Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πνευματικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πνευματικά Θέματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Ιανουαρίου 2022

Η ΕΓΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΞΑΓΡΥΠΝΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

«Ἐντολαῖς τοῦ Δεσπότου ἐπαγρυπνῶν, ἐφ’ ὁμοίοις τε τρόποις παῖδας τούς σούς ρυθμίζων, μακάριε Ξενοφῶν, καί τήν σύζυγον, σύν αὐτοῖς τά ἄνω κληροῦσαι βασίλεια, πειρασμῶν παντοίων λιπών τό κλυδώνιον˙ ὅθεν εὐφημοῦμεν εὐσεβῶς ὑμᾶς πάντας καί πόθῳ γεραίρομεν καί πιστῶς ἀνακράζομεν˙ Θεοφόροι πανόλβιοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ τήν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν» (κάθισμα όρθρου).

(Ξαγρυπνώντας στις εντολές του Δεσπότου Χριστού και ρυθμίζοντας τα παιδιά σου και τη σύζυγό σου στον ίδιο τρόπο ζωής, μακάριε Ξενοφών, μαζί μ’ αυτούς απέκτησες κλήρο στη Βασιλεία του Θεού, αφού άφησες πίσω σου τα κύματα των διαφόρων πειρασμών. Γι’ αυτό και σας υμνολογούμε ευσεβώς όλους σας και σας δοξολογούμε με πόθο και με πίστη φωνάζουμε δυνατά: Θεοφόροι μακάριοι, πρεσβεύσατε στον Χριστό τον Θεό μας, να δωρίσει σ’ εμάς που εορτάζουμε με πόθο την αγία μνήμη σας την άφεση των αμαρτιών μας).

Πλούσιος με μεγάλη περιουσία ο όσιος Ξενοφών ζούσε με πίστη στον Θεό μαζί με την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Κι είναι από τους ανθρώπους που έδειξαν ότι ναι μεν είναι πολύ δύσκολη η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού όταν κανείς έχει μεγάλη περιουσία, κατά τον λόγο του Κυρίου: «πόσο δύσκολα οι πλούσιοι θα εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι ένα καραβόσχοινο να περάσει από την τρύπα μιας βελόνας, παρά ένας πλούσιος να μπει στη Βασιλεία του Θεού», δεν είναι όμως τούτο τελικώς ακατόρθωτο. Διότι το θέμα δεν είναι το έχειν και το βιος του ανθρώπου, αλλά ο τρόπος που διαχειρίζεται αυτό. Κι ο όσιός μας διαχειρίστηκε την περιουσία του κατά τρόπο όντως θεάρεστο: κάλυπτε βεβαίως τις ανάγκες της οικογενείας του, αλλά παράλληλα με πόθο καρδιάς κάλυπτε και τις ανάγκες των φτωχών συνανθρώπων του, όπως και εκείνων που έβλεπε πλούσια τη χάρη του Θεού σ’ αυτούς: των πτωχών καλογέρων που έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη. Ο κάθε καλόγερος έβρισκε κατάλυμα στη φιλόξενη κατοικία του, όπως και ο οποιοσδήποτε αναγκεμένος, δείχνοντας έτσι ο Ξενοφών ότι βρίσκεται στον κόσμο ως ένας δεύτερος Αβραάμ.

Κι ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης μάς επισημαίνει με τον πιο καθαρό τρόπο τι συνιστούσε αγία βιοτή του Ξενοφώντα και κατ’ επέκταση και όλης της οικογενείας του: ο αγώνας του να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου: όχι απλώς είχε την έγνοια να πορεύεται κατά τις εντολές, αλλά ξαγρυπνούσε πάνω σ’ αυτές, που σημαίνει ότι αυτή ήταν η προτεραιότητά του νυχθημερόν. Ξεκινώντας η ημέρα του αλλά και κλείνοντας το βράδυ του ο νους του ήταν προσκολλημένος στον λόγο του Κυρίου, ώστε να τον κάνει πράξη. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος το εξαγγέλλει: «η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία», δηλαδή στην κίνηση του ανθρώπου να εφαρμόζει τον λόγο του Θεού ανοίγονται τα μάτια του για να θεάται, να βλέπει την παρουσία Εκείνου στη ζωή του.

Κι ο υμνογράφος προσθέτει: στον τρόπο της ζωής αυτής προσπαθούσε να συντονίσει, να ρυθμίσει και τη σύζυγό του και τα παιδιά του. Όχι ασφαλώς με τρόπο «στανικό», με το ζόρι. Γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι ξεφεύγει και ο ίδιος από τις εντολές του Κυρίου που επιτάσσουν την ταπείνωση και την αγάπη – η ταπείνωση και η αγάπη τοποθετούν τον άνθρωπο με απόλυτο σεβασμό έναντι του όποιου συνανθρώπου του, ιδίως δε των οικείων και συγγενών του. Αλλά με το παράδειγμά του, χωρίς πολλά ή περιττά λόγια. Φανταζόμαστε τον δίκαιο Ξενοφώντα να ομιλεί με τη σύζυγό του γεμάτος ευγένεια, να παίζει με τα παιδιά του και να τα διαπαιδαγωγεί γεμάτος υπομονή και χιούμορ, να υπηρετεί μαζί τους τους φτωχούς και τους δυσκολεμένους αδελφούς. Γι’ αυτό και γνωρίζουμε ότι λειτουργούσε για την οικογένεια ως μαγνήτης – ήταν το «κεφάλι» που όλοι ήταν στραμμένοι προς αυτό. Γιατί; Διότι έβλεπαν ό,τι πιο καλό και ευχάριστο, όπως όταν βλέπει κανείς τον ίδιο Χριστό παρόντα στη ζωή του. Έτσι δεν γίνεται «αρχηγός» ο πατέρας στην οικογένεια; Αυτή δεν είναι και η ερμηνεία της «κεφαλής» για τη γυναίκα του άνδρα, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου; Όπως κεφαλή για το σώμα Του την Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Κύριος: με τη θυσιαστική αγάπη Του απέναντι σ’ αυτήν!

Ο όσιος Ξενοφών είναι το άμεσο παράδειγμα για το πώς λειτουργεί η χριστιανική οικογένεια και τι σημαίνει «κατ’ οίκον Εκκλησία». Μας δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τι ήθελε να πει και στις ημέρες μας ο άγιος μέγας Πορφύριος, όταν διαρκώς επεσήμαινε ότι τα προβλήματα των παιδιών στην οικογένεια και στην κοινωνία μας είναι κυρίως προβλήματα των γονέων. Γονιός, έλεγε, που έχει ως προτεραιότητα τον αγιασμό του είναι αυτός που θα έχει και μία ευλογημένη οικογένεια, που τα παιδιά του – ακόμη κι αν αποκλίνουν κάποια στιγμή – θα μεγαλώσουν χωρίς ψυχολογικά προβλήματα και πάντα θα έχουν μπροστά στα μάτια τους ως πολικό αστέρι τον Κύριο!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΜΜΩΝΑΣ

«Ζωῆς Ἀμμωνᾶς νῆμα πληρώσας ἅπαν, ζωήν ἐφεῦρεν, οὔποτε πληρουμένην» (στίχος συναξαρίου)

(Ο Αμμωνάς αφού ολοκλήρωσε όλο το νήμα της επίγειας ζωής του, βρήκε τη ζωή που ποτέ δεν τελειώνει).

Δεν έχουμε πολλά ιστορικά στοιχεία για τον μεγάλο αυτόν όσιο του Γεροντικού. Το μόνο βέβαιο, βάσει των σωζομένων γι’ αυτόν λογίων και περιστατικών των Αποφθεγμάτων Γερόντων, έντεκα τον αριθμό, (αναφέρονται και άλλα πνευματικά κείμενά του και επιστολές, εκτός όμως του βιβλίου των Αποφθεγμάτων), είναι ότι έζησε την εποχή του αγίου μεγάλου Αντωνίου (251-356), υπήρξε μαθητής του κι ίσως διάδοχός του στη μοναχική σκήτη, έγινε δε επίσκοπος παρουσιάζοντας μία ζωή ελεύθερη κάθε εμπαθείας και κακίας.

Ένα μικρό περιστατικό (κεφ. 4) από τα γραφόμενα του Γεροντικού αποκαλύπτει το πνευματικό μεγαλείο του.

 «Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες ότι υπήρχε ένας γέρων φιλόπονος στα Κελλία που φορούσε ψαθί. Και πήγε να επισκεφτεί τον αββά Αμμωνά. Ο Γέρων Αμμωνάς τον είδε να φοράει το ψαθί και του λέει: «Το ψαθί σε τίποτε δεν σε ωφελεί». Τον ρώτησε τότε ο γέροντας αυτός: «τρεις λογισμοί με ενοχλούν∙ ή να γυρίζω στις ερήμους ή να πάω σε ξένη χώρα όπου κανείς  δεν με γνωρίζει ή να κλειστώ σε κελί και να μη συναντώ κανέναν, τρώγοντας κάθε δύο ημέρες». Του λέγει ο αββάς Αμμωνάς: «Τίποτε από τα τρία δεν σε συμφέρει να κάνεις, αλλά μάλλον να κάθεσαι στο κελί σου και να τρως λίγο κάθε ημέρα, και να έχεις πάντοτε στην καρδιά σου τον λόγο του τελώνη, και τότε μπορείς να σωθείς».  

Ως γνήσιος παιδαγωγός ο αββάς Αμμωνάς και με γνώση της βαθειάς πνευματικής ζωής δεν μένει μόνο στην αποτροπή και την άρνηση συμβουλεύοντας τον  καλόγερο που ήλθε να τον συμβουλευτεί. Δίνει τη διέξοδο και ανοίγει τα μάτια στον αγωνιστή, αλλά «αδιάκριτο» αυτόν  ασκητή. «Συνέχισε την άσκηση που κάνεις – είναι σαν να του λέει - μ’ έναν μετριοπαθή τρόπο: μένε στο κελί σου, (γιατί το κελί είναι αυτό που ισορροπεί πάντοτε, λένε οι άγιοι, τον μοναχό), τρώγε λίγο κάθε ημέρα, (γιατί ο άνθρωπος έχει και σώμα που τρέφει να του προσφέρει αυτό που είναι αναγκαίο), κυρίως όμως να αγωνίζεσαι στον δρόμο της ταπείνωσης, (γιατί δεν υπάρχει περίπτωση σωτηρίας του ανθρώπου έξω από αυτήν).

Και στην τελευταία συμβουλή του οσίου Αμμωνά βρίσκεται το σημαντικότερο εξ όλων. Διότι σωτηρία σημαίνει ζωντανή σχέση με τον Θεό εν Χριστώ, που σημαίνει ότι ο πιστός πρέπει να αγωνίζεται, χάριτι Θεού πάντοτε άρα με εκκλησιαστικό τρόπο, να βρίσκεται στο ρεύμα ζωής του Χριστού, στο ποτάμι που ξεκινά από Εκείνον για να πάρει στο διάβα του και κάθε έναν που θα θελήσει να είναι μαζί Του. Κι αυτό το ρεύμα του Χριστού έχει το χαρακτηριστικό της αγάπης βεβαίως, αλλά της θεμελιωμένης στο φρόνημά Του που είναι το φρόνημα της ταπείνωσης -  ό,τι αποτελεί «σημείο» ορθής πορείας που μαγνητίζει τον Θεό στην ύπαρξη του ανθρώπου. Της αγίας ταπείνωσης, κατά τον άγιο Πορφύριο. Η τέλεια μορφή της διαφεύγει από εμάς τους ανθρώπους, γιατί μιλάμε για το μυστήριο του Ίδιου του Τριαδικού Θεού, όμως εκείνο που απαιτείται από εμάς είναι να στρεφόμαστε πάντοτε εκεί που υπάρχει η αγία οσμή της και σταδιακά νά την προσεγγίζουμε.

Προφανώς, ο γέρων ασκητής με τη ζέουσα διάθεση της σχέσης του με τον Θεό άκουσε τον όσιο αββά Αμμωνά. Έκανε υπακοή και σώθηκε, γενόμενος κι αυτός ένας από τους πολλούς αφανείς οσίους της ερήμου. Και πώς ξέρουμε την εξέλιξη αυτή, για την οποία δεν λέει τίποτε το ασκητικό κείμενο; Μα πήγε να ρωτήσει τον όσιο αββά. Δηλαδή έμπρακτα έδειξε ότι έχει ένα ποσοστό ταπείνωσης, γιατί κανείς χωρίς ταπείνωση δεν ρωτάει τους πρεσβυτέρους και τους άλλους πνευματικούς και πιο έμπειρους. Και δεν ρωτάει, γιατί εκείνος «όλα τα ξέρει» και δεν έχει επομένως ανάγκη από καθοδήγηση. Ο καλός όμως γέροντας με το ψαθί είχε ταπεινή καρδιά. Κι ο μέγιστος Αμμωνάς τού έδωσε την κατεύθυνση της πνευματικότερης οδού της χριστιανική πίστεως: την τελωνική κραυγή «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» ή αλλιώς «τό ἔχειν ἑαυτόν ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως». Της οδού που οδηγεί τον άνθρωπο με κάθετο τρόπο στα ύψη του Ουρανού.    

25 Ιανουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΒΑΣ ΑΠΟΛΛΩΣ

 

«Χριστὸν βιώσας μέχρι καὶ τέλους βίον,

θραύει πονηροῦ πᾶν Ἀπολλὼς τὸ θράσος»

(Έζησε τον Χριστό μέχρι τέλους της ζωής του ο Απολλώς, οπότε και διέλυσε όλη τη θρασύτητα του πονηρού).

«Ο βίος του Οσίου Απολλώ γράφτηκε από τον Άγιο Ιερώνυμο. Έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη (361 - 363 μ.Χ.) και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχικό βίο στην περιοχή της Αιγύπτου. Ασκήτεψε στην έρημο και ο Θεός τον αξίωσε να φθάσει σε μεγάλα ύψη αγιότητας, χαρίζοντάς του το προορατικό χάρισμα και αυτό της θαυματουργίας.

Ο Όσιος Απολλώ κοιμήθηκε με ειρήνη».

Μπορεί να μην υπάρχουν πολλά λόγια και περιστατικά στα Αποφθέγματα Γερόντων (Γεροντικόν) για τον αββά Απολλώ, παρ’ όλα αυτά όμως και τα τρία που παρατίθενται είναι ικανά να μας αποκαλύψουν το μεγαλείο της ψυχής του και το ύψος της αγιότητάς του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θεός τον χαρίτωσε με τα χαρίσματα της προόρασης και της θαυματουργίας.

Το πρώτο καταγράφει το τι θεωρούσε ο όσιος αββάς κύρια καθημερινή του εργασία: τη διακονία και την εξυπηρέτηση του πλησίον. Το δεύτερο που φανερώνει τη διορατικότητά του σχετίζεται με έναν άξεστο βοσκό, ο οποίος μετάνιωσε βαθιά για ένα μεγάλο έγκλημα που έκανε:  έσκισε την κοιλιά μιας εγκύου γυναίκας για να δει πώς είναι το έμβρυο μέσα. Και στον εναγώνιο προβληματισμό του μετά από δεκαετίες πένθους για την πράξη του αν τον συγχώρησε ο Θεός, αφού είχε γίνει πια μοναχός, έλαβε τη θετική γι’ αυτόν απάντηση από τον άγιο Απολλώ: ο Θεός πράγματι σε συγχώρησε, αλλά δεν σου παίρνει από την ψυχή τον πόνο για να ταπεινώνεσαι, πράγμα που είναι συμφέρον στην ψυχή σου. Και το τρίτο που αποτελεί ερμηνευτικό στοιχείο στην καθημερινή του εργασία:  η στάση του απέναντι στον όποιον συνάνθρωπό του ήταν στάση έναντι του ίδιου του Θεού:  να τον προσκυνά και να τον αναπαύει.

Μία μικρή προσέγγιση ειδικά στο πρώτο νομίζουμε ότι θα ήταν πολύ επωφελές και για τη δική μας ζωή.

«Ήταν στα Κελλία ένας γέροντας που ονομαζόταν Απολλώς. Και όσες φορές ερχόταν κάποιος ζητώντας τον για οποιοδήποτε έργο, πήγαινε με χαρά λέγοντας: Πρόκειται σήμερα να εργαστώ μαζί με τον Χριστό για χάρη της ψυχής μου. Διότι αυτός είναι ο μισθός μου».

Ο όσιος αββάς αποτελεί υπομνηματισμό της επισήμανσης πολλών αγίων ασκητών, και του Γεροντικού και της μετέπειτα εποχής, ότι οι μοναχοί έχουν ως κύριο έργο τους την προσευχή και τη διακονία εν αγάπη των συνανθρώπων τους. Την αλήθεια αυτή εξέφραζαν βεβαίως και με αρνητικό τρόπο: οι μοναχοί ξεπέσαμε, γιατί αφήσαμε το κύριο έργο μας, την προσευχή, και ασχολούμαστε πρωτίστως με τα διακονήματα και με άλλα χειρωνακτικά έργα. Ο αββάς Απολλώς λοιπόν συνιστούσε ορόσημο για την εποχή του και για κάθε εποχή: η εργασία του ήταν η διαρκής αναφορά του στον Θεό, η αγάπη του προς Αυτόν που εκφραζόταν με την αγάπη του προς τον κάθε συνάνθρωπό του.

Ο άγιος στην πραγματικότητα κινείτο πάνω στην οδό του Κυρίου, δηλαδή αγωνιζόταν διαρκώς να υλοποιεί στη ζωή του τον λόγο του Ίδιου του Χριστού που καταγράφει ιδίως ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Ο Κύριος καλούσε τους μαθητές Του και κάθε άνθρωπο βεβαίως να εργάζεται εκείνη την εργασία που οδηγεί στην αιώνια ζωή και δεν εξαντλείται στην κάλυψη μόνο των βιοτικών αγαθών. «Ἐργάζεσθε μή τήν βρῶσιν τήν ἀπολλυμένην, ἀλλά τήν βρῶσιν τήν μένουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ιωάν. 6, 27). Και στην ερώτηση πολλών Ιουδαίων τι πρέπει να κάνουν για να εργάζονται αυτό που θέλει ο Θεός απαντούσε: «Τοῦτό ἐστιν τό ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὅν ἀπέστειλεν Ἐκεῖνος» (Ιωάν. 6, 28-29).

Να λοιπόν κατά τον Κύριο το πρώτο έργο του ανθρώπου: να πιστεύει στον Χριστό, αλλά με τον τρόπο που ο Κύριος εξηγεί την πίστη αυτή˙ ως τήρηση των αγίων Του εντολών, κυρίως δε την τήρηση της αγάπης που δίδαξε και έζησε – αυτό που και ο απόστολος Παύλος (και οι άλλοι απόστολοι βεβαίως) σημείωνε: «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη»(Γαλ. 5, 6). Έτσι εργασία Θεού είναι ο άνθρωπος να αποδύεται στον αγώνα της αγάπης του προς τον Θεό και της αγάπης του προς τον συνάνθρωπό του - εργασία που συνιστά, λέει ο ίδιος ο Κύριος, και την αληθινή τροφή του. Κι ο  Κύριος βεβαίως, προκειμένου να καταστήσει σαφή την αλήθεια αυτή και την προτεραιότητα που έχει στη ζωή του ανθρώπου, την τόνιζε και με πολλούς άλλους τρόπους. Διότι τι άλλο μπορεί να σημαίνουν επίσης τα λόγια Του «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όσα σχετίζονται με την καθημερινότητα του ανθρώπου και τις ανάγκες του) προστεθήσεται ὑμῖν;» (Ματθ. 6, 33). Ή τις συγκλονιστικές και παράδοξες θεωρούμενες το λιγότερο προτροπές Του «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὑ π έ ρ    ἐ μ έ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος;» (πρβλ. Ματθ. 10,3).

Πρόκειται ασφαλώς για την κύρια εντολή που ο Θεός έδωσε απαρχής στον άνθρωπο, δηλαδή «να αγαπήσει Κύριο τον Θεό του με όλη την ψυχή, την καρδιά, τη διάνοια, τη δύναμή του, και τον πλησίον του σαν τον εαυτόν του» (βλ. Μάρκ. 12, 29-31), εντολή που στηρίζεται στην κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δηλαδή δημιουργήθηκε με την προοπτική να "επαναλαμβάνει" τον Θεό (όσιος Σωφρόνιος), γι’ αυτό και η ζωή του Θεού πρέπει  να γίνεται ζωή και του ανθρώπου – ό,τι μας αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού για τον Ίδιο αποτελεί και την προοπτική του ξεχωριστού αυτού πλάσματός Του. Μπορεί ο άνθρωπος να έχασε την προοπτική, λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία, αλλά ο ερχομός του Χριστού που προσέλαβε την ανθρώπινη φύση έδωσε και πάλι στον άνθρωπο τη μεγαλειώδη αυτή δυνατότητα μέσα στο πλαίσιο της ζωής αυτής – κάτι που βιώνεται πια χαρισματικά στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Όταν για παράδειγμα ο Ίδιος πάλι ο Κύριος αποκαλύπτει ότι ο πιστός άνθρωπος είναι «κλήμα στο αμπέλι που είναι ο Ίδιος» (Ιωάν. 15, 5: «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος καί ὑμεῖς τά κλήματα»), όταν ο απόστολος Παύλος διερμηνεύοντας την αλήθεια αυτή τονίζει ότι ο πιστός είναι μέλος Χριστού, αφότου μάλιστα βαπτίστηκε και εντάχθηκε στην Εκκλησία, και μάλιστα ότι με το βάπτισμα αυτό «ντύθηκε τον Χριστό» (βλ. Γαλ. 3, 27) και στην ψυχή και στο σώμα του, τι άλλο μας λέει ο λόγος του Θεού ει μη ότι ο πιστός χάριτι Θεού έγινε κι αυτός ένας Χριστός, συνεπώς η ζωή του αποτελεί προέκταση Εκείνου;

Γιατί όλα αυτά; Μα για να φανερωθεί τι σημαίνει το θεωρούμενο «απλούστατο» του λόγου του Γεροντικού για τον αββά Απολλώ, ότι ανταποκρινόταν αμέσως σε οποιονδήποτε του ζητούσε κάτι, με την εξήγηση που έδινε: σήμερα θα εργαστώ με τον Χριστό υπέρ της ψυχής μου – αυτός είναι ο μισθός μου. Οπότε έτσι αποκαλύπτεται σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του, όπως είπαμε, το μεγαλείο της ψυχής του οσίου: βρισκόταν διαρκώς στην «ένταση» του πνευματικού αγώνα να πορεύεται αδιάκοπα πάνω στις εντολές του Κυρίου, «βιάζοντας» το φυσικό – παρά φύσιν κατ ουσίαν – θέλημά του. Γιατί στην πραγματικότητα μετά την πτώση του ανθρώπου ο άνθρωπος ρέπει από τη νεότητά του «ἐπιμελῶς ἐπί τά πονηρά». Και πρέπει, κι εδώ είναι η χάρη του βαπτίσματος που του δίνει τη δύναμη, να στρέψει το θέλημά του αυτό σε εκ διαμέτρου αντίθετη εντελώς κατεύθυνση.

Να το πούμε όπως το λέει ο μεγάλος Γέροντας όσιος Σωφρόνιος σε μία από τις τελευταίες ομιλίες του: «Μέ τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ χάσαμε τήν ἀληθινή ἰδέα τῆς Βασιλείας τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρός. Στήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, στή διδασκαλία τῶν Πατέρων καί τῶν μεγάλων ἀσκητῶν, βρίσκουμε ἐκφράσεις πού εἶναι ἀντίθετες πρός τίς φυσικές μας κινήσεις – φυσικές στήν κατάσταση τῆς πτώσεώς μας. Ὅ,τι μᾶς ἔχει δοθεῖ ὡς ἐντολή ἔρχεται σέ ἀντίθεση πρός τά πάθη πού ἀποτελοῦν συνέπεια τῆς πτώσεως». Για να συνεχίσει παρακάτω: «Ἄν δέν φθάσουμε στό νά ἀγαπᾶ ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἡ ζωή μας θά καταστραφεῖ καί δέν θά λάβουμε κανένα ὄφελος ἀπό τόν μοναχισμό, ἀπό τόν ἀληθινό μοναχισμό… Ἄν δέν ἀφομοιώσουμε αὐτή τή διάθεση νά διακονοῦμε τούς ἄλλους, ὅλα θά εἶναι ἄχρηστα… Ἡ διακονία τῶν ἄλλων ἔχει μια σωτηριώδη δύναμη, πιό μεγάλη ἀπό τή θεωρητική θεολογία» (Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ», τόμ. Β΄, σελ. 15-16).

Και βεβαίως τα λόγια αυτά του οσίου Σωφρονίου βρίσκονταν σε ακριβή αντιστοιχία με τα λόγια του άλλου μεγάλου οσίου της εποχής μας, Γέροντος Πορφυρίου (για τον οποίο ο ίδιος ο Γέρων Σωφρόνιος έλεγε ότι δυστυχώς οι Έλληνες δεν έχουν κατανοήσει πόσο μεγάλος όσιος είναι, τόσο που πουθενά στον κόσμο δεν βρίσκεται παρόμοιός του). Τι έλεγε ο άγιος Πορφύριος; Την πεμπτουσία ακριβώς του Ευαγγελίου: ότι όλους τους ανθρώπους πρέπει ο χριστιανός να τους βλέπει ως εικόνες Θεού και ως Χριστούς. Και να είναι έτοιμος και τη ζωή του να δώσει για χάρη τους. Γιατί; Διότι αν δεν αγαπά κανείς τον άνθρωπο που τον βλέπει πώς θα αγαπήσει τον Θεό που δεν Τον βλέπει; - ό,τι τόνιζε ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής (Α΄ Ιωάν. 4, 20).

Κατανυσσόμαστε μπροστά στον άγιο Απολλώ. Απλός αββάς του Γεροντικού, χωρίς μεγάλες «περγαμηνές», μα τόσο βαθύς, τόσο άγιος, τόσο μεγαλοπρεπής. Διότι πίστεψε στο αληθινό έργο του ανθρώπου, όπως το καθόρισε καθώς είπαμε ο Χριστός: την κάθε στιγμή του να την ζει με τρόπο που να διακρατεί την παρουσία του Θεού – μία διαρκή θεοκοινωνία! Πώς; «Βλέποντας» τον άλλον με τα πνευματικά μάτια που δίνει η αληθινή πίστη και η χάρη του Θεού: ως τον ίδιο τον Κύριο (Ματθ. 25, 40). Όντως, ποιος μεγαλύτερος μισθός από αυτόν υπάρχει; Να υπηρετείς τον Χριστό, άρα να υπηρετείσαι από Εκείνον, κατά την υπόσχεσή Του (Λουκ. 12, 37).  

24 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

«Ν’ ΑΓΑΠΑΜΕ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!»

«Για να διατηρήσουμε την ενότητά μας, θα πρέπει να κάνουμε υπακοή στην Εκκλησία, στους επισκόπους της. Υπακούοντας στην Εκκλησία, υπακούουμε στον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός θέλει να γίνουμε μία ποίμνη μ’ έναν ποιμένα.

Να πονάμε για την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ. Να μη δεχόμαστε να κατακρίνουν τους αντιπροσώπους της. Στο Άγιον Όρος το πνεύμα που έμαθα ήταν ορθόδοξο, βαθύ, άγιο, σιωπηλό, χωρίς έριδες, χωρίς καυγάδες και χωρίς κατακρίσεις. Να μην πιστεύουμε τους ιεροκατηγόρους. Και με τα μάτια μας να δούμε κάτι αρνητικό να γίνεται από κάποιον ιερωμένο, να μην το πιστεύουμε ούτε να το σκεπτόμαστε ούτε να το μεταφέρουμε. Το ίδιο ισχύει και για τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας και για κάθε άνθρωπο. Όλοι είμαστε Εκκλησία. Όσοι κατηγορούν την Εκκλησία για τα λάθη των εκπροσώπων της, με σκοπό δήθεν να βοηθήσουν για τη διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αυτοί δεν αγαπούν την Εκκλησία. Ούτε βέβαια τον Χριστό. Τότε αγαπάμε την Εκκλησία, όταν με την προσευχή μας αγκαλιάζουμε κάθε μέλος της και κάνουμε ό,τι κάνει ο Χριστός. Θυσιαζόμαστε, αγρυπνούμε, κάνουμε το παν, όπως Εκείνος, ο οποίος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει» (Όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης, Βίος και Λόγοι, Ι. Μονή Χρυσοπηγής Χανίων, Χανιά 2009, σελ. 202).

Ο μέγας όσιος της εποχής μας Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης διαπνεόταν από βαθύτατο εκκλησιολογικό φρόνημα: η Εκκλησία γι’ αυτόν ήταν ο ίδιος ο Κύριος, το ζωντανό σώμα Του. Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού ο κάθε άγιος, όπως ο άγιος Γέροντας εν προκειμένω, είναι άγιος στον βαθμό που θεμελιώνει τη ζωή του στην Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας. Και η Αγία Γραφή και η Παράδοση αυτή βοά αδιάκοπα για την ταυτότητα αυτή, Χριστού και Εκκλησίας, Εκκλησίας και Χριστού. Ο ίδιος ο Κύριος αποκαλύπτοντας την ενότητα αυτή τονίζει ότι Εκείνος είναι το αμπέλι και οι πιστοί Του τα κλήματα. Ο απόστολος Παύλος στοιχώντας στον Κύριο εξαγγέλλει με θείο Πνεύμα ότι ο Κύριος είναι η κεφαλή του σώματος που είναι η Εκκλησία Του. Άλλωστε τούτο αποτελούσε και την εμπειρία του από τη συγκλονιστική μεταστροφή του: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;» ακούει τον Κύριο να του λέει, την ώρα που δίωκε τους χριστιανούς – ο διωγμός των χριστιανών ήταν διωγμός του Ίδιου! Έτσι οτιδήποτε έχει αναφορά στον Κύριο ισχύει και για την Εκκλησία˙ και οτιδήποτε έχει αναφορά στην Εκκλησία προϋποθέτει τη σχέση με τον Κύριο. Γι’ αυτό και ακούμε τον άγιο Πορφύριο να επισημαίνει ότι υπακοή στην Εκκλησία σημαίνει υπακοή στον Χριστό.

Τι θεωρούσε ο άγιος υπακοή στην Εκκλησία; Την υπακοή στους ποιμένες της, τους επισκόπους της, ιδίως δε εκεί που συνέρχονται εν συνόδω και αποφαίνονται εν Πνεύματι αγίω. Στη σύναξή τους αυτή υπάρχει ο φωτισμός του Θεού, εκφράζεται το αιώνιο θέλημα του Θεού, συνεπώς η υπακοή του κάθε μέλους της Εκκλησίας, κληρικού ή λαϊκού, θεωρείται απαραίτητη και δεδομένη. Ακόμη και σε θέματα μη δογματικά, όταν οι επίσκοποι συνέρχονται για λόγους τάξεως και λατρείας, και εκεί τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά: ο πιστός ως μέλος του σώματος κάνει υπακοή, έστω κι αν διαφωνεί πιθανόν με επιμέρους αποφάσεις. Ποιος άλλωστε είναι εκείνος που μπορεί να θέσει τον εαυτό του υπεράνω του «στόματος» της Εκκλησίας, της συνόδου, και να έχει δική του «φωνή»; Μόνον όποιος χαρακτηρίζεται από πνεύμα κενόδοξο και υπερήφανο. Γιατί στην υπακοή ενυπάρχει η ταπείνωση και στην ταπείνωση η χάρη του Θεού. Το παράδειγμα του αγίου Χρυσοστόμου, το οποίο γνώριζε και ο άγιος Πορφύριος, είναι πράγματι εξόχως παραδειγματικό: σε εξορία ευρισκόμενος από απόφαση συνεπισκόπων του που διέκειντο εχθρικά απέναντί του, παρότρυνε το ποίμνιό του στην Κωνσταντινούπολη να υπακούσουν στη σύνοδο αυτή. Διότι το ζητούμενο πάντοτε από αυτόν ήταν να μη διασαλευθεί η εκκλησιαστική ενότητα.

Γι’ αυτό και ο άγιος Γέρων εξέφραζε τον πόνο του για την αγάπη του προς την Εκκλησία. «Να πονάμε για την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ». Και θεωρούσε ό,τι χειρότερο την κατάλυση της ενότητάς της με το διασπαστικό στοιχείο της κατάκρισης και της αλληλοκατηγορίας. Το να κατηγορεί κανείς τους ιερωμένους, όπως επισημαίνει, αλλά και το οποιοδήποτε λαϊκό μέλος της Εκκλησίας, έστω «κι αν δει κάτι αρνητικό και με τα μάτια του», συνιστά τραύμα προς το σώμα και συνεπώς τραύμα και για τον Χριστό. Θυμίζει τον εξίσου πονεμένο λόγο του αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ, ο οποίος τόνιζε κατά κόρον στους μοναχούς του ότι όχι μόνο μία κακή συμπεριφορά ούτε ακόμη κι ο εμπαθής λόγος της κατάκρισης, αλλά και η παραμικρότερη σκέψη του ενός κατά του άλλου μπορεί να προκαλέσει «ρωγμή στα τείχη του μοναστηριού».

Ο άγιος Πορφύριος λοιπόν «καιγόταν» από αγάπη προς την Εκκλησία και για την ενότητα της Εκκλησίας – αυτό του υπαγόρευε η βεβαιωμένη ζωντανή σχέση του με τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο φωτισμένος νους του διέβλεπε ότι μόνον άνθρωποι με μίσος προς τον Χριστό και την Εκκλησία βάλλουν κατά των κληρικών και των λοιπών πιστών, τάχα με το πρόσχημα της «κάθαρσης» της Εκκλησίας. Και λοιπόν; Δεν θα αντιδράσουμε σε αποδεδειγμένα σφάλματα και αμαρτήματα είτε κληρικών είτε λαΪκών, πολύ περισσότερο των κληρικών που έχουν και τη μεγαλύτερη ευθύνη; Βεβαίως θα αντιδράσουμε και πρέπει να αντιδρούμε, λέει ο άγιος. Αλλά όπως αντέδρασε ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος ερχόμενος σ’ έναν κόσμο βουτηγμένο στην αμαρτία και τον θάνατο δεν πήρε το μαστίγιο για να τον τσακίσει ούτε έβγαλε τους κεραυνούς της οργής του για να τον καταστρέψει. Τι έκανε; Με άπειρη αγάπη ανέλαβε το βάρος της ενοχής τους και σταυρώθηκε γι’ αυτούς. Αυτή είναι η λύση και για εμάς, σημειώνει ο εμπνευσμένος άνθρωπος του Θεού: να αναλαμβάνουμε το βάρος και των άλλων, όσο μπορούμε. Να προσευχόμαστε έμπονα γι’ αυτούς, επιτελώντας για χάρη τους αυτό που εκείνοι δεν κάνουν! Τότε βοηθάμε τον κόσμο, τότε λειτουργούμε ως πραγματικοί χριστιανοί μέλη της αγίας Εκκλησίας Του!

22 Ιανουαρίου 2022

Η ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΡΠΟΣ ΑΓΑΠΗΣ Ή ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑ;

Το αίτημα για ενότητα που ακούγεται από πολλές πλευρές σήμερα στην εποχή μας λόγω μίας όντως τραγικής πραγματικότητας που ζούμε: τη διχασμένη κοινωνία μας, εκκλησιαστική και μη, αποτελεί ό,τι πιο καίριο και αναγκαίο μπορεί να ακουστεί. Κι αυτό γιατί το όραμα και η προοπτική που μας άνοιξε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας Ιησούς Χριστός ήταν ακριβώς αυτό: «ίνα πάντες εν ώσιν», όλοι να είναι ένα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν ήλθε στον κόσμο; Τη διασπασμένη ανθρωπότητα λόγω της αμαρτίας της να τη θεραπεύσει, εντάσσοντάς την μέσα στο δικό Του σώμα, οπότε σε ενότητα μ’ Εκείνον όλοι και όλα να ζουν εν τω Θεώ. Από την άποψη αυτή όπου δεν υφίσταται η ενότητα εκεί δεν υπάρχει παρουσία της χάρης του Θεού, εκεί το μόνο που κυριαρχεί τελικώς είναι ο διάβολος και τα πάθη του ανθρώπου.

Αλλά λοιπόν μιλάμε για την εν Χριστώ ενότητα και όχι κάποιες ανθρώπινες κατανοήσεις της που λειτουργούν κατ’ επίφαση ενωτική οδηγώντας σε μεγαλύτερες διασπάσεις. Στη δεύτερη περίπτωση διαπιστώνει κανείς ότι «κυκλοφορεί» ο όρος ως σχήμα νοητικό κι ως ένα ιδεολόγημα. Κι από ιδεολογήματα χωρίς αντίκρυσμα ζωής έχει χορτάσει ο κόσμος, σαν εκείνον που προβάλλει το σκοτάδι με το όνομα του «φωτός»! Η εν Χριστώ αυτή ενότητα έχει αυτονόητα ως περιεχόμενο την αληθινή αγάπη με το χαρακτηριστικό αυτής, τη θυσία για χάρη του συνανθρώπου. Αγαπώ σημαίνει θυσιάζομαι για τον άλλον, τον όποιον άλλο, σεβόμενος τις ιδιαιτερότητές του και τους όποιους φόβους του. Ο απόστολος Παύλος εν προκειμένω το εξέφρασε με τον πιο καθαρό τρόπο: «Αν πρόκειται με την επιλογή μου να φάω κρέας, (που μου επιτρέπεται και δοξολογώ γι’ αυτό τον Θεό), αλλά να σκανδαλίσω τον αδελφό μου που είναι ασθενής στη συνείδησή του, ε τότε, δεν πρόκειται να φάω κρέας στον αιώνα τον άπαντα!» Ο ίδιος ο Κύριος το έθεσε για όλους τους  πιστούς Του ως όρο για να είμαστε μαζί Του: «Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως εγώ σας αγάπησα. Μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν δεν υπάρχει: να θυσιάζει κανείς τη ζωή του για χάρη των φίλων του!

Οπότε η αγάπη θεωρείται ως μία τεράστια αγκαλιά που τον άλλον, τον όποιον άλλον, τον εντάσσει μέσα της και τον νιώθει κομμάτι του ίδιου του εαυτού της. Ο άλλος πια, χριστιανικά, δεν είναι «άλλος», αλλά εγώ, ο εαυτός μου, διευρυμένος στις πραγματικές χαρισματικές μου διαστάσεις. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» - αυτό σημαίνει  αγάπη κι αυτό συνιστά την ενότητα. Στον χριστιανικό εαυτό μας βρίσκουμε το ενοποιό κέντρο όλου του κόσμου. Γιατί ζούμε μέσα στον Χριστό που ενώνει τα πάντα σε ένα! Το ξαναλέμε: η ενότητα δεν κατανοείται ιδεολογικά ως πρόταση που μας εντάσσει σε μία προοδευτική ή όχι ομάδα, αλλά υφίσταται πραγματικά στην αληθινή έννοια της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού, όπως αποκαλύπτει η αλήθεια, ο λόγος του Θεού, και η εμπειρία των αγίων.

Έτσι η ενότητα υφίσταται για τον χριστιανό ανεξάρτητα από εξωτερικές διακρίσεις. Οι διακρίσεις και οι διχασμοί και οι διαιρέσεις μπορεί να υπάρχουν στον κόσμο μας – και δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν αφού αυτά είναι τα σημάδια της αμαρτίας – όμως ο αληθινός χριστιανός τα υπερβαίνει, ζώντας την ενότητα με τον Θεό και με τον σύμπαντα κόσμο μέσα στην καρδιά και την ύπαρξή του. Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι το κάθε διχαστικό τραύμα των ανθρώπων το ζει ως δικό του πόνο και πληγή, αγωνιζόμενος για τη θεραπεία του τραύματος με τη βαθύτερη δική του μετάνοια – ένας άλλος «εσταυρωμένος» που «βαστάζει των άλλων τα βάρη» ή με διαφορετική διατύπωση: μία προέκταση του Χριστού που διαιωνίζει τη σταύρωσή Του μέσα από τα ενεργά μέλη Του, τους αγίους Του! 

Έτσι η υπερβατική ενότητα που βιώνει στην ύπαρξή του ο χριστιανός, ακατανόητη για τους περισσοτέρους, προσφέρει με μυστηριώδη τρόπο το φάρμακο της καταλλαγής και της συμφιλίωσης των ανθρώπων μεταξύ τους, που θα πει ότι όσο ο χριστιανός, ο άγιος, αναλαμβάνει το βάρος της πληγής των άλλων, τόσο και τους γλυκαίνει με την αγάπη και την ταπείνωσή του, λειτουργώντας ως η μεγαλύτερη ενοποιός δύναμη στον κόσμο. Πέρα από την παραδειγματική στάση του ίδιου του Κυρίου, αυτό δεν επισημαίνουμε σε πολλούς βίους των αγίων μας; Ό,τι συνέβαινε και σε μοναστήρι που μνημονεύει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: ο ηγούμενος σταμάτησε τα επιτίμια σε αμαρτάνοντες αδελφούς, διότι άρχισε να αμφισβητεί το ποιος αληθινά είχε αμαρτήσει – ο αθώος έπαιρνε επάνω του το βάρος της ενοχής!

Η ελευθερία της αγάπης και η ενότητα του Πνεύματος – η μεγαλειώδης προοπτική της χριστιανικής πίστεως, πέραν μικροεγωϊσμών και σκοπιμοτήτων. Όσες άλλες κατανοήσεις ενότητας ακούγονται είναι σεβαστές αλλά ως ιδεολογήματα, χωρίς δηλαδή χάρη και παρουσία Θεού. 

21 Ιανουαρίου 2022

ΟΛΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΜΑΤΙΑ!

«Η ψυχή που αξιώθηκε να ενωθεί πνευματικά με το φως του Χριστού και φωτίστηκε από την ηθική ωραιότητα της απερίγραπτης δόξας Του, αφού την ετοίμασε για τον εαυτό του για θρόνο και κατοικία, γίνεται ολόκληρη φως και ολόκληρη πρόσωπο και ολόκληρη μάτι∙ και δεν υπάρχει κανένα μέρος αυτής της ψυχής που να μην είναι γεμάτο από τα πνευματικά μάτια του φωτός, δηλαδή κανένα μέρος της δεν είναι σκοτεινό, αλλ’  ολόκληρη αφού έγινε φως και πνεύμα και όλη αφού γέμισε μάτια, δεν υπάρχει μέρος σ’ αυτή που να χαρακτηρίζεται κάτω ή πίσω, αλλά από παντού είναι πρόσωπο, διότι έχει έρθει και έχει καθήσει πάνω σ’ αυτήν η απερίγραπτη ηθική ωραιότητα της δόξας του φωτός του Χριστού» (Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ομιλία α΄).

Δεν είναι μόνον ο Χριστός το Φως του κόσμου, κατά την αποκάλυψη του Ίδιου. Φως γίνεται και ο κάθε άνθρωπος, ως ένα δεύτερο φως, όταν ενωθεί με την πηγή του, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το είπε απερίφραστα: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής». Ακολουθείς δηλαδή το Φως; Γίνεσαι και εσύ φως που το νιώθεις στην ύπαρξή σου ως την ίδια τη ζωή. Και δεν είναι δυνατόν να είναι διαφορετικά τα πράγματα, αφού Φως και Ζωή είναι ένα και το αυτό: ο Ίδιος ο Κύριος. «Εγώ ειμι η οδός, η αλήθεια και η ζωή». «Εγώ ειμι η Ζωή και η Ανάστασις». Οπότε, από την ώρα που ο Κύριος εισήλθε στον κόσμο και ως άνθρωπος, «τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε, η γη και τα καταχθόνια». Εν Χριστώ το μόνο που υφίσταται είναι το φως – το τρισήλιον φως της άκτιστης Θεότητας: φως ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως και το άγιον Πνεύμα.

Και πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το φως αυτό του Χριστού που γίνεται φως και των ανθρώπων και λάμπει σε όλη τη δημιουργία, είναι η άκτιστη ενέργειά Του, ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού στην πραγματικότητα αφού είναι κοινή η ενέργεια στη Θεότητα, η οποία λέγεται ακριβώς και φως και δόξα και ζωή, που θα πει ότι είναι «πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Αυτού» κατά την όραση και του προφήτη Ησαῒου, χωρίς να υπάρχει σύγχυση με τη φύση ή την ουσία του Θεού – δεν υπάρχει κανένας πανθεϊσμός στη χριστιανική πίστη. Λοιπόν, «εν τω Χριστώ τω Θεώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» και η πανταχού παρουσία Του και η ενέργειά Του αγκαλιάζει τους πάντες και τα πάντα μεταδίδοντάς τους τη ζωή και την αγάπη Του – ζωή και φως και οτιδήποτε άλλο δεν υφίσταται εκτός του Θεού∙ χωρίς Αυτόν τα πάντα είναι ανύπαρκτα, είναι κυριολεκτικά ένα «μηδέν». «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». «Ότι παρά Σοί πηγή ζωής, εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως».

Κι ακόμη πρέπει να διευκρινίσουμε ότι μιλώντας ο όσιος Μακάριος  για το φως του Χριστού που το δέχεται ο άνθρωπος δεν εννοεί εκείνη την ενέργεια του Θεού που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο, κατά τον άγιο Ιωάννη τον θεολόγο: «ο Χριστός ήταν το φως το αληθινό που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο» - κάθε άνθρωπος οπουδήποτε στον κόσμο εφόσον έρχεται στην ύπαρξη είναι «σφραγισμένος» από τον Δημιουργό Χριστό. Αυτό είναι πράγματι φως Χριστού που αντανακλά την κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργία του ανθρώπου, που όμως πρέπει, μετά την πτώση του στην αμαρτία, να αυξηθεί δραστικά με την πίστη στον Χριστό για να φτάσει να γίνει σωτηριώδες φως για την ύπαρξή του. Με άλλα λόγια, ναι μεν κάθε άνθρωπος έχει φως Χριστού, διότι δεν υφίσταται ζωή χωρίς Εκείνον, όμως δεν είναι το φως της θεοποιού ενέργειάς Του ώστε να μπορεί να έχει μία ζωντανή αληθινή σχέση μαζί Του. Για να υπάρξει αυτό το σωτηριώδες φως απαιτείται η πίστη σ’ Εκείνον διά της εντάξεως στο σώμα Του με το βάπτισμα και την εν γένει εκκλησιαστική ζωή. Έτσι ο χριστιανός μόνο μπορεί ως μέλος πια Χριστού να δει Θεού πρόσωπο και να είναι φωτισμένος από την «ηθική ωραιότητα της απερίγραπτης δόξας Του».

Φως λοιπόν ο Χριστός, φως δεύτερο και ο κάθε εν επιγνώσει χριστιανός, ο οποίος ζει στην ύπαρξή του, την ψυχή και το σώμα του, το φως αυτό με τέτοιον τρόπο, που γίνεται, κατά τον λόγο του οσίου Μακαρίου, «όλος πρόσωπο και όλος μάτια» χωρίς να υφίσταται σ’ αυτόν οτιδήποτε σκοτεινό. Κι είναι ευνόητο ότι ο μέγας όσιος αναφέρεται στον «τέλειο» χριστιανό, εκείνον που με τη διαρκή πνευματική του άσκηση έχει φτάσει στο σημείο της πλήρους, κατ’ άνθρωπο, ψυχικής καθαρότητας, ζει δηλαδή αυτό που ο Κύριος μακάρισε: «μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό». Πώς το λέει με τον δικό του τρόπο  ο άγιος; Ο πιστός γίνεται φωτισμένος όταν «έχει ετοιμάσει την ψυχή του για θρόνο και κατοικία του Χριστού». Η ετοιμασία της ψυχής ως κάθαρσή της από οποιαδήποτε κηλίδα που εμποδίζει την ανάκλαση του φωτός του Χριστού είναι ο αγώνας της για τήρηση των αγίων εντολών Εκείνου. Όσο προσανατολίζεται κανείς και στρέφει την ύπαρξή του στον λόγο του Χριστού κάνοντάς τον πράξη, τόσο και καθαρίζει το κάτοπτρο της ψυχής για να αστράψει μέσα της το φως και η δόξα του Κυρίου της.

Από την άποψη αυτή όλα τα ψυχολογικά και λοιπά προβλήματα του ανθρώπου εξαφανίζονται. Διότι όλα αυτά πηγή έχουν τη σκοτεινιά της ψυχής από την ύπαρξη και τη λειτουργία των παθών μέσα της. Η έλλειψη του φωτός του Χριστού στον άνθρωπο προκαλεί όλες τις δυσλειτουργίες σ’ αυτόν, γι’ αυτό και είναι μονόδρομος η απόκτηση της ψυχικής υγείας του και η πλήρης αποθεραπεία του: η στροφή προς τον Χριστό. Απλώς τούτο γίνεται σταδιακά, σιγά σιγά, στον βαθμό που ο πιστός εφαρμόζει στη ζωή του, όπως είπαμε, το θέλημα του Θεού. Κι είμαστε ευγνώμονες στον μεγάλο Μακάριο, γιατί με τον εμπνευσμένο λόγο του δίνει το στίγμα της πορείας μας, υποδεικνύοντάς μας την τελειότητα: την ολοφώτεινη εν Χριστώ ύπαρξή μας, τη γεμάτη μάτια από το φως και το πνεύμα Χριστού – ο χριστιανός, ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο!

18 Ιανουαρίου 2022

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ!

Ο μέγας όσιος της Εκκλησίας Αντώνιος, ο οποίος αποτελούσε και αποτελεί τον πολικό αστέρα στον δρόμο της αγιότητας για όλους τους χριστιανούς, μοναχούς και μη, έφτασε κάποια στιγμή να αρχίσει τα... παράπονά του στον Κύριο, όταν διεπίστωσε την «εγκατάλειψή» του από Εκείνον! Ήταν στα πρώτα χρόνια της ασκητικής του πολιτείας, έχοντας ήδη αποσυρθεί σε ερημικές περιοχές, όταν αντιμετώπισε τόσο μεγάλες  δαιμονικές επιθέσεις που σχεδόν τον άφησαν ημιθανή. Ο Θεός επέτρεψε όχι μόνον από πλευράς ψυχικής αλλά και σωματικής να υποστεί την κακότητα των πονηρών δυνάμεων, προκειμένου βεβαίως να δυναμώσει πνευματικά και να αναδειχθεί σε «καταγώγιον» του Πνεύματός Του. Διότι ως γνωστόν η πνευματική άνοδος σχετίζεται πάντοτε με τους πειρασμούς – «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος» κατά το πατερικό λόγιο. Κι όταν ένιωσε τέλος την ιαματική παρουσία του Κυρίου, άρχισε όπως είπαμε τα παράπονα: «Πού ήσουν; Γιατί με άφησες μόνο και αβοήθητο;»

Κι είναι αυτή η «μοναξιά» του πιστού λόγω της «σιωπής» του Θεού ένα τεράστιο θέμα που επισημαίνεται απαρχής του χριστιανισμού – ό,τι συνέβη και με την αρρώστια και τον θάνατο έπειτα του αδελφικού φίλου του Χριστού Λαζάρου. Ο Λάζαρος δεν είχε ασθενήσει, χωρίς ο μεγάλος φίλος Του να σπεύσει προς θεραπεία του; Άφησε να περάσουν δύο ημέρες, να φύγει από τη ζωή αυτή, κι έπειτα πήγε στον τόπο κατοικίας του, προκειμένου να τον συναντήσει στο… μνήμα. Δύο ημέρες απουσίας Του, σιωπής Του, μέχρις ότου να επέλθει ο θάνατος! Και τα αναπάντητα «γιατί» των αδελφών του Λαζάρου στη συνέχεια και η άμετρη οδύνη τους: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας».

Κι είναι αυτή η «σιωπή» του Χριστού, που καθηλώνει πολύ συχνά και τη δική μας ψυχή, των ανθρώπων που Τον πιστεύουμε και που σ’ Αυτόν έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας. «Πού είσαι, Θεέ μου; Γιατί αργείς την επέμβασή Σου; Δεν βλέπεις την ταλαιπωρία μας; Δεν αντέχουμε άλλο! Χανόμαστε!» Οι πειρασμοί μας, οι δοκιμασίες μας, οι αρρώστιες μας, οι πόνοι μας, που μας κάνουν να νιώθουμε συχνά ότι μας υπερβαίνουν και μας ξεπερνούν, μας οδηγούν σε σύνθλιψή μας, δεν μπορούμε να πάρουμε ανάσα! Στρεφόμαστε στον Χριστό και στους αγίους μας, τίποτε! Σιωπή! Καμία απάντηση! «Άδειος ο ουρανός!» Λέμε κι εμείς μαζί με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό δάσκαλο της Εκκλησίας, μα και μεγάλο ευαίσθητο ποιητή: «Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει!»  (Πάει φύγανε τα καλά, έχουν αποκαλυφθεί ολόγυμνα τα κακά, πρόκειται για μια πορεία μέσα στο σκοτάδι, δεν υπάρχει πουθενά φως, σαν να λέμε: ο Χριστός κοιμάται). Και μας πιάνει το παράπονο και μπαίνει σε κρίση η πίστη μας κι αρχίζουμε να ζούμε κι εμείς λίγο την εγκατάλειψη του Θεού στον ίδιο τον Κύριο πάνω στον Σταυρό! «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί μέ εγκατέλιπες;» Και καταλαβαίνουμε σ’ ένα βαθμό, τότε, και τον άγιο Αντώνιο με τα παράπονά Του.

 Η εξέλιξη των πραγμάτων όμως σε όλες τις περιπτώσεις «δικαιώνει» τελικά τον… Θεό! Γιατί ποτέ δεν μας εγκαταλείπει. Πάντοτε είναι μαζί μας και μας παρακολουθεί και μας υποβαστάζει. Απλώς επιλέγει έναν άλλον τρόπο βοήθειάς μας στις οδύνες μας από τον συνηθισμένο – τη φαινομενική «απουσία» και «απόσυρσή» Του! Κι αυτό γιατί; Διότι προφανώς όπως φάνηκε και με τον μέγα Αντώνιο αυτό συνιστά τη σωτηρία μας και το ανέβασμά μας σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο. Και η απόδειξη: Η εγκατάλειψη του ίδιου του Χριστού στον Σταυρό από τον Θεό Πατέρα φέρνει την Ανάστασή Του και ανάσταση σύμπαντος του κόσμου. Η απουσία του Χριστού στον Αντώνιο γίνεται η απαρχή της δόξας του Αντωνίου. Και το «κενό και η απουσία» Του στον φίλο Του Λάζαρο γίνεται η οριστική στον κόσμο αποκατάστασή του: τον ανασταίνει, για να του δώσει βίωμα συγκλονιστικό και μοναδικό ως πέρασμα από τον Άδη και για να τον καταστήσει μέσον παιδαγωγίας στον κόσμο της εποχής του και διαχρονικά.

Τελικά, το μάθαμε και παλεύουμε διαρκώς να το μαθαίνουμε: όταν δεν απαντάει ο Θεός στα αιτήματά μας και στην αγωνία μας, όταν φαίνεται «κενό» στους Ουρανούς, τότε να είμαστε σ’ επιφυλακή για την μεγάλη παρουσία Του. Ο Θεός δεν κάνει… τσιγκουνιές! Θέλει να μας τα δώσει όλα, αλλά την κατάλληλη στιγμή, την οποία προφανώς γνωρίζει καλύτερα από εμάς!

Η «σιωπή» Του είναι η κυοφορία της χάρης Του μέσα στην ύπαρξή μας!

17 Ιανουαρίου 2022

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΛΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ

 Ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας όσιος Αντώνιος, τον οποίο προβάλλει η Εκκλησία μας ως τύπο αρτίου ανθρώπου διαχρονικά, είχε κατανοήσει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αγιάσει ο χριστιανός, αν δεν ελέγχει τον εσωτερικό του κόσμο, κυρίως δε τους λογισμούς του -  ό,τι τόνιζαν και οι σύγχρονοι άγιοι Πορφύριος, Παῒσιος, Σωφρόνιος κ.ά. Διότι ο έλεγχος αυτός φέρνει την καθαρότητα της ψυχής, η οποία αποτελεί τη μόνη  προϋπόθεση για να ζει κανείς την παρουσία της χάρης του Θεού στην ύπαρξή του – «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Λέει συγκεκριμένα: 

«Ας μην απατώμεθα…ούτε να φαινώμεθα δειλοί ούτε να δημιουργούμε φόβους… Ας μη φέρνουμε καθόλου τέτοιες σκέψεις στον νου μας ούτε να μας πιάνη η λύπη σαν να είμαστε πια χαμένοι. Απεναντίας να νιώθουμε θαρραλέοι και πάντοτε χαρούμενοι, σαν να έχουμε ήδη σωθή» (Βίος αγίου Αντωνίου από Μ. Αθανάσιο).

Ο μέγας άγιος ευρισκόμενος μέσα στην Παράδοση της Εκκλησίας πίστευε ότι οι καλοί λογισμοί και η εξάσκηση των αρετών είναι τα μόνα σύμφωνα προς τη φύση του ανθρώπου. Διότι ο Θεός μάς δημιούργησε για να ζήσουμε μαζί Του, τηρώντας το θέλημά Του και καλλιεργώντας τις αρετές. Οι φαύλοι λογισμοί και οι πονηρές σκέψεις αποτελούν εκτροπή από την ορθή πορεία. Όπως ο ίδιος το λέει: «Το να είναι η ανθρώπινη ψυχή ευθεία, αυτό αποτελεί τη φυσική της νοερά κατάσταση, όπως δηλαδή δημιουργήθηκε. Όταν όμως διαστραφεί «το κατά φύσιν», τότε αυτή η κατάσταση ονομάζεται κακία της ψυχής. Διότι αν μείνουμε όπως πλασθήκαμε, είμαστε μέσα στην περιοχή της αρετής. Όταν όμως σκεπτόμαστε τα φαύλα πράγματα, σαν κακοί αξίζει να κριθούμε… Εφ’ όσον είναι στα χέρια μας, ας φυλαχθούμε από τους βρωμερούς λογισμούς και ας φυλάξουμε την ψυχή μας για τον Κύριο».

Ιδιαιτέρως είναι σημαντική η επισήμανση του οσίου κατά τη διεξαγωγή του πνευματικού αγώνα: «να νιώθουμε θαρραλέοι και χαρούμενοι, σαν να έχουμε ήδη σωθεί». Όχι μόνο δηλαδή απαιτείται να καλλιεργεί κανείς καλούς λογισμούς, μα εξαιρέτως στις δυσκολίες θα πρέπει να παραστήσει με εικονιστική δύναμη ενώπιόν του τη διέξοδο, την υπέρβαση και τη λύση των δυσκολιών – τον κατεξοχήν καλό λογισμό. Που σημαίνει: μία δυσκολία και ένα πρόβλημα θα ξεπεραστούν στον βαθμό που απεγκλωβίσει κανείς τον νου του από το πρόβλημα και τον προσανατολίσει στη λύση και τη νίκη. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» κατά τη φράση της Γραφής.

Η διδασκαλία αυτή του αγίου δεν ήταν μία γνώση που απέκτησε από μελέτη βιβλίων ή ακούγοντας σοφούς. Ήταν η εμπειρία από τη βιωματική μαθητεία του πολλών χρόνων «παρά τους πόδας» οσίων φημισμένων ασκητών της εποχής του. Κοντά τους δεν έψαχνε τα τυχόν ψεγάδια τους που ασφαλώς ως άνθρωποι είχαν. Τον ενδιέφερε η αρετή που καλλιεργούσαν και αυτήν σημείωνε για δικό του παραδειγματισμό.

«Υποτασσόταν πραγματικά σε φημισμένους πατέρες. Πήγαινε να τους συναντήσει κι εφάρμοζε στον εαυτό του του καθενός το προτέρημα της αρετής και της ασκήσεως. Έβλεπε στον ένα τον ευχάριστο χαρακτήρα, στον άλλον την προθυμία στην προσευχή, του ενός μελετούσε την πραότητα, του άλλου τα φιλάνθρωπα  αισθήματα... Τον ένα εθαύμαζε για την υπομονή του και τον άλλον για τις νηστείες και την μακροθυμία. Όλων όμως μαζί σημείωνε τον έρωτά τους για τον Χριστό και την μεταξύ τους αγάπη».

Κι εντέλει να πούμε ότι ο έρωτας για τον Χριστό που εκφραζόταν ως αγάπη προς τον πλησίον πυράκτωσε και τη δική του καθαρή ψυχή. Ό,τι σκεφτόταν, ό,τι έλεγε και έκανε πήγαζε από την αγάπη του αυτή. Το είχε άλλωστε επισημάνει και στον απόστολο Παύλο. Εκείνος δεν έγραφε προς τους Ρωμαίους ότι τίποτε δεν μπορεί να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;» Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Αντώνιος είχε διαρκώς το βλέμμα και τους λογισμούς του στην αγάπη Εκείνου. «Δεν με τρομάζουν τα τραύματα που μου κάνατε,  (δαίμονες). Και αν με γεμίσετε με περισσότερα, “τίποτε δεν θα με χωρίσει από της αγάπης του Χριστού”». Γι’ αυτό και κατέληγε πάντα οποιοδήποτε λόγο του με τον ίδιο επίλογο: «Τίποτα να μην προτιμάτε στον κόσμο από την αγάπη προς τον Χριστό». Και: «Χριστόν πάντοτε αναπνέετε».

13 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΗ... ΣΥΝΗΘΕΙΑ!

«Μη συνηθίζεις να ηττάσαι στον πνευματικό πόλεμο, γιατί η συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση στον άνθρωπο» (όσιος Εφραίμ ο Σύρος).

Μία βαθειά ψυχολογική αλλά και πνευματική παρατήρηση κάνει με τη φράση του ο μέγας όσιος Πατήρ Εφραίμ ο Σύρος. Μία παρατήρηση που την αλήθεια της τη διαπιστώνουμε όλοι στην καθημερινότητά μας: ποιος αμφιβάλλει για τη δύναμη της συνήθειας; Ό,τι κάναμε μία φορά και το επαναλάβαμε έπειτα, είναι δύσκολο να το σταματήσουμε. Τόσο που η επανάληψή του που μας έγινε συνήθεια καταστάθηκε τελικώς δεύτερη φύση μας – η προσπάθεια να σταματήσουμε μία συνήθειά μας βιώνεται συχνά ως... ξεριζωμός! Κι εδώ αναδεικνύεται η σημασία της συνήθειας στον πνευματικό πόλεμο, τον αγώνα δηλαδή του πιστού ανθρώπου να πορεύεται κατά το θέλημα του Θεού και όχι κατά το δικό του αμαρτωλό θέλημα: αν ο πιστός είναι χαλαρωμένος πνευματικά και ηττάται διαρκώς ή πολύ συχνά στη χριστιανική του πορεία – δεν μιλάμε για μία ήττα περιστασιακή που υφίσταται σε όλους και έχει γρήγορη μετάνοια -, τότε δυστυχώς η συνήθεια της ήττας του τον κάνει να βρίσκεται σχεδόν μόνιμα σε αντίθεση προς τον Θεό, που θα πει ότι τα πάθη και οι αδυναμίες του τον έχουν υποδουλώσει, όπως το δηλώνει και ο λόγος του αποστόλου: «σε ό,τι κανείς έχει ηττηθεί, σ’ αυτό και έχει υποδουλωθεί». Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με το ξερίζωμα ενός φυτού: όσο είναι μικρό εύκολα ξεριζώνεται, όσο βγάζει ρίζες βαθειές και μεγαλώνει, τα πράγματα δυσκολεύουν μέχρι πλήρους αδυναμίας. Οπότε καταλαβαίνει κανείς την αξία του λόγου του οσίου Εφραίμ: μη συνηθίζεις την πτώση στην αμαρτία σου, γιατί όταν θελήσεις να την ξεπεράσεις θα δυσκολευτείς απεριόριστα – είναι σαν να πολεμάς πια τον βαθύτερο εαυτό σου!

Από την άλλη όμως υπάρχει το θετικό στοιχείο: όταν κανείς επιμένει στο θέλημα του Θεού, έστω και διά της βίας, τότε η συνήθεια της επιμονής και της υπομονής του αυτής τον κάνει να νικά τον εαυτό του, οπότε η πνευματική του ζωή γίνεται διαρκώς και ευκολότερη. Μπορεί ο πονηρός διάβολος, κατά θεία παραχώρηση, να πολεμά περισσότερο έναν τέτοιο χριστιανό, όμως και η χάρη του Θεού τον ενισχύει αντιστοίχως, συνεπικουρούμενη από την αυτοκυριαρχία πια του χριστιανού – η συνήθεια της θετικής προς τον Θεό πορείας του καθιστά τη χριστιανοσύνη του πορεία από δόξης εις δόξαν, μία άνοδο δηλαδή χωρίς σταματημό.

Κι ένα στοιχείο που συντελεί στην αδιάκοπη καλή συνήθεια του «γενηθήτω το θέλημά Σου» και όχι στην επιπόλαιη χαλαρή αντιμετώπιση της πνευματικής ζωής είναι η υπενθύμιση ότι στην πνευματική αυτή ζωή διαλείμματα και στάσεις δεν υπάρχουν – ή προχωρεί κανείς μαζί με τον Χριστό ή Τον εγκαταλείπει και αρχινά την κατακρύλα ως δέσμιος του πονηρού. Ο λόγος του Ίδιου ακούγεται με τον πιο ηχηρό τρόπο και επιβεβαιώνεται καθημερινά από κάθε πιστό: «όποιος δεν είναι μαζί Μου είναι εναντίον Μου και όποιος δεν μαζεύει μαζί Μου σκορπίζει».

 Και το παρήγορο βεβαίως στοιχείο: ακόμη και στη μεγαλύτερη κακή συνήθεια υπάρχει ελπίδα, όταν ο άνθρωπος μετανοήσει με την καρδιά του. Τότε αν ζητήσει τη βοήθεια του Θεού με πόνο και πόθο, τότε η δύναμη Εκείνου θα επιτελέσει το ακατόρθωτο: ο άνθρωπος θα απεμπλακεί από το κακό στρεφόμενος προς το Αγαθό. Διότι «τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό».

12 Ιανουαρίου 2022

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ: «ΤΣΑΛΑΚΩΜΑ» ΕΑΥΤΟΥ!

 Εκείνος που σπουδάζει σε οποιαδήποτε σχολή Θεάτρου μαθαίνει από τα πρώτα μαθήματα ότι πρέπει να είναι σε ετοιμότητα να «τσαλακώσει», όπως λέγεται, την εικόνα του εαυτού του. Γιατί έτσι μπορεί να αποδώσει καλύτερα τον όποιο ρόλο τού ζητηθεί – να μπει στο «πετσί» του ρόλου. Το μάθημα αυτό του «τσαλακώματος» πρέπει να το μάθουμε κυρίως οι χριστιανοί: να «τσαλακώνουμε» την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, η οποία τις περισσότερες φορές, μάλλον πάντοτε, είναι μία ιδεατή εικόνα, πλάσμα της φαντασίας και του εγωισμού μας, ένα τελικώς είδωλο, που θα πει ο ωραιοποιημένος ψεύτικος εαυτός μας. Κι αυτό δεν πρέπει να μας τρομάζει. Γιατί την ώρα που θα προβούμε στο «τσαλάκωμα» αυτό, εκείνη την ώρα σπάζουμε το κέλυφος του εγωισμού μας, γκρεμίζουμε το είδωλο, προκειμένου να αναδυθεί ο αληθινός εαυτός μας, η χαρισματική εικόνα του Θεού που λάβαμε με καθαρότητα κατά την ώρα του βαπτίσματός μας. Πόσο άμεσα φαίνεται τούτο την ώρα για παράδειγμα που σπεύδουμε να ζητήσουμε συγγνώμη από κάποιον που πιθανόν αδικήσαμε, ή και την ώρα που εν ταπεινώσει εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας ενώπιον του πνευματικού μας. Τσαλακωνόμαστε, ναι!, αλλά τότε ξαναγεννιόμαστε· τότε βρίσκουμε τον γνήσιο και αληθινό εαυτό μας, βρίσκοντας ταυτόχρονα και τον Θεό μας!

11 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ…

«Όποιος καθάρισε την καρδιά του από την κακότητα και τις κακές επιδράσεις όλης της υλικής κτίσεως, διακρίνει καθαρά μέσα στη δική του ψυχική ομορφιά την εικόνα της θείας φύσεως (του Θεού). Γιατί ο Θεός, όταν σε δημιουργούσε, χάραξε πάνω σου σαν σε αντίτυπο τα αγαθά της δικής Του φύσεως, σαν να αποτύπωσε πάνω στο κερί το σχήμα μιας γλυπτής παραστάσεως. Αλλά η αμαρτία, αφού απλώθηκε γύρω από το θεόμορφο χάραγμα, έκανε για σένα άχρηστο το αγαθό που είναι κρυμμένο κάτω από τα άσχημα περιβλήματα. Αν λοιπόν με την προσεκτική ζωή σου ξεπλύνεις πάλι την ακαθαρσία, η οποία τοποθετήθηκε σαν επίχρισμα πάνω στην καρδιά σου, θα λάμψει ξανά στη μορφή σου το θεόμορφο κάλλος» (άγιος Γρηγόριος Νύσσης, λόγος στον μακαρισμό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία…»).

Ο μέγας Πατέρας της Εκκλησίας Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο πιο «εμφιλόσοφος νους» κατά τους Πατρολόγους της Εκκλησίας μας, στο απόσπασμα του λόγου του υπενθυμίζει το μεγαλείο του ανθρώπου λόγω της δημιουργίας του από τον Θεό. Μεγαλείο που δεν έγκειται μόνο στο ότι ο Θεός «χάραξε πάνω του τα αγαθά της δικής Του φύσεως» - ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργία του – σαν μία επιθυμία Του δηλαδή να επαναλάβει, κατά όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, τον εαυτό Του στο δημιούργημά Του τον άνθρωπο, αλλά μεγαλείο που αποκαλύπτεται και στη δυνατότητα της μετανοίας του μετά βεβαίως τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι ο Κύριος ενσωματώνοντας τον άνθρωπο μέσα στη δική Του ανθρώπινη φύση, τον κατέστησε ικανό να υπερβεί την άλλως χαλασμένη λόγω της αμαρτίας θεοειδή ομορφιά του, που σημαίνει ότι καθάρισε τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο και του ξανάνοιξε την άπειρη προοπτική του της ομοιώσεώς του με τον Θεό.

Για τον μέγα Πατέρα και σύνολη ασφαλώς Εκκλησιαστική διδασκαλία, ο άνθρωπος λόγω της ακατανόητης και έχουσας χαρακτήρα μυστηρίου πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την ταυτότητά του, κείμενος ως «νεκρός και χαμένος» στον κόσμο τούτο – η αμαρτία υπήρξε μέγα τραύμα για την ύπαρξή του ή όπως το λέει ακριβώς ο άγιος «η αμαρτία, αφού απλώθηκε γύρω από το θεόμορφο χάραγμα, έκανε άχρηστο το αγαθό που είναι κρυμμένο κάτω από τα άσχημα περιβλήματα». Ο Κύριος όμως ερχόμενος «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν» τον αποκαθιστά στην προτέρα του και όχι μόνο κατάστασή του, οπότε ο εν Χριστώ πια άνθρωπος, ο άγιος, μπορεί να ξαναλάμψει από το κάλλος του Θεού. Το παράδειγμα του αγίου Πατρός είναι μάλιστα εν προκειμένω πολύ χαρακτηριστικό: «όπως συμβαίνει να γίνεται κατά τρόπο φυσικό στο σίδερο, όταν δηλαδή με το ακόνι απαλλαγεί από τη σκουριά, αυτό που πριν από λίγο ήταν μαύρο, βγάζει τώρα μερικές ανταύγειες και λάμψεις, καθώς ακτινοβολεί απέναντι στον ήλιο, με τον ίδιο τρόπο και ο εσωτερικός άνθρωπος, που ο Κύριος ονομάζει καρδιά, όταν με ξύσιμο βγάλει τη σκουριά, που είναι σαν την ακαθαρσία και σχηματίστηκε με τη μούχλα πάνω στη μορφή, θα αποκτήσει πάλι την ομοιότητα με το πρωτότυπο και θα είναι αγαθός».

Η επιπλέον όμως επισήμανση του αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως καθοριστική: δεν αρκεί ότι ήλθε ο Κύριος και μας αποκατέστησε, αλλά απαιτείται, ως γνωστόν, και η ανταπόκριση του ανθρώπου. Και ανταπόκριση σημαίνει πίστη και αποδοχή της εν αγάπη ελεύσεώς Του, που φανερώνεται με την  ενσωμάτωση σ’ Αυτόν διά του βαπτίσματος: ο άνθρωπος γίνεται μέλος Χριστού εν Εκκλησία, αλλά κυρίως η ανταπόκριση αυτή εκφράζεται με τον καθημερινό αγώνα «προσεκτικής ζωής». Κι αυτό θα πει ότι για τον άγιο Νύσσης η μετάνοια δεν είναι μία κίνηση θεωρητική του ανθρώπου, ένα ίσως θέμα διαλογισμού, αλλά αλλαγή ολόκληρης της ζωής του: πορεία κατά Θεό σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, πορεία καθάρσεως της καρδιάς που κάνει τον άνθρωπο ικανό να δέχεται και πάλι τις ελλάμψεις του φωτός του Θεού. Οπότε, για μία ακόμη φορά καταλαβαίνουμε ότι η πίστη ή η απιστία στον Θεό δεν είναι θέμα νόησης του ανθρώπου, αλλά πρακτικής ζωής – μετανοείς κι επιστρέφεις στον Θεό; Βλέπεις τον Θεό! Αρνείσαι τη μετάνοια γιατί είσαι προσκολλημένος στα πάθη σου; Ο Θεός θα είναι για σένα διαπαντός ο κρυμμένος και άγνωστος και ο απών!

09 Ιανουαρίου 2022

ΑΝΑΤΟΛΗ ΦΩΤΟΣ!

«Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα» (Ματθ. 4, 16)

Μετά το μαρτυρικό τέλος του αγίου Ιωάννη Προδρόμου ξεκινά τη δράση Του ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Στην Καπερναούμ αρχίζει να κηρύσσει το κήρυγμα μετανοίας, γιατί με Αυτόν ήλθε η Βασιλεία του Θεού, που σημαίνει ότι στον κόσμο τον βουτηγμένο στο σκότος της αμαρτίας και της αγνωσίας του Θεού ανέτειλε πια το φως Εκείνου -  «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα».

Η αντιστοιχία καταρχάς είναι προφανής. Όπως με το βάπτισμα του Κυρίου στον Ιορδάνη ποταμό το νερό από κοινό νερό που ήταν γίνεται αγιασμός και φωτισμός των ανθρώπων και της κτίσεως, έτσι και η Γαλιλαία των εθνών, με την εκεί εγκατοίκηση του Κυρίου φεύγει από το σκοτάδι της αμαρτίας και ζει το φως της παρουσίας του Θεού. Διότι ο Κύριος αποτελεί το φως του κόσμου,  όπως το απεκάλυψε: «Εγώ φως εις τον κόσμο ελήλυθα» και «Εγώ ειμι το φως του κόσμου».

 Το φως του Θεού είναι η χάρη του Θεού, όχι δηλαδή κάτι από τον Θεό, αλλά ο Ίδιος ο Θεός - η κοινή ενέργεια της τρισυπόστατης Θεότητας -  που εξαλείφει ολοκληρωτικά το πνευματικό σκοτάδι. Κι αυτό το σκοτάδι δεν υφίσταται ως κτίση, δηλαδή δεν είναι μία αντικείμενη, ισάξια δύναμη απέναντι στο φως του Θεού, αλλά υπάρχει ως απουσία του Θεού: όπου ελλείπει ο Θεός η κτίση αλλοιώνεται πορευόμενη αντίθετα προς τη φυσική της λειτουργία. Το πνευματικό σκοτάδι συνιστά με άλλα λόγια ανωμαλία, αφού όλα έχουν δημιουργηθεί από τον Θεό, για να λειτουργούν μέσα στο φως Του και να αυξάνουν με Εκείνον. Ο άνθρωπος θέλησε απαρχής να ματαιώσει τη σχέση του με τον Θεό, συνεπώς βρέθηκε στην έλλειψη του φωτός Του, άρα στο σκοτάδι. Και ήλθε ο Χριστός ως «το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον», οπότε όποιος πια στρέφεται προς τον Χριστό φωτίζεται γινόμενος «όλος φως και όλος μάτια».

Η στροφή προς το φως συνιστά το γεγονός της μετανοίας. Το κήρυγμα του Χριστού: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών», ήταν η κλήση Του προκειμένου ο άνθρωπος να βρει και πάλι τον φυσικό του «τόπο» και να αρχίσει να ζει αληθινά. Γιατί το σκοτάδι της αμαρτίας είναι ζωή εν θανάτω, μία μη ζωή, έστω κι αν  κανείς υφίσταται βιολογικά. Κι αυτή είναι η τραγωδία του απίστου στον Χριστό ανθρώπου: έχει το όνομα του ζωντανού, αλλά στην πραγματικότητα είναι νεκρός. Και πέραν της ζωής αυτής: Αιώνια, ζωή εν θανάτω! Ύπαρξη ανυπαρξίας ως ζωή στερημένη του φωτός του Θεού.

Η μετάνοια λοιπόν ως στροφή προς τον Θεό, κατά το παράδειγμα του ασώτου της παραβολής, κάνει τον άνθρωπο να βλέπει στην ύπαρξή του την ανατολή του φωτός Του. Και σημάδια της φωτοχυσίας αυτής είναι κατά τον Παύλο ο καρπός του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο: αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία,  αγαθωσύνη, πραότητα, πίστη, εγκράτεια. Όπου επισημαίνονται οι καταστάσεις αυτές, ιδίως η αγάπη, εκεί σημαίνει ότι το φως του Θεού έχει αρχίσει να θερμαίνει την ύπαρξη του μετανοούντος ανθρώπου, οπότε δεν μιλάμε για μετάνοια ως θεωρία, αλλ’ ως εμπειρία και βίωμα. Από την άλλη κατανοούμε ότι όπως έχουμε διαβαθμίσεις στην παρουσία του επιγείου φωτός – αυγή, πρωϊνός ήλιος, λαμπρός μεσημεριανός – ανάλογα έχουμε και την παρουσία του Θεού στον άνθρωπο - η αγιότητα διαβαθμίζεται.

Και βεβαίως η καθαρτική και φωτιστική μετάνοια έχει χαρακτήρα εκκλησιαστικό. Ο καλοπροαίρετος άνθρωπος δέχεται την κλήση του Θεού προς ένταξη στην Εκκλησία, εν μετανοία γίνεται διά του φωτισμού του βαπτίσματος μέλος Χριστού, κι όλος ο αγώνας του έκτοτε είναι να διακρατεί και να αυξάνει τη χαρισματική αυτή κατάσταση μέχρι την ατέλεστη τελειότητα θέωσής του, δηλαδή να λειτουργεί στον κόσμο τούτο ως ένας άλλος Χριστός – η αέναη βίωση του γεγονότος της μετανοίας. 

Το ερώτημα που τίθεται είναι: πόσο αφήνουμε το φως του Θεού να λάμπει στην ψυχή και το σώμα μας ώστε και με μόνη τη ζωή μας να είμαστε οδοδείκτες προς τον Θεό για τους συνανθρώπους μας; Πόσο τελικά ζούμε πράγματι μετανοημένοι; Γιατί είναι τραγικό ο ήλιος να έχει ανατείλει πάνω από δύο αιώνες κι εμείς να  ζούμε στο σκοτάδι της παγωνιάς της κακίας.

08 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

ΕΙΡΗΝΕΥΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ...

 «Απόκτησε την ειρήνη του Θεού μέσα σου και χιλιάδες άνθρωποι θα την εύρουν μαζί μ’ εσένα» (Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ).

Ο λόγος αυτός του αγίου Σεραφείμ αποτελεί συνεπή συνέχεια της αυτοσυνειδησίας του χριστιανού, ότι αποτελεί μέλος του Χριστού. Ως μέλος Χριστού δηλαδή ο χριστιανός, ως «μίμημα» Εκείνου, δεν μπορεί παρά να ζει την πραότητα και την ειρήνη του Χριστού, λειτουργώντας έτσι με τον καλύτερο και ανώτερο ιεραποστολικό τρόπο για τον κόσμο. Ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε: «τη δική μου ειρήνη σάς δίδω κι όχι αυτήν που δίνει ο κόσμος ο πεσμένος στην αμαρτία», το ίδιο ακριβώς λέει και ο όσιός μας. Διότι «ο Χριστός είναι η ειρήνη μας» κατά τον λόγο και των αγίων Αποστόλων. Από την άποψη αυτή η ειρήνη που πρόβαλλε και ο άγιος Σεραφείμ είναι η χαρισματική ειρήνη του Χριστού που εξακτίνωνε την κατάσταση και της δικής του καρδιάς και λειτουργούσε ως άγιος «μαγνήτης» για όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους. Και πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι εδώ έχουμε και την ταυτότητα της κοινής εμπειρίας των αγίων μας. Διότι παρόμοια φράση βρίσκουμε και στον όσιο Ισαάκ τον Σύρο. Ο μέγας αυτός ασκητικός διδάσκαλος είναι που εξίσου καταγράφει: «Ειρήνευσε με τον εαυτό σου και θα ειρηνεύσει μαζί σου ο ουρανός και η γη» - ειρηνεύεις βεβαίως με τον εαυτό σου όταν ειρηνεύεις με τον Θεό∙ και όλα πλέον είναι μαζί σου ειρηνεμένα!

07 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

                                                 

                                               ΧΑΡΑ ΜΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

«Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ δεχόταν όλους τους ανθρώπους με αγάπη και όταν έβλεπε τα πρόσωπά τους αναφωνούσε: “Χαρά μου!”,...ενώ μερικούς τους αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: “Χριστὸς Ἀνέστη!”».

Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ είναι από τους πιο αγαπημένους αγίους όχι μόνο των Ρώσων πιστών αλλά όλων των ορθοδόξων. Το κύριο γνώρισμα της ζωής του που λειτουργεί ως μαγνήτης των καρδιών των ανθρώπων υπήρξε το ταπεινό του φρόνημα, το οποίο φανέρωνε την ταυτότητα σχέσεως που είχε καλλιεργήσει προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και το ταπεινό αυτό φρόνημα, ως γνωστόν, εκφράζεται και αποδεικνύεται με τη θυσιαστική έναντι του συνανθρώπου αγάπη. Ταπείνωση και αγάπη: το ιερό ζεύγος που κοσμεί την ύπαρξη του αληθινά πιστού, του αγίου.

Η προσφώνηση του μεγάλου Ρώσου οσίου προς όλους: «Χαρά μου!»∙ και η υπενθύμισή του προς κάποιους άλλους: «Χριστός Ανέστη!», αξίζουν να σχολιαστούν δι’ ολίγων.

Τι μας αφήνει να εννοήσουμε με τα λόγια αυτά ο μεγάλος όσιος; Αφενός το γεγονός ότι στο πρόσωπο των συνανθρώπων του έβλεπε τη χάρη της εικόνας του Θεού, τον ίδιο τον Χριστό! Ο άγιος Σεραφείμ επιβεβαίωνε έμπρακτα αυτό που λέει για τον χριστιανό ο απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή «διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους» - στον κόσμο τούτο η πίστη ως όραση της παρουσίας του Θεού είναι εκείνο που μας καθορίζει και όχι απλώς ό,τι μας προσφέρουν οι σωματικές μας αισθήσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι ο αληθινός χριστιανός, σαν τον άγιο Σεραφείμ, έχει προσανατολισμένο τον νου του «όχι στα βλεπόμενα αλλά στα μη βλεπόμενα»: στα αιώνια και άφθαρτα, τη χάρη όπως είπαμε του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε είναι Εκείνος που έχει δώσει ως εντολή τη βαθειά αυτή όραση, από την οποία θα κριθεί και το αιώνιο μέλλον μας: «ό,τι κάνετε στον συνάνθρωπό σας το κάνετε σ’ εμένα». Πώς λοιπόν ο όσιος του Θεού να μη θεωρεί «χαρά του» κάθε άνθρωπο, στον οποίο έβλεπε τον ίδιο τον Χριστό, συνεπώς και το «αντικείμενο» του έρωτά του; Ο άγιος Σεραφείμ, σαν τους άλλους αγίους, αγαπούσε μέχρι βαθμού θυσίας κάθε άνθρωπο, πριν ακόμη έλθει σε προσωπική επαφή μαζί του.

Κι αφετέρου: το γεγονός ότι έκρινε πως σε κάποιους έπρεπε να υπενθυμίσει τον αναστάσιμο χαιρετισμό φανέρωνε ότι ο ίδιος καταρχάς  την Ανάσταση του Κυρίου την ζούσε όχι απλώς ως μία εορτή που προβάλλεται από την Εκκλησία έστω και πανηγυρικά, αλλά ως καθημερινή εμπειρία του – η Ανάσταση συνιστά βίωμα που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξη του χριστιανού, με το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πηγαίας εσωτερικής χαράς∙ κι έπειτα, ακριβώς γι’ αυτό, ότι κανείς χριστιανός δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφεθεί στην «κατάποσή» του από τη θλίψη και τον ψυχικό μαρασμό – είναι σαν να ομολογεί ότι δεν πιστεύει στον Κύριο και την Ανάστασή Του. Προφανώς αρκετοί που επισκέπτονταν τον άγιο Σεραφείμ ήταν άνθρωποι καταβεβλημένοι από τις δοκιμασίες και τις οδύνες της ζωής, έχοντας «ξεχάσει» ότι η χριστιανική πίστη αποτελεί συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου στον βαθμό που ταυτοχρόνως αποτελεί και συμμετοχή στη χαρά της Αναστάσεώς Του.