσευχήθηκε πιο έντονα για το νεαρό παιδί.

«Παιδί μου», είπε στοργικά. «Όπως ξέρεις η εξομολόγηση είναι μυστήριο της Εκκλησίας μας και προϋποθέτει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Μόνον όποιος έρχεται ελεύθερα, μόνον όποιος έχει νιώσει την ανάγκη να ανοίξει την καρδιά του στον Χριστό, μπορεί και να εξομολογηθεί. Αν ο ίδιος ο Κύριος είπε «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν», τότε κανείς με καταναγκασμό δεν μπορεί να Τον ακολουθήσει ή να επιτελέσει οποιοδήποτε λόγο Του. Η ελευθερία, παιδί μου, είναι το οξυγόνο της Εκκλησίας. Χωρίς αυτήν, οτιδήποτε κι αν γίνεται, έστω κι αν φαίνεται καλό, δεν είναι τελικά καλό. Δεν το δέχεται ο Θεός».

«Ναι, πάτερ», είπε το παιδί και ύψωσε λίγο το κεφάλι του αναθαρρημένο. «Χαίρομαι που ακούω να λέτε αυτά τα λόγια, και μακάρι και η μάνα μου να το καταλάβαινε. Αλλά, σας είπα, είναι καλή γυναίκα, μόνη στη ζωή – ο πατέρας μου έχει πεθάνει – και γι’ αυτό όσο μπορώ δεν θέλω να την κακοκαρδίζω».

«Λοιπόν», είπε ο παπάς, νιώθοντας μια απέραντη τρυφερότητα για το καλόκαρδο αυτό νεαρό παλληκάρι που έδειχνε μία μεγάλη ωριμότητα με τη στάση του, «δεν χρειάζεται να εξομολογηθείς τώρα. Κάτσε λίγα λεπτά ακόμη, ώστε η μητέρα σου να πιστέψει ότι εξομολογείσαι, κι έπειτα φύγε και πήγαινε στην ευχή του Θεού. Μέχρι τότε όμως, πες μου το όνομά σου, την τάξη στο σχολείο που φοιτάς, ό,τι άλλο νομίζεις ότι μπορούμε να πούμε για να καλυφθεί η ώρα».

Μετά από λίγο το παιδί σηκώθηκε να φύγει. Ο ιερέας το αγκάλιασε και του ευχήθηκε τα καλύτερα για τη ζωή του. Η μητέρα του ήταν έξω και φαινόταν ευχαριστημένη για τον «εξομολογημένο» γιο της. Ο ιερέας όμως ήταν βέβαιος ότι ήταν θέμα χρόνου το παιδί να έλθει και πάλι, αλλά αυτήν τη φορά μόνο του. «Τέτοια παιδιά, με τόσο καλή καρδιά, δεν χάνονται ποτέ», μουρμούρισε ο ιερέας, την ώρα που παραμέριζε για να περάσει ο επόμενος πιστός. «Δεν τα αφήνει ποτέ ο Κύριος, και μάλλον φαίνεται να είναι από τα αγαπημένα Του».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές με φόντο το πετραχήλι, 2017)

25 Ιουνίου 2022

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΤΑ ΕΙΧΕ… ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ!

Συγκινημένη η νέα γυναίκα κοίταξε το σπίτι, όταν έφτασε και πάρκαρε το αυτοκίνητό της. Αγκάλιασε τη θέα του με μεγάλη στοργή και τρυφερότητα – εκεί ζούσαν οι γονείς της, τα μικρότερα αδέλφια της, αλλά και ο παππούς και η γιαγιά της, εκεί έζησε και η ίδια βεβαίως μέχρι που παντρεύτηκε και απέκτησε τη δική της οικογένεια. Ένα δάκρυ πήγε να κυλίσει απ’ τα μάτια της μα το ’κρυψε βιαστικά. Δεν ήθελε να την κατακλύσουν τα συναισθήματά της, πολύ περισσότερο που τώρα ερχόταν για να δει κυρίως τον παππού της.

«Ψυχραιμία, Ευτυχία» είπε στον εαυτό της. Το είπε, μα ήξερε πως δεν θα το πολυτηρούσε. Γιατί ο παππούς της, υπέργηρος πια, ενενήντα τριών ετών, μόλις και είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο από μία βαριά ίωση που τον ταλαιπώρησε και τον καθήλωσε για αρκετό καιρό. Όλοι είχαν πει πως μάλλον ο παππούς θα τους άφηνε χρόνους – μέσα τους είχαν ήδη ετοιμαστεί για το ενδεχόμενο, που λόγω ηλικίας έτσι κι αλλιώς μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Όμως ο παππούς ήταν «σκληρό καρύδι» που λένε, ξεπέρασε τον κίνδυνο, επανήλθε.

Κι ήταν ένας παππούς… σπάνιος! Εξήντα τόσα χρόνια παππάς, σεβάσμιος, με ήθος ιερατικό τέτοιο που αποτελούσε φάρο για πολλούς άλλους κληρικούς και όχι μόνο. «Σαν τον παπα Σταύρο θα ήθελα να γίνω κι εγώ» είχε ακούσει με τ’ αυτιά της η Ευτυχία αρκετά χρόνια πριν από νέο άνθρωπο που πράγματι έγινε κι αυτός κληρικός έχοντας ως όραμα τον λειτουργό και πνευματικό παπα Σταύρο. Η εικόνα του παππού της ορθώθηκε τεράστια μπροστά της! Μπροστά στην αγία Τράπεζα να λειτουργεί όλα τα χρόνια – ακόμη και μέχρι πριν λίγο καιρό με τη βοήθεια και των άλλων ιερέων είναι αλήθεια τα κατάφερνε μια χαρά! - με τέτοια αίσθηση και κατάνυξη που έκανε πολλούς να κλαίνε και μόνο που τον έβλεπαν και τον άκουγαν. Και τα μάτια του! Τόσο ήρεμα και γαλήνια, αντιφέγγιζαν ένα φως που ήσουν βέβαιος ότι ήταν το φως του ουρανού!

Επανήλθε στο τώρα και σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της – η συγκίνησή της την είχε συνεπάρει! Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί που πάντοτε κρατούσε κι έσπευσε στο δωματιάκι του παππού της χωρίς κανείς άλλος να την πάρει είδηση.

«Παππού!» είπε και γρήγορα έσκυψε να πάρει την ευχή του βλέποντάς τον καθισμένο στην πολυθρόνα του.

«Καλώς την Ευτυχία μου, καλώς το παιδάκι μου!» πήγε να σηκωθεί ο ηλικιωμένος παπάς και παππούς καθώς είδε την αγαπημένη εγγόνα του. «Τι κάνεις; Πώς και τα κατάφερες και ήλθες, με τη δουλειά σου, με την οικογένειά σου;»

 Δεν τον άφησε η Ευτυχία να σηκωθεί. Βυθίστηκε στα γεμάτα στοργή και γαλήνη μάτια του. «Παππού, τι κάνεις; Πώς είσαι με την υγεία σου;»

Τον κοίταξε και διαπίστωσε πως ήταν αδυνατισμένος και λίγο χλωμός. «Πόσο άραγε θα ζήσει ακόμα;» έκανε τη σκέψη που γρήγορα θέλησε να τη σβήσει από το μυαλό της. «Πού είναι η γιαγιά;» ρώτησε ήσυχα.

«Εδώ γύρω θα τριγυρίζει, όπως πάντα. Την ξέρεις τη γιαγιά σου…».

 Κάθισε και η Ευτυχία. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει οτιδήποτε άλλο και ο παππούς με διάθεση και φόρα άρχισε να της διηγείται τα… κατορθώματά του!

«Ξέρεις, Ευτυχία μου, πήγα δύο μέρες εκδρομή στην Αίγινα, στον άγιο Νεκτάριο! Τον άγιό μας!»

 Ο παππούς πράγματι είχε από πολλά χρόνια ένα εξοχικό στο ιερό νησί και έτρεφε ξεχωριστή αγάπη για τον μεγάλο αυτόν άγιο της Εκκλησίας μας. Μα αρκετά χρόνια τώρα η αδυναμία του λόγω ηλικίας και διαφόρων προβλημάτων υγείας τον έκανε να παραμένει καθηλωμένος στην Αθήνα – μόνο με τη σκέψη του μπορούσε να πηγαίνει˙ το εξοχικό του χρησιμοποιείτο από τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ένα αγκάθι σαν να καρφώθηκε στην καρδιά της Ευτυχίας. Δεν μίλησε όμως.

Ο παππούς συνέχισε ακάθεκτος: «Λοιπόν, Ευτυχία μου, πήγαμε στην Αίγινα και όχι μόνο πήγαμε, αλλά και λειτούργησα στον άγιο και χάρηκα πάρα πολύ. Και μετά επισκεφτήκαμε και μία γνωστή μας ταβέρνα και φάγαμε τα ορεκτικά που μας πρόσφερε ο αγαπητός μας κυρ-Κώστας. Τον θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» είπε ο παππούς και σαν να αγαλλίασε με τη θύμηση – τα μάτια του πλανήθηκαν λίγο ψηλά Κι ένα χαμόγελο ζωγράφισε το χλωμό πρόσωπό του.

Το αγκάθι στην Ευτυχία προχώρησε… βαθύτερα! «Όχι, Θεέ μου!» ύψωσε νοερά το βλέμμα της στον Κύριο. «Μην επιτρέψεις ο παππούς μου να χάσει το μυαλό του!» Ήξερε ασφαλώς ότι στην ηλικία αυτή η άνοια είναι σχεδόν αναμενόμενη – ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των υπερηλίκων χάνεται στο παρελθόν και το παρόν παρουσιάζεται εντελώς ξεθωριασμένο στη ζωή τους. Ο παππούς βέβαια παπα Σταύρος δεν είχε συμπτώματα μη αναγνώρισης των προσφιλών του προσώπων, τους αναγνώριζε όλους, μα η άνοια έχει διαφόρους βαθμούς εξέλιξης! «Όχι, Θεέ μου!» ψιθύρισε. «Δεν μπορώ να το αντέξω!» - ο παππούς ήταν τόσο αγαπημένος, δεν ήθελε να τον δει να χάνει την επαφή μαζί του.

Σηκώθηκε απότομα. «Παππού, θα σε δω λίγο αργότερα. Πάω να δω τους γονείς μου» είπε τρέμοντας η Ευτυχία, περισσότερο για να προλάβει το ξέσπασμα της καρδιάς της – τα δάκρυά της δεν μπορούσε να τα κρατήσει άλλο!

Ήταν και οι δύο εκεί. Οι γονείς της. Που χάρηκαν πολύ με την απρόσμενη επίσκεψή της αλλά και που ανησύχησαν με το σχεδόν κλαμένο πρόσωπό της.

 «Τι έχεις Ευτυχία μου; Τι έχεις παιδί μου;» έσπευσε να την αγκαλιάσει στοργικά η μητέρα της. «Συνέβη κάτι με την οικογένειά σου; Με τη δουλειά σου; Γιατί είσαι έτσι;»

Πήγε γρήγορα να της φέρει ένα νερό – η μάνα της ήταν η «προσωποποίηση» της προσφοράς και της φιλοξενίας. Ανήσυχος και ο πατέρας της την κοίταξε εξίσου ερωτηματικά. «Τι συμβαίνει;» είπε απαλά.

«Πέρασα από το δωμάτιο του παππού!» είπε χαμηλόφωνα και σχεδόν… συνωμοτικά!

«Ε, και;» ξανάπε εκείνος. «Κάθισε, όμως!» Κάθισε.

«Είναι καλά;» με δισταγμό βγήκε η φωνή της.

«Ναι, γιατί; Πέρασε την ίωση, λίγο βαριά πράγματι, όλοι σκεφτήκαμε μήπως μας αποχαιρετίσει ο παππούς, μα όπως είδες τον φοβήθηκε κι ο… χάρος!»

Χαμογέλασαν οι γονείς και μία γκριμάτσα βγήκε ως χαμόγελο και στην Ευτυχία.

«Το μυαλό του πώς είναι;» δεν το έβαζε κάτω η Ευτυχία. Είδε το ερωτηματικό βλέμμα των γονιών της και συνέχισε: «Τον είδα προηγουμένως τον παππού, μα άρχισε να μου λέει… περίεργα πράγματα!»

«Δηλαδή;»

«Να, ότι μετά από χρόνια πήγε εκδρομή στην Αίγινα, ότι λειτούργησε στον άγιο Νεκτάριο, ότι πήγε σε ταβέρνα και έφαγε με παρέα…». «Μπαμπά», ξέσπασε η Ευτυχία, «έχει… φαντασιώσεις ο παππούς; Το μυαλό του έχει αρχίσει τα ξεστρατίσματα; Είναι αρχή ή προχωρημένη άνοια;» - πάλευε να ελέγξει τη συγκίνησή της, τα δάκρυά της δεν κρύβονταν πια.

Οι γονείς της άρχισαν να γελάνε. Δεν κατάλαβε.

«Αλήθεια είναι ό,τι σου είπε», βεβαίωσε ο πατέρας της. «Ήρθε ο θείος σου, τον πήρε με το «ζόρι» μαζί με τη γιαγιά -  καλά δεν σου είπε εκείνη; - και τους πήγε ένα διήμερο στην Αίγινα. Πράγματι λειτούργησε στον άγιο Νεκτάριο και μετά πήγαν για φαγητό στην ταβέρνα του κυρ-Κώστα. Ό,τι λοιπόν σου διηγήθηκε είναι τα γεγονότα όπως έγιναν!»

Η Ευτυχία έπεσε από τα σύννεφα! Το αγκάθι στην καρδιά της έφυγε και σαν να απελευθερώθηκε. Χαρά και αγαλλίαση γέμισαν τα στήθη της. Σηκώθηκε και αγκάλιασε αυθόρμητα τους γονείς της, που την έκλεισαν στην αγκαλιά τους μέσα.

«Και μην ξανατολμήσεις να… αμφισβητήσεις και πάλι το μυαλό του παππού σου!» σχολίασε γελώντας ο πατέρας της. «Ο παππούς τα είχε, τα έχει και μάλλον θα τα έχει για πολύ ακόμη… τετρακόσια!»

24 Ιουνίου 2022

ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΚΟΝΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ

Το μοναστήρι και το πρόβλημα

«Γέροντα», είπε ο Θεόδωρος, ο ηλικιωμένος καλόγερος, απευθυνόμενος στον ηγούμενο, «κάτι πρέπει να κάνουμε με τις βαπτίσεις. Ο αριθμός των προσκυνητών διαρκώς και αυξάνει, ενώ πολλοί ζητούν να βαπτιστούν εδώ. Και δεν είναι θέμα ότι έχουμε πλήθος προσκυνητών – αυτό είναι μεγάλη ευλογία στην εποχή μας που τόσοι άνθρωποι ψάχνουν τον Κύριο και βλέπουν το μοναστήρι μας ως φάρο που τους προσανατολίζει σ’ Αυτόν. Το θέμα, το πρόβλημα πια καλύτερα, είναι ότι ζητούν πολλοί και να βαπτιστούν, κι ένα μεγάλο μέρος αυτών είναι γυναίκες».

«Το γνωρίζω, Θεόδωρε», είπε πολύ σκεφτικός ο Γέροντας Ιωάννης. «Το γνωρίζω καλύτερα από όλους. Άντρες και γυναίκες θεωρούν ως τη μεγαλύτερη ευλογία της ζωής τους να έρθουν εδώ, να γίνουν χριστιανοί, μπαίνοντας στα αγιασμένα νερά του Ιορδάνη. Εδώ που βαπτίστηκε ο Κύριος, εδώ θέλουν να βαπτιστούν κι αυτοί. Κι είναι μεν κατανοητή η επιθυμία τους αυτή, αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν τον πειρασμό τον δικό μας».

«Εμ, βέβαια, Γέροντα», διέκοψε με μικρή έξαψη ο μοναχός. «Εμείς γίναμε καλόγεροι και απομακρυνθήκαμε από τον κόσμο, για να αφιερωθούμε απερίσπαστοι στον Θεό. Θελήσαμε να φύγουμε από τις αφορμές που δίνει ο κόσμος και από την παρουσία των γυναικών,  και, να, που ο τόπος της μετανοίας μας έγινε τόπος που δέχεται διαρκώς γυναίκες…». Σταμάτησε ο Θεόδωρος, για να συνεχίσει σχεδόν μονολογώντας: «…και να θέλουν να βαπτίζονται από εμάς που ορκιστήκαμε διά βίου την παρθενία». Φάνηκε εξουθενωμένος.

«Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά», είπε ο ηγούμενος. «Είναι εντολή του αρχιεπισκόπου, του Πατριάρχη Ιεροσολύμων. Του εξήγησα, όχι μία αλλά πολλές φορές, ποιο είναι το πρόβλημα. Ποιος είναι ο πειρασμός. Αλλά, το καταλαβαίνω, βλέπω το δίκιο του, είμαστε  μοναστήρι πολύ κοντά στην ιερή πόλη. Ο Ιορδάνης ποταμός είναι δίπλα μας. Είμαστε όχι ένα κελί ή μία απλώς λαύρα, αλλά μεγάλο κοινόβιο. Λοιπόν, «είναι μονόδρομος να έρχονται σε σας και να βαπτίζονται», μου είπε. Δεν έχουμε επιλογή».

«Τι μπορεί να γίνει τότε;» είπε ο Θεόδωρος.

«Θα κάνουμε αυτό που αποφασίσαμε χθες, όλη η Γεροντία, και που δεν το έμαθες, γιατί ήσουν σε εξωτερικό διακόνημα».

«Ποιο;» ανασήκωσε το κεφάλι του γεμάτος περιέργεια ο καλόγερος.

«Αποφασίσαμε να αναθέσουμε αποκλειστικά το μυστήριο του βαπτίσματος στον πατέρα Κόνωνα, τον ιερομόναχο από την Κιλικία. Τον γνωρίζουμε όλοι καλά πια, και ξέρουμε πόσο ενάρετος και αφοσιωμένος στον Θεό είναι. Οι ασκητικοί του αγώνες είναι σπουδαίοι – μπορώ να το βεβαιώσω πολύ καλά αυτό – και είναι αγωνιστής άνθρωπος. Σ’ αυτόν θα αναθέσουμε τη βάπτιση. Αυτό θα είναι το αποκλειστικό του διακόνημα».

«Το ξέρει ο ίδιος;» ρώτησε με επιφύλαξη ο Θεόδωρος.

«Το ξέρει, φοβάται, μα θα κάνει, είπε, υπακοή. Ό,τι του πούμε θα το εφαρμόσει».

Σταυροκοπήθηκαν και οι δύο.

Ο πρεσβύτερος Κόνων και οι πειρασμοί του

Κι άλλες φορές είχε αναλάβει να διακονήσει το μυστήριο: έχριε με το αγιασμένο λάδι τα σώματα των ανθρώπων, τους βάπτιζε, τους πρόσφερε μέλη Χριστού στην Εκκλησία. Είχε πλήρη επίγνωση του ύψους του μεγάλου αυτού εισαγωγικού μυστηρίου της Εκκλησίας: να εξορίζεται ο πονηρός από την καρδιά του ανθρώπου, και να εγκαθίσταται εκεί ο Κύριος!  Να δίνεται στον άνθρωπο η δυνατότητα αρχής στη νέα ζωή που έφερε Εκείνος!  Να μπορεί ο πιστός, με τη συνέργεια και της δικής του θελήσεως βέβαια, να είναι μία φανέρωση Χριστού στον κόσμο!

Τώρα όμως, είναι διαφορετικά! Δεν θα βαπτίζει μία στο τόσο, με εναλλαγή και των άλλων ιερέων του μοναστηριού, αλλά αποκλειστικά εκείνος. Εκείνος, ο καλόγερος παπα Κόνων, θα έρχεται ενώπιος ενωπίω με τη χάρη του Θεού που μεταμορφώνει τους ανθρώπους, αλλά και ενώπιος ενωπίω με τον παλαιό δικό του άνθρωπο. Καλόγερος ήταν, παπάς ήταν, αγωνιζόταν να μένει στις εντολές του Κυρίου, μα στον κόσμο τούτο έβλεπε τους πειρασμούς να τον κυκλώνουν πολύ συχνά, και να τον βάζουν σε όριο… πτώσης. Ήταν οι στιγμές που ένιωθε πως… σχοινοβατεί. «Κύριε», προσευχόταν, «ενίσχυσέ με. Δες την αδυναμία μου. Κινδυνεύω». Και σαν τον Πέτρο μέσα στα κύματα, άπλωνε το χέρι του και κραύγαζε: «Κύριε, σώσε με. Χάνομαι!».

Είπε τις επιφυλάξεις του στον ηγούμενο. Ομολόγησε την αδυναμία του. «Δεν είναι μόνο οι πειρασμοί της υπερηφάνειας, άγιε Γέροντα, δεν είναι μόνο το πάθος της φιλοκτημοσύνης, ακόμη και για τα ευτελέστερα, που με περιτριγυρίζουν, αλλά προπάντων τώρα, με το διακόνημα αυτό, θα έρχομαι διαρκώς αντιμέτωπος με τον πειρασμό της σάρκας. Γέροντα, νιώθω αδύναμος. «Ει δυνατόν, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».

Δεν άλλαξε την απόφαση του Γέροντα και του συμβουλίου. Το διακόνημα έπρεπε να το αναλάβει και ο Θεός… βοηθός!

Το εκτελούσε με απόλυτη συνέπεια. Ο Κύριος τον ευλογούσε και συχνά ένιωθε τη γλυκύτητα της χάρης Του να τον περιβάλλει. Αλλά όταν ερχόταν η ώρα να βαπτίσει κάποια γυναίκα, εκεί ένιωθε να ταράζεται. Ιδίως την ώρα της χρίσης με το άγιο λάδι. Τότε που έπρεπε να χρίσει τα διάφορα προβλεπόμενα από την ακολουθία μέρη του σώματος. Ο πειρασμός γινόταν πιο έντονος. Του ερχόταν να σταματήσει το μυστήριο και να… φύγει. «Φεύγε και σώζου!» δεν έλεγαν οι άγιοι; Μα, το ‘βλεπε ότι αυτό θα δημιουργούσε μεγαλύτερο σκάνδαλο. Και για εκείνον και για όλο το μοναστήρι. Και υπέμενε.

Κάποιες φορές που η επίθεση των σαρκικών λογισμών ήταν εντονότερη και τον «τρέλαιναν», σε βαθμό που αποφάσιζε να εγκαταλείψει το διακόνημα και το μοναστήρι – κι αυτό συνέβαινε όχι τόσο την ώρα του μυστηρίου, όσο  όταν επέστρεφε στο κελί του – έριχνε τον εαυτό του κάτω στο έδαφος. Έκλαιγε με λυγμούς κτυπώντας το στήθος του. Οίκτιρε την αδυναμία του. Και τότε ιδίως, απευθυνόταν στον αγαπημένο του άγιο: τον μέγα Ιωάννη τον Πρόδρομο, τον προστάτη της Μονής και του ίδιου. Γιατί ο Κόνων ήταν η συνέχεια εκείνου: στο «πόδι» του βρισκόταν βαπτίζοντας τους ανθρώπους. Κι είναι αλήθεια ότι είχε ζήσει το θαύμα της… παρουσίας του. Όχι μία φορά. Πολλές φορές.

Του παρουσιαζόταν ο άγιος μέσα σε άφατο φως, κι ένιωθε τη στοργική ματιά και τη χάρη του να τον αγκαλιάζουν και να τον ηρεμούν. Η φωνή του μάλιστα τις φορές αυτές ηχούσε τόσο γαλήνια στην καρδιά του, που διασκέδαζε τους φόβους και τους πειρασμούς του, κατεξοχήν όταν του έδινε την υπόσχεση: «Αδελφέ μου Κόνων, κάνε υπομονή και θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμο που δέχεσαι».

Κι έκανε υπομονή, κι έπαιρνε θάρρος και συνέχιζε. Αλλά οι πειρασμοί… ξανάρχονταν. Κι όχι μόνο δεν έφευγαν, αλλά πολλές φορές και πολλαπλασιάζονταν.  Ο Κόνων ζούσε με ταραχή και στην… κόψη του ξυραφιού.

Η απόλυτη εμπλοκή! Ο μέγας πειρασμός

Κυριακή ήταν. Τελείωσε η Θεία Λειτουργία, κοινώνησαν οι καλόγεροι, κοινώνησαν οι πιστοί, κοινώνησε και ο ιερέας Κόνων. Τον ειδοποίησαν για μία βάπτιση. Αλλά ο καλόγερος που τον ειδοποίησε,  τον κοίταζε αλλοιωμένος και… ταραγμένος. Δεν μπόρεσε να καταλάβει. Μετά είδε και… τρόμαξε. Κι αρνήθηκε.

Η υποψήφια χριστιανή, η κατηχημένη που έπρεπε να βαπτίσει, ήταν από την Περσία. Νέα κοπέλα που η εμφάνισή της όμως… «θάμπωνε» τους ανθρώπους. Πανέμορφη στην όψη, με καλοφτιαγμένο σώμα. «Παράδεισος ή κόλαση;» αναρωτήθηκε ο Κόνων, που ένιωσε την προσβολή του πειρασμού σαν ξίφος που τον κτυπά κατάστηθα.

Έκανε αμέσως μεταβολή και έφυγε. Ρίχτηκε μπροστά στον άγιο Πρόδρομο, στο κλεισμένο καλά κελί του, και άρχισε τις προσευχές. Στρεφόταν πότε στον Κύριο, πότε στην Παναγία Μητέρα Του, πότε στον άγιο. Διεκτραγωδούσε το πρόβλημά του. Τους εξηγούσε για πολλοστή φορά τον πειρασμό του. Μα, τη φορά αυτή, έβλεπε ότι τα πράγματα δεν ελέγχονται. Αρνιόταν να ξαναβγεί και να αντικρύσει την… ουράνια ομορφιά. Με τρόμο αναλογιζόταν την ώρα της χρίσης του σώματος της κοπέλας. Όχι, δεν άντεχε!

Κλείστηκε δύο ημέρες, αρνούμενος να δεχτεί τον οποιονδήποτε. Ούτε και τον Γέροντα. Αρνήθηκε τροφή και νερό. Έθεσε τον εαυτό του σε απόλυτη νηστεία και άσκηση. Δεν θα έδινε δικαίωμα στον πειρασμό να τον πειράξει περισσότερο. Δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του.

Ο Γέροντας δεν επέμεινε. Κατανοούσε τον ιερομόναχο, αλλά έπρεπε να δοθεί κάποια λύση. Οι άλλοι ιερείς αρνιόντουσαν κι εκείνοι να μπουν στο διακόνημά του. Ο ίδιος φόβος με του Κόνωνα διακατείχε κι εκείνους. Αν γινόταν άλλωστε μία τέτοια αρχή, δεν θα σταματούσε εκεί. Από την άλλη, η κοπέλα ανέμενε. Και οι καλόγεροι… κρύβονταν!

Αναφέρθηκαν στον αρχιεπίσκοπο. Τον Πέτρο Ιεροσολύμων. Να δώσει εκείνος τη λύση. Να δώσει ο Θεός σ’ εκείνον φωτισμό.

«Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί», είπε. «Πράγματι, μπαίνετε σε πειρασμό κάθε φορά που έρχεται να βαπτιστεί γυναίκα, και μάλιστα τέτοιας σπάνιας ομορφιάς, όπως λέτε. Λοιπόν, η λύση είναι να σας στείλω μία γυναίκα διάκονο, από τις διακόνισσες που υπηρετούν στην αρχιεπισκοπή. Θα είναι μαζί σας και θα αναλαμβάνει εκείνη τη συγκεκριμένη υπηρεσία της χρίσης του ελαίου».

Αρνήθηκαν χωρίς σκέψη και δισταγμό. Και ο Γέροντας και ο δεύτερος του μοναστηριού που τον συνόδευε.  «Μακαριώτατε», είπε ο ηγούμενος, με σεβασμό αλλά και αποφασιστικότητα, «πάμε να γλιτώσουμε από έναν πειρασμό, και τώρα θα τον διπλασιάσουμε; Το μοναστήρι είναι ανδρικό και δεν θέλουμε γυναίκες μέσα στα διακονήματά μας. Δυστυχώς, αυτό δεν μπορούμε να το δεχτούμε».

Δεν δόθηκε λύση. Η λύση ήλθε «εκβιαστικά» και άνωθεν.

Η φυγή του Κόνωνα και η εμφάνιση του αγίου Προδρόμου

«Κύριε, δεν αντέχω. Πολλές φορές το αποφάσισα, αλλά τώρα νομίζω ότι ήλθε η ώρα». Ο Κόνων μόλις είχε μάθει την χωρίς αποτέλεσμα επιστροφή του ηγουμένου από τον αρχιεπίσκοπο και έπεσε κατά γης. Τα δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό του. Το κεφάλι του ακουμπούσε στο έδαφος και μία μικρή λίμνη είχε σχηματιστεί κάτω από τα μάτια του.

Δεν στράφηκε στον άγιο Ιωάννη ούτε και τον επικαλέστηκε. Αισθανόταν προδομένος. Του είχε υποσχεθεί ενίσχυση, του είχε μιλήσει  για ελάφρυνση του πειρασμού του, αλλά όλα αποδείχθηκαν... λόγια του αέρα. Ένιωσε βλάσφημος με τη σκέψη αυτή, αλλά η καρδιά του σαν να ‘ χε πετρώσει. Ένα πείσμα περίεργο είχε σφηνωθεί στην καρδιά του που τον έκανε να λειτουργεί αυτόματα. Πήρε το πανωφόρι του και έφυγε. «Δεν μένω πια στον τόπο τούτο», ήταν τα τελευταία του λόγια πριν κλείσει οριστικά τη θύρα του κελιού του. Έτσι νόμιζε.

Πήρε τον δρόμο για τα βουνά. Εκεί ήλπιζε ότι θα ήταν απερίσπαστος. Θα μπορούσε να αφιερωθεί στην προσευχή, όπως το ήθελε. Μακριά από τους πειρασμούς. Μέσα του επανελάμβανε: «φεύγε και σώζου, φεύγε και σώζου». Κάποια σπηλιά θα γινόταν ο τόπος της καταπαύσεώς του. Μόνος μόνω Θεώ. Κάθισε κατάκοπος κάποια στιγμή, κάτω από έναν βράχο που εξείχε. Έπρεπε να πάρει μία ανάσα. Ήπιε λίγο νερό από το παγούρι που φρόντισε να πάρει μαζί του μέσα στη φούρια  του. Τα μάτια του πήραν λίγο να κλείνουν.

«Κόνων», άκουσε μία φωνή γλυκιά δίπλα του. «Κόνων, ξύπνα».

Μισάνοιξε τα μάτια και νόμισε πως ονειρεύεται. Μπροστά του και πάλι ο άγιός του, ο προστάτης του άγιος Πρόδρομος. Δεν τρόμαξε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που του εμφανιζόταν. Ανακάθισε.

«Τι θέλεις;» είπε άτονα, και το πείσμα που είχε νιώσει πριν λίγη σχετικά ώρα, το είδε και πάλι να εμφανίζεται ζωντανό. «Τι ζητάς από εμένα;»

«Γύρισε στο μοναστήρι σου και θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμο».

Η αργή και ήσυχη φωνή του μεγάλου προφήτη πήγαν να τον κινήσουν σε δάκρυα. Αλλά, η… εμπειρία του για τις υποσχέσεις του αγίου τον σκλήρυναν και πάλι. Η απάντησή του ακούστηκε άγρια, γεμάτη οργή που τρόμαξε και τον… ίδιο!

«Σε βεβαιώνω ότι δεν πρόκειται να επιστρέψω, γιατί πολλές φορές μου το υποσχέθηκες και τίποτε δεν έκανες»!

Δεν μίλησε ο άγιος. Μόνον άπλωσε το χέρι του και σήκωσε απαλά τον ιερέα. «Ακολούθησέ με», του είπε. Υπάκουσε.

Τον οδήγησε σε ένα μικρό ύψωμα που βρισκόταν λίγο πιο πέρα, τον έβαλε να καθίσει και στάθηκε μπροστά του περίεργα: σαν να εξέταζε για ώρα  προσεκτικά τα ρούχα του.

Ο Κόνων δεν μπορούσε να καταλάβει. Η χάρη του αγίου τού προκαλούσε αισθήματα χαράς και αγαλλίασης. Αλλά… αντιστεκόταν!

Ο άγιος ύψωσε το χέρι του και σφράγισε τρεις φορές με το σημείο του σταυρού το σημείο κάτω από τον αφαλό του. Ένιωσε σαν να βγαίνει κάποιος ελαφρός καπνός. «Τι ανάλαφρος αισθάνομαι», είπε μέσα του.

Ο άγιος κοιτώντας τον γεμάτος ιλαρότητα του είπε με επίσημη αυτήν τη φορά φωνή: «Πρεσβύτερε Κόνων, σε βεβαιώνω ότι αθετούσα την υπόσχεση που σου έδινα κάθε φορά, γιατί ήθελα το καλό σου: με τον πόλεμο από τους σαρκικούς πειρασμούς σου και με την υπομονή που θα έδειχνες, θα αποκτούσες πολλά και μεγάλα πνευματικά στεφάνια. Μα δεν θέλησες. Γι’ αυτό και σε ελαφρύνω από τον πόλεμο, σε απαλλάσσω με τη δύναμη του Κυρίου από τον πειρασμό αυτόν, αλλά από δω και πέρα, θα είμαι κοντά σου και θα σε ενισχύω, μα μισθό από αυτό το πράγμα  δεν θα έχεις καθόλου». Είπε ο άγιος και χάθηκε. Ο Κόνων ζούσε σαν σε όνειρο.

Η επιστροφή και το τέλος

Ο ιερέας γύρισε πίσω. Λίγοι ήταν εκείνοι που κατάλαβαν τι είχε διαδραματιστεί. Ο ηγούμενος τα έμαθε αργότερα. Ο Κόνων ανέλαβε αμέσως το διακόνημά του. Ετοιμάστηκε, και την επομένη, χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα, έχρισε και βάφτισε την Περσίδα. Ο άγιος Πρόδρομος είχε κρατήσει την υπόσχεσή του: έβλεπε την κοπέλα και δεν παρατήρησε καν ότι ήταν γυναίκα κατά τη φύση.

Αυτό συνεχίστηκε και στην υπόλοιπη ζωή του πρεσβυτέρου  Κόνωνα. Για δώδεκα ολόκληρα χρόνια έχριε και βάφτιζε, άνδρες και γυναίκες, χωρίς ποτέ πια να κινηθεί σαρκικά το σώμα του και χωρίς να «βλέπει» καμιά γυναίκα κατά τη φύση της. Τελειώθηκε εν Κυρίω και αναπαύτηκε.

Στην έξοδό του άγγελοι παρέλαβαν την αγία ψυχή του. Ο άγιος Πρόδρομος παρακολουθούσε με αγαλλίαση στην καρδιά.

(Από το βιβλίο των εκδ. «ακολουθείν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές με φόντο το πετραχήλι, 2017)