«Ο άγιος Ελευθέριος ήταν από την πόλη της Ρώμης, πολύ
νέος στην ηλικία, ορφανός από πατέρα, που είχε μόνη τη μητέρα του, στο όνομα
Ανθία, η οποία είχε κατηχηθεί στην πίστη του Χριστού από τον άγιο απόστολο
Παύλο. Οδηγήθηκε από αυτήν στον επίσκοπο Ανίκητο ο άγιος και έμαθε από αυτόν τα
ιερά γράμματα, ενώ τον ενέταξε και στο τάγμα των κληρικών. Κατά το δέκατο
πέμπτο έτος της ηλικίας του χειροτονείται διάκονος, κατά το δέκατο όγδοο
πρεσβύτερος, στο δε εικοστό προχειρίζεται επίσκοπος του Ιλλυρικού, ενώ προηγουμένως
είχε κάνει πολλά θαύματα λόγω της μεγάλης αρετής του. Επειδή όμως, με τη
διδασκαλία του, μετέστρεφε πολλούς προς την πίστη του Χριστού, ο βασιλιάς
Αδριανός στέλνει και τον καλεί. Κι όταν εκείνος διακήρυξε ενώπιόν του ότι ο Χριστός είναι Θεός των όλων, δίνει
προσταγή να τον βάλουν σε χάλκινο κρεβάτι και να απλώσουν από κάτω σωρό φωτιάς.
Έπειτα να τον βάλουν σε σχάρα που είχε εκκαυθεί πάρα πολύ, και πάλι σε πυρωμένο
τηγάνι, γεμάτο από λάδι και στέαρ και πίσσα. Με τη χάρη όμως και τη δύναμη του
Χριστού φυλάσσεται από όλα αβλαβής. Έπειτα κατασκευάζεται κλίβανος, με τη
συμβουλή του επάρχου Κορέμμονος, έχοντας από τη μία και την άλλη πλευρά
μυτερούς οβελίσκους. Στον κλίβανο αυτόν εισέρχεται πρώτος ο ίδιος ο Κορέμμων,
αφού γέμισε από άγιο Πνεύμα και ομολόγησε ότι ο Χριστός είναι Θεός. Από αυτόν
εξήλθε αβλαβής και του έκοψαν το κεφάλι. Ο άγιος Ελευθέριος ρίχτηκε στο τηγάνι,
αλλά βγήκε σώος, γιατί σβήστηκε η φλόγα. Έπειτα φρουρείται και δένεται σε άρμα,
που το τραβούσαν άγρια άλογα. Λύθηκε όμως από αγγέλους, που τον οδήγησαν σε
όρος υψηλό, όπου έζησε μαζί με τα άγρια ζώα, τα οποία εξημερώνονταν, καθώς ο
άγιος τους έλεγε λόγια του Θεού. Αργότερα νουθέτησε τους στρατιώτες που
έστειλαν να τον συλλάβουν και τους βάπτισε μαζί με άλλους, περίπου
πεντακόσιους, που πίστεψαν στον Χριστό. Οδηγήθηκε κάποια στιγμή προς τον
βασιλέα και ρίχτηκε στα θηρία να τον φάνε, αλλά διαφυλάχθηκε σώος, οπότε
φονεύεται από δύο στρατιώτες που επέπεσαν πάνω του, με προσταγή του ηγεμόνα. Η
δε μητέρα του Ανθία, αφού αγκάλιασε το νεκρό σώμα του αγίου και το ασπαζόταν,
φονεύεται και αυτή με ξίφος. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του,
πλησίον του Ξηρολόφου».
Εν πρώτοις, πριν από οποιαδήποτε άλλη αναφορά, θα πρέπει
να επισημάνουμε μία παραδοξότητα: την υπέρβαση οποιουδήποτε κανόνα της
Εκκλησίας σχετικά με την είσοδο του αγίου Ελευθερίου και την εξέλιξή του στους
βαθμούς της ιερωσύνης. Τι θέλουμε να πούμε; Ο άγιος Ελευθέριος κλήθηκε από την
Εκκλησία να γίνει διάκονος σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών. Τρία χρόνια
αργότερα, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, και σε ηλικία
μόλις είκοσι ετών, προήχθη σε επίσκοπο. Όταν κανείς γνωρίζει ότι οι ηλικίες που
διαμορφώθηκαν, τα μετέπειτα βεβαίως χρόνια, για τους βαθμούς της ιερωσύνης
είναι κατά πολύ μεγαλύτερες – η Εκκλησία μας καθόρισε ότι στα εικοσιπέντε του
χρόνια κάποιος μπορεί να γίνει διάκονος για παράδειγμα – κοντοστέκεται, γιατί
βλέπει ότι ενώπιον του αγίου Ελευθερίου η ίδια η Εκκλησία κινήθηκε με έναν
εντελώς ελεύθερο τρόπο, δηλαδή με τον χαρισματικό τρόπο που καθορίζει το Πνεύμα
του Θεού, που «πνει όπου θέλει», ανεξάρτητα από οποιαδήποτε δέσμευση
ηλικίας και φύσεως. Και το γεγονός τούτο συγκινεί ιδιαίτερα, διότι φανερώνει
ότι η Εκκλησία μας δεν δεσμεύεται από κανέναν νόμο κανονιστικό, όταν βλέπει την
παρουσία του αγίου Πνεύματος. Για την Εκκλησία μας η σημαντικότερη κανονιστική
αρχή είναι αυτή που εξήγγειλε ο ίδιος ο αρχηγός Της: «το Σάββατον διά τον
άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον».
Γιατί όμως; Τι ήταν εκείνο που έκανε την Εκκλησία την
εποχή εκείνη, να θέσει «επί την λυχνίαν επισκοπής» ένα νεαρό παλληκάρι,
έφηβο ακόμη; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη και υπονοήθηκε και προηγουμένως: η
πνευματεμφορία του αγίου Ελευθερίου. Ο άγιος Ελευθέριος, όπως σημειώνουν
μάλιστα και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, «εκ θείου Πνεύματος λαβών της σοφίας
τον πλούτον, μιμητής ανεδείχθη των Αποστόλων». Η αγιασμένη του ζωή, με άλλα
λόγια, το γεγονός ότι εκ βρέφους αποδείχθηκε «καθαρά μυροθήκη του Πνεύματος»
υπήρξε η προϋπόθεση, προκειμένου να λάβει «την προσθήκην του Πνεύματος»
διά της ιερωσύνης, την οποία κατέστεψε και με το στεφάνι του μαρτυρίου.
Πώς φανερωνόταν η παρουσία του Πνεύματος του Θεού στη ζωή
του; Μα, πρώτα από όλα, με εκείνο που ο ίδιος ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει
ως καρπό του Πνεύματος: τις αρετές. «Ο γαρ καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη,
χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, αγαθωσύνη, χρηστότης, πίστις, πραότης, εγκράτεια».
Ο άγιος Ελευθέριος ήταν πλήρης αρετών. «Των αρετών το τερπνόν καταγώγιον»
τον ονομάζει ο υμνογράφος της Εκκλησίας. Κι έπειτα, με τα πάμπολλα θαύματα τα
οποία επιτελούσε και εξακολουθεί βεβαίως να επιτελεί. Θαύματα που αποδεικνύουν
την παρρησία την οποία είχε και έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού μας, ο Οποίος
ήθελε και θέλει να προσφέρει τη χάρη Του μέσω του ταπεινού αγίου Του. Κι εκεί
που κατεξοχήν θεωρείται μέχρι σήμερα ο προστάτης και ο ευεργέτης είναι στις
επίτοκες γυναίκες, τις εγκύους, οι οποίες πάντοτε τον επικαλούνταν, προκειμένου
να φτάσουν να «ελευθερωθούν» με τον καλύτερο τρόπο. Την παραπάνω αλήθεια
επισημαίνει και ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας: «Φροντίζοντας, πάτερ, τις
επίτοκες γυναίκες, δίνεις ελευθερία σ’ αυτές, που έρχονται προσκυνήτριες στον
Ναό σου. Και έκανες καλοτάξιδους πάλι εκείνους που σε παρακάλεσαν θερμά, όπως
και στους ασθενείς δίνεις την υγεία, λάμποντας έτσι με τα θαύματα».
Πώς έφτασε σ’ αυτό το σημείο αγιασμού ο άγιος Ελευθέριος,
με αποτέλεσμα να χαριτωθεί τόσο πολύ από τον Θεό; Βεβαίως, με τη νόμιμη άσκησή
του. Από μικρός, «εκ νεότητος» «ως ο Σαμουήλ», κατενόησε ότι εκείνο που
εμποδίζει την παρουσία του Θεού στη ζωή του ανθρώπου είναι τα πάθη του. Γι’
αυτό και αποδύθηκε σε ασκητικούς αγώνες εξαλείψεως των παθών αυτών, καλύτερα:
μεταστροφής τους σε ένθεα πάθη, δηλαδή, σε αγάπη του Θεού και σε αγάπη του
ανθρώπου. Στον αγώνα αυτόν είχε συνεργό βεβαίως τον ίδιο τον Κύριο, αφού χωρίς Αυτόν
«ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν», αλλά και ο ίδιος προσανατόλισε ολοκληρωτικά
τον νου και την καρδιά του σ’ Εκείνον, έχοντας μάθει από την Παράδοση της Εκκλησίας ότι
μόνον όποιος έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της ύπαρξής του στον Θεό μπορεί
και πράγματι να βρει τον Θεό και να Τον κάνει κάτοικο της ψυχής και του σώματός
Του. Κατά τον υμνογράφο του, ο άγιος «προσήλωσε ολοκληρωτικά τον νου του στο
ωραιότατο κάλλος του θείου εραστή, του Χριστού, και πληγώθηκε από τον γλυκό του
έρωτα». Πράγματι: η ταλάντευση μεταξύ του Θεού και του κόσμου, η «διψυχία»
που λέει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, συνιστά ακαταστασία, που το μόνο που
φέρνει στην ψυχή του ανθρώπου είναι η ταραχή. Ο ίδιος ο Κύριος το απεκάλυψε: «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο άγιος Ελευθέριος λοιπόν δεν «έπαιζε» με την πίστη
του: αγάπησε με πάθος τον Κύριο, προσκολλήθηκε σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και δέχτηκε τόσο πλούσια τη δύναμή Του, δύναμη
τέτοια ώστε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να υπερβεί τα ανθρώπινα πάθη του.
«Προσκολλήθηκες στον Θεό με καθαρότατο νου, ήδη από τη νεότητά σου, και
απομάκρυνες την ψυχήν σου από το σαρκικό αμαρτωλό φρόνημα, οπότε και απέκτησες
πλούσια την άφθονη χάρη των θαυμάτων».
Δεν μπορούμε βεβαίως να μην επισημάνουμε και τη βοήθεια που του παρέσχε ο
πνευματικός του πατέρας, ο άγιος Ανίκητος, πάπας Ρώμης. Αν, είπαμε, έμαθε από
την Παράδοση της Εκκλησίας ότι σκοπός της ζωής είναι να αποκτήσει το Πνεύμα του
Θεού και ότι αυτό επιτυγχάνεται με την άσκηση κατά των παθών, το έμαθε, γιατί
ακριβώς καθοδηγήθηκε σωστά. Πέραν της βοήθειας σ’ αυτό από την ίδια τη μητέρα
του – μαθήτρια του αποστόλου Παύλου – ο άγιος Ανίκητος ήταν εκείνος που τον
μύησε στην πνευματική αυτή Παράδοση. Ο ίδιος υπήρξε φορέας αυτής, γι’ αυτό και είχε τη δυνατότητα να την μεταγγίσει στο νεαρό
βλαστάρι της πίστεως, τον άγιο Ελευθέριο. Έτσι ο άγιός μας ευλογήθηκε από τον
Θεό να μάθει την Παράδοση όχι από βιβλία και διαλέξεις, αλλά από ζωντανή πηγή,
από τη συναναστροφή του με αγίους. Κατά τον συναξαριστή του, όπως είδαμε:
«Οδηγήθηκε από τη μητέρα του στον επίσκοπο Ανίκητο ο άγιος και έμαθε από αυτόν
τα ιερά γράμματα, ενώ τον ενέταξε και στο τάγμα των κληρικών».
Ο άγιος Ελευθέριος προσανατολίζει και εμάς σήμερα στην ίδια με αυτόν ζωή, ζωή στην πραγματικότητα του Χριστού και των αγίων Αποστόλων. Και μας καλεί, δεόμενος υπέρ ημών, σε απελευθέρωση από τα πάθη μας. Όπως το θέτει και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυς Ελευθέριε, ελευθέρωσέ με τώρα, με τις ευφρόσυνες ικεσίες σου στον Κύριο, εμένα που είμαι δουλωμένος στη μαυρίλα των παθών». Είθε με τις πρεσβείες του αγίου να φτάσουμε κι εμείς σ’ αυτήν την απελευθέρωση, που μας καταξιώνει ως ανθρώπους και μας ανοίγει τη Βασιλεία του Θεού ήδη από τη ζωή αυτή.