Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θείο Κήρυγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θείο Κήρυγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

05 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«῞Ο δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2, 20)

 ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος συχνά στίς ἐπιστολές του προβάλλει τά προσωπικά του βιώματα ἀπό τή σχέση του μέ τόν Χριστό - ἀφότου ᾽Εκεῖνος τόν ἐλέησε καί τόν κάλεσε ὡς ἀπόστολό Του - προκειμένου νά διδάξει καί νά καθοδηγήσει τούς πιστούς καί τούς μαθητές του στούς ὁποίους ἀπευθύνεται. ῾Ο λόγος του δέν εἶναι ἕνας ξερός δασκαλίστικος λόγος, γιατί θά σημειώσει ἀλλοῦ ὅτι δέν εἶναι ὁ ἴδιος ἕνας ἁπλός παιδαγωγός, ἀλλά ὁ πατέρας πού πονάει μέχρις ὅτου δεῖ νά γεννιέται στίς καρδιές τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν ὁ Σωτήρας Χριστός. Στόν Χριστό πάντοτε παραπέμπει, ᾽Εκεῖνον προβάλλει ὡς τόν μοναδικό Σωτήρα τῶν ἀνθρώπων, κι ἐπιβεβαιώνει τή σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ Χριστού ἀπό τό τί Αὐτός ἔφερε στή δική του ζωή: νά φύγει ἀπό τή δουλεία τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὁ ὁποῖος βεβαίως λειτουργοῦσε παιδαγωγικά μέχρις ὅτου ἔλθει ὁ Χριστός, καί νά ζεῖ μέσα στήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Αὐτήν τήν ἀλήθεια πού συνιστᾶ προσωπικό του βίωμα προβάλλει καί στήν ἐπιστολή του πρός Γαλάτας. Συνεχόμενος ἀπό τήν ἀγωνία γιά τή σωτηρία τους, μπροστά στόν κίνδυνο ἀλλοιώσεως τοῦ εὐαγγελίου πού τούς κήρυξε ἀπό τούς ᾽Ιουδαιοχριστιανούς, μαρτυρεῖ: «Ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου».

1. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: «τά ἀρχαῖα παρῆλθε. ᾽Ιδού γέγονε καινά τά πάντα».  Ἡ ζωή πού ζεῖ τώρα, ἀφότου γνώρισε τόν Χριστό, εἶναι μία ζωή διαγραφῆς καί ὑπέρβασης τοῦ παρελθόντος. ῞Ο,τι συνιστοῦσε ζωή του στό παρελθόν, ὅ,τι εἶχε θεωρήσει ὡς κάτι σημαντικό, ἀκόμη κι ὁ ἴδιος ὁ Μωσαϊκός Νόμος, ὁ δοσμένος στούς ᾽Ιουδαίους ἀπό τόν Θεό, αὐτό ἔχει πιά νεκρωθεῖ. Μπροστά στόν Χριστό καί τή ζωή μέ ᾽Εκεῖνον, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ σκοπός ὅλων, τά πάντα θεωροῦνται ἕνα τίποτε. Θά τό πεῖ μέ ἔνταση σέ ἄλλο σημεῖο: ῞Ολα τά θεωρῶ σκουπίδια, προκειμένου νά κερδίσω τόν Χριστό. «῾Ηγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω». ῾Η ζωή του πιά βασίζεται στήν πίστη του στόν Χριστό. ῾Ο Χριστός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού τόν ἀγάπησε, πρόσφερε τή ζωή Του γιά τόν ἴδιο, ὁ ἴδιος βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὡς συσταύρωση μέ Αὐτόν, συνεπῶς ἔχοντας σχέση ταυτίσεως μέ ᾽Εκεῖνον. «Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».

2. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἀτομικό βίωμα τοῦ ἀποστόλου. Κάτι τέτοιο πιθανόν νά μή μᾶς ἐνδιέφερε. Αὐτό πού μαρτυρεῖ ἐκφράζει τό βίωμα κάθε πιστοῦ τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται ἐν Χριστῷ καί γίνεται μέλος ᾽Εκείνου. ῾Ο κάθε πιστός δηλαδή εἶναι ὀργανικά δεμένος μέ τόν Κύριο, ὡς τό μέλος ἔναντι τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς. Τό βάπτισμα συνιστᾶ τή χαρισματική στιγμή τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν Χριστό, διά τοῦ βαπτίσματος  πεθαίνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί γεννιέται ὁ νέος ὁ ἐν Χριστῷ, ὁπότε κάθε πιστός πιά ἀποτελεῖ καί μία προέκταση τοῦ Χριστοῦ, κλαδί στό δένδρο ᾽Εκείνου, κατά τήν εἰκόνα πού ὁ ῎Ιδιος μᾶς ἀπεκάλυψε. «᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα». Αὐτό πού λέει λοιπόν ὁ ἀπόστολος ἐκφράζει τό ἐκκλησιαστικό του βίωμα: ὅ,τι ζεῖ μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Νιώθει ταυτισμένος μέ τόν Κύριο, ἕνα μέ Αὐτόν, γιατί αὐτήν τή χάρη ἔδωσε καί δίνει ὁ Κύριος καί  γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε στόν κόσμο: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν», μέ ᾽Εκεῖνον καί μεταξύ τους. «᾽Εγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί».

Κι ἴσως πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ τή ῾βλασφημία᾽ κάποιων ψυχολόγων, οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας προφανῶς συνείδηση τοῦ τί λένε, θεωροῦν τήν ταύτιση αὐτή τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Χριστό ὡς ψυχολογικό ἐνδιάμεσο, προκειμένου νά προχωρήσουν στήν ἀπόκτηση τῆς δικῆς τους ταυτότητας. Πρόκειται γιά τό λεγόμενο φαινόμενο τοῦ ψυχολογισμοῦ, κατά τό ὁποῖο τά πάντα κρίνονται μέ κριτήρια ψυχολογικῶν ἀρχῶν, συνεπῶς μέ κριτήρια ἀνθρώπινα. ᾽Αλλά τοῦτο δέν συνιστᾶ ἀκριβῶς βλασφημία; ᾽Ακόμη δηλαδή καί τά πνευματικά γεγονότα νά προσεγγίζονται κάτω ἀπό τόν ὁλοκληρωτισμό ἀνθρωπίνων ἀρχῶν; «Ὁ πνευματικός πάντα ἀνακρίνει», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «αὐτός δέ ὑπ᾽ οὐδενός ἀνακρίνεται». Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά βάλει στό ῾μικροσκόπιο᾽ τοῦ περιορισμένου ἀνθρωπίνου νοῦ ὅ,τι ἀποτελεῖ ἐνέργεια καί χάρη τοῦ Θεοῦ; «Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» Συνεπῶς ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό ἔχει χαρακτήρα μυστηριακό, προσφέρεται ὡς χάρη Θεοῦ στόν  ἄνθρωπο πού βαπτίζεται καί χρίεται, κι ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή διακρατήσεως καί αὐξήσεως τῆς χάρης αὐτῆς.

3. Κι ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος ἔρχεται νά μᾶς διευκρινίσει τά στοιχεῖα τοῦ μυστηριακοῦ καί πνευματικοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματός του: (1) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό προϋποθέτει τόν θάνατο τοῦ ῾ἐγώ᾽, κάτι πού ἐξηγεῖ τό τί σημαίνει συσταύρωση μέ τόν Χριστό.  «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ», λέει, «ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός». Δέν μπορεῖ δηλαδή κανείς, ἔστω κι ἄν εἶναι βαπτισμένος, νά παραμένει ἐν Χριστῷ, ἐφόσον τό ῾ἐγώ᾽ του εἶναι ζωντανό καί ἐνεργό. Καί τί σημαίνει ῾ἐγώ᾽; ῎Οχι βεβαίως τή συναίσθηση τῆς ἀτομικότητάς μας, ἀλλά αὐτό πού ἐξηγεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: τή φιλαυτία καί τόν ἐγωϊσμό, συνεπῶς τήν ἴδια τήν ἁμαρτία. Τό ῾ἐγώ᾽ ἐν προκειμένω ταυτίζεται μέ τό ἁμαρτωλό φρόνημα καί ὅ,τι ἔχει ὡς παρακλάδια: τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία. ῎Ετσι δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει ὁ Χριστός μέ τήν ἁμαρτία. Πρέπει νά πεθάνει τό ἁμαρτωλό φρόνημα, ὁ παλαιός, ὅπως εἴπαμε, ἄνθρωπος, γιά νά φανερωθεῖ ὁ νέος ἐν Χριστῷ, πού κύρια γνωρίσματα ἔχει τήν ἐγκράτεια, τήν προσφορά ἐν ἀγάπῃ στόν  συνάνθρωπο, τήν ταπείνωση.

(2) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό βιώνεται πάντοτε «νῦν», τώρα. Αὐτό πού ζῶ τώρα, λέει ὁ ἀπόστολος. ῞Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης καί τῆς διαγραφῆς τοῦ παρελθόντος - τό ἐξηγήσαμε παραπάνω - ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης τοῦ πειρασμοῦ τοῦ μέλλοντος. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός τή χριστιανικότητά του τήν ζεῖ στό ἐδῶ καί στό τώρα. Τό τώρα τοῦ δίνει ὡς εὐλογία ὁ Θεός γιά νά ἐργάζεται τή μετάνοιά του – «ἔδωκα χρόνον ἵνα μετανοήσῃ» λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη - κι ὄχι τό χθές ἤ τό αὔριο. ῎Αλλωστε τό χθές παρῆλθε, ἐνῶ τό αὔριο εἶναι ἄδηλο ἄν θά ἔλθει. «Μή μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον», λέγει ὁ Κύριος. «᾽Αρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς». Τό τώρα λοιπόν εἶναι τό πεδίο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, αὐτό πού ὁ Κύριος προσφέρει γιά νά φανερώσει κανείς τούς καρπούς τῆς ὀργανικῆς σχέσεώς του μέ ᾽Εκεῖνον.

Καί (3) ἡ ἑνότητα μέ τόν Κύριο βιώνεται «ἐν σαρκί». Κανείς δέν μπορεῖ δηλαδή νά εἶναι χριστιανός ἔξω ἀπό τό σῶμα του ἤ παραθεωρώντας τό σῶμα του. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη κατανοεῖται μέ τρόπο ψυχοσωματικό, συνεπῶς μία χριστιανική ζωή ἐκτός σώματος δέν συνιστᾶ χριστιανική ζωή. ῞Οταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνοντας σῶμα καί ψυχή, αὐτό σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τή βάση αὐτή. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ σωματικότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ γιά τήν ᾽Εκκλησία μας τό καίριο κριτήριο ὀρθῆς πίστεως. «Πᾶς μή ὁμολογῶν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν», βροντοφωνάζει ὁ ἀπόστολος ᾽Ιωάννης. ῎Ετσι ἀφενός κατανοεῖ κανείς τήν ἐπιμονή τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τή συμμετοχή τοῦ σώματος στήν πνευματική ζωή, μέ τίς διάφορες νηστεῖες, τίς γονυκλισίες, τήν ἐν γένει ἐγκράτεια, προκειμένου νά καταπολεμηθεῖ τό ἁμαρτωλό φρόνημά της ὡς στροφή πρός τά πάθη, ἀφετέρου δέν γίνεται ἀποδεκτή μία πνευματικότητα ῾ἐξωσωματικῶν᾽  ἐμπειριῶν. Οἱ διάφορες ῾ἐξωσωματικές᾽  ἐμπειρίες, ἐκεῖνες πού ὅπως εἴπαμε παραθεωροῦν τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά νά παραπέμψουν σέ κάποια εἴδη ῾πνευματικῆς᾽ ζωῆς, δέν ἐντάσσονται μέσα στήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἐκκλησιαστική παράδοση, γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ μεγάλη ἐπιφύλαξη καί προσοχή.

῾Ο ἀπόστολος Παῦλος γιά μία ἀκόμη φορά καταθέτει τόν ἑαυτό του καί μᾶς καλεῖ νά τόν μιμηθοῦμε. Νά τόν μιμηθοῦμε ὄχι μέ τήν ἔννοια νά ἀναζητήσουμε κάτι ἔξω ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά νά ζήσουμε αὐτό πού ἤδη μᾶς ἔχει δοθεῖ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Κάποτε πρέπει νά πιστέψουμε στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς καί στήν ἤδη ἐγγύτητά Του πρός τόν καθένα μας. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ζωή πού μᾶς ἀνήκει, ἀρκεῖ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι τό ἐγώ μας, μέ τόν τρόπο πού ἐξηγήσαμε,  εἶναι καί τό κεντρικό πρόβλημα πού δέν μᾶς ἀφήνει νά ζήσουμε αὐτό πού εἴμαστε: μέλη Χριστοῦ.

22 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΓ. ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ)

«Τό Εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾽ ἐμοῦ οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον...ἀλλά δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 1, 11.12)

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στή βεβαιότητα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου πού κήρυξε στούς Γαλάτες δέν τό ἄκουσε καί δέν τό παρέλαβε ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά μέ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Πρός ἐπίρρωση μάλιστα τῆς βεβαιότητός του αὐτῆς φέρνει τήν προγενέστερη ζωή του, πῶς δηλαδή ἀπό ζηλωτής τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καί διώκτης γι᾽ αὐτό τῶν χριστιανῶν μεταστράφηκε καί ἔγινε ὁ ἴδιος ἔνθερμος πιστός τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἀπόστολός Του στά ἔθνη, κάτι πού σφραγίστηκε ἀπό τήν ἐπικοινωνία του καί μέ τούς ἀποστόλους μαθητές τοῦ Κυρίου, ἰδίως τόν Πέτρο καί τόν ᾽Ιάκωβο.

1. Τό Εὐαγγέλιο βεβαίως γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ δηλαδή ὡς ἀνθρώπου στόν κόσμο. ῾Η γέννησή Του ἀπό τήν Παρθένο Μαρία συνιστᾶ τήν πιό χαρμόσυνη ἀγγελία, αὐτό τό ἴδιο τό εὐαγγέλιο. ῞Ο,τι εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπαρχῆς ἀπό τόν Θεό στούς πρωτοπλάστους μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία μέ τό λεγόμενο πρωτευαγγέλιο, ὅτι θά ἔλθει κάποια ἐποχή πού ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ φιδιοῦ- διαβόλου, ὅ,τι ἔπειτα προαναγγέλετο ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔγινε πραγματικότητα στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. ῾Ο ἐμφανισθείς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ στούς ἔκθαμβους ἁπλούς ποιμένες τῆς περιοχῆς αὐτό ἀκριβῶς μαρτυρεῖ: ῾ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ᾽. Τό εὐαγγέλιο ἔκτοτε πού κήρυσσαν οἱ ἀπόστολοι καί ἡ ᾽Εκκλησία, κατ᾽ ἐντολήν πιά τοῦ Χριστοῦ,  ἦταν ἀκριβῶς τοῦτο: ὁ ἐρχομός ᾽Εκείνου ὡς Σωτήρα, ὁ ῾Οποῖος ἔσωσε τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τόν διάβολο - ὅ,τι συνιστᾶ τήν πλήρη ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.

2. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν στοιχεῖ στήν παράδοση αὐτή τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν καί ἀποστόλων: κηρύσσει τόν Χριστό καί τό εὐαγγέλιό Του, κατόπιν ἀποκαλύψεως τοῦ ῎Ιδιου. Τό ἰδιάζον ὅμως ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Παῦλος ἔπρεπε νά ἀπαντήσει καί στίς ἐνστάσεις ὁρισμένων ῾ψευδαδέλφων᾽, οἱ ὁποῖοι εὐκαίρως ἀκαίρως τόν ἀμφισβητοῦσαν ὡς γνήσιο ἀπόστολο, διότι δέν ἀνῆκε στούς δώδεκα μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος του εἶναι γι᾽ αὐτό ἀπόλυτος: δέν ἔχει μικρότερη σημασία τό κήρυγμά του, γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, κλήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο. Τόν συνέχει πάντοτε ἡ συγκλονιστική ἐμπειρία του ἀπό τήν ἐπέμβαση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στή ζωή του – τότε πού τοῦ ἐμφανίστηκε στήν πορεία του πρός τή Δαμασκό καί τόν κάλεσε νά γίνει μαθητής καί ἀπόστολός Του.  ῾Η αὐτοσυνειδησία του λοιπόν ὡς ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. ῾Η ἴδια ἡ μεταστροφή του καί οἱ θλίψεις καί δοκιμασίες πού τή συνόδευσαν ἀποτελοῦν τήν ἐγγύηση γι᾽ αὐτό. Εἶναι τόσο βέβαιος γιά ὅ,τι κηρύσσει, ὥστε σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς θά πεῖ τόν φοβερό ἐκεῖνο λόγο: κι ἄν ἄγγελος κατέβη καί σᾶς πεῖ ἀντίθετα πρός αὐτά πού ἐγώ σᾶς κηρύσσω, νά εἶναι ἀνάθεμα.

῎Ετσι ὁ ἀπόστολος καθιστᾶ γνωστό στούς Γαλάτες ὅτι μέσω τοῦ  ἴδιου πού τούς κηρύσσει τό εὐαγγέλιο ἔρχονται σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τή ζωντάνια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Χριστός τόν κάλεσε  καί τόν ἴδιο τόν Χριστό τούς φέρνει ἀνάμεσά τους. Δέν πρέπει συνεπῶς νά νιώθουν μειονεκτικά γιατί τάχα δέν εἶναι ἀποστολική ἡ θεμελίωση τῆς ᾽Εκκλησίας τους.

3. Παρ᾽ ὅλα αὐτά! ῾Ο ἀπόστολος εἶναι διακριτικός. Μπορεῖ νά ἔχει τήν ἐσωτερική βεβαιότητα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης του ἀπό τόν Χριστό, ὅμως θέλει καί τήν ἔξωθεν ἐπιβεβαίωση. Μετά ἀπό ἕνα διάστημα ἀπόσυρσής του στήν ᾽Αραβία, ἐπανέρχεται στή Δαμασκό γιά νά ἀνέβη ὅμως στή συνέχεια στά ῾Ιεροσόλυμα, προκειμένου νά συναντήσει τόν ἀπόστολο Πέτρο καί τόν ἀδελφόθεο ᾽Ιάκωβο. Κι ἐπί δεκαπέντε ἡμέρες ἔμεινε μαζί μέ τόν Πέτρο, προφανῶς ἐκθέτοντάς του τό τί τοῦ συνέβη καί πῶς ἄλλαξε. Κι ὄχι μόνο τοῦτο: μετά κι ἀπό ἄλλο διάστημα, κατ᾽ ἐντολήν τοῦ Κυρίου, ἐπανέρχεται καί πάλι στά ῾Ιεροσόλυμα, ὅπως θά πεῖ σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του, γιά νά παρουσιάσει στούς ἐκεῖ χριστιανούς τό κήρυγμά του ῾μήπως εἰς κενόν τρέχει ἤ ἔδραμε᾽. ῾Απλῶς ὅμως καί μέ τόν τρόπο αὐτό σφραγίζεται γιά μία ἀκόμη φορά ἡ γνησιότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος: ῾ἐμοί γάρ οἱ δοκοῦντες οὐδέν προσανέθεντο, ἀλλά τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τό εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθώς Πέτρος τῆς περιτομῆς...καί γνόντες τήν χάριν τήν δοθεῖσαν μοι, ᾽Ιάκωβος καί Κηφᾶς καί ᾽Ιωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιάς ἔδωκαν ἐμοί καί Βαρνάβᾳ κοινωνίας᾽. Οἱ σπουδαῖοι ἀπόστολοι δέν τοῦ πρόσθεσαν κάτι, ἀλλά τοῦ ἔδωσαν καί τό δεξί τους χέρι σέ ἔνδειξη ἐπικοινωνίας καί ὁμόνοιας.

Κι εἶναι νά θαυμάζει κανείς τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου καί τήν ταπείνωσή του. ῞Οπως εἴπαμε: μολονότι ἀπόλυτα σίγουρος γιά τήν ἐν Χριστῷ ἐμπειρία του, νιώθει ὅτι ἀπαιτεῖται καί ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία, γεγονός πού προσδίδει στή θεοπτία του ἀπόλυτο καί ἀναμφισβήτητο κύρος, ἐνῶ διδάσκει ὅτι ὁποιαδήποτε πνευματική ἐμπειρία γιά νά εἶναι βεβαία πρέπει ἀκριβῶς νά σφραγίζεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παραδοχή.

4. Τήν ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κατά τήν ὁποία γνώρισε τόν Θεό ἐν Χριστῷ προσωπικά καί ἄμεσα, καλούμαστε νά ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς. ῾Η πίστη μας ἔχει ἐμπειρικό καί ὄχι νοησιαρχικό χαρακτήρα, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μας φανερώνεται σέ ὅλους, ἀρκεῖ νά Τόν ἀναζητοῦμε γνήσια καί ἀληθινά. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας – σημείωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος - ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽. Καθένας πού ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια ἀκούει τή φωνή τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, δέν περιμένει κανείς τήν ἔνταση καί τό βάθος τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου – αὐτό εἶναι μία ἐξαιρετική εὐλογία χάρης πού ἐξαρτᾶται ἀπολύτως μόνο ἀπό τόν Θεό - ἀλλά στόν καθένα δωρίζεται ὁ Θεός κατά τό μέτρο τῆς μετανοίας του, δηλαδή κατά τό μέτρο ὅπως εἴπαμε τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ. Τότε τό εὐαγγέλιο γίνεται κατάσταση τῆς καρδιᾶς, δηλαδή γίνεται τραγούδι πού ὁδηγεῖ σέ ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Θεοῦ.

Ταυτοχρόνως ὅμως πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη ὅτι αὐτή ἡ δωρεά τοῦ εὐαγγελίου στή ζωή μας συνιστᾶ καί ἀνάθεση ἀπό τόν Θεό κάποιας διακονίας. Τήν ὥρα δηλαδή πού ὁ Θεός μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ἀποκαλύπτεται, τήν ἴδια ὥρα μᾶς θέτει σέ τροχιά διακονίας ἐν ἀγάπῃ τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: ῾ὅτε εὐδόκησεν ὁ Θεός...ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν...᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνεται ὄχι γιά νά ἐπαναπαυτεῖ σέ μᾶς ἀλλά γιά νά ἀντιδωρηθεῖ ἐν ταπεινώσει καί ἀγάπῃ στόν συνάνθρωπό μας. Μᾶς δίνεται γιά νά μοιραστεῖ. Καί μοιραζόμενη πλουτίζει καί αὐξάνει.

Ὁ Κύριος εἶναι ἕτοιμος ὡς ὁ Αἰωνίως Παρών νά φανερωθεῖ σέ καθέναν πού ἔχει γνήσια ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Τό ἔκανε στόν ἀπόστολο Παῦλο, τό ἔκανε σέ ἑκατομμύρια ἄλλους ἀνθρώπους, τό κάνει καί θά τό κάνει πάντοτε καί στή δική μας ἐποχή. Τό ζητούμενο γι᾽ αὐτό δέν εἶναι ἡ δική Του προσφερομένη χάρη, ἀλλά ἡ δική μας ἀνύπαρκτη πολλές φορές καλή προαίρεση.

15 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. 3, 10) 

 ῾Η ἑορτή τῶν Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθορίζει καί τήν ἐπιλογή τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς σημερινῆς Κυριακῆς: ἐπιλέχτηκε τό ἀνάγνωσμα στό ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μεταξύ ἄλλων μιλάει γιά τήν στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἀνθρώπων, δεδομένου ὅτι οἱ εἰκονομάχοι, ἐκεῖνοι πού ἐπισήμως ἀπό τίς ἀρχές τοῦ  8ο μ.Χ. αἰ. καί γιά πολλά χρόνια ἀργότερα πολέμησαν τίς εἰκόνες καί τίς θεώρησαν ὡς ἐκτός πίστεως, ἀποδείχτηκαν ἐν τέλει ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας, μέ τούς Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787), αἱρετικοί. Κι αὐτό διότι οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἔδειξαν ἐν Πνεύματι ὅτι ἡ ἄρνηση ἐξεικονισμοῦ τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί κατ᾽ ἐπέκταση τῶν ἁγίων - ὅ,τι πρέσβευαν οἱ εἰκονομάχοι -  σημαίνει στό βάθος εἴτε ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς πραγματικότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἔκπτωση στόν μονοφυσιτισμό, εἴτε διαγραφή τῆς θεϊκῆς φύσης Του, συνεπῶς ἔκπτωση στόν νεστοριασμό. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐπρόκειτο πάντως  γιά χριστολογική αἵρεση, ἡ ὁποία διέστρεφε τήν πίστη καί γι᾽ αὐτό ἔπρεπε νά καταπολεμηθεῖ. ῾Η ᾽Εκκλησία μας λοιπόν ἐξ ἀφορμῆς τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων, ἀλλά καί τῶν αἱρετικῶν τῆς κάθε ἐποχῆς μέχρι σήμερα, ὑπενθυμίζει τήν ὀρθή στάση ἔναντι αὐτῶν: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ».

 1. Ποιός θεωρεῖται αἱρετικός ὅμως γιά τήν ᾽Εκκλησία;

 (1) Αὐτός πού, ὅπως ἀναφέραμε, ἀλλοιώνει τήν ὀρθή πίστη της, τήν πίστη δηλαδή πού ἔφερε ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, καί γι᾽ αὐτό προσφέρει ἕναν Χριστό ὄχι ἀληθινό, ὄχι τήν εἰκόνα πού ᾽Εκεῖνος ἀποκάλυψε, ἀλλά ἕνα κατασκεύασμα τοῦ δικοῦ του μυαλοῦ, ἕνα εἴδωλο πού ἁπλῶς τό ντύνει μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ λέξη αἵρεση προέρχεται ἀπό τό ρῆμα αἱροῦμαι πού σημαίνει προτιμῶ, ἐκλέγω. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ αἱρετικός κάνει ἐπιλογή: ἀπό τό ὅλο τῆς ἀλήθειας ἐπιλέγει ἕνα κομμάτι της, τό ὁποῖο κομμάτι τό ἀπολυτοποιεῖ θεωρώντας το ὡς τό ὅλο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι τελικῶς τήν ἀλήθεια τήν διαστρεβλώνει. Γιά παράδειγμα, ἐνῶ ὁ Χριστός μας εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, ὁ αἱρετικός μπορεῖ νά τόν παρουσιάζει μόνον Θεό ἤ μόνον ἄνθρωπο. Τί ἀποτελεῖ κριτήριο συνεπῶς γιά ἕναν αἱρετικό; ῎Οχι ἀσφαλῶς ἡ πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλά ἡ κρίση ἡ δική του. Τήν δική του λογική ἔχει ὡς βάση ὁ αἱρετικός, αὐτήν πρωτίστως ἐμπιστεύεται καί μέ βάση αὐτήν κρίνει καί τήν ἴδια τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τό βάθος πάντοτε μίας αἵρεσης εἶναι ἕνας ἀπύθμενος ἐγωισμός: ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἴδιος ὡς μέλος ὑπέρκειται τοῦ σώματος καί πρέπει ὅλοι νά ὑποταχθοῦν σέ αὐτόν. Κατά συνέπεια δέν παραξενευόμαστε ὅταν ἀκοῦμε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπό τήν αἵρεση.

(2) ᾽Αλλά αἱρετικός γιά τήν ᾽Εκκλησία μας εἶναι καί κάποιος ἄλλος. ᾽Εκεῖνος πού ὄχι μόνον ἀλλοιώνει τό δόγμα καί τήν πίστη της, ἀλλά καί τό ἦθος τῆς ζωῆς της. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἐκεῖνος πού μένει μόνον στό ἐπίπεδο μίας θεωρητικῆς ἀποδοχῆς τῆς πίστεως χωρίς ἡ πίστη αὐτή νά ἐπηρεάζει τήν ζωή του, ὥστε νά ῾περιπατῇ ἐν Χριστῷ᾽, κι αὐτός ἐξίσου εἶναι αἱρετικός. Ποτέ ἡ χριστιανική μας πίστη δέν διαχώρισε τήν πίστη ἀπό τήν ζωή. ᾽Αντιθέτως: ὅπου ἔβλεπε μία πίστη πού δέν ἐνεργοποιεῖτο ὡς ζωή τήν χαρακτήριζε ῾δαιμονική᾽. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι᾽. ῞Οπως θά τό πεῖ καί ὁ ἀπόστολος: ῾Δεῖξον μοι τήν πίστιν ἐκ τῶν ἔργων σου. ῾Η πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι᾽. Καί ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽. ῎Αλλωστε εἶναι γνωστό ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μας ὅτι μία ὀρθή πίστη πού δέν ἐμψυχώνεται ἀπό τή ζωή ἔχει μικρή διάρκεια ζωῆς. Μέ ἄλλα λόγια τήν προτεραιότητα στήν πίστη ἔχει ἡ ἴδια ἡ ζωή, συνεπῶς ὁ θεωρητικά πιστός σύντομα θά παύσει νά εἶναι πιστός, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἀγωνιζόμενος στήν πράξη, ἔστω καί μέ κάποια ἀπόκλιση πίστεως - ὄχι ἐννοεῖται ἐνσυνείδητη, γιατί ἔτσι μιλᾶμε γιά αἱρετικό – σύντομα θά δεῖ τήν καθοδήγησή του ἀπό τόν Θεό, γιά νά βρεῖ τήν ὁλοκληρία τῆς ὀρθῆς πίστεως.

2. Ποιά ἡ στάση μας λοιπόν ἀπέναντι στόν αἱρετικό; Μέ διάθεση νουθεσίας, μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος. ῾Μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν᾽. Δέν πρέπει δηλαδή νά ἀδιαφορήσουμε ἀπέναντι σέ ἕναν πλανεμένο συνάνθρωπό μας, σέ ἕνα μέλος τοῦ ἰδίου σώματος. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, κινούμενοι ἀπό σπλάχνα οἰκτιρμῶν καί ἀγάπης, νά τόν βοηθήσουμε. Νά τοῦ ἐπισημάνουμε τήν ἀπόκλιση τῆς πίστεως καί ἴσως τῆς ζωῆς του. Καί μάλιστα ὄχι μόνον μία φορά, ἀλλά καί δεύτερη. Τυχόν ἀδιαφορία θά σημαίνει ἔλλειψη ἀγάπης ἐκ μέρους μας καί ἀπομειωμένη χριστιανική πίστη, ἀφοῦ θά φανερώνουμε ὅτι δέν τόν βλέπουμε ὡς συνδεδεμένο ὀργανικά καί μέ ἐμᾶς. Πῶς τό ἔλεγε ὁ ἁγιασμένος Γέρων Παΐσιος; ῾Νά τοῦ βάζουμε τήν καλή ἀνησυχία᾽.

Τί προϋποθέτει ὅμως μία τέτοια στάση; Πρῶτον, ὅτι ἐμεῖς ὑγιαίνουμε στήν πίστη. Γνωρίζουμε δηλαδή ἐπακριβῶς τήν διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας, γνωρίζουμε τά ἱερά της κείμενα, βρισκόμαστε μέσα στό ποτάμι τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Καί δεύτερον, ὅτι ὑγιαίνουμε καί στή ζωή μας ἀπό πλευρᾶς ἤθους. Ζοῦμε δηλαδή, ὅσο εἶνα δυνατόν, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου μας, κατεξοχήν δέ τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ ὅποια νουθεσία μας θά γίνεται μέ ταπείνωση καί μέ σεβασμό στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Διδαχθήκαμε ἄλλωστε ἀπό τούς Πατέρες μας νά μισοῦμε τήν πλάνη καί τήν αἵρεση κι ὄχι τόν αἱρετικό, ῾δι᾽ ὅν Χριστός ἀπέθανε᾽. ῎Αν δέν στεκόμαστε ἔτσι, ἄν ἡ νουθεσία μας παίρνει τήν μορφή τῆς καταγγελίας μέ ῾τεντωμένο δάκτυλο᾽, τότε σημαίνει ὅτι βρισκόμαστε στήν αἵρεση τῆς ζωῆς, λόγω τοῦ ὑπάρχοντος ἐγωϊσμοῦ καί τῆς ἀλαζονείας μας, πού μᾶς κινεῖ σέ δασκαλίστικο τρόπο ἀπέναντι στόν συνάνθρωπό μας. Τό ἀποτέλεσμα βεβαίως στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ἀφενός ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά γινόμαστε θεομάχοι, ἀφετέρου οἱ δεχόμενοι τήν ἐπίπληξή μας νά ὁδηγοῦνται σέ μεγαλύτερη ἀντίδραση.

3. ῾Η παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τόν ἴδιο λόγο τοῦ ἀποστόλου. ῾Μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ᾽ λέει.  ῾Η διάθεσή μας δηλαδή νά βοηθήσουμε τόν ἄλλον μέ τόν λόγο μας πρέπει  νά ἔχει ὅρια. Τό εἴπαμε μία φορά, τό εἴπαμε δεύτερη, ἔπειτα σταματᾶμε. ῎Αν ἐπιμείνουμε, ἄν θελήσουμε ἀδιάκοπα νά τοῦ ὑπενθυμίζουμε τήν ἀπόκλισή του, τότε τοῦτο θά σημαίνει τήν δική μας ἀπόκλιση: θά μᾶς κινεῖ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δικός μας ἐγωϊσμός, ὁ ὁποῖος προφανῶς δέν θά ἀνέχεται τήν διαφορετική ἐπιλογή τοῦ ἄλλου. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἡ ἐπιμονή στήν αἵρεση, παρ᾽ ὅλη τήν νουθεσία,  φανερώνει ὅτι ὁ αἱρετικός ἔχει ἀποφασίσει τόν χαμό του. ῾᾽Εξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος᾽. Καί πρέπει κι αὐτό ἀκόμα νά τό σεβαστοῦμε. Σάν τόν Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου, ὁ ὁποῖος σεβάστηκε τήν ἀπόφαση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ του νά φύγει ἀπό κοντά του, ἐνῶ ἤξερε ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσή του αὐτή ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἀπώλειά του. Σάν τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὁ ῾Οποῖος ποτέ δέν ἐκβίαζε τούς ἄλλους νά Τόν ἀκολουθήσουν ἤ νά Τόν ἀποδεχθοῦν.

4. Προσοχή ὅμως! ῾Η σιωπή μας μετά τό ἐνεργό ἐνδιαφέρον μας, ἡ ὑποχώρησή μας μπροστά στήν ἐπιμονή τῆς αἵρεσης δέν θά σημαίνει καί ἀδιαφορία καί ἐχθρότητά μας. Ποτέ ὁ χριστιανός δέν παραιτεῖται ἀπό τήν ἀγάπη, διότι ἔτσι εἶναι σάν νά παραιτεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Σταματᾶμε νά μιλᾶμε καί νά νουθετοῦμε, γιατί μέ ἀγάπη παραδίδουμε τόν αἱρετικό ἀποκλειστικά στόν Θεό, ἐλπίζοντας πιά στή δύναμη ἐλέους ᾽Εκείνου. Συνεπῶς ἡ ἀγάπη μας ἐξακολουθεῖ καί ὑφίσταται, παίρνοντας ὅμως τήν μορφή τῆς ἔμπονης προσευχῆς καί τῆς μεγαλύτερης ἄσκησης πού κάνουμε, πρός χάρη πιά καί τοῦ αἱρετικοῦ.

 Καί σήμερα, δυστυχῶς, ἐξακολουθοῦν καί ὑπάρχουν αἱρετικοί. Πέραν τῶν γνωστῶν, ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι πού παρασύρονται καθημερινῶς, γιατί ἴσως δέν βλέπουν καί τήν ὀρθή μαρτυρία πίστεως καί ἀπό πλευρᾶς δικῆς μας. Τό ζητούμενο παρ᾽ ὅλα αὐτά εἶναι ἐμεῖς νά μή σταματήσουμε τήν βίωση τῆς ἀλήθειας, δηλαδή νά μή σταματήσουμε τήν ὀρθή ἐκκλησιαστική ζωή μας. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ νουθεσία πίστεως πρέπει νά στρέφεται πρωτίστως πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. ῎Αν ἐμεῖς ὑπερβαίνουμε τήν αἵρεση τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, τότε ἴσως ὑπάρξει ἐλπίδα νά κινητοποιηθοῦν καί οἱ ὄντως αἱρετικοί πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀλήθειας. Γιατί θά τούς κινητοποιεῖ ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

08 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε» (Β´ Κορ. 6, 17) 

Στίς λίγες γραμμές τοῦ ἀναγνώσματος θίγονται ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καίρια θέματα πού ἀναφέρονται στή θεωρία καί στήν πράξη τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. ῾Ο ἀπόστολος ξεκινᾶ μέ τό δεδομένο ὅτι κάθε χριστιανός μεμονωμένα ἀλλά καί ὡς σύνολο οἱ πιστοί  ἀποτελοῦμε ναό τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Καί βγάζει ἔπειτα τίς συνέπειες, μία τῶν ὁποίων εἶναι ἡ προτροπή τοῦ Θεοῦ - ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη – «ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε», μήν ἀγγίζετε ὁτιδήποτε ἀκάθαρτο.

1. Στόν χῶρο τῆς  Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ὅρος ἀκάθαρτος σήμαινε κάθε τι πού δέν σχετίζεται μέ τόν Θεό: εἴτε ἄνθρωποι, ἄπιστοι καί εἰδωλολάτρες, εἴτε ὑλικά στοιχεῖα, ὅσα δέν μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν στίς πρός Θεόν θυσίες. Στόν χῶρο τῆς Καινῆς Διαθήκης ἰσχύει ὁ ὅρος ἀλλά ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς. ᾽Ακάθαρτος θεωρεῖται ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἐπιλέξει ὡς τρόπο ζωῆς τήν πονηρία καί τήν κακία. Καί βεβαίως κατεξοχήν ἀκάθαρτος θεωρεῖται ὁ Πονηρός διάβολος.

2. ῾Η ἐντολή λοιπόν τοῦ Θεοῦ εἶναι νά μήν ἀγγίζουμε ὁτιδήποτε ἀκάθαρτο. ῎Οχι ἁπλῶς νά μήν πράττουμε κάτι ἀκάθαρτο, ἀλλά πιό δραστικά καί μέ μεγαλύτερη ἀκρίβεια νά μήν ἀγγγίζουμε τό ὅποιο ἀκάθαρτο. ῞Οπως συμβαίνει δηλαδή μέ μία μολυσματική νόσο, ὅπως συμβαίνει ἐκεῖ πού ὑπάρχουν ἀκαθαρσίες, πράγματα πού ἀποφεύγουμε καί ἐξ ἀποστάσεως, τό ἴδιο καί ἐδῶ ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς.

Γιατί αὐτό; (α) Διότι ἀσφαλῶς ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά λερωθοῦμε κι ἐμεῖς: κανείς δέν εἶναι ἀπρόσβλητος ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐνόσω βρίσκεται στόν κόσμο τοῦτο τῆς πλάνης. Εἶναι θέμα στοιχειώδους ρεαλισμοῦ νά θέτουμε ἐρωτηματικά στίς ὑποτιθέμενες δυνατότητές μας καί τίς ὅποιες δυνάμεις μας. «᾽Επί τά πονηρά ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεότητος αὐτοῦ», βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. (β) Διότι ἀνήκουμε στόν Θεό, τόν ἀπολύτως ῞Αγιο καί Καθαρό, ἰδίως οἱ βαπτισμένοι στό ἅγιο ὄνομά Του. ῞Οπως τό τονίζει ὁ ἀπόστολος: «῾Υμεῖς ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος». Κι ἀλλοῦ: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστι καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν; Δοξάσατε οὖν τόν Θεόν ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν καί ἐν τῷ σώματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ».

3. ῎Ετσι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ παίρνει συγκεκριμένη μορφή:

- ὡς πρός τόν ἑαυτό μας: θά πρέπει ν᾽ ἀποφεύγουμε σκέψεις, λογισμούς, λόγια, πράξεις πού μᾶς βρωμίζουν πνευματικά. Δέν μποροῦμε νά ἐρωτοτροποῦμε μέ τήν ἁμαρτία καί νά βγαίνουμε ἀλώβητοι∙

- ὡς πρός τόν συνάνθρωπο: χρειάζεται προσοχή στίς φιλίες καί στίς συναναστροφές μας. «Φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί», ὑπενθυμίζει ὁ ἀπόστολος. Τό ἴδιο ἀπαιτεῖται προσοχή στίς ἐπισκέψεις μας: ἀποφυγή τῶν χώρων πού γνωρίζουμε ὅτι ἀντικειμενικά δέν βοηθούμαστε πνευματικά∙

- κι ἀκόμη: προσοχή στήν τηλεόραση, σέ ἐντυπα κλπ. πού μπορεῖ πέρα τῶν ὅσων καλῶν προσφέρουν νά διαχέουν ἠθικές καί πνευματικές μολύνσεις.

4. ῞Ενας τέτοιος ἀγώνας καθαρίζει τήν καρδιά, ὁπότε ἡ καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, ἀρχίζει νά γεύεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεός στήν καθαρή καρδιά ἐμφανίζεται καί ἐπαναπαύεται. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». ᾽Εκεῖ καταλήγει ἡ πνευματική προσπάθεια: νά νιώθει ὁ πιστός τόν Θεό Πατέρα, προστάτη καί βοηθό του.

῎Αν ὅλοι μας προσπαθοῦμε νά μήν πατᾶμε στά λασπόνερα καί στίς ἀκαθαρσίες, πολύ περισσότερο ἀπαιτεῖται ν᾽ ἀποφεύγουμε τά πνευματικά λασπόνερα. Εἶναι ὁ ἀγώνας ἁγιασμοῦ μας πού ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ἔγιναν μικροί Θεοί μέσα στόν κόσμο.

02 Οκτωβρίου 2022

Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ Μ’ ΑΚΟΥΕΙ!

«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου» (Β΄ Κορ. 6, 2)

(Στον καιρό της χάρης σ’ άκουσα)

 

Παραπονιόμαστε συχνά ότι δεν μας ακούει(!) ο Θεός μας. Προσευχόμαστε, κραυγάζουμε, ματώνουμε, κλαίμε, μα… σαν να είναι κλειστός ο Ουρανός! Καμία απάντηση. Ο Θεός μοιάζει πράγματι σαν να… κωφεύει! Θυμάται κανείς τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο που με το μεγάλο ποιητικό του τάλαντο εξέφρασε μία τέτοια κατάσταση βαθιάς οδύνης του, που αναφερόταν και στα προσωπικά του προβλήματα, αλλά και στα προβλήματα της Εκκλησίας – αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ήταν. Και τι λέει σε επιστολή του; «Με ρωτάς πώς περνάω. Λοιπόν, πολύ πικρά. Δεν έχω τον Βασίλειο, δεν έχω τον Καισάριο, τον πνευματικό αδελφό μου δηλαδή και τον σωματικό. «Ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκατέλειψαν» λέγω κι εγώ μαζί με τον Δαυίδ. Σωματικά είμαι άσχημα, τα γηρατειά με έχουν επισκεφτεί, υπάρχουν επιπλοκές στις διάφορες φροντίδες μου, μου επιτίθενται οι δυσκολίες, οι φίλοι αποδεικνύονται άπιστοι, τα πράγματα της Εκκλησίας είναι αποίμαντα. Έχουν φύγει τα καλά, παρουσιάζονται γυμνά τα κακά, η πορεία του καραβιού γίνεται νύχτα, πουθενά δεν υπάρχει φως, ο Χριστός κοιμάται!» - μας πιάνεται κυριολεκτικά η ψυχή!

Μία πρώτη απάντηση στην παραδοξότητα αυτή έχει να κάνει με τη μέθοδο συνήθως του Θεού μας, που μέσα από τη σιωπή Του μας αφήνει να ασκηθούμε ώστε να μάθουμε την υπομονή. Η υπομονή είναι εκείνη η αρετή με την οποία πλέκονται και όλες οι άλλες. Αρετή, σημειώνουν οι άγιοί μας, που αποκτήθηκε χωρίς υπομονή δεν είναι αρετή. Μετά από λίγο χάνεται – μας «επισκέφτηκε» εντελώς επιδερμικά. Δεν απαντάει λοιπόν πολλές φορές ο Θεός στα αιτήματά μας, γιατί αποβλέπει στην υψηλότερη πνευματική κατάστασή μας – θέλει να μας φτάσει στο σημείο που είναι Εκείνος. Γιατί γι’ αυτό είμαστε πλασμένοι ως «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του» όντα.

Κι είναι ευνόητο ότι η κατάσταση αυτή έχει υπ’ όψιν της τους συνεπείς και γνήσιους χριστιανούς. Μόνον ένας συνεπής πιστός, ένας άγιος δηλαδή κατ’ ουσίαν, αγωνίζεται αδιάκοπα χωρίς στραβοπατήματα, «εισπράττοντας» από τον Κύριο συχνά την… απόσυρσή Του, η οποία όμως τελικώς κατανοείται ως μία άλλης τάξεως «ηχηρή» παρουσία Του! Όταν με άλλα λόγια ο Θεός μας φαίνεται απών, ενώ υπάρχει ο διακαής πόθος μας να Τον προσεγγίσουμε, εκεί μας έχει με τον θερμότερο τρόπο μέσα στην αγκαλιά Του, περιμένοντας την καταλληλότερη για εμάς στιγμή να μας αισθητοποιήσει το πόσο εγγύς είναι. Πρόκειται για ένα μυστήριο, το οποίο κατανοείται μόνον όταν κανείς πράγματι έχει νιώσει την αγάπη του Θεού απέναντι στα πλάσματά Του, κατεξοχήν μάλιστα στον άνθρωπο. Κι ας θυμηθούμε εν προκειμένω τον ίδιο τον εν σαρκί Θεό μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό, επάνω στον Σταυρό. Φέροντας επάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου όλων των εποχών, «αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» ως ο Μεσσίας, «ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ» κατά τον προφήτη Ἡσαΐα, εκφράζει την οδύνη Του ως άνθρωπος: «Ἠλί, Ἠλί, λαμά σαβαχθανί; τοὐτέστιν Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί με ἐγκατέλιπες;» - η θεοεγκατάλειψη που ετοιμάζει τη μεγαλύτερη κοινωνία με τον Θεό˙ ο Σταυρός που οδηγεί στην Ανάσταση.

Μα, ο απόστολος Παύλος με τον προφητικό στίχο που μνημονεύει έχει κυρίως κάτι άλλο στον νου του: σε άκουσα κι επέβλεψα πάνω σου, λέει ο Θεός, στον κατάλληλο καιρό, στον καιρό δηλαδή της χάρης και της ώρας της σωτηρίας. Κι είναι μία από τις πιο καίριες αλήθειες της πίστεώς μας, που τις περισσότερες φορές θέλουμε να την αγνοούμε και να μη τη λαβαίνουμε υπ’ όψιν μας. Τι αποκαλύπτεται λοιπόν εδώ; Ότι ο Θεός μας, πέρα από την παιδαγωγία Του που μνημονεύσαμε παραπάνω, ακούει τον άνθρωπο, όταν εκείνος παλεύει να συντονιστεί μαζί Του˙ να βρεθεί στο πνευματικό σημείο που τα αυτιά του είναι ανοικτά για να ακούσουν τη δική Του, του Θεού, φωνή. Ό,τι συμβαίνει περίπου με το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, όπου πρέπει κανείς να συντονιστεί με τον σταθμό που θέλει να πιάσει, έτσι κι εδώ: πρέπει κανείς να στραφεί με αγαπητική ορμή ψυχής προς εκεί που πράγματι εκπέμπει ο Θεός. Κι εκεί που εκπέμπει είναι στην καρδιά του ανθρώπου, η οποία πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση αναζήτησης του Θεού, σε κατάσταση δηλαδή κυριολεκτικά χάριτος. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χάρη για έναν άνθρωπο να έχει απελπιστεί από ό,τι τον δένει εμπαθώς με τον κόσμο τούτο μέσω των παθών του και να αναζητεί και να διψά τον Θεό του. Είναι η ώρα της μετάνοιας, που ο ίδιος ο Κύριος το είπε απαρχής της δημόσιας δράσεώς Του: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» - η Βασιλεία του Θεού, η παρουσία της χάρης Του δηλαδή, απαιτεί τη μετάνοια του ανθρώπου ως αδιάκοπη επιστροφή του προς Εκείνον. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν Πατέρα μου». Και για να το πούμε με τον ιδιαίτερο και απλό και ευφυή τρόπο του αγίου Παϊσίου του αγιορείτου: «Δεν μπορείς να οσμιστείς τίποτε, αν είσαι κρυωμένος και είναι μπουκωμένη η μύτη σου».

Ο ίδιος ο Κύριος δεν το έλεγε κι αλλού; Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να ακούσει τη φωνή μου; Μόνον εκείνος που θέλει και αγαπάει την αλήθεια και την αναζητεί. «Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς». Οπότε, άνθρωπος που αναφέρεται στον Θεό, κραυγάζει προς τον Θεό, προσεύχεται και κλαίει, αλλά χωρίς μετάνοια, δηλαδή χωρίς διάθεση αλλαγής του γιατί είναι εμπαθώς προσκολλημένος στα πάθη του και δεν θέλει να τα εγκαταλείψει, δεν πρόκειται να εισακουστεί από τον Θεό. Ο Θεός γι’ αυτόν θα είναι… κωφός, ή καλύτερα ο Θεός θα του μιλάει, αλλά εκείνος συντονισμένος με άλλα πράγματα εκτός Θεού δεν θα Τον ακούει. Κι αξίζει να μνημονεύσουμε και έναν ψαλμικό στίχο (102 ψ.), κατά τον οποίο ο προφητάναξ Δαυίδ αποκαλύπτει κάτι για τους αγγέλους του Θεού. «Ευλογεῖτε πάντες οἱ ἄγγελοι Αὐτοῦ», λέει, «δυνατοί ἰσχύϊ, ποιοῦντες τόν λόγον Αὐτοῦ, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων Αὐτοῦ». Καλεῖ τους αγγέλους ο προφήτης να ευλογήσουν τον Θεό, αυτό που είναι το αδιάκοπο έργο τους, γιατί έχουν τη δύναμη να ακούνε και να κατανοούν τη φωνή των λόγων Του, ευρισκόμενοι σε ετοιμότητα εφαρμογής αυτών. Και πώς έχουν αυτή τη δύναμη; Πράττουν πάντοτε το άγιο θέλημά Του. Με άλλα λόγια όταν κανείς θέλει να υπακούει στο θέλημα του Θεού, όταν όπως είπαμε διαρκώς μετανοών επιστρέφει στον Θεό, τότε διανοίγονται τα πνευματικά ώτα του για να ακούει και να κατανοεί τη φωνή Του, που είναι η παντοδύναμη ενέργειά Του, ή αλλιώς ο Θεός εισακούει αμέσως την όποια δέησή του και επισκέπτεται τον πιστό αυτόν άνθρωπο. 

Και τι σημειώνει επίσης ο άγιος απόστολος Παύλος επ’ αυτού; Ότι ο καιρός αυτός της χάριτος κατά τον οποίο ο άνθρωπος συντονίζεται με τον Θεό είναι όχι το χθες, όχι το αύριο, όχι το μεθαύριο ή κάποιο σημείο στο απώτατο μέλλον, αλλά μόνο το νῦν, το σήμερα. «Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας». Το παρόν είναι ο καιρός της χάριτος και της σωτηρίας του ανθρώπου. Γιατί ό,τι δεν κάνουμε τώρα, αυτό που μας παρέχει ως δωρεά ο Θεός, ίσως ποτέ δεν θα μπορέσουμε να το ξαναβρούμε για να συναντήσουμε εν τέλει τον Θεό μας. Αν άγιασαν οι άγιοί μας, αν έχουμε αγίους που μετάνιωσαν και άλλαξαν με συγκλονιστικό τρόπο, σαν τον απόστολο Παύλο, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία και άλλους άπειρους αγίους μας, ήταν γιατί κατενόησαν τη σημασία του τώρα. Το τώρα είναι η δωρεά του Θεού που πρέπει κανείς με ετοιμότητα ψυχής να το αρπάξει. Είναι η «αρπαγή» της Βασιλείας του Θεού, που σημαίνει την ένταξη του ανθρώπου ήδη από τώρα στην ίδια την αιωνιότητα.

01 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)


"᾽Αδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μή εἰς κενόν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς" (Β´ Κορ. 6, 1)

(᾽Αδελφοί, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ καθώς εἴμαστε, σᾶς παρακαλοῦμε νά μήν ἀφήσετε νά πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δεχτήκατε).

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τονίζει τή χάρη καί τή δωρεά πού ὁ Θεός ἔδωσε καί δίνει στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τήν εὐθύνη πού ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι ὡς συνεργάτες μέ τόν Θεό ἀπέναντι στή χάρη αὐτή.

1. Καί κατά πρῶτον: εἴμαστε συνεργάτες τοῦ Θεοῦ. Μία ἀλήθεια πού θίγει σέ κάθε εὐκαιρία ὁ ἀπόστολος Παῦλος ("συνεργοί Θεοῦ ἐσμεν" θά πεῖ ἀλλοῦ), διότι ὁ Θεός μᾶς δημιούργησε "κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν" Του. Δέν εἴμαστε δηλαδή πιόνια καί παιχνίδια στά χέρια τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Παντοδύναμος Θεός θέλει νά αὐτοπεριορίζεται γιά νά φανερώνεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, χωρίς τήν ὁποία ᾽Εκεῖνος δέν κάνει τίποτε. "῾Ο Θεός δέν μᾶς ἔδωσε ἁπλῶς ἐλευθερία. Χάραξε τήν ἐλευθερία μέσα μας", ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος. ᾽Ακόμη καί στήν περίπτωση πού ὁ Θεός μᾶς βλέπει νά ἐπιλέγουμε τήν καταστροφή μας, καί πάλι δέν ἐπεμβαίνει ἐκβιαστικά στή ζωή μας. "῞Οστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν".

2. ᾽Ακριβῶς γι᾽ αὐτό ὁ Θεός δέν κάνει ποτέ αὐτό πού μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς γιά τόν ἑαυτό μας. Μᾶς δίνει βεβαίως πάμπολλες εὐκαιρίες ἀνάνηψης καί συνετισμοῦ, μᾶς ὠθεῖ πρός τήν ἀλήθεια, μᾶς δίνει τήν πρώτη ὕλη θά λέγαμε, ἀλλά ἡ συνέχεια ἀνήκει σέ μᾶς. Κατά συνέπεια κατανοοῦμε γιατί ἡ χριστιανική πίστη δέν ἔχει καμμία σχέση μέ ὁποιαδήποτε μαγεία. ῾Η μαγεία (πέρα ἀπό τόν δαιμονισμό στόν ὁποῖο ὁδηγεῖ - ἡ περίπτωση τοῦ σήμερα ἑορτάζοντος ἁγίου Κυπριανοῦ εἶναι ἀρκούντως πειστική!), προϋποθέτει ἀπραξία καί ἀνευθυνότητα, ἡ χριστιανική πίστη μᾶς κινητοποιεῖ καί μᾶς θέτει ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας. ῾Η πίστη μας μᾶς ἀντιμετωπίζει ὡς ἀληθινές καί ἐλεύθερες προσωπικότητες.

3. ῎Ετσι κατανοοῦμε καί τήν ἀγωνία τοῦ ἀποστόλου. ῎Οχι ἁπλῶς προτρέπει, ἀλλά παρακαλεῖ νά μήν πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε στούς πιστούς. Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ χάρη; Τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ: ἡ συμφιλίωση μέ τόν Θεό. Κι εἶναι συγκλονιστικό νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι ὁ Θεός μας ἔγινε ἄνθρωπος, ὁδηγήθηκε γιά χάρη μας στόν Σταυρό, σήκωσε τίς ἁμαρτίες μας ἐν ὀδύνῃ, κι ἐμεῖς  ἐπιπόλαια καί ἄσκοπα πετᾶμε τή χάρη αὐτή. Σάν νά μᾶς ἔχει κάνει κάποιος τό πιό πολύτιμο καί ἀπαραίτητο γιά τή ζωή μας δῶρο, χωρίς τό ὁποῖο θά πεθαίναμε, κι ἐμεῖς τελικῶς τό πετᾶμε στά σκουπίδια.

4. Πῶς δέν ἀφήνουμε τή χάρη αὐτή νά πάει χαμένη; Πῶς συνεργαζόμαστε σωστά μέ τόν Θεό; Ἡ περιγραφή πού κάνει ὁ ἀπόστολος γιά τή ζωή τή δική του καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων δίνει τήν ἀπάντηση: μέ τή μεγάλη μας ὑπομονή στίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες, μέ τήν ἐντιμότητα, τήν ἀνεκτικότητα, τήν καλοσύνη, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μέ ὅ,τι μέ ἄλλα λόγια κάνει ἕναν χριστιανό νά εἶναι ἀληθινός διάκονος Χριστοῦ. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐν ἐπιγνώσει ἐκκλησιαστική ζωή συνιστᾶ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στήν παρεχομένη χάρη τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού ὁδηγεῖ στό νά γίνεται ὁ χριστιανός μία συνέχεια τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, μέ τίς δυνάμεις ᾽Εκείνου.

῾Ο Θεός μας δέν μᾶς θέλει ὑπαλλήλους. Μᾶς θέλει σωστά ἀφεντικά τῆς ζωῆς μας, γιατί μᾶς καθιστᾶ συνεργούς Του μέ τήν συνεχή παροχή τῆς χάρης Του. Πολύ συχνά ὅμως ἐμεῖς διαγράφουμε τό μεγαλεῖο μας αὐτό καί μέ εὐκολία παραδίδουμε τήν ἐλευθερία μας στά πάθη μας καί τόν Πονηρό διάβολο. ᾽Αλλά αὐτό εἶναι ἡ καταδίκη καί ἡ κόλασή μας.

24 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

 

«῎Εχομεν δέ τόν θησαυρόν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν»
(Β´Κορ. 4,7)

 

Τή διπλή αἴσθηση τῆς ζωῆς τοῦ ἀποστόλου τονίζει ὁ ἅγιος  Παῦλος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. ᾽Από τή μία ὁ θησαυρός τόν ὁποῖο ζεῖ στήν ὕπαρξή του: ἡ ἴδια ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ μέσα στήν καρδιά του, ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐπίγνωση τῆς μικρότητος καί τῆς ἀδυναμίας του -  σάν τό πήλινο δοχεῖο πού εἶναι ἕτοιμο νά θρυμματιστεῖ.  ᾽Αλλά ἀκριβῶς αὐτό τοῦ συνειδητοποιεῖ ὅτι ἐκεῖνο πού τόν διακρατεῖ  εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν κάνει νά ὑπερβαίνει ὅλες τίς δυσχέρειες καί τίς παγίδες  τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε στήν ὅποια πίεση πού δέχεται νά μήν καταβάλλεται, στό κάθε ἀδιέξοδο νά μήν ἀπελπίζεται, στήν πτώση νά μή χάνει τελικῶς τόν ἀγώνα. Νιώθει ἔτσι ὅτι μέ τίς δοκιμασίες μετέχει στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, ὁπότε καί ἡ προσμονή εἶναι γλυκειά: ἡ μετοχή στήν ᾽Ανάστασή Του. Μέ ἄλλα λόγια νιώθει ὅτι φανερώνεται ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ μέσα ἀπό τόν ἴδιο, ἐπιβεβαιώνοντας τόν ἄλλο λόγο του:  «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». ῾Ο ἀπόστολος ῾φωτογραφίζει᾽ ἔτσι καί τή ζωή κάθε χριστιανοῦ. ῾Ο κάθε χριστιανός (πρέπει νά) ζεῖ μέ αὐτήν τή διπλή αἴσθηση: καί τοῦ μεγαλείου του καί τῆς μικρότητός του.

 

1. Καί ἡ αἴσθηση μέν τῆς μικρότητος λόγω τοῦ «ὀστρακίνου σκεύους» του εἶναι δεδομένη. Ποιός σώφρων ἄνθρωπος μέ ἐπίγνωση τῆς πραγματικότητος μπορεῖ νά καυχηθεῖ γιά τίς σωματικές ἤ καί τίς ψυχικές του δυνάμεις; ᾽Εκεῖ πού κάποιος χαίρεται γιά τή σωματική του ὑγεία καί ἀρτιότητα ἔρχεται ἕνας ἰός, ἕνα μικρόβιο, μία ἀσθένεια, ἕνα ἀτύχημα καί τά χάνει ὅλα. ᾽Εκεῖ πού κάποιος μπορεῖ νά καυχᾶται γιά τήν πνευματική του δύναμη, τήν εὐφυΐα καί τήν ὀξύνοιά του, ἔρχεται μία σταγόνα αἵματος, ἕνα ἐγκεφαλικό καί ὅλα καταρρίπτονται. Μόνον ἕνας ἄφρων καί ὑπερφίαλος ἀλαζών θά μποροῦσε νά καυχηθεῖ γιά τό πήλινο τῆς ὕπαρξής του, τῆς σωματικῆς καί τῆς ψυχικῆς, ἀναβιβάζοντας τόν ἑαυτό του στόν θρόνο τοῦ κενοῦ: τό ἴδιο τό ἐγώ του. Καί ἰδιαιτέρως στήν ἐποχή μας ἡ ἐπιστήμη μέ τίς συνεχεῖς προόδους της ἔχει γίνει ἀρκετά ταπεινή - συνεχῶς συνειδητοποιεῖ τά πεπερασμένα ὅρια τοῦ ἀνθρώπου, τό πόσο πράγματι μικρός καί ἀδύναμος στέκει αὐτός μέσα στόν κόσμο πού τόν περιβάλλει. ῎Αλλωστε ἡ φθορά καί ὁ θάνατος πού καραδοκεῖ πάντοτε στό τέλος, ἀποτελεῖ μία μόνιμη πρόκληση συναίσθησης τῆς μικρότητος καί τῆς ἀδυναμίας του.

2. Αὐτό ὅμως εἶναι ἡ μία ὄψη τῆς πραγματικότητος. Διότι ὁ πεπερασμένος καί μικρός ἄνθρωπος ταυτοχρόνως συνιστᾶ καί ἕνα μεγαλεῖο. ῎Οχι γιά ὅ,τι ὁ ἴδιος ἔχει ἀλλά γιά ὅ,τι ὁ Θεός ἐν Χριστῷ τοῦ χάρισε καί τοῦ χαρίζει. Κι ἐδῶ ἔρχεται ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου: ὁ κάθε ἄνθρωπος δυνάμει ἀλλά ὁ χριστιανός ἐνεργείᾳ, λόγω τῆς κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλάσεώς Του,  μέσα στήν ταπεινότητά του καί τήν ἀδυναμία του ἔχει τόν μέγιστο θησαυρό∙ νά μπορεῖ νά φέρει τόν ἴδιο τόν Θεό, νά ζεῖ καλύτερα ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέσα του. «῾Ο Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ». ῾Ο Θεός, δηλαδή, πού εἶπε: ῾Μέσα ἀπό τό σκοτάδι νά λάμψει τό φῶς᾽, Αὐτός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε νά γνωρίσουμε τή δόξα Του στό πρόσωπο τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ἀφενός ἀποκαλυπτική ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ - ᾽Εκεῖνος ἔχει πάντοτε τήν πρωτοβουλία – ἀφετέρου γεγονός ἐσωτερικό καί μυστικό: τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τό σημαντικότερο ὅμως σχετίζεται μέ τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό.

3. (α) Κι ὅταν λέει καρδιά βεβαίως ὁ ἀπόστολος, ὅπως καί ὅλη ἡ ἁγία Γραφή, δέν ἐννοεῖ τό σάρκινο ὄργανο ἁπλῶς τοῦ σώματός μας, ἀλλά αὐτό πού συνιστᾶ τό κέντρο καί τό βάθος τῆς ὕπαρξής μας, «τόν κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον» κατά τόν ἀπόστολο, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν ἀποδεικνύεται κατά ἐξωτερικό καί μαθηματικό τρόπο σάν νά εἶναι ἕνα ἀντικείμενο τοῦ κόσμου τούτου - ὅποιοι ἐπεχείρησαν νά ῾ἀποδείξουν᾽ τόν Θεό ἔτσι ἐκτός ἀπό τήν ἀποτυχία τους ῾στέγνωσαν᾽ καί τήν ὅποια ζωντάνια τῆς πίστης τους - ἀλλά βιώνεται ἐμπειρικά ἐκεῖ πού λειτουργεῖ ὁ ἀληθινός ἑαυτός μας, δηλαδή μέσα μας. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος ἄλλωστε τό εἶχε ἐπισημάνει: «῾Η βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετά παρατηρήσεως. Οὐκ ἔστιν ὧδε ἤ ὧδε. ᾽Ιδού ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν». (Γι᾽ αὐτό καί παρενθετικά νά ποῦμε ὅτι ἀκριβῶς γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἡ ᾽Ορθοδοξία πού κράτησε πάντοτε τή μυστική αὐτή διάσταση τῆς βίωσης τῆς πίστης ἀποτελεῖ καί θά ἀποτελεῖ πάντοτε τήν ἐλπίδα γιά τήν ἀληθινή χριστιανική ζωή).

(β) ῾Ο παραπάνω λόγος ἐξηγεῖ καί τήν ἔννοια τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ πού λέει ὁ ἀπόστολος.  Δέν πρόκειται γιά μία γνώση ἐγκεφαλικοῦ τύπου, ἀλλά γιά τή γνώση ἐκείνη πού κηρύσσουν οἱ προφῆτες ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί ἐννοεῖ καί ἡ Καινή. ῾Η γνώση δηλαδή πού ἔρχεται ὡς καρπός ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς ἡ γνώση πού προϋποθέτει τή μετοχή στή ζωή ᾽Εκείνου. Τότε μέ ἄλλα λόγια γνωρίζω τόν Θεό, κατά τή χριστιανική πίστη, ὅταν ζῶ μέσα στήν ἐνέργεια τῆς χάρης Του. «Γνῶσίς ἐστι μετουσία» θά σημειώσει ὁ Πατήρ Πατέρων ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. ῞Οπως γνωρίζω τόν ἥλιο γιατί βρίσκομαι μέσα στίς ἐνέργειες τῶν ἀκτίνων του, κατά τόν ἴδιο τρόπο γνωρίζω τόν Θεό γιατί βρίσκομαι μέσα στό φῶς Του. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἀπόστολος μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Θεός μᾶς φώτισε ὥστε νά ἔχουμε ἐμπειρία τῆς δόξας Του, δηλαδή τῆς χάρης καί τῆς παρουσίας Του μέσα στήν καρδιά μας.

(γ) ῾Η ἐμπειρία αὐτή τοῦ Θεοῦ ὅμως σχετίζεται μέ τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ. «Μᾶς φώτισε, λέει, νά γνωρίσουμε τή δόξα Του ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ». Γνωρίζει κανείς τόν Θεό δηλαδή, μετέχει σ᾽ Αὐτόν, στόν βαθμό πού τοποθετεῖται ἔναντι τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει ἔτσι γνώση Θεοῦ ἔξω ἀπό τόν Χριστό. ᾽Εκεῖνος πού θά μιλήσει γιά τόν Θεό παραθεωρώντας τόν Χριστό θά μιλήσει γιά κάτι ἄλλο πού δέν εἶναι Θεός. Σάν τούς εἰδωλολάτρες πού πίστευαν σέ θεούς, κατασκευάσματα ὅμως τοῦ μυαλοῦ τους, εἴδωλα. Στήν ἐρώτηση τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου στόν Κύριο ᾽Εκεῖνος νά τούς δείξει τόν Θεό Πατέρα, ὁ Χριστός μας ἀπάντησε: «Τοσοῦτον χρόνον μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι, Φίλιππε, καί οὐκ ἔγνωκάς με; Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός παραμένει πάντοτε «ἡ θύρα» διά τῆς ὁποίας ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό καί βρίσκει τή σωτηρία του. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία».

Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι αὐτός ὁ φωτισμός πού μᾶς γνωρίζει τόν Θεό στήν καρδιά μας ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτισμός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό ῞Αγιον Πνεῦμα εἶναι τό πρόσωπο πού ἀποκαλύπτει μέσα μας τόν ᾽Ιησοῦ ὡς Κύριο καί Θεό. Χωρίς τόν φωτισμό αὐτό ὁ Χριστός θά γίνεται ἀποδεκτός ὡς ἄνθρωπος σπουδαῖος ἴσως, ὡς φιλόσοφος, ὡς θρησκευτικός ἀρχηγός, ὄχι ὅμως καί ὡς τέλειος Θεός. Τό εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στόν ἀπόστολο Πέτρο ὅταν αὐτός εἶχε ὁμολογήσει τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ - «σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι» - τό ἀποκαλύπτει καί ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέει «oὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ».

᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἔχουμε μία ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά νά γνωρίζουμε τόν ἀληθινό Θεό: τό ῞Αγιον Πνεῦμα φωτίζει τίς καρδιές μας γιά νά γνωρίζουμε τόν Χριστό, ὁ ῾Οποῖος ὡς θύρα μᾶς ὁδηγεῖ στόν  Θεό Πατέρα. ῞Οτι ἐδῶ προϋποτίθεται ἡ ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία, ὅπου διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος λαμβάνει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά γίνει μέλος Χριστοῦ καί νά ἀρχίσει διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν ᾽Εκείνου νά ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι περιττό καί νά ποῦμε.

 

῾Ο λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἔρχεται μέ δυνατό τρόπο νά ἀφυπνίσει τίς συνειδήσεις μας ὡς χριστιανῶν: καλούμαστε μέσα στή δεδομένη ἀδυναμία μας ὡς πλάσματα φθαρτά νά ἐπικεντρώνουμε ὄχι σ᾽ αὐτήν, ἀλλά στόν θησαυρό πού μᾶς ἔχει δοθεῖ. Συνιστᾶ τελικῶς ἀθεΐα τό γεγονός νά ἀποδεικνυόμαστε τυφλοί στήν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας δωρεά – νά εἴμαστε μέλη Χριστοῦ - καί ὁλόφθαλμοι μόνο στίς ἀδυναμίες καί στά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. ῎Αν τόσα προβλήματα παρουσιάζει καί ἡ δική μας ζωή, ἄν τό ἄγχος καί ὁ πόνος μᾶς καταβάλλουν, ὥστε νά ὁδηγούμαστε συχνά στήν ἀπελπισία καί στήν ἀπόγνωση - ὁρισμένοι ἀδελφοί ὁδηγοῦνται καί στήν αὐτοκτονία – εἶναι μᾶλλον γιατί ὁ διάβολος, «ὁ θεός τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τά νοήματα» ὄχι μόνο τῶν ἀπίστων ἀλλά καί ἡμῶν τῶν θεωρουμένων χριστιανῶν. Καί τά ἀποτελέσματα εἶναι πιά ὁρατά: εἴτε ῾χριστιανοί᾽ νά ὑβρίζουν τόν Χριστό καί νά Τόν διακωμωδοῦν, ἀγνοώντας ὅτι ἔτσι ἐμπαίζουν καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους, εἴτε οἱ περισσότεροί μας νά Τόν ὑβρίζουμε καί νά Τόν διακωμωδοῦμε ἔμπρακτα, γιατί καταργοῦμε αὐτό γιά τό ὁποῖο ἦλθε καί ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση νά εἴμαστε μαζί Του: τήν ἀγάπη.

18 Σεπτεμβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

῾῞Ο δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ᾽ (Γαλ. 2, 20)

 ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος συχνά στίς ἐπιστολές του προβάλλει τά προσωπικά του βιώματα ἀπό τή σχέση του μέ τόν Χριστό προκειμένου νά διδάξει καί νά καθοδηγήσει τούς πιστούς στούς ὁποίους ἀπευθύνεται. Μία τέτοια  ἀλήθεια πού συνιστᾶ προσωπικό του βίωμα προβάλλει καί στήν ἐπιστολή του πρός Γαλάτας. Συνεχόμενος ἀπό τήν ἀγωνία γιά τή σωτηρία τους, μπροστά στόν κίνδυνο ἀλλοιώσεως τοῦ εὐαγγελίου ἀπό τούς ᾽Ιουδαιοχριστιανούς, μαρτυρεῖ: ῾ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ᾽. Ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου.

 1. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής.  Ἡ ζωή πού ζεῖ τώρα, ἀφότου γνώρισε τόν Χριστό, εἶναι μία ζωή διαγραφῆς καί ὑπέρβασης τοῦ παρελθόντος. Μπροστά στή ζωή μέ τόν Χριστό πού εἶναι ὁ σκοπός ὅλων, τά πάντα, ἀκόμη καί τά πιο σημαντικά, θεωροῦνται ἕνα τίποτε. Θά τό πεῖ μέ ἔνταση σέ ἄλλο σημεῖο: ῞Ολα τά θεωρῶ σκουπίδια, προκειμένου νά κερδίσω τόν Χριστό. ῾῾Ηγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω᾽. ῾Ο Χριστός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού τόν ἀγάπησε, πρόσφερε τή ζωή Του γιά τόν ἴδιο, ὁ ἴδιος βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὡς συσταύρωση μέ Αὐτόν, συνεπῶς ἔχοντας σχέση ταυτίσεως μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽.

2. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἀτομικό βίωμα τοῦ ἀποστόλου. ῾Ο κάθε πιστός ἀπό τήν ὥρα τῆς βαπτίσεώς του εἶναι ὀργανικά δεμένος μέ τόν Κύριο, ὡς τό μέλος ἔναντι τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς, λοιπόν ἀποτελεῖ  πιά καί μία προέκταση τοῦ Χριστοῦ, κλαδί στό δένδρο ᾽Εκείνου, κατά τήν εἰκόνα πού ὁ ῎Ιδιος μᾶς ἀπεκάλυψε. ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽. Αὐτό πού λέει λοιπόν ὁ ἀπόστολος ἐκφράζει τό ἐκκλησιαστικό του βίωμα: ὅ,τι ζεῖ μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Νιώθει ταυτισμένος μέ τόν Κύριο, ἕνα μέ Αὐτόν, γιατί αὐτήν τή χάρη ἔδωσε ὁ Κύριος καί  γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε στόν κόσμο: ῾ἵνα πάντες ἕν ὦσιν᾽, μέ ᾽Εκεῖνον καί μεταξύ τους. ῾᾽Εγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί᾽.

Κι ἴσως πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ τήν πλανεμένη ἀντίληψη κάποιων ψυχολόγων, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τήν ταύτιση αὐτή τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Χριστό ὡς ψυχολογικό ἐνδιάμεσο, προκειμένου νά προχωρήσουν στήν ἀπόκτηση τῆς δικῆς τους ταυτότητας. ᾽Αλλά τοῦτο δέν συνιστᾶ ἕνα εἶδος βλασφημίας; ᾽Ακόμη δηλαδή καί τά πνευματικά γεγονότα νά προσεγγίζονται κάτω ἀπό τόν ὁλοκληρωτισμό ἀνθρωπίνων ἀρχῶν; (ψυχολογισμός). ῾Ὁ πνευματικός πάντα ἀνακρίνει᾽, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ῾αὐτός δέ ὑπ᾽ οὐδενός ἀνακρίνεται᾽. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά βάλει στό ῾μικροσκόπιο᾽ τοῦ περιορισμένου ἀνθρωπίνου νοῦ ὅ,τι ἀποτελεῖ ἐνέργεια καί χάρη τοῦ Θεοῦ; ῾Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;᾽

3. Κι ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος ἔρχεται νά μᾶς διευκρινίσει τά στοιχεῖα τοῦ μυστηριακοῦ καί πνευματικοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματός του:

(1) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό προϋποθέτει τόν θάνατο τοῦ ῾ἐγώ.  ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ᾽, λέει, ῾ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽. Δέν μπορεῖ δηλαδή κανείς, ἔστω κι ἄν εἶναι βαπτισμένος, νά παραμένει ἐν Χριστῷ, ἐφόσον τό ῾ἐγώ᾽ του εἶναι ζωντανό καί ἐνεργό. Καί τί σημαίνει ῾ἐγώ᾽; ῎Οχι βεβαίως τή συναίσθηση τῆς ἀτομικότητάς μας, ἀλλά αὐτό πού ἐξηγεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: τή φιλαυτία καί τόν ἐγωϊσμό, συνεπῶς τήν ἴδια τήν ἁμαρτία. Τό ῾ἐγώ᾽ ἐν προκειμένω ταυτίζεται μέ τό ἁμαρτωλό φρόνημα καί ὅ,τι ἔχει ὡς παρακλάδια: τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία.

(2) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό βιώνεται πάντοτε ῾νῦν᾽, τώρα. Αὐτό πού ζῶ τώρα, λέει ὁ ἀπόστολος. ῞Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης καί τῆς διαγραφῆς τοῦ παρελθόντος, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης τοῦ πειρασμοῦ τοῦ μέλλοντος. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός τή χριστιανικότητά του τήν ζεῖ στό ἐδῶ καί στό τώρα. Τό τώρα τοῦ δίνει ὡς εὐλογία ὁ Θεός γιά νά ἐργάζεται τή μετάνοιά του κι ὄχι τό χθές ἤ τό αὔριο.

Καί (3) ἡ ἑνότητα μέ τόν Κύριο βιώνεται ῾ἐν σαρκί᾽. Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι χριστιανός ἔξω ἀπό τό σῶμα του ἤ παραθεωρώντας τό σῶμα του. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη κατανοεῖται μέ τρόπο ψυχοσωματικό, συνεπῶς μία χριστιανική ζωή ἐκτός σώματος δέν συνιστᾶ χριστιανική ζωή. ῞Οταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνοντας σῶμα καί ψυχή, αὐτό σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τή βάση αὐτή. ῎Ετσι ἀφενός κατανοεῖ κανείς τήν ἐπιμονή τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τή συμμετοχή τοῦ σώματος στήν πνευματική ζωή, μέ τίς διάφορες νηστεῖες, τίς γονυκλισίες, τήν ἐν γένει ἐγκράτεια, προκειμένου νά καταπολεμηθεῖ τό ἁμαρτωλό φρόνημα ὡς στροφή πρός τά πάθη, ἀφετέρου δέν γίνεται ἀποδεκτή μία πνευματικότητα ῾ἐξωσωματικῶν᾽  ἐμπειριῶν. Οἱ διάφορες ῾ἐξωσωματικές᾽  ἐμπειρίες, ἐκεῖνες πού ὅπως εἴπαμε παραθεωροῦν τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά νά παραπέμψουν σέ κάποια εἴδη ῾πνευματικῆς᾽ ζωῆς, δέν ἐντάσσονται μέσα στήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἐκκλησιαστική παράδοση, γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ μεγάλη ἐπιφύλαξη καί προσοχή.

15 Ιανουαρίου 2022

"ΟΙ ΔΕ ΕΝΝΕΑ ΠΟΥ;" (ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ - ΤΩΝ 10 ΛΕΠΡΩΝ)

«Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ. 17, 17-18)

Ο Κύριος στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ΙΒ΄ Κυριακής του Λουκά έρχεται αντιμέτωπος με το κοινωνικό περιθώριο, με τους ανθρώπους δηλαδή που η ιουδαϊκή κοινωνία είχε αποκλείσει, λόγω της φοβερής, για τα δεδομένα της τότε εποχής, αρρώστιας της λέπρας. Κι αντιμετωπίζει την πίστη τους, καθώς Τον παρακαλούν να τους ελεήσει και να τους θεραπεύσει: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Και πράγματι, ο Κύριος ανταποκρίνεται στο αίτημά τους και τους θεραπεύει, μ’ έναν έμμεσο όμως τρόπο: στέλνοντάς τους εκεί που κατά τον Μωσαϊκό Νόμο επιβεβαιώνεται η αποκατάσταση από την αρρώστια και η υγεία: στους ιερείς. Ο Κύριος όμως θα επαινέσει  τον έναν από τους πρώην λεπρούς – και μάλιστα Σαμαρείτη, δηλαδή εχθρό του Ιουδαϊσμού – διότι υπήρξε ο μόνος που όχι μόνον είδε να θεραπεύεται από τον Κύριο, αλλά και επέστρεψε να δοξολογήσει τον Θεό και να ευχαριστήσει τον Ίδιο. Θα εκφράσει μάλιστα ο Κύριος το δίκαιο παράπονο: «Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος

1. Ο Κύριος ζητά τη δοξολογία προς τον Θεό από τον άνθρωπο, ο οποίος γεύτηκε τις δωρεές και τις ευεργεσίες Εκείνου. Το παράπονο που διατυπώνει αποτελεί σαφή υπαινιγμό Του. Κι όχι βεβαίως διότι ο Θεός έχει ανάγκη από τις δοξολογίες του ανθρώπου – ο Θεός ως ο απολύτως τέλειος είναι παντελώς ανενδεής, χωρίς να Του προσθέτει τίποτε η όποια δοξολογία του ανθρώπου∙ άλλωστε μυριάδες αγγέλων Τον δοξολογούν αενάως – αλλά διότι η δοξολογία Του ως έκφραση ευγνωμοσύνης για ό,τι Αυτός δίνει στον άνθρωπο κάνει τον άνθρωπο να λειτουργεί με φυσιολογικό τρόπο, να πορεύεται με ανοικτά τα μάτια της ψυχής του, με πίστη και αγάπη προς τον Δημιουργό του. Μόνον όποιος πιστεύει αληθινά βλέπει ότι τα πάντα πηγάζουν από τον Θεό, διακρατούνται από Εκείνον και κατευθύνονται σ’  Εκείνον. Όπως το διατύπωσε και ο απόστολος Παύλος: «ὅτι ἐξ Αὐτοῦ καί δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται». Η δοξολογία του Θεού λοιπόν αποτελεί σημείο πνευματικής υγείας του ανθρώπου, δείγμα ότι αυτός βρίσκεται στη φυσιολογική του πορεία και προκόπτει κατά Θεόν. Πόσο απλά και με χάρη Θεού διατύπωνε την αλήθεια αυτή και ο πνευματικός του οσίου Παϊσίου, γέρων ιερομόναχος Τύχων, όταν έλεγε με τα σπασμένα ελληνικά του: «Το, Κύριε ελέησον, εκατό δραχμές∙ το, δόξα τω Θεώ, χίλιες δραχμές». Για χάρη μας λοιπόν ο Κύριος ζητά τη δοξολογία του Θεού. Εμείς την έχουμε ανάγκη και όχι ο Θεός.

2. Είναι πολύ χαρακτηριστικό όμως ότι η δοξολογία αυτή προς τον Θεό φαίνεται να ταυτίζεται  με την ευχαριστία προς τον Κύριο. Γύρισε, λέει ο Ευαγγελιστής, ο θεραπευμένος πρώην λεπρός, ο ένας, δοξολογώντας τον Θεό και ήλθε και πρόσπεσε στον Χριστό ευχαριστώντας Αυτόν. «Ὑπέστρεψε μετά φωνῆς μεγάλης δοξάζων τόν Θεόν, καί ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον παρά τούς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ».  Το να δοξολογώ τον Θεό σημαίνει ότι οδηγούμαι προς τον Χριστό εν ευχαριστία. Διότι η μεγαλύτερη δωρεά και ευεργεσία του Θεού στον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο ερχομός Του στον κόσμο ως ανθρώπου. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δοξολογία Του επομένως από τη στροφή προς τον Χριστό και την αναγνώριση ότι Αυτός είναι η πηγή της ευεργεσίας και της θεραπείας στον άνθρωπο. Όπως σημειώνει και το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων για τον Κύριο: «Αὐτός διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε τους πάντες. Έτσι δοξολογία του Θεού χωρίς αναφορά στον Χριστό και ευχαριστία Εκείνου αποτελεί μάλλον λατρεία δαιμόνων. Διότι άλλος Θεός εκτός του Ιησού Χριστού δεν υφίσταται. Η αποκάλυψη που ο Ίδιος ο Κύριος έκανε στους μαθητές Του ήταν απόλυτη: «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Και «οὐδείς ἔρχεται πρόν τόν Πατέρα εἰ μή δι’ ἐμοῦ».

3. Κι αν βεβαίως η κάθε ευχαριστία προς τον Χριστό συνιστά τη δοξολογία του αληθινού Τριαδικού Θεού, διότι αναγνωρίζει ο πιστός ότι Εκείνος είναι η φανέρωση του Θεού στον κόσμο, πολύ περισσότερο ισχύει τούτο για την κατ’ εξοχήν ευχαριστία του, τη Θεία Ευχαριστία. Στη Θεία Ευχαριστία, τη Θεία Λειτουργία, που συνιστά το κέντρο των μυστηρίων  της Εκκλησίας μας, έχουμε την αποκορύφωση της πίστεως του ανθρώπου,  ο οποίος  λατρεύει και δοξολογεί σωστά τον Θεό. Κι αυτό γιατί στο μυστήριο αυτό ο άνθρωπος νιώθει ότι λειτουργεί η πραγματική του ταυτότητα - εκείνη  που του δόθηκε διά του αγίου βαπτίσματος, ότι έγινε  δηλαδή μέλος του σώματος του Χριστού – και συνεπώς ότι κινείται σύμφωνα με τον ρυθμό της λειτουργίας αυτού του σώματος. Πότε για παράδειγμα τα φυσικά μέλη του σώματός μας είναι υγιή και φυσιολογικά; Όταν είναι συνδεδεμένα με το σώμα και λειτουργούν με τον ρυθμό αυτού του σώματος, συντονιζόμενα από την κεφαλή. Το ίδιο και στο πνευματικό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία: στη Θεία Ευχαριστία έχουμε την ορθή θέση και κίνηση του μέλους, το οποίο δοξολογεί ορθά τον Θεό, ευρισκόμενο σε κοινωνία με Εκείνον που είναι «ἡ κεφαλή τοῦ σώματος» και με τα άλλα μέλη, τους συνανθρώπους του. Δεν υπάρχει λοιπόν μεγαλύτερη χαρά για τον Κύριο, δεν υπάρχει μεγαλύτερο «σβήσιμο», θα λέγαμε, κάθε παραπόνου Του, από το να μας βλέπει να συμμετέχουμε εν μετανοία, δηλαδή με τον ορθό τρόπο, στη Θεία Λειτουργία, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι αφενός εκεί μας ανοίγονται τα μάτια για να δούμε ότι τα πάντα στη ζωή μας, ακόμη και τα θεωρούμενα δυσάρεστα, αποτελούν ευεργεσίες Του – «ὑπέρ πάντων ὧν ἴσμεν καί οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν εὐργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων» λέμε στην αγία αναφορά της Θείας Λειτουργίας – αφετέρου εκεί πάλι συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός δεν είναι απλώς ο Παντοδύναμος Κύριος, αλλά ο ίδιος ο Πατέρας μας – «καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαί Σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα, καί λέγειν: Πάτερ ἡμῶν».

4. Στο περιστατικό όμως της επιστροφής του Σαμαρείτη πρώην λεπρού, που αποδίδει τη δοξολογία προς τον Θεό και την ευχαριστία στον Κύριο, συγκλονίζει κυριολεκτικά η αποτίμηση που κάνει ο Κύριος: «η πίστις σου σέσωκέ σε». Και λέμε ότι συγκλονίζει, διότι πίστη στον Χριστό έδειξαν και οι άλλοι εννέα λεπροί: και στην επίκλησή τους («Ἰησοῦ  ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς»), και την ώρα που ο Κύριος τους στέλνει στους ιερείς: θεραπεύτηκαν κάνοντας υπακοή στον λόγο Του («καί ἐν τῷ  ὑπάγειν αὐτούς ἐθεραπεύθησαν»). Κι αυτό σημαίνει ότι μπορώ να έχω πίστη στον Χριστό και μάλιστα σ’ ένα βαθμό ενεργουμένη, να εισπράττω από τον Κύριο την εκπλήρωση κάποιου αιτήματός μου, και τελικώς να μην ανήκω στους σωσμένους. Το ζητούμενο με άλλα λόγια δεν είναι να πάρω κάτι από τον Θεό, αλλά να στήσω μία μόνιμη σχέση μαζί Του, να μπορώ να παραμένω πάντοτε με Εκείνον, έχοντας διαρκή αναφορά στο πάντιμο πρόσωπό Του. Κι αυτό είναι που κατάφερε, όπως φαίνεται, «  ἀλλογενής» Σαμαρείτης. «Είδε» καθαρά ότι υπεράνω όλων, ακόμη και της κοινωνικής αποδοχής και της υγείας του – πράγματα που εξασφάλιζε πια με τη θεραπεία του από τη λέπρα – ήταν να γυρίσει στον Χριστό. Κατάλαβε ότι Εκείνος ήταν η σωτηρία του. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι με τη στάση του ο άνθρωπος αυτός ομολογούσε ό,τι ο απόστολος Παύλος έγραφε: «ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να έχω τον Χριστό, φανερώνοντας έτσι ένα μαρτυρικό φρόνημα αγάπης προς Εκείνον.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι κι εμείς είμαστε πιστοί στον Χριστό: το φανερώνουν οι προσευχές μας, οι παρακλήσεις μας προς Αυτόν, η υπακοή μας συχνά στα λόγια Του, προκειμένου μάλιστα να «θεραπευτούμε» από διάφορες δυστυχίες μας. Ιδιαιτέρως σήμερα, με την κρίση της εποχής μας, οι κραυγές προς τον Χριστό έχουν πολλαπλασιαστεί. Πρέπει να προσέξουμε όμως, μήπως ανήκουμε στη χορεία των εννέα και όχι του ενός. Ο Χριστός επαίνεσε, είπαμε, τον ένα για την αληθινή του πίστη, η οποία έδειξε ότι υπεράνω όλων των αγαπών, ακόμη και την αγάπη προς τον εαυτό του, ήταν η αγάπη προς Εκείνον. Την έχουμε εμείς την αγάπη αυτή; Ή τέλος πάντων ζητούμε από τον Κύριο να την αποκτήσουμε;