31 Ιανουαρίου 2024

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

 


Εόρτιο μήνυμα της Ιεράς Συνόδου προς τους μαθητές και τις μαθήτριες εν όψει της εορτής των Τριών Ιεραρχών
(29/1/2024)

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επ’ ευκαιρία του εορτασμού της μνήμης των Τριών Ιεραρχών (Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου), Προστατών των Ελληνικών Γραμμάτων και της Παιδείας, απευθύνει και εφέτος Εόρτιο Μήνυμα προς τους μαθητές και τις μαθήτριες των Σχολείων της Πατρίδος μας, το οποίο, με φροντίδα των κατά τόπους Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, θα κοινοποιηθεί προς αυτούς με κάθε πρόσφορο μέσο και τρόπο.
Το περιεχόμενο του μηνύματος είναι το εξής:

Αγαπητά μας παιδιά,
Είναι κοινώς παραδεκτό ότι ζούμε σε μια κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζει ποικιλόμορφα προβλήματα και δύσκολες καταστάσεις. Γι’ αυτό έχουμε ανάγκη από πρότυπα και φωτεινά παραδείγματα, τα οποία θα είναι για όλους εμάς πολύτιμος επιστηριγμός.
Τέτοια ζωντανά παραδείγματα είναι και οι Τρεις Ιεράρχες, φωστήρες υπέρλαμπροι του σύμπαντος κόσμου. Ο Μέγας Βασίλειος, άνδρας ενάρετος και ευλαβής, του οποίου η φωνή, όπως ακούμε στον Επιτάφιο Λόγο που εκφωνήθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, ακουγόταν σαν βροντή, διότι ο βίος του έλαμπε σαν αστραπή. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, κοσμημένος με σπάνιες αρετές και τρισόλβιος διδάσκαλος, ο οποίος επαξίως ονομάστηκε θεολόγος. Και τέλος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος με τους εμπνευσμένους λόγους του και τη ρητορική του ευφράδεια, υπερέβαλε τους ρήτορες όλων των εποχών.
Οι Τρεις Καππαδόκες Πατέρες, ιερουργοί των θείων Μυστηρίων, διαλάμπουν στο στερέωμα της οικουμένης, εκπέμποντας φως και θεϊκή λάμψη. Ο καθένας από αυτούς συνέβαλε τα μέγιστα στην προώθηση της γνώσεως και της σοφίας, αλλά και στην καλλιέργεια της θεολογικής σκέψεως, και γι’ αυτόν τον λόγο τιμώνται ως προστάτες των ελληνικών γραμμάτων, αλλά και ως εμπνευστές τόσο για τους μαθητές, όσο και για τους ευσεβείς επιστήμονες και τους υπεύθυνους πνευματικούς διδασκάλους.
Ωστόσο, όλος αυτός ο θαυμασμός, στα βυζαντινά χρόνια και συγκεκριμένα τον ενδέκατο αιώνα επί Αλεξίου Κομνηνού, μετετράπη σε φιλονικία μεταξύ των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών. Μια έριδα ως προς την αξία ενός εκάστου εξ αυτών. Έτσι, τα πλήθη των Χριστιανών χωρίστηκαν σε τρεις παρατάξεις. Άλλοι ονομάζονταν Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και άλλοι Γρηγορίτες. Οι πρώτοι θεωρούσαν τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο απαράμιλλο και μοναδικό ερμηνευτή των Θείων Γραφών. Οι δεύτεροι προέβαλαν την κοινωνική και φιλανθρωπική δράση του Μεγάλου Βασιλείου, θεωρώντας την περίφημη Βασιλειάδα έργο μοναδικής αξίας, αφού μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν ξενώνες, νοσοκομεία και γηροκομείο, όπου θεραπεύονταν οι ανάγκες των ενδεών αδελφών. Αλλά και η τρίτη ομάδα, έχοντας ισχυρά επιχειρήματα, τόνιζε τη συγγραφική δεινότητα του Γρηγορίου, αλλά και την ποιμαντική δράση και φροντίδα που επέδειξε για την προστασία του ποιμνίου του από τους αιρετικούς.
Η όλη αντιπαλότητα θα λήξει με την εμπνευσμένη ιδέα του Ιωάννου Ευχαΐτων. Ο σοφός επίσκοπος σκέφθηκε, μετά από θείο φωτισμό, να συντάξει Ιερά Ακολουθία και να συνεορτάζονται την ίδια μέρα οι «τρεις μέγιστοι φωστήρες της τρισηλίου Θεότητος».
Αυτός ο κοινός εορτασμός, την 30ή Ιανουαρίου, μάς δίδει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι και οι Τρεις Καππαδόκες Πατέρες αφουγκράζονταν τον παλμό της κοινωνίας και τις διαχρονικές ανάγκες του κοινωνικού ιστού. Έθεσαν ως κέντρο της διδασκαλίας τους τον άνθρωπο και προσπάθησαν μέσα από την προβολή της ενάρετης ζωής να επαναφέρουν το ανθρώπινο πλάσμα στην αρχική δόξα και παραδείσια κατάσταση.
Τόσο κατά τη διάρκεια του τετάρτου αιώνα, κατά τον οποίο έζησαν οι σήμερα τιμώμενοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όσο και στη σύγχρονη εποχή, το ανθρώπινο γένος βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει την απελπισία, τον πόνο και τη θλίψη. Επομένως, είναι διαχρονική η ανάγκη να αναζητήσουμε την ευτυχία και τη χαρά, και να ανακαλύψουμε το αληθινό νόημα της ζωής.
Αυτό το ουσιαστικό περιεχόμενο στη ζωή του ανθρώπου αναζητούν και οι τρεις διδάσκαλοι της οικουμένης, μιλώντας για επαναπροσδιορισμό της σχέσεώς μας με τον Θεό και για συνεχή αγώνα κατά της αδικίας, της ανισότητας, της περιφρόνησης της ανθρώπινης προσωπικότητας και της βίας. Η τελευταία, δυστυχώς, έχει κάνει έντονη την παρουσία της και στον χώρο του σχολείου, αφού πολύ συχνά γινόμαστε μάρτυρες βιαιοπραγίας μεταξύ των μαθητών, αλλά και γενικότερα ακραίων συμπεριφορών.
Και στον ευρύτερο χώρο της κοινωνίας μας δεν ελλείπουν φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Πώς όμως φτάσαμε σε αυτό το θλιβερό φαινόμενο; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίδει ένας εκ των σήμερα εορταζομένων Αγίων. Ο Οικουμενικός Διδάσκαλος της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, άριστος ψυχογράφος του ανθρώπου και ερμηνευτής όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής, διατείνεται ότι η αιτία των προβλημάτων της κοινωνίας και της επικράτησης της βίας είναι η διεφθαρμένη προαίρεση του ανθρώπου και η κακή χρήση της ελευθερίας.
Η ελευθερία ήταν όντως ένα ύψιστο δώρο του Θεού προς τους πρωτοπλάστους, την οποία δυστυχώς δεν διαχειρίσθηκαν σωστά, με αποτέλεσμα να έχουμε την πτώση και την εισβολή των παθών[3]. Ως εκ τούτου, ο χρυσορρήμων Πατέρας υποστηρίζει ότι αιτία του κακού δεν είναι ο Θεός, αλλά η κακή χρήση του αυτεξουσίου από τον άνθρωπο. Η απλοϊκή διήγηση του βιβλίου της Γενέσεως, η οποία περιφρονείται από πολλούς, εμπεριέχει αυτές τις ουσιαστικές αλήθειες, τις οποίες φωτίζει έτι περαιτέρω αυτός που εδέχθη τη θεία χάρη από τους ουρανούς και που με τα χείλη του διδάσκει όλους τους ανθρώπους.
Ο άνθρωπος, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε αρμονική σχέση με τον δημιουργό Του και τα άλογα πλάσματα και κατοικούσε στον Παράδεισο, απομακρύνεται από τον Πλάστη του. Ο Θεός αδιαμφισβήτητα δεν παύει ν’ αγαπά τον άνθρωπο, αλλά αναμένει την επιστροφή του πλάσματός Του στην πατρική αγκάλη.
Αυτή η θεϊκή αγάπη αποκαλύπτεται περίτρανα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και αυτό το πρόσωπο προβάλλουν οι Τρεις Ιεράρχες ως τη μοναδική λύση σε όλα τα προβλήματα του ανθρώπου και ιδιαιτέρως στο πρόβλημα της βίας. Πιστεύουν ακράδαντα ότι μόνο με τη βοήθεια του Χριστού θα αποκτήσουμε την ειρήνη και πλέον η βία δεν θα έχει θέση στις καρδιές μας, αφού θα βλέπουμε όλους τους ανθρώπους ως αδελφούς μας.
Αγαπητά μας παιδιά, σας ευχόμαστε καλή πρόοδο και σας καλούμε να αφουγκραστείτε το μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, ξεδιψώντας με τα σωτήρια νάματα της διδασκαλίας τους και αποκτώντας όχι μόνο τη σοφία των γραμμάτων, αλλά κυρίως την ειρήνη του Χριστού και τη γαλήνη στις καρδιές σας.

Εκ της Ιε­ράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ

«Οι άγιοι μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης ζούσαν επί Διοκλητιανού του βασιλιά. Ο μεν Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ο δε Ιωάννης από την Έδεσσα. Λόγω του επικρατούντος τότε λοιπόν διωγμού, ο οποίος κατέστρεφε τους χριστιανούς, ο Κύρος προχώρησε προς την Αραβία, σε έναν παραθαλάσσιο τόπο, έγινε μοναχός και κατοίκησε εκεί. Ο δε Ιωάννης που έφθασε στα Ιεροσόλυμα, άκουσε για τις θαυματουργίες του αγίου Κύρου (διότι θεράπευε κάθε νόσο και αρρώστια), πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί, από ό,τι φημολογείτο για τον άγιο ως προς τον τόπο διαμονής του, έφθασε εκεί που έμενε και έζησε μαζί του. Όταν συνελήφθη κάποια γυναίκα, που λεγόταν Αθανασία, μαζί με τις τρεις θυγατέρες της, την Θεοδότη, την Θεοκτίστη και την Ευδοξία, για την πίστη τους στον Χριστό, και επρόκειτο να παρασταθούν στο δικαστικό βήμα, φοβήθηκαν οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης μήπως πάθουν κάτι που είναι φυσικό να συμβαίνει και μάλιστα στις γυναίκες, δηλαδή να  τρομάξουν από το μέγεθος των μαρτυρικών βασάνων, γι’ αυτό και πήγαν εκεί που τις κρατούσαν, τις έδιναν θάρρος και τις προετοίμαζαν για τα μαρτύρια. Επειδή συνελήφθησαν και αυτοί όμως και ομολόγησαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ότι είναι αληθινός Θεός, υποβλήθηκαν σε πολλές τιμωρίες, οπότε στο τέλος τούς έκοψαν τα κεφάλια, μαζί με τις γυναίκες που αναφέραμε. Τελείται δε η σύναξή τους στο Μαρτύριό τους, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης ανήκουν στη μεγάλη χορεία των αναργύρων αγίων, όπως οι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφων. Η υμνολογία τους μάλιστα τους χαρακτηρίζει και ως «εξάρχους των Αναργύρων», πλην των άλλων εγκωμιασμών τους. Είναι ευνόητο δε να επικεντρώνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό στη θαυματουργία των αγίων και στη χάρη που πηγάζει από τα τίμια λείψανά τους, χάρη που ιάται «άπαντα ημών τα πάθη» και όλους «τους εν ποικίλαις νόσοις υπάρχοντας», είτε σωματικά είτε και ψυχικά, διότι ακριβώς «θείοι ιατροί υπάρχουσιν». Ιατροί λοιπόν των ψυχών και των σωμάτων και αυτοί οι ανάργυροι άγιοι. Ενώ όμως οι ύμνοι αναφέρονται στην θεραπευτική εκ Θεού χάρη των αγίων για τον όλο άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του, τονίζουν ιδιαιτέρως την ιατρεία που παρέχουν ως προς τα ψυχικά πάθη των ανθρώπων, καλύτερα: ο υμνογράφος στρέφει εκεί περισσότερο την προσοχή μας. «Συντρίψατε τις αμαρτωλές εκτροπές του νου μου που με τυραννούν, και γιατρέψτε τα πάθη της ψυχής μου»∙ «Ανέτειλε για εμάς σήμερα η δυάδα των μαρτύρων, που θεραπεύει τα ψυχικά τραύματά μας, ο Κύρος και ο Ιωάννης, οι θαυματουργοί».

Δεν πρόκειται ασφαλώς περί υποβάθμισης της σημασίας των σωματικών πόνων και ασθενειών: το σώμα μας είναι και αυτό δημιούργημα του Θεού, αξιότιμο και ισοστάσιο με την ψυχή μας, γι’ αυτό και ο Κύριος θεράπευε και τις σωματικές αρρώστιες των ανθρώπων. Ο άγιος υμνογράφος όμως θέλει να τονίσει την προτεραιότητα της ψυχής, διότι όταν πάσχει η ψυχή, το αντίκτυπο είναι αιώνιο, κάτι που δεν συμβαίνει με τις σωματικές αρρώστιες, οι οποίες μάλιστα πολλές φορές γίνονται μέσον αγιασμού των ανθρώπων με την υπομονή που μπορεί αυτοί να επιδείξουν. «Καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου» (θα καυχηθώ για τις ασθένειές μου) όπως λέει και ο απόστολος, διότι «όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι», αφού ο ίδιος ο Κύριος βεβαιώνει: «η δύναμίς μου εν ασθενείαις τελειούται» (η δύναμή μου φθάνει στην τελείωσή της μέσα από τις αρρώστιες). Και βλέπουμε μάλιστα ότι ο υμνογράφος θεωρεί ως αρρώστια, ως «τυραννία» κυριολεκτικά της ψυχής, «τις εκτροπές του νοός». Γιατί άραγε; Διότι ο νους του ανθρώπου, ο ηγεμόνας της ψυχής, θα έπρεπε πάντοτε να είναι στραμμένος προς τον Θεό, με όλη την αγάπη και την έντασή του. Η εντολή του Θεού είναι σαφής: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Με το σκεπτικό βεβαίως ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Ό,τι πιο φυσιολογικό λοιπόν είναι να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο ο ηγεμόνας νους, ώστε και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής: τα συναισθήματα και οι επιθυμίες, να τον ακολουθούν, κάνοντας βεβαίως και το σώμα να βρίσκεται σε υπακοή προς την αγάπη του Θεού.  Λόγω της πτώσεως όμως στην αμαρτία και της επιρροής του αρχεκάκου εχθρού διαβόλου, ο νους γοητεύεται από τον κόσμο και τις προκλήσεις του μέσω των αισθήσεων του σώματος, οπότε από τη φυσιολογική πορεία του προς τον Θεό οδηγείται στην ανώμαλη πορεία του προς τον κόσμο, με αποτέλεσμα να τυραννείται από τις εκτροπές των παθών και ο άνθρωπος ψυχοσωματικά να διαστρέφεται.

 Η κατεξοχήν ιατρεία λοιπόν που παρέχουν οι άγιοι, εν προκειμένω οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης, είναι σε αυτό το επίπεδο˙ να βοηθήσουν με τη χάρη του Θεού ο νους μας να σταθεροποιηθεί στην κανονική του πορεία: την αγάπη προς τον Θεό, η οποία βεβαίως εκφράζεται ως αγάπη προς τον συνάνθρωπο.  Τη φυσιολογία αυτή την έζησαν πρώτα από όλα στον εαυτό τους οι άγιοι, γι’ αυτό και χαριτώθηκαν από τον Θεό να την δωρίζουν και σε εμάς, όπως άλλωστε έκαναν και με τις συναθλήσασες με αυτούς άγιες Αθανασία με τις κόρες της. «Εσένα, Σωτήρα Κύριε, η δυάδα των μαρτύρων πόθησε». «Καταγοητεύθηκαν από τον έρωτα της αγίας Τριάδος ο Κύρος και ο Ιωάννης, και αφού πήραν τεράστια δύναμη  από αυτήν οι μάρτυρες, με την πιο ανώτερη και καλύτερη ένωση που υπάρχει, αναδείχτηκαν όργανα του Θεού». Και από την άλλη: «Καθοδήγησαν τις παρθένους με τη μητέρα τους βεβαίως, ο Ιωάννης και ο Κύρος, με άφοβο φρόνημα, και τις έκαναν να είναι ανδρείες».

 Είναι γνωστό για την Εκκλησία μας: όσο ο άνθρωπος είναι στραμμένος προς τον Θεό και Αυτόν έχει ως προτεραιότητα της ζωής του, όσο δηλαδή βρίσκεται στη φυσιολογική του κατάσταση, τόσο και υπερβαίνει όλα τα προβλήματα της ζωής αυτής, ιδίως μάλιστα τα ψυχολογικά λεγόμενα, τα οποία ταλαιπωρούν πλήθος συνανθρώπων μας και τους κάνουν τη ζωή «κόλαση» που λέμε. Οι άγιοι ανάργυροι δίνουν σήμερα με τη μνήμη τους και την πρόκληση αυτή: να θυμηθούμε ότι η ιατρεία του ανθρώπου είναι πρώτιστα ιατρεία ψυχής, και μάλιστα ρύθμισης του νου.

30 Ιανουαρίου 2024

ΠΟΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΜΑΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ;

«Τίς ἀμοιβή; Τίς ἀνταπόδοσις πρέπουσα τοῖς ἡμετέροις, ἄνθρωποι, προσενεχθήσεται παρ’ ἡμῶν εὐεργέταις; Δι’ ὧν πρός τό εὖ εἶναι χειραγωγούμεθα» (ωδή α΄ τριών ιεραρχών).

(Άνθρωποι, ποια αμοιβή ή ποια ανταπόδοση που τους πρέπει θα προσφερθεῖ από εμάς στους ευεργέτες μας (τρεις ιεράρχες); Διότι αυτοί κρατώντας μας το χέρι μάς οδηγούν στη μακάρια και ευλογημένη ζωή).

Ο άγιος μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας Ιωάννης επίσκοπος Ευχαΐτων, μπροστά στα γιγαντιαία αναστήματα των τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, (των οποίων το πνευματικό ύψος και την κοινή χάρη και δόξα που απολαμβάνουν ευλογήθηκε χαρισματικά να γνωρίσει – είναι αυτός που του φανερώθηκε, όταν είχαν διχαστεί οι χριστιανοί του 11ου αι. για το ποιος από τους τρεις είναι μεγαλύτερος και σπουδαιότερος, ότι και οι τρεις είναι το ίδιο και χαρά του καθενός είναι να τιμώνται οι άλλοι),  νιώθει την ανάγκη να απευθυνθεῖ σε κάθε άνθρωπο όπου γης και χρόνου, προκειμένου να μας παρακινήσει στην αρμόζουσα ευχαριστία απέναντί τους. Κι αυτό διότι οι τρεις αυτοί μεγάλοι Πατέρες και Οικουμενικοί Διδάσκαλοι είναι ευεργέτες μας, καθώς σημειώνει, αφού μας διδάσκουν και μας καθοδηγούν σε μία ζωή που ο μόνος χαρακτηρισμός είναι ευλογημένη και μακαρία ζωή. Μας πιάνουν από το χέρι εμάς τους αρχάριους και σκοτισμένους για να μας πάνε προς το ευ είναι.

Το ευ είναι προϋποθέτει το είναι, αλλά και το αντίθετό του, το φευ είναι – μία ορολογία που χρησιμοποίησαν προγενέστεροι από τον άγιο υμνογράφο Πατέρες της Εκκλησίας, σαν τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή για παράδειγμα και όχι μόνο. Και τι σημαίνουν οι όροι; Όπως ο καθένας μπορεί να κατανοήσει: το είναι αποτελεί τη ζωή που μας έδωσε ως δωρεά ο Δημιουργός Θεός μας, ο Οποίος είναι η πηγή της, η πηγή του είναι και κάθε είναι. «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν» ακούγεται ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου, κάτι που συνεχίζεται και αποκορυφώνεται με τον ερχομό του σαρκωθέντος Θεού μας εν προσώπω Ιησού Χριστού. «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσιν (οἱ ἄνθρωποι) καί περισσόν ἔχωσιν» - μας φέρνει ο Κύριος την περίσσια της ζωής. Τίποτε δεν υφίσταται, ορατό και αόρατο, μεγάλο ή μικρό και εντελώς μηδαμινό, έξω από την πανσθενή ενέργεια Εκείνου. «Πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε». Ο Τριαδικός Θεός μας είναι η υπόθεση του κόσμου και κάθε κόσμου – το πρόσωπο του Θεού Πατέρα βλέπει ο πιστός που έχει έστω και λίγο ανοικτούς τους πνευματικούς οφθαλμούς του σε όλη τη δημιουργία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο απόστολος Παύλος το πρώτο που θέλησε να πει στους Αθηναίους ακροατές του, όταν βρέθηκε στη γη τους, με τις έντονες φιλοσοφικές αναζητήσεις τους ήταν ακριβώς αυτό: «Αὐτός (ὁ Θεός ἐστιν) ὁ διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». «Ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν».

Το είναι λοιπόν συνιστά τη δωρεά του Θεού για κάθε ον που υπάρχει στον κόσμο, κατεξοχήν όμως για τον άνθρωπο τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργημένο. Και για τον άνθρωπο αυτόν υπάρχει η διπλή δυνατότητα: ή να ακολουθήσει την προτροπή του Δημιουργού του να ζει μαζί με Εκείνον που είναι ο Πατέρας του και τον αγαπά, τηρώντας τις άγιες εντολές Του, ώστε να φθάσει στο απώγειο της ύπαρξής του: να γίνει ένα με τον Δημιουργό, ή να Τον διαγράψει μέσα στο πλαίσιο της ελευθερίας που του χάρισε, γευόμενος όμως ό,τι του είχε επισημάνει: την έκπτωσή του στη φθορά και τον θάνατο, την εξορία του στην κατάσταση της θλίψης, των οδυρμών και της κόλασης. Η πρώτη επιλογή είναι η φυσιολογική πορεία του και χαρακτηρίζεται ως ευ είναι∙ η δεύτερη είναι η παρά φύσιν πορεία που χαρακτηρίζεται ως φευ είναι.

 Κι έκτοτε αυτή πράγματι είναι η πορεία του κάθε ανθρώπου: ανάλογα με το πού θα κλίνει η θέλησή του, ανάλογα δηλαδή με τον «έρωτα» που θα κυριαρχήσει στη ζωή του, είτε προς το θέλημα του Θεού είτε προς το αμαρτωλό θέλημα το δικό του, η ζωή του θα είναι είτε ευλογημένη είτε δυστυχισμένη. Είτε ευ είναι είτε φευ είναι. Κι έρχεται ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος για να μας θυμίσει σήμερα: οι τρεις μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Οικουμένης είναι οι ευεργέτες μας, διότι με τη ζωή τους πρώτα και με τον λόγο τους έπειτα μάς καθοδηγούν και μας φωτίζουν τη ζωή, ώστε να μην πλανηθούμε και βρεθούμε στη δυστυχία και την κόλαση του φευ! Μας χειραγωγούν δηλαδή δραστικά ώστε μπροστά μας να βλέπουμε έντονα ζωγραφισμένο το πρόσωπο του Χριστού, χωρίς αλλοιώσεις και σκιάσεις – μας φέρνουν πάνω στα χνάρια του Ίδιου για να νιώθουμε την ευεργετική δική Του παρουσία και χάρη. Διότι αυτό ήταν το έργο τους και το κήρυγμα και η βαθιά επιθυμία τους: πώς να προβάλουν «Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον καί ἀναστάντα». Οπότε είναι ευεργέτες μας, γιατί μας συνδέουν με τον Πρώτο και Μοναδικό και Απόλυτο Ευεργέτη του ανθρωπίνου γένους, τον Δημιουργό Θεό μας Ιησού Χριστό. Δέχτηκαν με άλλα λόγια την ευεργεσία Εκείνου οι τρεις αυτοί μεγάλοι Πατέρες μας, γι’ αυτό και ευεργετημένοι θέλουν να μοιράζονται την αγία εμπειρία τους και με κάθε άλλον συνάνθρωπό τους – κανείς δεν μπορεί να κρατήσει μόνο για τον εαυτό του τη δωρεά του Θεού ή αλλιώς, όπως έχει ειπωθεί, το δώρο του Θεού μόνον ως αντίδωρο μπορεί να διακρατηθεί και να κατανοηθεί. Η ευγνωμοσύνη μας απέναντί τους έτσι είναι δεδομένη και αιώνια.   

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ: ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΣΩΣΜΕΝΟΙ!

«Σήμερον τῷ οἴκῳ τούτῳ περιφανής σωτηρία˙ δύο γάρ καί τρεῖς συνηγμένους, Χριστός εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ τιμῶν, μέσος πάρεσι τούτων» (ωδή ς΄ α΄ κανόνα τριών Ιεραρχών).

(Σήμερα στον οίκο αυτό, στην κοινή δηλαδή εορτή των τριών ιεραρχών, κηρύσσεται ένδοξα η σωτηρία. Διότι ο Χριστός τιμώντας δύο και τρεις που είναι μαζεμένοι στο όνομά Του, βρίσκεται ανάμεσά τους).

Ο άγιος Ιωάννης των Ευχαΐτων, ο άγιος που ευλογήθηκε από τον Κύριο να δεχτεί την επέμβαση (11ος αι.), από κοινού και μεμονωμένα, των τριών ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, προκειμένου να διαλυθεί η δαιμονική ενέργεια της διαιρέσεως και της διασπάσεως των πιστών της εποχής του – διότι ο Πονηρός στο όνομα τάχα των τριών αυτών αγίων κατάφερε να τους χωρίσει σε τρεις ομάδες, τους Βασιλίτες, τους Γρηγορίτες και τους Ιωαννίτες: η κάθε ομάδα απολυτοποιούσε ως τάχα μεγαλύτερο τον «δικό» της άγιο – ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος λοιπόν δεν παύει να τονίζει στους ύμνους του και για τους τρεις Πατέρες αφενός το σπουδαίο θεολογικό έργο τους με το οποίο οχυρώθηκε η Εκκλησία απέναντι στους διαφόρους αιρετικούς, αφετέρου τη μεγάλη αγιότητά τους, η οποία κατεξοχήν φάνηκε και στην εποχή που ζούσαν αλλά και στην εποχή του ίδιου του αγίου υμνογράφου.

Και τι βεβαίωσε την αγιότητά τους αυτή κυρίως κατά τον ενδέκατο αιώνα, τον αιώνα που ζούσε όπως είπαμε ο άγιος Ευχαΐτων; Η ενότητά τους, όπως φανέρωσαν οι άγιοι με το όραμα στον άγιο Ιωάννη. Διότι τι του είπαν μέσα στο περιβάλλον το διχαστικό που ζούσε; Ότι και οι τρεις τους είναι ένα και η τιμή του καθενός αντανακλά στον άλλον – «Δεν υπάρχει δεύτερη θέση μεταξύ των τριών. Διότι ο καθένας  φέρει τα πρεσβεία» (ωδή θ΄). Κι αυτό γιατί αποτελούν μέλη του ίδιου Σώματος, του Σώματος του Χριστού. Μέσα στον Χριστό ευρισκόμενοι, και όσο ζούσαν, πολύ περισσότερο μετά την έξοδό τους από τη ζωή αυτή, πώς ήταν δυνατόν να θεωρούνται ξεχωριστά; Ο ίδιος ο Κύριος δεν είπε, και μάλιστα εκφράζοντας τον βαθύ πόθο Του και το σπουδαιότερο όραμά Του για την τραυματισμένη και διχασμένη ανθρωπότητα, ότι θέλει όλοι να είναι ένα; Κατά το πρότυπο μάλιστα της αγίας Τριάδος που η κάθε υπόστασή Της φέρει όλο το κοινό της μίας θεϊκής φύσεως και ουσίας, «μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν μονάδι». «Ίνα πάντες εν ώσιν, καθώ συ Πάτερ εν εμοί καγώ εν Σοι».

Κι είναι πολύ θλιβερή η αυτονόητη αναγωγή: απαρχής του χριστιανισμού παρουσιάζονταν τέτοια διχαστικά και διασπαστικά φαινόμενα, κι απ’ ό,τι φαίνεται θα συνεχίζουν να υφίστανται άχρι του τέλους των αιώνων μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου – το σχίσμα του Δυτικού χριστιανισμού και οι σημερινές σχισματικές τάσεις και μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη αυτή. Το μυαλό όλων μας πηγαίνει στον μερισμό που έζησε η Κόρινθος την εποχή των αγίων αποστόλων. Μας το λέει ο απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του: Χωρισμένοι οι Κορίνθιοι σε ομάδες, που η καθεμία απολυτοποιούσε είτε τον Παύλο είτε τον Πέτρο είτε τον Απολλώ. Κι ο απόστολος λειτούργησε ως «καταπέλτης»: Ο Χριστός κομματιάστηκε; Μήπως ο Παύλος ή ο Πέτρος σταυρώθηκαν για σας; Μήπως στο όνομα του Παύλου ή κάποιου άλλου βαπτιστήκατε; Για τον άγιο Παύλο δηλαδή ο μερισμός και διχασμός αυτός ήταν σχέδιο του Πονηρού που καλυμμένος κάτω από τον μανδύα του ονόματος κάποιου αποστόλου ήθελε να απομακρύνει τους πιστούς από τη ζωντανή σχέση τους με τον αρχηγό της πίστεως τον Ιησού Χριστό.

 Κι είναι μία πνευματική πραγματικότητα που πρέπει να γνωρίζουμε οι χριστιανοί: ο διάβολος δεν μας πολεμά τόσο με την ίδια την απροκάλυπτη κακία, όσο με την καμουφλαρισμένη μορφή της – τα λεγόμενα εκ δεξιών όπλα του Πονηρού. Οπότε ο αρχάριος χριστιανός, ο μη δοκιμασμένος και άπειρος εύκολα πέφτει στην παγίδα: νομίζει ότι αγωνίζεται για θέματα πίστεως λατρεύοντας τον Πονηρό! Η αξιωματική πνευματική αρχή είναι δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη: όπου υπάρχει διχασμός και διαίρεση εκεί υπάρχει το βασίλειο του Πονηρού˙ όπου υπάρχει η εν ταπεινώσει και αγάπη ενότητα εκεί υπάρχει το βασίλειο του Πνεύματος του Θεού. Η μόνη πολεμική και ο μόνος διχασμός που επιτρέπεται για τον χριστιανό είναι προς την αμαρτία. Διότι «η σαρξ επιθυμεί κατά του Πνεύματος και το Πνεύμα κατά της σαρκός». Εκεί όντως ο διχασμός είναι απαραίτητος που υπηρετεί την αληθινή ενότητα.

Οπότε, ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαΐτων, και με τον παραπάνω ύμνο του μεταξύ πολλών άλλων, αυτό ακριβώς διατρανώνει: στους αγίους τρεις Ιεράρχες ο μόνος που κυριαρχούσε ήταν ο ίδιος ο Κύριος. Κάθε σκέψη και λογισμός του καθενός, κάθε επιθυμία του, κάθε αίσθημά του ήταν προσανατολισμένα στον Κύριο. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί για να εκφράσει την αλήθεια αυτή δύο Καινοδιαθηκικά στοιχεία: πρώτον, τον λόγο του ίδιου του Κυρίου που αποκαλύπτει ότι «όπου είναι δύο ή τρεις μαζεμένοι στο όνομά μου εκεί είμαι ανάμεσά τους»˙ δεύτερον, τον λόγο πάλι του Ίδιου που αξιολογεί την πίστη του Ζακχαίου απέναντί Του όταν βρέθηκε στο σπίτι του και δέχτηκε τη μετάνοιά του: «σήμερα σωτηρία έγινε στο σπίτι αυτό».

Λοιπόν, η κοινή εορτή των τριών Ιεραρχών με τη θέληση του Κυρίου και των αγίων «παιανίζει» με τον πιο δυνατό τρόπο, πέραν άλλων, τα δύο αυτά: την εν πίστει και αγάπη ενότητα των πιστών και το τι σημαίνει τελικώς σωτηρία του ανθρώπου. Όπου δηλαδή δεν υπάρχει ενότητα εκεί δεν υφίσταται σχέση με τον Σωτήρα Χριστό, έστω κι αν υπάρχει η εν αμαρτίαις πρόφαση της επίκλησης σ’ Εκείνον ή στους αγίους Του!  

ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ: ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

«Η αιτία της σημερινής εορτής είναι αυτή: Επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού, ο οποίος πήρε τα σκήπτρα της βασιλείας μετά τον Βοτανειάτη, υπήρξε διαφωνία στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των λογίων και εναρέτων ανδρών:  Άλλοι εκθείαζαν τον μέγα Βασίλειο, λέγοντας ότι είναι μεγαλοπρεπής στον λόγο, αφού ερεύνησε με αυτόν  τη φύση των όντων και συναγωνιζόταν ως προς τις αρετές σχεδόν και τους αγγέλους, κι επίσης ότι δεν συγχωρούσε τις αμαρτίες των ανθρώπων με πρόχειρο τρόπο, κι ήταν σπουδαίος στο ήθος του, χωρίς να έχει κάτι το γήινο, από την άλλη δε υποβίβαζαν τον θείο Χρυσόστομο, διότι τάχα ήταν αντίθετος προς τον Βασίλειο λόγω της προχειρότητάς του να συγχωρεί εύκολα και να γίνεται ευχάριστος στους ανθρώπους. Άλλοι πάλι υπερύψωναν τον θεϊκό Χρυσόστομο και έλεγαν ότι προηγείται του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου του Θεολόγου, διότι στεκόταν πιο κοντά στον άνθρωπο με τις διδασκαλίες του, καθοδηγώντας και προσκαλώντας όλους με την πιο απλή γλώσσα του στη μετάνοια, όπως και με το πλήθος των γλυκών σαν μέλι λόγων του και την ερμηνευτική του δεινότητα. Άλλοι τέλος έπαιρναν το μέρος του Θεολόγου Γρηγορίου, λόγω της κομψότητας και της φροντισμένης φράσης του, της διεισδυτικότητας των λόγων του και της ζωντάνιας των λέξεων, ο οποίος υπερέβαινε όλους τους φημισμένους για την ελληνική παιδεία τους, αλλά και τους δικούς μας της Εκκλησίας, και έδιναν σ’ αυτόν την ψήφο της νίκης και βεβαίως τον έθεταν υπεράνω των άλλων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να διαιρεθούν τα πλήθη και άλλοι να ονομάζονται Ιωαννίτες, άλλοι Βασιλείτες και οι υπόλοιποι Γρηγορίτες.

Επειδή λοιπόν διαφωνούσαν έντονα και ήταν χωρισμένοι οι λόγιοι, λίγα χρόνια αργότερα φανερώνονται σε όραμα οι μέγιστοι αυτοί Πατέρες, ο καθένας χωριστά κι έπειτα όλοι μαζί, όχι σε όνειρο αλλά όταν ήταν ξύπνιος,  στον Επίσκοπο Ιωάννη τον μεγάλο, τον δάσκαλο των ιερών γραμμάτων της πόλεως των Ευχαΐτων, άνδρα λόγιο μεν κατά τα άλλα, με παιδεία ελληνική όχι ευκαταφρόνητη (όπως δείχνουν τα κείμενά του), ενάρετο δε σε μέγιστο βαθμό. Και με μια γλώσσα λένε προς αυτόν: Εμείς είμαστε ένα, όπως βλέπεις, ενώπιον του Θεού, και δεν υπάρχει τίποτε ενάντιο και εχθρικό μεταξύ μας, αλλά ο καθένας μας στον δικό του καιρό, με φωτισμό του θείου Πνεύματος, συγγράψαμε τις διδασκαλίες που οδηγούν στη σωτηρία των ανθρώπων, και τους δώσαμε όσα είχαμε μυηθεί από τον Θεό. Πρώτος μεταξύ μας δεν υπάρχει, γι’ αυτό βεβαίως και ούτε δεύτερος. Αλλά αν θα πεις για τον ένα, είναι σαν να λες και για τους άλλους. Γι’ αυτό σήκω και διάταξε αυτούς που μαλώνουν να μη χωρίζονται εξ αιτίας μας. Διότι η έγνοια και η φροντίδα μας, και όσο ζούσαμε και τώρα στη μετάστασή μας στους ουρανούς, ήταν και είναι  να ειρηνεύουν οι πάντες και να είναι μονοιασμένοι μεταξύ τους. Κι ακόμη: σε μία ημέρα βάλε τη μνήμη μας και, όπως εσύ ξέρεις, φτιάξε τα σχετικά με την εορτή μας και κάνε το τούτο παράδοση για τους μεταγενεστέρους, διότι εμείς είμαστε ένα στον Θεό. Οπωσδήποτε δε και εμείς θα βοηθήσουμε στη σωτηρία αυτών  που θα εκτελούν τη μνήμη μας, αφού νομίζουμε ότι έχουμε κάποια δύναμη μπροστά στον Θεό. Αυτά είπαν και φάνηκαν πάλι να ανεβαίνουν προς τον ουρανό, μέσα σε άπειρο φως λάμψης, προσφωνώντας ο ένας τον άλλον με τα ονόματά τους.

Ο δε θεϊκός εκείνος άνδρας σηκώθηκε, ο Ιωάννης Ευχαΐτων δηλαδή, και έκανε όπως τον προέτρεψαν οι άγιοι: και το πλήθος και τους διαφωνούντες ησύχασε (διότι ο άνδρας θεωρείτο φημισμένος για την αρετή του), και την εορτή αυτή παρέδωσε στην Εκκλησία, ώστε να την εορτάζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και πρόσεξε το φρόνημα του άνδρα: Επειδή βρήκε τον μήνα Ιανουάριο να έχει και τους τρεις αυτούς, δηλαδή κατά την πρώτη του μηνός, τον μέγα Βασίλειο, κατά την εικοστή Πέμπτη, τον θείο Γρηγόριο, και κατά την εικοστή έβδομη, τον θείο Χρυσόστομο, τους μάζεψε πάλι κατά την τριακοστή, στέφοντάς τους με κανόνες και τροπάρια και εγκώμια, όπως τους αρμόζει. Κι όλα αυτά -  που έγιναν, όπως νομίζω, και με τη σύμφωνη γνώμη τους - δεν υπολείπονται διόλου από τίποτε που  είναι άξιο επαίνου, ώστε να ξεπερνούν και όλα όσα από εκείνον και έγιναν και θα γίνουν».

Ο άγιος Ιωάννης ο Ευχαῒτων είναι όχι μόνον αυτός που δέχτηκε την κατά χάρη Θεού εμφάνιση των αγίων τριών Ιεραρχών, ώστε να επιλυθεί η διαφωνία των λογίων της Κωνσταντινουπόλεως περί του ποιος είναι ο μεγαλύτερος από τους τρεις, αλλά και αυτός που εμπνεύστηκε να γράψει «κανόνες και τροπάρια και εγκώμια» κατά το συναξάρι. Και πράγματι, η σημερινή υμνολογία αποτελεί εν πρώτοις έναν εγκωμιασμό από τον άγιο Ευχαΐτων του πνευματικού ύψους και των τριών Ιεραρχών, οι οποίοι υπήρξαν μεταξύ άλλων «άλλοι άγγελοι μετά σαρκός», «κατά μέθεξιν θεοί, διότι είχαν μέσα τους ζωντανό και λαλούντα τον από τη φύση Του μόνο αληθινό Θεό», «οι διορθωτές των ηθών και οι φροντιστές των ψυχών, οι κοινοί σωτήρες όλων, αυτοί που έδειξαν σε εμάς τα παραδείγματα των πράξεων και των λόγων, οι εκπαιδευτές του βίου μας, όπως και «οι μεγάλοι φωστήρες, οι αρραγείς πύργοι της Εκκλησίας», «οι λαβόντες σοφίαν παρά Θεού, ως άλλοι τρεις απόστολοι του Χριστού». Δεν υπάρχει εγκώμιο που δεν χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος, για να αποδώσει πρώτον, αυτό που οραματικά και θεοπτικά έζησε: την παρουσία των αγίων στη ζωή του, δεύτερον, την τεράστια θεολογική συμβολή τους στη ζωή της Εκκλησίας.

Κι ως προς το πρώτο. Η υπέρ φύσιν εμπειρία του να δει οραματικά τους αγίους προβάλλεται δεόντως από τον άγιο. Προκειμένου μάλιστα να προβάλει την ισότητά τους, όπως ήταν και ο κύριος σκοπός του οράματος, χρησιμοποιεί φράσεις που αναφέρονται στη συζυγία του άνδρα με τη γυναίκα. «Ους ο Θεός συνέζευξε, άνθρωπος μη χωριζέτω», λέει ο λόγος του Θεού, «αυτούς που ο Θεός συνένωσε σε ομότιμη ένωση, άνθρωπος εγκωμιαστής ας μη τους χωρίζει», λέει ο υμνογράφος. Για να συνεχίσει: «θεωρώντας τους ίσους στα χαρίσματά τους,  ας τους καθιστά με τους ύμνους του άξιους και ίσων ύμνων».   Μπορεί να φαίνεται υπερβολική η σύγκριση, αλλά ο υμνογράφος στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία και κάνει υπακοή: εξαγγέλλει ό,τι οι άγιοι, συνεπώς και ο Κύριος, του είπαν. Και προχωρεί και σε άλλη εικόνα για να αποδώσει και πάλι την ίδια αλήθεια: «Από τον Ουρανό δύο μεγάλα λυχνάρια φωτίζουν όλον τον κόσμο με διαδοχή του ενός προς το άλλο: ο ήλιος και η σελήνη. Από τη γη με πολύ φανερό τρόπο φωτίζουν όλη την οικουμένη τρεις ίδιοι υπερμεγέθεις ήλιοι, που λάμπουν μαζί: ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος».

Και ως προς το δεύτερο: η τεράστια θεολογική συμβολή τους στην Εκκλησία. Ο υμνογράφος βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τον αγώνα των αγίων υπέρ της αληθούς πίστεως: τη διακράτηση της αλήθειας για την αγία Τριάδα. Και οι τρεις αγωνίστηκαν να φανερώσουν ανόθευτη την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων περί του Θεού. Για παράδειγμα: «Διδαχθήκαμε να θεολογούμε την Μοναδική Τριάδα και παραλάβαμε να υμνούμε την Τριαδική Μονάδα. Μάθαμε να προσκυνούμε από τους Πατέρες μία τρισυπόστατη Φύση». «Ο Υιός και Λόγος του Θεού ήταν από την αρχή συνάναρχος με τον Πατέρα. Συνυπήρχε το άγιον Πνεύμα με τον Λόγο του Θεού, αλλά προερχόμενο από τον Γεννήτορα Πατέρα. Απλή, ομοούσια, συμφυής Θεότητα, όπως κηρύσσουν οι θείοι Κήρυκες, οι τρεις Ιεράρχες».

Ο άγιος υμνογράφος όμως εν προκειμένω προβαίνει σε μία σημαντική επισήμανση: Βεβαίως οι άγιοι Πατέρες αυτοί εξήγγελλαν  ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε και οι Απόστολοι κήρυσσαν, αλλά με τη σοφία που τους δόθηκε από τον Θεό και τη βοήθεια βεβαίως των ανθρωπίνων γνώσεών τους, αυτό που οι απόστολοι κήρυσσαν με απλό τρόπο, εκείνοι το στερέωσαν και το περιχαράκωσαν, ώστε να είναι απρόσβλητο από τις φιλοσοφικές ενστάσεις της εποχή τους. Με άλλα λόγια την αλήθεια που αποκαλύφθηκε εν Χριστώ, οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν να  την διατυπώσουν με τέτοιον ισχυρό ανθρώπινο λόγο, ώστε να μην μπορούν οι διάφοροι αιρετικοί να την αλλοιώσουν με τα φληναφήματά τους – κάτι που έγινε δεκτό από την Εκκλησία μας, διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου, και της συνειδήσεως της Εκκλησίας, του φρονήματος των πιστών.  Κι είναι αυτοί συνεπώς που προέβησαν στη σύνθεση αυτού που λέμε «ελληνορθοδοξία». Ελληνορθοδοξία δηλαδή είναι η αποκαλυμμένη από τον Χριστό πίστη, δοσμένη όμως με κατηγορίες ελληνικές και με όρους φιλοσοφικούς. Περιεχόμενο ο χριστιανισμός, ένδυμα ο ελληνισμός. Κι αυτό το έκαναν, διότι αυτή τότε ήταν η πρόκληση της εποχής: να δοθεί η πίστη μέσω του ελληνισμού. Δεν ήταν σκοπός τους η διάσωση του ελληνισμού. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η προβολή της αληθινής πίστεως, της ίδιας της αλήθειας, δηλαδή ο Χριστός. Στην εποχή τους όμως το ένδυμα για να διατυπωθεί αυτή η αλήθεια ήταν ο ελληνισμός. Κι από την άποψη αυτή ο ελληνισμός αναβαπτίστηκε και εσαεί παραμένει λαμπρυσμένος, λόγω ακριβώς της σύνδεσής του με τη χριστιανική πίστη. Σ’ ένα από τα καθίσματα του όρθρου λοιπόν λέει ο υμνογράφος: «Λάβατε τη σοφία από τον Θεό, σαν άλλοι τρεις Απόστολοι του Χριστού, και με τον λόγο της γνώσεως στερεώνετε τα δόγματα με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος, τα οποία προηγουμένως με απλά λόγια αλλά και με γνώση έδωσαν οι αλιείς απόστολοι του Χριστού. Διότι έπρεπε και με αυτόν τον τρόπο ο απλός σεβασμός μας να γίνει στέρεος και να αποκτήσει σύσταση, μέσα από σας, πανσεβάσμιοι Πατέρες».

29 Ιανουαρίου 2024

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ

«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των αγίων Αποστόλων και  χρημάτισε επίσκοπος Αντιοχείας. Μαζί με τον άγιο Πολύκαρπο, τον Πρόεδρο της Εκκλησίας των Σμυρναίων, υπήρξε μαθητής του ευαγγελιστή Ιωάννου του Θεολόγου. Οδηγήθηκε λοιπόν ενώπιον του βασιλιά Τραϊανού κι αφού υπέστη όλα τα είδη των βασανιστηρίων, δεν κάμφθηκε, γι’ αυτό και εστάλη στη Ρώμη, προκειμένου να ριχτεί στα θηρία. Όταν έγινε αυτό, κάποιοι άνδρες Χριστιανοί μάζεψαν και έφεραν τα άγια λείψανά του από τη Ρώμη στην Αντιόχεια και τα δώρισαν στους αδελφούς Αντιοχείς που τα ήθελαν με μεγάλο πόθο. Αυτοί λοιπόν τα έβαλαν κάτω από τη γη  με κάθε τιμή και σεβασμό. Χάριν τούτου η Εκκλησία πανηγυρίζει εορτή χαρμόσυνη».

Τον άγιο Ιγνάτιο τον θεοφόρο τον εορτάζει η Εκκλησία μας κατεξοχήν την ημέρα του μαρτυρίου του, την 20ή Δεκεμβρίου. Και γίνεται αφορμή η εορτή να τονίζονται αφενός το θεολογικό ύψος των επιστολών που μας άφησε – σημαντική συμβολή πράγματι στην υπέρβαση εκκλησιαστικών διαστρεβλώσεων – αφετέρου ο βαθύς έρωτας και η αγάπη του προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.  Κι είναι αυτή η αγάπη του που και σήμερα προβάλλουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας εξ αφορμής της ανακομιδής των τιμίων λειψάνων του. Δεν είναι άλλωστε δυνατόν να μιλάει κανείς, με οποιαδήποτε αφορμή,  για τον άγιο Ιγνάτιο και να μη συγκινείται με το καμίνι της καρδιάς του -  τον έρωτα που έτρεφε για τον Χριστό μέσα στο στήθος του! Όπως το λέει ο άγιος υμνογράφος: «Θεοφόρε Ιγνάτιε, είχες στο στήθος σου τον έρωτά σου, τον Χριστό» (δοξ. εσπ.). Κι αλλού: «Αξιομακάριστε Ιγνάτιε! Εσύ λοιπόν έχοντας σταθερή την έφεσή σου προς τον αληθινό εραστή σου έλεγες: Δεν υπάρχει μέσα μου φλόγα που να με σπρώχνει στα υλικά, αλλά μάλλον ζωντανό νερό που μιλάει μέσα μου και μου λέει: Πήγαινε στον Πατέρα» (δοξ. εσπ). Και από τον κανόνα του όρθρου: Αγάπησες την ωραιότητα του Δεσπότου Χριστού και Αυτόν ανυποχώρητα επιθυμούσες»∙ «Ο θειότατος έρωτας, μακάριε, κυριάρχησε στην ψυχή σου».

Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος σχετίζει την αγάπη του αγίου προς τον Χριστό με το ίδιο το μαρτύριό του. Θεωρεί ότι η επιθυμία του για το μαρτύριο ήταν ο μισθός που έλαβε από τον Θεό λόγω ακριβώς της αγάπης του αυτής και της διακονίας του στην Εκκλησία να ιερουργεί το ευαγγέλιο Εκείνου. «Έβαλες στο στήθος σου τον έρωτά σου, τον Χριστό, και πήρες σαν μισθό της ιερουργίας του Ευαγγελίου Του το να φτάσεις στην τελείωση με το μαρτύριο του αίματος». Με άλλα λόγια το μαρτύριο – ό,τι χειρότερο για έναν άνθρωπο που κινείται με κοσμικά και όχι χριστιανικά κριτήρια – είναι η χάρη που δίνει ο Θεός για να ανέβει στην τελείωσή του ο άνθρωπος, όπως το διατυπώνει μάλιστα και ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν», δηλαδή, δόθηκε σε εμάς ως χάρη όχι μόνον να πιστεύουμε στον Χριστό, αλλά και να πάσχουμε γι’ Αυτόν. Κι αυτό συμβαίνει, διότι το μαρτύριο στη ζωή αυτή – κι όχι μόνον του αίματος, αλλά και οι διάφορες θλίψεις και δοκιμασίες που με πίστη αντιμετωπίζονται από τον χριστιανό -αποτελεί συμμετοχή στο μαρτύριο του πρώτου Μάρτυρα, του ίδιου του Κυρίου: Σταυρός η ζωή Εκείνου, σταυρός και η ζωή του Χριστιανού, εφόσον «επακολουθεί τοις ίχνεσιν Αυτού». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι «μιμητήν του πάθους του Χριστού» τον χαρακτηρίζει η Εκκλησία μας.

Δεν μπορούμε να μη μνημονεύσουμε και έναν παραλληλισμό που κάνει ο άγιος Θεοφάνης για τον ιερομάρτυρα του Χριστού. Τον παραλληλίζει, στον οίκο του κοντακίου, με τον προφήτη Ιερεμία, τον οποίο ο Θεός αγίασε εκ μήτρας, προκειμένου να αναγγείλει τον ερχομό Του στον κόσμο. Κι όταν ήλθε στον κόσμο βρήκε το βρέφος Ιγνάτιο άξιο της χάρης Του – και μάλλον εννοεί ο υμνογράφος αυτό που διασώζει η παράδοση της Εκκλησίας, ότι δηλαδή το νήπιο που κράτησε ο Κύριος στην αγκαλιά Του και είπε ότι σαν κι αυτό πρέπει να γίνουν οι άνθρωποι για να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού, ήταν ο άγιος Ιγνάτιος – προκειμένου να γίνει αργότερα ο κήρυκας του Ευαγγελίου Του. «Ο Θεός που αγίασε από την κοιλιά της μάνας του τον προφήτη Ιερεμία, και πριν ακόμη γεννηθεί σαν προγνώστης που είναι γνώριζε ότι αυτός θα είναι δοχείο του αγίου Πνεύματος, τον γεμίζει αμέσως με το Πνεύμα αυτό ήδη από νεαρή ηλικία, και τον στέλνει προφήτη και κήρυκά Του σε όλους, για να προαναγγείλει την αγία στη γη παρουσία Του. Όταν γεννήθηκε λοιπόν ο ίδιος ο Θεός από την Παρθένο Μαρία και ήλθε στο κήρυγμα, βρήκε από τη βρεφική ηλικία άξιο κήρυκα της χάρης Του τον θεοφόρο και θείο Ιγνάτιο» Κι αλλού εμφανέστερα: «Έλκυσες το φως από την πηγή του φωτός, Ιγνάτιε. Διότι ο Χριστός αφού σε κράτησε στα άχραντα χέρια Του σε άγιασε» (ε΄ωδή)

Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στα πρόσωπα τέτοιων αγίων σαν τον άγιο Ιγνάτιο βλέπουμε τη συνέχεια των μεγάλων αναστημάτων της Παλαιάς Διαθήκης, των Πατριαρχών και των Προφητών. Ό,τι διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη γι’ αυτούς, για την πνευματοφορία και τη χάρη τους, το έχουμε άμεσα μπροστά μας με τους αγίους μας, ίσως δε και περισσότερο, αφού οι άγιοί μας ευτύχησαν να ζήσουν την οντολογική αμεσότητά τους με τον Χριστό, ως ηγιασμένα από Εκείνον μέλη Του.

27 Ιανουαρίου 2024

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: "ΣΥΓΧΑΙΡΟΜΕΝ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΑΘΗΝΩΝ κ. κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ"

 

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

«ΣΥΓΧΑΙΡΟΜΕΝ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΤΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ».

Η Αγία μας Εκκλησία των δύο χιλιάδων χρόνων ιστορικού βίου είναι θεμελιωμένη επί την «πέτραν τῆς πίστεως» (Ματθ. 16,18) και αρδεύεται μυστικώς  από το ζωήρρυτον αίμα του επί του Σταυρού εκουσίως θυσιασθέντος υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας.  Είναι η Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, που σε ηλικία τριάντα μόλις ετών ύψωσε το λιπόσαρκο ασκητικό του χέρι και κατέδειξε τον αιμομίκτη ηγεμόνα Ηρώδη Αντύπα, ελέγχων δημοσία αυτόν λέγοντας «οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μαρκ. 6,18) και βέβαια ο σπεκουλάτορας απέτεμνε την κεφαλήν του και την έδωσε ἐπί πίνακι (Μαρκ. 6,28).  Είναι η Εκκλησία του Επισκόπου Μεδιολάνων, Αγίου Αμβροσίου, ο οποίος απηγόρευσε εις τον Μονοκράτορα του Ρωμαϊκού Κράτους, Θεοδόσιον, την είσοδο εις τον Ναόν του Θεού, ελέγχων αυτόν δημοσία δια την αιματηρή καταστολή της στάσεως στην Θεσσαλονίκη και τον θάνατο επτά χιλιάδων ανθρώπων.  Είναι η Εκκλησία του Ιερού Χρυσοστόμου, του οποίου την ανακομιδή των λειψάνων εορτάζομεν και ο οποίος δημόσια ήλεγχε την Αυτοκράτειρα Ευδοξία, σύζυγον του Αυτοκράτορος Αρκαδίου και καθηρέθη από την ληστρικήν Σύνοδον παρά τήν Δρῦν (403 μ.Χ) και σιδεροδέσμιος βάδισε την οδόν του θανάτου με αλλογενείς φρουρούς στρατιώτες προς την Κουκουσόν της Αρμενίας, όπου πυρέσσων απέθανε στο Ναΰδριον του Αγίου Βασιλίσκου, επιλέγων «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».  Είναι η Εκκλησία των εκατομμυρίων Μαρτύρων, Οσίων, Ομολογητών, Εγκρατευτών και παντός πνεύματος Δικαίου.  Είναι η Εκκλησία των Αποστόλων, των Θεοφόρων Πατέρων και των Αγίων εννέα Οικουμενικών Συνόδων.  Τελικώς, είναι η Εκκλησία των μεταποιουμένων αμαρτωλών, της πρώην πόρνης, που αποβαίνει δια της μετανοίας παρθένος, του πρώην ληστού, που γίνεται με ένα έμπονο «μνήσθητί μου» (Λουκ. 23,42) ο πρώτος οικιστής του Παραδείσου, του πρώην ασώτου που κατέφαγε την πατρικήν περιουσίαν και που με την επιστροφήν του ανέκτησε την προτέρα του μεγαλωσύνη, του μετανοούντος τελώνη, που δικαιώθηκε από το δικαιοκρίτη Κύριο και κατά ταύτα όχι των αμετανοήτων και των απενοχοποιούντων το βύθειο κακό και την αμαρτία και των θεσμοθετούντων αυτά, ως έννομα αγαθά.

Ο Πανάγιος Κύριος, ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος, διεκήρυξε: Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ (Ματθ. 6,24) και επομένως δεν απαιτείται πολύ σοφία δια να αντιλαμβανόμεθα ότι στην ζωή αυτή καλείσαι να επαναλάβεις το άθλημα του Ηρακλέους και να βαδίσεις τον δρόμο της αλήθειας, του αγώνος και της θυσίας, ενάντια στην σαπροποίηση και την χωματοποίηση του ανθρώπου, που επιδιώκει μετά μανίας ο αντίδικος εχθρός του Θεού και του ανθρώπου, ο αίσχιστος διάβολος, του οποίου αρνούνται πολλοί την ύπαρξη, αλλά εκτελούν τα δυσώδη έργα του, για να επιτύχει την καταστροφή της σχέσης Θεού και ανθρώπου, να μην κατορθώσει ο άνθρωπος τον υπέρτατο προορισμό του, που είναι η προς τον Θεό ομοήθεια, η χαρίτωσις και ο αγιασμός.

Η Αγία μας Εκκλησία κηρύσσει την Ναοδομία του ανθρωπίνου προσώπου, στοιχούσα στο αποστολικό λόγιο «ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός» (Β΄ Κορ. 6, 16) και στην υπέροχη διαβεβαίωση του Κυρίου «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ιω. 14, 23).  Η Εκκλησία, επομένως, αληθεύει εν αγάπη και αγαπά εν αληθεία (Εφεσ. 4,15), γιατί αγάπη χωρίς αλήθεια είναι απλώς ιδεολόγημα και το σώμα και η ψυχή  μας οφείλουν να αποβαίνουν δια του πνευματικού μας αγώνος Ναός του Θεού και όχι καταγώγιο των παθών και των δαιμόνων.

Αφορμή δια την κατάθεση των αυτονοήτων για την Εκκλησία ανωτέρω, πήραμε από την πεπαρρησιασμένη δήλωση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερωνύμου, δια τις επιπτώσεις της νομοθετήσεως της ανατροπής της ανθρώπινης οντολογίας και φυσιολογίας  και της κανονικοποιήσεως μιας γενετησίου παρεκκλίσεως με πρόσχημα την δήθεν ισότητα στον γάμο και τα δήθεν διασφαλιζόμενα δικαιώματα των παιδιών, διότι ανέστιοι και ασταθείς δημοσιολογούντες έψεξαν την δήλωση του Μακαριωτάτου.  Είναι παγκοίνως γνωστόν ότι ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερώνυμος, διακρίνεται δια την σοφίαν του, την ευγένειαν του και το βαθυνούστατον του χαρακτήρος του και επομένως η δήλωσις του καταθέτει την πίστη και την αλήθεια την διαχρονική της Εκκλησίας, που δεν χρειάζεται καμμία επικαιροποίηση ή ενδελεχή μελέτη, διότι είναι αποκάλυψις του ζώντος Θεού και όχι ανθρώπινη κατασκευή.

Διερωτάται κάθε εχέφρων άνθρωπος: απαιτείται πολύ σκέψις και μεγάλη σοφία να μην ισχυριζόμεθα ότι την ιδία στιγμή μπορούμε να τιμούμε και να σεβόμεθα τον Θεό και την Εκκλησία Του και ταυτοχρόνως να νομοθετούμε εναντίον των εντολών του Θεού και της Εκκλησίας Του;  Αυτό δεν αποτελεί τον ορισμό της παράνοιας ή μάλλον του δαιμονισμού;  Δηλαδή, τι δεν κατανοούμε, ότι οι Κυβερνώντες – θεατοί και αθέατοι- που αθέσμως και ανηθίκως νομοθετούν την κατεδάφιση του οικογενειακού δικαίου και των υψίστων εννοιών της πατρότητος και της μητρότητος, που είναι πυλώνες της ανθρώπινης ιδιοπροσωπίας και ουσιαστικά εναντίον του Ευαγγελίου, του Κανονικού πλαισίου της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας δύο χιλιάδων ετών, της Ανθρωπολογίας – Φυσιολογίας – Οντολογίας  και του Αιωνίου Νόμου του Παναγίου Θεού δεν εκπίπτουν οικεία βουλήσει από το Σώμα της Εκκλησίας;  Μπορούν να παραμείνουν μέλη της Εκκλησίας, την στιγμή κατά την οποίαν βυσσοδομούν εναντίον Της και προσβάλλουν κατάφωρα το Δόγμα και το Ήθος Της; Σε ποιον οργανισμό παγκοσμίως μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο; Επομένως, όλοι αυτοί που θα νομοθετήσουν και με την ψήφο της ή τον λόγο τους θα υποστηρίξουν αυτό το έγκλημα εις βάρος του ανθρώπου είναι δυστυχώς συνεργάται του διαβόλου και προετοιμάζουν την οδόν του Αντιχρίστου και επομένως κατά λογικήν συνέπειαν έχουν αποκοπεί εκουσίως από το Σώμα της Εκκλησίας.  Τι θα θέλαμε λοιπόν, την ιδία στιγμή να λες ότι σέβεσαι δήθεν την Εκκλησία αλλά ταυτόχρονα να την ποδοπατάς;  Είναι θλιβερό, αλλά αυτή είναι η επίπτωσις που επέρχεται από την διάπραξη αυτού του εγκλήματος, για να διατηρήσουν πρόσκαιρα τον υπουργικό ή βουλευτικό τους θώκο, την «θεσούλα» τους και να πάρουν τα εύσημα του κόσμου της φθοράς, αδιαφορούντες οι δύστυχοι για την αιώνιότητά τους, που δεν την πιστεύουν μεν, αλλά που δυστυχώς δι’ αυτούς είναι μία απόλυτα αληθής πραγματικότητα.  Άλλωστε, ο φρικτός λόγος στην οριακή αποκάλυψη του Ευαγγελιστού Ιωάννου τα λέει όλα: «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι.  Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθός μου μετ᾿ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἔσται αὐτοῦ.  ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος».  (Αποκ. 22, 11-13).

Ένα εκ των επτά Μυστηρίων της Αγίας μας Εκκλησίας είναι το Μυστήριον του Γάμου, το οποίον ο Απόστολος Παύλος αποκαλεί «μέγα εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν» (Εφεσ. 5,32) και επομένως αυτός που αρνείται τη μυστηριακή φύση του γάμου και τελεί πολιτικό γάμο, εκπίπτει της Εκκλησίας και Συνοδικώς έχει αποφασιστεί να μην μετέχει της Μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας και των Αγιαστικών μέσων Της και κατά συνέπειαν να στερήται της Εκκλησιαστικής κηδεύσεως, διότι μόνος του ελεύθερα επέλεξε την εκκοπή του από το Σώμα της Εκκλησίας.  Δεν είναι παράλογο και εκτός λογικής εάν αυτά ισχύουν για τους ετεροφυλόφιλους να μην ισχύουν εις την νιοστή για τους ομοφυλόφιλους; Δηλαδή, ένας ομοφυλόφιλος που θα τελέσει «πολιτικόν γάμον» θα μπορεί να παραστεί ως ανάδοχος ή ως παράνυμφος ή να συμμετέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο εις την Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, της οποίας τα Δόγματα και το Ήθος αμεταμελήτως αρνείται;  Έχουμε φτάσει στο έσχατο σημείο, τα αυτονόητα και τα λογικά να είναι ζητούμενα.

Και τέλος, ερχόμενοι στην ορθοτάτη δήλωση του Μακαριωτάτου διά την βάπτιση των τεκνοθετηθέντων από ομοφυλόφιλα ζευγάρια παιδιών, όταν αποκτήσουν συνείδηση του εαυτού των και επιθυμούν να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, διερωτώμεθα: δεν κατανοείται ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να ισχύσει ο νηπιοβαπτισμός, διότι την ελλίπουσα πίστη του νηπίου, που είναι προϋπόθεσις του βαπτίσματος, που δεν είναι «φολκλόρ» ή πανηγυράκι, αλλά Μυστήριο της Εκκλησίας, πολιτογραφήσεως στην Βασιλεία του Θεού κατά το Κυριακόν λόγιον «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται», (Μαρκ. 16,16) δεν αναπληρώνει η πίστις των κηδεμόνων του τεκνοθετηθέντος από ομοφυλόφιλο ζεύγος παιδιού, διοτί δεν υφίσταται τέτοια πίστις, την στιγμή κατά την οποία οι άνθρωποι αυτοί την πίστη της Εκκλησίας την απορρίπτουν με την προσωπική τους ζωή.  Συνεπώς πώς να μορφώσουν εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν το τεκνοθετηθέν «παιδί τους», αφού οι ίδιοι δεν πιστεύουν εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν, έργω και λόγω, διότι αν πίστευαν θα αγωνίζοντο να καταστείλουν το πάθος τους και όχι να το προβάλλουν ως έννομο αγαθό.  Όθεν συγχαίρομεν εκ προσώπου του ευαγούς Κλήρου και του φιλοχρίστου Λαού της κατά Πειραιά Εκκλησίας τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ.κ. Ιερώνυμον, προσευχόμενοι όπως ορθοτομεί πάντοτε τον λόγο της Αληθείας.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Αυτός ο μακάριος και θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επειδή δεν καταφρονούσε το δίκαιο ανάλογα με τα πρόσωπα, αλλά έλεγχε και την ίδια τη βασίλισσα Ευδοξία για τις παρανομίες και τις αδικίες που γίνονταν από αυτήν, δύο φορές εξορίζεται και πάλι ανακαλείται. Για τρίτη και τελευταία φορά στέλνεται στην Κουκουσό της Αρμενίας. Από εκεί οδηγείται στην Αραβισσό, έπειτα στην Πιτυούντα, περιοχές όχι μόνον έρημες και με έλλειψη των αναγκαίων, αλλά που πολιορκούνταν πάντοτε και από τους γειτονεύοντες Ίσαυρους. Εκεί λοιπόν στην Πιτυούντα ο ένσαρκος άγγελος Ιωάννης καλείται από τον Δεσπότη όλων Χριστό μέσω του Πέτρου και του Ιωάννου, των ιερών αποστόλων, και μεταβαίνει προς τις αιώνιες σκηνές, ενώ το άγιο λείψανό του κατατίθεται στα Κόμανα του Πόντου μαζί με τους αγίους μάρτυρες Βασιλίσκο και Λουκιανό, όπως του το φανέρωσαν οι ίδιοι σε νυκτερινό όνειρο. Επειδή δε μετά από λίγο και ο βασιλιάς Αρκάδιος, όπως και η γυναίκα του Ευδοξία πέθαναν, έγινε δε βασιλιάς ο υιός τους Θεοδόσιος, ενώ και ο Πρόκλος ο μαθητής και υπηρέτης του αγίου Χρυσοστόμου με κοινή ψήφο έγινε Πατριάρχης, κατά το τέταρτο έτος της ιεραρχίας του πείθει ο μακάριος Πρόκλος τον βασιλιά Θεοδόσιο και στέλνει εκείνος στρατιώτες για την ανακομιδή του ιερού λειψάνου. Ο άγιος όμως δεν έδινε τον εαυτό του και έμενε ακίνητος, γι’ αυτό και ο βασιλιάς τον παρακαλεί με επιστολή, η οποία περιείχε τα εξής:

Επιστολή Βασιλέως Θεοδοσίου, Προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Διδάσκαλο και Πνευματικό Πατέρα, Ιωάννη τον Χρυσόστομο.

Θεοδόσιος βασιλεύς. «Επειδή νομίσαμε, τίμιε Πάτερ, ότι το σώμα σου είναι νεκρό, όπως συμβαίνει και με τους άλλους ανθρώπους, θελήσαμε με απλότητα να το μετακομίσουμε και να το φέρουμε προς εμάς. Γι’ αυτό δικαίως  και λαθέψαμε στον σκοπό μας. Αλλά συ όμως, τιμιώτατε Πάτερ, συγχώρησέ μας τώρα που καταλάβαμε το λάθος μας, συ που δίδαξες σε όλους τη μετάνοια. Και σαν σε παιδιά που αγαπούν τους πατέρες τους δώσε μας πίσω τον εαυτό σου και εύφρανε αυτούς που σε ποθούν με την παρουσία σου». Όταν πήγαν λοιπόν την επιστολή στον άγιο και την έθεσαν πάνω στη σορό του, αμέσως εκείνος άφησε να τον πάρουν, οπότε οι απεσταλμένοι σήκωσαν τη σορό χωρίς κόπο. Μόλις έφτασαν αντίπερα από την Πόλη, φθάνει μεν ο βασιλιάς και όλη η σύγκλητος και ο πατριάρχης μαζί με τον κλήρο, ενώ βάζουν τη σορό, που είχε το σώμα του αγίου,  μέσα στο βασιλικό πλοίο. Έπεσε όμως καταιγίδα και τα μεν υπόλοιπα πλοία διασκορπίστηκαν σε άλλα μέρη, εκείνο δε στο οποίο ήταν το σώμα του αγίου, πήγε και άραξε στον αγρό της χήρας. Εκείνης της χήρας, την οποία αδίκησε η Ευδοξία, όταν άρπαξε τον αμπελώνα της. Κι επειδή ελέγχθηκε τότε από τον άγιο τον εξόρισε. Όταν αποδόθηκε λοιπόν ο αγρός στη χήρα, αμέσως έγινε γαλήνη στη θάλασσα, και πρώτα μεν το πλοίο οδηγείται στον ναό του αποστόλου Θωμά, στην περιοχή του Αμαντίου, έπειτα στον ναό της αγίας Ειρήνης, όπου και τον έβαλαν πάνω στο σύνθρονο, οπότε όλοι φώναξαν δυνατά: «Πάρε πίσω τον θρόνο σου, άγιε». Ύστερα, αφού εναποτέθηκε η σορός σε βασιλικό όχημα, φέρεται προς τον περιώνυμο ναό των Αποστόλων. Εκεί μόλις τοποθετήθηκε στην ιερά καθέδρα, φώναξε στο Ποίμνιο το «Ειρήνη πάσι». Έπειτα τον έθεσαν κάτω από τη γη, μέσα στο άγιο Βήμα, όπου τώρα βρίσκεται. Καθώς τελείτο δε η θεία Λειτουργία, γίνονταν θαυμάσια μεγάλα , μεταξύ των οποίων και αυτό: Κάποιος άνδρας δηλαδή, που έπασχε από αρθρίτιδα και δεν μπορούσε να εργαστεί, σχεδόν παντελώς ακίνητος, όταν άγγιξε τη σορό, αμέσως θεραπεύτηκε εντελώς από την αρρώστια του. Έτσι γνωρίζει ο Θεός να δοξάζει αυτούς που σε όλη τη ζωή τους δοξάζουν Αυτόν. Τελείται δε η Σύναξή του στον πάνσεπτο Ναό των αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκεται και το ιερό του σώμα, κάτω από το Θυσιαστήριο».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας με αφορμή την ανακομιδή του ιερού λειψάνου του μεγάλου Πατρός Ιωάννου του Χρυσοστόμου μας υπενθυμίζουν αυτό που προβάλλει πάντοτε η Εκκλησία εξ αφορμής οποιασδήποτε αναφοράς της στον μεγάλο αυτόν άγιο: το κήρυγμα της μετανοίας. Διότι έτσι κυρίως χαρακτηρίζεται ο ιερός Χρυσόστομος: «κήρυξ της μετανοίας». Ο άγιος κηρύσσει εκείνη τη μετάνοια στον πιστό λαό, η οποία προϋποθέτοντας την άπειρη αγάπη του Θεού προς αυτόν, γίνεται η μεγαλύτερη παρηγοριά του, εκείνη που του «σφουγγίζει οποιαδήποτε υγρότητα  της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καρδιές που έχουν καεί από την αμαρτία». «Ας τιμήσουμε με επάξιο τρόπο τον χρυσό στους λόγους Ιωάννη, τον κήρυκα της μετάνοιας, το πάγχρυσο σφουγγάρι που παίρνει την υγρότητα της φοβερής απόγνωσης και δροσίζει τις καμένες από τις αμαρτίες καρδιές». Και πρέπει να προσέξουμε: ο άγιος δεν αμνηστεύει τις αμαρτίες ούτε υποβαθμίζει τις κακές της συνέπειες στο να αλλοιώνουν την ψυχοσωματική υπόσταση του ανθρώπου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει τούτο εκείνος που υπήρξε «ο ποιμήν ο καλός και του αρχιποίμενος Χριστού μαθητής», δηλαδή εκείνος που τόνιζε ότι «διά της αμαρτίας ο θάνατος» και «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν»;

Εκείνο όμως που τονίζει και διαπρυσίως κηρύσσει είναι ότι μπορεί κάποιος να έχει αμαρτήσει με πολλά και μεγάλα αμαρτήματα, όμως τα αμαρτήματα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν ισοστάσια της αγάπης του Θεού. Τίποτε δεν είναι σαν εκείνην, διότι η Αυτοαγάπη, ο ίδιος ο Θεός,  τόσο μας αγάπησε, ώστε έπαθε και θυσιάστηκε για εμάς τους ανθρώπους, παρέχοντάς μας τη συγχώρηση. Αρκεί βεβαίως να θέλουμε κι εμείς τη συγχώρηση αυτή, δηλαδή να μετανοούμε - η όλη προσφορά του Θεού υπάρχει άπειρη και αιώνια, μένει όμως ανενέργητη χωρίς και τη δική μας θέληση. Αυτό τόνιζε λοιπόν ο άγιος Χρυσόστομος ενόσω ζούσε, αλλά και το ίδιο κηρύσσει και μετά θάνατον, γινόμενος έτσι ο μεγαλύτερος παρηγορητής των ανθρώπων.  Ο άγιος Θεοφάνης με πολλή ενάργεια και σαφήνεια μας το επισημαίνει: «Αν και είσαι νεκρός μέσα στον τάφο, όμως  ως ζωντανός μέσα στον κόσμο, Χρυσόστομε, κηρύσσεις και γράφεις τη μετάνοια, δίνοντας την εγγύηση της συγχώρησης γι’ αυτούς που μετανοούν με θερμό τρόπο».

Και οι δύο υμνογράφοι – διότι εκτός του Θεοφάνη και ο άγιος Ιωσήφ έγραψε για τον μεγάλο Πατέρα - εμμένουν σε ό,τι εξίσου  προβάλλει η σημερινή εορτή: τη ζωντάνια του και μετά θάνατον. Δεν είναι μόνον το παραπάνω τροπάριο που τονίζει την αλήθεια αυτή, αλλά και όλη η υμνογραφία τους κινείται πάνω στη γραμμή αυτή, όπως άλλωστε φάνηκε και από το συναξάρι. Για παράδειγμα: «Ο Χρυσόστομος δίδαξε και πάλι με σαφήνεια τους βασιλείς ότι μολονότι νεκρός δεν υπέστη νέκρωση. Διότι αφού απείθησε την πρώτη φορά στα προστάγματά τους, δηλαδή να  φέρουν το λείψανό του στην Κωνσταντινούπολη, τη δεύτερη φορά, με τις δεήσεις τους επανήλθε».  Για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας σήμερα κηρύσσει τη νίκη του Χριστού πάνω στον θάνατο. Νίκησε ο Χριστός, συνεπώς κάθε άνθρωπος, όταν είναι αληθινά πιστός, νικά και αυτός. Ο θάνατος θεωρείται μετά τον ερχομό του Χριστού ως απλό επεισόδιο στη ζωή ενός ανθρώπου. Ουσιαστικά δεν υφίσταται. Και τα άγια λείψανα στην Εκκλησία μας είναι μία ισχυρή κραυγή της αλήθειας αυτής, την οποία ζούμε οι πιστοί και την χαιρόμαστε ιδίως σε εορτές ανακομιδής λειψάνων, σαν του αγίου Χρυσοστόμου σήμερα.