28 Δεκεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Ὅτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου» (Γαλ. 1, 15)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα κάνει μία ἀναδρομή στή ζωή του, προκειμένου νά ἀποδείξει τή γνησιότητα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματός του. Εἶναι γνωστή ἡ συγκλονιστική πορεία του, πῶς δηλαδή ἀπό διώκτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε μέγας καί οἰκουμενικός ἀπόστολος. Ἡ ἐκτίμησή του μάλιστα εἶναι ὅτι ὁ Θεός τον εἶχε ξεχωρίσει γιά τό ἀποστολικό ἔργο του καί πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ. «Ὅτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου»!

1. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική ἡ διαπίστωση αὐτή τοῦ ἀποστόλου. Διότι δείχνει ὅτι δεν εἴμαστε τυχαῖα ὄντα μέσα στόν κόσμο, ἀλλά μᾶς παρακολουθεῖ πάντοτε ἡ πρόνοια καί ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά μία ἀπό τίς βασικότερες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, ὅπως ἰδιαιτέρως τήν τόνισε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: Κοιτάξτε τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ ἤ τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ κι αὐτό ἀκόμη τό ἀγριόχορτο. Ὁ Θεός τά φροντίζει καί τά περιποιεῖται. «Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;» Κι ἀλλοῦ: «Καί αἱ τρίχες ὑμῶν τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί». Ὁ Θεός λοιπόν φροντίζει τά πάντα τῆς δημιουργίας, κατεξοχήν ὅμως τόν  «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» ἄνθρωπο.

2. Ὑπάρχει βεβαίως ἡ ἔνσταση τῆς λογικῆς: εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά φροντίζει τά πάντα καί νά ἐνδιαφέρεται γιά τό κάθε τι; Ἀσχολεῖται με τέτοια μικροπράγματα ὁ Θεός; Δέν συνιστᾶ τοῦτο ὑποβάθμιση τῆς «μεγαλειότητάς» Του; Ἡ ἔνσταση ἀσφαλῶς προϋποθέτει πλανεμένη ἀντίληψη γιά τόν ἀποκεκαλυμμένο Θεό τῆς πίστεώς μας. Ἔχει ὑπ’ ὄψιν της ἄλλον Θεό ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Διότι ἀντιμετωπίζει τόν «Θεό» αὐτόν κατ’ εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, συνεπῶς Τόν βλέπει μέ τά δεδομένα τῆς δικῆς του ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Ὅπως ἐμεῖς μπορεῖ νά ἀναδιαφοροῦμε γιά τά θεωρούμενα μικρά καί εὐτελῆ, ἔτσι κι Ἐκεῖνος. Ἀλλά ἡ ἀλήθεια τήν ὁποία ἔφερε ὁ Κύριος εἶναι διαφορετική: ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί γι’ αὐτό ἐνδιαφέρεται γιά ὅλη τή Δημιουργία Του, κατεξοχήν μάλιστα  γιά τόν ἄνθρωπο, τόν «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Ἐκείνου δημιουργημένο. Πίσω λοιπόν ἀπό τήν παραπάνω ἔνσταση ὑπάρχει ἡ ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν ἀληθινό Θεό καί τήν ἀγάπη Του.

3. Μία δεύτερη ἔνσταση εἶναι ἡ ἑξῆς: ἄν ὑπάρχει ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πῶς ἀφήνει νά ὑφίσταται στόν κόσμο ἡ ἀδικία, ἡ πεῖνα, τό κακό, ὁ πόλεμος; Πρόκειται γιά σοβαρό ἐρώτημα, μά ἐξίσου εἶναι σοβαρή ἡ ἀπάντηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως: ἀφενός ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ δέν καταργεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία αὐτή βεβαίως εἶναι τό ποιητικό αἴτιο τῆς ὅποιας κακοδαιμονίας καί κακίας στόν κόσμο - ὁ Θεός δέν δημιούργησε τίποτε κακό, ἀλλά τά πάντα «καλά λίαν» -, ἀφετέρου παρ’ ὅλη τήν ὑπό τοῦ ἀνθρώπου ἀλλοίωση τῆς λίαν καλῆς δημιουργίας ἐπεμβαίνει πολλές φορές στό ἀποτέλεσμα τῶν ἐλευθέρων ἀποφάσεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀξιοποιώντας το μέ τρόπο ὥστε νά δίνει νέες εὐκαιρίες καί πάλι σ’ αὐτόν. Ὁ Θεός δηλαδή μία ἀρνητική ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου τήν μεταστρέφει τελικῶς λόγω τῆς ἀγάπης Του σέ κάτι θετικό γι’ αὐτόν ἤ γιά τούς ἄλλους. Πόσες φορές γιά παράδειγμα μία ἀρρώστια δέν ἔφερε σέ μετάνοια τόν ἄνθρωπο καί σέ ἁγιότητά του; Πόσες φορές ἕνα ἀτύχημα δέν ἔγινε ἡ ἀφορμή νά βρεῖ ὁ παθών μία ἄλλη διέξοδο, ἀπείρως καλύτερη ἀπό ὅ,τι ἦταν πρίν; Καί νά, πού καί ἡ σημερινή ἡμέρα δίνει ἕνα τέτοιο παράδειγμα. Στίς 29 Δεκεμβρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τά νήπια πού σφαγιάστηκαν ἀπό τόν Ἡρώδη. Ἡ ἀδικία εἶναι πρωτοφανής καί ἀσύλληπτη στή λογική. Κι ὅμως ἡ ἀδικία μεταποιεῖται σέ εὐλογία: τά νήπια γίνονται οἱ πρῶτοι μάρτυρες γιά τόν Κύριο. Τά πρῶτα εὐώδη ἄνθη τοῦ Παραδείσου!

4. Ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό πολλές δεισιδαιμονίες, ὅπως καί ἀπό τήν ἀφελή πεποίθηση γιά τήν ὕπαρξη τῆς τύχης. Κυρίως ὅμως μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό ὅλους τούς φόβους καί τίς φοβίες. Γιατί βρισκόμαστε ὄχι ἕρμαια τυφλῶν καί ἀπροσώπων δυνάμεων, ἀλλά στά χέρια τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς φροντίζει μέ ἀγάπη, μάλιστα ἐμᾶς πού εἴμαστε λόγω τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μας μέλη τοῦ σώματός Του. Κι ἀπό τήν ἄλλη μᾶς γεμίζει μέ θάρρος, μέ δύναμη, μέ παρηγοριά, γεγονός πού μᾶς κάνει νά βλέπουμε νόημα στή ζωή μας καί νά σεβόμαστε τήν ἴδια τή ζωή.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος φωτισμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔβλεπε τή ζωή του μέσα στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δέν ἦταν τυχαῖο τελικῶς στήν ὕπαρξή του. Τό ἴδιο ὅμως ἰσχύει γιά ὅλους μας. Ὅσο στρεφόμαστε μέ πίστη στόν Χριστό καί ζοῦμε στήν Ἐκκλησία Του, τόσο καί τά δικά μας μάτια θά διανοίγονται γιά νά βλέπουμε τό σχέδιό Του καί γιά ἐμᾶς. Τά Χριστούγεννα μάλιστα ἀποτελοῦν μοναδική πρόκληση γιά νά βλέπουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο δρᾶ ὁ Θεός, ὥστε νά «διαβάζουμε» τά σημάδια του στίς διαστάσεις καί τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. β΄ 13-23)

Αναχωρησάντων τῶν μάγων ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου». Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσεν παρὰ τῶν μάγων. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· «Φωνὴ ἐν Ραμὰ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσί». Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασιν γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. Ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ' ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Οταν ἀναχώρησαν οἱ μάγοι, ἕνας ἄγγελος τοῦ Θεοῦ πα-ρουσιάστηκε στόν Ἰωσήφ στό ὄνειρό του καί τοῦ εἶπε: «Σήκω ἀμέσως, πάρε τό παιδί καί τή μητέρα του καί φύγε στήν Αἴγυπτο καί μεῖνε ἐκεῖ ὡσότου σοῦ πῶ. Γιατί ὁ Ἡρώδης ὅπου νά ΄ναι θά ψάξει νά βρεῖ τό παιδί, γιά νά τό σκοτώσει». Ὁ Ἰωσήφ σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τό παιδί καί τή μητέρα του καί μέσα στή νύχτα ἔφυγε στήν Αἴγυπτο· ἐκεῖ ἔμεινε ὥσπου πέθανε ὁ Ἡρώδης. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πού εἶχε πεῖ ὁ προφήτης: Ἀπό τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν γιό μου. Ὅταν κατάλαβε ὁ Ἡρώδης πώς οἱ μάγοι τόν ἐξαπάτησαν, ὀργίστηκε πάρα πολύ. Ἔστειλε τότε στρατιῶτες καί σκότωσαν στή Βηθλεέμ καί στήν περιοχή της ὅλα τά παιδιά ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω, σύμφωνα μέ τό χρόνο πού ἐξακρίβωσε ἀπό τούς μάγους. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, πού εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Ἀκούστηκε στή Ραμά κραυγή, θρῆνος, κλάματα καί στεναγμός βαρύς· γιά τά παιδιά της κλαίει ἡ Ραχήλ καί πουθενά δέ βρίσκει παρηγοριά, γιατί δέν ὑπάρχουν πιά στή ζωή. Ὅταν, λοιπόν, πέθανε ὁ Ἡρώδης, ἕνας ἄγγελος σταλμένος ἀπό τόν Κύριο ἐμφανίστηκε στόν Ἰωσήφ σέ ὄνειρο στήν Αἴγυπτο καί τοῦ εἶπε: «Σήκω, πάρε τό παιδί καί τή μητέρα του καί πήγαινε στή χώρα τοῦ Ἰσραήλ, γιατί πέθανα ὅσοι ἤθελαν νά θανατώσουν τό παιδί». Τότε ὁ Ἰωσήφ σηκώθηκε, πῆρε τό παιδί καί τή μητέρα του καί γύρισε πάλι στή χώρα τοῦ Ἰσραήλ. Ὅταν ἔμαθε πώς βασιλιάς τῆς Ἰουδαίας εἶναι ὁ Ἀρχέλαος, στή θέση τοῦ πατέρα του Ἡρώδη, φοβήθηκε νά ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ. Μέ θεϊκή ἐντολή ὅμως, πού τοῦ δόθηκε στό ὄνειρό του, ἀναχώρησε γιά τήν περιοχή τῆς Γαλιλαίας. Ἦρθε, λοιπόν, κι ἐγκαταστάθηκε στήν πόλη Ναζαρέτ. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε γιά τό Χριστό ἡ προφητεία πού ἔλεγε ὅτι θά ὀνομαστεῖ Ναζωραῖος.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Γαλ. α΄ 11-19)

Αδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἓτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, πρέπει νά ξέρετε πώς τό εὐαγγέλιο πού σᾶς κήρυξα ἐγώ δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο. Γιατί κι ἐγώ οὔτε τό παρέλαβα οὔτε τό διδάχτηκα ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά μου τό ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀσφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιά τή διαγωγή μου ὅσον καιρό ἀνῆκα στήν ἰουδαϊκή θρησκεία, ὅτι καταδίωκα μέ πάθος τήν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦσα νά τήν ἐξαφανίσω. Καί πρόκοβα στόν ἰουδαϊσμό πιό πολύ ἀπό πολλούς συνομήλι-κους συμπατριῶτες μου, γιατί εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιά τίς προγονικές μου παραδόσεις. Ὁ Θεός ὅμως μέ εἶχε ξεχωρίσει ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου καί ἡ χάρη του μέ εἶχε καλέσει νά τόν ὑπηρετήσω. Ὅταν, λοιπόν, εὐδόκησε νά μοῦ ἀποκαλύψει τόν Υἱό του γιά νά φέρω στούς ἐθνικούς τό χαρμόσυνο μήνυμα γι΄ αὐτόν, δέ στηρίχθηκα σ΄ ἀνθρώπινες δυνάμεις· οὔτε ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά δῶ ἐκείνους πού ἦταν ἀπόστολοι πρίν ἀπό μένα, ἀλλά ἔφυγα στήν Ἀραβία, καί ὕστερα ξαναγύρισα στή Δαμα-σκό. Ἔπειτα, μετά ἀπό τρία χρόνια, ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά γνωρίσω ἀπό κοντά τόν Πέτρο, κι ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. Ἄλλον ἀπόστολο δέν εἶδα, παρά τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδερφό τοῦ Κυρίου.

Η ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ

«Ἄρχων ἐξ Ἰούδα ἐξέλιπεν ἤδη˙ ᾧ γάρ ἀπέκειτο, καθώς προγέγραπται, ἡ τῶν ἐθνῶν προσδοκία, Ἰησοῦς Χριστός ἐλήλυθε, καί Σπηλαίῳ τίκτεται, δι’ ἄκραν ἀγαθότητα» (Ωδή α΄ προεορτίου κανόνος Χριστουγέννων).

(Ο ηγεμόνας που προερχόταν από τη φυλή Ιούδα ήδη έφυγε. Διότι εκεί από όπου βρισκόταν κοιμισμένος, όπως είχε προφητευτεί, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός που ήταν η προσδοκία όλων των εθνών έφτασε και γεννιέται σε Σπήλαιο, λόγω της άπειρης αγάπης Του).

Πρόκειται για εξαίσιο προεόρτιο χριστουγεννιάτικο ύμνο που τονίζει για μία ακόμη φορά τον ερχομό στον κόσμο του ενανθρωπήσαντος Θεού με τα κύρια χαρακτηριστικά της παρουσίας Του, την άκρα ταπείνωση και την άπειρη αγάπη Του. Η «άκρα αγαθότητα» του Θεού αποτελεί το ποιητικό αίτιο της μυστήριας φανέρωσής Του στη γη, ακατανόητης κατά πάντα στην ανθρώπινη πεσμένη στην αμαρτία λογική, αλλά εξίσου και η άκρα ταπείνωσή Του αδυνατεί να χωρέσει σ’ έναν νου που κυριαρχείται από την πλάνη λόγω ακριβώς της αμαρτίας αυτής. Διότι «τι ταπεινότερον του σπηλαίου ή τι ευτελέστερον των σπαργάνων;» κατά τον ποιητή που προσπαθεί εν πίστει να περιγράψει το μέγα μυστήριο της πίστεως – «ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον: Θεός εφανερώθη εν σαρκί».

Και το μυστήριο αυτό, το κρυμμένο ακόμη και από τους αγίους αγγέλους, ήδη είχε αρχίσει να προφητεύεται από αιώνων από τους απεσταλμένους του Θεού, τους αγίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, με τρόπο όμως τόσο  συνεσκιασμένο, ώστε έπρεπε πρώτα να εκπληρωθεί, να γίνει άνθρωπος το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, για να κατανοηθεί με τον ορθό τρόπο. Και να, που στον παραπάνω ύμνο βρισκόμαστε μπροστά σε μία τέτοια προφητεία που είχε εξαγγελθεί ήδη από το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, τη Γένεση. Ο Πατριάρχης Ιακώβ, ευρισκόμενος στο τέλος της ζωής του, καλεί τους υιούς του για να τους πει τα τελευταία του λόγια. Κι αναφερόμενος προφητικά στον καθένα από αυτούς φτάνει και στον υιό του Ιούδα, από τον οποίο θα προερχόταν ως άνθρωπος ο Μεσσίας, ο Λυτρωτής, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Εσένα, Ιούδα, θα σε εγκωμιάζουν οι αδερφοί σου», του λέει. «Η δύναμή σου θα εξουσιάζει και τους εχθρούς σου, θα σε προσκυνήσουν του πατέρα σου οι γιοι. Λιονταρόπουλο είναι ο Ιούδας. Γιε μου, με αρπαγές μεγάλωσες. Ξάπλωσε και κοιμήθηκε σαν το λιοντάρι και σαν το λιονταρόπουλο˙ να τον ξυπνήσει ποιος τολμά; Ποτέ ο Ιούδας την εξουσία δεν θα χάσει, ούτε το σκήπτρο του αρχηγού μέσ’ απ’ τα πόδια του, ωσότου έρθει «άρχοντας», σ’ αυτόν που οι λαοί θα υπακούσουν» (Γέν. 49, 8-10).

Κι ακριβώς στα λόγια αυτά η Εκκλησία μας διά των Πατέρων της είδε την προφητεία περί της ενανθρωπήσεως του Θεού. «Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος. Τις εγερεί αυτόν;» Κι αποτύπωσε την προφητεία με τον χρωστήρα των ζωγράφων στην γνωστότατη εικόνα του «Αναπεσόντος». «Ο Αναπεσών Χριστός ή απλώς ο Αναπεσών είναι ένας από τους παραδοσιακούς τύπους απεικονίσεως του Ιησού Χριστού σε νεαρή ηλικία. Απεικονίζει τον μικρό Ιησού να κοιμάται, έχοντας στηρίξει το κεφάλι του στο δεξί του χέρι, αφήνοντας το αριστερό να ακουμπά κάτω, κατά μήκος του αριστερού μηρού. Στο επάνω μέρος της εικόνας είναι ζωγραφισμένοι “σεβίζοντες άγγελοι”, ενώ δίπλα στον Ιησού η Θεοτόκος τείνει να σκεπάσει στοργικά το “παιδίον”… Σε κάποιες περιπτώσεις ο Ιησούς απεικονίζεται να κοιμάται με ανοικτούς τους οφθαλμούς. Αυτό είναι πιθανώς επηρεασμένο από την υμνολογία του Μεγάλου Σαββάτου: «αναπεσών κεκοίμησαι ως λέων, τις εγερεί σε, βασιλεύ; Αλλ' ανάστηθι αυτεξουσίως ο δους εαυτόν υπέρ ημών εκουσίως».

Κι η προφητεία λοιπόν αυτή αποτελεί την προϋπόθεση στην οποία στηρίζεται ο άγιος υμνογράφος στον παραπάνω ύμνο, για να προβεί όμως στη συνέχεια σε μία μεγαλειώδη και εξαίσιας πνοής ποιητική σύλληψη: «ξεκρεμάει» από το κάδρο της εικόνας τον Αναπεσόντα νεαρό Ιησού, για να πει ότι τελικώς «έφυγε», εγκατέλειψε τη θέση του αναμενόμενου Λυτρωτή και βρέθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ – ο «Αναπεσών» είναι πια ο σπαργανωμένος βασιλιάς, ο ηγεμόνας Ιούδα. Η Παλαιά Διαθήκη τελείωσε, η Καινή ανέτειλε, η προφητεία εκπληρώθηκε, το λιοντάρι με όλη την εξουσία του άρχισε να βρυχάται – η προσδοκία έγινε πραγματικότητα κι «η δόξα του Θεού πλημμύρισε τα πάντα στη δημιουργία». «Ίνα σου της δόξης τα πάντα πληρώσης, κλίνας ελήλυθας τους ουρανούς έως γης» (Έκλινες τους ουρανούς κι ήρθες στη γη, προκειμένου να γεμίσεις τα πάντα από τη δόξα σου). «Χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε».  

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΣΜΥΡΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ ΚΑΕΝΤΕΣ

«Όταν ο βασιλιάς Μαξιμιανός επέστρεψε νικητής από τον πόλεμο κατά των Αιθιόπων, θέλησε για επινίκια να θυσιάσει στα είδωλα. Στάλθηκαν λοιπόν γράμματα παντού που προέτρεπαν να έλθουν όλοι στη Νικομήδεια, προκειμένου να προσκυνήσουν τους θεούς τους δικούς του. Ο άγιος Άνθιμος τότε, που ήταν επίσκοπος της Νικομήδειας, συνάθροισε στην Εκκλησία τον λαό του Χριστού (διότι ήταν η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού) και συνεόρταζε μαζί τους και τους δίδασκε την αληθινή πίστη. Μόλις το έμαθε ο Μαξιμιανός, πρόσταξε να βάλουν φρύγανα γύρω από την Εκκλησία και να αναφτούν, ώστε να κατακαούν οι ευρισκόμενοι μέσα Χριστιανοί. Το έμαθε ο επίσκοπος και έσπευσε να βαπτίσει τους κατηχουμένους, επιτέλεσε έπειτα τη θεία Λειτουργία και μετέδωσε σε όλους τους Χριστιανούς τα θεία και άχραντα μυστήρια. Έτσι από τα αναμμένα φρύγανα κάηκαν και τελειώθηκαν όλοι. Ο δε άγιος Άνθιμος διαφυλάχτηκε με τη χάρη του Θεού, ώστε αφού ωφελήσει και άλλους και με το άγιο βάπτισμα να τους οδηγήσει στον Χριστό, με πολλά βάσανα να μετασταθεί προς Αυτόν, για να απολαύσει τη βασιλεία των ουρανών».

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αξιοποιεί από το συναξάρι των αγίων δισμυρίων μαρτύρων κυρίως το μέσο του μαρτυρίου τους: τη φωτιά, ώστε και να προβάλει την αγιότητά τους και να εποικοδομήσει τους πιστούς. Τη φωτιά, διά της οποίας οδηγήθηκαν στη Βασιλεία του Θεού, την αντιμετωπίζει καταρχάς - σαν να εισέρχεται στη σκέψη των αγίων - ως αδελφή αυτών, μπροστά στην οποία οι άγιοι δεν νιώθουν κάποια δειλία. Κτίσμα και αυτή του Θεού, υπακούουσα συνεπώς στα κελεύσματα του Δημιουργού της, λειτουργεί μέσα στο σχέδιο Εκείνου για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Δεν δειλιάζουμε μπροστά στη φωτιά, που και αυτή είναι δούλη του Θεού σαν κι εμάς, κραύγαζαν οι γενναίοι μάρτυρες». Κι είναι μία αντιμετώπιση που φανερώνει την απόλυτη πεποίθηση των αγίων στην Πρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή τίποτε δεν γίνεται αν ο ίδιος ο Κυβερνήτης του παντός δεν επιτρέψει να γίνει.

Την υπέρβαση του φόβου για τη φωτιά όμως ερμηνεύει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο. Δεν την φοβούνταν οι άγιοι, διότι δρούσε μέσα στην καρδιά τους μία άλλη φωτιά, πιο δυνατή και πυρωμένη από την αισθητή φωτιά. Κι αυτή ήταν η αγάπη του Χριστού. «Πυρακτωμένοι κατά ωραιότατο τρόπο από την αγάπη του Χριστού, πανεύφημοι μάρτυρες, καθόλου δεν φοβηθήκατε τη φωτιά που αναβόταν». Κι είναι τούτο μία από τις σημαντικότερες αλήθειες: εκεί που η αγάπη του Χριστού κατακαίει την ανθρώπινη καρδιά, όλα τα οχληρά του βίου, όλες οι θεωρούμενες δοκιμασίες ούτε καν σχεδόν γίνονται αντιληπτά. Ό,τι συνέβη και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, που εξίσου τους είχαν ρίξει στην κάμινο πυρός, κι όμως η πίστη και η αγάπη τους στον Θεό τους έκανε να είναι υπέρτεροι αυτού («όπως τα τρία θεϊκά παιδιά στη Βυβυλώνα, έτσι κι εσείς φανήκατε ανώτεροι από τη φωτιά, γιατί λάμπατε εντελώς από το θεϊκό φως»).  Το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή κίνδυνος ή μαχαίρι; Είμαι πεπεισμένος βεβαίως ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, όπως φανερώθηκε στον Ιησού Χριστό».

Ο άγιος Ιωσήφ όμως, ως μέγας ποιητής και ευφυέστατος άνθρωπος, αξιοποιεί κατά εποικοδομητικό τρόπο και τον αριθμό των μαρτύρων. Το πλήθος τους τον παραπέμπει στο πλήθος των αμαρτιών του, και βεβαίως εννοείται και στις αμαρτίες του καθενός πιστού. Και τι λέει; «Όπως είστε τόσοι πολλοί, παρακαλέστε τον Κύριο να εξαλείψει το πλήθος των αμαρτιών μου και να μου δώσετε λόγο για να ανυμνήσω το πανηγύρι σας». Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου αποτελεί βεβαίως φανέρωση και του δικού του ύψους αγιότητας. Μόνον ένας συνεπής και εν επιγνώσει πιστός μπορεί να βλέπει τον εαυτό του αληθινά, με πλήθος αμαρτιών. Όσο με άλλα λόγια στέκεται κανείς σωστά απέναντι στον Θεό, τόσο και φωτίζεται να βλέπει το βάθος του εαυτού του - εκεί λειτουργούν οι αιτίες των αμαρτιών, οπότε ο πιστός κινητοποιείται στην αληθινή μετάνοια.

Και πέραν τούτων: ο άγιος Ιωσήφ, ο κατανυκτικός και θεολόγος ποιητής, αξιοποιεί από το μαρτύριο των αγίων και τον τόπο του μαρτυρίου τους: τον ναό του Κυρίου. Οι άγιοι μαρτύρησαν από τη φωτιά μέσα σε μία Εκκλησία. Και κάνει τριπλή αναφορά στην έννοια του ναού: οι άγιοι λόγω του αγίου βαπτίσματός τους έγιναν ως μέλη Χριστού πια ναός Θεού. Δέχτηκαν το μαρτυρικό τέλος τους μέσα στον επίγειο ναό, και οδηγήθηκαν έτσι στον επουράνιο Ναό, τη Βασιλεία του Θεού, την «πρόσωπον προς πρόσωπον» πια σχέση τους με τον ίδιον τον Κύριο. «Ναοί Θεού υπάρχοντες άγιοι, διά βαπτίσματος, τέλος άγιον ομού εδέξασθε εν οίκω θείω, και προς επουράνιον Ναόν ανηνέχθητε». Μακάρι ως ναοί του Θεού και εμείς λόγω του βαπτίσματός μας, να έχουμε αυτήν τη συναίσθηση: ότι ο φυσικός χώρος μας στη ζωή αυτή είναι ο οίκος του Θεού, ο ναός, και ότι πορευόμαστε με τον τρόπο αυτό προς ένταξή μας στον επουράνιο Ναό, την Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών.

27 Δεκεμβρίου 2024

ΜΙΑ ΣΠΗΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΡΟΣΙΤΟ ΘΕΟ!

 

Κοντάκιο. Ἦχος γ΄.

«Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει, καί ἡ γῆ τό Σπήλαιον τῶ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι. Δι’ ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη, παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».

(Ἡ Παρθένος Μαριάμ σήμερα γεννάει αὐτόν πού εἶναι πάνω ἀπό κάθε ὄν καί οὐσία, καί ἡ γῆ προσφέρει στόν ἀπρόσιτο Θεό τό σπήλαιο. Ἄγγελοι μέ τούς Ποιμένες δοξολογοῦν, ἐνῶ μάγοι ὁδοιποροῦν μαζί μέ τ’ ἀστέρι. Κι αὐτό γιατί γιά χάρη μας γεννήθηκε σάν βρέφος ὁ προαιώνιος Θεός).

Ὁ μεγαλύτερος ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅλων τῶν ἐποχῶν, κατά τή γνώμη τοῦ ἁγίου Πορφυρίου τοῦ καυσοκαλυβίτου, ἅγιος Ρωμανός ὁ μελωδός, εἶναι ὁ συνθέτης τοῦ κοντακίου τῶν Χριστουγέννων, τοῦ δεύτερου πιό γνωστοῦ τροπαρίου μετά τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.  Γραμμένος ὁ ὕμνος σέ ἦχο γ΄, δηλαδή σέ ἁπλό ἀλλά καί πολύ ἀνδροπρεπές μέλος, μᾶς τονίζει ὅ,τι ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς ἑορτῆς στίς κεντρικές διαστάσεις της: ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ μέγα μυστήριο, ἀφοῦ ὁ γεννηθείς εἶναι ὁ ὑπερούσιος Θεός, ἀφοῦ Τόν γεννᾶ μία Παρθένος κόρη, ἡ ὁποία ὅμως κρατᾶ τήν παρθενία της, ἀφοῦ πρόκειται γιά τόν προαιώνιο Θεό. Καί μπροστά στό μέγα αὐτό μυστήριο σύμπας ὁ κόσμος κλίνει εὐλαβικά τό γόνυ, ὅταν μάλιστα τοῦ ἀποκαλύπτεται καί ὁ σκοπός τῆς Γέννας τοῦ Θεοῦ: Γεννιέται ὁ Θεός γιά νά πάρει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν κάνει κι αὐτόν Θεό - ὅ,τι εἶχε ὡς προοπτική ὁ ἄνθρωπος ἀπαρχῆς καί τό ἔχασε λόγω τῆς πτώσεώς του στήν ἁμαρτία. Οπότε, κατῆλθε ὁ Θεός γιά νά ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος. Πτώχευσε Ἐκεῖνος γιά νά γίνουμε πλούσιοι ἐμεῖς. Κι εἶναι αὐτονόητο ὅτι τό μεγαλεῖο αὐτό τῆς πίστεώς μας πού ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, φιλοσοφία ἤ καί θεοσοφία, πραγματοποιεῖται μέσα στό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, ἐνῶ τίθεται σέ ἐνέργεια μέσα ἀπό τά μυστήρια, ἰδίως δέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πού θά πεῖ: χριστιανός χωρίς ὅμως ἐν μετανοία συμμετοχή στή Θεία Κοινωνία δέν ἑορτάζει Χριστούγεννα.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

«Ο άγιος Στέφανος, όταν κάποτε έγινε συζήτηση μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελλήνων περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άλλοι από αυτούς έλεγαν ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι ένας που πλανά τον κόσμο, άλλοι δε ότι είναι ο Υιός του Θεού, στάθηκε σε υψηλό τόπο και ευαγγελίστηκε σε όλους τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, λέγοντας: "Άνδρες αδελφοί, γιατί πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράχτηκε όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος, που δεν δίστασε να πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός είναι ο Θεός που έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από αγία και αγνή Παρθένο, η οποία  είχε εκλεγεί πριν δημιουργηθεί ακόμη ο κόσμος. Αυτός πήρε τις αμαρτίες μας και βάστασε τις ασθένειές μας: έκανε τυφλούς να βρουν το φως τους, καθάρισε λεπρούς και έδιωξε τους δαίμονες". Αυτοί δε, όταν τον άκουσαν, τον οδήγησαν στο συνέδριο των Αρχιερέων. Διότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα του Θεού με το Οποίο μιλούσε. Κι αφού εισήλθαν έβαλαν κάποιους άνδρες να πουν «Ότι τον ακούσαμε να λέει βλάσφημα λόγια κατά του Ναού και κατά του Μωσαϊκού Νόμου», όπως τον κατηγόρησαν και για τα υπόλοιπα που αναφέρονται στις ιερές Πράξεις των Αποστόλων. Όταν τον ατένισαν λοιπόν και είδαν όλοι το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου, μη υποφέροντας την ντροπή της ήττας τους, τον φόνευσαν διά λιθοβολισμού, ενώ εκείνος προσευχόταν υπέρ αυτών με τα λόγια: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτήν». Επειδή λοιπόν ο θείος πρωτομάρτυρας, με τη θεωρηθείσα πτώση του, κατέβαλε τον αντίπαλο, ρίχνοντάς τον  κάτω σαν πτώμα, και αναπαύτηκε τον γλυκό ύπνο, τότε άνδρες ευλαβείς μάζεψαν το ιερό σκήνωμά του σε μία θήκη φτιαγμένη από κάποιο φυτό, κι αφού το ασφάλισαν πολύ καλά, το κατέθεσαν στα πλάγια του Ναού. Ο δε Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τους αποστόλους. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του πλησίον των Κωνσταντιανών».

Ο υμνογράφος του αγίου, Ιωάννης ο μοναχός, αναφέρεται σε όλη την αγιασμένη διαδρομή της ζωής του Στεφάνου. Και στο γεγονός ότι ήδη από τη στιγμή που έγινε χριστιανός υπήρξε «ανήρ πλήρης πνεύματος και δυνάμεως»,  και στο γεγονός ότι εκλέχτηκε από τον λαό και χειροτονήθηκε από τους αποστόλους ως βοηθός αυτών: στη διακονία των τραπεζών αλλά και στο κήρυγμα, και στο γεγονός της συλλήψεώς του, της απολογίας του, της θεοπτικής εμπειρίας του, του χαρισματικού μαρτυρίου του. Εκείνο που ιδιαιτέρως προβάλλει ο υμνογράφος του είναι ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από τη ζωή αυτή: διά λιθοβολισμού – ένας συνηθισμένος τρόπος των Ιουδαίων για εκείνους που θεωρούνταν ότι βλασφημούσαν την πίστη τους. Κι ως εξαίσιος ποιητής δεν μένει σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις: το πέταγμα των λίθων, αλλά αποκαλύπτει και τη μη αισθητή πλευρά:

πρώτον, ότι οι λίθοι που έριχναν εναντίον του οι Ιουδαίοι γίνονταν την ίδια ώρα τα σκαλοπάτια ανόδου του στη Βασιλεία του Θεού («οι λίθοι που σαν νιφάδες έπεφταν εναντίον σου, σου έγιναν σκαλοπάτια και σκάλες για την ουράνια άνοδό σου. Αυτά τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται στα δεξιά του Πατέρα»)∙

δεύτερον, ότι «οι λίθοι αυτοί έγιναν ο διάκοσμος του Στεφάνου, όπως στολίζεται κανείς με ποικίλα και ωραία λουλούδια, και έτσι στολισμένος πήγε ενώπιον του ζωοδότη Χριστού».

Και πέραν τούτων, τρίτον, ο λιθοβολισμός του συνιστά το στεφάνι που του έθεσαν οι φονευτές του, όταν εκείνος τους είχε «λιθοβολίσει» με τις νιφάδες των θεοπνεύστων λόγων του («ο Πρωτομάρτυρας κτύπησε τους άθλιους φονευτές του με τις νιφάδες του θεηγόρου στόματός του, γι’ αυτό στεφόταν σαν νικητής από αυτούς με τις νιφάδες των λίθων»).

Επικεντρώνοντας ο μοναχός Ιωάννης στο μαρτυρικό τέλος του αγίου Στεφάνου δεν είναι δυνατόν να μη σταθεί στο κορυφαίο σημείο του μαρτυρίου του: τη συγχώρηση των λιθοβολιστών του, την άφεση της εχθρικής προς αυτόν ενεργείας τους. Και το μυαλό του βεβαίως πηγαίνει εκεί που πηγαίνει το μυαλό όλων μας: στον εσταυρωμένο Κύριο, ο Οποίος πάνω στον Σταυρό συγχωρεί και Αυτός τους σταυρωτές Του. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», είπε ο Κύριος, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» λέει ο Στέφανος. Τα ίδια λόγια, με ελαφρά παραλλαγή, η ίδια στάση ζωής. Ο δούλος ο οποίος ακολουθεί επακριβώς τα χνάρια του Κυρίου του. «Δέσποτα Χριστέ, ο Στέφανος χρημάτισε πανάριστος μιμητής του τιμίου πάθους σου, και αντιδρά απέναντι στους φονευτές του με την ευλογία». «Ω η μακάρια φωνή, που βγήκε από το στόμα σου, Στέφανε: Μη καταλογίσεις, φωνάζοντας, Δέσποτα Χριστέ, στους φονευτές την άγνοιά τους. Αλλά σαν Θεός και Δημιουργός, δέξου το πνεύμα μου, σαν ευωδέστατο θύμα».

Κι είναι ευνόητο ότι η στάση του αγίου Στεφάνου, να στέκεται δηλαδή κανείς με αγάπη απέναντι και προς τους εχθρούς, δεν είναι μία επιλογή μόνο δική του, σαν ένα είδος εξαίρεσης. Συνιστά την εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τα λόγια και την ίδια τη ζωή Του, που αφορά όλους μας. Αν δηλαδή δεν συγχωρούμε εκ καρδίας όλους εκείνους που μας βλάπτουν και μας αδικούν, έστω κι αν φαίνεται ότι έχουμε χίλια δίκια, δεν μπορούμε να ανήκουμε στον Χριστό. Το αποδεικτικό στοιχείο ότι είμαστε Εκείνου, ότι Εκείνος κατοικεί μέσα μας, ότι Εκείνος θα μας δεχθεί χαίρων στη Βασιλεία Του, ευλογώντας την εκεί παρουσία μας, είναι η χωρίς όρια αγάπη μας προς όλους και η άφεση των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Χωρίς την ανεξικακία αυτή, η οποία τίθεται σε ενέργεια με τη δύναμη ασφαλώς του ίδιου του Κυρίου, δεν βλέπουμε πρόσωπο Θεού, κι ακόμη χειρότερα: ευρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του πονηρού διαβόλου. Μακάρι το τέλος της ζωής μας, δηλαδή δυνητικά η κάθε στιγμή μας, να μας βρει σε αυτή τη συγχώρηση. Σημαίνει ότι το Πνεύμα του Θεού θα μας συνοδεύει αιωνίως.

25 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Μετά την απόφαση του Ηρώδη να φονευτούν όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον ύπνο του Ιωσήφ λέγοντάς του: «Σήκω και πάρε το παιδί και τη Μητέρα Του και φύγε στην Αίγυπτο». Φεύγει λοιπόν για την Αίγυπτο η Θεοτόκος με το βρέφος και τον Ιωσήφ, για τους παρακάτω δύο λόγους: Πρώτον, για να εκπληρωθεί αυτό που είχε λεχθεί από τον προφήτη ότι «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου». Δεύτερον, για να κλείσει κάθε στόμα αιρετικών. Διότι αν δεν είχε φύγει, θα συλλαμβανόταν το βρέφος. Κι αν μεν φονευόταν, θα εμποδιζόταν η σωτηρία των ανθρώπων. Αν δε δεν φονευόταν, ή με ξίφος ή με άλλη τιμωρία, προκειμένου να εκπληρωνόταν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία, θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς ότι ήλθε κατά φαντασία και δεν έγινε αληθινά πραγματικός άνθρωπος. Διότι αν ήταν αληθινός άνθρωπος, θα σφαζόταν από το σπαθί του τυράννου, κάτι που και  χωρίς να υπάρχει πρόφαση, τόλμησαν οι άθεοι αιρετικοί να το πουν, ότι δηλαδή γεννήθηκε κατά φαντασία. Γι’ αυτό λοιπόν φεύγει στην Αίγυπτο, και για να συντρίψει τα εκεί είδωλα και για να σώσει όλη την οικουμένη κατά τον καιρό της σωτήριας Σταύρωσης».

Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου θα πρέπει καταρχάς να θυμίσουμε ότι στοιχεί στην παράδοση της Εκκλησίας, να εορτάζεται μετά από ένα μεγάλο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου, το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε σ’ αυτό. Έτσι μετά τη Γέννηση του Κυρίου έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου, Εκείνης που έγινε η «γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός», όπως και μετά τη Βάπτισή Του έχουμε τη Σύναξη του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι το ίδιο το γεγονός, η καθαυτό εορτή, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πρωταγωνιστούν πρόσωπο, με άλλα λόγια η εκάστοτε Σύναξη αποτελεί την προέκταση της εορτής, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας το ίδιο νόημά της, σε μεγάλο βαθμό δε και τους ίδιους τους ύμνους της.

Η Σύναξη της Θεοτόκου λοιπόν τονίζει και πάλι τη Γέννηση του Κυρίου, με ιδιαίτερη επιμονή  στην πραγματικότητα της Σάρκωσής Του. Το στοιχείο αυτό ίσως δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό σήμερα, μετά από τόσους αιώνες εξαγγελίας και βίωσης από την Εκκλησία της θεολογικής σημασίας της. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αιώνες όμως ήταν ό,τι πιο καίριο και σημαντικό, δεδομένου ότι αμφισβητείτο από αιρετικούς η πραγματικότητα της ενσάρκωσης, οι οποίοι «έφριτταν» στη σκέψη ότι ο Θεός πήρε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, προσέλαβε δηλαδή την ύλη του κόσμου τούτου. Τι κρυβόταν πίσω από την άρνησή τους αυτή; Η πεποίθηση ότι ο κόσμος αυτός είναι κόσμος κακός, δημιούργημα άλλου, μη καλού Θεού, συνεπώς φανέρωναν τον μη χριστιανικό προβληματισμό τους, μάλλον την με επίφαση του χριστιανισμού δήλωση των ανατολίτικων δυαλιστικών περί Θεού δοξασιών τους. Θέλουμε να πούμε ότι οι αιρετικοί αυτοί στην πραγματικότητα ήταν οπαδοί του ιρανικού λεγόμενου παρσισμού, κατά τον οποίο υπάρχουν δύο θεοί, ο θεός του καλού και ο θεός του κακού, ο οποίος θεός του κακού είναι και ο δημιουργός του κόσμου. Πώς λοιπόν η κακή ύλη του κακού θεού  μπορούσε να προσληφθεί από τον καλό Θεό, που ερχόταν να σώσει την ψυχή – όχι ασφαλώς και το σώμα – του ανθρώπου;

Η Εκκλησία μας λοιπόν αντέδρασε σθεναρά, διότι τυχόν επικράτηση αυτών των αντιλήψεων (κατά δόκηση ή φαντασία εμφάνιση του Υιού του Θεού) θα σήμαινε πλήρη διαστροφή της αλήθειας της και άρνηση του πραγματικού Χριστού. Με ένταση λοιπόν τόνισε ότι ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, έλαβε πραγματική και όχι κατά φαντασία την ανθρώπινη φύση, το σώμα και την ψυχή, ώστε ενσωματώνοντάς τα στον Εαυτό Του να σώσει τον άνθρωπο και δι’ αυτού και όλη τη δημιουργία. Και αιτία γι’ αυτό βεβαίως ήταν το γεγονός ότι ο κόσμος όλος, η ύλη και το σώμα του ανθρώπου, αποτελούν δημιουργήματα του ενός Θεού, του φύσει αγαθού Θεού, που είναι και ο Δημιουργός βεβαίως του κόσμου. Ήταν τόσο σημαντική η αλήθεια αυτή, ώστε ήδη από την Καινή Διαθήκη ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος βλέπουμε  να τονίζει ότι από την αποδοχή ή όχι της αληθινότητας της σάρκωσης του Θεού φανερώνεται κανείς ως χριστιανός ή όχι. «Πας ος μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι», και «πας ος ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι». Πάνω στην αλήθεια αυτή δηλαδή κρινόταν η αλήθεια από την αίρεση. Κι αυτό τονίζει ιδιαιτέρως σήμερα η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, που προεκτείνει, όπως είπαμε, τη Γέννηση του Κυρίου. «Αυτό που ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού το κράτησε, δηλαδή ότι είναι Θεός αληθινός, και αυτό που δεν ήταν το προσέλαβε κι έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία». Ο προβληματισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου στον οίκο του κοντακίου της σημερινής εορτής το διακηρύσσει επίσης έντονα: «Βλέποντας τη σφραγίδα της παρθενίας μου να μένει χωρίς να χαλάσει, σε κηρύσσω αληθινό Λόγο του Θεού, που πήρες την ανθρώπινη σάρκα».

Και βεβαίως η σημερινή εορτή της Σύναξης υπενθυμίζει πάλι ότι μπροστά στο πανθαύμαστο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου, όλη η δημιουργία ανταποκρίνεται με ευχαριστία, προσφέροντας τα δώρα της, το καλύτερο όμως όλων των δώρων ήταν του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ακριβώς πρόσφερε ό,τι ωραιότερο και ανώτερο μπορούσε ποτέ να φανεί ως κτίση: την Παναγία Παρθένο. «Καθένα από τα δημιουργήματά Σου, Κύριε, σου προσφέρει την ευχαριστία του: οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί το αστέρι, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες τον θαυμασμό τους, η γη το σπήλαιο, η έρημος τη φάτνη, εμείς όμως Μητέρα Παρθένο». Μη ξεχνάμε: η Παναγία είναι ο εκπρόσωπός μας στον Ουρανό, Εκείνη που έδωσε το αίμα και τη σάρκα της προκειμένου να γίνει άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός, συνιστά την «αξιοπρέπειά» μας, αποτελεί πάντοτε την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Προς χάρη Της η όποια προσευχή μας γίνεται εισακουστή από τον Θεό, αφού Εκείνος θέλησε να γίνει σαν κι εμάς μέσα από Εκείνην.

24 Δεκεμβρίου 2024

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΦΑΛΗΡΟΥ κ. κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ  2024

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Τέκνα μου ἀγαπητά καί πεφιλημένα,

Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε!

Τά Χριστούγεννα, κορυφαία χριστιανική ἑορτή, δέν εἶναι ἁπλῶς εὐκαιρία ἀνταλλαγῆς εὐχῶν καί δώρων, οἰκογενειακῆς θαλπωρῆς, ψυχαγωγίας, πού προσφέρει πνευματική εὐφορία στήν κοινωνική ζωή. Εἶναι κυρίως μιά ἀκένωτη πηγή πολυδιάστατης ἐλπίδος -γιά τήν ἀξία τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου, γιά τήν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος, γιά τό νόημα τῆς ζωῆς. Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ διαλαλεῖ ἑορταστικά ὅτι «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰω. 3:16). Δέν εἴμαστε, λοιπόν, μόνοι μας στήν περιπέτεια αὐτοῦ τοῦ βίου. Μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, στήν πνευματική καί ὑλική της οὐσία, καί τήν ἀνέπλασε. Πρόκειται γιά ἕνα Γεγονός πού ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως: «ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α΄ Τίμ. 3:16). Αὐτή ἡ φανέρωση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ «ἐν σαρκί» συνιστᾶ τή μοναδικότητα τῆς χριστιανικῆς πιστεως. Ἄς τό τονίσουμε «ἔτι καί ἔτι»: ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός καί Κύριος τοῦ σύμπαντος δέν εἶναι μιά ἀπρόσωπη ἐνέργεια, σοφία, δύναμη. Εἶναι προσωπικός Θεός, πού ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος βρίσκεται σέ συνεχῆ σχέση μαζί Του. Μιά σχέση πού γίνεται αἰσθητή ἀπό ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη: «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰω. 4:16). Αὐτός ὁ Θεός δέν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο, πού τόν θανατώνουν ἡ ἐγωπάθεια, τό μῖσος, ἡ ἀδικία, ἡ ἀπόγνωση. Ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων μᾶς καλεῖ νά ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἡ ἐλπίδα τῆς παρουσίας Του μέσα στή ζωή μας ἀποτελεῖ τήν πηγή τῆς ὑπομονῆς.

Οἱ ποικίλες ἀντιξοότητες καί τά ἀδιέξοδα πού ἐμφανίζονται στήν ἐπίγεια πορεία τοῦ Λυτρωτῆ ἀντιμετωπίζονται πάντοτε μέ ὑπομονή ἐλπίδος. Ἤδη στή Γέννησή Του, ὅπως ἀπεικονίζεται στήν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία, μιά γαλήνια ὑπομονή γεμάτη λάμψη ἀντικατοπτρίζεται στό βλέμμα τῆς Παναγίας Μητέρας, τοῦ Ἰωσήφ, καθώς καί τῶν ποιμένων καί τῶν μάγων. Ἀκόμη καί στό βλέμμα τῶν ζώων στό ταπεινό σπήλαιο καί τοῦ ὑποζυγίου, πού μετεῖχε στήν περιπέτεια τῆς ξενιτιᾶς τοῦ μικροῦ Ἰησοῦ, φανερώνεται μιά ἤρεμη ὑπομονή.

Ἡ ὑπομονή τῆς ἐλπίδος πού ἐκπέμπεται τά Χριστούγεννα δέν συνιστᾶ ἀδυναμία, ἀντιθέτως δηλώνει μιά μυστική δύναμη. Μεταμορφώνει καί τίς μεγαλύτερες θλίψεις καί ἀδυναμίες τῆς παρούσης ζωῆς ἐνισχύοντας τήν ἀντοχή, τό ἀγωνιστικό φρόνημα, τήν ἀντίσταση ποιότητος, τή στήριξη τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης. Ἀπό τήν προσωπική του ἐμπειρία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει: «εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονήν κατεργάζεται, ἡ δέ ὑπομονή δοκιμήν, ἡ δέ δοκιμή ἐλπίδα, ἡ δέ ἐλπίς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. 5:3-5). Μέ τήν ὑπομονή ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἀξιοποιεῖ καλύτερα τίς νοητικές καί συναισθηματικές του δυνάμεις. Ἡ ὑπομονή ἑνωμένη μέ ἤρεμη ἐπιμονή ἀνοίγει περάσματα σέ πολλά ἀδιέξοδα ἀνθρωπίνων σχέσεων, σέ κρίσεις ὑγείας, στή φτώχεια, σέ κοινωνικές ἀναταράξεις. Ὁδηγεῖ τήν ἀνθρώπινη ζωή στήν ὡριμότητα «ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἧτε τέλειοι καί ὁλόκληροι ἐν μηδενί λειπόμενοι» (Ἰακ. 1:4).

Ἡ ἐλπίδα στηρίζει τήν ὑπομονή καί ἡ ὑπομονή ἐνισχύει τήν ἐλπίδα, ἀντλῶντας καί οἱ δύο δύναμη ἀπό τήν πίστη. Οἱ ἀναφορές τῆς Ἁγίας Γραφῆς στήν ὑπομονή εἶναι πολύπτυχες καί διορατικές. Μᾶς βοηθοῦν νά πορευόμαστε «τῇ ἐλπίδι χαίροντες τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες» (Ρωμ. 12:12). Ἀναλογιζόμενοι τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν καί τῶν ἁγίων πού τόν ἀκολούθησαν: «δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. 12:1-2). Μέ τό βλέμμα προσηλωμένο σ΄ Αὐτόν, ἀντιμετωπίζουμε νηφάλια καί σθεναρά ὅλες τίς δοκιμασίες πού ὀρθώνονται μπροστά μας.

Κάθε ἐποχή ἔχει τίς δικές της ἀναταραχές, πολεμικές συγκρούσεις, καταστροφές, τραγωδίες, ἀνέχεια, σπαραγμό, ἀπελπισία. Καί ἡ δική μας συγκλονίζεται ἀπό παρατεινόμενους ἀδιανόητα σκληρούς πολέμους σέ πολλές γωνιές τῆς γῆς καί κοντύτερα στήν Οὐκρανία καί στήν Παλαιστίνη. Ἀντιθέσεις καί ρήγματα ταλαιπωροῦν ἀκόμη καί τά ἐκκλησιαστικά περιβάλλοντα. Κάθε λαός ἔχει τά δικά του πολύμορφα προβλήματα. Κάθε κοινότητα, κάθε ἄνθρωπος βιώνει ὧρες μελαγχολίας καί πόνου. Γιά ὅλες τίς περιπτώσεις, ἀπαραίτητος ὁδηγός παραμένει ἡ ὑπομονή τῆς ἐλπίδος

Ἄς ἐντείνουμε τήν ἱκεσία μας γιά κατάπαυση τῶν φονικῶν συγκρούσεων καί τῶν ποικίλων κοινωνικῶν κρίσεων, ὥστε νά ἐπικρατήσει ὅπου γῆς εἰρήνη. Ἄς προσπαθήσουμε «διά τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως τῶν Γραφῶν» νά ἐνισχύσουμε τήν ὁμοφροσύνη μεταξύ μας καί τήν ἁρμονική συνεργασία, αὐξάνοντας τήν ἐλπίδα μέσα μας. «Ὁ δέ Θεός τῆς ἐλπίδος πληρῶσαι ὑμᾶς πάσης χαρᾶς καί εἰρήνης ἐν τῷ πιστεύειν, εἰς τό περισσεύειν ὑμᾶς ἐν τῇ ἐλπίδι ἐν δυνάμει Πνεύματος Ἁγίου» (Ρωμ. 15:13).

Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε! Ἡ ὑπομονή τῆς ἐλπίδος ἄς πλημμυρίζει, μέ τή χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τίς καρδιές μας μέ ὁλοφώτεινη χαρά καί εἰρήνη, ἰδιαιτέρως, στή διάρκεια αὐτῶν τῶν ἑορτῶν του Δωδεκαημέρου καί σέ ὅλο τό ἐρχόμενο Νέο Ἔτος 2025!

Χρόνια Πολλά καί Εὐλογημένα!

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ! 

Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΞ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΑΠΑΝΤΗΣΑΤΕ!

Η κάθοδος του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι γεγονός. Εκείνος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», φανερώνοντας την άπειρη αγάπη Του και την άβυσσο της ταπείνωσής Του. Δεν ζούμε πια την προσδοκία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης – ό,τι εν Πνεύματι οραματίζονταν για τις μελλοντικές γενιές. Εμείς είμαστε οι μελλοντικές γενιές, από τη στιγμή που ήρθε ο ενανθρωπήσας Θεός, εμείς ζούμε στο εδώ και το τώρα, μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, το μυστήριο της παρουσίας Του, που θα πει την εύρεση του Παραδείσου ως εκ νέου ανοίγματος της Βασιλείας του Θεού. Κι αυτό θα πει ότι ζούμε, μπορούμε και ζούμε πια, τη θέρμη της αγκαλιάς του Θεού μας, την απειρία της αγάπης Του, αλλά με επίγνωση και συναίσθηση.

Πριν από τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, ο άνθρωπος κείμενος εν τω Πονηρώ λόγω της ανταρσίας του απέναντι στον Δημιουργό του, είχε χάσει τη δυνατότητα ζωής με συνείδηση της αγάπης Του – ζούσε μέσα στην ενέργεια της αγάπης αυτής που τον διακρατούσε στην ύπαρξη αλλά χωρίς, όπως είπαμε, επίγνωση. Η ζωή του ήταν μία μη ζωή, μία πορεία μέσα στο σκότος, με αναλαμπές νοσταλγίας για κάτι βαθύ που του έλειπε και θα του έδινε αληθινό νόημα. Από τη στιγμή όμως που ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και εξαπέστειλε ο Θεός τον Υιό Αυτού να γεννηθεί από μία γυναίκα ως άνθρωπος – όπως το είχε προαναγγείλει ήδη απαρχής της πτώσεως στους πρωτοπλάστους (πρωτευαγγέλιο) και το επανελάμβανε μέσω των προφητών Του στην πρώτη αποκάλυψή Του στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης – ο άνθρωπος και πάλι βρίσκει το αληθινό του πρόσωπο: ο Χριστός τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, του καθαρίζει τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού, του ανοίγει και πάλι την οδό της υιοθεσίας του από τον Θεό. «Άνθρωπος γίνεται ο Θεός, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό».

Οπότε, ανοίγονται και πάλι οι οφθαλμοί του ανθρώπου, τα μάτια του μπορούν να δουν και πάλι «τα μάτια» του Δημιουργού του, η ύπαρξή του μπορεί να αισθανθεί και να νιώσει τη θυσιαστική αγάπη του Πατέρα απέναντί του – οι κτύποι της δικής του καρδιάς συντονισμένοι με τους κτύπους της «καρδιάς» Εκείνου!  Αυτό δεν αποκαλύπτει ο ίδιος ο Κύριος;  «Όπως με αγάπησε ο Θεός Πατέρας σάς αγάπησα κι εγώ. Μείνατε μέσα στην αγάπη μου αυτή» - ο ερχομός Του, η γέννα Του, είναι η πιο δραστική παρουσία της αληθινής αγάπης στον κόσμο. Η εμπειρία επ’ αυτού του αποστόλου Παύλου είναι μοναδική: «Αυτό που τώρα ζω ως άνθρωπος είναι η πίστη μου στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

Ο Χριστός λοιπόν ήλθε «εξ Ουρανών» φέρνοντας και ως άνθρωπος όλες τις ευλογίες του Θεού, τη θέωση του ανθρώπου! Μα σε όλα αυτά επίμονα έρχεται στο προσκήνιο η λέξη «απαντήσατε»! Ο Θεός προσφέρεται κατά τρόπο απόλυτο και χωρίς κρατούμενα. Μα είναι Θεός που ζητάει «συνεργούς» και όχι δουλικά ή μηχανές. Απαιτείται και η δική μας συγκατάθεση στην αποδοχή των δωρεών Του – η δική Του κίνηση θέτει σε κίνηση και τη δική μας ολιγωρία και ακηδία. Να κάνουμε τι; Να σπεύσουμε προς συνάντησή Του. Αν δεν υπάρξει η σπουδή αυτή από πλευράς μας, η δική Του αγάπη μένει «μετέωρη», ένα δώρο που δεν υπάρχει το χέρι για να το αποδεχτεί – η μεγαλύτερη «προσβολή» στον δωρεοδότη: η ίδια η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος! Και το περιεχόμενο της «απαντήσεως» του Θεού, της συνάντησης στον ερχομό Του, τη δίνει ο Ίδιος και τη βλέπουμε και στην παραπάνω μαρτυρία του αποστόλου του: να αποδεχτούμε τον λόγο Του, να Τον πιστέψουμε, να επιμείνουμε και εμείς στην πίστη του Παύλου, να περπατάμε τη ζωή μας πάνω στις άγιες εντολές Του.

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Α !

 

Με τον χρωστήρα του ζωγράφου 

και με τον κάλαμο του υμνογράφου

Μεγαλειώδης η θεολογία της βυζαντινής εικόνας της Γεννήσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όλα τονίζουν το βάθος των γεγονότων, όλα μηνύουν το ποιος είναι ο τεχθείς, ποια η θέση της Υπεραγίας Θεοτόκου ή  του αγίου Ιωσήφ του μνήστορος, ποια η στάση των αγγέλων και των ανθρώπων (των απλών ποιμένων της Βηθλεέμ αλλά και των αναζητητών της αλήθειας μάγων-αστρονόμων της μακρινής Περσίας), ποια η μετοχή στο υπερφυές γεγονός της ίδιας της φύσεως. Με κεντρικό σημείο βεβαίως την Παναγία: να στέκει, ανακλιμένη ή προσκυνούσα, και ν’ απορεί για το μυστήριο της άπειρης συγκατάβασης του Υιού και Λόγου του Θεού που έγινε δι’ Αυτής άνθρωπος, αδυνατώντας να αγγίξει τον επί λάρνακας κείμενο Υιό Της. Η εικόνα μάς διδάσκει ό,τι σαλπίζει ο παιάνας: «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε∙ Χριστός ἐξ Οὐρανῶν, ἀπαντήσατε∙ Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε..».  

Αλλά μεγαλειώδης και η υμνολογία (διά καλάμου αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου) της Εορτής, που ήδη προεορτίως μας καθοδηγεί στις μυστικές διαστάσεις της Γεννήσεως του Θεού ως ανθρώπου – κάποιες φορές διαφορετικά απ’ ό,τι ο χρωστήρας του αγιογράφου. Τι εννοούμε; Λίγο πλάι από το θείο βρέφος η Μάνα Παναγία (στην εικόνα). Μέσα στην αγκαλιά της Μάνας Παναγίας το θείο βρέφος (στους ύμνους), δεχόμενο τους κατασπασμούς της μητρικής στοργής. Ακούμε αίφνης στον οίκο του κοντακίου της 21ης Δεκεμβρίου: «Κρατώντας η Παρθένος μέσα στην αγκαλιά Της τον Υιό του Θεού και καταφιλώντας Τον με μητρικούς ασπασμούς έλεγε... Γι’  αυτό και χαίρομαι κρατώντας στην αγκαλιά τον Υιό του Θεού».

Ο χρωστήρας του ζωγράφου δεν αναιρεί βεβαίως τον κάλαμο του υμνογράφου κι ο κάλαμος του υμνογράφου δεν αναιρεί τον χρωστήρα του ζωγράφου. Απλά ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Πόσο όμως μεγαλείο κι αλήθεια κρύβει η «ανθρώπινη» προσέγγιση του αγίου υμνογράφου (του Ιωσήφ του συναισθηματικού και παρακλητικού, κατά τον αγαπημένο άγιο Πορφύριο) – η Μάνα Παναγία με τον Χριστό στην αγκαλιά Της, καθώς Τον «πνίγει» μέσα στα φιλιά της! Ο Κύριος της δόξας δέχτηκε όχι μόνο την πνευματική αγάπη του αγιότερου πλάσματός Του, της πάναγνης κόρης της Ναζαρέτ, με την απόλυτη υπακοή Της στο θέλημά Του, αλλά και την ανθρώπινη αγάπη της μάνας απέναντι στο βλαστάρι της! Το ανθρώπινο του Κυρίου τρέφεται πέρα από το γάλα της Μάνας και από τη στοργική αγκαλιά Της και τους κατασπασμούς Της.

Και μας συγκινεί ιδίως το δεύτερο, όχι για λόγους συναισθηματικούς πρώτιστα, αλλά για λόγους πνευματικούς. Διότι κατά την υπόσχεση του Κυρίου ο πιστός καλείται να στέκεται απέναντι στον Δημιουργό Του κι απέναντι στην άπειρη αγάπη Του όπως και η Παναγία, καλύτερα: να γίνεται και ο ίδιος μία Παναγία αν θέλει να είναι χριστιανός – να έχουμε τον Χριστό στην αγκαλιά μας και να μπορούμε να Τον κατασπαζόμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγμή! Πώς; Τα ίδια τα λόγια του Κυρίου μάς καθοδηγούν: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν Αὐτῶ», «ὁ τηρῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν τῶ Θεῶ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῶ», ο ακόμη πιο άμεσος στον παραπάνω προβληματισμό λόγος Του «τίς ἐστιν μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου; Πᾶς ὁ ἀκούων τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τηρῶν αὐτόν ἐκεῖνος μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μού ἐστιν». Την ώρα που σπεύδουμε να τηρήσουμε τις εντολές του Κυρίου, κοινωνώντας διά της αγάπης, πνευματικά και μυστηριακά, Θεό και συνάνθρωπο, εκείνη την ώρα πραγματοποιούμε τη μεγαλειώδη υπόσχεση και προοπτική: σαρκώνουμε τον Κύριο μέσα στην ύπαρξή μας και γινόμαστε και εμείς Παναγίες. Τότε, όπως καταλαβαίνουμε δεν γιορτάζουμε απλώς Χριστούγεννα. Γινόμαστε οι ίδιοι Χριστούγεννα.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ

Ποιο είναι αυτό το παράδοξο και μεγάλο μυστήριο που ακατάπαυστα εξαγγέλλει η υμνολογία της Εκκλησίας τα Χριστούγεννα και όχι μόνο; Μα τι άλλο από αυτό που ομολογεί έκθαμβος ο μέγας απόστολος Παύλος: «ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί!», πραγματικά είναι μεγάλο το μυστήριο της πίστεώς μας: ο Θεός έγινε άνθρωπος. Κι έρχεται λοιπόν η εκκλησιαστική υμνολογία προκειμένου αυτό να αναπαραγάγει σε όλους τους τόνους και σε όλες τις φωνές, όλο το διάστημα της ετοιμασίας για το υπερφυές γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο, κατεξοχήν δε την τελευταία εβδομάδα με αποκορύφωση την ημέρα των Χριστουγέννων και όλες τις ημέρες που συνιστούν τον ευλογημένο απόηχό τους! «Παράδοξο μυστήριο οικονομείται σήμερα! Ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Παρέμεινε σταθερά σε ό,τι ήταν, Θεός δηλαδή, κι αυτό που δεν ήταν, ανθρώπινο δημιούργημά Του δηλαδή, το προσέλαβε, χωρίς να υποστεί καμία ανάμειξη και καμία διαίρεση». Κι αλλού: «Πώς να διηγηθώ το μεγάλο μυστήριο; Ο άσαρκος σαρκώνεται και ο Λόγος αποκτά ύλη. Ο αόρατος βλέπεται κι αυτός που δεν μπορούσε κανείς να τον αγγίξει ψηλαφάται. Ο άναρχος αποκτά αρχή. Ο Υιός του Θεού γίνεται υιός ανθρώπου, ο Ιησούς Χριστός, Αυτός που είναι χθες και σήμερα και ο ίδιος σε όλους τους αιώνες».

Μέγα και παράδοξο λοιπόν το μυστήριο, το οποίο μπορεί να «κατανοηθεί» με τη μόνη δύναμη που ο Δημιουργός έχει δώσει στον άνθρωπο για τέτοια υπερφυή γεγονότα: την πίστη από μία καρδιά που πάσχει και αγωνιά για την αλήθεια. Δεν είναι η λογική που έχει τον έλεγχο και αποτελεί το κριτήριο – μετά την πτώση στην αμαρτία ο αμαρτωλός πια άνθρωπος είναι διασπασμένος και ξένος από τον χώρο που φανερώνεται ο Θεός, την ίδια την «καρδιά» του. Πρέπει να κινητοποιηθεί αυτή, να διψάσει τον Θεό για να μπορέσει να προκαλέσει κάποια ρωγμή στην πώρωσή της ώστε η ακτίνα του Ήλιου της Δικαιοσύνης να βρει τρόπο να διεισδύσει μέσα της, φωτίζοντας τη σκοτεινιά της. Κι όταν συμβεί τούτο, τότε τα πάντα αλλοιώνονται. Αλλά επί τα βελτίω: ο άνθρωπος προκαλείται σε μετάνοια και το εσωτερικό δάκρυ του φέρνει την κάθαρση από τη βρομιά των παθών του – ο νοερός οφθαλμός του με την ακτίνα του θεϊκού Πνεύματος αρχίζει να διακρίνει λίγο την πραγματικότητα! «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν  ὄψονται». Και τα θεόπνευστα λόγια του ποιητή συνοψίζουν: «Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν∙ πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν» (Δεν ερευνάται με τη λογική το μυστήριο. Με μόνη τη φωτισμένη από τον Θεό πίστη το δοξολογούμε).

Την παραδοξότητα όμως του μυστηρίου της σάρκωσης ως ανθρώπου του Θεού την επισημαίνουμε και στο μυστήριο της ίδιας της Υπεραγίας Θεοτόκου, αλλά κατ’ επέκταση και σε κάθε πια πιστό άνθρωπο, ιδίως τον αληθινά πιστό, τον άγιο! Τι εννοούμε; Η Παναγία Μητέρα του Κυρίου ζει μέσα στο μυστήριο, αφού ήταν εκείνη που πρόσφερε το «υλικό», την ίδια τη σάρκα της στον Υιό και Θεό της ώστε να έρθει αυτός στον κόσμο ως άνθρωπος, όμοιος καθ’ όλα με εμάς πλην της αμαρτίας – η αμαρτία δεν αποτελεί φυσιολογικό στοιχείο στον πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού άνθρωπο. Αλλά επίσης ζει το μυστήριο που οι άγιοι υμνογράφοι το θέτουν διατυπωμένο στα χείλη της: πώς «άνανδρος» αυτή τίκτει κανονικά παραμένοντας όμως Παρθένος; «Βλέπω ακατάλυτη τη σφραγίδα της παρθενίας μου, γι’ αυτό και σε κηρύττω Λόγο Θεού που δεν αλλοιώθηκε αλλά απέκτησε σάρκα. Δεν γνωρίζω ανδρική σπορά, σε γνωρίζω όμως ως εκείνο που έλυσες τη φθορά. Διότι είμαι αγνή, ενώ εσύ προήλθες από εμένα. Όπως βρήκες τη μήτρα μου έτσι και την άφησες».

Κι αυτή τη διπλή διάσταση του μυστηρίου, και Παρθένος και Μητέρα, όπως ο ίδιος ο Κύριος είναι και Θεός και άνθρωπος, τη διαπιστώνουμε είπαμε και σε κάθε πιστό που θέλει να έχει ενεργοποιημένη την πίστη του. Διότι ο κάθε πιστός στον Χριστό πώς κινείται και πώς ζει; Όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ δι’ εἴδους», με τα μάτια της πίστεως πορευόμαστε στη ζωή αυτή, όχι με ό,τι μας προσφέρουν μόνο οι σωματικές μας αισθήσεις. Το εξαγγέλλει και αλλού ο μέγας αυτός άνθρωπος: «Δεν είμαστε προσηλωμένοι κυρίως στα βλεπόμενα με τα σωματικά μας μάτια, αλλά στα μη βλεπόμενα. Διότι τα βλεπόμενα είναι φθαρτά, ενώ τα μη βλεπόμενα αιώνια». Και τι είναι αιώνιο; Η παντοδύναμη χάρη του Κυρίου που διακρατεί και διαπερνά τα σύμπαντα. Λοιπόν, ο πιστός ζει διαρκώς την παρουσία του Κυρίου, οι οφθαλμοί του αδιάκοπα ενατενίζουν σ’ Αυτόν, ταυτοχρόνως όμως και ως άνθρωπος της ζωής αυτής προσβλέπει και στα υλικά. Αυτό δεν συνιστά το μυστήριο του κάθε αγίου; Πατάει στη γη αυτή αλλά ζει στον Ουρανό! Και δεν μπορεί και δεν πρέπει να χάσει τη διπλότητα αυτή. Γιατί την ώρα που θα τη χάσει θα αρχίσει η τρεπτότητα της κοσμικής ζωής να τον συμφύρει στη ζάλη και στους ταραγμένους κλυδωνισμούς της.

Γιατί βλέπουμε στους βίους των αγίων μας να βρίσκονται αυτοί σε μία ψύχραιμη κατάσταση, έστω κι αν τα ανθρωπόμορφα θεριά των εχθρών της πίστεως επιπίπτουν με μανία εναντίον τους; Διότι ακριβώς όπως είπαμε ενατενίζουν πάντοτε στον Σωτήρα Χριστό. Κι έχοντας τους νοερούς όφθαλμούς τους προς Αυτόν, που θα πει αγωνιζόμενοι να «μένουν μέσα σ’ Εκείνον και Εκείνος μέσα σ’ αυτούς», έχοντάς Τον δηλαδή ως οίκο και κατάπαυσή τους, μπορούν με επίγνωση να αγκαλιάζουν με αγάπη και τους εχθρούς τους, πολύ περισσότερο κάθε πλάσμα του Θεού, τρόπον τινά ως προέκταση Εκείνου. Κι ίσως είναι αυτό που έλεγε ο μεγάλος όσιος της εποχής μας, λογιότατος Σωφρόνιος Αθωνίτης, ο εν τω Έσσεξ Αγγλίας αναπαυόμενος: ο χριστιανός ζει ένα είδος ορθόδοξης «σχιζοφρένειας». Διαρκώς με τον Χριστό αλλά και διαρκώς με τους ανθρώπους. Με πόθο και αγάπη και έρωτα προς τον Χριστό, που εκφράζεται όμως προς ό,τι είναι του Χριστού, είτε είναι κυρίως ο άνθρωπος είτε όλη η φυσική δημιουργία. Ευνόητο ότι μιλάμε για τη βίωση του μυστηρίου του βαπτίσματος που ενσωματώνει τον πιστό στον Χριστό και τον κάνει όπως είπαμε πράγματι μία Εκείνου προέκταση. Οπότε η διπλότητα αυτή του πιστού δεν αποτελεί μία «φαντασιακή» εικόνα του, αλλά μία οντολογική πνευματική πραγματικότητά του. Μακάρι ο Κύριος να μας δίνει το δώρο αυτό της χάρης Του αφότου ήλθε στον κόσμο: να έχουμε αίσθηση ότι Του ανήκουμε, ώστε ταυτοχρόνως να έχουμε αίσθηση ότι και όλος ο κόσμος αποτελεί κομμάτι του εαυτού μας. «Όλα σας ανήκουν, είτε άνθρωποι είτε ο κόσμος είτε η ζωή είτε ο θάνατος είτε τα παρόντα είτε τα μελλούμενα. Έσείς όμως ανήκετε στον Χριστό κι ο Χριστός στον Θεό» (απόστολος Παύλος).