«Μη
λησμονείς και τούτο, και έτσι οπωσδήποτε θα συνέλθεις και θα παύσεις να κρίνεις
αυτόν που έσφαλε. Ο Ιούδας ανήκε στη χορεία των μαθητών, ενώ ο ληστής στη
χορεία των φονέων. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς μέσα σε μία στιγμή ο ένας πήρε
τη θέση του άλλου!» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ι΄ 4).
Είναι
φοβερή η επισήμανση του οσίου: αυτός που καταλαλεί και
κατακρίνει τον συνάνθρωπό του είναι σαν τον άσωτο της γνωστής παραβολής:
χαμένος και πνευματικά νεκρός! Γιατί τι λέει; Αν σταματήσεις την κατάκριση,
τότε θα σημαίνει ότι έχεις συνέλθει. Όπως συνήλθε και ο άσωτος κάποια στιγμή –
«εις εαυτόν ελθών» - και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Η ακατακρισία
λοιπόν είναι δείγμα μετανοίας, η κατάκριση φανερώνει την έλλειψη της μετανοίας.
«Όπως δεν συμβιβάζεται η φωτιά με το νερό, έτσι και η κατάκριση με εκείνον
που αγαπά τη μετάνοια» (8). Οπότε, γνώριζε πως κατακρίνοντας τον συνάνθρωπό
σου δίνεις το «στίγμα» σου: βρίσκεσαι διαμετρικά αντίθετος προς τον Θεό, αλλά και προς τον ίδιο τον αληθινό
εαυτό σου. Που θα πει πως η κατάκριση είναι πάντοτε
καρπός της απόλυτης μοναξιάς! Είναι το γνώρισμα της πνευματικής ορφάνιας και
της χωρίς ταυτότητα ζωής! Τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει; «Γεννιέται από το
μίσος», συμπληρώνει ο άγιος, «κι είναι αρρώστια λεπτή αλλά και παχιά. Και σε
κάνει να νιώθεις ψυχικά βρόμικος και με βαριά καρδιά» (1).
Με τετράγωνη λογική μάλιστα αποδεικνύει την απάτη
της κατάκρισης: όχι μόνο αυτός που κατακρίνει δεν έχει σχέση με τον Θεό, αλλά
και δεν λέει ποτέ την αλήθεια. Κι αν την πει, θα εκφράζει ένα μικρό μόνο μέρος
της, γιατί θα του διαφεύγει το όλον. Και ξέρουμε ότι χειρότερο πράγμα και από
το ψέμα είναι η … μισή αλήθεια! Τι διαφεύγει λοιπόν από τον εργάτη αυτόν της
ανομίας; Το βάθος της πραγματικότητας, εκεί που υπάρχει όμως και κινείται η
όντως αλήθεια. Γιατί ο άνθρωπος είναι αληθινός στην καρδιά του, στα μέσα του,
κάτι που είχαν ήδη επισημάνει και οι αρχαίοι ακόμη Έλληνες φιλόσοφοι, σαν τον
Ηράκλειτο: «η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί», η αλήθεια αγαπάει να κρύβεται.
Αν μένεις λοιπόν στην επιφάνεια – κι εκεί πάντοτε μένεις αφού στηρίζεσαι στην
«αλήθεια» των αισθήσεών σου: ό, τι βλέπεις και ακούς – τότε η κρίση σου είναι
πλανεμένη, έστω κι αν νομίζεις ότι είναι αληθινή.
Κοίτα
λοιπόν το παράδειγμα του οσίου: ο Ιούδας και ο ληστής. Αντικειμενικά, ο ένας
ήταν από τους πιο κοντινούς του Κυρίου, κι ο άλλος από τους πιο μακρινούς Του.
Και σε μία στιγμή τα πράγματα άλλαξαν: ο μαθητής γίνεται προδότης και
απομακρύνεται οριστικά από Εκείνον, ο ληστής γίνεται ο πρώτος που μπαίνει στον
Παράδεισο. Το λέει κι αλλιώς ο όσιος: «Είδα άνθρωπο που φανερά αμάρτησε, αλλά
μυστικά μετάνιωσε. Και αυτόν που εγώ τον κατέκρινα ως ανήθικο, ο Θεός τον
θεωρούσε αγνό, διότι με τη μετάνοιά του Τον είχε πλήρως εξευμενίσει» (6).
Δεν
είναι τυχαία η συμφωνία των αγίων Πατέρων πως «ο νόμος του ανθρωπίνου νου είναι
η πλάνη».