14 Οκτωβρίου 2024

ΕΥΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, ΔΥΣΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ!

 


«Όσο εύκολα αλλάζουν και ξεπέφτουν οι ευθείς, τόσο δύσκολα μπορούν να μεταβληθούν οι αντίθετοι, οι πονηροί» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κδ΄ 11).

Η τρεπτότητα είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Μόνον ο Θεός είναι άτρεπτος και απολύτως αναλλοίωτος – ο μόνος όντως πιστός. Δεν αναφερόμαστε στα κτιστά πνεύματα, αγγέλους και δαίμονες: και αυτοί μετά την πτώση του πρώτου αγγέλου, του εωσφόρου, καταστάθηκαν μερικώς άτρεπτοι: οι μεν άγγελοι παγιωμένοι στο αγαθό, οι δε δαίμονες παγιωμένοι στο πονηρό και κακό.

Τι τραγικότητα όμως για τον άνθρωπο! Η τροπή προς το πονηρό είναι απείρως ευκολότερη από την τροπή προς το αγαθό, προς τον Θεό. Να είσαι δημιούργημα του Θεού, να σε διακρατεί με τη γεμάτη αγάπη Πρόνοιά Του, να σου δίνει διαρκώς ώθηση προς τον αληθινό σκοπό σου: τη ζωντανή σχέση σου μαζί Του, κι εσύ να ρέπεις αδιάκοπα προς το αντίθετο! Τι μυστήριο περικλείει την ελευθερία του ανθρώπου! Ποιος μπορεί να εξηγήσει αυτό που λογικά δεν μπορεί να κατανοηθεί με τίποτε;

Το ’δειξε η δημιουργία του ανθρώπου: με μόνη την υποκίνηση του Πονηρού, ο άνθρωπος δείχνει ανυπακοή προς τον Πατέρα και Πλάστη του· το ’δειξε όλη η πορεία της πρώτης αποκάλυψης στην Παλαιά Διαθήκη: ο εκλεκτός Ισραήλ διαρκώς αμφισβητεί και αντιδρά στις επεμβάσεις του Θεού· το βεβαίωσε με τον πιο περίτρανο τρόπο ο ερχομός του Χριστού, του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου: οι άνθρωποι Τον περιφρόνησαν, Τον αμφισβήτησαν, Τον σταύρωσαν! Κι έκτοτε το ίδιο: «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον»! «Οι ίδιοι ουκ έλαβον Αυτόν»!

Το βλέπουμε κι εμείς στην καθημερινότητά μας: πιο εύκολα στρεφόμαστε προς το κακό. Το κακό, με ωραίο ασφαλώς περιτύλιγμα, μας ελκύει  περισσότερο. Αυτό που λέει ο στίχος του λαϊκού άσματος: «είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας», φαίνεται να ισχύει και για μας.

Τι γίνεται λοιπόν; Υπάρχουν ασφαλώς εξηγήσεις, αλλά δεν επαρκούν για μία πλήρη απάντηση. Για παράδειγμα: η ροπή προς το κακό λειτουργεί εγγενώς πια προς τη φύση μας, φτιάχνοντας μία δεύτερη φύση, τη συνήθεια. Πόσο εύκολα μπορούμε να αντισταθούμε σε ό,τι έχουμε κακώς συνηθίσει; Τα πάθη έπειτα: οι δυνάμεις δηλαδή της ψυχής μας που λόγω ακριβώς της κακής συνήθειας έχουν διαστρεβλωθεί, έχοντας σύμμαχο και το ίδιο το σώμα μας: νιώθουν την ηδονή που τους δημιουργεί η πονηρία και η αμαρτία. Πόσο εύκολα μπορούμε να αντιπαλέψουμε με αυτό που μας είναι τόσο ευχάριστο;

Κι όμως!  Είναι τόσο αναγκαία η στροφή τελικώς προς τον ανηφορικό δρόμο της αρετής, κατά τον Κύριο, διότι είναι η μόνη που οδηγεί στη ζωή. Ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος του θανάτου. Κι έχουμε δύο ισχυρότατους συμμάχους για να πάρουμε τον δρόμο αυτό: Πρώτον, τη βοήθεια του ίδιου του Κυρίου – δεν παλεύουμε μόνοι! Και δεύτερον, όσο επιμένουμε και συνηθίζουμε στο αγαθό, τόσο πια αυτό γίνεται η τρυφή και η απόλαυσή μας.

Η ΟΣΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Η ΕΠΙΒΑΤΗΝΗ, Η ΝΕΑ

«Η οσία Παρασκευή γεννήθηκε στους Επιβάτες, παραθαλάσσια κωμόπολη της Προποντίδας της Θράκης, στις αρχές του 10ου αιώνα. Ήταν κατά σάρκα αδελφή του αγίου Ευθυμίου της Μαδύτου, και καταγόταν από την βυζαντινή οικογένεια Ρετσέλη. Από μικρή ηλικία, ακολουθώντας το κάλεσμα του Ευαγγελίου, έκανε φιλανθρωπίες ανταλλάσσοντας τα ενδύματά της με τα σκισμένα ενδύματα ζητιάνων, ενώ κάποια άλλη στιγμή, μη μπορώντας να βοηθήσει διαφορετικά κάποια ζητιάνα που βρέθηκε στο δρόμο της, της έδωσε τον χρυσό σταυρό της. Η ομορφιά και η καλοσύνη της προκάλεσαν το ενδιαφέρον πολλών επιφανών και πλουσίων νέων, οι οποίοι τη ζητούσαν σε γάμο, αλλά εκείνη απέρριπτε όλα τα προξενιά.

Προκειμένου να αποφύγει τον γάμο, εγκατέλειψε το σπίτι της, φεύγοντας για την Κωνσταντινούπολη, και μετά από προσκύνημα στα μοναστήρια και τις εκκλησίες, έφτασε με τα πόδια μέχρι την Ηράκλεια, ούτως ώστε να την χάσουν οι γονείς της. Στην Ηράκλεια έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, και κατόπιν επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Αφού προσκύνησε τα σημεία απ' όπου πέρασε ο Ιησούς Χριστός, μπήκε σε ένα γυναικείο μοναστήρι, όπου έλαβε και την μοναστική κουρά. Μετά από κάποια χρόνια εγκατέλειψε το μοναστήρι για να ζήσει ασκητικό βίο αναχωρητή.

Στην έρημο παρέμεινε επί πέντε χρόνια με νηστεία και προσευχή, παρακαλώντας τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες της. Κάποια ημέρα της παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, ο οποίος την πρόσταξε να εγκαταλείψει την έρημο και να επιστρέψει στην γενέτειρά της. Έφτασε στο λιμάνι της Ιόππης (σημερινή ονομασία Γιάφα), απ' όπου ξεκίνησε για τους Επιβάτες. Όταν έφτασε στους Επιβάτες, η όψη της είχε αλλοιωθεί τόσο πολύ από τις ταλαιπωρίες της ερήμου, ώστε δεν την αναγνώρισε κανένας. Αφού προσκύνησε τους τάφους των γονέων της, ξεκίνησε με τα πόδια για την Κωνσταντινούπολη, όπου και προσκύνησε σε διάφορα μοναστήρια και εκκλησίες. Από την Βασιλεύουσα ξεκίνησε να επιστρέψει στους Επιβάτες αλλά σταμάτησε στην Καλλικράτεια, όπου και έμεινε σε ένα παράπηγμα δίπλα στο ναό των Αγίων Αποστόλων, διακονώντας την εκκλησία. Έτσι παρέμεινε επί δύο χρόνια. Κάποια ημέρα αισθάνθηκε ένα μικρό πόνο στο κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα της ειρηνικά σε ηλικία 27 ετών» (Από Βικιπαίδεια). 

Τι είναι εκείνο στο οποίο κυριολεκτικά αναλώνεται ο σπουδαίος υμνογράφος της αγίας Παρασκευής της νέας, κληρικός Μελέτιος Συρίγος (1585/6-1663/1664), λόγιος συγγραφέας, θεολόγος, υμνογράφος, αλλά και με σπουδές ιατρικής και ρητορικής; Όχι τόσο η εξύμνηση της ζωής της αγίας με παρακολούθηση των ιστορικών στοιχείων του βίου της, (κάτι που κατείχε καλά γιατί είχε ασχοληθεί εκτενώς με την αγία ευρισκόμενος μάλιστα μέσα του 17ου αι. στο Ιάσιο της Ρουμανίας όταν το λείψανό της έφτασε εκεί), όσο η εξύμνηση της ασκητικής διαγωγής της ήδη από τη νεότητά της, τέτοιας που την ανέδειξε σε μεγάλα ύψη αρετής και την έβαλε δοξαστικά στη Βασιλεία των Ουρανών. Πράγματι, ο σοφός υμνογράφος, που θεωρείται ο σπουδαιότερος ιεροκήρυκας της εποχής του, και στους δύο κανόνες που αφιέρωσε για την αγία ενδιαφέρεται πρώτιστα για την προβολή της κατά Χριστόν πολιτείας της, όπως συμβαίνει συνήθως στις ακολουθίες των μεγάλων οσίων της Εκκλησίας. Η άκρα ξενιτεία της, η επιλογή δηλαδή να φύγει από το σπιτικό της και την ιδιαίτερη πατρίδα της, η πτωχεία της, η σωφροσύνη της, η κατά Θεόν απλότητά της, η ατσάλινη και στέρεα βούλησή της να πορεύεται αποκλειστικά και μόνο βάσει των εντολών του Χριστού, η αδιάλειπτη προσευχή της, οι ασκητικές αγώνες της υπέρ τα κοινά μέτρα ακόμη και των ανδρών ασκητών, είναι εκείνα που μαγνητίζουν τον υμνογράφο καθιστώντας τα το κύριο περιεχόμενο του έργου του.

«Ας πούμε με φωνή δυνατή προς αυτήν: χαίρε ο ακλόνητος πύργος της υπομονής και ο πολύφωτος λαμπτήρας της εγκρατείας, χαίρε το εντρύφημα της παρθενίας και το αγλάισμα της σωφροσύνης, χαίρε το καθαρό έσοπτρο της καθαρότητας, η ανεξάντλητη πηγή των δακρύων, το εξαίρετο σκεύος της ταπεινώσεως, η ένθεη ευωδία των αρετών» (Δόξα Λιτής). «Ποιος θα ’χει τη δύναμη να συγκεφαλαιώσει τους πολλούς ιδρώτες της ασκήσεώς σου, Παρασκευή νύμφη του Χριστού, τις γεμάτη δύναμη προσευχές σου, τις αγρυπνίες, τα δάκρυα, αλλά και τη συμπαθή προστασία των αναγκεμένων ανθρώπων;» (ωδή δ΄ β΄ κανόνα).

Χρησιμοποιώντας παραδείγματα διαρκώς και από την Παλαιά Διαθήκη ο ποιητής, με τα οποία επιχειρεί να αναδείξει τη μεγαλωσύνη της, την εντάσσει μέσα στο πλαίσιο των πέντε φρονίμων παρθένων της γνωστής παραβολής του Κυρίου, συνεπώς ανήκοντας στους πιστούς που αγάλλονται εν Κυρίω στη νυφική παστάδα Του, όπως και τη χαρακτηρίζει με τον σπουδαιότερο χαρακτηρισμό που ο Κύριος είπε για όσους είναι δικιά τους η Βασιλεία Του: του μικρού παιδιού. «Αν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται να εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών». «Συστήνοντας ο Κύριος την καθαρότητα της ψυχής και την ακακία της καρδιάς, αφού πήρε στην αγκαλιά Του ένα παιδί και το ευλόγησε, έλεγε, αν δεν γίνετε σαν το παιδί αυτό, δεν θα εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών. Αυτήν την απλότητα έχοντας αποκτήσει εκ βρέφους η πανέντιμη Παρασκευή, ό,τι είχε τα μοίραζε με μεγαλοψυχία στους πτωχούς, χωρίς να κρατάει τίποτε για τον εαυτό της, οπότε συζώντας με την ακεραιότητα αυτή εισήλθε στις ουράνιες μονές με αγαλλίαση ψυχής» (λιτή). «Κοσμημένη, αείμνηστη Παρασκευή, από φρόνηση, όλη την περιουσία σου την έδωσες στα χέρια των πτωχών, έλκοντας έτσι πάνω σου το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό αφού ετοίμασες τη λαμπάδα σου με πλούσιο λάδι και το έκανες να λάμπει από τα κάλλη της παρθενίας, εισήλθες χαίροντας στον νυμφώνα του Κτίστη σου» (ιδιόμελο όρθρου).

Τα αποτέλεσματα μίας τέτοιας ένθεης και εντελώς παράδοξης για τα δεδομένα του κόσμου μας βιοτής, και από το γεγονός ότι την ζει υπέρ φύσιν μία μικρή κοπέλα, καταγράφονται επανειλημμένως από τον σπουδαίο υμνογράφο και βιογράφο της: αφθαρσία του λειψάνου της, θαύματα διαρκή και πάμπολλα, εμφανίσεις της παρηγορητικές, ισχυρό παράδειγμα για τους πιστούς όλων των εποχών! Αλλά εκεί που επιμένει όχι μία φορά ο ποιητής είναι το γνώρισμα κάθε μεγάλου αγίου, από το οποίο εξαρτάται και η ψυχική ισορροπία και του ίδιου αλλά τελικώς και κάθε ανθρώπου στον κόσμο τούτο: η άκρα αγάπη και πόθος και προσήλωση προς το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Είναι αλήθεια που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση για τον εν επιγνώσει πιστό ότι αν ο άνθρωπος δεν προσηλωθεί εξ ολοκλήρου προς το πρόσωπο Εκείνου που είναι ο γεμάτος αγάπη Δημιουργός μας: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος», δεν πρόκειται να βρει την ειρήνη της ψυχής του και την πνευματική ισορροπία του. Πρέπει κανείς να εξαρτήσει εντελώς τον εαυτό του από τον Θεό για να μπορεί στη συνέχεια να τον δει με ορθά μάτια μέσα στον κόσμο τούτο και στις όποιες κτιστές σχέσεις του. «Η ζωή μας είναι κρυμμένη μαζί με τον Χριστό μέσα στον Θεό» σημειώνει ο απόστολος Παύλος, που σημαίνει ότι κέντρο βάρους μας στον κόσμο τούτο δεν είναι τίποτε επίγειο, αλλά ακριβώς Εκείνος που μας δημιούργησε κατ’ εικόνα Του.

Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με την αγία Παρασκευή τη νέα, λέει ο υμνογράφος, γεγονός που εξηγεί όλα τα παράδοξα και υπερφυσικά όπως είπαμε που ζούσε. «Από τη νεότητά σου, σεμνή, απέρριψες κάθε τρυφή της σάρκας και πλούτο και δόξα, σαν εμπόδια ακριβώς πορείας σου προς τον Θεό, και προσκολλήθηκες με έρωτα σ’ Αυτόν μόνον και με τα ένθεα έργα της άσκησης» (ωδή α΄). «Φυλάσσοντας τον νου σου ξένο εντελώς από ό,τι χαρακτηρίζει τον κόσμο της αμαρτίας, ενατένισες τον Παντοκράτορα και Θεό, με τη βοήθεια του Οποίου αφού σώθηκες αναδείχτηκες ως άγαλμα, θεόνυμφη οσία, και γι’ αυτό τώρα κοσμείς με τις θείες χάρες την εκκλησία των πρωτοτόκων» (ωδή δ΄).

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΟΣΜΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΪΟΥΜΑ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΛΩΔΟΣ

«Ο άγιος Κοσμάς (685-περ.750), γεννημένος μάλλον στη Δαμασκό, επειδή έμεινε ορφανός από μικρός, υιοθετήθηκε από τον πατέρα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Σέργιο, ο οποίος ήταν πλούσιος και με κοσμική δόξα, ως υπουργός οικονομικών του χαλίφη των Αράβων. Βλέποντας ο Σέργιος την κλίση και των δύο παιδιών στα γράμματα, προσέλαβε κάποιον άνδρα πολυμαθή και σοφό, Κοσμά και αυτόν στο όνομα, από την Καλαβρία, προκειμένου να τα διδάξει κάθε σοφία, θεία και ανθρώπινη. Πράγματι, οι δύο νέοι, ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διδάχτηκαν από τον Κοσμά τον δάσκαλό τους γραμματική και φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία, όπως και ποίηση και μουσική, και έγιναν αξιοσέβαστοι από όλους. Όποιος μάλιστα θέλει να μάθει την τελειότητα αυτών σε όλα, δεν έχει παρά να την γνωρίσει ακριβώς από τα συγγράμματα που εκπονήθηκαν από αυτούς. Μετά από τις σπουδές τους, πήγαν στη Λαύρα του αγίου Σάββα και έγιναν μοναχοί. Και ο μεν μακάριος Ιωάννης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο δε αξιοσέβαστος Κοσμάς, αφού παρακλήθηκε πολύ από όλη τη Σύνοδο των επισκόπων, προχειρίστηκε επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά. Αφού πολιτεύτηκε λοιπόν καλώς και οδήγησε το ποίμνιό του στους σωτήριους δρόμους της πίστεως, έφθασε σε βαθιά γεράματα, οπότε και αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον άγιο Κοσμά τον ποιητή και μελωδό (συνέθετε όχι μόνον ύμνους, αλλά και τους μελοποιούσε) με πεζό λόγο. Διότι πώς «την κιθάραν του Πνεύματος, την λύραν την ένθεον», «την θεόβρυτον πηγήν» θα μπορέσει να υμνήσει αξίως η πεζότητα του λόγου; Όταν μάλιστα αυτά που μελώδησε ο άγιος Κοσμάς αναφέρονταν στην Αγία Τριάδα, τις μεγάλες Δεσποτικές εορτές του Κυρίου μας, την Υπεραγία Θεοτόκο; Ας θυμηθούμε ότι ο κανόνας των Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται δοξάσατε», ο κανόνας των Θεοφανείων: «Βυθού ανεκάλυψε πυθμένα», ο κανόνας του Πάσχα: «Κύματι θαλάσσης» είναι δικά του πονήματα. 

Ο υμνογράφος του δεν ξέρει πώς να εξυμνήσει όχι μόνον τα ποιήματά του, αλλά και την ίδια την αγία βιοτή του. Μέσα στην απορία του βρίσκει καταφύγιο στις μεγάλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τους μεγάλους Πατριάρχες της: τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, ακόμη δε και τον δίκαιο Άβελ! Δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη τη σύγκριση του αγίου Κοσμά με τον Άβελ. Η επισήμανση του υμνογράφου, ότι και ο άγιος πρόσφερε τις απαρχές των λόγων του στον Θεό, όπως ο Άβελ τα καλύτερα ζώα του, σημαίνει αφενός τη βαθειά αγάπη του αγίου προς Εκείνον – ο Θεός ήταν η προτεραιότητά του – και αφετέρου ότι η εκκλησιαστική ποίηση και υμνωδία για τον άγιο δεν ήταν πάρεργο. Πέρα από τα ποιμαντικά καθήκοντά του, αφιέρωνε αρκετό χρόνο για να υμνολογήσει με ωραίο τρόπο τα πάθη του Κυρίου, τα θαύματά Του, τις συμπεριφορές των αγίων και μάλιστα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και τούτο γιατί γνώριζε ο άγιος ότι δεν αρκεί μόνον να εξαγγείλει την πίστη του Χριστού, αλλά να την εξαγγείλει και με τρόπο, που θα γίνει περισσότερο αποδεκτή από τους πιστούς. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η Εκκλησία μας εισήγαγε στη λατρεία της την ποίηση και την υμνωδία. Οι λόγοι ήταν καθαρώς ποιμαντικοί και όχι βεβαίως πρωτίστως αισθητικοί. Ώστε και το περιεχόμενο, αλλά και η μορφή παίζει ρόλο στην προσφορά του ευαγγελίου. 

Ας κάνουμε τον παραλληλισμό: ο γνωστός και μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος (δεν μας ενδιαφέρουν εν προκειμένω οι θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις του) είχε αναφέρει σε παλαιά εκπομπή στην τηλεόραση ότι ένας από τους λόγους που ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης πήρε ακριβώς το νόμπελ λογοτεχνίας, ήταν και το γεγονός ότι οι Σουηδοί, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι, είχαν γνωρίσει την ποίησή του από τη μελοποίηση σπουδαίων έργων του, π.χ. το «Άξιόν εστι», από τον μεγαλοφυή βεβαίως ως προς το μουσικό του χάρισμα Μίκη Θεοδωράκη. Η μουσική δηλαδή έγινε γέφυρα επικοινωνίας του μεγάλου πλήθους του κόσμου προς την ίδια την ποίηση.

12 Οκτωβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

«Η αγία και οικουμενική εβδόμη Σύνοδος έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (787), για δεύτερη φορά (η πρώτη έγινε το 325 όταν συνήλθαν οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου), επί Κωνσταντίνου βασιλέως και της μητέρας του Ειρήνης, και επί Αδριανού πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανού Αλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Αντιοχείας και Ηλία Ιεροσολύμων. Οι πατέρες που συναθροίστηκαν τότε ήταν τριακόσιοι εξήντα πέντε. Αυτοί όλοι συνήλθαν  κατά των εικονομάχων και αναθεμάτισαν εγγράφως κάθε αίρεση, όπως και τους αρχηγούς των αιρέσεων, έπειτα και όλους τους εικονομάχους. Εγγράφως εξέθεσαν και κατέγραψαν ότι όποιος δεν προσκυνά τις άγιες εικόνες είναι ξένος προς την πίστη των ορθοδόξων, ότι η τιμή της εικόνας διαβαίνει προς το πρωτότυπο και ότι αυτός που προσκυνά και τιμά την εικόνα προσκυνά σ’ αυτήν την υπόσταση του εικονιζομένου. Κι αφού διέταξαν τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο και ισχυροποίησαν την ορθόδοξη πίστη, ο καθένας απήλθε στη δική του επισκοπή».

Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν το ανώτερο και σπουδαιότερο όργανο που διαθέτει η Εκκλησία του Χριστού, προκειμένου να εκφράζει και να διατυπώνει  την πίστη και τη ζωή της, να καταδικάζει κάθε προσπάθεια αλλοίωσης της πίστης και της ζωής αυτής, δηλαδή την αίρεση, όπως βεβαίως και να καθορίζει τα πρακτικά πλαίσια πορείας της. Η έκφραση της πίστεως, όταν βεβαίως δίνεται η αφορμή με την εμφάνιση μίας αίρεσης, οπότε τότε διακυβεύεται η πίστη – κάτι που αποκαλύπτει ότι η οικουμενική σύνοδος, μολονότι θεσμικά κατοχυρωμένη,  συνιστά έκτακτο και χαρισματικό γεγονός –  γίνεται με τους "όρους" ή τα "δόγματα", ενώ  ο καθορισμός των πρακτικών πλαισίων ζωής γίνεται με τους "κανόνες". Με απλά λόγια μία οικουμενική  σύνοδος συνιστά το στόμα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι αποφάσεις της είναι απολύτως υποχρεωτικές για κάθε μέλος αυτής, που σημαίνει ότι με την υπακοή του μέλους  διακρατείται ζωντανή η κοινωνία του με την Εκκλησία, άρα περαιτέρω διακρατείται ζωντανή η κοινωνία με τον ίδιο τον Χριστό και τους αγίους αποστόλους Του. Διότι βεβαίως ο αγώνας των Πατέρων που συγκροτούν την οικουμενική σύνοδο είναι πώς να παρουσιάσουν ό,τι η Εκκλησία ζει: τον Χριστό και το Πνεύμα Του. Εκεί μάλιστα που ο πιστός λαός, κληρικοί και λαϊκοί, διαγιγνώσκει ότι η Σύνοδος δεν εξέφρασε ό,τι οι απόστολοι κήρυξαν, εκεί διαμαρτύρεται και αρνείται την υπακοή, και με την έννοια αυτή ο πιστός λαός θεωρείται τελικώς ως ο φύλακας της ορθόδοξης πίστης.

Ο υμνογράφος  καταγράφει την παραπάνω αλήθεια και για τους Πατέρες της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου. «Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φύλακες γεγόνατε Άγιοι Πατέρες». Ο αγώνας τους ήταν πώς να μείνουν στην ακρίβεια της παράδοσης των Αποστόλων και των προ αυτών Πατέρων. Και γι’  αυτό, το πρώτο που έκαναν στη σύνοδο ήταν να καταδικάσουν πρώτα και αυτοί τον Άρειο, τον Μακεδόνιο, τον Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους άλλους προγενέστερους αιρεσιάρχες. «Της γαρ αγίας Τριάδος το ομοούσιον ορθοδόξως δογματίσαντες, Αρείου το βλάσφημον συνοδικώς κατεβάλετε. Μεθ’  όν και Μακεδόνιον Πνευματομάχον απελέγξαντες, κατεκρίνατε Νεστόριον, Ευτυχέα και Διόσκορον, Σαβέλλιόν τε και Σεβήρον, τον Ακέφαλον». Πόσο άμεσα φαίνεται τούτο από το γεγονός ότι ορισμένοι ύμνοι είναι ακριβείς επαναλήψεις της ακολουθίας των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου! Νομίζει κανείς σε πρώτο άκουσμα ότι έγινε κάποιο λάθος: «Όλην συγκροτήσαντες την της ψυχής επιστήμην, και τω θείω Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι, το ουράνιον και σεπτόν Σύμβολον οι σεπτοί Πατέρες θεογράφως διεχάραξαν». Κι όμως! Είναι τέτοια η πεποίθηση ότι οι της Ζ΄ Συνόδου Πατέρες βρίσκονται στην ίδια πορεία με τους της Α΄ Συνόδου, ώστε σαν να «σβήνεται» το παρόν και να ακούγεται το παρελθόν ως παρόν. Η ταυτότητα της πίστεως όλων των Πατέρων στο απόγειό τους.

Ποια η αίρεση την οποία κατεδίκασε η Ζ΄  Οικουμενική Σύνοδος και η οποία συνόψιζε τις προγενέστερες αιρέσεις; Η εικονομαχία, η εναντίωση στις εικόνες, η άρνηση δηλαδή της δυνατότητας εξεικονισμού του Χριστού. Διότι η άρνηση αυτή σήμαινε ότι ο Χριστός δεν ήταν πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, "φάνηκε" ως άνθρωπος, συνεπώς η εικονομαχία συνέχιζε και διαιώνιζε με άλλον τρόπο τον μονοφυσιτισμό, ή από άλλη όψη τον νεστοριανιασμό. Στο βάθος της δηλαδή η εικονομαχία συνιστούσε χριστολογική αίρεση. Έτσι ενώ φαινόταν «λογική» η πολεμική κατά των εικόνων: να μην ξεπέσουμε σε ειδωλολατρία, στην ουσία ήταν άρνηση του Χριστού, που σημαίνει ότι η αποδοχή των εικόνων του Χριστού αποτελούσε το πιο κραυγαλέο κήρυγμα πίστεως στην ενανθρώπησή Του. «Διά τούτο την αληθινήν πίστιν κρατούσα η Εκκλησία, ασπάζεται την εικόνα της Χριστού ενανθρωπήσεως». Και βεβαίως εννοείται ότι ο εξεικονισμός του Χριστού αναφερόταν στο περιγραπτό της ανθρώπινης φύσεώς Του και όχι της θεϊκής. Το θείο πράγματι δεν εξεικονίζεται, γι’  αυτό και όποια προσπάθεια ζωγραφικής αποδόσεως της αγίας Τριάδος δεν βρίσκεται μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Η αγία Σύνοδος μάλιστα μνημόνευε και τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, τον οποία χρησιμοποίησε και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο θεολόγος των εικόνων, ότι «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», για να τονίσει δηλαδή ότι δεν τιμάται το ξύλο ή το χρώμα της εικόνας, αλλά το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Κι εννοείται τέλος ότι οι εικόνες της Παναγίας και των αγίων γίνονταν αποδεκτές, διότι οι άγιοι είναι οι κατεξοχήν φίλοι του Χριστού, συνεπώς τιμώντας αυτούς τον Χριστό τελικώς τιμάμε.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 5-15)

 «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη. ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

«Εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει το σπόρο του. Και ενώ αυτός έσπερνε, ένας σπόρος έπεσε δίπλα στην οδό και καταπατήθηκε, και τον κατάφαγαν  τα πετεινά του ουρανού. Και άλλος κατάπεσε πάνω στην πέτρα και, όταν φύτρωσε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε υγρασία. Και άλλος έπεσε στο μέσο των αγκαθιών και, όταν τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί του, τον απόπνιξαν. Και άλλος έπεσε στη γη την αγαθή και, όταν φύτρωσε, έκανε καρπό εκατονταπλάσιο». Λέγοντας αυτά, φώναζε: «Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». Τον ρωτούσαν λοιπόν οι μαθητές του τι μπορεί να σημαίνει αυτή η παραβολή. Εκείνος είπε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους λοιπούς λέγονται με παραβολές, για να μη βλέπουν βλέποντας και να μην καταλαβαίνουν ακούγοντας». «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα, οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα και απομακρύνονται σε καιρό πειρασμού. Εκείνο όμως που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι όσοι άκουσαν, αλλά επειδή πορεύονται κάτω από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, συμπνίγονται και δεν φέρουν καρπό σε πλήρη ωριμότητα. Εκείνο που έπεσε στην καλή γη είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά καλή και αγαθή, όταν ακούσουν το λόγο, τον κατέχουν και καρποφορούν με υπομονή».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

(Τίτ. 3, 8-15)

«Πιστός ὁ λόγος καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῶ Θεῶ. Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις˙ μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο˙ εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι. Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος. Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρός σε ἤ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν˙ ἐκεῖ γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τόν νομικόν καί Ἀπολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδέν αὐτοῖς λείπῃ. Μανθανέτωσαν δέ καί οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τάς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μή ὦσιν ἄκαρποι. Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ’ ἐμοῦ πάντες. Ἄσπασαι τούς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. Ἡ χάρις μετά πάντων ὑμῶν. Ἀμήν».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

«Αυτά τα λόγια είναι αξιόπιστα και θέλω να τα βεβαιώνεις με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά και τα χρήσιμα στους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος, να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις σε γενεαλογικούς καταλόγους, τις φιλονικίες και τις διαμάχες γύρω από τις διατάξεις του ιουδαϊκού νόμου, γιατί αυτά είναι ανώφελα και μάταια. Τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανημένες διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μία δύο φορές, κι αν δεν ακούσει άφησέ τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί κι αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του. Όταν θα σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, έλα το συντομότερο να με συναντήσεις στη Νικόπολη, γιατί εκεί αποφάσισα να περάσω τον χειμώνα. Τον Ζηνά τον νομικό και τον Απολλώ, να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα με ό,τι χρειάζονται για το ταξίδι τους, ώστε να μην τους λείπει τίποτα. Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για ν’ αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη. Σε χαιρετούν όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε τους πιστούς που μας αγαπούν. Η χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν».

ΤΟ ΚΑΛΟ, ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΚΑΙ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ!

«Το να θαυμάζει κανείς τους κόπους των Αγίων είναι καλό. Το να ζηλεύει να τους μιμηθεί είναι σωτήριο. Αλλά το να θέλει διαμιάς να τους μιμηθεί είναι παράλογο και ακατόρθωτο» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. δ΄, 34).

Πρέπει να είσαι προσγειωμένος: να έχεις επίγνωση δηλαδή της πνευματικής πραγματικότητάς σου, των μέτρων και των ορίων σου. Άλλο τι θέλω και τι οραματίζομαι στην πνευματική ζωή, και άλλο αυτό που συνιστά την πραγματικότητα. Μπορεί να οραματίζομαι π.χ. να διαπλεύσω το πέλαγος της Σαρακοστής με τη νηστεία που έχει θεσπίσει η Εκκλησία μας: την αληθινή νηστεία ως εγκράτεια τροφών αλλά και παθών, και να βλέπω ότι όταν έρχεται η ώρα του φαγητού «δεν κρατιέμαι» με τίποτε: θέλω να καταβροχθίσω τα πάντα, έστω και τα νηστίσιμα. Μπορεί να οραματίζομαι να γίνω μάρτυρας του Κυρίου, να δώσω και το αίμα μου για χάρη Του, και να εξαγριώνομαι και με τον παραμικρό έλεγχο που μου ασκούν ή την παραμικρή προσβολή. Είμαι λοιπόν πολύ… χώμα ακόμη. Κι αυτό θα πει: να είμαι ρεαλιστής, μετρώντας σωστά τον εαυτό μου. Να γίνω σωστός παρατηρητής του εαυτού μου, δηλαδή λίγο… ταπεινός!

Η αλήθεια είναι ότι η χριστιανική ζωή, το «ακολουθείν» δηλαδή τον Κύριο, είναι τα υψηλά. Και κτίζεται σιγά σιγά. Ποτέ δεν μπορείς «διαμιάς να μιμηθείς τους αγίους». Γιατί αυτοί δούλεψαν μεθοδικά πάνω στον εαυτό τους – υπάρχουν βέβαια και οι λίγες εξαιρέσεις με μία εξαιρετική χάρη που δέχτηκαν από τον Κύριο και την αξιοποίησαν - , «έδωσαν αίμα και έλαβαν Πνεύμα», οπότε και στεφανώθηκαν από τον Κύριο. Ο ίδιος ο Κύριος δεν είπε ότι η ακολουθία Του συνιστά σταυρό που έχει ως όρο την απάρνηση του εαυτού; Σταυρός και ευκολία δεν συνυπάρχουν. «Τι στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν»!

Άκου και τι λέει επ’ αυτού ένας άλλος μεγάλος ασκητικός Δάσκαλος, ο όσιος Διάδοχος Φωτικής: «Σιγά σιγά καθαρίζεται η ψυχή ώσπου να φτάσει στην τέλεια κάθαρση». Και το παράδειγμα που φέρνει: «Τον χειμώνα, όταν σταθεί κανείς στο ύπαιθρο και βλέπει προς την ανατολή το πρωί, το μπροστινό μέρος του σώματός του ζεσταίνεται λίγο από τον ήλιο, όχι όμως και το πίσω μέρος, γιατί δεν είναι ο ήλιος κατακόρυφα από πάνω του. Έτσι και εκείνοι που αρχίζουν να δέχονται την ενέργεια του Πνεύματος, θερμαίνονται λίγο στην καρδιά από τη θεία χάρη και γι’ αυτό ο νους τους αρχίζει να καρποφορεί πνευματικά νοήματα. Φανερά όμως μέρη της καρδιάς τους μένουν ακόμη με το σαρκικό φρόνημα, επειδή δεν καταφωτίζονται ακόμα όλα τα μέλη της καρδιάς με βαθιά αίσθηση από την αγία χάρη».  

Λοιπόν μην είσαι παράλογος επιθυμώντας το ακατόρθωτο. Βάδιζε  τη νόμιμη οδό και κάποια ώρα ίσως με τη χάρη του Θεού να φτάσεις και τους μεγάλους αγίους: θαύμαζε τους κόπους τους· ζήλευε τον τρόπο της ζωής τους ώστε να τους μιμείσαι όσο μπορείς.

Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι άγιοι συμφωνούν στο ότι «αρετή που δεν κατακτήθηκε με κόπο, δεν είναι αρετή».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΡΟΒΟΣ, ΤΑΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν όταν ύπατος στη Ρώμη ήταν ο Διοκλητιανός και ηγεμόνας ο Φλαβιανός. Και ο μεν Τάραχος ήταν προχωρημένος στην ηλικία, Ρωμαίος στο γένος, και Στρατιώτης στο επάγγελμα. Ο δε Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ενώ ο Ανδρόνικος από την πόλη των Εφεσίων της Ιωνίας. Κατά τους διωγμούς που είχαν τότε ξεσπάσει κατά των Χριστιανών, συνελήφθησαν και οι τρεις. Και του μεν Τάραχου συνέτριψαν με πέτρες τα σαγόνια και τον αυχένα, κατέκαψαν τα χέρια με φωτιά, και τον ανήρτησαν πάνω σε ξύλο, μέσα σε πνιγηρό καπνό. Στη συνέχεια, του έβαλαν ξύδι στα ρουθούνια και του υπέκαψαν τους μαστούς με πυρακτωμένες σούβλες. Του έκοψαν με ξυράφι τα αυτιά, του έγδαραν το κεφάλι, τον έριξαν στα θηρία, και τέλος, αφού τον έκοψαν σε κομμάτια με μαχαίρι, παρέθεσε στον Θεό την ψυχή του. Ο δε γενναίος Πρόβος κτυπήθηκε πρώτα με ωμά νεύρα. Έπειτα, του έκαψαν τα πόδια  με πυρακτωμένα σίδερα και τον ανήρτησαν σε ξύλο. Εκεί του κατέκαψαν την πλάτη και τα πλευρά με πυρωμένες σούβλες, όπως και με άλλες σούβλες του τρύπησαν τις κνήμες. Και τέλος, αφού  έκαναν και αυτόν κομμάτια με μαχαίρια, έφτασε στο μακάριο τέλος. Ο θεϊκός δε Ανδρόνικος αναρτήθηκε σε ξύλο, χαρακώθηκε στις κνήμες με κοφτερά σίδερα και κατατρυπήθηκε στα πλευρά. Έπειτα, οι δήμιοι του έτριψαν τις πληγές με αλάτι, του έκοψαν τη γλώσσα και τα χείλη, και αφού του κατέκοψαν όλο το σώμα σχεδόν  με μαχαίρια, παρέδωσε και αυτός το πνεύμα στα χέρια του Θεού».

Έχουμε την εντύπωση ότι αν γυριζόταν σε ταινία το μαρτύριο των τριών αυτών αγίων μαρτύρων, θα απαγορευόταν η είσοδος σε ανηλίκους. Διότι και μόνον η ανάγνωση των μαρτυρίων που πέρασαν, προκαλεί «σοκ», όπως λέμε, σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, η οποία διατηρεί έστω και ψήγματα κάποιας ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Οι τρομεροί δήμιοι του σκληρότερου από όλους αυτοκράτορα που δίωξε τους χριστιανούς, του Διοκλητιανού, πρέπει να εξάντλησαν όλη τη φαντασία τους, προκειμένου να εφεύρουν όλες αυτές τις τιμωρίες κατά των αγίων μαρτύρων. Διότι και τι δεν χρησιμοποίησαν, για να κάμψουν το φρόνημά τους και να τιμωρήσουν την «αυθάδειά» τους, να μην υπακούνε δηλαδή στις διαταγές του αυτοκράτορα και να μη θέλουν να τον παραδεχτούν ως «θεό»;  Κι όλα αυτά βεβαίως φανέρωναν αφενός τον δαιμονισμό των διωκτών – μόνον όργανα του διαβόλου, που καθοδηγούνταν από αυτόν μπορούσαν να κάνουν τέτοια πράγματα – αφετέρου τη χαρισματική δύναμη την οποία είχαν οι μάρτυρες του Χριστού. Διότι μόνον ένας που έχει τη χάρη Εκείνου, μπορεί να υπομένει τέτοια και τόσα βασανιστήρια, χωρίς να παύει όμως – δεν θα πάψουμε να σημειώνουμε την αλήθεια αυτή – να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του! Όπως το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν».

Η ενεργούσα αυτή χάρη του Χριστού στην καρδιά και το σώμα των αγίων μαρτύρων, που τους έδινε τη δύναμη να υπομένουν τα βάσανα, χωρίς να υποστέλλουν όμως και την αγάπη τους, είναι ακριβώς και το «μυστικό» της ζωής κάθε χριστιανού μάρτυρα, αλλά και κάθε γενικά χριστιανού. Διότι δεν υπάρχει χριστιανός, χωρίς να ζει με τη χάρη αυτή, είτε ζει σε ειρηνικούς καιρούς είτε σε εποχή διωγμών. Θέλουμε να πούμε ότι αν υπάρχει χριστιανός, που δεν ζει με τη χάρη της αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ακόμη και τον εχθρό, τότε δεν είναι χριστιανός. Είναι από αυτούς που χαρακτηρίζονται «χριστιανοί της ταυτότητας». Δεν είναι το όνομα και ο τίτλος που κάνει κάποιον χριστιανό – είναι αυτονόητο πια αυτό -  αλλά η πράξη της ίδιας της ζωής. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» είπε ο Κύριος. Χριστιανός λοιπόν είναι εκείνος που η καρδιά του φλέγεται από την αγάπη του Χριστού, συνεπώς η ζωή του είναι προσκολλημένη σ’  Εκείνον, δίνοντάς του τη δύναμη να υπερβαίνει όλες τις αντιξοότητες της ζωής. Πώς το έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα;…Ουδέν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο υμνογράφος των αγίων τριών μαρτύρων σήμερα. Δεν μπορεί αλλιώς να εξηγήσει το μεγαλείο τους, τον ηρωισμό τους, το ακαταγώνιστο φρόνημά τους, παρά κάτω από την οπτική της πυρακτωμένης αγάπης τους προς τον Χριστό. «Τω πόθω φλεγόμενοι Χριστού, αθλοφόροι ένδοξοι, ακαταγώνιστοι ώφθητε∙ ξίφος ου κάμινος, ου θυμός τυράννων, ου ποιναί κολάσεων, ου θάνατος υμάς εξεφόβησεν» - καθώς φλεγόσασταν από τον πόθο του Χριστού, ένδοξοι αθλοφόροι, φανήκατε ακαταγώνιστοι. Δεν σας φόβησε ούτε το ξίφος ούτε το καμίνι ούτε ο θυμός των τυράννων ούτε οι τιμωρίες των βασανιστηρίων ούτε ο θάνατος.

Η παραπάνω πραγματικότητα, ότι δηλαδή χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα, αποτελεί και το κριτήριο και της δικής μας βεβαίως εποχής. Ό,τι ίσχυε πάντοτε ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζω κατά του Θεού, να βλασφημώ τον Θεό, να βλασφημώ την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαι έτοιμος να ρίξω στην πυρά κάθε έναν που μου δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μου. Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους διώκτες, έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου