19 Μαρτίου 2024

ΚΑΘΑΡΑ ΤΡΙΤΗ

«Νῆψον, γρηγόρησον, στέναξον, δάκρυσον, διά νηστείας, ὅλον τῆς ἁμαρτίας τόν φόρτον, ψυχή, ἀπόρριψον· τῇ θερμῇ μετανοίᾳ ἀπόφυγε τό πῦρ, καί διά πένθους τῶν παθῶν τόν πενθήρη χιτῶνα διάρρηξον, τήν στολήν τήν θείαν λαμβάνουσα» (Ὠδή β΄, ἦχος β΄).

(Μεῖνε ξύπνια, ψυχή μου, νά ’σαι σέ ἐγρήγορση, στέναξε, δάκρυσε, ἀπόρριψε μέσω τῆς νηστείας ὅλο τό φορτίο τῆς ἁμαρτίας. Μέ τή θερμή μετάνοια ἀπόφυγε τή φωτιά (τῆς κόλασης), καί μέ τό πένθος (γιά τίς ἁμαρτίες σου) σκίσε τόν πένθιμο χιτώνα τῶν παθῶν, παίρνοντας τή (φωτεινή) θεϊκή στολή).

Στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ τόν μεγάλο κανόνα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης τό τροπάριο τῆς δεύτερης ὠδῆς τοῦ κανόνα τῆς Τρίτης τῆς καθαρῆς ἑβδομάδος - ὠδῆς πού ἀκούγεται λόγω τοῦ θρηνικοῦ της χαρακτήρα μόνον κατά τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς – καί στόν β΄ σεμνό καί γλυκύ ἦχο ψαλλόμενο, μᾶς ὠθεῖ μέ ἄμεσο καί βιωματικό τρόπο στήν κατάνυξη τῆς περιόδου. Τί μᾶς λέει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος; Μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι μετά τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου ἀποκτήσαμε καί πάλι τή στολή τῆς θεότητας, ἡ ὁποία στήν πραγματικότητα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, καθώς μᾶς ἐνέταξε στόν Ἑαυτό Του διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. «Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Ντυμένοι λοιπόν τόν ἴδιο τόν Κύριο φύγαμε ἀπό τή σκοτεινιά τοῦ ἐνδύματος τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας. Ὅμως στόν κόσμο τοῦτο εὑρισκόμενοι ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τά ὑπάρχοντα ἀκόμη πάθη μας, λόγω τῆς ἀμέλειάς μας ἀλλά καί λόγω τῆς στόν κόσμο τοῦτο κατά παραχώρηση Κυρίου δράσεως τοῦ Πονηροῦ. Ὁπότε μή προσέχοντας καί μή ἔχοντας ὡς προτεραιότητα δυστυχῶς τή δωρεά τῆς χάρης, σκίζουμε τόν χιτώνα τοῦ Κυρίου καί ράβουμε καί πάλι τόν σκοτεινό χιτώνα τῶν παθῶν μας. Λοιπόν, μᾶς λέει ὁ ὑμνογράφος, ἀπευθυνόμενος πρωτίστως στήν ἴδια τήν ψυχή του: Νά ξαναβροῦμε, νά λάβουμε καί πάλι τή φωτεινή θεϊκή στολή μας – νά ἀφήσουμε τόν Κύριο νά φανερωθεῖ μέσα μας –, νά σκίσουμε ἑπομένως τόν σκοτεινό καί πένθιμο χιτώνα τῶν παθῶν μας, πράγμα πού ἔχει ὡς ὅρο τή νήψη καί τήν ἐγρήγορσή μας, ἡ ὁποία σηματοδοτεῖ τή θερμή μετάνοιά μας καί ἐκφράζεται ὡς νηστεία ἀληθινή καί ὡς πένθος γιά τίς ἁμαρτίες μας. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι πραγματικά σωτήριο: ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, φεύγουμε ἀπό τήν ὀδύνη τῆς κόλασης, γεμίζουμε ἀπό ἀληθινή χαρά.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΔΑΡΕΙΑ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

«Οἱ ἅγιοι αὐτοί ἔζησαν ὅταν βασιλιᾶς ἦταν ὁ Νουμεριανός (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.). ῾Ο Χρύσανθος εἶχε πατέρα συγκλητικό ἀπό τήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὀνόματι Πολέμονα, ἐνῶ ἡ Δαρεία ἦταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. ᾽Επειδή δέ ὁ Χρύσανθος μυήθηκε τά θεῖα ἀπό κάποιο χριστιανό, βαπτίστηκε καί κήρυττε τόν Χριστό μέ παρρησία, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του νά τόν κλείσει στή φυλακή. Καθώς ὅμως δέν ὑποχωροῦσε, ἀλλά παρέμενε σταθερός καί ἀσάλευτος στήν πίστη του, ὁ πατέρας του ἔστειλε καί ἔφερε ἀπό τήν ᾽Αθήνα μία κόρη ὄμορφη καί ὡραία, ὀνόματι Δαρεία, γιά νά τόν νυμφεύσει, ὥστε μέ τόν ἔρωτα πρός αὐτήν νά τόν μετακινήσει ἀπό τήν πίστη τῶν χριστιανῶν. ῾Η Δαρεία ὅμως ἀντί νά πείσει τόν Χρύσανθο, μᾶλλον πείστηκε, κι ἀφήνοντας τήν ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρίας δέχτηκε τό βάπτισμα. Συμφώνησαν μάλιστα νά διαφυλάξουν τήν παρθενία τους καί οἱ δύο.

῞Οταν μαθεύτηκε τό γεγονός τῆς μεταστροφῆς καί τῆς Δαρείας,  κατηγορήθηκαν πρός τόν ἔπαρχο Κελλερίνο, ὁ ὁποῖος τούς ἔδωσε πρός ἐξέταση στόν τριβοῦνο Κλαύδιο τόν ἔπαρχο. Αὐτός τότε τούς τιμώρησε μέ πολλῶν εἰδῶν βασανιστήρια, ἀλλά καθώς τούς εἶδε νά τά ξεπερνοῦν καί νά μή ὑποκύπτουν, ἄλλαξε καί πίστεψε στόν Χριστό, μαζί μέ τή γυναίκα του ᾽Ιλαρία καί τά δύο τους παιδιά, τόν ᾽Ιάσωνα καί τόν Μαῦρο, ὅπως συνέβη καί μέ τούς στρατιῶτες πού ἦταν ὑπό τίς διαταγές τους, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα δέχτηκαν καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, κατά τήν δεκάτη ἐνάτη τοῦ μηνός Μαρτίου. Καί ὁ μέν Κλαύδιος, ἀφοῦ δέθηκε σέ λίθο καί ρίχτηκε στή θάλασσα τελειώθηκε, τῶν δέ παιδιῶν του καί τῶν στρατιωτῶν του ἔκοψαν τά κεφάλια. ῾Ο ἅγιος Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία ρίχτηκαν σέ βόθρο, κι ἀφοῦ ἔριξαν ἀπό πάνω χῶμα, καταχώθηκαν, ὁπότε δέχτηκαν καί τό τέλος τοῦ μαρτυρίου».

Δέν εἶναι μόνον ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ ᾽Αθηναία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κόσμημα καί σέμνωμα τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν, ἀλλά πολύ πιό πίσω ἀπό αὐτήν ἡ ἁγία Δαρεία λάμπει καί κοσμεῖ τήν πόλη. Γιατί ἡ ᾽Αθήνα ὑπῆρξε ἡ γενέτειρα καί τῶν δύο. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος νά μή μπορεῖ νά κάνει ὁποιοδήποτε συσχετισμό τῶν ἁγίων σπουδαίων αὐτῶν γυναικῶν μαρτύρων, δεδομένου ὅτι ἡ Δαρεία ἔζησε πρίν ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας Φιλοθέης, ὅμως εἴμαστε βέβαιοι ὅτι καί οἱ δύο ᾽Αθηναῖες χαίρουν καί ἀγάλλονται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, στεφανωμένες μέ τό διπλό στεφάνι τῆς ἄσκησης καί τοῦ μαρτυρίου. Στήν ἁγία Δαρεία μάλιστα ἴσως λάμπει περισσότερο τό στεφάνι τῆς ἄσκησης, διότι λαμπρύνθηκε καί ἀπό τόν ἀγώνα τῆς παρθενίας μέ τόν ἰδιότυπο τρόπο τῆς «λευκῆς» συζυγίας της μέ τόν ἅγιο Χρύσανθο. Κι εἶναι κάτι πού ἀξίζει κανείς νά τονίσει ἐν προκειμένῳ: χωρίς νά εἶναι κἄν χριστιανή ἡ Δαρεία, πείθεται στά λόγια τοῦ συζύγου της Χρυσάνθου, πιστεύει στόν Χριστό, ἀφιερώνεται σ᾽ Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, δίνει καί τό αἷμα της γιά χάρη Του. Πόσο καλοπροαίρετη πρέπει νά ἦταν, πόσο ἕτοιμη γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πειστεῖ στόν σύζυγό της γιά κάτι πού φαίνεται καί εἶναι ὑπεράνω τῆς φυσικῆς τάξης τῶν πραγμάτων: τήν ἐν συζυγίᾳ παρθενία καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος!  Καί πόση δύναμη λόγων πρέπει νά εἶχε ὁ Χρύσανθος, πόση φωτεινή προσωπικότητα, ὥστε νά πείσει μία νέα κοπέλα γιά ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα! Τά λόγια του κυριολεκτικά πρέπει νά ἦταν χρυσά, δηλαδή γεμάτα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μποροῦν νά διεισδύσουν στήν καρδιά τῆς νεαρῆς Δαρείας. «῾Υπακούεις σ᾽ αὐτόν πού ἀγαποῦσες, πάνσοφη, ὁ ὁποῖος σέ ὁδηγοῦσε ὡς νύμφη στόν Χριστό, ἐγκαταλείποντας τόν ἔρωτα τῆς σάρκας μέ τήν ἱερή πίστη» (ὠδή γ´). «῾Οδήγησες, Χρύσανθε μακάριε, στόν Χριστό τήν ἔνδοξη Δαρεία μέ τά χρυσά λόγια σου, ἡ ὁποία ἔκανε ἄθλους καί ντρόπιασε τούς τυράννους» (κάθισμα ὠδῆς γ´).

Ποιητικό αἴτιο τῶν θαυμασίων τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητας πού λέγεται Χρύσανθος ἦταν βεβαίως, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σφοδρή ἀγάπη του γιά τόν Κύριο. ῾Η ἀγάπη αὐτή, κυριολεκτικά ἔρωτας πρός τόν Χριστό, ἦταν ἐκείνη πού τόν φτέρωνε γιά νά ξεπερνᾶ ὅ,τι θεωρεῖται φυσικό καί ἀποδεκτό καί νόμιμο: ἡ συζυγία, ἡ ἀγάπη τῶν θελγήτρων τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἡ ἀπόλαυση τῶν ἡδέων τοῦ βίου. «Πληγώθηκες ἀπό τόν γλυκύτατο ἔρωτα τοῦ Δημιουργοῦ, μάρτυρα Χρύσανθε, κι ἀφοῦ περιφρόνησες τά τερπνά τοῦ βίου, ἔδωσες ὅλη τή ροπή τῆς καρδιᾶς σου σ᾽ Αὐτόν πού ποθοῦσες μέ μεγάλη προθυμία» (ὠδή α´). Κι εἶναι μία ἀλήθεια πού ἡ ᾽Εκκλησία μας τονίζει διαρκῶς: κανείς δέν μπορεῖ νά ἀπεμπλακεῖ ἀπό τά ὡραῖα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἄν δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο ὡραιότερο καί ἰσχυρότερο ὡς δύναμη ροπῆς, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Σάν νά ἔχει κάποιος ὡραῖα ἐνδύματα νά φορέσει, ὅμως μπροστά σέ ἀπείρως ὡραιότερα ἐπιλέγει τά δεύτερα. Καί πράγματι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ὁ ὑμνογράφος ἔτσι τοποθετεῖ τά πράγματα: «῾Ο Δημιουργός σέ ἔντυσε, μακάριε Χρύσανθε, μέ ἄφθαρτο χιτώνα πού τόν ὕφανε ἀπό τόν οὐρανό ἡ θεία χάρη, γιατί κράτησες τό σῶμα σου καθαρό, γι᾽ αὐτό καί σέ στεφάνωσε ὡς νικητή» (ὠδή δ´).

Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Χρύσανθου καί τῆς ἁγίας Δαρείας βεβαίως γιά τόν Χριστό ἦταν ἐκείνη πού ἔκανε τόν λογισμό τους νά κρατεῖται στέρεος ἀκόμη καί μπροστά στά βασανιστήρια. ᾽Αγάπη πού ἐνισχυόταν  καί ἀπό τήν ἴδια τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, δεδομένου ὅτι «χωρίς Αὐτῆς οὐ δύναται ὁ ἄνθρωπος ποιεῖν οὐδέν». Ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἐνίσχυσε τήν ἀγάπη τους γιά τόν Χριστό, ὥστε καί νά κρατήσουν ἁγνή τή σχέση τους καί νά μή δειλιάσουν μπροστά στά μαρτύρια. «Μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ κυριαρχήσατε στά πάθη τῆς σάρκας, γι᾽ αὐτό καί ὁ Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία δροσισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀποτέφρωσαν τή φωτιά τῶν κολάσεων» (ὠδή η´). Μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφτασαν στό χαρισματικό σημεῖο τῶν τριῶν παίδων στήν κάμινο τοῦ πυρός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «᾽Αντιτάχτηκες, μακάριε Χρύσανθε, στόν ματαιόφρονα τύραννο μέ τή σταθερότητα τοῦ λογισμοῦ, κι ἔτσι ὑπέφερες τούς γδαρμούς τοῦ σώματος. Κι ἐνῶ φλογιζόσουν ἀπό τή φλόγα, δέν καταφλέχτηκες, ψάλλοντας μαζί μέ τούς τρεῖς παῖδες: Εὐλογεῖτε, πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον» (ὠδή η´).

Δέν εἶναι λοιπόν παράδοξη ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου γιά τούς ἁγίους: εἶναι σάν καθαρά κειμήλια  πού ὁ Δημιουργός ἔχει ἀφιερώσει στόν ἐπουράνιο Ναό Του, εὑρισκόμενα μέσα σέ ἄπειρη δόξα. «᾽Αποφύγατε τήν σαρκική ἕνωση μέ τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς, καί φανήκατε σάν ἁγνά κειμήλια τοῦ Παντοκράτορος, ἀφιερωμένα στόν ἐπουράνιο Ναό» (ὠδή η´). «῾Υψωθήκατε πρός ἄπειρη δόξα, Χρύσανθε μάρτυς καί Δαρεία, καί βρίσκεστε στεφανωμένοι μπροστά στόν Παντοκράτορο Λόγο, πρεσβεύοντας γιά ἐμᾶς πού σᾶς μακαρίζουμε πάντοτε» (ὠδή θ´).

18 Μαρτίου 2024

ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Κύρια σημεία ομιλίας στον Κατανυκτικό Εσπερινό της Κυριακής της Τυρινής (της Συγγνώμης), στον Ι. Ν. της Αγίας Παρασκευής Ηλιουπόλεως

Α. Στο κατώφλι της Μ. Σαρακοστής, μετά το εισαγωγικό μέρος της – τις τρεις εβδομάδες προετοιμασίας: Κυριακές Τελώνου και Φαρισαίου, Ασώτου, Απόκρεω και Τυρινής – η Εκκλησία μάς κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Προσέξτε μην κρατήσετε καμία κακία μέσα σας˙ η συγγνώμη ενώπιον Θεού και ανθρώπων είναι εκείνο που φωτίζει την αληθινή οδό - Εσπερινός της Συγγνώμης δεν ονομάζεται αυτό που μόλις ζήσαμε με την παρουσία μας στην προηγηθείσα ακολουθία; Που θα πει: ό,τι κι αν κάνουμε: νηστείες, αγρυπνίες, χαμαικοιτίες ίσως, ελεημοσύνες ακόμη, αν δεν οδηγούν στην ανεξικακία ή δεν προϋποθέτουν την ανεξικακία, συνεπώς την αγάπη, δεν κάνουμε τίποτε! Εδώ ο απόστολος Παύλος θα πει στον ύμνο της αγάπης (Α΄ Κορ. 13 κεφ.): «Κι αν δώσω όλα μου τα υπάρχοντα ελεημοσύνη, κι αν ακόμη παραδώσω το σώμα μου για να καεί χάριν της πίστεώς μου, αν δεν έχω αγάπη δεν ωφελούμαι σε τίποτε». Και βεβαίως λέει τον θεωρούμενο «ακραίο» αυτόν λόγο ο απόστολος, διότι ο ίδιος ο Κύριος το έθεσε ακραία και απόλυτα: «εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών εκ των καρδιών υμών, και ο Πατήρ υμών ο Ουράνιος αφήσει υμίν τα παραπτώματα υμών. Εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών»! Κι ακόμη περισσότερο ο Ίδιος στην κατεξοχήν προσευχή που μας άφησε, την πιο σπουδαία και καίρια, εξ ου και Κυριακή προσευχή ονομάζεται, μας έμαθε να λέμε: «Πάτερ ημών,… άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών…». Συγχώρεσέ μας, όπως και εμείς συγχωρούμε αυτούς που μας βλάπτουν και μας αδικούν – και δεν μνημονεύουμε το συγκλονιστικό παράδειγμά Του πάνω στον Σταυρό, όπου «αίρων την αμαρτίαν» όλων των ανθρώπων προσεύχεται στον Θεό Πατέρα να μας συγχωρήσει δικαιολογώντας μας λόγω της άγνοιάς μας! «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Και μόνες οι αναφορές αυτές θα έφταναν να τελειώσουμε εδώ την όποια ομιλία μας.   

Όμως, θα συνεχίσουμε, για να εξετάσουμε με οδηγό τον άγιο της Σαρακοστής Ιωάννη της Κλίμακος, (που έχει ξεχωριστό λόγο για τη μνησικακία στο γνωστότατο βιβλίο του «Κλίμαξ», εξ ου και ως Κλίμακος προσδιορίζεται), διάφορες διαστάσεις του πάθους αυτού, της μνησικακίας, που συνιστά κατά τον ίδιο «δηλητήριο της ψυχής». Και ως δηλητήριο ακυρώνει γι’ αυτό οποιαδήποτε πιθανή καλή ενέργειά μας, δηλαδή ακυρώνει κάθε ενέργεια του Θεού που θέλει να βρει τόπο μέσα στην καρδιά μας και εκεί να επαναπαυτεί. Κατά τον άγιο λοιπόν «μνησικακία είναι να διατηρείς συνεχώς μέσα σου κάποιο μίσος, να ενθυμείσαι δηλαδή το κακό που σου έγινε» (λόγ. 8ος). «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις  δουλεύειν» είπε ο Κύριος, δεν γίνεται ταυτοχρόνως να είσαι με τον Θεό και με τον Σατανά. Είναι δρόμοι εντελώς αντίθετοι – δεν μπορείς αν είσαι μνησίκακος ούτε το «Πάτερ ημών» να ψελλίσεις, όπως θα πει με πόνο ο άγιος Ιωάννης: «Η προσευχή που μας παρέδωσε ο Ιησούς, (το «Πάτερ ημών»), δεν μπορούμε να την πούμε όπως αυτός, εάν μνησικακούμε» (9).

Οπότε, το να θέλω να είμαι με τον Θεό, συνεπώς να μπω στο στάδιο των αρετών με τη Σαρακοστή, και να κρατάω μίσος και πικρίες μέσα μου, με κάνει να μοιάζω με τον (εθνικιστή) προφήτη Ιωνά: τον έστειλε ο Θεός στη Νινευί να κηρύξει μετάνοια λόγω του πλήθους των αμαρτιών των κατοίκων της – «αν δεν μετανοήσετε θα πεθάνετε» -, αλλά εκείνος πήρε καράβι να πάει ακριβώς στην αντίπερα όχθη, την περιοχή της Θαρσείς. Με μία ωραία εικόνα του αγίου Ιωάννη:  συμβαίνει το ίδιο μ’ αυτόν που τρέχει στον… ύπνο του! Μόνον ονειρεύεται. «Εκείνος που διατηρεί την έχθρα και νομίζει ότι έχει μετάνοια, ομοιάζει μ’ αυτόν που του φαίνεται στον ύπνο του ότι τρέχει» (λόγ. 9, 15).

Β. 1. Δεν είναι από τα δύσκολα θεολογικά θέματα. Το αντίθετο! Είναι όμως από τα δύσκολα, τα δυσκολότατα ίσως, γιατί πρέπει κανείς όχι απλώς να τα συλλογιστεί, αλλά να τα κάνει πράξη. Άλλωστε η χριστιανική πίστη δεν αποτελεί διαλογισμό, που είναι και της μόδας στις ημέρες μας, αλλά συνιστά κίνηση και ενέργεια, κινητοποίηση στο έπακρο, απαιτείται κανείς αν θέλει να είναι πιστός στον Χριστό να γίνει κυριολεκτικά «μετανάστης», για να θυμηθούμε και τον άγιο Ανδρέα Κρήτης στον Μεγάλο κανόνα που μας άφησε, το πρώτο τμήμα του οποίου θα το ακούσουμε στο αυριανό Μεγάλο Απόδειπνο της Καθαράς Δευτέρας. Ο ίδιος ο Κύριος είπε στον νομοδιδάσκαλο που τον ρώτησε για το πώς αποκτάται η αιώνια ζωή ότι χρειάζεται να γίνει κι εκείνος σαν τον καλό Σαμαρείτη: «πορεύου και συ ποίει ομοίως». Πορεία και πράξη ζωής είναι ο χριστιανισμός, ξεβόλεμα, ένταση στο απόλυτο. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Κι ο απόστολος Ιάκωβος θα σημειώσει επ’ αυτού: «Όχι οι ακροατές του λόγου του Θεού αλλά αυτοί που τον εφαρμόζουν θα δικαιωθούν από τον Θεό» - ό,τι ακριβώς είδαμε και στην παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου στην έναρξη του Τριωδίου.

Και πρέπει να μας τρομάζει η αλήθεια αυτή – «μετά φόβου και τρόμου κατεργάζεσθε την σωτηρίαν υμών» (απ. Παύλος) -, ότι δηλαδή στην πράξη παρουσιαζόμαστε ή όχι χριστιανοί, γιατί και πάλι ο Κύριος απεκάλυψε αυτό που όλοι γνωρίζουμε αλλά λίγοι ίσως το κατανοούμε: «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι». Δεν είμαστε με τον Χριστό, δηλαδή δεν τηρούμε τον λόγο Του; Γινόμαστε αυτομάτως αντίχριστοι! Μη ψάχνουμε τον αντίχριστο ή τους αντιχρίστους έξω και μακριά – θα έλθει κι αυτών η ώρα! Να τον βλέπουμε εκεί που μας υπέδειξε ο Χριστός: σ’ εμάς τους ίδιους, όταν δεν πορευόμαστε κατά τις εντολές Του. «Σατανά» χαρακτήρισε, ας θυμηθούμε, και τον μαθητή Του Πέτρο, όταν θέλησε εκείνος να Τον εμποδίσει από το έργο Του! «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά

Κι είναι δύσκολο να ξεπεράσουμε τη μνησικακία όχι γιατί δεν μπορούμε, αλλά γιατί δεν θέλουμε! «Δεν υπάρχει δεν μπορώ, συνήθιζε να λέει ο άγιος Παΐσιος, υπάρχει δεν θέλω. Κι υπάρχει δεν θέλω, γιατί δεν αγαπώ!» Μπορεί ο Πονηρός να φαίνεται ότι κυριαρχεί, μπορεί ο κόσμος όλος να κείται δέσμιος σ’ αυτόν, μπορεί και τα πάθη μας να μας δυναστεύουν, μα αν στραφούμε προς τον Κύριο «τα αδύνατα γίνονται δυνατά»!

Χρησιμοποιήσαμε προηγουμένως τη λέξη «μετανάστης» από τον Μ. Κανόνα του αγίου Ανδρέα Κρήτης. Ανήκει σ’ ένα από τα πιο δυνατά τροπάρια του μεγάλου αυτού ύμνου. «Τον Αβραάμ ήκουσας πάλαι, ψυχή μου, καταλιπόντα γην πατρώαν και γενόμενον μετανάστην˙ τούτου την προαίρεσιν μίμησαι» (ωδή γ΄). Δηλαδή: Ψυχή μου, άκουσες από την Παλαιά Διαθήκη τον Αβραάμ που εγκατέλειψε την πατρική γη του και έγινε μετανάστης. Λοιπόν, να μιμείσαι την προαίρεση και τη διάθεσή του. Γιατί μένουμε στον Αβραάμ που έγινε μετανάστης; Γιατί λειτουργεί ως πρότυπο και αρχέτυπο για εμάς, μας διδάσκει ο άγιος Ανδρέας. Σηκώθηκε και έφυγε από ό,τι τον έδενε με την πατρική γη, καθώς υπάκουσε στη φωνή του Θεού. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και με εμάς: Να γινόμαστε αδιάκοπα, αέναα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή μετανάστες, με την έννοια ότι αφήνουμε, όσο οδυνηρό κι αν είναι, αυτό που μας δένει με τα πάθη μας, τις συνήθειές μας, τον βολικό εγωισμό μας, για να βρισκόμαστε εκεί που μας υποδεικνύει κάθε φορά ο λόγος και η εντολή του Χριστού. Κι αυτό συνιστά μία εσωτερική μετανάστευση, μία καρδιακή ανάβαση στο όρος του Κυρίου. «Αναβάσεις εν τη καρδία αυτού διέθετο» όπως διαρκώς λέμε τα θεόπνευστα λόγια του ψαλμωδού.

2. Να επανέλθουμε λοιπόν! Η μνησικακία, να μην μπορούμε να ξεχάσουμε κάτι κακό που μας έκαναν ή που νομίζουμε ότι μας έκαναν – γιατί κι αυτό συμβαίνει συχνά: μία παγίδα που στήνει ο διάβολος σε καλές και ευαίσθητες ως επί το πλείστον ψυχές, που φαίνεται ότι υπάρχει πρόβλημα χωρίς τελικώς να υπάρχει  – η μνησικακία λοιπόν, κατά τον άγιο της Κλίμακος, «σημαίνει κατάληξη του θυμού, φύλακας των αμαρτημάτων, μίσος της δικαιοσύνης, απώλεια των αρετών, δηλητήριο της ψυχής, σαράκι του νου, ντροπή της προσευχής, εκκοπή της δεήσεως, αποξένωση της αγάπης, καρφί μπηγμένο στην ψυχή, αίσθηση δυσάρεστη που αγαπάται μέσα στη γλυκύτητα της πικρίας της, συνεχής αμαρτία, ανύστακτη παρανομία, διαρκής κακία» (9, 2).

 Και μας κάνει αμέσως εντύπωση η επισήμανση του αγίου: η μνησικακία δημιουργεί «αίσθηση δυσάρεστη που αγαπάται όμως μέσα στη γλυκύτητα της πικρίας της». Πρόκειται για σπουδαία ανθρωπολογική διαπίστωση, την οποία μπορεί και κάνει ο ίδιος γιατί έχει παλέψει με τη μνησικακία και μιλάει από την εμπειρία του – οι άγιοι δεν γεννήθηκαν άγιοι˙ «μάτωσαν» για να φθάσουν σε ψηλά επίπεδα της κατά Χριστόν ζωής! Και τι επισημαίνει; Την τραγωδία που ζούμε οι άνθρωποι: αφενός, να μη νιώθουμε καλά όταν αφήνουμε κακία ασυγχώρητη μέσα μας, είναι πικρία λέει, κάτι δυσάρεστο, γιατί δεν γίνεται όταν αμαρτάνουμε να νιώθουμε καλά: «ψωνίζεις θάνατο με την αμαρτία» κατά Παύλο. Αφετέρου όμως, την ίδια στιγμή υπάρχει και μία γλύκα στην πικρία αυτή. Γιατί ικανοποιούμε και χαϊδεύουμε τον εγωισμό μας που ζητάει εκδίκηση για το κακό, πραγματικό ή όχι, που μας έκαναν. (Πόση αλήθεια δεν κρύβουν και πολλά λαϊκά τραγούδια που τονίζουν την ίδια πραγματικότητα: «είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας…»).

Όμως τελικά ζει ο μνησίκακος την κόλαση από τη ζωή αυτή. Γιατί χωρίζεται από τον Θεό, την πηγή της Ζωής και της Χαράς. Σαν τον άφρονα πλούσιο της παραβολής που «ευφραινόταν κάθε ημέρα λαμπρώς». Μα ήλθε η ώρα, η ξαφνική, που του άνοιξε τα μάτια για να δει τον γκρεμό που βρισκόταν: «Αυτήν την νύχτα οι δαίμονες απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου!»

3. Λέει και κάτι ακόμη παράδοξο ο άγιος Ιωάννης στο παραπάνω κεφάλαιο (2): ενώ είναι δρόμος της κόλασης η μνησικακία, είναι το σαράκι, είναι το δηλητήριο, όμως «δεν σκοπεύει να μιλήσει πολύ περί αυτής». Γιατί; Διότι είναι τέκνο και όχι πατέρας ή μάνα! Είναι γέννημα της οργής η μνησικακία, σημειώνει, γι’ αυτό και στην οργή πρέπει να στρέψει κανείς και την προσοχή του. Και βεβαίως σ’ εκείνο που καταργεί και την ίδια την οργή, την Αγάπη. Με τα ίδια τα λόγια του: «Όποιος κατέπαυσε την οργή, αυτός φόνευσε και τη μνησικακία, διότι για να γεννηθούν τέκνα πρέπει να ζει ο πατέρας» (3). Και: «Όποιος απέκτησε την αγάπη, έγινε ξένος της οργής. Εκείνος όμως που διατηρεί την έχθρα, συσσωρεύει στον εαυτό του άσκοπα ενοχλητικά βάρη» (4).

4. Δεν θα στραφούμε ακόμη,  πιο αναλυτικά, στο αντίδοτο του δηλητηρίου. Γιατί μας αποκαλύπτει ο άγιος, όπως είδαμε, και άλλα χαρακτηριστικά του.

- Λοιπόν, εκτός του ότι είναι «τέκνο» η μνησικακία είναι και «φύλακας των αμαρτημάτων». Αντί δηλαδή να σβήνουμε τα αμαρτήματα με τη μετάνοια, την εξομολόγηση, τη Θεία Κοινωνία, η μνησικακία μάς τα κρατάει. Κατά κάποιο τρόπο γίνεται φράγμα στο να γευτούμε τις δωρεές που απέρρευσαν από τον Σταυρό του Κυρίου. Ο Κύριος με τη Σταυρική θυσία Του διέγραψε την αμαρτία ως «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», καταπάτησε τον θάνατο, κατήργησε τον διάβολο. Κι όμως! Η μνησικακία κάνει πέρα για εμάς όλες αυτές τις θεόσδοτες δωρεές και μας κρατάει σε προχριστιανική εποχή: ο Χριστός είναι σαν να μην ήλθε για εμάς˙ συμπορευόμαστε με τους Εβραίους της εποχής Του που μισούσαν τον Κύριο και τον οδήγησαν στον Σταυρό! Όταν με άλλα λόγια μνησικακούμε βλασφημούμε στην ουσία τον Σταυρό και την Αγάπη Του. Κι αυτό σημαίνει κατ’ επέκταση, άρνηση και του αγίου βαπτίσματός μας! Διότι με το βάπτισμά μας μετείχαμε στον Σταυρό και την Ανάστασή Του – γινήκαμε Χριστός κι εμείς. Στην πράξη όμως όλα τα ακυρώνουμε. Όπως είπαμε και προηγουμένως: μη ψάχνουμε για αντιχρίστους, όταν αντίχριστοι γινόμαστε καθημερινά εμείς οι ίδιοι με την διατηρημένη μέσα μας κακία.

- Οπότε, ναι! «Μισούμε τη δικαιοσύνη» του Θεού, επιλέγοντας έτσι ως πορεία μας την αδικία. «Μα εγώ είμαι ο αδικημένος, αφού με έβλαψαν» θα αντείπει ο εγωισμός μας. Για να φανερώσουμε όμως με τον αντίλογό μας ότι δεν έχουμε πάρει καθόλου μυρωδιά το τι είναι η χριστιανική πίστη, την οποία ίσως σπεύδουμε με ζήλο συχνά να την υπερασπιστούμε. Δίκαιος χριστιανικά είναι ο άνθρωπος που πορεύεται σαν τον Χριστό, με τη δύναμη του Χριστού. Άρα μονάχα αγαπά, παραθεωρώντας το υποτιθέμενο δίκιο του για να είναι δικαιωμένος από τον Θεό. «Τα δικαιώματά μας τα κρατάει ο Θεός» σημειώνει κάπου ο άγιος Παΐσιος. «Δικαιώματα στον κόσμο αυτόν έχουν μόνο οι άθεοι»!

(Κι ίσως αξίζει εδώ παρενθετικά να κάνουμε λίγο λόγο για τον «δικαιωματισμό» όπως χαρακτηρίζεται της εποχής μας, όπου όλα βρίσκονται σε σύγχυση και σε ταραχή. Τι σημαίνει «δικαιωματισμός»; Να θέλω να επιβάλω το δίκιο μου με όποιον τρόπο, να επιβάλω τη γνώμη μου, γιατί τη θεωρώ ότι αυτή και μόνον είναι η σωστή. Κι έτσι αποκαλύπτεται όλο το «μεγαλείο» του «δικαιωματισμού»: η δαιμονική υπερηφάνεια. «Όποιος θέλει να επιβάλει τη γνώμη του – θα πει και πάλι σε άλλο σημείο ο άγιος της Κλίμακος – έστω κι αν είναι ορθή, πάσχει από τη νόσο του διαβόλου, την υπερηφάνεια»).

- Ποιο άλλο χαρακτηριστικό έχει η μνησικακία κατά τον όσιο; Σου κλέβει τις αρετές, σημειώνει. «Η απώλεια των αρετών». Δεν πρόκειται δηλαδή για μία απλή εκτροπή, για ένα παράπτωμα. Έρχεται η μνησικακία σαν σύννεφο που όχι μόνο σκεπάζει τον ήλιο του αγαθού και των αρετών, αλλά και τα εξαφανίζει. Η ψυχή επομένως κυριαρχείται από το πονηρό σκοτεινό πνεύμα. Διότι κατ’ ανάγκην δεν υπάρχει Πνεύμα Θεού όπου υπάρχει ο Διάβολος – μέση λύση και μέση κατάσταση δεν υφίσταται. Κι είναι καλό εδώ να μνημονεύσουμε τον αρχικό λόγο του αγίου Ιωάννη: «οι κακίες έχουν τη συνήθεια να γεννούν η μία την άλλη και να συσφίγγονται μεταξύ τους» (1). Οπότε με την κυριαρχία της μνησικακίας χάνεται και η προσευχή και η όποια αναφορά στον Θεό, ο άνθρωπος αποξενώνεται από τον Θεό, γίνεται ένας «σταυρωμένος» αλλά με αρνητικό τρόπο, όπως το ακούσαμε: «έχει μπηγμένο μέσα του το καρφί της κακίας»!

- Επιμένει ο άγιος να μας ξαφνιάζει με τον διεισδυτικό λόγο του! Υπάρχει και άλλο χαρακτηριστικό της μνησικακίας, σημειώνει. Ποιο; Η μνησικακία κάνει τον φορέα της… «θεολόγο»! Πώς; Γιατί; Μας εξηγεί: «Η μνησικακία γίνεται και ερμηνευτής των Γραφών, προσαρμόζοντας και εξηγώντας τα λόγια του Αγίου Πνεύματος κατά τις δικές της διαθέσεις» (9). Δεν μας αποκαλύπτει έτσι ο άγιος και πώς κινούνται οι αιρετικοί; Βασισμένοι στον λόγο της Γραφής τον διαστρεβλώνουν, γιατί κριτήριο γι’ αυτούς είναι τα πάθη τους και όχι τι το Πνεύμα του Θεού φανερώνει. Και ποιος είναι ο δάσκαλος των μνησικάκων και όλων των αιρετικών; Ο ίδιος ο διάβολος βεβαίως, ο οποίος τόλμησε να… «θεολογήσει» και στον ίδιο τον Κύριό μας, όταν Εκείνος βρέθηκε μετά το βάπτισμά Του στον Ιορδάνη στην έρημο. Λόγια της Γραφής χρησιμοποίησε για να τον πειράξει στους γνωστούς τρεις πειρασμούς Του! Η θεολογία των δαιμόνων, που λένε οι άγιοι Πατέρες μας!

5. Το τελικό αποτέλεσμα της μνησικακίας το είπαμε: ο πνευματικός θάνατος, μία κόλαση από τη ζωή αυτή! Ο μνησίκακος δηλαδή έρχεται στο σημείο να ζει ό,τι έζησαν και οι προπάτορές μας μετά την πτώση τους στην αμαρτία με την παρακοή που επέδειξαν: την έξωσή τους από τον Παράδεισο! Λένε πολλοί: παραμύθια αυτά για τον Αδάμ και την Εύα! Μα η ίδια, η δική μας ζωή, έρχεται και επιβεβαιώνει την αλήθεια, γιατί γινόμαστε πολύ συχνά Αδάμ και Εύα. Ο καθένας μας επαναλαμβάνει στη ζωή του τη ζωή των προπατόρων, όταν αφήνει μέσα του την παραμικρή κακία, μη αγωνιζόμενος τον αγώνα της ευλογημένης μετάνοιας.

6. Λοιπόν, θέλουμε να απεμπλακούμε από την τραγική αυτήν κατάσταση; Η μοναδική λύση όπως σημειώσαμε εξαρχής είναι η καταπολέμηση του πατέρα και της μάνας της μνησικακίας, της μανιώδους οργής, διά της στροφής στην Αγάπη. Κι από δω πια βλέπουμε τον άγιο της Κλίμακος να μας χειραγωγεί με τον πιο φιλάνθρωπο τρόπο. Γιατί αυτό είναι οι άγιοί μας: οι ιατροί που μας χειρουργούν αλλά με τέτοιο στοργικό τρόπο που μας κάνουν να κλαίμε.

Και κατά πρώτον: μπορείς και να μνησικακείς, μας λέει συγκαταβατικά. Ξέρεις ότι η μνησικακία είναι ο θάνατός σου, αλλά δες και τη… θετική πλευρά της! Ποια είναι αυτή; Να ξέρεις πού θα στρέψεις την αρνητική φορά της ψυχής σου, να μάθεις ποιον θα μνησικακήσεις! «Να μνησικακείς πολύ εναντίον των δαιμόνων και να εχθρεύεσαι πολύ και διαρκώς τη σάρκα σου» (8). Τους δαίμονες λοιπόν και τη σάρκα. Όχι το σώμα, αλλά τη σάρκα. Γιατί άλλο πράγμα είναι το σώμα, το από τον Θεό δημιουργημένο, ώστε μαζί με την ψυχή ως ενιαία πραγματικότητα να ζει την παρουσία του Θεού – άλλωστε «ναός του αγίου Πνεύματος» είναι κατά τον λόγο της Γραφής – κι άλλο η σάρκα που σημαίνει την κυριαρχία της αμαρτίας πάνω της. «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από αυτούς, σημειώνει για παράδειγμα ο προφητικός λόγος για τον Θεό, “δια το είναι αυτούς σάρκας”», γιατί είναι ολοκληρωτικά στραμμένοι στη σαρκολατρεία. Και θυμίζει η αλήθεια της στροφής της βούλησης του ανθρώπου κατά των δαιμόνων και της αμαρτίας αυτό που συνεχώς τονίζει η Πατερική παράδοση της Εκκλησίας: ο Θεός δεν καταστρέφει ούτε ακυρώνει οποιαδήποτε δύναμη του ανθρώπου, έστω και την οργή. Απλώς μας προσκαλεί να χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη της ψυχής προς την ορθή κατεύθυνσή της, δηλαδή το θέλημα του Θεού που είναι και το μόνο που εξισορροπεί και ορθοφρονεί τον άνθρωπο.

Τι μας λέει επίσης με ρεαλιστικό τρόπο ο άγιος; Δεν πας διαμιάς στο τέλειο. Υπάρχουν σκαλοπάτια στην πνευματική σκάλα – από τα χαμηλά πας στα ψηλότερα. Αναγνωρίζει λοιπόν ότι μπορεί να θέλουμε να υπερβούμε τη μνησικακία, να βγάλουμε το καρφί αυτό που μας πονάει, να συγχωρέσουμε με την καρδιά μας, να πλησιάσουμε τον Θεό, όμως… δεν τα καλοκαταφέρνουμε. Και τι προτείνει ο μέγας; Υποκρίσου τη συγγνώμη και τη μετάνοια! Που θα πει ότι υπάρχει και καλή υποκρισία. Όπως ακούμε από την Εκκλησία μας την Κυριακή του Θωμά ότι υπάρχει και καλή απιστία – «ω, καλή απιστία του Θωμά». Διότι «απιστία βεβαίαν πίστιν εγέννησεν» – έτσι υπάρχει και καλή υποκρισία! Με τα λόγια του: «Αν δεν μπορείς, μολονότι πάλαιψες πολύ, να διαλύσεις εντελώς το σκάνδαλο της μνησικακίας, δείξε στον εχθρό σου, έστω με λόγια, ότι μετανόησες. Έτσι θα συμβεί να ντραπείς την παρατεινόμενη υποκρισία σου και να τον αγαπήσεις ολοκληρωτικά, κεντώμενος και καιόμενος σαν με πυρ από τις τύψεις της συνειδήσεως» (10).

Κι αυτή η «υποκρισία», η καλή και επαινουμένη και από τον Θεό, βλέπουμε ότι διαπερνά όλες τις σελίδες του βιβλίου του αγίου, προκειμένου να βοηθηθεί ο αδύναμος και παραπαίων άνθρωπος. Για παράδειγμα: για να νικήσουμε την οργή, συνεπώς και τη μνησικακία, μας λέει ότι υπάρχουν σκαλοπάτια. Πρώτα, θα «βρίζεις» μέσα σου λόγω της ταραχής σου τον όποιο θεωρούμενο «εχθρό» σου, αλλά χωρίς να βγαίνει καμία λέξη άσχημη από το στόμα σου˙ έπειτα, θα είσαι ελαφρά ταραγμένος, αλλά θα ελέγχεις πια και τις σκέψεις και τους λογισμούς σου απέναντί του˙ και τέλος, θα φτάσεις στο όριο της αοργησίας, όπου και να σε βρίζουν εσύ θα ζεις σε μόνιμη ησυχία και γαλήνη! «Αρχή αοργησίας, σιωπή χειλέων εν σφοδρά ταραχή ψυχής, μεσότης, σιωπή λογισμών εν ψιλή ταραχή ψυχής, τέλος δε, πεπηγμένη γαλήνη εν πνοή ανέμων ακαθάρτων»! Κι άλλο παράδειγμα ακριβώς επί του θέματός μας, της ανεξικακίας! Πρώτη βαθμίδα, γράφει, για να φτάσει κανείς στην ανεξικακία, είναι να αποδέχεται κανείς τις προσβολές και τις ατιμίες, έστω με οδύνη και πικρία ψυχής. Στη δεύτερη βαθμίδα φθάνουν αυτοί που έχοντας πια περάσει από την πρώτη, δεν θλίβονται  για τις προσβολές και τις αναποδιές που τους συμβαίνουν, αλλά και δεν χαίρονται βεβαίως. Και η τρίτη βαθμίδα, το στάδιο των τελείων, είναι γι’ αυτούς που όχι μόνον δεν πονούν και δεν πικραίνονται, αλλά θεωρούν ως επαίνους τις ατιμίες. «Αρχή ανεξικακίας, εν πικρία και οδύνη ψυχής τας ατιμίας καταδέχεσθαι. Μεσότης, αλύπως εν ταύταις διακείσθαι. Τέλος δε, ως ευφημίας ταύτας λογίζεσθαι».

7. Το να υποκρίνεσαι όμως την αγάπη, ξαναλέει ο άγιος, είναι στάδιο χαμηλό όπως κι όταν χρησιμοποιείς κι άλλα μέσα για να εξομαλύνεις την κατάσταση με εκείνον που έχεις πρόβλημα: την προσευχή υπέρ αυτού για παράδειγμα ή ακόμη και την προσφορά σ’ αυτόν δώρων σου! Η θεραπεία, η ολοκληρωτική και χαρισματική για τη μνησικακία, βρίσκεται στη βίωση της αγάπης, που όριό της είναι ο σταυρός! Η αγάπη αυτή, όπως την απεκάλυψε ο Κύριος και την κήρυξαν οι Απόστολοι, είναι το όραμα και η προοπτική που θα σε κάνει όντως όχι μόνο να απεμπλακείς αλλά και να βρεθείς στα ύψη του Παραδείσου. Και ποιο το σημάδι ότι πράγματι κανείς έφτασε στο ύψος αυτό ή καλύτερα άγγιξε το… τέλειο; Αυτό που σημειώνει ο απόστολος Παύλος για τις σχέσεις του χριστιανού με τους συνανθρώπους του: «κλαίειν μετά κλαιόντων και χαίρειν μετά χαιρόντων». Όταν δηλαδή αρχίσει να ανατέλλει μέσα του η εν Χριστώ ενότητα των ανθρώπων, κατά την οποία ο άλλος, ο όποιος συνάνθρωπος, φίλος ή εχθρός, θεωρείται ότι συνιστά κομμάτι δικό του, γιατί και ο ίδιος συνιστά κομμάτι και μέλος του Χριστού, του περικλείοντος τα πάντα. «Ίνα πάντες εν ώσιν» είναι το όραμα του Κυρίου, οπότε το όριο αυτό αποτελεί την πυξίδα που κατευθύνει και την πορεία του αληθινού χριστιανού. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Ας ακούσουμε εν προκειμένω και πάλι τον άγιο Ιωάννη: «Τότε θα καταλάβεις ότι απαλλάχτηκες από αυτήν τη «σαπίλα», τη μνησικακία, όχι όταν προσεύχεσαι για εκείνον που σε λύπησε ούτε όταν του προσφέρεις δώρα ούτε όταν του στρώσεις τραπέζι, αλλά όταν μάθεις πως του συνέβη κάποια συμφορά, ψυχική ή σωματική, και πονέσεις και κλάψεις σαν να επρόκειτο για τον εαυτό σου» (11).

Ξεπερνάμε λοιπόν τη μνησικακία, ζούμε την ανεξικακία, όταν αποδυόμαστε στον αγώνα της αγάπης. Κατανοούμε δηλαδή αυτό που μας κηρύσσει αδιάκοπα η Εκκλησία απαρχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: ένα κακό, ένα πάθος, μία αμαρτωλή κατάσταση ξεπερνιέται όχι όταν κανείς αρχίζει να στρέφεται απλώς εναντίον του, αλλά όταν στρέφεται σ’ εκείνο που καταργεί το κακό. Κι αυτό είναι η στροφή προς τον Θεό ως στροφή προς την ταπείνωση και την αγάπη. Γιατί αυτά είναι ο Θεός μας. Κι η στροφή αυτή συνιστά τον δρόμο της μετανοίας. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν».

8. Αν αυτό το κατανοήσουμε και κυρίως το προσπαθήσουμε θα δούμε να επιλύονται κι όλα τα προβλήματα που μας ταλανίζουν είτε προσωπικά είτε οικογενειακά είτε και εθνικά είναι. Το πρόβλημα για παράδειγμα με την ψήφιση του νόμου για τα ομόφυλα ζευγάρια όπως το λένε, είναι πράγματι πρόβλημα – αποτελεί κατά Παύλον «ανομία και ασχημοσύνη». Και η Εκκλησία, συνοδικά και μεμονωμένα αντέδρασε και αντιδρά, γιατί το νομοσχέδιο στρέφεται κατάφωρα κατά του νόμου του Θεού και του Ευαγγελικού λόγου. Από κει και πέρα όμως η ευθύνη ανήκει σε όλους μας με τον τρόπο που μας υποδεικνύουν οι άγιοί μας: με τη μετάνοιά μας. Γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι! Μόλις προηγουμένως τονίσαμε ότι ο καθένας εν Χριστώ περικλείει τους πάντες και τα πάντα. Ό,τι συμβαίνει λοιπόν και στους άλλους αντανακλά και σε εμάς, οι οποίοι έχουμε τη συναίσθηση και της ενότητάς μας αλλά και του πώς υπερβαίνεται η αμαρτία.

Ως χριστιανοί λοιπόν συμπάσχουμε με τους πάντες, όπως ο Κύριος συμπάσχοντας με εμάς σήκωσε τις αμαρτίες μας και «έπαθε υπέρ ημών, γενόμενος υπέρ ημών κατάρα». Την ώρα λοιπόν που λίγοι ή πολλοί αρχίζουν τον αγώνα της πιο έμπονης προσευχής ως τεταμένης στροφής προς τον Κύριο και το άγιο θέλημά Του, εκείνη την ώρα αρχίζει και η επενέργεια της χάρης του Θεού, που βρίσκει εξαιτίας μας τρόπους να διεισδύει στις χαραμάδες των καρδιών των ανθρώπων. Ό,τι δεν κάνουν οι άλλοι οι εκτός της εν επιγνώσει πίστεως ας προσπαθούμε όσο μπορούμε να το κάνουμε εμείς! Είναι το αυτονόητο(;) για έναν χριστιανό που λίγο αισθάνεται ότι ως μέλος Χριστού καλείται να φτάσει και μέχρι τον Άδη για χάρη της αγάπης. Η ελεήμων καρδία είναι η λύση των πάντων, γιατί είναι η λύση που έδωσε ο Χριστός. Και σ’ αυτήν τη λύση, την άρση του Σταυρού ως πορεία μετανοίας αλλά και αναστημένης ζωής μάς καλεί η Σαρακοστή. Είναι ο πυρήνας και το κέντρο της Εκκλησίας, που αποκαλύπτεται με ενάργεια όταν πιστέψουμε ότι ο καιρός που περνάμε είναι η δωρεά του Χριστού ακριβώς για να μετανοούμε. «Έδωσα χρόνο στον άνθρωπο για να μετανοήσει» (Αποκάλυψη Ιωάννη). Με τον λόγο και πάλι του αγίου της Κλίμακος τον οποίο μνημονεύσαμε και αρχικά: «Η αμνησικακία είναι απόδειξη της γνησίας μετανοίας. Εκείνος που διατηρεί την έχθρα και νομίζει ότι έχει μετάνοια, μοιάζει μ’ αυτόν που του φαίνεται στον ύπνο του ότι τρέχει».

Γ. Θα μου επιτρέψετε να τελειώσουμε μ’ ένα συγκλονιστικό παράδειγμα από τον βίο του αγίου Νικηφόρου, τον οποίο εορτάσαμε σχετικά λίγο καιρό από τώρα (9 Φεβρουαρίου): «Ο άγιος Νικηφόρος είχε ένα χριστιανό φίλο, πρεσβύτερο της Εκκλησίας, που λεγόταν Σαπρίκιος, ο οποίος από διαβολική ενέργεια μίσησε τον άγιο Νικηφόρο και μνησικακούσε απέναντί του. Όταν συνελήφθη ο Σαπρίκιος από τους ειδωλολάτρες και υφίστατο πολλά βασανιστήρια για την πίστη του Χριστού, ο άγιος Νικηφόρος έστειλε μεσίτες προς αυτόν, ζητώντας συγχώρηση, αλλ’ ο Σαπρίκιος δεν τους άκουσε.  Είδε τότε ο άγιος Νικηφόρος ότι ο Σαπρίκιος οδηγείται εκεί που θα του έκοβαν το κεφάλι, οπότε έτρεξε και έπεσε στα πόδια του ζητώντας συγχώρηση. Και μολονότι του θύμιζε τους νόμους του Χριστού περί συμφιλιώσεως των ανθρώπων, εκείνος δεν υπεχώρησε. Ο Σαπρίκιος πέρασε από πολλά βασανιστήρια και πλησίαζε η ώρα να πάρει το στεφάνι και τα βραβεία από τον Χριστό. Κι ενώ λίγο έμελλε για να του κόψουν το κεφάλι, δεν έδινε τη συγχώρηση. Γι’ αυτόν τον λόγο, απογυμνώθηκε από τη βοήθεια του Θεού και είπε στους δημίους: Αφήστε με και θα θυσιάσω στους θεούς. Μόλις το είδε αυτό ο άγιος Νικηφόρος, παρέδωσε τον εαυτό του στους δήμιους και ομολόγησε τον Χριστό με παρρησία. Με την προσταγή του τυράννου τότε, του έκοψαν το κεφάλι, κι έτσι έλαβε ο άγιος γρήγορα τα βραβεία της αγάπης, την οποία και προσπαθούσε να κάνει πράξη, χάριν του Χριστού,  του δοτήρα της αγάπης».  

ΚΥΡΙΕ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ...

 

«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς∙ πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

(Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, μη μου δώσεις πνεύμα αργίας, περιέργειας, αγάπης για κυριαρχία και πνεύμα αργολογίας. Αντιθέτως, χάρισέ μου, σ’ εμένα τον δούλο Σου, πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης. Ναι, Κύριε βασιλέα, πρόσφερέ μου ως δώρο το να μπορώ να βλέπω τα δικά μου αμαρτήματα και να μη κατακρίνω τον αδελφό μου, γιατί είσαι ευλογημένος αιώνια).

Η σύντομη αυτή προσευχή του μεγάλου Πατέρα και ασκητικού διδασκάλου οσίου Εφραίμ του Σύρου είναι η πιο γνωστή προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής και σφραγίζει την όλη πορεία της. Διότι πολύ συνοπτικά θέτει τον πιστό χριστιανό ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού προκειμένου να Τον παρακαλέσει αφενός να μην επιτρέψει η καρδιά του να πάρει τη φορά και την κλίση προς το αμαρτωλό φρόνημα που εκφράζεται με τα πάθη της αργίας, της περιέργειας, της φιλαρχίας και της αργολογίας, αλλά αντιθέτως να στραφεί προς Εκείνον, κάτι που θα φανερώνεται χαρισματικά με τους συγκεκριμένους καρπούς της σωφροσύνης, της ταπεινοφροσύνης, της υπομονής και της αγάπης. Βάση της θετικής αυτής πορείας προς τον Κύριο είναι, τονίζει η προσευχή του οσίου, το δώρο από Εκείνον και πάλι της αυτογνωσίας ως προσήλωσης των οφθαλμών της ψυχής στην πραγματικότητα του εαυτού μας: της αμαρτίας και των πταισμάτων που διαπράττουμε καθημερινά, γεγονός που μας απαλλάσσει από την εμπαθή προσήλωση προς τις αμαρτίες του πλησίον μας και επομένως την κατάκρισή του.

Δεν είναι δυνατόν να σχολιάσουμε όλα τα επιμέρους σημεία της προσευχής – αυτό θα έπαιρνε πολύ χρόνο. Δύο σημεία της όμως μπορούν να τονιστούν ιδιαίτερα. Πρώτον, η επισήμανση του οσίου ως προς το πού «γέρνει» η ψυχή, τι πνεύμα δηλαδή κυριαρχεί μέσα της, αφού από τη φορά της φανερώνεται ο προσανατολισμός της, συνεπώς και το αληθινό περιεχόμενο της πίστεώς της. Ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε τη σημασία της αλήθειας αυτής: «όπου είναι ο θησαυρός σας», είπε, «εκεί είναι και η καρδιά σας». Τι σημαίνει αυτό; Για να καταλάβουμε ποια είναι η κεντρική αξία της ζωής μας, ο θησαυρός μας, ο Θεός μας δηλαδή, πρέπει νά ερευνήσουμε ακριβώς το περιεχόμενο της καρδιάς μας. Μπορεί να ομολογώ τον Ιησού Χριστό ως τον αρχηγό της ζωής μου, αλλά αυτό να είναι μία θεωρία και μία ιδεολογία τελικά για μένα. Διότι άλλα πράγματα κατέχουν την πρώτη θέση στη ζωή μου: η καριέρα μου, οι ηδονές της ζωής, οι φίλοι μου, ακόμη και η οικογένειά μου. Ο Κύριος ήταν απόλυτα σαφής απέναντί μας: η προτεραιότητά σας, είπε, πρέπει να είναι πάντοτε ο Θεός, συνεπώς ο Ίδιος ως ο ενανθρωπήσας Θεός. «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὑπέρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος». «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ». Οπότε, αν η πλάστιγγα της αγάπης μου γέρνει κατά προτεραιότητα προς οτιδήποτε άλλο πέραν του Κυρίου και των αγίων Του εντολών, αποδεικνύω ότι δεν είναι Εκείνος ο Θεός μου, έστω κι αν διατείνομαι πάλιν και πολλάκις ότι δεν υφίσταται τούτο.

Αυτό λοιπόν μάς λέει ο όσιος ότι πρέπει να παρακαλούμε στην προσευχή μας: κάνε μας Εσένα να αγαπούμε πάνω από όλα, το πνεύμα μας να στρέφεται στο δικό Σου Πνεύμα, κι αυτό θα φανερώνεται με την  καρποφορία των αρετών και όχι ασφαλώς των ψεκτών παθών. Η απαρχής εντολή «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί τῆς διανοίας καί τῆς ἰσχύος» βρίσκει εδώ την επακριβή εκπλήρωσή της.

Δεύτερο σημείο: ο αγώνας για αυτογνωσία, για προσήλωση σ’ αυτό που έχω ακριβώς απέναντί μου: τον ίδιο μου τον εαυτό. Κι είναι πράγματι περίεργο, πώς ό,τι είναι ενώπιόν μας μάς διαφεύγει, ενώ εύκολα βλέπουμε ό,τι συμβαίνει στον συνάνθρωπό μας. Πρόκειται για πραγματικότητα που είχαν διαπιστώσει και οι αρχαίοι Έλληνες, όταν έλεγαν ότι κάθε άνθρωπος έχει δύο σάκκους πάνω του: έναν μπροστά και έναν πίσω. Ο πίσω σάκκος είναι τα δικά του λάθη και οι δικές του αστοχίες. Ο μπροστινός είναι του συνανθρώπου του. Γι’ αυτό και παρουσιάζεται με ανοικτούς οφθαλμούς στα σφάλματα και τις ενέργειες του συνανθρώπου, ενώ παρουσιάζεται τυφλός με αυτό που είναι λάθος δικό του. Αιτία για την «παραδοξότητα» αυτή είναι προφανώς, κατά την πίστη μας, η πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αμάρτησε: αρνήθηκε να υποταχθεί στο θέλημα του Δημιουργού Του επιλέγοντας το δικό του θέλημα, τα πράγματα διαστρεβλώθηκαν, με αποτέλεσμα αντί της αγάπης ως αποδοχής και ανοίγματος προς τον συνάνθρωπο να έχουμε την κατάκριση και την καταδίκη του άλλου.

Λοιπόν, μας λέει ο όσιος Εφραίμ, για να βρισκόμαστε στην πορεία προς τον Θεό, την ακολουθία του Κυρίου δηλαδή, απαιτείται η χάρη Εκείνου. Η χάρη Του μάς ανοίγει τα μάτια να βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα, να μετανοούμε γι’ αυτά και να ρίχνουμε τον εαυτό μας στο έλεος Εκείνου – η πορεία μετανοίας που βλέπουμε στην επιστροφή του ασώτου υιού. Ο άσωτος υιός είναι ο καθένας μας και τη μετάνοιά του προβάλλει στην ουσία ο όσιος Εφραίμ με τη σπουδαία προσευχή που μας δίδαξε.

Είναι περιττό να πούμε ότι η προσευχή αυτή μπορεί να λέγεται στην Εκκλησία μας κυρίως την εποχή της Σαρακοστής, όμως πρέπει να γίνει προσευχή καθημερινή κάθε χριστιανού – μία αλήθεια που τόνιζε συχνά και ο μέγας σύγχρονος Γέρων όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο Αθωνίτης. «Ἀσφαλῶς, χωρίς τόν Χριστό, χωρίς τό Πνεῦμα τό Ἄγιο, δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἁμαρτία μας. Στήν πραγματικότητα ὀφείλουμε νά διαβάζουμε κατά τή διάρκεια ὅλου τοῦ ἔτους τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου: “Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης (μετανοίας, κατανύξεως, ὑπακοῆς) χάρισαί μοι... Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα”» (Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Β΄, σελ. 68).

ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

«Ελήλυθεν η Νηστεία η μήτηρ της σωφροσύνης, η κατήγορος της αμαρτίας και συνήγορος της μετανοίας, η πολιτεία των Αγγέλων και σωτηρία των ανθρώπων. Οι πιστοί ανακράξωμεν∙ ο Θεός, ελέησον ημάς» (απόστιχα αίνων Καθαράς Δευτέρας, ιδιόμελον, ήχος πλ. α΄).

(Έφτασε η νηστεία, η μητέρα της σωφροσύνης, η κατήγορος της αμαρτίας και συνήγορος της μετανοίας, ο τρόπος ζωής των αγγέλων κι αυτή που οδηγεί στη σωτηρία τους ανθρώπους. Οι πιστοί ας φωνάξουμε δυνατά: ο Θεός ελέησον ημάς).

Η Εκκλησία μας, από την πρώτη ημέρα της Μεγάλης Σαρακοστής, επιμένει να μας καθοδηγεί πάνω σ’  αυτό που σφραγίζει την περίοδο αυτή: τη νηστεία. Και το πρώτο που τονίζει, προκειμένου να νιώσει κανείς τα ευεργετικά πνευματικά και αιώνια αποτελέσματά της, είναι ο συνδυασμός της νηστείας με την προσευχή. «Έφτασε η νηστεία», λέει, οπότε «ας φωνάξουμε στον Θεό μας να μας ελεήσει». Είναι ο συνδυασμός που υποτάσσει και θηρία, κατά τον λόγο των αγίων αββάδων της ερήμου, διότι η νηστεία ως εγκράτεια και περιορισμός των ατάκτων ορμών του σώματος αλλά και της ψυχής, διευκολύνει ιδιαιτέρως τη στροφή προς τον Θεό -  απεμπλέκει τον άνθρωπο από τα γοητευτικά δεσμά της ύλης – συνεπώς κάνει τον άνθρωπο να στέκει στο σημείο της βασιλικής εξουσίας που ο Θεός απαρχής της Δημιουργίας τού έδωσε: να άρχει πάνω σε όλα τα στοιχεία της φύσης. Να άρχει και να εξουσιάζει εννοείται χαρισματικά, που σημαίνει με αγάπη και σεβασμό προς την αδελφή του λοιπή Δημιουργία.

Είναι ευνόητο βεβαίως ότι ο υμνογράφος μιλάει πρώτον για την αληθινή διάσταση της νηστείας ως μέσου πνευματικού και όχι ως μέσου... αδυνατίσματος! – ό,τι θα επισημάνει σε άλλο σημείο: «αληθής νηστεία η των κακών αλλοτρίωσις, εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους και επιορκίας» - και δεύτερον για την αληθινή και γνήσια προσευχή, τύπος της οποίας είναι η τελωνική κραυγή: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Με τους όρους αυτούς αναδύεται όντως το μεγαλείο της νηστείας της Σαρακοστής με όλα τα θαυμαστά αποτελέσματά της:

- Είναι αυτή που ισορροπεί πνευματικά τον άνθρωπο, γιατί του δίνει τη δύναμη να ελέγχει τις φιλήδονες τάσεις του.

- Είναι αυτή που τον απομακρύνει από την αμαρτία, γιατί του δημιουργεί τις συνθήκες να υπερβαίνει τον εγωισμό του, συνεπώς να ζει την αγάπη ως άνοιγμα προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.

- Είναι αυτή που ωθεί στη μετάνοια, τον μονόδρομο κατά τον Κύριο που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών».

- Είναι αυτή πού κάνει τους πιστούς να είναι άγγελοι ήδη από τούτη τη ζωή, ανοίγοντας έτσι τα μάτια μας στην εσχατολογική διάστασή της: ο Κύριος είπε ότι στον μέλλοντα αιώνα οι άνθρωποι «ισάγγελοί εισι».

- Είναι μ’ ένα λόγο αυτή που φέρνει τον άνθρωπο σε ζωντανή σχέση με τον Θεό, αυτό που ονομάζουμε σωτηρία του ανθρώπου.

Ας σκεφτούμε: αν κατήγορός μας ενώπιον του Θεού παραμένει πάντοτε ο πονηρός διάβολος, του οποίου η χαρά κατά τη Γραφή είναι «να σκοτώνει τους ανθρώπους»: «ανθρωποκτόνος» χαρακτηρίζεται απαρχής, συνήγορός μας κατά τον θεόπνευστο ύμνο είναι η νηστεία. Για τον απλούστατο λόγο ότι όπως είπαμε αποκαλύπτει, εφόσον είναι αληθινή, δηλαδή σωστά εκκλησιαστική, το πού τελικώς είναι στραμμένη η καρδιά μας, συνεπώς ποιος στο βάθος είναι ο (πραγματικός) Θεός μας. Και ναι! Ή φανερώνουμε με την περιφρόνησή της -  δεν μιλάμε για εκείνους που για λόγους υγείας ή ανωτέρους της θέλησής τους  δεν επιτρέπεται να νηστεύσουν – ότι ο κόσμος αυτός αποκλειστικά είναι η αγάπη μας, ή αγωνιζόμενοι διακριτικά στον δρόμο της φανερώνουμε ότι ως αγάπη μας πρώτη θέτουμε Κύριο τον Θεό μας.

Νηστεία: το φίλτρο που δείχνει ότι οι πνευματικοί μας οφθαλμοί είναι εστιασμένοι στον Χριστό!

16 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 «Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί» (Ματθ. 6, 16)

 Την Κυριακή της Τυροφάγου – παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή – η Εκκλησία μάς θυμίζει το πιο τραγικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας στον κόσμο: την εξορία του από τον Παράδεισο. Κι αυτό για να μάς προκαλέσει να θυμηθούμε ότι ο Παράδεισος είναι η αληθινή πατρίδα μας και να μας παρακινήσει στον αγώνα επαναποκτήσεώς του με τα μέσα που μας παρέχει ο Σωτήρας Χριστός και το ζωντανό σώμα Του η Εκκλησία. Και τα μέσα αυτά: την ταπείνωση, την εγκράτεια, την αγάπη, μας τα δίνει η Εκκλησία πάντοτε, κατεξοχήν όμως την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, επιμέρους θέμα των οποίων είναι και η νηστεία, αφού κατά την υμνολογία μας «ο Αδάμ εξεβλήθη του Παραδείσου διά της βρώσεως».

 1. Ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για την αξία της νηστείας. «Συ δε νηστεύων…». «Όταν νηστεύητε…». «Τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Κι όχι μόνο μίλησε, αλλά και εμπράκτως απέδειξε την αξία της, όταν ο Ίδιος νήστευσε επί σαράντα ημέρες μετά το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό. Γι’ αυτό και οι απόστολοι εξίσου νήστευσαν και δίδαξαν για την αξία της νηστείας, γι’ αυτό συνεπώς και η Εκκλησία μας συνεχίζει την ίδια Παράδοση.

Πριν πούμε λοιπόν οτιδήποτε άλλο για τη νηστεία φαίνεται καθαρά πόσο ξένοι προς το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που παραθεωρούν τη νηστεία, θεωρώντας την κατασκεύασμα των παπάδων και των μοναχών, ως να μην είναι η νηστεία αγώνας και προσπάθεια και των ιδίων. Κι ακόμη πόσο πλανεμένοι είναι και εκείνοι οι διάφοροι αιρετικοί, παλαιότεροι και σύγχρονοι,  οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η νηστεία δεν ανήκει μέσα στην Παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων. Ο συνεπής χριστιανός δεν συζητά αυτονοήτως τέτοιο θέμα. Το θεωρεί δεδομένο κι απλώς αγωνίζεται για την ορθή εφαρμογή του.

2. Κι ακριβώς, αν ο χριστιανός δεν συζητά για την ύπαρξη και την αξία της νηστείας, προβληματίζεται πολύ σοβαρά για το είδος και τις διάφορες εκφάνσεις της. Διότι διαπιστώνει συχνά διαστρεβλωμένες αντιλήψεις γι’ αυτήν ακόμη και σε εκκλησιαστικούς θεωρούμενους ανθρώπους, πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Κύριος αναφέρεται στη νοσηρότητα που παρουσιάζεται στη νηστεία, ιδίως με την υποκριτική μορφή της. «Μη νηστεύητε ώσπερ οι υποκριταί» σημειώνει,  που σημαίνει ότι δεν δικαιώνεται απλώς ο νηστεύων, αλλ’ ο ορθά νηστεύων. Ποια είναι νοσηρή νηστεία κατά τον Κύριο; Η νηστεία που δουλεύει στην ανθρωπαρέσκεια και τον εγωϊσμό, εκείνη δηλαδή που τελική αναφορά δεν έχει τον Θεό αλλά τον άνθρωπο ως θήρευση του «εύγε» και του «μπράβο» αυτού («όπως φανώσιν τοις ανθρώποις νηστεύοντες»). Είναι ευνόητο ότι η νηστεία αυτή όχι μόνο δεν φέρνει κανένα θετικό πνευματικό αποτέλεσμα, αλλ’ αντιθέτως απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό, όπως το βλέπουμε πολύ καθαρά στο πρόσωπο του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής.

Και ποια είναι η υγιής νηστεία; Η νηστεία που αναφορά έχει τον ίδιο τον Θεό και συνεπώς αποφεύγει τη δημοσιοποίησή της. Πρόκειται δηλαδή για τη νηστεία που λειτουργεί ως μέσον και εργαλείο για την ορθή στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού. Κι επειδή ορθά στέκεται ο άνθρωπος έναντι του Θεού όταν ζει όπως Εκείνος, δηλαδή όταν αγαπά – «ο γάρ Θεός αγάπη εστί» - άρα η νηστεία καταξιώνεται στον βαθμό που συνεργεί στην απόκτηση της αγάπης από τον άνθρωπο. Αν με άλλα λόγια νηστεύοντας δεν αυξάνω την αγάπη μου προς τον Θεό και κυρίως προς τον συνάνθρωπο, τότε η νηστεία μου πάσχει ως υποκριτική και ψευδής με αποτέλεσμα την καταδίκη της από τον Θεό.

3. Η ένσταση είναι προφανής: δεν μπορώ να αγαπώ χωρίς να νηστεύω; Η απάντηση είναι αρνητική. Διότι αγάπη σημαίνει αγαθή διάθεση ψυχής που φανερώνεται έμπρακτα. Χρειάζεται δηλαδή να βρίσκεται ο πιστός ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα ψυχής και σώματος προκειμένου να αγαπά με τον θυσιαστικό χαρακτήρα της αγάπης του Χριστού. Και μάλιστα να αγαπά τον κάθε συνάνθρωπο ακόμη και τον θεωρούμενο εχθρό του. Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να ελέγχει αδιάκοπα κάθε τι που έρχεται να χαλάσει την αγαθή αυτή διάθεσή του και την έμπρακτη φανέρωσή της, πράγμα που παραπέμπει στη νηστεία ως καθημερινό έλεγχο του εαυτού και ορθή διαχείριση των άτακτων ορμών της ψυχής και του σώματος. Θέλουμε να πούμε ότι αν ένας άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει την ενστικτώδη κίνησή του για φαγητό, όπως να φάει κρέας για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να ελέγξει ολόκληρο τον εαυτό του προκειμένου να τον διαθέσει εν θυσία αγάπης προς τον συνάνθρωπό του; Είναι προφανές ότι η αδυναμία του αυτή θα αποκαλύπτει και την αδυναμία του να αγαπήσει ορθά, κατά την εντολή του Κυρίου που επιτάσσει να αγαπάμε τον συνάνθρωπο με τη μεγαλύτερη δυνατή θυσιαστική αγάπη: «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού». 

Γι’ αυτό και τη νηστεία η Εκκλησία μας δεν την θεωρεί μόνον από πλευράς σωματικής (νη-εσθίω= δεν τρώγω), αλλά και από πλευράς πνευματικής. Η σωματική νηστεία δηλαδή έχει νόημα όταν συνδυάζεται με την πνευματική διάστασή της: την αποχή των όποιων κακών και πονηριών, διαφορετικά από μόνη της θεωρείται μία απλή δίαιτα, η οποία απολυτοποιούμενη εκπίπτει από σωτηριώδη ενέργεια σε δαιμονικό κατασκεύασμα. «Βρωμάτων νηστεύουσα, ψυχή μου», ακούμε στους ύμνους της Εκκλησίας μας την περίοδο αυτή, «και παθών μη καθαρεύουσα, μάτην επαγάλλη τη ατροφία. Ει μη γαρ αφορμή σοι γένηται προς διόρθωσιν, ως ψευδής μισείται παρά του Θεού και τοις κακίστοις δαίμοσιν ομοιούσθαι, τοις μηδέποτε σιτουμένοις. Μη ουν αμαρτάνουσα την νηστείαν αχρειώσης, αλλ’ ακίνητος προς ορμάς ατόπους μένε, δοκούσα παρεστάναι εσταυρωμένω τω Σωτήρι, μάλλον δέ συσταυρούσθαι, τω δια σε σταυρωθέντι, εκβοώσα προς αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Όταν νηστεύεις από φαγητά, ψυχή μου, και δεν καθαρίζεσαι από τα πάθη, μάταια χαίρεσαι για την έλλειψη τροφής σου. Γιατί αν δεν σου γίνει αφορμή για διόρθωση η νηστεία σου αυτή, μισείται ως ψεύτικη από τον Θεό, ενώ γίνεσαι όμοια με τους  κάκιστους δαίμονες που ποτέ τους δεν τρώνε. Μη λοιπόν με την αμαρτία κάνεις άχρηστη τη νηστεία, αλλά να μένεις ακίνητη προς τις άτοπες ηδονές, θεωρώντας ότι στέκεσαι μπροστά στον εσταυρωμένο Σωτήρα που σταυρώθηκε για σένα, μάλλον ότι σταυρώνεσαι μαζί Του, φωνάζοντας προς Αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου».

Ούτε μόνη λοιπόν η σωματική νηστεία ούτε μόνη ίσως η πνευματική ως ακατόρθωτη γίνεται αποδεκτή. Σωματική και πνευματική νηστεία συνοδεύουν, έχοντας ως σκοπό τη δημιουργία των ορθών προϋποθέσεων του ανθρώπου ώστε να μπορεί να αγαπά κατά το πρότυπο και την εντολή του Χριστού.

4.  Χρειάζεται όμως κάποια προσοχή στη σωματική διάσταση της νηστείας. Εγκρατευόμαστε στη λήψη τροφής και ποιοτικά αλλά και ποσοτικά. Άλλωστε κατ’ ακρίβεια όπως είπαμε νηστεύω σημαίνει δεν τρώγω καθόλου. Κι αυτό σημαίνει ότι νηστεία ο χριστιανός από πλευράς ποσοτικής κάνει όλον τον χρόνο: αποφεύγει τον πλήρη χορτασμό του στομάχου του, ενώ από πλευράς ποιοτικής τις συγκεκριμένες περιόδους που η Εκκλησία μας έχει καθορίσει, κατεξοχήν δε την περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Με μία ακόμη παρατήρηση: ότι επειδή σκοπός της σωματικής νηστείας είναι η με ευκολία εφαρμογή της πνευματικής νηστείας που οδηγεί στη ζωή της αγάπης, γι’ αυτό και εκείνοι που λόγω ηλικίας ή αρρώστιας αδυνατούν να νηστεύσουν σωματικά – πώς να νηστεύσει ένας γέρος και άρρωστος άνθρωπος ή ένα πολύ μικρό παιδί; - δεν νηστεύουν. Τον ρόλο της σωματικής νηστείας παίζει η αρρώστια τους, τα γεράματά τους, η όποια σωματική αδυναμία τους. Η σωματική νηστεία ξανατονίζουμε δεν υπάρχει προς εξόντωση του ανθρώπου, αλλά προς ενίσχυση του πνευματικού αγώνα προς απόκτηση της αγάπης.

  «Νηστεύσωμεν λοιπόν νηστείαν δεκτήν, ευάρεστον τω Κυρίω». Ο προσανατολισμός μας στη ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η ενεργοποίηση της εν ημίν υπάρχουσας χάρης Του από το βάπτισμά μας πρέπει να συνιστούν τον άξονα πάνω στον οποίο κάθε πίκρα από τον περιορισμό των σαρκικών ορέξεών μας θα μεταποιείται σε γλυκύτητα και αγαλλίαση. Μ’ αυτό το όραμα καλούμαστε να πορευτούμε τη Μ. Σαρακοστή, η οποία ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μας παρέχει η Εκκλησία μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 6, 14-21)

 Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ἄν συγχωρήσετε τούς ἀνθρώπους γιά τά παραπτώματά τους, θά σᾶς συγχωρήσει κι ἐσᾶς ὁ οὐράνιος Πατέρας σας. Ἄν ὅμως δέ συγχωρήσετε στούς ἀνθρώπους τά παραπτώματά τους, οὔτε κι ὁ Πατέρας σας θά συγχωρήσει τά δικά σας παραπτώματα». «Ὅταν νηστεύετε, νά μή γίνεστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, πού παραμορφώνουν τήν ὄψη τους γιά νά δείξουν στούς ἀνθρώπους πώς νηστεύουν. Σᾶς βεβαιώνω πώς ἔτσι ἔχουν κιόλας λάβει τήν ἀνταμοιβή τους. Ἐσύ, ἀντίθετα, ὅταν νηστεύεις, περιποιήσου τά μαλλιά σου καί νίψε τό πρόσωπό σου, γιά νά μή φανεῖ στούς ἀνθρώπους ἡ νηστεία σου, ἀλλά στόν Πατέρα σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις· καί ὁ Πατέρας σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις, θά σοῦ τό ἀνταποδώσει φανερά». «Μή μαζεύετε θησαυρούς πάνω στή γῆ, ὅπου τούς ἀφανίζει ὁ σκόρος καί ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες κάνουν διαρρήξεις καί τούς κλέβουν. Ἀντίθετα, νά μαζεύετε θησαυρούς στόν οὐρανό, ὅπου δέν τούς ἀφανίζουν οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες δέν κάνουν διαρρήξεις καί δέν τούς κλέβουν. Γιατί ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 13,11-14,4)

Ἀδελφοί, νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. Ὅς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί μου, τώρα ἡ τελική σωτηρία βρίσκεται πιό κοντά μας παρά τότε πού πιστέψαμε. Ἡ νύχτα ὅπου νά ’ναι φεύγει, καί ἡ μέρα κοντεύει νά ’ρθεῖ. Γι’ αὐτό ἄς πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς φορέσουμε τά ὅπλα τοῦ φωτός. Ἡ διαγωγή μας ἄς εἶναι κόσμια, τέτοια πού ταιριάζει στό φῶς. Ἄς πάψουν τά φαγοπότια καί τά μεθύσια, ἡ ἀσύδοτη κι ἀκόλαστη ζωή, οἱ φιλονικίες κι οἱ φθόνοι. Ντυθεῖτε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί μήν ἀφήνετε τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό σας νά σᾶς παρασύρει στήν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν σας. Νά δέχεστε ὅποιον ἔχει ἀσθενική πίστη, χωρίς νά ἐπικρίνετε τίς ἀπόψεις του. Γιά παράδειγμα, ἕνας πιστεύει πώς μπορεῖ νά φάει ἀπ’ ὅλα, ἐνῶ κάποιος ἄλλος, πού ἔχει ἀσθενική πίστη, τρώει μόνο χόρτα. Αὐτός πού τρώει ἀπ’ ὅλα, ἅς μήν περιφρονεῖ ἐκεῖνον πού δέν τρώει· κι ἐκεῖνος πού δέν τρώει, ἅς μήν κατακρίνει ἐκεῖνον πού τρώει, γιατί ὁ Θεός τόν ἔχει δεχτεῖ στήν ἐκκλησία του. Ποιός εἶσαι ἐσύ ποῦ θά κρίνεις ἕναν ξένο ὑπηρέτη; Μόνο ὁ Κύριός του μπορεῖ νά κρίνει ἄν στέκεται ἤ ὄχι στήν πίστη του, γιατί ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά τόν στηρίξει.