Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Μαρτίου 2025

ΕΠΙ ΤἩ ΜΝΗΜῌ (12 ΜΑΡΤΙΟΥ) ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΑΛΗΘΙΝΗ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ

῾᾽Αββᾶ, τί εἶναι ταπείνωση;᾽ ρώτησε μέ γνήσια ἀπορία ὁ ἕνας ἀπό τούς δυό καλόγερους πού εἶχαν ἔλθει νά ἐπισκεφτοῦν τόν μεγάλο ἀββᾶ ᾽Ιωάννη τόν Πέρση.

῾Η συζήτηση εἶχε ξεκινήσει ἀρκετή ὥρα πρίν, μετά τόν ἑσπερινό πού εἶχαν κάνει στό φτωχικό ἐκκλησάκι τοῦ ἀββᾶ ᾽Ιωάννη. Οἱ δυό καλόγεροι πού τόν βοήθησαν στά ψαλτικά κι ἔνιωσαν ξεχωριστή κατάνυξη ἀπό τήν ἱεροπρέπεια καί τήν δύναμη προσευχῆς τοῦ Γέροντα ἦταν γνωστοί του ἀπό παλιά. ῎Ερχονταν κατά καιρούς νά τόν ἐπισκεφτοῦν, νά τοῦ φέρουν κάποιο φίλεμα, νά συζητήσουν μαζί του πάνω σέ πνευματικά θέματα. ῎Ηξεραν ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἦταν τυχαῖος. Χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς εἶχαν σμιλέψει τήν ψυχή του, τοῦ ᾽χαν δώσει μεγάλη ἐμπειρία στίς παγίδες τοῦ Πονηροῦ, τόν εἶχαν γλυκάνει ἀπό τίς ἐπισκέψεις τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.

v  

Εἶχε ἔρθει ὁ ᾽Ιωάννης νεαρός ἀπό τήν Περσία στά εὐλογημένα καί ἁγιασμένα μέρη τῆς Συρίας. Κέντρο ἀσκητικό ἡ Συρία μέ σπουδαίους καί φημισμένους ἀσκητές ἔθελγε κάθε καλοπροαίρετη ψυχή πού ἡ ἀφιέρωση στόν Κύριο ἔβλεπε ὅτι ἦταν ἡ κλήση γιά τήν πορεία της. ῎Εψαξε ὁ ᾽Ιωάννης  καί ὑποτάχτηκε σέ ἅγιο καί ταπεινό Γέροντα στήν περιοχή τῶν Μονιδίων, περιοχή πού ὅπως σημαίνει τό ὄνομά της ἀποτελεῖτο ἀπό μικρά ἀσκηταριά, μικρές μονές, πού ὅλες μαζί συνιστοῦσαν μία ἀσκητική λαύρα. ᾽Εκεῖ ἔμεινε ἀρκετά χρόνια κάνοντας ἀδιάκριτη ὑπακοή, γι᾽ αὐτό καί προχώρησε ἀρκετά στά πνευματικά. Κι ὅταν ὁ Γέροντάς του ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο, προβλέποντας μάλιστα τόν θάνατό του, ὁ ᾽Ιωάννης ἦταν ἐκεῖνος πού μέ δάκρυα στά μάτια τόν ἀποχαιρέτισε, πῆρε τήν εὐχή του, τόν παρεκάλεσε νά μήν τόν ξεχνᾶ ἐκεῖ πού θά πάει στόν Κύριο.

v  

῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιωάννης δέν ἔσπευσε νά ἀπαντήσει. Σηκώθηκε ἀπό τήν θέση του στό μικρό δωματιάκι πού εἶχε περάσει τούς καλόγερους καί πού λειτουργοῦσε καί ὡς ἀρχονταρίκι τοῦ ἀσκηταριοῦ του, καί ἀνασκάλεψε τά κούτσουρα πού ἔκαιγαν σέ μιά πυροστιά. Πρόσθεσε κανά-δυό ἀκόμη ξύλα.

῾Τί εἶναι ταπείνωση;᾽ ἐπανέλαβε κι ἐκεῖνος μονολογώντας. ῾Ποιός μπορεῖ νά σοῦ ἀπαντήσει, παιδί μου, παρά ἐκεῖνος πού τήν ἔχει στήν καρδιά του;᾽ Σταμάτησε.  ῾᾽Εγώ πάντως δέν ξέρω᾽ εἶπε χωρίς ταπεινολογία.  ῾Γιατί μιλώντας γι᾽ αὐτήν εἶναι σάν νά μιλᾶς γιά τόν ἴδιο τόν Θεό. Καί ποιός μπορεῖ νά μιλήσει γιά τόν Θεό, παρά ὅποιος ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ; Μυστήριο ἡ ταπείνωση, παιδιά μου. Γι᾽ αὐτό καί πολλοί ἐπιχείρησαν νά τήν ὁρίσουν καί ἔπεσαν ἔξω. ῾Απλῶς περιέγραψαν κάποιες ἐπί μέρους πλευρές της᾽.

Κάποιο κούτσουρο στήν φωτιά σπίθισε ἀπό ἕνα ξαφνικό γύρισμα τοῦ ἀέρα κι ἔκανε τούς προσκυνητές καλόγερους νά στραφοῦν πρός τό μέρος της. Λίγο σάν νά ρίγησαν ἀπό τό κρύο πού εἶχε πέσει, καθώς τό βράδυ εἶχε προχωρήσει. ᾽Ανακάθισαν καλύτερα στίς θέσεις τους καί τά μάτια τους καί ὁ νοῦς τους στηλώθηκαν καί πάλι στόν ἀνολοκλήρωτο λόγο τοῦ Γέροντα.

῾Θά μπορούσαμε νά δώσουμε τό ἑξῆς παράδειγμα γιά τήν ταπείνωση καί τό μυστήριο πού περικλείει᾽ συνέχισε ἀργά ὁ ἀββᾶς ᾽Ιωάννης. ῾Μοιάζει μ᾽ ἕνα πιθάρι πού κλείνει μέσα θησαυρό πού κανείς δέν ἔχει δεῖ. Κι εἶναι τό πιθάρι αὐτό διπλοσφραγισμένο. Μόνο αὐτός πού τό κατέχει μπορεῖ νά τό ἀνοίξει καί ν᾽ ἀπολαύσει τό περιεχόμενό του. Τό μόνο πού γνωρίζουν ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι τό ὄνομα τοῦ πιθαριοῦ. Γιατί τό γράφει ἀπέξω: ῾῾Η ἁγία ταπείνωση᾽. ῾Επομένως...᾽ κατέληξε ὁ ᾽Ιωάννης, ῾ἑπομένως... μή μοῦ ζητᾶτε νά σᾶς πῶ πράγματα πού δέν κατέχω᾽. Τό ᾽πε μέ μιά τέτοια φυσικότητα καί πειθώ, πού δέν ἄφηνε περιθώρια ἀμφισβήτησης.

῾Δηλαδή, Γέροντα, δέν ὑπάρχει τρόπος τελικά νά μάθουμε γιά τήν ταπείνωση; ῞Ολη ἡ ῾Αγία Γραφή, ὅλοι οἱ ἅγιοί μας, μᾶς λένε ὅτι χωρίς τήν ταπείνωση δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πρόοδος πνευματική. Αὐτή εἶναι ἡ βάση κάθε ἀρετῆς καί μάλιστα τῆς σπουδαιότερης ἀπό ὅλες,  τῆς ἀγάπης. Μένουμε λοιπόν ξεκρέμαστοι;᾽ ρώτησε μέ ἀγωνία ὁ μικρότερος ἀπό τούς δύο καλόγερους.

῾Ο Γέροντας δέν ἔσπευσε καί πάλι νά ἀπαντήσει. Χαιρόταν πολύ γιά τήν συζήτηση πού ἔκαναν, γιατί τό περιεχόμενό της ἦταν γιά τό πιό οὐσιαστικό πράγμα στόν κόσμο: τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς. Καί χαιρόταν ξέχωρα πού δυό ἀδελφοί εἶχαν τέτοια γνήσια πνευματικά ἐνδιαφέροντα.

Σφίχτηκε λίγο ἡ καρδιά του. ῾Η σκέψη του πῆγε σέ ἄλλους προσκυνητές πού κατέφθαναν στό μέρος αὐτό, ἀλλά σάν τουρίστες.  ᾽Αντιμετώπιζαν αὐτόν καί τούς ἄλλους ἀσκητές πολλές φορές σάν ἁπλό θέαμα, μέ σκοπό νά ποῦν ὅταν θά γύριζαν πίσω ὅτι συναντήσαμε καί τόν τάδε ἀσκητή, διαστρεβλώνοντας τίς περισσότερες φορές τά λόγια του ἤ καί παρεξηγώντας συχνά τήν συμπεριφορά του. Τέτοιους ῾προσκυνητές᾽ δέν τούς ἤθελε ἡ καρδιά του καί δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού τούς ἀπέφευγε.

῾Παιδί μου, δέν μᾶς ἀφήνει ὁ Θεός. Μπορεῖ νά μήν ξέρουμε ἐπακριβῶς τί εἶναι ἡ ταπείνωση, ἀφοῦ αὐτήν ντύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά ὅταν βλέπει ἀνθρώπους νά Τόν ἀναζητοῦνε γνήσια, ἔρχεται ὁ ῎Ιδιος καί τούς καθοδηγεῖ ἤ στέλνει ἀνθρώπους Του νά γίνουν οἱ καθοδηγητές τῶν ἁπλουστέρων ἀνθρώπων. ᾽Εμεῖς λοιπόν χρειάζεται νά ἐπαινοῦμε τήν ταπείνωση, νά τήν θεωροῦμε ὡς πράγματι τήν βάση τῶν ἀρετῶν κι ᾽Εκεῖνος θά κάνει αὐτό πού ξέρει στήν ψυχή μας᾽.

Ξανασηκώθηκε κι ἔφτιαξε καί πάλι τά ξύλα στήν φωτιά. Φούντωσαν αὐτά κι ἅπλωσαν τήν θέρμη τους γιά νά ἀγκαλιάσουν τούς συζητητές. Παράλληλα ἄναψε κι  ἕνα λυχνάρι πού βρισκόταν παράμερα. Φωτίστηκε ὁ χῶρος καθώς φωτίζονταν καί οἱ ψυχές.

῾᾽Αλλά, ἄν δέν ξέρω νά σᾶς πῶ ἐγώ τί εἶναι ταπείνωση᾽, σάν ν᾽ ἀναγάλλιασε ὁ Γέροντας μ᾽ αὐτό πού ἑτοιμάστηκε νά πεῖ, ῾μπορῶ νά σᾶς πῶ γιά κάποιον πού πράγματι εἶχε τήν εὐλογημένη αὐτήν ἀρετή στόν ἀπόλυτο κατ᾽ ἄνθρωπον βαθμό. Ναί, ὁ Θεός μέ εὐλόγησε νά δῶ ταπεινό ἄνθρωπο καί νά καταλάβω πολύ καθαρά τήν δική μου μικρότητα᾽.

Τά μάτια τῶν καλογέρων ἄνοιξαν διάπλατα. Κράτησαν καί τήν ἀναπνοή τους ἀκόμη μή χάσουν καί τόν παραμικρό λόγο τοῦ ἀββᾶ ᾽Ιωάννη, τοῦ ἐκ Περσίας καταγομένου καί ταπεινοῦ κι αὐτοῦ ἀδελφοῦ, ἔστω κι ἄν τό ἀρνεῖτο αὐτός συνεχῶς.

v  

῾Στό τέλος τοῦ 1353 ἀπό κτίσεως Ρώμης, (600 μ.Χ.), θέλησα νά ἐπισκεφτῶ τήν πρωτόθρονη Ρώμη, τό λίκνο αὐτό τῆς πίστεως, γιά νά προσκυνήσω τούς ἁγιασμένους τάφους τῶν μεγάλων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἡ Ρώμη πάντοτε μέ ἔθελγε καί βρισκόταν σάν ὅραμα μπροστά μου, γιατί ἦταν ἡ ᾽Εκκλησία πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα, γιατί ἦταν ἡ πρώτη στήν ἱεραποστολή καί στήν ἐλεημοσύνη, γιατί κυρίως...᾽ δάκρυσε ὁ Γέροντας, ῾...εἶναι ὁ τόπος πού εἶναι ἅγιος ἀπό τό χυμένο αἷμα τόσων χιλιάδων καί χιλιάδων μαρτύρων τῆς πίστεως. Κι ἐκεῖ βεβαίως μαρτύρησαν καί οἱ μεγάλοι ἀπόστολοι.  ῾Ο Θεός λοιπόν μοῦ ἔβαλε αὐτήν τήν ἐπιθυμία καί βρέθηκα τήν χρονιά ἐκείνη στά ἁγιασμένα ἐκεῖνα μέρη᾽.

῾῾Υπῆρχε ὅμως κι ἕνας ἀκόμη λόγος᾽, συνέχισε ὁ Γέροντας, ῾κι αὐτό εἶναι πού θέλω νά σᾶς πῶ μιλώντας γιά τήν ταπείνωση. ᾽Επίσκοπος στήν Ρώμη ἦταν τότε, κι εἶναι ἀκόμη ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω, ὁ ἅγιος καί μεγάλος Γρηγόριος, αὐτός πού τόν λένε Διάλογο. ῾Η φήμη του ἔχει ξεπεράσει τά ὅρια τῆς πόλης πού εἶναι ἐπίσκοπος κι ὅλοι οἱ χριστιανοί προσβλέπουν σ᾽ αὐτόν σάν σέ πρότυπο. Κεφαλή μεγάλη στήν πίστη μας. ῎Εχουν γίνει γνωστά παντοῦ  καί ἡ μεγάλη του ποιμαντική μέριμνα γιά τούς πιστούς καί ἡ διοργάνωση ἱεραποστολῶν γιά νά φέρει στήν ἀληθινή πίστη κι ἄλλους ἀνθρώπους καί τά ἁγιοπνευματικά ὅμως κείμενά του. Θεωρεῖται μεγάλος συγγραφέας πού αὐτά πού γράφει τρέφουν τούς χριστιανούς. Καί γι᾽ αὐτόν λοιπόν θέλησα νά πάω. Εὐχήθηκα μάλιστα πολύ στόν Θεό νά μοῦ δώσει σημάδι ὅτι ἔχει εὐλογήσει τό προσκύνημά μου, φέρνοντας στόν δρόμο μου τόν ἅγιο αὐτόν᾽.

῾Τόν συνάντησες, Γέροντα;᾽ εἶπαν μέ ἀγωνία καί οἱ δύο.

῾Ναί, παιδιά μου. ῾Ο Θεός εὐδόκησε νά τόν συναντήσω, ἀλλά γιά νά μέ διδάξει καί νά δῶ ἔμπρακτα τί σημαίνει, ὅπως σᾶς εἶπα, ταπείνωση καί χριστιανική ἀγάπη᾽.

῾Λοιπόν, παιδιά μου, ἀφοῦ εἶχα κάνει τό προσκύνημα στούς τάφους τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου καί μέ δάκρυα στά μάτια εὐλογοῦσα τήν ὥρα πού τά χείλη μου ἀσπάζονταν τό χῶμα πού εἶχαν θαφτεῖ, προχώρησα καί πῆγα στό κέντρο τῆς πόλεως. ᾽Ατένιζα ὥρα τήν μεγάλη Πόλη, μέ τούς φαρδεῖς δρόμους, τίς πλατεῖες, τά ἀγάλματα, ἀλλά ἡ σκέψη μου ἦταν, ὅπως σᾶς εἶπα, στά χρόνια πού οἱ ἀπόστολοι βρίσκονταν ἐκεῖ. Τότε ἦταν πού ἄκουσα κάποιον ξεχωριστό θόρυβο καί εἶδα συνωστισμένους ἀνθρώπους λίγο πιό πέρα ἀπό ἐκεῖ πού καθόμουν, πού μέ τό δέος ζωγραφισμένο στά μάτια τους ἅπλωναν τά χέρια τους νά χαιρετίσουν κάποιον.  

῾Η καρδιά μου κτύπησε μέ ἀγωνία. Αὐτό πού εἶχα εὐχηθεῖ στόν Θεό τό ἐπέτρεψε νά τό ζήσω. Λίγα μέτρα μακριά μου περνοῦσε ὁ ἅγιος πάπας, ὁ μέγας Γρηγόριος. Δάκρυσα ἀπό τήν κατάνυξη πού ἔνιωσα καί κινήθηκα αὐθόρμητα νά πάω νά τόν προσκυνήσω. Νά τοῦ βάλω μετάνοια καί νά πάρω τήν εὐχή του.

᾽Αλλά κι ἐκεῖνος σάν νά μέ εἶδε. Εἶδε τήν καλογερική μου ἀμφίεση, κατάλαβε ὅτι εἶμαι προσκυνητής καί στράφηκε ὁλόκληρος πρός τό δικό μου μέρος, ἐρχόμενος σέ μένα.

᾽Αλλά τότε συνέβη κάτι πού δέν μπόρεσα ἐκείνη τήν στιγμή νά ἐξηγήσω. Δυό κληρικοί ἀπό τήν ἀκολουθία του, βλέποντας τήν κίνησή μου νά τόν προσκυνήσω, ἔσπευσαν γρήγορα καί μέ ἀγωνία στά μάτια τους ἄρχισαν νά μοῦ λένε: ῾῎Οχι, πάτερ, μήν βάζεις μετάνοια. Μήν προσκυνᾶς τόν πάπα᾽.

Παραξενεύτηκα πάρα πολύ καί, δέν σᾶς τό κρύβω, θεώρησα βλάσφημα τά λόγια τους. ᾽Εκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν. ᾽Αλλά κι ἐγώ ἐπέμεινα. Θεωροῦσα ὅτι ἦταν ἄπρεπο ἀπό πλευρᾶς μου νά μήν τοῦ βάλω μετάνοια, νά μήν χαιρετίσω τόν ἅγιο.

Τόν πλησίασα πάρα πολύ ἀλλά τότε συνέβη τό ἑξῆς: πρίν προλάβω νά τόν προσκυνήσω, ἐκεῖνος ἔσπευσε μέ μία ἀσυνήθιστα γρήγορη κίνηση καί πρόσπεσε μπρός στά πόδια μου. ῾Ο πάπας, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, μπρούμυτα στήν γῆ μπροστά σ᾽ ἕναν ἁπλό παπα-καλόγερο.

Πρόσπεσα κι ἐγώ. Δέν ξέρω πόση ὥρα στάθηκα ἔτσι, ἀλλά ὅταν πῆγα νά ἀνασηκωθῶ, εἶδα ὅτι ἐξακολουθοῦσε ὁ ἅγιος νά κείτεται χάμω. Κατάλαβα τότε τήν ἀγωνία τῶν κληρικῶν τῆς συνοδείας του. ῾Ο ἅγιος προλάβαινε ὁποιονδήποτε πήγαινε νά τόν προσκυνήσει. ᾽Εκεῖνος πρῶτος ἔσπευδε καί δέν σηκωνόταν ἄν δέν σηκωνόταν πρῶτος ὁ ἄλλος.

Κατανύχθηκα. Βρέθηκα πρόσωπο πρός πρόσωπο μ᾽ ἕναν ἅγιο τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνθηκα πολύ ἔντονα τί θά πεῖ ταπείνωση καί τί σημαίνουν τά λόγια τοῦ Κυρίου πού ᾽Εκεῖνος πρῶτος τά ἔβαλε σέ ἐφαρμογή: ῾ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά σας, ἄς εἶναι τελευταῖος ὅλων καί δοῦλος᾽.

᾽Αλλά ἡ ἔκπληξή μου δέν ἦταν μόνον αὐτή. ᾽Αμέσως ὁ πάπας Γρηγόριος, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, μόλις σηκώθηκε μέ ἀγκάλιασε μέ θερμότητα καί μέ ἀσπάστηκε μέ τήν ἴδια τῆς προσκύνησης  ταπεινοφροσύνη, ἐνῶ μέ τό χέρι του μοῦ ἔδωσε τρία χρυσά νομίσματα. Στράφηκε μάλιστα στήν συνοδεία του κι ἔδωσε ἐντολή νά μοῦ δώσουν ἕνα καινούργιο ράσο καί ὅ,τι ἄλλο ἀναγκαῖο χρειαζόμουν. Στήν συνέχεια μοῦ εὐχήθηκε καί σάν νά ᾽χε κάνει τό φυσικότερο πράγμα τοῦ κόσμου προχώρησε τόν δρόμο του.

Εἶχα μένει ἀκίνητος. Τά δάκρυα κυλοῦσαν ἀνεμπόδιστα στό πρόσωπό μου καί δόξαζα τόν Θεό πού χάρισε στόν δοῦλο Του Γρηγόριο τέτοια ταπείνωση πρός ὅλους κι ἐλεημοσύνη καί ἀγάπη᾽.

v  

Σταμάτησε ὁριστικά ὁ ἀββᾶς. Τά δάκρυα αὐλάκωναν καί τώρα τό ἅγιο πρόσωπό του, ἀλλά καί τῶν δυό καλογέρων. 

Τά κούτσουρα στήν φωτιά εἶχαν σβήσει ἀπό ὥρα, ἀλλά κανείς δέν τό εἶχε προσέξει. Γιατί μιά ἄλλη φωτιά μεγάλη καί δυνατότερη ἀπό τήν ὑλική ἔκαιγε τώρα μέσα στίς καρδιές τους.  

(Πηγή: «Λειμωνάριον» Ιωάννου Μόσχου)

13 Ιουλίου 2024

ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ!

Η μεσαίας ηλικίας κυρία που ερχόταν κατά καιρούς από το όμορφο αιγαιοπελαγίτικο νησί της προς εξομολόγηση ήταν πράγματι μία θεοφοβούμενη γυναίκα που τη θαύμαζα συχνά για την πηγαία πίστη της και την άδολη αγάπη της. Είχε μία πολύ όμορφη οικογένεια, η οποία στηριζόταν και σε εκείνην αλλά και στον πολύ ισορροπημένο σύζυγό της, κάτι που αντανακλούσε και στα τρία παιδιά τους, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Κάθε φορά που την έβλεπα, έβλεπα έναν άνθρωπο του Θεού και γι’ αυτό έσπευδα να τη δεχθώ στο εξομολογητάρι και να την ακούσω να ομολογεί τις αμαρτίες της με επίγνωση, με ταπείνωση, με διάθεση αλλαγής της.

Ένα ήταν το σημείο που λίγο… χώλαινε και κατά καιρούς «έπεφτε» και ένιωθε ενοχές. Όπως και τούτη τη φορά.

 «Πάτερ, και πάλι άφησα κάποιες γιορτές που ενώ μπορούσα δεν πήγα στη Λειτουργία. Ή μάλλον πήγα, αλλά πολύ καθυστερημένα, σχεδόν στο τέλος!» Έσκυψε το κεφάλι από ντροπή.  «Δηλαδή…», κοντοστάθηκε, «να διευκρινίσω, είχα τη διάθεση, αλλά λόγω της κούρασης από την καθημερινότητα και τις πολλές δουλειές της οικογένειας δεν ξύπνησα όσο νωρίς έπρεπε. Και τώρα που το λέω, βέβαια, καταλαβαίνω ότι και πάλι αμαρτάνω. Γιατί μου έχετε πει πως δεν πρέπει να δικαιολογούμαι και το ’χω καταλάβει: οι δικαιολογίες ειδικά στην εξομολόγηση κρύβουν εγωισμό και υπερηφάνεια». Σιώπησε.

«Χαίρομαι, κ. Μαρία, που έχετε καταλάβει την παγίδα του Πονηρού. Γιατί όταν δεν μπορέσει ο Διάβολος να μας αποτρέψει από την εξομολόγηση που αποτελεί σπουδαίο όπλο προς εκμηδένισή του,  προσπαθεί να μας την αλλοιώσει, υποβάλλοντάς μας λογισμούς «εξωραϊσμού» της αμαρτίας, που θα πει ακριβώς δικαιολογίες, ώστε τελικώς η εξομολόγηση να μην είναι ανάληψη της ευθύνης μας, αλλά μετάθεση ευθυνών σε άλλους. Δηλαδή αμαρτήσαμε ναι, αλλά δεν φταίμε εμείς. Άλλος φταίει, ακόμη κι ο Πονηρός ή τα όργανά του: άνθρωποι που χρησιμοποιεί για να μας απομακρύνει από την κανονική οδό. Οπότε, η εξομολόγησή μας δεν είναι εξομολόγηση, γιατί στην ουσία δεν υπάρχει αμαρτία. Η όποια αμαρτία είναι των άλλων κι εμείς είμαστε απλώς τα… κακόμοιρα «θύματά» της. Μία συνέχεια ίσως του προπατορικού αμαρτήματος».

Η γυναίκα ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της, καθώς φαινόταν να ακούει με μεγάλη προσοχή τα λεγόμενά μου, με κοίταξε σχεδόν βουρκωμένη, και ξανάσκυψε με σεβασμό.

«Από την άλλη – θα μου επιτρέψετε να συνεχίσω λίγο - δεν πρέπει να αποθαρρύνεστε, γιατί έστω και καθυστερημένα, όμως τελικώς πηγαίνετε στον Ναό, κι αυτό είναι δείγμα ότι κάτι θυσιάζετε, γεγονός που νομίζω ότι το λαμβάνει σοβαρώς υπ’ όψιν Του ο Κύριος. Ο μεγάλος άγιος της εποχής μας, όσιος Πορφύριος, δεν έλεγε ότι και το παραμικρό που κάνουμε στην πνευματική ζωή, ο Κύριος το πολλαπλασιάζει κι ενώ φαίνεται μηδαμινό το κάνει να φαίνεται σχεδόν άπειρο; Γιατί η αγάπη και το έλεός Του είναι εκείνο που τελικώς μετράει και μας σώζει. Γι’ αυτό, είμαι βέβαιος, κ. Μαρία μου, ότι πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσετε θετικά κι αυτό το θεωρούμενο έλλειμμά σας, γιατί διαπνέεστε από το πιο ουσιαστικό στοιχείο που φέρνει τη χάρη του Θεού: την αγάπη προς Εκείνον. Όσο η αγάπη μας προς τον Θεό, που έχει πολλές διαβαθμίσεις, κινεί τα νήματα της ψυχής μας, τότε δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτε, γιατί σημαίνει ότι έχουμε βρει το μονοπάτι που εκβάλλει κυριολεκτικά στην αγκαλιά Του. Και δεν εννοώ την αγκαλιά Του ως μελλοντική μόνο κατάσταση, αλλά και παροντική. Μη ξεχνάτε ότι ο Ίδιος είπε πως την ώρα που θα θέσουμε σε ενέργεια την όποια εντολή Του, κι αυτό με τη δύναμή Του, εκείνη την ώρα θα αρχίσει η χάρη και το φως Του να διαπερνούν με αίσθηση την ύπαρξή μας».  

Το καντηλάκι πάνω στο τραπεζάκι του εξομολογηταρίου τρεμόπαιξε, σαν να συντονίστηκε κι αυτό με τους κραδασμούς της καρδιάς της Μαρίας. Πέρασαν κάποιες στιγμές που πάλευαν να συγκρατήσουν τα λόγια του ιερέα, κάνοντάς τα πιότερα εποπτικά και βιωματικά.

«Πάτερ», είπε η Μαρία με σιγανή φωνή. «Πώς θα γίνει να μη δικαιολογούμαι; Γιατί είναι κάτι που βλέπω να το κάνω και στην υπόλοιπη ζωή μου, όχι μόνο εδώ».

«Δεν είναι εύκολο, κ. Μαρία. Είναι το αμαρτωλό εγωιστικό στοιχείο που εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα μας, έστω κι αν έχουμε λάβει από το άγιο βάπτισμά μας και το άγιο χρίσμα τη δύναμη να το υπερβαίνουμε. Χρειάζεται συνέπεια και συνέχεια στην πνευματική μας ζωή. Θα πρέπει να είμαστε αδιάκοπα σε εγρήγορση, όπως το ζητά άλλωστε ο Κύριος. Λίγο να χαλαρώσουμε, αμέσως πήραμε την κάτω βόλτα που λέμε. Γιατί χαλάρωση δεν σημαίνει στασιμότητα, αλλά κατευθείαν υποχώρηση και πτώση. «Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου» βεβαίωσε το αψευδές στόμα του Θεού μας. Οπότε και στο συγκεκριμένο σημείο: να δικαιολογούμαστε, έτσι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Με ετοιμότητα στην αγάπη και στην ταπείνωση».

«Ποτέ δεν χρειάζεται δικαιολογία; Μία εξήγηση ενδεχομένως για τα κίνητρά μας, όταν φαίνεται ότι πάνε στραβά όσα κάνουμε και παρεξηγούνται οι ενέργειές μας;» - ψιθυριστή σχεδόν ακούστηκε η φωνή της.

«Έχετε δίκιο. Υπάρχουν φορές που θα χρειαστεί και η δικαιολογία. Τότε δηλαδή που βλέπουμε ότι μία εξήγηση θα σταματήσει πιθανόν διαφόρους αρνητικούς λογισμούς του συνανθρώπου μας. Αλλά αυτό είναι θέμα διάκρισης από πλευράς μας. Και η διάκριση αυτή θα μας κάνει να δίνουμε τη σωστή διάσταση των πραγμάτων στον άλλον, αρκεί, όπως είπαμε, να μη θέλουμε να ρίχνουμε τα βάρη των δικών μας αμαρτιών και αστοχιών στους άλλους.

Και να σας πω ένα περιστατικό, κ. Μαρία, στο θέμα της δικαιολογίας, για να δείτε πόσο πονηρά δουλεύουν και τα πάθη μας αλλά και ο Πονηρός. Είχε έρθει πριν από αρκετό καιρό μία άλλη κυρία, περίπου στην ηλικία σας, η οποία πότε πήγαινε στην Εκκλησία και πότε όχι. Στην ερώτησή μου, εφόσον έβλεπα ότι ήταν πιστή, γιατί δεν πηγαίνει τακτικά στη Θεία Λειτουργία, μου απάντησε με τρόπο αφοπλιστικό: «Δεν φταίω εγώ, πάτερ! Εγώ θέλω να πηγαίνω, αλλά το θέμα αυτό το αφήνω στον φύλακα άγγελό μου!»

«Δηλαδή;» τη ρώτησα έκπληκτος. «Συνομιλείτε με τον φύλακα άγγελό σας;»

«Όχι, πάτερ, όχι! Δεν έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο. Όμως, όταν πέφτω για ύπνο, δεν θέλω να βάζω ξυπνητήρι. Σκέφτομαι ότι αν θέλει ο άγγελός μου να πάω, θα με ξυπνήσει την…κατάλληλη ώρα! Κι είμαι ήσυχη! Αν δεν ξυπνήσω, σημαίνει ότι δεν έχω εγώ την ευθύνη, αλλά εκείνος. Δίπλα μου δεν είναι πάντα;»

Τα έχασα. Τέτοιο «μηχανισμό» δράσεως του εγωισμού και των παθών δεν είχα ξανακούσει. Η συγκεκριμένη κυρία τα είχε «φτιάξει» έτσι στο μυαλό της, ώστε και την άνεση και τη βολή της να έχει, και την πνευματική ζωή της να «περιπατεί» με μοναδικό τρόπο.

Της εξήγησα βέβαια πόσο πλανεμένος ήταν ο λογισμός της, γιατί ακύρωνε τη συνέργεια του πιστού ανθρώπου με τη χάρη του Θεού, στην πραγματικότητα διέγραφε τον ίδιο τον Χριστό μας που είναι Θεός και άνθρωπος – εκείνη δεν καταλάβαινε ότι το ανθρώπινο συμπεριλαμβάνει και τη δική μας προσπάθεια – και της έδωσα όσο είναι δυνατόν να καταλάβει ότι αν κάτι είναι μέσα στη δική μας ευθύνη και τις δικές μας δυνατότητες ο Θεός δεν το «αναπληρώνει», δεν μας υποκαθιστά. Είναι ακραίο το παράδειγμα, αλλά είναι πραγματικό, κι αυτό για να δείτε, κ. Μαρία, πόσο οι δικαιολογίες στην πνευματική ζωή δεν είναι αποτελούν «παρονυχίδα» αλλά κεντρικότατο στοιχείο της, που αν δεν προσεχτεί, μας βγάζει εκτός σχέσεώς μας με τον Κύριο. Κι έξω από τον Κύριο τι ζωή μπορεί να έχουμε; Ένας θάνατος ήδη από τώρα».

02 Νοεμβρίου 2023

"ΒΛΕΠΩ ΤΟΤΕ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΝΑΡΓΥΡΟΥΣ..."


Άγιος Ευμένιος Σαριδάκης

Κάποιο απόγευμα, ο πατήρ Ευμένιος αισθάνθηκε ένα αφόρητο πόνο στο στομάχι του, σε βαθμό απελπιστικό. Το πως θεραπεύτηκε, μου το διηγήθηκε ο ίδιος: «Δεν ήξερα τι να κάνω. Εμένα το στομάχι μου δεν με είχε πονέσει ποτέ.

Πήγα κι εγώ μέσα στον Ναό, μπροστά στην εικόνα των Αγίων Αναργύρων και άρχισα να σταυρώνω το στομάχι μου και να παρακαλώ τους Αγίους Αναργύρους να με κάνουν καλά. Σταυρωνόμουν για πάνω από τέσσερες ώρες.

Μετά κάθισα λίγο να ξεκουραστώ, και με πήρε ο ύπνος. Βλέπω τότε τους Αγίους Αναργύρους με λευκές μπλούζες, σαν γιατρούς, να μου κάνουν εγχείρηση. Μου έβγαλαν έξω το στομάχι και μου το έδειχναν. Αμέσως μετά ξύπνησα και ήμουν μια χαρά. Από τότε δεν με ξαναπόνεσε καθόλου»

*****

π. Ευμένιος: Τζάμπα είναι η αγάπη. Ούτε πληρώνουμε, ούτε να πάμε ταξείδι να την βρούμε, ούτε να κόψουμε εισιτήριο χρειάζεται. Η αγάπη είναι τζάμπα. Όπου να πάμε, ο Θεός είναι εκεί. Η αγάπη είναι δωρεά. Όποιος αγαπά τον Θεό διψά αχόρταγα να ομιλή με Αυτόν. Δεν αγαπά τίποτε άλλο. Αυτός που αγαπά Τον Θεό, αγαπά και ό,τι είναι του Θεού. Τα δημιουργήματα του Θεού αγαπά και όλα αυτά, που αγαπά ο Θεός.

Από Το Βιβλίο Του Μοναχού Σίμωνα, “Πατήρ Ευμένιος, Ο Ποιμήν Ο Καλός Και Θαυματουργός”.

(Blog Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου Πειραιώς)

24 Μαΐου 2023

ΜΙΑ ΩΦΕΛΙΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΝ ΕΝ ΤΩ ΘΑΥΜΑΣΤΩ ΟΡΕΙ

 

Ο ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΟΜΜΑΤΟΥ ΑΒΒΑ

῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιουλιανός δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Κλεισμένος στό μικρό κελλάκι του, μέ μόνη συντροφιά του τίς λίγες εἰκόνες του καί μερικά βιβλία, βρισκόταν σέ μεγάλη ἀναταραχή. Αὐτό πού τοῦ εἶχε ἐμπιστευτεῖ λίγες ἡμέρες πρίν ἕνας γνωστός του καλόγερος, ὅτι ἕνας ἀπό τούς συμμοναστές του στό κοινόβιο πού ζοῦσαν εἶχε πέσει σέ φοβερή ἁμαρτία κι ὅτι μαζί του ὑπῆρξε καί κάποιος ἄλλος πού τόν κάλυπτε, τόν εἶχε κάνει νά μήν μπορεῖ οὔτε μάτι νά κλείσει.

Κύριε᾽, ἔλεγε καί ξανάλεγε στήν προσευχή του, ῾πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχει κάνει ὁ ἀδελφός τήν ἁμαρτία αὐτή καί νά μπορεῖ νά βρίσκεται ἀκόμη στό μοναστήρι σάν νά μήν τρέχει τίποτε; Καί μάλιστα νά συνεχίζει νά λειτουργεῖ;᾽ ᾽Αλλά ἐκεῖνο πού τόν τρέλλαινε κυριολεκτικά ἦταν τό γεγονός ὅτι, κατά τήν ἐλεγμένη πληροφορία, ὁ ἡγούμενος ἤξερε τήν κατάσταση, ὅπως καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος, ὁ πατριάρχης ῾Ιεροσολύμων, καί δέν εἶχαν προβεῖ σέ καμμία ἐνέργεια γιά νά τήν διορθώσουν.

Μά τί γίνεται;᾽ σκεφτόταν μέσα στήν σύγχυση τῶν λογισμῶν του ὁ ἀββᾶς Ἰουλιανός. ῾Χάθηκε πιά ἡ πίστη; Τόσο πολύ ἔχουν ξεπέσει ὅλοι τους; ᾽Εδῶ μιλᾶμε ὄχι γιά μιά ἁπλή ἁμαρτία ἑνός ἀδελφοῦ, ἀλλά γιά τήν πιό χοντρή, τήν ἴδια τήν πορνεία. Πόρνευσε ὁ ἀδελφός, τό ἔμαθαν ὁ ἡγούμενος καί ὁ Πατριάρχης, καί τόν κρατᾶνε ἀκόμη; ῾Μοιχοί καί πόρνοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομοῦσι᾽, λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοί δέν κάνουν τίποτε; ῎Ω, Θεέ μου, τί ἔχουν ἀκόμη νά δοῦνε τά μάτια μας!᾽

Χαμογέλασε πικρά μέ τήν κατάληξη τῆς σκέψης του ὁ ᾽Ιουλιανός. ῎Ενιωσε σάν νά σφίχτηκε περισσότερο ἡ καρδιά του. ῾Τί ἔχουν νά δοῦνε τά μάτια μας ἀκόμη!᾽ αὐτοσαρκάστηκε. Τά μάτια του ποτέ δέν εἶχαν ἀντικρύσει τόν ἥλιο. Δέν ἤξερε τί θά πεῖ ἡμέρα, τί σημαίνει γαλανός οὐρανός, ποιά εἶναι ἡ ἀνατολή καί ποιά ἡ δύση, τί ᾽ναι αὐτό πού λένε δέντρα, πουλιά, κίνηση ζωῆς. Γι᾽ αὐτόν τό μόνο πού ἴσχυε ἦταν τό σκοτάδι. Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως χρόνια πιά δέν παραπονιόταν. Γιατί μπορεῖ νά εἶχε γεννηθεῖ ἀόμματος ὁ ᾽Ιουλιανός, ὁ Δημιουργός ὅμως τοῦ εἶχε ἐπιφυλάξει ἄλλες χαρές, ἄλλες δυνατότητες, καί πάνω ἀπό ὅλα τό γεγονός ὅτι τοῦ εἶχε ἀνοίξει τά μέσα μάτια τῆς ψυχῆς, γιά νά βλέπει τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου ᾽Εκείνου. Ναί, δέν παραπονιόταν χρόνια τώρα ὁ ἀββᾶς. ῾Ο Κύριος τόν ἀντάμειβε μέ τρόπο πού μόνον ᾽Εκεῖνος ἤξερε ν᾽ ἀνταμείβει τά θεωρούμενα ἀδικημένα παιδιά Του.

v  

Εἶχε περάσει ἀρκετούς πειρασμούς ὁ ἀββᾶς, ἀφότου εἶχε ἔλθει σ᾽ ἐκεῖνον τόν τόπο τῆς ἄσκησής του. ᾽Αλλά τέτοιον πειρασμό πού περνοῦσε στήν προχωρημένη αὐτή φάση τῆς ἡλικίας του, ποτέ. Κι ἄς εἶχε πολλά χρόνια στό κοινόβιο. Θυμήθηκε καί πάλι πῶς ἦλθε ἀπό τήν ᾽Αραβία ἀπ᾽ ὅπου καταγόταν, νεαρός ἀκόμη, μέ μεγάλο πόθο νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, γιατί τό μοναστήρι ἦταν γνωστό ἀπό τόν σπουδαῖο ὅσιο πού τό εἶχε ἱδρύσει, τόν ὅσιο Θεοδόσιο τόν κοινοβιάρχη. Καί δέν ἦταν μόνο ἡ μεγάλη φήμη τοῦ ἁγίου ἱδρυτῆ πού τόν εἶχε ἑλκύσει σ᾽ αὐτό,  ἀλλά καί οἱ πολλές ψυχές πού εἶχαν ἁγιάσει ὑπό τήν καθοδήγηση τοῦ Γέροντα καί τῶν μετέπειτα ἀπό αὐτόν ἡγουμένων, κι ἀκόμη πιό πολύ τό γεγονός ὅτι ὁ ὅλος ἀέρας τοῦ μοναστηριοῦ ῾ἀνέπνεε᾽ ἀπό τήν παρουσία ᾽Εκείνου πού ἦλθε στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος ἐκεῖ κοντά, στά ἅγια χώματα τῶν ῾Ιεροσολύμων, γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς πίστης, τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ.

v  

Μά, πῶς ὁ Θεός ἐπιτρέπει τήν κατάσταση αὐτή σ᾽ ἕναν τέτοιο ἁγιασμένο χῶρο καί μάλιστα στούς ἁγίους Τόπους;᾽ σάν ἀγκάθι καί πάλι ὁ λογισμός τόν σούβλιζε. Κι ὅσο περνοῦσαν οἱ ἡμέρες, μέ τρόπο ἀνεπαίσθητο, σιγά σιγά καί ὕπουλα, ἄρχισε νά γλιστράει μέσα του κι ὁ ἄλλος λογισμός: ῾Δέν εἶμαι τάχα κι ἐγώ ὑπεύθυνος πού δέν λέω τίποτε; Πού ἀφήνω τήν κατάσταση αὐτήν τήν ἁμαρτωλή νά ἐξελίσσεται; Δέν θά κριθῶ κι ἐγώ τό ἴδιο γιατί δέν ἀντιδρῶ στήν ρύπανση τῆς ᾽Εκκλησίας καί τοῦ ἁγίου Ναοῦ Του;᾽ Τά πράγματα σάν νά ξεκαθάριζαν στήν ψυχή τοῦ ἀββᾶ. ῾῾Η μόνη λύση γιά νά δείξω ὅτι δέν συμφωνῶ, γιά νά τούς ταρακουνήσω στήν ἁμαρτία πού ἔχουν ὅλοι περιπέσει, εἶναι νά διαχωρίσω τήν θέση μου. Ναί, πρέπει νά διακόψω κάθε κοινωνία μέ τόν Μακάριο τόν ἀρχιεπίσκοπο καί νά σηκωθῶ νά φύγω ἀπό τό μοναστήρι πού ἔχει βρωμίσει. Θά γίνω ἐρημίτης γιά νά λατρεύω τόν Θεό μου καθαρά καί χωρίς τέτοιους ἠθικούς περισπασμούς᾽.

v  

Τό σκέφτηκε καί ἔβαλε σ᾽ ἐφαρμογή τό σχέδιό του. Μέ μεγάλο βάρος στήν καρδιά εἶναι ἀλήθεια συνέχισε νά πηγαίνει στόν Ναό γιά τίς ἀκολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία, ἀλλά σταμάτησε νά κοινωνεῖ. ᾽Αρνιόταν νά δεχτεῖ ὅτι γινόταν ἀκολουθία πού εὐλογεῖ ὁ Κύριος μέ τέτοιες προϋποθέσεις. Καί μάλιστα ὅταν λειτουργοῦσε ὁ...ἁμαρτωλός παπάς! ῾Η στάση του δέν πέρασε ἀπαρατήρητη. Τόν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι μοναχοί, ἄρχισαν νά τόν σχολιάζουν, τόν κάλεσε μάλιστα καί τόν ρώτησε κι ὁ ἡγούμενος. ᾽Εκεῖνος ὅμως ἀνένδοτος. Χωρίς νά ἀποκαλύψει τούς βαθύτερους λογισμούς του, προφασίστηκε κάποιες δικαιολογίες καί συνέχισε τήν ἴδια τακτική. ῾Ο ἡγούμενος ξέροντας τήν ἱστορία του, τίς κάποιες ἰδιοτροπίες του λόγω καί τῆς ἀναπηρίας του, τήν ταραγμένη συμπεριφορά του, δέν θέλησε νά ἐπιμείνει. ῎Αφησε τά πράγματα στήν κρίση καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾῾Ο χρόνος θά τόν συνεφέρει᾽, σκέφτηκε.

v  

Τά πράγματα ὁδηγοῦνταν σέ ἀδιέξοδο γιά τόν ἀββᾶ ᾽Ιουλιανό, τόν ἄραβα, τόν ἀόμματο. Οἱ λογισμοί του τόν βάραιναν σέ σημεῖο πού δέν μποροῦσε πιά νά καθίσει μέχρι τό τέλος τῶν ἀκολουθιῶν. Κι ὅταν πιά εἶχε ἀποφασίσει τήν ὁριστική ἔξοδό του ἀπό τό μοναστήρι ἀλλά καί ἀπό τήν ᾽Εκκλησία τῶν ῾Ιεροσολύμων, ὁ Θεός τόν λυπήθηκε. ῾Η ψυχή του ἦταν καλοπροαίρετη, γι᾽ αὐτό καί τοῦ ὑπέβαλε τόν λογισμό νά ρωτήσει κάποιον ἄλλον γιά ὅ,τι συνέβαινε πού τοῦ εἶχε ἐμπιστοσύνη.

Μά, βέβαια, πῶς δέν τό σκέφτηκα νωρίτερα;᾽ ἀναφώνησε στό κελλί του ὁ ἀββᾶς. ῾Θά μέ καθοδηγήσει πρός ἐπιβεβαίωση τῶν ἀποφάσεών μου ὁ μεγάλος Γέροντας πού καί ἄλλοτε τόν εἶχα συμβουλευτεῖ: ὁ Συμεών πού βρίσκεται στό Θαυμαστόν ῎Ορος. Δεκαετίες ὁλόκληρος ὁ Γέροντας βρίσκεται στήν ἄσκηση καί μάλιστα μέ τήν χάρη πού τοῦ δίνει ὁ Κύριος πάνω σ᾽ ἕναν στύλο. Ποιός δέν ξέρει τόν φωτισμό πού ἔχει, τό διορατικό καί προορατικό του χάρισμα; Ποτέ δέν ἔχει πέσει ἔξω ὁ ἅγιος αὐτός. Ναί, ὅ,τι αὐτός μοῦ πεῖ, αὐτό καί θά κάνω. ῾Ο λόγος του θά εἶναι γιά μένα ἡ βουλή τοῦ Θεοῦ᾽. ῎Ενιωσε μιά γλύκα στήν καρδιά ὁ ᾽Ιουλιανός μέ τήν ἀπόφασή του αὐτή καί γιά πρώτη φορά μετά ἀπό ἀρκετό καιρό οἱ λογισμοί του ἡσύχασαν.

Κάλεσε ἕναν γνωστό του καλόγερο καί τόν παρακάλεσε νά τοῦ κάνει τήν ἐξυπηρέτηση. ῾Υπαγόρευσε γραπτό μήνυμα στόν μεγάλο Γέροντα: ῾᾽Αββᾶ Συμεών, ζητῶ ταπεινά τήν εὐχή σου. Εἶμαι τυφλός καί δέν μπορῶ νά πάω πουθενά οὔτε κι ἔχω κάποιον πού νά μπορεῖ νά μέ περιποιηθεῖ. Σέ ἐρωτῶ λοιπόν μέ τόν ἀδελφό πού ἔχει ἔλθει: ῎Εχω κάνει καλά πού ἔχω διακόψει τήν μυστηριακή κοινωνία μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο τῶν ῾Ιεροσολύμων Μακάριο; Καί τό λέω αὐτό, γιατί κι ἐσύ θά συμφωνήσεις μαζί μου, πατέρα μου. Καί ὁ Μακάριος καί ὁ ἡγούμενος ξέρουν γιά ἕναν ἀδελφό τοῦ μοναστηριοῦ πού πόρνευσε καί γιά ἕναν ἄλλον πού ὁρκίστηκε μαζί του. Λοιπόν, εἶναι δυνατό νά εἶμαι μαζί τους, ἐνῶ ἔχουν συμβεῖ αὐτά; Σέ τί ᾽Εκκλησία θά ἀνήκω, ἄν ἐξακολουθήσω νά λειτουργοῦμαι μαζί τους καί νά κοινωνῶ ἀπό τό ἴδιο ἅγιο Ποτήριο;᾽

Περίμενε μέ μεγάλη ἀγωνία τήν ἀπάντηση ὁ ᾽Ιουλιανός, μολονότι ἦταν βέβαιος γι᾽ αὐτήν. Καί ὁ ὅσιος ἀσφαλῶς θά τοῦ ὑποδείκνυε τόν δρόμο τῆς ἐξόδου. ῎Αρχισε νά ψηλαφᾶ τό κάθε τι μέσα στό μοναστήρι μέ νοσταλγία, σάν νά τό ἔκανε γιά τελευταία φορά. Περιδιάβαινε μέ τό μπαστουνάκι του τό κάθε δρομάκι, ἀνάπνεε βαθιά τήν ἀτμόσφαιρα, ἄκουγε καί τόν παραμικρότερο ἦχο. ῞Ο,τι καί νά συνέβαινε τόν τελευταῖο καιρό πού τόν εἶχε ταράξει, τό μοναστήρι αὐτό, τό σπουδαῖο καί τρανό ἦταν τό σπιτικό του. ῾Μά, ἡ ἀλήθεια γιά τήν πίστη καί τήν καθαρότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πάνω ἀπό ὅλα᾽ καθησύχαζε τόν λογισμό του κι ἔπαιρνε καί πάλι σιγά σιγά τόν δρόμο γιά τό ἀκριανό φτωχικό κελλί του καί νά κάνει μόνος καί ἀπερίσπαστος τόν κανόνα του.

v  

῾Η ἀπάντηση τοῦ ὁσίου Συμεών πράγματι δέν ἄργησε νά ἔλθει. ῾Ο ἀδελφός πού εἶχε ἀναλάβει τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ ᾽Ιουλιανοῦ δέν καθυστέρησε πουθενά. ῾Ο ἅγιος Γέροντας πού ζοῦσε κοντά στήν ᾽Αντιόχεια, ἐννιά μίλια περίπου ἔξω ἀπό τήν πόλη, διάβασε τό μήνυμα τοῦ ταραγμένου ἀββᾶ, ἄκουσε καί προφορικά τόν ἀδελφό πού τοῦ διαμηνοῦσε τήν κατάσταση κι ἔγραψε ἀμέσως καί τό δικό του μήνυμα. Σάν κεραυνός ἔπεφταν τά λόγια τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ στόν ᾽Ιουλιανό, ὅταν πῆρε τό σημείωμα κι ἄρχισε νά τοῦ τό διαβάζει ὁ μοναχός.

Γέροντα ᾽Ιουλιανέ, εὔχομαι κάθε καλό σέ σένα ἀπό τόν Κύριο.  ῾Η συμβουλή μου σέ ὅ,τι μέ ρωτᾶς εἶναι σαφής καί ἀπόλυτη: μή διανοηθεῖς νά ἀναχωρήσεις ἀπό τό μοναστήρι σου οὔτε πολύ περισσότερο νά θελήσεις νά ἀποσχιστεῖς ἀπό τήν ἁγία ᾽Εκκλησία. Γιατί ἡ ᾽Εκκλησία, ἀββᾶ, δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατασκεύασμα ὥστε νά ρυπαίνεται ἤ νά ἁγιάζεται ἀπό τήν διάθεση ἤ τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τό σῶμα ᾽Εκείνου, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἁγιότητά της λόγω ἀκριβῶς Αὐτοῦ εἶναι δεδομένη, ῾μή ἔχουσα σπίλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων᾽ καθώς λέει ὁ ἀπόστολος. Εἴτε λοιπόν ἐμεῖς οἱ πιστοί εἴμαστε ὑπάκουοι στόν Θεό εἴτε ὄχι ἡ ᾽Εκκλησία δέν ἐπηρεάζεται. ῎Αν οἱ ἄνθρωποι καθόριζαν τήν ποιότητα τῆς ᾽Εκκλησίας ποιός θά μποροῦσε νά ἐγγυηθεῖ γιά τήν ἁγιότητά της; ᾽Απολύτως κανείς. Μόνον ἕνας πού ἀπιστεῖ ὡς πρός τήν φύση τῆς ᾽Εκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ ὅτι αὐτή ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς. ῎Οχι, λοιπόν, πάτερ, ἡ ᾽Εκκλησία δέν ἔχει κανένα κακό κι οὔτε κανείς τήν ρυπαίνει, κι αὐτό ὄχι ἐξαιτίας μας ἀλλά λόγω τῆς χάρης τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ᾽.

Σταμάτησε ὁ ἀδελφός τήν ἀνάγνωση. ῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιουλιανός εἶχε γείρει στό κάθισμά του καί δάκρυα καυτά ἔβρεχαν τό πρόσωπό του. Αἰσθάνθηκε μιά βαθιά συμπόνια γιά τόν ἀόμματο αὐτόν καλόγερο πού μετά τόσα χρόνια ἄσκησης καί καλογερικῆς ζωῆς περνοῦσε ἕναν τόσο μεγάλο προσωπικό πειρασμό.

Γέροντα, νά συνεχίσω; Γράφει καί κάτι ἀκόμη᾽, εἶπε μέ συστολή ὁ καλόγερος πού εἶχε ἀναλάβει τήν ἀποστολή. Βλέποντας τόν ᾽Ιουλιανό νά κουνᾶ θετικά τό κεφάλι του συνέχισε. ῾Πρόσεξε, ἀδελφέ μου,᾽ ἔλεγε παρακάτω ὁ ὅσιος,  γιατί ὁ Πονηρός βάλθηκε μέ τά ἐκ δεξιῶν βέλη του νά σέ πλανέψει. Μέ τήν ἀπόφασή σου νά διακόψεις τήν κοινωνία σου μέ τόν Πατριάρχη καί νά φύγεις ἀπό τό μοναστήρι ἀποδεικνύεις ὅτι δέν πιστεύεις στήν ᾽Εκκλησία ὅπως τήν ὁμολογοῦμε στό ἅγιο σύμβολο τῶν Πατέρων μας, ὅτι εἶναι ῾μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική᾽. Τήν ὑποβιβάζεις κι ἐσύ στά μέτρα τά δικά μας κι ἔτσι χωρίς νά τό καταλαβαίνεις ἴσως χάνεις τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας.

Συγχώρησέ με, ἀδελφέ μου, ἀλλά ἔχω καί κάτι ἄλλο νά σοῦ πῶ πού μοῦ τό ἀποκαλύπτει ἀπό ἐδῶ πού εἶμαι ὁ Κύριος.  Νά ξέρεις ὅτι ὅποιος κι ἄν λειτουργεῖ στό μοναστήρι σου, σπουδαῖος ἤ ὄχι στήν πνευματική ζωή, ἡ λειτουργία λογίζεται τέλεια καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὑπερίπταται στήν ἁγία Τράπεζα καί μεταβάλλει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ σῶμα καί αἷμα Κυρίου ἀντίστοιχα, γιατί ἔχετε ἐκεῖ στό κοινόβιο κάποιον γέροντα στό ὄνομα Πατρίκιο. Αὐτός ὁ γέροντας κάθεται ἔξω ἀπό τό ἱερό, χαμηλότερα ἀπό ὅλους, κοντά στό δυτικό τοῖχο τῆς ἐκκλησίας. Λέει λοιπόν κι αὐτός τήν εὐχή τῆς προσκομιδῆς καί δική του λογίζεται ἀπό τόν Θεό ἡ ἁγία ἀναφορά. ᾽Αββᾶ ᾽Ιουλιανέ, καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί δέν πρέπει ποτέ νά φύγεις ἀπό τό μοναστήρι σου. Εὔχομαι γιά σένα ὁ Κύριος νά σέ χαριτώνει σέ ὅλα᾽.

῎Αχνα δέν ἔβγαζε ἀπό τά χείλη του ὁ ᾽Ιουλιανός. Τά λόγια τοῦ ὁσίου Συμεών ἦταν γι᾽ αὐτόν τά ἴδια τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Μέ κόπο πολύ ἀπό τό ψυχικό τράνταγμα πού εἶχε ὑποστεῖ εὐχαρίστησε τόν ἀδελφό πού κοπίασε πρός χάρη του. ᾽Εκεῖνος πῆρε τήν εὐχή του κι ἔφυγε. ῾Ο ἀββᾶς δέν προβληματίστηκε ἰδιαίτερα. Μετά ἀπό θερμή προσευχή μετανοίας στόν Κύριο καί τήν Θεοτόκο, ἔσυρε τό ἴδιο βράδυ τά πόδια του καί κτύπησε τήν θύρα τοῦ ἡγουμένου. Γονατιστός καί μέ δάκρυα πολλά ἐξομολογήθηκε τούς λογισμούς του, τήν ἀπόφαση γιά φυγή του, τήν ἀπιστία του ὡς πρός τήν ᾽Εκκλησία. ῾Ο ἡγούμενος γονάτισε κι αὐτός δίπλα του, τόν ἀγκάλιασε σφιχτά, τοῦ διάβασε τήν συγχωρητική εὐχή, τοῦ ἔδωσε τίς κατάλληλες συμβουλές.

Μά καί γιά τόν ἡγούμενο ἦταν ἀποκάλυψη ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ᾽Ιουλιανοῦ. Γιατί μέσω αὐτοῦ καί τῆς ἐπικοινωνίας του μέ τόν ὅσιο Συμεών κατάλαβε τόν θησαυρό πού κρύβανε μέχρι τώρα στό μοναστήρι τους. Ὁ Γέροντας Πατρίκιος. ῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἤξερε βέβαια τό πόσο κοντά στόν Θεό ἦταν, ὅταν τόν δέχτηκε ὡς ὑποτακτικό στό κοινόβιο σέ ἡλικία πάνω ἀπό ἑκατό ἐτῶν. ᾽Αρνήθηκε στήν ἀρχή ὁ ἡγούμενος. Πῶς νά δεχτεῖ ἕναν ὑπέργηρο ἱερομόναχο, ὅταν μάλιστα αὐτός ἦταν ἡγούμενος στό μοναστήρι τοῦ ᾽Αβαζάνου καί ἄφησε τήν ἡγουμενία, ἐπειδή φοβήθηκε, τοῦ εἶπε τότε, τήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Πρόσπεσε ὁ ἴδιος καί φίλησε τά ἁγιασμένα πόδια τοῦ Πατρικίου. ῎Ενιωθε ὅτι ἦταν ἀνάξιος ὄχι νά εἶναι αὐτός ὁ ἡγούμενος ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου, ἀλλ᾽ οὔτε κἄν ὁ ὑποτακτικός του. ᾽Επέμενε ὅμως ὁ μεγάλος Γέροντας, τοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε σημάδι, κι ἔτσι κάμφθηκε. ᾽Εκεῖ ὅμως πού πραγματικά ῾ἔλιωσε᾽ ὁ ἡγούμενος, ἦταν ὅταν ἄκουσε τήν δικαιολογία τῆς παραίτησης τοῦ Πατρικίου: ῾῾Η διαποίμανση τῶν λογικῶν ψυχῶν᾽, τοῦ εἶπε, ῾εἶναι ἔργο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. ᾽Εγώ νιώθω ἀνάξιος γιά κάτι τέτοιο. Τό μόνο πού μοῦ ταιριάζει εἶναι ἡ ὑπακοή, γιατί κρίνω ὅτι αὐτό ὠφελεῖ περισσότερο τήν ψυχή μου᾽.

v  

Τά δάκρυα εὐγνωμοσύνης δέν ἔπαψαν νά ρέουν ἔκτοτε καί στόν ἀόμματο ἀββᾶ ᾽Ιουλιανό ἀλλά καί στόν ἡγούμενο. ῾Ο Γέρων Πατρίκιος λειτουργοῦσε ὡς ὁ ῾μαγνήτης᾽ τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πιά γιά ὅσο διάστημα  ζοῦσε θά ἦταν τό πρότυπο τῆς ζωῆς ὅλων. Ὁ Θεός εἶχε μιλήσει μέσα ἀπό τόν ἅγιό του, τόν Συμεών τόν ἐν τῷ Θαυμαστῷ ὄρει.

08 Νοεμβρίου 2022

Ο ΑΥΣΤΗΡΟΣ ΝΕΑΡΟΣ ΠΑΠΑΣ!

 

Η φωνή της μεσήλικης γυναίκας ακουγόταν ταραγμένη και ελαφρώς οργισμένη. Και φαινόταν να έχει δίκιο.

 Είχε μπει στο εξομολογητάρι, είχε αποθέσει το φορτίο των αμαρτιών της, αλλά ήθελε να συζητήσει με τον πνευματικό κι ένα πρόβλημα που φαινόταν ότι την ταλάνιζε αρκετά. Στην εξιστόρηση του προβλήματος αυτού ήταν που η συναισθηματική της ένταση ανέβηκε.

«Πάτερ», του είπε, «η μητέρα μου είναι μεγάλης ηλικίας και χήρα  εδώ και πολλά χρόνια. Είναι άνθρωπος της Εκκλησίας, προσεύχεται διαρκώς, το καντηλάκι στο σπίτι της δεν σβήνει σχεδόν ποτέ, θυμιατίζει πάντοτε. Και θέλησε να πάει να εξομολογηθεί στη μεγάλη πόλη που βρέθηκε για να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της. Γιατί ζει σε χωριό κι εκεί ο παπάς τους δεν είναι πνευματικός. Ο πνευματικός έρχεται στις μεγάλες μόνο γιορτές σταλμένος από τη Μητρόπολη, οπότε πράγματι τότε τον επισκέπτεται. Της έχει δώσει μάλιστα και την άδεια, βλέποντας την αφοσιωμένη στον Θεό ζωή της, να κοινωνεί πολύ τακτικά».

«Και ποιο το πρόβλημα»; ρώτησε με απορία ο ιερέας.

«Μέχρι εδώ δεν υπάρχει πρόβλημα, πάτερ. Το πρόβλημα αρχίζει από την ώρα που η μητέρα μου επισκέφτηκε τον παπά που σας είπα, για να εξομολογηθεί. Ζει στο σπίτι του αδελφού μου, αρκετά μακριά από εδώ, οπότε και πήγε στην κοντινή εκεί ενορία. Ο παπάς ήταν πολύ νέος στην ηλικία κι απ’ ό,τι φάνηκε μάλλον… άπειρος για το σπουδαίο αυτό έργο που επιτελείτε εσείς οι πνευματικοί ιερείς».

«Τι έκανε δηλαδή»; ξαναρώτησε ο πνευματικός, και λίγο τα μάτια του σαν να σκοτείνιασαν. Όταν άκουγε για περιπτώσεις αδελφών ιερέων, που κάποιες άστοχες ίσως ενέργειές τους σκανδάλιζαν τους πιστούς, ήταν σαν να μπηγόταν ένα αγκάθι μέσα στην καρδιά του. Προετοιμάστηκε για να ακούσει τα χειρότερα.

«Η μητέρα μου, όπως σας είπα, άρχισε την εξομολόγησή της. Είπε ό,τι είχε να πει και περίμενε τις συμβουλές του ιερέα. Αυτός όμως σαν να… δυσαρεστήθηκε από την εξομολογούμενη γερόντισσα. Δεν την θεώρησε αξιόπιστη για όσα του είπε, γιατί η μητέρα μου, όπως μου τα εξιστόρησε πολύ ταραγμένη αργότερα, δεν είχε και πολλά σοβαρά αμαρτήματα να πει. Χήρα γυναίκα, πάτερ, πονεμένη, με πολλούς αγώνες για να αναθρέψει τα τρία παιδιά της. Και να σας πω, ήταν τόσο ταραγμένη που έφυγε από την Εκκλησία παραπατώντας, κι αν δεν βρισκόταν κάποια ευλογημένη ψυχή να την κρατήσει και να την οδηγήσει στο σπίτι της, θα έπεφτε κάτω».

Ο ιερέας συμμετείχε με πόνο στην εξιστόρηση της γυναίκας. Δεν αμφισβητούσε καθόλου τα λόγια της, γιατί όχι μόνο την ήξερε από χρόνια που την εξομολογούσε, αλλά και για το γεγονός ότι ήταν σοβαρή και μορφωμένη γυναίκα, που δεν είχε πει ποτέ πράγματα που δεν ίσχυαν.

«Τι την τάραξε τη μητέρα σας;» είπε ο ιερέας. «Απλώς και μόνη η αμφισβήτηση του νεαρού παπά;»

«Και ναι και όχι, πάτερ. Θέλω να πω ότι η αμφισβήτηση του παπά ήταν μεν η κύρια αιτία, αλλά το πώς εκφράστηκε αυτή ήταν αυτό που προκάλεσε την ταραχή. Γιατί ο παπάς καταρχάς θεώρησε ως δεδομένο ότι η πολυχρόνια χηρεία της μάνας μου θα την είχε οδηγήσει σίγουρα σε σχέσεις μοιχείας. Δεν είναι δυνατόν, της είπε, τόσα χρόνια μόνη και να μην έκανες κάποια άλλη σχέση. Κι όταν η μάνα μου εντελώς απορημένη του εξήγησε ότι πράγματι ουδέποτε διανοήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί η πίστη μας δεν το επιτρέπει πρώτον, αλλά και δεύτερον γιατί είχε να αναθρέψει και να μεγαλώσει τρία παιδιά, εκείνος άρχισε να οργίζεται. Πίστεψε ότι η μάνα μου τον κοροϊδεύει κι ότι θέλει να του παρουσιαστεί ως άγγελος και αναμάρτητη. Και δεν τελειώνει το πράγμα εδώ, πάτερ, συνέχισε την εξιστόρηση η γυναίκα. Αφού είπε ό,τι είπε ο παπάς σχετικά με το θέμα αυτό, με πολύ επιθετικό τρόπο άρχισε να τη ρωτάει πώς ζει τώρα στην ηλικία που βρίσκεται. Σημειωτέον, πάτερ, ότι η μητέρα μου πλησιάζει τα ογδονταπέντε χρόνια της, οπότε μαζεμένη από τον επιθετικό τρόπο του νεαρού παπά, του εξήγησε ότι και λόγω ηλικίας μένει κυρίως μέσα στο σπίτι, κι ότι πέρα από τις καθημερινές της εργασίες, η προσευχή και η ακρόαση του εκκλησιαστικού ραδιοφώνου είναι οι προτεραιότητές της. Τότε, μετά από αυτό ήταν που ο παπάς έγινε έξαλλος. Και το επιβεβαίωσα, πάτερ, γιατί επισκέφτηκα τον ναό που είχε εξομολογηθεί η γερόντισσα μάνα μου, και ρώτησα και τον νεωκόρο, όπως και ένα κατάστημα καλλυντικών δίπλα στον ναό, που και εκεί με παρέπεμψαν, αφού εκεί μου είπαν κατέφυγε η μητέρα μου, προκειμένου να μη σωριαστεί στον δρόμο».

Ο παπάς άκουγε και προσπαθούσε να μην φανερώσει τα συναισθήματα που άρχισαν να τον διακατέχουν. «Είναι δυνατόν;» διερωτάτο μέσα του. «Τόση απειρία πια; Τόση αδιακρισία από τον νεαρό παπά;» Αλλά από την άλλη, σκεφτόταν, ακόμη και ο όσιος της εποχής μας, μέγας Γέρων Πορφύριος, σε νεαρή ηλικία που ανέλαβε το διακόνημα της εξομολόγησης και της πνευματικής καθοδήγησης, δεν ήλθε η ώρα που μετανόησε φρικτά για την αυστηρότητά του σ’ εκείνα τα νεανικά του χρόνια; Ο ίδιος δεν έλεγε ότι πιθανόν έβλαψε ανθρώπους, μέσα στα πλαίσια της πνευματικής ευθύνης που είχε αναλάβει, αλλά λειτουργώντας αδιάκριτα;

«Όταν λέτε ότι έγινε έξαλλος, τι εννοείτε;» ρώτησε πολύ σιγά και με σκυμμένο το κεφάλι, ενώ το στομάχι του σφίχτηκε ακόμη περισσότερο, παραμένοντας όμως εξωτερικά απαθής και ψύχραιμος.

«Με δυνατή φωνή την κατηγόρησε ότι του λέει ψέματα για μια ακόμη φορά, κι ότι οπωσδήποτε θα περνάει την ώρα της πηγαίνοντας σε διάφορα σπίτια ή δεχόμενη άλλες γειτόνισσες στο δικό της, προκειμένου να πίνουν καφέ και να κουτσομπολεύουν. Η μάνα μου βεβαίως κόντευε να πεθάνει. Μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε στη συγκεκριμένη Εκκλησία, ενώ αναπολούσε τις ώρες εξομολόγησης στον πνευματικό της Μητροπόλεως της περιοχής της, και τη διακριτικότητα και την ευγένεια των λόγων και της συμπεριφοράς του.  Κι όταν τελικά επεχείρησε να αρνηθεί τις κατηγόριες του παπά, εκείνος σηκώθηκε όρθιος και κραυγάζοντας, τόσο που ακούστηκε σε όλον τον ναό, της είπε να σηκωθεί να φύγει, γιατί αυξάνει τις αμαρτίες της με τα ψέματα που του αραδιάζει».

Η γυναίκα σταμάτησε. Η ταραχή της και η οργή της ήταν εμφανείς. Τα μάτια της είχαν υγρανθεί κι έβγαλε ένα μαντήλι να τα σκουπίσει. Κράτησε το κεφάλι της αρκετά ώρα κάτω.

Ο ιερέας προβληματίστηκε. Σκέφτηκε να δικαιολογήσει τον νεαρό ιερέα λόγω της απειρίας του. Η ιστορία φαινόταν απίστευτη, αλλά δεν είχε λόγους να την αμφισβητήσει – άλλωστε και άλλες φορές είχε ακούσει παρόμοιες περιπτώσεις. Έστρεψε το βλέμμα του νοερά στον Κύριο να τον φωτίσει. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Μήπως μία απόπειρα δικαιολόγησης του ιερέα θα έφερνε αντίθετο αποτέλεσμα; Και τι δικαιολογία να έβρισκε;

«Πάτερ, αν θέλετε, να σας πω τον ναό που έγινε το γεγονός και το όνομα του ιερέα», ακούστηκε η φωνή της γυναίκας.

«Δεν χρειάζεται, παρακαλώ. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Απλώς σκέπτομαι τι θα μπορούσα να πω. Σας ομολογώ ότι βρίσκομαι σε τρομερή αμηχανία. Δεν μπορώ να αποδεχτώ από τη μια τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του νεαρού ιερέα, από την άλλη δεν ξέρω τι φωτισμό είχε εκείνη τη στιγμή για να συμπεριφερθεί έτσι. Το μόνο στο οποίο καταλήγω είναι ότι η νεότητά του και ένας αδιάκριτος ίσως ζήλος του τον έκαναν να φτάσει σ’ αυτήν την ακρότητα, όπως είμαι σίγουρος ότι πρέπει να έχει μετανιώσει πικρά για τη συμπεριφορά του αυτή, κι αν συναντούσε ενδεχομένως τη μητέρα σας θα της ζητούσε γονατιστός συγγνώμη. Μου έρχεται όμως και μία άλλη σκέψη – κι είναι τούτο κάτι που αναδεικνύει ίσως το πνευματικό μεγαλείο της μάνας σας».

Ανασήκωσε το κεφάλι της η γυναίκα απορημένη. «Το πνευματικό μεγαλείο της μάνας μου;» είπε. «Δηλαδή, πάτερ;»

«Να, μου έρχεται στον νου αυτό που συνέβη στον όσιο Γέροντα Παΐσιο, όταν ήταν στο μοναστήρι του στη Μακεδονία και κατέβαινε στο κοντινό χωριό για να λειτουργείται και να κοινωνεί, γιατί ο ίδιος δεν ήταν παπάς. Μέσα στο ιερό κάποια φορά και την ώρα της Θείας Κοινωνίας, ο ιερέας στράφηκε στον ίδιο και με επιθετικό τρόπο του είπε να βγει έξω μαζί με τον υπόλοιπο λαό και να κοινωνήσει. Συνήθιζε να κοινωνεί μέσα στο ιερό, ως καλόγερος που ήταν. Λοιπόν, εκείνος ταράχτηκε από την επίθεση, αλλά δεν είπε τίποτε. Έσκυψε το κεφάλι, βγήκε έξω, κοινώνησε. Κι όταν στο τέλος της Λειτουργίας είδε τον ιερέα, εκείνος πρόσπεσε στον Γέροντα με δάκρυα στα μάτια, ικετεύοντας τη συγγνώμη του. «Δεν ξέρω τι με έπιασε, Γέροντα – του είπε. Σαν μια δύναμη να με έσπρωξε να σου πω αυτά που σου είπα, που δεν τα πίστευα». Συγχωρέθηκαν. Προβληματίστηκε όμως ο όσιος Γέροντας, γιατί συνέβη αυτό. Και σκέφτηκε ότι κατά τη διάρκεια της ακολουθίας παρακαλούσε τον Χριστό μας να του δίνει μετάνοια και προπαντός ταπείνωση. «Και να, ο Κύριος μου έδωσε αφορμή ταπείνωσης με τα λόγια του παπά. Γιατί ο Θεός όταν του ζητάμε κάποιο χάρισμα, δεν μας το δίνει έτοιμο. Μας δίνει την αφορμή για να το παλέψουμε και να το αποκτήσουμε». Λοιπόν, το ίδιο σκέπτομαι μη συνέβη και με τη μάνα σας. Είναι μια πιστή γυναίκα, αγωνιστής άνθρωπος, ήρωας θα έλεγε κανείς, κι ο Θεός με τη συμπεριφορά του παπά τής έδωσε ευκαιρία για μεγάλη ταπείνωση και για απόκτηση πνευματικών στεφανιών».

«Ποτέ μου δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο», είπε η γυναίκα, εμφανώς πιο ήσυχη. «Αν όντως ισχύει αυτό, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Θα της το πω, πάτερ, και νομίζω ότι ο λογισμός της θα ησυχάσει πάρα πολύ. Γιατί ποτέ μου δεν την έχω ακούσει να κατηγορεί παπά, και μάλιστα επανειλημμένως μας μάθαινε από μικρά, ότι τον παπά δεν πρέπει να τον πιάνουμε στο στόμα μας. «Ο παπάς είναι σαν το κάρβουνο», μας έλεγε. «Αν είναι καλός, μας καίει, γιατί είναι αναμμένο κάρβουνο. Αν δεν είναι καλός, μας λερώνει, γιατί είναι σαν το σβηστό κάρβουνο». Και με την περίπτωση αυτή βρέθηκε σε μεγάλο πειρασμό. Πάτερ, σας ευχαριστώ. Κάντε προσευχή για μένα και για τη μητέρα μου».

«Ασφαλώς», είπε ο ιερέας. «Κι εσείς θα σας παρακαλέσω, να προσεύχεσθε και για μένα, αλλά και για όλους τους ιερείς. Μας πολεμάει αρκετά ο Πονηρός τους ιερείς, και γι’ αυτό έχουμε ανάγκη πολύ την προσευχή των υπολοίπων πιστών. Και, αν θέλετε τη γνώμη μου: κυρίως βάλτε στην προσευχή σας, εσείς και η μάνα σας κυρίως, τον νεαρό αυτόν παπά. Να του δίνει ο Κύριος τον φωτισμό που πρέπει για το υψηλό έργο που έχει αναλάβει. Αν δεν μπορεί ίσως να κάνει το καλό, τουλάχιστον να μη βλάπτει στη φάση που βρίσκεται…».

(Από το βιβλίο των εκδόσεων «ἀκολουθεῖν», Δι’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, 2017).

27 Ιουνίου 2022

ΜΙΑ… «ΑΛΛΗ» ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ!

Ο ιερέας περίμενε όρθιος τον επόμενο για την εξομολόγηση. Είδε ένα νεαρό παιδί, γύρω στα δεκαπέντε, να προχωρά διστακτικό. Τον καλωσόρισε και του υπέδειξε να καθίσει στην καρέκλα απέναντί του. Ο Εσταυρωμένος πάνω στο μικρό τραπεζάκι με το μικρό καντήλι τούς κοίταζε στοργικά και προστατευτικά. Η ατμόσφαιρα μύριζε λιβάνι από τον εσπερινό που μόλις είχε προηγηθεί.

Ο νεαρός με κατεβασμένο το κεφάλι δεν μιλούσε. Ο ιερέας περίμενε κι αυτός κάνοντας μία σύντομη προσευχή, όπως συνήθιζε να κάνει και για όλους τους πιστούς που έβρισκαν το κουράγιο να έλθουν στο μυστήριο της μετανοίας.

«Πάτερ», είπε κάποια στιγμή το παλληκαράκι. «Δεν θέλω να εξομολογηθώ. Η μητέρα μου που περιμένει έξω με έφερε σχεδόν με το ζόρι. Είναι της Εκκλησίας άνθρωπος και με «πρήζει» κάθε φορά με την εξομολόγηση. Είναι καλή γυναίκα και γι’ αυτό δεν θέλω να τη στενοχωρήσω. Υπάκουσα λοιπόν για χάρη της και γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Αλλά εγώ δεν νιώθω έτοιμος για κάτι τέτοιο».

Ο ιερέας δεν έσπευσε να απαντήσει. Ύψωσε νοερά το βλέμμα του στον Εσταυρωμένο και προσευχήθηκε πιο έντονα για το νεαρό παιδί.

«Παιδί μου», είπε στοργικά. «Όπως ξέρεις η εξομολόγηση είναι μυστήριο της Εκκλησίας μας και προϋποθέτει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Μόνον όποιος έρχεται ελεύθερα, μόνον όποιος έχει νιώσει την ανάγκη να ανοίξει την καρδιά του στον Χριστό, μπορεί και να εξομολογηθεί. Αν ο ίδιος ο Κύριος είπε «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν», τότε κανείς με καταναγκασμό δεν μπορεί να Τον ακολουθήσει ή να επιτελέσει οποιοδήποτε λόγο Του. Η ελευθερία, παιδί μου, είναι το οξυγόνο της Εκκλησίας. Χωρίς αυτήν, οτιδήποτε κι αν γίνεται, έστω κι αν φαίνεται καλό, δεν είναι τελικά καλό. Δεν το δέχεται ο Θεός».

«Ναι, πάτερ», είπε το παιδί και ύψωσε λίγο το κεφάλι του αναθαρρημένο. «Χαίρομαι που ακούω να λέτε αυτά τα λόγια, και μακάρι και η μάνα μου να το καταλάβαινε. Αλλά, σας είπα, είναι καλή γυναίκα, μόνη στη ζωή – ο πατέρας μου έχει πεθάνει – και γι’ αυτό όσο μπορώ δεν θέλω να την κακοκαρδίζω».

«Λοιπόν», είπε ο παπάς, νιώθοντας μια απέραντη τρυφερότητα για το καλόκαρδο αυτό νεαρό παλληκάρι που έδειχνε μία μεγάλη ωριμότητα με τη στάση του, «δεν χρειάζεται να εξομολογηθείς τώρα. Κάτσε λίγα λεπτά ακόμη, ώστε η μητέρα σου να πιστέψει ότι εξομολογείσαι, κι έπειτα φύγε και πήγαινε στην ευχή του Θεού. Μέχρι τότε όμως, πες μου το όνομά σου, την τάξη στο σχολείο που φοιτάς, ό,τι άλλο νομίζεις ότι μπορούμε να πούμε για να καλυφθεί η ώρα».

Μετά από λίγο το παιδί σηκώθηκε να φύγει. Ο ιερέας το αγκάλιασε και του ευχήθηκε τα καλύτερα για τη ζωή του. Η μητέρα του ήταν έξω και φαινόταν ευχαριστημένη για τον «εξομολογημένο» γιο της. Ο ιερέας όμως ήταν βέβαιος ότι ήταν θέμα χρόνου το παιδί να έλθει και πάλι, αλλά αυτήν τη φορά μόνο του. «Τέτοια παιδιά, με τόσο καλή καρδιά, δεν χάνονται ποτέ», μουρμούρισε ο ιερέας, την ώρα που παραμέριζε για να περάσει ο επόμενος πιστός. «Δεν τα αφήνει ποτέ ο Κύριος, και μάλλον φαίνεται να είναι από τα αγαπημένα Του».

(Από το βιβλίο των εκδ. "ακολουθείν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Ιστορίες καινές και παλαιές με φόντο το πετραχήλι, 2017)

25 Ιουνίου 2022

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΤΑ ΕΙΧΕ… ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΑ!

Συγκινημένη η νέα γυναίκα κοίταξε το σπίτι, όταν έφτασε και πάρκαρε το αυτοκίνητό της. Αγκάλιασε τη θέα του με μεγάλη στοργή και τρυφερότητα – εκεί ζούσαν οι γονείς της, τα μικρότερα αδέλφια της, αλλά και ο παππούς και η γιαγιά της, εκεί έζησε και η ίδια βεβαίως μέχρι που παντρεύτηκε και απέκτησε τη δική της οικογένεια. Ένα δάκρυ πήγε να κυλίσει απ’ τα μάτια της μα το ’κρυψε βιαστικά. Δεν ήθελε να την κατακλύσουν τα συναισθήματά της, πολύ περισσότερο που τώρα ερχόταν για να δει κυρίως τον παππού της.

«Ψυχραιμία, Ευτυχία» είπε στον εαυτό της. Το είπε, μα ήξερε πως δεν θα το πολυτηρούσε. Γιατί ο παππούς της, υπέργηρος πια, ενενήντα τριών ετών, μόλις και είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο από μία βαριά ίωση που τον ταλαιπώρησε και τον καθήλωσε για αρκετό καιρό. Όλοι είχαν πει πως μάλλον ο παππούς θα τους άφηνε χρόνους – μέσα τους είχαν ήδη ετοιμαστεί για το ενδεχόμενο, που λόγω ηλικίας έτσι κι αλλιώς μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Όμως ο παππούς ήταν «σκληρό καρύδι» που λένε, ξεπέρασε τον κίνδυνο, επανήλθε.

Κι ήταν ένας παππούς… σπάνιος! Εξήντα τόσα χρόνια παππάς, σεβάσμιος, με ήθος ιερατικό τέτοιο που αποτελούσε φάρο για πολλούς άλλους κληρικούς και όχι μόνο. «Σαν τον παπα Σταύρο θα ήθελα να γίνω κι εγώ» είχε ακούσει με τ’ αυτιά της η Ευτυχία αρκετά χρόνια πριν από νέο άνθρωπο που πράγματι έγινε κι αυτός κληρικός έχοντας ως όραμα τον λειτουργό και πνευματικό παπα Σταύρο. Η εικόνα του παππού της ορθώθηκε τεράστια μπροστά της! Μπροστά στην αγία Τράπεζα να λειτουργεί όλα τα χρόνια – ακόμη και μέχρι πριν λίγο καιρό με τη βοήθεια και των άλλων ιερέων είναι αλήθεια τα κατάφερνε μια χαρά! - με τέτοια αίσθηση και κατάνυξη που έκανε πολλούς να κλαίνε και μόνο που τον έβλεπαν και τον άκουγαν. Και τα μάτια του! Τόσο ήρεμα και γαλήνια, αντιφέγγιζαν ένα φως που ήσουν βέβαιος ότι ήταν το φως του ουρανού!

Επανήλθε στο τώρα και σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της – η συγκίνησή της την είχε συνεπάρει! Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί που πάντοτε κρατούσε κι έσπευσε στο δωματιάκι του παππού της χωρίς κανείς άλλος να την πάρει είδηση.

«Παππού!» είπε και γρήγορα έσκυψε να πάρει την ευχή του βλέποντάς τον καθισμένο στην πολυθρόνα του.

«Καλώς την Ευτυχία μου, καλώς το παιδάκι μου!» πήγε να σηκωθεί ο ηλικιωμένος παπάς και παππούς καθώς είδε την αγαπημένη εγγόνα του. «Τι κάνεις; Πώς και τα κατάφερες και ήλθες, με τη δουλειά σου, με την οικογένειά σου;»

 Δεν τον άφησε η Ευτυχία να σηκωθεί. Βυθίστηκε στα γεμάτα στοργή και γαλήνη μάτια του. «Παππού, τι κάνεις; Πώς είσαι με την υγεία σου;»

Τον κοίταξε και διαπίστωσε πως ήταν αδυνατισμένος και λίγο χλωμός. «Πόσο άραγε θα ζήσει ακόμα;» έκανε τη σκέψη που γρήγορα θέλησε να τη σβήσει από το μυαλό της. «Πού είναι η γιαγιά;» ρώτησε ήσυχα.

«Εδώ γύρω θα τριγυρίζει, όπως πάντα. Την ξέρεις τη γιαγιά σου…».

 Κάθισε και η Ευτυχία. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει οτιδήποτε άλλο και ο παππούς με διάθεση και φόρα άρχισε να της διηγείται τα… κατορθώματά του!

«Ξέρεις, Ευτυχία μου, πήγα δύο μέρες εκδρομή στην Αίγινα, στον άγιο Νεκτάριο! Τον άγιό μας!»

 Ο παππούς πράγματι είχε από πολλά χρόνια ένα εξοχικό στο ιερό νησί και έτρεφε ξεχωριστή αγάπη για τον μεγάλο αυτόν άγιο της Εκκλησίας μας. Μα αρκετά χρόνια τώρα η αδυναμία του λόγω ηλικίας και διαφόρων προβλημάτων υγείας τον έκανε να παραμένει καθηλωμένος στην Αθήνα – μόνο με τη σκέψη του μπορούσε να πηγαίνει˙ το εξοχικό του χρησιμοποιείτο από τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ένα αγκάθι σαν να καρφώθηκε στην καρδιά της Ευτυχίας. Δεν μίλησε όμως.

Ο παππούς συνέχισε ακάθεκτος: «Λοιπόν, Ευτυχία μου, πήγαμε στην Αίγινα και όχι μόνο πήγαμε, αλλά και λειτούργησα στον άγιο και χάρηκα πάρα πολύ. Και μετά επισκεφτήκαμε και μία γνωστή μας ταβέρνα και φάγαμε τα ορεκτικά που μας πρόσφερε ο αγαπητός μας κυρ-Κώστας. Τον θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» είπε ο παππούς και σαν να αγαλλίασε με τη θύμηση – τα μάτια του πλανήθηκαν λίγο ψηλά Κι ένα χαμόγελο ζωγράφισε το χλωμό πρόσωπό του.

Το αγκάθι στην Ευτυχία προχώρησε… βαθύτερα! «Όχι, Θεέ μου!» ύψωσε νοερά το βλέμμα της στον Κύριο. «Μην επιτρέψεις ο παππούς μου να χάσει το μυαλό του!» Ήξερε ασφαλώς ότι στην ηλικία αυτή η άνοια είναι σχεδόν αναμενόμενη – ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των υπερηλίκων χάνεται στο παρελθόν και το παρόν παρουσιάζεται εντελώς ξεθωριασμένο στη ζωή τους. Ο παππούς βέβαια παπα Σταύρος δεν είχε συμπτώματα μη αναγνώρισης των προσφιλών του προσώπων, τους αναγνώριζε όλους, μα η άνοια έχει διαφόρους βαθμούς εξέλιξης! «Όχι, Θεέ μου!» ψιθύρισε. «Δεν μπορώ να το αντέξω!» - ο παππούς ήταν τόσο αγαπημένος, δεν ήθελε να τον δει να χάνει την επαφή μαζί του.

Σηκώθηκε απότομα. «Παππού, θα σε δω λίγο αργότερα. Πάω να δω τους γονείς μου» είπε τρέμοντας η Ευτυχία, περισσότερο για να προλάβει το ξέσπασμα της καρδιάς της – τα δάκρυά της δεν μπορούσε να τα κρατήσει άλλο!

Ήταν και οι δύο εκεί. Οι γονείς της. Που χάρηκαν πολύ με την απρόσμενη επίσκεψή της αλλά και που ανησύχησαν με το σχεδόν κλαμένο πρόσωπό της.

 «Τι έχεις Ευτυχία μου; Τι έχεις παιδί μου;» έσπευσε να την αγκαλιάσει στοργικά η μητέρα της. «Συνέβη κάτι με την οικογένειά σου; Με τη δουλειά σου; Γιατί είσαι έτσι;»

Πήγε γρήγορα να της φέρει ένα νερό – η μάνα της ήταν η «προσωποποίηση» της προσφοράς και της φιλοξενίας. Ανήσυχος και ο πατέρας της την κοίταξε εξίσου ερωτηματικά. «Τι συμβαίνει;» είπε απαλά.

«Πέρασα από το δωμάτιο του παππού!» είπε χαμηλόφωνα και σχεδόν… συνωμοτικά!

«Ε, και;» ξανάπε εκείνος. «Κάθισε, όμως!» Κάθισε.

«Είναι καλά;» με δισταγμό βγήκε η φωνή της.

«Ναι, γιατί; Πέρασε την ίωση, λίγο βαριά πράγματι, όλοι σκεφτήκαμε μήπως μας αποχαιρετίσει ο παππούς, μα όπως είδες τον φοβήθηκε κι ο… χάρος!»

Χαμογέλασαν οι γονείς και μία γκριμάτσα βγήκε ως χαμόγελο και στην Ευτυχία.

«Το μυαλό του πώς είναι;» δεν το έβαζε κάτω η Ευτυχία. Είδε το ερωτηματικό βλέμμα των γονιών της και συνέχισε: «Τον είδα προηγουμένως τον παππού, μα άρχισε να μου λέει… περίεργα πράγματα!»

«Δηλαδή;»

«Να, ότι μετά από χρόνια πήγε εκδρομή στην Αίγινα, ότι λειτούργησε στον άγιο Νεκτάριο, ότι πήγε σε ταβέρνα και έφαγε με παρέα…». «Μπαμπά», ξέσπασε η Ευτυχία, «έχει… φαντασιώσεις ο παππούς; Το μυαλό του έχει αρχίσει τα ξεστρατίσματα; Είναι αρχή ή προχωρημένη άνοια;» - πάλευε να ελέγξει τη συγκίνησή της, τα δάκρυά της δεν κρύβονταν πια.

Οι γονείς της άρχισαν να γελάνε. Δεν κατάλαβε.

«Αλήθεια είναι ό,τι σου είπε», βεβαίωσε ο πατέρας της. «Ήρθε ο θείος σου, τον πήρε με το «ζόρι» μαζί με τη γιαγιά -  καλά δεν σου είπε εκείνη; - και τους πήγε ένα διήμερο στην Αίγινα. Πράγματι λειτούργησε στον άγιο Νεκτάριο και μετά πήγαν για φαγητό στην ταβέρνα του κυρ-Κώστα. Ό,τι λοιπόν σου διηγήθηκε είναι τα γεγονότα όπως έγιναν!»

Η Ευτυχία έπεσε από τα σύννεφα! Το αγκάθι στην καρδιά της έφυγε και σαν να απελευθερώθηκε. Χαρά και αγαλλίαση γέμισαν τα στήθη της. Σηκώθηκε και αγκάλιασε αυθόρμητα τους γονείς της, που την έκλεισαν στην αγκαλιά τους μέσα.

«Και μην ξανατολμήσεις να… αμφισβητήσεις και πάλι το μυαλό του παππού σου!» σχολίασε γελώντας ο πατέρας της. «Ο παππούς τα είχε, τα έχει και μάλλον θα τα έχει για πολύ ακόμη… τετρακόσια!»