18 Ιανουαρίου 2025

ΟΡΓΗ, ΘΥΜΟΣ

 

«Νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν...» (Κολ. 3, 8)

Μία σειρά προτροπῶν γιά τό τί δέν πρέπει νά κάνει ὁ χριστιανός ἀκοῦμε στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μία σειρά ἀπό ῾μή᾽ καί ῾δέν πρέπει᾽, πού ἄν δέν τά δεῖ κανείς μέσα στό πλαίσιο πού τά θέτει ὁ ἀπόστολος, ἀσφαλῶς καί μπορεῖ νά τά παρεξηγήσει. Γιατί συχνά ἀκοῦμε καί διαβάζουμε ὅτι ἡ χριστιανική πίστη δέν ἔχει ῾μή᾽. Δέν εἶναι πορεία ἄρνησης. Εἶναι πολύ περισσότερο θέση, δηλαδή πορεία πρός τά ἐμπρός πάνω στά ἴχνη τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ. Καί πράγματι ἔτσι εἶναι: τά ῾μή᾽ καί τά ῾δέν πρέπει᾽ θεωροῦνται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ.  Ὅταν πορεύομαι μαζί μέ τόν Χριστό πάνω στόν δρόμο πού εἶναι ἡ ζωή Του, κατ᾽ ἀνάγκην θά ἀπαμακρυνθῶ ἀπό ὅ,τι εἶναι ἀλλότριο τῆς ζωῆς αὐτῆς. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Λοιπόν, βγάλτε καί πετάξτε ἀπό πάνω σας κι ἐσεῖς, σάν ἀκάθαρτο ἔνδυμα, ὅλα τά κακά: τήν ὀργή, τόν θυμό... «Νυνί δέ ἀπόθεσθε καί ὑμεῖς τά πάντα, ὀργήν, θυμόν...».

1. Ποιό εἶναι τό πλαίσιο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, μέσα στό ὁποῖο, κατά τόν ἀπόστολο, δέν μπορεῖ νά χωράει ὁποιαδήποτε κακία, μέ πρῶτα τήν ὀργή καί τόν θυμό; Μᾶς τό λέει ὁ ἀπόστολος καί στή συγκεκριμένη ἐπιστολή του ἀλλά καί στίς ἄλλες, δείγμα τοῦ πόσο θεμελιακό θεωρεῖται τοῦτο γιά τόν πιστό: ὁ ἄνθρωπος ἀφότου ἔγινε χριστιανός διά τοῦ βαπτίσματος, ντύθηκε τόν Χριστό – «ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» - ἔγινε δηλαδή Χριστός καί ὁ ἴδιος, «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» μία ἄλλη δική Του παρουσία στόν κόσμο· συνεπῶς ἐνσωματωμένος στόν Χριστό καλεῖται νά ἐπιβεβαιώνει κάθε στιγμή τή ζωή ᾽Εκείνου. «᾽Απεθάνετε γάρ», εἶπε στούς Κολασσαεῖς μόλις πρίν τούς δώσει τίς ῾κανονιστικές᾽ ἀρνητικές ἐντολές, «καί ἡ ζωή ὑμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ». Δηλαδή: Μέ τό ἅγιο βάπτισμα πεθάνατε μυστηριακά μαζί μέ τά παλαιά καί γήινα φρονήματά σας. Καί ἡ θεία χάρη σᾶς ἔδωσε νέα ζωή, ἡ ὁποία εἶναι κρυμμένη μαζί μέ τόν Χριστό μέσα στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ. Καί παρακάτω: τούς τονίζει νά μή λένε ψέματα μεταξύ τους, γιατί ξεντύθηκαν τόν παλαιό ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καί ντύθηκαν τόν καινούργιο πού συνεχῶς ἀνανεώνεται κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Δημιουργοῦ Χριστοῦ. «Μή ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καί ἐνδυσάμενοι τόν νέον τόν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾽ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν». ῾Ως ῾ἄλλος Χριστός᾽ λοιπόν ὁ χριστιανός μετά τό βάπτισμά του δέν μπορεῖ νά ἐπανέρχεται στήν προ-χριστιανική ἐποχή του, νά ζεῖ δηλαδή μέ κακία, μέ ὀργή καί θυμό.

2. Ἡ χαρισματική αὐτή πραγματικότητα: νά εἶναι κανείς μέλος Χριστοῦ, ἡ ὁποία συνιστᾶ ὅ,τι πιό καίριο καί οὐσιαστικό στήν πίστη μας, εἶναι κρυμμένη ἀπό τούς σωματικούς ὀφθαλμούς, μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος. Βιώνεται ἐσωτερικά στό βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου – «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» – γι᾽ αὐτό καί ὁ ἐν αἰσθήσει χριστιανός ἀφενός εἶναι στραμμένος πρός τόν ἐσωτερικό του κόσμο γιά τήν εὕρεση καί τή βίωση τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ,  ἀφετέρου προσδοκᾶ  τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ στή Δευτέρα Του Παρουσία προκειμένου τότε μαζί μέ ᾽Εκεῖνον νά φανερωθεῖ καί ὁ ἴδιος ὡς μέλος Του  ἐν δόξῃ. «῞Οταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ἡ ζωή ὑμῶν, τότε καί ὑμεῖς σύν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ».

Μέχρι τότε ὅμως, παρ᾽ ὅλη τήν κεκρυμμένη δόξα τῆς χάρης ἀπό τόν ἐνδεδυμένο ἀπό αὐτόν Χριστό, βρίσκεται ὁ πιστός στόν κόσμο τοῦτο  ὅπως ὁ Κύριος στήν πρώτη Του παρουσία: ταπεινός καί ἄδοξος ἐξωτερικά,  μέ θλίψεις καί δοκιμασίες, ἀλλά καί μέ ἀγώνα νά ἐνεργοποιεῖ τή δοσμένη σ᾽ αὐτόν χάρη τοῦ βαπτίσματος, ἡ ὁποία κινδυνεύει ἀνά πᾶσα στιγμή νά ἀπολεσθεῖ, ἄν δέν προσέξει καί χαλαρώσει τόν πνευματικό του ἀγώνα. ῾Ο πονηρός καιροφυλακτεῖ, ὡς γνωστόν, «ὡς λέων ὠρυόμενος», νά διαρπάσει αὐτό πού ἀνήκει στόν Κύριο, τόν ἄνθρωπο, γι᾽ αὐτό καί δέν χωρεῖ στήν πορεία τοῦ χριστιανοῦ χαλάρωση καί λησμοσύνη.

3. Μακριά λοιπόν – φωνάζει ὁ ἀπόστολος - ἀπό κάθε κακία, καί μάλιστα τήν ὀργή καί τόν θυμό. Εἴμαστε ντυμένοι τόν Χριστό, συνιστοῦμε μέλη Του, εἴμαστε προορισμένοι νά μετάσχουμε στήν πληρότητα τῆς δόξας τῆς Βασιλείας Του, γι᾽ αὐτό δέν πρέπει νά ἐπανερχόμαστε στά πρό Χριστοῦ πάθη μας. ᾽Επικεντρώνει μάλιστα ὁ ἅγιος Παῦλος πρῶτα ἀπό ὅλα στήν ὀργή καί τόν θυμό, διότι γνωρίζει ὅτι ἡ ἔξαψη τοῦ θυμικοῦ στόν ἄνθρωπο ταράζει καί τό λογιστικό του - ὁ ταραγμένος συναισθηματικά ἄνθρωπος δέν σκέφτεται καί σωστά: γίνεται ῾ἔξω φρενῶν᾽ - ἐνῶ ἡ ἔξαψη αὐτή τῆς ὀργῆς προϋποθέτει συνήθως ἐπιθυμίες μή σύμφωνες πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἐμπαθής ἁμαρτωλή ἐπιθυμία γιά ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας ἤ τῆς φιλαργυρίας ἤ τῆς φιλοδοξίας προκαλεῖ ταραχή τῶν συναισθημάτων καί θόλωση τῆς διανοίας. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι δεδομένο: ὁ ἡγεμών νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καί βαπτισμένου, χάνει τήν ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ λόγω τοῦ ἐγωιστικοῦ φρονήματός του, μένει μόνος καί μετέωρος μέσα στά πάθη του, ἕρμαιο κυριολεκτικά τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου.  «Ανήρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων», σημειώνει λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ταυτοχρόνως βεβαιώνει ὅτι Κύριος ἐπιβλέπει «ἐπί τόν πρᾶον καί ἡσύχιον, καί τρέμοντα τούς λόγους αὐτοῦ».

4. Πῶς μπορεῖ λοιπόν κανείς νά ξεπεράσει τά πάθη αὐτά, τήν ὀργή καί τόν θυμό; Πῶς μπορεῖ νά διακρατηθεῖ στή χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματός του; ῎Οχι βεβαίως ῾νεκρώνοντας᾽ τόν θυμό ὡς δύναμη τῆς καρδιᾶς – ὁ θυμός κατά τήν πίστη μας ἀποτελεῖ τήν κινητήρια δύναμη γιά νά πορευτεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν δρόμο τῆς ἁγιότητας: πρόκειται γιά τήν ἀρετή τῆς ἀνδρείας πού λένε οἱ ἅγιοί μας - ἀλλά στρέφοντάς τον ἐκεῖ πού εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, στήν ταπεινή ἀγάπη.  ῞Οσο κανείς θά ὑπενθυμίζει στόν ἑαυτό του ὅτι ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο εἶναι προτεραιότητα τοῦ χριστιανοῦ, ὅσο θά κινητοποιεῖ τή βούλησή του σέ ἔμπονη προσευχή καί σέ διακονία τοῦ πλησίον του, τόσο καί θά βλέπει ὅτι τό πάθος τῆς ὀργῆς θά μειώνεται καί θά μορφοποιεῖται σέ ὀργή μόνον κατά τῆς κακίας καί κατά τοῦ ἀρχεκάκου δαίμονος.

5. ῾Η πορεία μάλιστα αὐτή τῆς ἀοργησίας ὡς πορεία τῆς ἀγάπης περνᾶ καί ἀπό ὁρισμένα στάδια πού μᾶς τά ἔχουν ἐπισημάνει οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, σάν τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τῆς Κλίμακος. Τί μᾶς διδάσκει ὁ μεγάλος αὐτός ἀσκητικός διδάσκαλος ἐπί τοῦ θέματος; Πρῶτο στάδιο τῆς ἀοργησίας, μᾶς λέει, εἶναι νά σιωποῦν τά χείλη μας, ὅταν ἡ καρδιά μας εἶναι πολύ ταραγμένη. Μπορεῖ δηλαδή κανείς νά σκέφτεται ἄσχημα γιά τόν ἄλλον, παλεύει ὅμως νά μή βγεῖ κακός καί ὑβριστικός λόγος γι᾽ αὐτόν. Τότε ἔρχεται στό δεύτερο στάδιο: νά σιωποῦν οἱ λογισμοί του, ἔστω κι ἄν ἀκόμη εἶναι ἐλαφρῶς ταραγμένη ἡ διάνοια. ᾽Ελέγχει τούς λογισμούς του καί δέν σκέπτεται κάτι ἄσχημο γιά τόν συνάνθρωπό του, ὁ ὁποῖος γιά διαφόρους λόγους τόν ἐξόργισε. Κι ὅταν κι αὐτό μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τό κατορθώσει, τότε φθάνει καί στήν τελειότητα: ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει κι ὅ,τι ταραχή μπορεῖ νά ὑπάρχει, ὁ πιστός εἶναι μέσα του γαληνεμένος κρατώντας τήν ἀληθινή ἀγάπη.

Μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ ὁσίου: «᾽Αρχή ἀοργησίας, σιωπή χειλέων ἐν σφοδρᾷ ταραχῇ καρδίας· μεσότης, σιωπή λογισμῶν ἐν ψιλῇ ταραχῇ διανοίας· τέλος δέ, πεπηγμένη γαλήνη ἐν πνοῇ ἀνέμων ἀκαθάρτων».

Μακάρι νά ἀποδυόμαστε πάντοτε στόν ἀγώνα αὐτόν τῆς ἀοργησίας καί τοῦ ἐλέγχου τοῦ ἐμπαθοῦς θυμοῦ. Μέσα σ᾽ ἕναν κόσμο πού ἔχουν περισσέψει δυστυχῶς τά νεῦρα καί ἡ ὀργή – δείγμα τῆς μεγάλης ἐπήρειας σ᾽ αὐτόν τοῦ πονηροῦ - ἕνας τέτοιος ἀγώνας θά φανέρωνε πολύ ἁπτά καί ἄμεσα ὅτι ζοῦμε τό ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματός μας, τόν ἴδιο τόν Χριστό, καί φανερώνουμε Αὐτόν μέ τόν πυρήνα τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας Του, τήν ἀγάπη. Αὐτό θά συνιστοῦσε καί τή μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά μας.

ΟΙ ΔΕ ΕΝΝΕΑ ΠΟΥ;

 

«Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ.17, 17-18)

Ο Κύριος στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ΙΒ΄ Κυριακής του Λουκά έρχεται αντιμέτωπος με το κοινωνικό περιθώριο, με τους ανθρώπους δηλαδή που η ιουδαϊκή κοινωνία είχε αποκλείσει, λόγω της φοβερής, για τα δεδομένα της τότε – και όχι μόνον – εποχής, αρρώστιας της λέπρας. Κι αντιμετωπίζει την πίστη τους, καθώς Τον παρακαλούν να τους ελεήσει και να τους θεραπεύσει: «Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς». Και πράγματι, ο Κύριος ανταποκρίνεται στο αίτημά τους και τους θεραπεύει, μ’ έναν έμμεσο όμως τρόπο: στέλνοντάς τους εκεί που κατά τον Μωσαϊκό Νόμο επιβεβαιώνεται η αποκατάσταση από την αρρώστια και η υγεία: στους ιερείς. Ο Κύριος όμως θα επαινέσει  τον έναν από τους πρώην λεπρούς – και μάλιστα Σαμαρείτη, δηλαδή εχθρό του Ιουδαϊσμού – διότι υπήρξε ο μόνος που όχι μόνον είδε να θεραπεύεται από τον Κύριο, αλλά και επέστρεψε να δοξολογήσει τον Θεό και να ευχαριστήσει τον Ίδιο. Θα εκφράσει μάλιστα ο Κύριος το δίκαιο παράπονο: «Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;»

1. Ο Κύριος ζητά τη δοξολογία προς τον Θεό από τον άνθρωπο, ο οποίος γεύτηκε τις δωρεές και τις ευεργεσίες Εκείνου. Το παράπονο που διατυπώνει αποτελεί σαφή υπαινιγμό Του. Κι όχι βεβαίως διότι ο Θεός έχει ανάγκη από τις δοξολογίες του ανθρώπου – ο Θεός ως ο απολύτως τέλειος είναι παντελώς ανενδεής, χωρίς να Του προσθέτει τίποτε η όποια δοξολογία του ανθρώπου∙ άλλωστε μυριάδες αγγέλων Τον δοξολογούν αενάως – αλλά διότι η δοξολογία Του ως έκφραση ευγνωμοσύνης για ό,τι Αυτός δίνει στον άνθρωπο κάνει τον άνθρωπο να λειτουργεί με φυσιολογικό τρόπο, να πορεύεται με ανοικτά τα μάτια της ψυχής του, με πίστη και αγάπη προς τον Δημιουργό του. Μόνον όποιος πιστεύει αληθινά βλέπει ότι τα πάντα πηγάζουν από τον Θεό, διακρατούνται από Εκείνον και κατευθύνονται σ’  Εκείνον. Όπως το διατύπωσε και ο απόστολος Παύλος: «ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα έκτισται». Η δοξολογία του Θεού λοιπόν αποτελεί σημείο πνευματικής υγείας του ανθρώπου, δείγμα ότι αυτός βρίσκεται στη φυσιολογική του πορεία και προκόπτει κατά Θεόν. Πόσο απλά και με χάρη Θεού διατύπωνε την αλήθεια αυτή και ο πνευματικός του Γέροντος Παϊσίου, γέρων ιερομόναχος Τύχων, όταν έλεγε με τα σπασμένα ελληνικά του: «Το, Κύριε ελέησον, εκατό δραχμές∙ το, δόξα τω Θεώ, χίλιες δραχμές». Για χάρη μας λοιπόν ο Κύριος ζητά τη δοξολογία του Θεού. Εμείς την έχουμε ανάγκη και όχι ο Θεός.

2. Είναι πολύ χαρακτηριστικό όμως ότι η δοξολογία αυτή προς τον Θεό φαίνεται να ταυτίζεται  με την ευχαριστία προς τον Κύριο. Γύρισε, λέει ο Ευαγγελιστής, ο θεραπευμένος πρώην λεπρός, ο ένας, δοξολογώντας τον Θεό και ήλθε και πρόσπεσε στον Χριστό ευχαριστώντας Αυτόν. «Υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ».  Το να δοξολογώ τον Θεό σημαίνει ότι οδηγούμαι προς τον Χριστό εν ευχαριστία. Διότι η μεγαλύτερη δωρεά και ευεργεσία του Θεού στον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο ερχομός Του στον κόσμο ως ανθρώπου. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δοξολογία Του επομένως από τη στροφή προς τον Χριστό και την αναγνώριση ότι Αυτός είναι η πηγή της ευεργεσίας και της θεραπείας στον άνθρωπο. Όπως σημειώνει και το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων για τον Κύριο: «Αυτός διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες. Έτσι δοξολογία του Θεού χωρίς αναφορά στον Χριστό και ευχαριστία Εκείνου αποτελεί μάλλον λατρεία δαιμόνων. Διότι άλλος Θεός εκτός του Ιησού Χριστού δεν υφίσταται. Η αποκάλυψη που ο Ίδιος ο Κύριος έκανε στους μαθητές Του ήταν απόλυτη: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Και «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού».

3. Κι αν βεβαίως η κάθε ευχαριστία προς τον Χριστό συνιστά τη δοξολογία του αληθινού Τριαδικού Θεού, διότι αναγνωρίζει ο πιστός ότι Εκείνος είναι η φανέρωση του Θεού στον κόσμο, πολύ περισσότερο ισχύει τούτο για την κατ’ εξοχήν ευχαριστία του, τη Θεία Ευχαριστία. Στη Θεία Ευχαριστία, τη Θεία Λειτουργία, που συνιστά το κέντρο των μυστηρίων  της Εκκλησίας μας, έχουμε την αποκορύφωση της πίστεως του ανθρώπου,  ο οποίος  λατρεύει και δοξολογεί σωστά τον Θεό. Κι αυτό γιατί στο μυστήριο αυτό ο άνθρωπος νιώθει ότι λειτουργεί η πραγματική του ταυτότητα - εκείνη  που του δόθηκε διά του αγίου βαπτίσματος, ότι έγινε  δηλαδή μέλος του σώματος του Χριστού – και συνεπώς ότι κινείται σύμφωνα με τον ρυθμό της λειτουργίας αυτού του σώματος. Πότε για παράδειγμα τα φυσικά μέλη του σώματός μας είναι υγιή και φυσιολογικά; Όταν είναι συνδεδεμένα με το σώμα και λειτουργούν με τον ρυθμό αυτού του σώματος, συντονιζόμενα από την κεφαλή. Το ίδιο και στο πνευματικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία: στη Θεία Ευχαριστία έχουμε την ορθή θέση και κίνηση του μέλους, το οποίο δοξολογεί ορθά τον Θεό, ευρισκόμενο σε κοινωνία με Εκείνον που είναι «η κεφαλή του σώματος» και με τα άλλα μέλη, τους συνανθρώπους του. Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερη χαρά για τον Κύριο, δεν υπάρχει μεγαλύτερο «σβήσιμο», θα λέγαμε, κάθε παραπόνου Του, από το να μας βλέπει να συμμετέχουμε εν μετανοία, δηλαδή με τον ορθό τρόπο, στη Θεία Λειτουργία, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι αφενός εκεί μας ανοίγονται τα μάτια για να δούμε ότι τα πάντα στη ζωή μας, ακόμη και τα θεωρούμενα δυσάρεστα, αποτελούν ευεργεσίες Του – «υπέρ πάντων ων ίσμεν και ουκ ίσμεν, των φανερών και αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων» λέμε στην αγία αναφορά της Θείας Λειτουργίας – αφετέρου εκεί πάλι συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός δεν είναι απλώς ο Παντοδύναμος Κύριος, αλλά ο ίδιος ο Πατέρας μας – «και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ακατακρίτως, τολμάν επικαλείσθαί Σε, τον επουράνιον Θεόν, Πατέρα και λέγειν: Πάτερ ημών».

4. Στο περιστατικό όμως της επιστροφής του Σαμαρείτη πρώην λεπρού, που αποδίδει τη δοξολογία προς τον Θεό και την ευχαριστία στον Κύριο, συγκλονίζει κυριολεκτικά η αποτίμηση που κάνει ο Κύριος: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Και λέμε ότι συγκλονίζει, διότι πίστη στον Χριστό έδειξαν και οι άλλοι εννέα λεπροί: και στην επίκλησή τους («Ιησού επιστάτα, ελέησον ημάς»), και την ώρα που ο Κύριος τους στέλνει στους ιερείς: θεραπεύτηκαν κάνοντας υπακοή στον λόγο Του («και εν τω υπάγειν αυτούς εθεραπεύθησαν»). Κι αυτό σημαίνει ότι μπορώ να έχω πίστη στον Χριστό και μάλιστα σ’ ένα βαθμό ενεργουμένη, να εισπράττω από τον Κύριο την εκπλήρωση κάποιου αιτήματός μου, και τελικώς να μην ανήκω στους σωσμένους. Το ζητούμενο με άλλα λόγια δεν είναι να πάρω κάτι από τον Θεό, αλλά να στήσω μία μόνιμη σχέση μαζί Του, να μπορώ να παραμένω πάντοτε με Εκείνον, έχοντας διαρκή αναφορά στο πάντιμο πρόσωπό Του. Κι αυτό είναι που κατάφερε, όπως φαίνεται, «ο αλλογενής» Σαμαρείτης. «Είδε» καθαρά ότι υπεράνω όλων, ακόμη και της κοινωνικής αποδοχής και της υγείας του – πράγματα που εξασφάλιζε πια με τη θεραπεία του από τη λέπρα – ήταν να γυρίσει στον Χριστό. Κατάλαβε ότι Εκείνος ήταν η σωτηρία του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι με τη στάση του ο άνθρωπος αυτός ομολογούσε ό,τι ο απόστολος Παύλος έγραφε: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να έχω τον Χριστό, φανερώνοντας έτσι ένα μαρτυρικό φρόνημα αγάπης προς Εκείνον.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι κι εμείς είμαστε πιστοί στον Χριστό: το φανερώνουν οι προσευχές μας, οι παρακλήσεις μας προς Αυτόν, η υπακοή μας συχνά στα λόγια Του, προκειμένου μάλιστα να «θεραπευτούμε» από διάφορες δυστυχίες μας. Ιδιαιτέρως σήμερα, με την κρίση της εποχής μας, οι κραυγές προς τον Χριστό έχουν πολλαπλασιαστεί. Πρέπει να προσέξουμε όμως, μήπως ανήκουμε στη χορεία των εννέα και όχι του ενός. Ο Χριστός επαίνεσε, είπαμε, τον ένα για την αληθινή του πίστη, η οποία έδειξε ότι υπεράνω όλων των αγαπών, ακόμη και την αγάπη προς τον εαυτό του, ήταν η αγάπη προς Εκείνον. Την έχουμε εμείς την αγάπη αυτή; Ή τέλος πάντων ζητούμε από τον Κύριο να την αποκτήσουμε;

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ 10 ΛΕΠΡΩΝ)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 17,12 –19)

Τῷ καιρῷ εκείνω, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν  λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.  καὶ ἰδὼν  εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς  δὲ ὁ Ἰησοῦς  εἶπεν·  Οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν;  οἱ δὲ ἐννέα  ποῦ; οὐχ  εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰμὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο  τόν  καιρό,  καθώς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς  σ’ ἕνα  χωριό,  τόν συνάντησαν  δέκα  λεπροί·  στάθηκαν  λοιπόν ἀπό  μακριά  καί  τοῦ φώναζαν  δυνατά:  «Ἰησοῦ, ἀφέντη, ἐλέησέ  μας!»  Βλέποντάς  τους ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Πηγαίνετε νά σᾶς ἐξετάσουν οἱ ἱερεῖς». Καί καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν ἀπό τή λέπρα. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὅταν εἶδε ὅτι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας μέ δυνατή φωνή τόν Θεό, ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τόν εὐχαριστοῦσε. Κι αὐτός ἦταν Σαμαρείτης. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Δέ θεραπεύτηκαν καί οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννιά ποῦ εἶναι; Κανένας τους δέ βρέθηκε νά γυρίσει νά δοξάσει τόν Θεό παρά μόνο τοῦτος ἐδῶ ὁ ἀλλοεθνής;» Καί σ’ αὐτόν εἶπε: «Σήκω καί πήγαινε στό καλό· ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κολ. 3, 4-11)

Ἀδελφοί, ὅταν Χριστὸς φανερωθῇ, ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ. Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι ἔρχεται ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας, ἐν οἷς καὶ ὑμεῖς περιεπατήσατέ ποτε, ὅτε ἐζῆτε ἐν αὐτοῖς· νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ ̓ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν, ὅπου οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ίουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοίὅταν  Χριστόςπού εἶναι  ἀληθινή ζωή μαςφανερωθεῖτότε κι ἐσεῖς θά φανερωθεῖτε μαζί του δοξασμένοι στήν παρουσία τουἈπονεκρῶστε,  λοιπόν,τι  σᾶς  συνδέει  μέ τό ἁμαρτωλό παρελθόνΤήν πορνείατήν ἠθική ἀκαθαρσίατό πάθοςτήν κακή ἐπιθυμία καί τήν πλεονεξίαπού εἶναι εἰδωλολατρίαΓιά ὅλα αὐτά θά πέσει  ὀργή τοῦ Θεοῦ πάνω  σ’ ἐκείνους  πού δέ θέλουν  νά πιστέψουνΣ’ αὐτούς ἀνήκατε ἄλλοτε κι ἐσεῖςὅταν αὐτά τά πάθη δυνάστευαν τή ζωήσαςΤώρα ὅμως πετάξτε τα ὅλα αὐτά ἀπό πάνω σας:  Τήν ὀργή,  τό θυμό,  τήν  πονηρία,  τήν  κακολογία  καί  τήν αἰσχρολογίαΜή λέτε ψέματα  ἕνας στόν ἄλλοἀφοῦ βγάλατε ἀπό πάνω σας τόν παλιό ἁμαρτωλό ἑαυτό σας μέ τίς συνήθειές τουΤώρα πιά ἔχετε ντυθεῖ τόν καινούριο ἄνθρωποπού ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ τουὥστε μέ τή νέα ζωή του νά φτάσει στήν τέλεια γνώση τοῦ ΘεοῦΣ’ αὐτή τή νέα κατάσταση δέν ὑπάρχουν πιά ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοιπεριτμημένοι κι ἀπερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δοῦλοι, ἐλεύθεροι· τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅλα καί ὁ Χριστός τά διέπει ὅλα.