31 Μαρτίου 2021

ΤΕΤΑΡΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἐν τιμῆ ὤν υἱότητος Πατρός ἀγαθοῦ, ὁ ἄνους ἐγώ οὐ συνῆκα, ἀλλ’ ἐμαυτόν τῆς δόξης ἐστέρησα, τόν πλοῦτον κακῶς δαπανήσας τῆς χάριτος· λειπόμενος δέ θείας τροφῆς, παράσιτος γέγονα μιαρῷ πολίτῃ· ὑπ’ αὐτοῦ δέ πεμφθείς εἰς τόν αὑτοῦ ψυχοφθόρον ἀγρόν, ζῶν ἀσώτως συνεβοσκόμην τοῖς κτήνεσι, καί ταῖς ἡδοναῖς δουλεύων, οὐκ ἐνεπλησκόμην. Ἀλλ’ ὑποστρέψας, βοήσω τῷ εὐσπλάγχνῳ καί οἰκτίρμονι Πατρί· Εἰς τόν Οὐρανόν, καί ἐνώπιόν σου, ἥμαρτον, ἐλέησόν με» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, ἰδιόμελον, ἦχος β΄).

(Ἐνῶ εἶχα τήν τιμή νά εἶμαι υἱός ἀγαθοῦ Πατέρα, ὁ ἀνόητος ἐγώ δέν κατάλαβα, ἀλλά στέρησα τόν ἑαυτό μου ἀπό τή δόξα, ἀφοῦ ξόδεψα μέ κακό τρόπο τόν πλοῦτο τῆς χάρης. Κι ἐπειδή μοῦ ‘λειπε ἡ θεϊκή τροφή, ζοῦσα παρασιτικά κοντά σέ μιαρό πολίτη, ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλε στόν δικό του ψυχοφθόρο ἀγρό. Ἐκεῖ ζώντας ἄσωτα βοσκοῦσα κι ἐγώ μαζί μέ τά κτήνη· κι ἐνῶ ἤμουν δοῦλος στίς ἡδονές, ἔνιωθα ἄδεια τήν καρδιά μου. Ἀλλά θά γυρίσω πίσω στόν εὔσπλαγχνο καί οἰκτίρμονα Πατέρα μου καί θά τοῦ φωνάξω δυνατά: Ἁμάρτησα στόν Οὐρανό καί ἐνώπιόν Σου, ἐλέησέ με).

Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου ἔρχεται καί ἐπανέρχεται ἀενάως στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνεξάρτητα ἀπό τή συγκεκριμένη Κυριακή τῶν ἀρχῶν τοῦ Τριωδίου. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄσωτος ἀποτελεῖ τύπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀπαρχῆς μέχρι σήμερα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα Θεοῦ καί περιπίπτει γι’ αὐτό σέ μία κατάσταση κόλασης, στοιχεῖα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσκόλληση σέ μιαρό πολίτη, δηλαδή τόν Πονηρό διάβολο, ἡ δουλεία στά σαρκικά πάθη, τό κενό ὡς ὀδυνηρό βίωμα τῆς καρδιᾶς. Ἡ συγκεκριμένη παραβολή μέ ἄλλα λόγια προβάλλει ἐν συντόμῳ τήν ὅλη πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά γίνεται κατανοητή μόνον ἀπό τόν πιστό πού ἔχει ἀποδεχτεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ κατανόηση αὐτή περιλαμβάνει, πέραν βεβαίως τῆς ἔκπτωσης τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν ἀποκατάστασή του ὡς ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ Πατέρα. Ἡ παραβολή μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό κρισιμότερο σημεῖο βρίσκεται στήν πίστη ὅτι ἀφενός ὁ Θεός εἶναι τό σπίτι μας, ἐκεῖ λοιπόν βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας, ἀφετέρου ὅτι Αὐτός ὁ Θεός εἶναι ἀκριβῶς ὁ Πατέρας μας, ὁ γεμᾶτος ἀγάπη καί ἔλεος ἀπέναντί μας. Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου - ἡ σύνοψη τοῦ Εὐαγγελίου κατά πολλούς - ἔχει ἐντελῶς δυναμικό χαρακτήρα· γιατί φωτίζει μέ ἄμεσο τρόπο ὅ,τι διαδραματίζεται στήν καθημερινότητα ὅλων τῶν πιστῶν: κάθε ἁμαρτία μας εἶναι μία ἀσωτία πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα, ρίχνοντάς μας σέ μία κόλαση· κάθε ἀπόφαση ἐπιστροφῆς μας, κάθε στιγμή μετανοίας μας δηλαδή, συνιστᾶ τήν πρόκληση τῆς χαρᾶς τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ καί τήν ἀγαπητική κινητοποίησή Του προκειμένου νά μᾶς ξαναθερμάνει στήν ἀδειανή ἀπό ἐμᾶς ἀγκαλιά Του. (Ὁ σεμνός καί ἁπαλός ἦχος β΄ ἔρχεται ὡς γλυκιά ὑπόκρουση τῆς καθημερινῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς πορείας μας).    

30 Μαρτίου 2021

Σπουδή στον Ακάθιστο Ύμνο (Ωδές Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄)

    2. Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ Ωδή του Κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου

 


ᾨδὴ δ´. Ὁ Εἱρμός.

 Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ, ἐπὶ θρόνου Θεότητος, ἐν νεφέλῃ κούφῃ, ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος,  τῇ ἀκηράτῳ παλάμῃ, καὶ διέσωσε, τοὺς κραυγάζοντας· Δόξα Χριστὲ τῇ δυνάμει σου.

Ο Ιησους ο καθήμενος εν δόξη επι θρονου θεοτητος ήλθεν, εν κούφη νεφελη, ο υπέρθεος, και διέσωσε τη ακηράτω παλάμη τους κραυγάζοντας “Δοξα Χριστέ τη δυνάμει σου”.

Αὐτὸς ποὺ κάθεται στὸν ἔνδοξο θρόνο τῆς Θεότητος, ἦλθε (στὸν κόσμο) μέσα σ᾿ ἐλαφρὺ σύννεφο (τὴν Παναγία), ὁ Ἰησοῦς ὁ ὕψιστος Θεός, ὁ Ὁποῖος μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀμόλυντης παλάμης Του ἔσωσε (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο) αὐτοὺς ποὺ κραυγάζουν· δόξα Χριστέ, στὴ θεία σου δύναμη.

ΛΞ: νεφέλη κούφη: ελαφρύ νέφος, ακηράτω: αμόλυντη

1ο Τροπάριο

Ἐν φωναῖς ἀσμάτων πίστει, σοὶ βοῶμεν Πανύμνητε· Χαῖρε πῖον ὄρος, καὶ τετυρωμένον ἐν Πνεύματι· χαῖρε λυχνία καὶ στάμνε, μάννα φέρουσα, τὸ γλυκαῖνον, τὰ τῶν εὐσεβῶν αἰσθητήρια.

Πιστει βοώμεν σοι εν φωναίς ασμάτων πανύμνητε. Χαίρε ορος πίον και τετυρωμένον εν πνευματι. Χαιρε λυχνια, και σταμνε φερουσα μαννα, το γλυκαίνον τα αισθητηρια των ευσεβων

Μὲ ἄσματα (ὕμνους) ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν πίστη μας, σοῦ φωνάζουμε Πανύμνητε· χαῖρε ἐσὺ ποὺ μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινες εὔφορο βουνό· χαῖρε ἑπτάφωτη λυχνία, στάμνα ποὺ φέρεις μέσα σου τὸ μάννα (τὸν Χριστό) ποὺ γλυκαίνει τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια τῶν εὐσεβῶν.

ΛΞ: πίον: έφορο, τετυρωμένον: πλούσιο σε τροφές, βουνό με τυριά

2ο Τροπάριο

Ἱλαστήριον τοῦ κόσμου, χαῖρε ἄχραντε Δέσποινα· χαῖρε κλῖμαξ γῆθεν, πάντας ἀνυψώσασα χάριτι· χαῖρε ἡ γέφυρα ὄντως, ἡ μετάγουσα, ἐκ θανάτου, πάντας, πρὸς ζωὴν τοὺς ὑμνοῦντάς σε.

Xαίρε άχραντε Δέσποινα Ιλαστήριον του κόσμου, χαίρε κλίμαξ, ανυψώσασα γήθεν χάριτι πάντας χαίρε η γέφυρα οντως, η μετάγουσα πάντας τούς ύμνουντάς σε, έκ θανάτου, πρός ζωήν. 

Χαῖρε ἄχραντε Δέσποινα, ποὺ εἶσαι τὸ ἱλαστήριο τοῦ κόσμου (τὸ μέσο διὰ τοῦ ὁποίου ἐξιλεωθήκαμε)· χαῖρε κλίμακα (σκάλα) ποὺ μὲ τὴ χάρη σου μᾶς ἀνύψωσες ὅλους ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό· χαῖρε ἡ γέφυρα ποὺ πραγματικὰ περνᾶς ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ ὅλους ὅσοι σὲ ἀνυμνοῦν.

ΛΞ: Γήθεν: από τη γη, μετάγουσα: που οδηγεί

3ο Τροπάριο

Οὐρανῶν ὑψηλοτέρα, χαῖρε γῆς τὸ θεμέλιον, ἐν τῇ σῇ νηδύϊ, Ἄχραντε ἀκόπως βαστάσασα, χαῖρε κογχύλη, πορφύραν θείαν βάψασα, ἐξ αἱμάτων σου, τῷ Βασιλεῖ τῶν Δυνάμεων.

Χαίρε 'Αχραντε, Ουρανών υψηλοτέρα,  βαστάσασα ακόπως έν τή ση νηδυϊ γής το θεμέλιον. Χαίρε κογχύλη βάψασα Θείαν πορφυραν, έξ αιμάτων σου, τώ Βασιλεί τών Δυνάμεων.

Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ὑψηλότερη ἀπ᾿ τοὺς οὐρανούς, χαῖρε Ἄχραντε, ποὺ στὴν κοιλιά σου βάσταξες χωρὶς κόπο τὸ θεμέλιο τῆς γῆς (τὸν Χριστό). Χαῖρε κογχύλι ποὺ μὲ τὸ αἷμα σου ἔβαψες τὴ θεία πορφύρα (τὸ ἔνδυμα, δηλ. τὴν ἀνθρώπινη σάρκα) ποὺ φόρεσε ὁ Βασιλιὰς τῶν δυνάμεων.

ΛΞ: Νηδύι: κοιλιά 

4ο Τροπάριο

Νομοθέτην ἡ τεκοῦσα, ἀληθῶς χαῖρε Δέσποινα, τὸν τὰς ἀνομίας, πάντων δωρεὰν ἐξαλείφοντα· ἀκατανόητον βάθος, ὕψος ἄῤῥητον, Ἀπειρόγαμε, δι᾿ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθημεν.

Χαίρε Δέσποινα ή τεκούσα, άληθώς, Νομοθέτην τον έξαλείφοντα δωρεαν πάντων τας ανομίας,.  Ακατανόητον  βάθος,  ύψος άρρητον, απειρόγαμε, δι' ής ήμείς έθεώθημεν.

Χαῖρε Δέσποινα, ἐσὺ ποὺ γέννησες πραγματικὰ τὸ Νομοθέτη (Χριστό), ὁ ὁποῖος ἐξαλείφει χωρὶς κανένα ἀντάλλαγμα τὶς ἁμαρτίες ὅλων μας· (χαῖρε) τὸ βάθος ποὺ ἀνθρώπινο μυαλὸ δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει καὶ τὸ ὕψος ποὺ μὲ λόγια δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ· ἐσὺ ποὺ ἔγινες ἡ αἰτία τῆς δικῆς μας θέωσης.

ΛΞ: Εξελείφοντα: σβύνει, άρρητον: απερίγραπτος

5ο Τροπάριο

Σὲ τὴν πλέξασαν τῷ κόσμῳ, ἀχειρόπλοκον στέφανον, ἀνυμνολογοῦμεν, Χαῖρέ σοι Παρθένε κραυγάζοντες, τὸ φυλακτήριον πάντων καὶ χαράκωμα, καὶ κραταίωμα, καὶ ἱερὸν καταφύγιον.

Ανυμνολογούμεν σε την πλέξασαν αχειρόπλοκον στέφανον τω κόσμω, το φυλακτήριον πάντων καί χαράκωμα καί κραταίωμα, καί ιερόν καταφύγιον. κραυγάζοντες, «Χαίρε σοι  Παρθένε» 

Ἀνυμνοῦμε ἐσένα ποὺ ἔπλεξες γιὰ τὸν κόσμο στεφάνι χωρὶς νὰ χρησιμοποιηθοῦν χέρια ἀνθρώπινα· σοῦ ἀπευθύνουμε τὸ χαῖρε, Παρθένε, ποὺ εἶσαι τὸ ἀκλόνητο ὀχυρό μας, τὸ χαράκωμα καὶ τὸ στήριγμα καὶ τὸ ἱερὸ καταφύγιο.

ΛΞ: Αχειρόπλοκον: αχειροποίητο, χαράκωμα: οχυρό, κραταίωμα: δύναμη

 

ᾨδὴ ε´. Ὁ Εἱρμός.

 Ἐξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου· σὺ γὰρ ἀπειρόγαμε Παρθένε, ἔσχες ἐν μήτρᾳ τὸν ἐπὶ πάντων Θεόν, καὶ τέτοκας ἄχρονον Υἱόν, πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσί σε, σωτηρίαν βραβεύοντα.

Εξέστη τα σύμπαντα επί τη θεiα δόξη σου, σύ  γάρ, απειρόγαμε Παρθένε, έσχες έν μήτρα Θεόν,  τον βραβεύοντα σωτηρίαν επί πάντων, καi τέτοκας άχρονον Υιόν,  πάσι τοίς υμνούσι σε.

Ὅλος ὁ κόσμος ἐξεπλάγη μὲ τὴ θεία δόξα σου· γιατὶ ἐσὺ Παρθένε ἂν καὶ δὲ γνώρισες γάμο, ἀξιώθηκες νὰ κρατήσεις στὴ μήτρα σου τὸ Θεὸ ποὺ ἐξουσιάζει ὅλα τὰ κτίσματα, καὶ γέννησες τὸν ἄχρονο Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος χαρίζει τὴ σωτηρία σὰν βραβεῖο σ᾿ ὅσους σὲ ἀνυμνοῦν.

ΛΞ: Εξέστη: έμειναν έκπληκτα, τέτοκας: γέννησες

1ο Τροπάριο

Ὁδὸν ἡ κυήσασα, ζωῆς, χαῖρε Πανάμωμε, ἡ κατακλυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας, σώσασα κόσμον· χαῖρε Θεόνυμφε, ἄκουσμα καὶ λάλημα φρικτόν· χαῖρε ἐνδιαίτημα, τοῦ Δεσπότου τῆς κτίσεως.

Χαίρε Πανάμωμε ή κυήσασα, Οδον ζωής,  ή σώσασα κόσμον [απο του ] κατακλυσμου της αμαρτίας, χαίρε Θεόνυμφε, άκουσμα και λάλημα φρικτόν χαίρε ενδιαίτημα, του Δεσπότου της κτίσεως.

Χαῖρε Πανάχραντε, ἐσὺ ποὺ κυοφόρησες τὴν Ὁδὸ (τὸν Χριστό), ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωὴ καὶ ἔσωσες τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Χαῖρε νύφη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶσαι λάλημα καὶ ἄκουσμα ποὺ προκαλεῖ δέος· χαῖρε κατοικία τοῦ Δεσπότη τῆς κτίσεως.

ΛΞ: Ενδιαίτημα: κατοικία

 2ο Τροπάριο

 Ἰσχὺς καὶ ὀχύρωμα, ἀνθρώπων, χαῖρε Ἄχραντε, τόπε ἁγιάσματος τῆς δόξης· νέκρωσις ᾍδου, νυμφὼν ὁλόφωτε· χαῖρε τῶν Ἀγγέλων χαρμονή· χαῖρε ἡ βοήθεια, τῶν πιστῶς δεομένων σου.

Χαιρε  'Αχραντε, lσχυς καί οχύρωμα ανθρώπων, τόπε αγιάσματος της δόξης. νέκρωσις  Αδου, ολοφωτε νυμφών.  Χαίρε χαρμονή των Αγγέλων, χαίρε η βοήθεια των δεομένων σου πιστώς.

Χαῖρε Ἄχραντε, ποὺ εἶσαι ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ ὀχύρωμα τῶν ἀνθρώπων, τόπος ἅγιος τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ· νέκρωση τοῦ θανάτου, ὁλόφωτο νυφικὸ δωμάτιο· χαῖρε ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων· χαῖρε ἡ βοήθεια ἐκείνων ποὺ μὲ πίστη σὲ ἐπικαλοῦνται.

ΛΞ: Χαρμονή: ευφροσύνη 

3ο Τροπάριο

Πυρίμορφον ὄχημα, τοῦ Λόγου, χαῖρε Δέσποινα, ἔμψυχε Παράδεισε, τὸ ξύλον, ἐν μέσῳ ἔχων ζωῆς τὸν Κύριον· οὗ ὁ γλυκασμὸς ζωοποιεῖ, πίστει τοὺς μετέχοντας, καὶ φθορᾷ ὑποκύψαντας.

Χαίρε  Δέσποινα Πυρίμορφον  οχημα,  του Λόγου. Χαίρε έμψυχε  Παράδεισε [ο] έχων έν μέσω το ξύλον [της] ζωής, [δηλαδη] τον Κύριον, ου ο γλυκασμός ζωοποιεί, τούς μετέχοντας [τη] πίστει, καί υποκύψαντας φθορά.

Χαῖρε Δέσποινα, ἐσὺ ποὺ χρημάτισες πύρινο ἅρμα τοῦ Λόγου, ποὺ ἔγινες ἔμψυχος Παράδεισος ὅπου στὸ μέσο του ἔχει τὸ ξύλο τῆς ζωῆς, τὸν Κύριο, τοῦ Ὁποίου ἡ γλυκύτητα ζωοποιεῖ αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη τὸν γεύονται καὶ οἱ ὁποῖοι προηγουμένως εἶχαν ὑποκύψει στὴ φθορά.

ΛΞ: Πυρίμορφον: φλόγινο, όχημα: άρμα, γλυκασμός: γλυκύτητα

4ο Τροπάριο

 Ῥωννύμενοι σθένει σου, πιστῶς ἀναβοῶμέν σοι· Χαῖρε πόλις τοῦ Παμβασιλέως, δεδοξασμένα καὶ ἀξιάκουστα, περὶ ἧς λελάληνται σαφῶς· ὄρος ἀλατόμητον, χαῖρε βάθος ἀμέτρητον.

Ρωννύμενοι σθένει σου αναβοώμεν σοι πιστώς, «Χαίρε πόλις του Παμβασιλέως», δεδοξασμένα,  καί αξιάκουστα περι ης σαφώς λελάληνται, όρος αλατόμητον, Χαίρε βάθος άμετρητον.

Παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τὴν δική σου δύναμη, σοῦ φωνάζουμε μὲ πίστη· χαῖρε ἡ πόλη τοῦ Βασιλιᾶ τῶν ὅλων, γιὰ τὴν ὁποία πολλὰ εἰπώθηκαν δοξασμένα καὶ ἀξιάκουστα. Χαῖρε ὄρος ποὺ δὲ λατομήθηκε ποτέ, χαῖρε βάθος μυστηρίου ἀμέτρητο.

ΛΞ: Ρωννύμενοι: δυναμωμένοι, σθένει σου: με τη δύναμή σου, λελάληνται: λέχθηκαν, αλατόμητον: που δε λατομήθηκε

 5ο Τροπάριο

Εὐρύχωρον σκήνωμα, τοῦ Λόγου, χαῖρε Ἄχραντε· κόχλος ἡ τὸν θεῖον μαργαρίτην, προαγαγοῦσα, χαῖρε πανθαύμαστε· πάντων πρὸς Θεὸν καταλλαγή, τῶν μακαριζόντων σε, Θεοτόκε ἑκάστοτε.

Χαίρε Αχραντε, Εύρυχωρον σκήνωμα, του Λογου. χαίρε πανθαύμαστε η προαγαγούσα κοχλος τον θείον μαργαρίτηνπάντων προς Θεόν καταλλαγή, των μακαριζόντων σε, Θεοτόκεεκάστοτε.

Χαῖρε Ἄχραντε, ἐσὺ ποὺ χρημάτισες ἡ εὐρύχωρη κατοικία τοῦ Θεοῦ Λόγου· χαῖρε πανθαύμαστε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ ὄστρακο ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο προῆλθε τὸ θεῖο μαργαριτάρι. Θεοτόκε, ἐσὺ συμφιλιώνεις μὲ τὸ Θεὸ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀδιάκοπα μὲ ὕμνους σὲ ἐγκωμιάζουν.

ΛΞ: Σκήνωμα: κατοικία, κόχλος: κοχύλι, προαγαγούσα: που έφερε, καταλλαγή: συμφιλίωση

 

ᾨδὴ Ϛ´. Ὁ Εἱρμός.

 Τὴν θείαν ταύτην καὶ πάντιμον, τελοῦντες ἑορτὴν οἱ θεόφρονες, τῆς Θεομήτορος, δεῦτε τὰς χεῖρας κροτήσωμεν, τὸν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα Θεὸν δοξάζοντες. 

Τὴν θεία αὐτὴ καὶ ἰδιαίτερα ἄξια τιμῆς ἑορτὴ τῆς Θεομήτορος τελοῦντες οἱ θεόφρονες, ἐλᾶτε νὰ κτυπήσουμε τὰ χέρια ἀπὸ χαρά, δοξάζοντας τὸ Θεὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπ᾿ αὐτήν.

Δεύτε οί θεόφρονες, [οι] τελούντες την Θείαν ταυτην καί πάντιμον εορτήν τής Θεομήτορος, κροτήσωμεν τάς χείρας, δοξάζοντες, τον έξ αυτής τεχθέντα Θεον.

ΛΞ: γεμάτη με τιμή, θεόφρονες: αυτοί που έχουν θείο φρόνημα, κροτήσωμε: ας χειροκροτήσουμε

1ο Τροπάριο

 Παστὰς τοῦ Λόγου ἀμόλυντε, αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως, χαῖρε Πανάχραντε, τῶν Προφητῶν περιήχημα· χαῖρε τῶν Ἀποστόλων τὸ ἐγκαλλώπισμα.

Χαίρε άμολυντε,  Πανάχραντε, Παστάς του Λόγου αιτία της των πάντων Θεώσεως, χαίρε Πανάχραντε, τών Προφητών περιήχημα  χαίρε το εγκαλλώπισμα των Αποστόλων.

Χαῖρε Πανάχραντε, γιατὶ ἀναδείχτηκες τὸ ἀμόλυντο νυφικὸ δωμάτιο τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἔγινες ἡ αἰτία τῆς θέωσης ὅλων μας, τὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν καὶ τὸ σεμνὸ στολίδι τῶν Ἀποστόλων.

ΛΞ: Παστάς: νυφικός θάλαμος, περιήχημα: κήρυγμα

2ο Τροπάριο

 Ἐκ σοῦ ἡ δρόσος ἀπέσταξε, φλογμὸν πολυθεΐας ἡ λύσασα· ὅθεν βοῶμέν σοι· Χαῖρε ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος, ὃν Γεδεὼν Παρθένε προεθεάσατο.

Εκ σού απέσταξε η δροσος Παρθενε, ή λύσασα φλομον πολυθείας, όθεν βοώμεν σοι «Χαίρε ο ποκος ενδροσος ον προεθεάσατο [ο] Γεδεων»

Ἀπὸ σένα ἔσταξε ἡ δροσιὰ (ὁ Χριστὸς), ἡ ὁποία ἔσβησε τὴ φλόγα τῆς πολυθεΐας καὶ εἰδωλολατρίας· γιὰ τοῦτο καὶ σοῦ φωνάζουμε δυνατά· χαῖρε, Παρθένε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ὁ πόκος (τὸ μαλλὶ) τὸν ὁποῖο μὲ θαῦμα προεῖδε ὁ Γεδεών.

ΛΞ: Φλογμόν: φωτιά, πόκος: μαλλί, προεθεάσατο: προείδε

  3ο Τροπάριο

 Ἰδού σοι, Χαῖρε, κραυγάζομεν, λιμὴν ἡμῖν γενοῦ θαλαττεύουσι, καὶ ὁρμητήριον, ἐν τῷ πελάγει τῶν θλίψεων, καὶ τῶν σκανδάλων πάντων τοῦ πολεμήτορος.

Χαίρε Ιδού σοι κραυγάζομεν « γενού λιμήν καί ορμητήριον ήμίν [τοις] θαλαττεύουσι έν τώ πελάγει τών θλίψεων, καί πάντων των σκανδάλων του πολεμήτορος.»

Νά, σὲ σένα (Παναγία μας) φωνάζουμε δυνατὰ τὸ χαῖρε· γίνε λιμάνι σὲ μᾶς ποὺ ταξιδεύουμε στὴ θάλασσα τῆς ζωῆς καὶ ὁρμητήριο στὸ πέλαγος τῶν θλίψεων καὶ ὅλων τῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ μας (τοῦ διαβόλου).

ΛΞ: Θαλαττεύουσι: ταξιδεύουμε στη θάλασσα, πολεμήτορος: του διαβόλου

 

4ο Τροπάριο

 Χαρᾶς αἰτία χαρίτωσον, ἡμῶν τὸν λογισμὸν τοῦ κραυγάζειν σοι· Χαῖρε ἡ ἄφλεκτος βάτος, νεφέλη ὁλόφωτε, ἡ τοὺς πιστοὺς ἀπαύστως ἐπισκιάζουσα.

Αιτία χαρας χαρίτωσον,  ημών τον λογισμόν  του κραυγάζειν σοι: «Χαίρε ή άφλεκτος βάτος, ολόφωτε νεφέλη, η επισκιάζουσα απαύστως τους πιστούς». 

Ἐσὺ ποὺ εἶσαι αἰτία χαρᾶς, γέμισε μὲ τὴ χάρη σου τὴ σκέψη μας γιὰ νὰ σοῦ φωνάζουμε δυνατά· χαῖρε ἄφλεκτη βάτος, καὶ ὁλόφωτη νεφέλη, ποὺ ἀδιάκοπα ἐπισκιάζεις τοὺς πιστούς.

ΛΞ: Χαρίτωσον: δώσε τη χάρη σου, ημών τον λογισμόν: στον λογισμό μας.

 

 

Σπουδή στον Ακάθιστο Ύμνο (Β΄ Στάση)

                                            6.       Β΄  Στάση  Χαιρετισμών


      κουσαν οἱ Ποιμένες, τῶν Ἀγγέλων ὑμνούντων, τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν· καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα, θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον, ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα, ἣν ὑμνοῦντες, εἶπον·    Χαῖρε, ἀμνοῦ καὶ ποιμένος Μήτηρ· χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.     Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον· χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.     Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ· χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.     Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα· χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.     Χαῖρε, στεῤῥὸν τῆς Πίστεως ἔρεισμα· χαῖρε, λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα.     Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐγυμνώθη ὁ ᾍδης· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.     Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ἄκουσαν οἱ ποιμένες τοὺς Ἀγγέλους νὰ ὑμνοῦν τὴν ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Χριστοῦ (στὴ γῆ) καὶ σπεύδοντας νὰ Τὸν δοῦν ὡς ποιμένα, τὸν ἀντίκρισαν ὡς πρόβατο ἄκακο ποὺ βοσκήθηκε στὴν κοιλιὰ τῆς Μαρίας, καὶ μὲ ὕμνους εἶπαν πρὸς αὐτήν· Χαῖρε μητέρα τοῦ προβάτου καὶ ποιμένα, χαῖρε μαντρὶ λογικῶν προβάτων (τῶν πιστῶν). Χαῖρε τὸ ἀμυντήριο κατὰ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν· χαῖρε ἐσὺ ποὺ μᾶς ἀνοίγεις τὶς (κλειστὲς) πόρτες τοῦ Παραδείσου. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ γίνεσαι ἀφορμὴ τὰ οὐράνια νὰ ἀγάλλονται μὲ τὴ γῆ· χαῖρε, γιατὶ τὰ ἐπίγεια συγχορεύουν μὲ τὰ οὐράνια. Χαῖρε ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ ἀσίγητο στόμα τῶν Ἀποστόλων· χαῖρε ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ ἀκατάβλητο θάρρος τῶν ἀθλοφόρων μαρτύρων. Χαῖρε ἰσχυρὸ στήριγμα τῆς πίστεως· χαῖρε φωτεινὸ γνώρισμα τῆς Χάρης (τοῦ Θεοῦ). Χαῖρε ἐσὺ διὰ τῆς ὁποίας ἀπογυμνώθηκε ὁ Ἅδης, χαῖρε ἐσὺ διὰ τῆς ὁποίας ντυθήκαμε τὴ δόξα. Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε.

ΛΞ: δραμόντες: σπεύδοντας, άμωμον: άψογο, αμυντήριον: οχύρωμα, στερρόν: σταθερόν, έρεισμα: στήριγμα.

 

Θεοδρόμον Ἀστέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ· καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν, δι᾿ αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα· καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον, ἐχάρησαν, αὐτῷ βοῶντες· Ἀλληλούϊα.

Οἱ Μάγοι, ἀφοῦ εἶδαν τὸ ἀστέρι ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Θεό, ἀκολούθησαν τὴ φωτεινὴ λάμψη του· καὶ σὰν νὰ κρατοῦσαν αὐτὸ γιὰ λυχνάρι, ἔψαχναν γιὰ τὸν ἰσχυρὸ Βασιλιά· κι ὅταν ἔφθασαν σ᾿ Αὐτὸν ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει, χάρηκαν καὶ φώναξαν δυνατὰ σ᾿ Αὐτόν· Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: θεοδρόμον: που οδηγεί στον Θεό, αίγλη: λάμψη


δον παῖδες Χαλδαίων, ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου, τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι, καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ· Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας. Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα· χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα. Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς· χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν. Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας· χαῖρε, ἡ τοῦ βορβόρου ῥυομένη τῶν ἔργων. Χαῖρε, πυρὸς προσκύνησιν παύσασα· χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα. Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης· χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη. Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Εἶδαν τὰ παιδιὰ τῶν Χαλδαίων (οἱ μάγοι) στὰ χέρια τῆς Παρθένου Ἐκεῖνον ποὺ μὲ τὰ χέρια Του ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ κατανοώντας πὼς εἶναι ὁ Κύριος τοῦ κόσμου, ἂν καὶ ἔλαβε τὴν ἀνθρώπινη μορφή, ἔσπευσαν νὰ τοῦ προσφέρουν τὰ δῶρα τους καὶ νὰ φωνάξουν δυνατὰ στὴν Εὐλογημένη· Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ᾿γινες Μητέρα τοῦ ἀστεριοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ποὺ δὲν πρόκειται νὰ δύσει ποτέ· χαῖρε ἡ αὐγὴ τῆς μυστικῆς ἡμέρας (τοῦ Κυρίου). Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔσβησες τὸ καμίνι τῆς πλάνης· χαῖρε ἐσὺ ποὺ φωτίζεις τοὺς λάτρεις τῆς Παναγίας Τριάδος. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔδιωξες ἀπὸ τὴν ἐξουσία του τὸν ἀπάνθρωπο τύραννο (τὸν διάβολο)· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ μᾶς ἔδειξες τὸν φιλάνθρωπο Χριστό. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ μᾶς λύτρωσες ἀπ᾿ τὴ βάρβαρη θρησκεία (τὴν εἰδωλολατρία)· χαῖρε ἐσὺ ποὺ μᾶς ἔσωσες ἀπὸ τὸ βόρβορο τῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔπαυσες τὴν προσκύνηση τῆς φωτιᾶς (τὴν πυρολατρία)· χαῖρε ἐσὺ ποὺ λυτρώνεις ἀπ᾿ τὴ φλόγα τῶν παθῶν. Χαῖρε ἐσὺ ποὺ ὁδηγεῖς τοὺς πιστοὺς στὴ σωφροσύνη, χαῖρε ὅλων τῶν γενεῶν ἡ εὐφροσύνη. Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε.

ΛΞ: τοις δώροις θεραπεύσαι: να του προσφέρουν δώρα, βοήσαι: να φωνάξουν, αδύτου: που δεν δύει ποτέ, της αρχής: της εξουσίας.

 


Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οἱ Μάγοι, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα· ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν, καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν, ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη, μὴ εἰδότα ψάλλειν· Ἀλληλούϊα.

Ἀφοῦ οἱ Μάγοι ἔγιναν θεοφόροι κήρυκες, γύρισαν πίσω στὴ Βαβυλώνα. Ἐκπλήρωσαν ἔτσι τὸν χρησμό σου καὶ σὲ ὅλους κήρυξαν πὼς εἶσαι ὁ Χριστός. Κι ἄφησαν τὸν Ἡρώδη στὸ παραλήρημά του, βουβὸ καὶ ἀνίκανο νὰ ψέλνει (στὸ Θεό)· Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: ληρώδη: να παραληρεί.

 


 Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ, φωτισμὸν ἀληθείας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχύν, πέπτωκεν· οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες, ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·    Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων· χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.    Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα· χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα. Χαῖρε, θάλασσα ποὺ καταπόντισες (στὰ νερά σου) τὸ νοητὸ Φαραὼ (τὸν διάβολο)· χαῖρε, πέτρα ποὺ ξεδίψασες ὅσους διψοῦν τὴν ἀληθινὴ ζωή.Χαῖρε, φωτεινὲ στύλε ποὺ ὁδηγεῖς ὅσους πορεύονται στὸ σκοτάδι· χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου ποὺ ᾿σαι πιὸ πλατιὰ ἀπ᾿ τὴ νεφέλη. Χαῖρε, τροφὴ ποὺ διαδέχτηκε τὸ μάννα· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ μοιράζεις τὴ θεία ἀπόλαυση (στὸν ἄνθρωπο). Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας· χαῖρε, ἐσὺ ἀπ᾿ τὴν ὁποία ρέει μέλι καὶ γάλα. Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε.

Ἀφοῦ ἔλαμψες στὴν Αἴγυπτο τὸ φωτισμὸ τῆς θείας ἀλήθειας, ἀφάνισες τὸ σκοτάδι τοῦ ψεύδους· γιατὶ τὰ εἴδωλα αὐτῆς, μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξουν τὴ δύναμὴ σου, Σωτήρα, γκρεμίστηκαν· κι ἐκεῖνοι ποὺ λυτρώθηκαν ἀπὸ αὐτὰ φώναζαν δυνατὰ στὴ Θεοτόκο· Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔγινες ἡ ἀνόρθωση τῶν ἀνθρώπων· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἔγινες ἡ κατάπτωση τῶν δαιμόνων. Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ διέλυσες τὴν πλάνη τῆς ἀπάτης· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἤλεγξες τὸ δόλο τῶν εἰδώλων. Χαῖρε, θάλασσα ποὺ καταπόντισες (στὰ νερά σου) τὸ νοητὸ Φαραὼ (τὸν διάβολο)· χαῖρε, πέτρα ποὺ ξεδίψασες ὅσους διψοῦν τὴν ἀληθινὴ ζωή. Χαῖρε, φωτεινὲ στύλε ποὺ ὁδηγεῖς ὅσους πορεύονται στὸ σκοτάδι· χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου ποὺ ᾿σαι πιὸ πλατιὰ ἀπ᾿ τὴ νεφέλη. Χαῖρε, τροφὴ ποὺ διαδέχτηκε τὸ μάννα· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ μοιράζεις τὴ θεία ἀπόλαυση (στὸν ἄνθρωπο). Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας· χαῖρε, ἐσὺ ἀπ᾿ τὴν ὁποία ρέει μέλι καὶ γάλα. Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε.

ΛΞ: μη ενεγκαντά σου: μην αντέχοντας, την ισχύν: τη δύναμη, ποντίσασα: που έπνιξε.

 


Μέλλοντος Συμεῶνος, τοῦ παρόντος αἰῶνος, μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος, ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ, ἀλλ᾿ ἐγνώσθης τούτῳ καὶ Θεὸς τέλειος· διό περ ἐξεπλάγη, σοῦ τὴν ἄῤῥητον σοφίαν, κράζων· Ἀλληλούϊα.

Ὅταν ἐπρόκειτο ὁ Συμεὼν νὰ φύγει ἀπὸ αὐτὴν ἐδῶ τὴ ζώη, τὴν ψεύτικη κι ἀπατηλή, τοῦ δόθηκες ὡς βρέφος· ἐκεῖνος ὅμως κατάλαβε πὼς εἶσαι τέλειος Θεός. Γι᾿ αὐτὸ ἐκπλησσόμενος ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστη σοφία σου, σοῦ φώναζε δυνατά· Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: απατεώνος: τον μάταιο, μεθίστασθαι: να φύγει.                                      

 

 

 

ΤΡΙΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἥμαρτον ὁμολογῶ σοι Κύριε, ὁ ἄσωτος ἐγώ˙ οὐ τολμῶ ἀτενίσαι εις Οὐρανόν τό ὄμμα˙ ἐκεῖθεν γάρ ἐκπεσών, ἐγενόμην ἄθλιος. Ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, καί οὐκ εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου˙ ἐμαυτόν ἀποκηρύττω, οὐ χρήζω κατηγόρων, οὐδέ πάλιν μαρτύρων˙ ἔχω θριαμβεύουσάν μου τήν ἀσωτίαν˙ ἔχω στηλιτεύουσαν τήν φαύλην πολιτείαν˙ ἔχω καταισχύνουσαν τήν παροῦσάν μου γύμνωσιν, πρός ἐντροπήν δέ τά ράκη, ἅ περιβέβλημαι. Εὔσπλαγχνε Πάτερ, Υἱέ μονογενές, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, μετανοοῦντά με δέξαι, καί ἐλέησόν με» (απόστιχα Αίνων, ήχος βαρύς).

(Αμάρτησα, Σου το ομολογώ, Κύριε, εγώ ο άσωτος. Δεν τολμώ να ατενίσω το βλέμμα στον Ουρανό. Γιατί από κει ξέπεσα κι έγινα άθλιος. Αμάρτησα στον Ουρανό και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομαστώ υιό Σου. Αποκηρύσσω τον εαυτό μου, δεν χρειάζομαι κατηγόρους κι ούτε πάλι μάρτυρες. Έχω την αμαρτία μου να το διακηρύσσει. Έχω τον πονηρό τρόπο ζωής μου να με στηλιτεύει. Έχω την τωρινή μου γύμνωση να με ντροπιάζει, κι είναι πράγματι για ντροπή μου τα ράκη που είμαι ντυμένος. Εύσπλαχνε Πατέρα, Υιέ μονογενή Χριστέ, Πνεύμα άγιον, δέξου με μετανοημένο και ελέησέ με).

Συγκλονιστικό το τροπάριο του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, ο οποίος συνέδεσε προκειμένου να περιγράψει τον μετανοημένο άνθρωπο τις παραβολές και του ασώτου υιού και του τελώνου και φαρισαίου. Ο τελώνης δεν ήταν εκείνος που έχοντας συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του στον Ουρανό; – έβλεπε ένδακρυς μόνο τη γη, γιατί χώμα είχε κάνει με τις αμαρτίες του τη ζωή του. Και το μόνο που κατόρθωνε να ψελλίζει ήταν «Θεέ μου, ελέησέ με τον αμαρτωλό». Το ίδιο συνέβη και με τον άσωτο της άλλης πιο γνωστής και μεγάλης παραβολής του Κυρίου: κι εκείνος φτάνει η ώρα που νιώθει την κατάντια του. Και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για να συρθεί ενώπιον του Πατέρα του. Κι εδώ αρχίζει το έργο του αγίου υμνογράφου: με μετοχή καρδιάς προβαίνει στην περιγραφή της όλης εσωτερικής διεργασίας που διαδραματίζεται στην καρδιά και των δύο, δηλαδή στην καρδιά του κάθε πιστού που έχει επίγνωση όντως και της δικής του τραγικότητας. Γιατί στο πρόσωπο ασφαλώς και του τελώνη και του ασώτου καλεί η Εκκλησία μας διά του αγίου ποιητή να δει ο καθένας τον εαυτό του. Η περιγραφή είναι ανθρώπου που «ζωγραφίζει». Η κάθε λέξη του Ιωσήφ είναι πινελιά στον πίνακα της ψυχής του και της δικής μας.

 Παρακολουθούμε βήμα-βήμα τα στάδια της αληθινής μετανοίας: την ομολογία ενώπιον του Θεού της αμαρτίας που συνιστά την ασωτία˙ την ταπείνωση που κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τον ξεπεσμό και την αθλιότητά του˙ την επίγνωση ότι δεν μπορεί πια να χαρακτηρίζεται υιός Θεού -  τον κατηγορεί η ίδια η συνείδησή του, που δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο πιο «βίαιο» κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης στο Μεγάλο Κανόνα του˙ την πονηρή διαγωγή  που συνιστά κυριολεκτικά μαστίγωμα της συνείδησης - η κουρελιασμένη ψυχή βοά για την κατάντια! Αλλά υπάρχει η μετάνοια, σημειώνει ο υμνογράφος ακολουθώντας το Ευαγγέλιο. Η μετάνοια που ναι μεν διαπιστώνει την ασωτία και την αμαρτία, αλλά προχωράει με πόδια τρεμάμενα εκεί που υπάρχει η λύτρωση και ο καθαρμός: το έλεος του Θεού, η αγάπη του Θεού Πατέρα και όλης της αγίας Τριάδος. Κι αυτή η αγάπη του Θεού είναι αυτή που υπέρκειται της κάθε αμαρτίας. «Όλη την αμαρτία του κόσμου αν μαζέψουμε από τη μια, όλου του κόσμου κι όλων των εποχών, είναι σαν ένας κόκκος άμμου ή σαν μία σπίθα μπροστά στο πέλαγος του ελέους του Θεού. Τι μπορεί να κάνει ένας κόκκος άμμου ή μία σπίθα; Τίποτε απολύτως. Αυτό κι ακόμη περισσότερο συμβαίνει με την αμαρτία όταν παραβληθεί με την αγάπη του Θεού» (ιερός Χρυσόστομος).

Η ποιητική ζωγραφική δύναμη του αγίου υμνογράφου είναι πολύ μεγάλη. Η προβολή της μετανοίας ως της μόνης σώζουσας δύναμης του ανθρώπου είναι φοβερή. Το τροπάριο θα έπρεπε να το αντιγράψουμε και να το κορνιζώσουμε, για να το βλέπουμε καθημερινά. Θα λειτουργεί καθημερινά ως καθρέπτης της χριστιανικής ή μη πορείας μας.    

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ

 ΦΡΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΟΝΑΣ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΜΑΣ

«Μετά τον Θεό ας έχουμε σε κάθε ενέργειά μας ως άγρυπνο φρουρό και ως γνώμονα ασφαλή τη συνείδησή μας. Έτσι αντιλαμβανόμενοι από πού φυσά ο άνεμος θα ανοίγουμε προς τα εκεί και τα ιστία που πλοίου μας» (Κλίμαξ, λόγ. κστ΄ 5). 

Ένα καραβάκι είναι ο καθένας μας  στη θάλασσα του βίου. Στη θάλασσα αυτή που έχει και μπουνάτσες, αλλά συνήθως έχει μεγάλες φουρτούνες – ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο κόσμος αυτός, μετά την πτώση στην αμαρτία βεβαίως, χαρακτηρίζεται ως «κοιλάδα πένθους καί δακρύων», ενώ ο ίδιος ο Κύριος είπε ότι «με πολλές θλίψεις θα εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού». Τα κύματα υψώνονται μανιασμένα τις περισσότερες φορές πάνω στο καραβάκι αυτό, το οποίο κινδυνεύει γι’ αυτό συχνά να καταποντιστεί. Φτάνουμε τότε στο σημείο να χάνουμε τον προσανατολισμό μας. Κύματα και φουρτούνες ασφαλώς οι δοκιμασίες της ζωής, οι πειρασμοί, ο κόσμος ο κείμενος εν τω πονηρώ που παραμονεύει πώς να μας καταπιεί.

Ευτυχώς υπάρχει πάντοτε η πυξίδα. Αυτή που και στη μεγαλύτερη μαυρίλα και καταιγίδα μάς δείχνει την ορθή πορεία. Κι ορθή πορεία είναι αυτή που μας οδηγεί στον ουρανό: τη σχέση μας με τον Θεό. Κι αυτό γιατί Εκείνος είναι ο Δημιουργός μας, ο Φροντιστής και Προνοητής της ζωής μας, ο τελικός σκοπός μας. Όπως το δηλώνει και ο απόστολος Παύλος:  «Ἐξ Αὐτοῦ καί δι’  Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται». Κι ακόμη πιο συγκεκριμένα: γιατί ναι μεν είμαστε δημιουργήματα του Θεού, αλλά μ’  έναν τρόπο μοναδικό, τόσο που «επαναλαμβάνουμε» τον Θεό κατά το παντοδύναμο θέλημά Του: «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’  εἰκόνα καί καθ’  ὁμοίωσιν ἡμετέραν». Ως εικόνες λοιπόν Χριστού Θεού μας, αν χάσουμε τον προσανατολισμό αυτόν, δηλαδή τή διαρκή απόβλεψη σ’  Εκείνον,  πράγματι και αληθώς χανόμαστε. Τι νόημα  έχει μια ζωή δίχως Θεό; Μία πορεία κυριολεκτικά στα τυφλά! Κι η κάθε ημέρα μας χωρίς Αυτόν; «Κι άλλη μια μέρα δίχως σκοπό», που λέει ο στίχος ενός παλιού τραγουδιού.

Ποια είναι η πυξίδα; Το θέλημα του Θεού. Που είναι γνωστό αφότου ο Θεός σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος. Μας είχε δώσει τα κεντρικά σημεία της πορείας μας, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, κατεξοχήν μας τα έδωσε, τότε που ήλθε, γιατί όχι μόνο μας έδειξε τον ουρανό ως σημάδι προσανατολισμού, αλλά μας πήρε, μας έκανε κομμάτι του Εαυτού Του, και μαζί πια με Εκείνον πορευόμαστε στη θάλασσα του βίου. «Εγώ το αμπέλι κι εσείς τα κλήματα» μας απεκάλυψε. «Μέλη του σώματός Του». Πόσο παρήγορη πια είναι η πορεία του χριστιανού. Γιατί παλεύει με τα κύματα, αλλά καπετάνιο στο σκαρί του έχει τον ίδιο τον Χριστό! (Μια παλιά εικόνα αποτυπώνει με μεγάλη αμεσότητα την πραγματικότητα αυτή: Ο Χριστός να κρατάει το τιμόνι του δικού μας καραβιού)!

Δεν βαδίζουμε λοιπόν στα… κουτουρού! Ό,τι μας λέει ο λόγος του Θεού.  «Όπου και να είσαι, έχε ως βάση σου την Αγία Γραφή» (Μ. Αντώνιος). Αλλά ο όσιος επισημαίνει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: μαζί με τον Θεό που μας καθοδηγεί με τον λόγο Του, έχουμε και τη συνείδησή μας. «Η συνείδησή σου είναι ο άγρυπνος φρουρός σου και ο ασφαλής σου γνώμονας».  Αρκεί βεβαίως να λειτουργεί η συνείδηση. Διότι δυστυχώς πολύ συχνά δεν την ακούμε σ’ αυτά που μας συμβουλεύει, οπότε σιγά σιγά τη θέτουμε σε αχρηστία, κι η φωνή της, αν δεν σβήσει εντελώς, είναι τόσο ψιθυριστή, που είναι σαν να μην υπάρχει. «Αν θέλεις να προκόψεις,  φρόντισε τη συνείδησή σου και όσα σου λέει κάνε τα» (αββάς Μάρκος). Ν’ ακούμε τη φωνή της συνείδησής μας. Εκείνης όμως που έχει εμβαπτιστεί και διαποτιστεί από τον λόγο του Χριστού. Εκείνης που έχει μπει στον ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Αν δεν λειτουργεί έτσι, τότε καλύτερα να μην… την ακούμε!  Γιατί μάλλον δεν θα μας λέει τα σωστά.

29 Μαρτίου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

Από την πλούσια πνευματική τράπεζα που μας παραθέτει η Εκκλησία μας και τη σημερινή ημέρα, πρώτη της τρίτης εβδομάδας των Νηστειών, επιλέγουμε ορισμένα εδέσματα.

- «Βρῶσιν λελοιπώς ἀγγελικήν, παρωμοιώθην κτήνεσιν, ἐν τῷ σιτίζεσθαι τήν μοχθηράν κακίαν˙ ἀλλ’ οὖν ἐπιστρέφοντα, δέξαι με, ὥσπερ ἕνα τῶν μισθίων, οὐράνιε Πάτερ» (ωδή α΄).

(Αφού εγκατέλειψα την τροφή των αγγέλων, έγινα όμοιος με τα κτήνη, τρώγοντας την πονηρή κακία. Αλλά Ουράνιε Πατέρα, τώρα που επιστρέφω σε Σένα, δέξου με ως ένα των δούλων Σου).

Τον άσωτο υιό έχει ενώπιόν του ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Τον άσωτο που αποτελεί τον τύπο της αληθινής μετανοίας, συνεπώς εκείνον που χαρακτηρίζει όχι μόνο την περίοδο της Σαρακοστής, αλλά όλη τη ζωή του ανθρώπου – να θυμηθούμε τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη, ο οποίος έλεγε ότι ποθεί όλη η ζωή του να ήταν μία Σαρακοστή. Ο άσωτος λοιπόν αποτελεί το όραμα για κάθε πιστό, αφού χαράζει τον δρόμο της μετανοίας που εκβάλλει στο Σπίτι, δηλαδή την αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα. Το δεδομένο και πάλι για τον άγιο υμνογράφο που κινείται βεβαίως ευαγγελικά είναι η αγάπη του Θεού, που είναι όχι ο αυστηρός και εκδικητής Θεός, αλλά ο Πατέρας που το μόνο που κάνει είναι να ποθεί με ζήλο το κάθε παιδί Του, πότε δηλαδή θα θελήσει να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Αρκεί η θέλησή του αυτή να έχει όντως τα χαρακτηριστικά της αληθινής μετάνοιας: πρώτον, τη συναίσθηση ότι η αμαρτία ως απομάκρυνση από τον Θεό συνιστά μία κτηνώδη κατάσταση για τον άνθρωπο, με την έννοια της υποβίβασης και της υποδούλωσής του από τον αγγελικό επίπεδο στη διαστροφική κακία και πονηρία˙  δεύτερον, την κίνηση επιστροφής στον Θεό με διάθεση ταπείνωσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά «συγκινούν» τον φιλάνθρωπο Πατέρα μας και Τον κάνουν να μας «κυνηγάει» με ανοιχτές αγκάλες!

- «Ἐν φαιδροτάτῃ νηστείᾳ, φωταυγείᾳ τῶν προσευχῶν λαμπρυθέντες  χρηματίσωμεν, ὅπως τῆς ἁμαρτίας τό σκότος ἐκφύγωμεν» (ωδή η΄).

(Μέσα στο πλαίσιο της φαιδρότατης νηστείας, ας γίνουμε λαμπροί από το ισχυρό φως των προσευχών, προκειμένου να ξεφύγουμε από το σκοτάδι της αμαρτίας).

Ο υμνογράφος τονίζει αυτό που συνιστά το κατεξοχήν παγιωμένο σχήμα στην πνευματική ζωή: η αμαρτία δεν είναι παιχνίδι ή κατάσταση που πρέπει κανείς να την αντιμετωπίσει με ελαφριά καρδιά. Αυτό που έφερε και φέρνει απαρχής και εφεξής είναι το σκοτάδι του θανάτου. Πνευματικού πρωτίστως ως απομάκρυνσης από την πηγή της ζωής, τον Θεό, συνεπώς της έλλειψης και κάθε νοήματος για τον άνθρωπο, αλλά και σωματικού στη συνέχεια με όλα τα παρεπόμενα της οποιασδήποτε φθοράς, της αρρώστιας και του πόνου. Ενόψει λοιπόν μίας τέτοιας τραγικής και δύστυχης καταστάσεως που σφραγίζει τον κάθε άνθρωπο, υπάρχει το αντίδοτο που έφερε ο Λυτρωτής και Σωτήρας Χριστός και που δεν είναι άλλο από την αποκατάσταση της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό. Η σχέση αυτή καθορίζεται πια από τη διαρκή αναφορά του πιστού προς τον Θεό Πατέρα, την αέναη και καθαρή δηλαδή προσευχή του. Προσευχή που δεν βάζει τον άνθρωπο να στέκει κάπου και να ψάχνει τον Θεό, αλλά να είναι μέσα σ’ Αυτόν, ενσωματωμένος στον Χριστό, οπότε να προσεύχεται έχοντας Εκείνον εν Πνεύματι  να «λέει» τις προσευχές – ο πιστός εν Χριστώ γίνεται ο ίδιος προσευχή. Αποτέλεσμα που το βλέπουμε σε όλους τους αληθινούς πιστούς, τους αγίους μας: να ζουν μέσα στο πλούσιο φως του Θεού, ντυμένοι Εκείνον που είναι το Φως! Κατεξοχήν όργανο βοηθητικό στην πνευματική αυτή πορεία είναι η νηστεία της Εκκλησίας μας, που έτσι αποκτάει χαρακτήρα χαρμόσυνο.

- «Νήστευσον ψυχή μου, κακίας και πονηρίας, κράτησον ὀργῆς, καί θυμοῦ καί πάσης ἁμαρτίας. Ἰησοῦς γάρ τοιαύτην θέλει νηστείαν, ὁ φιλανθρωπότατος Θεός ἡμῶν» (ωδή θ΄).

(Νήστεψε, ψυχή μου, από την κακία και την πονηρία, κυριάρχησε στην οργή και στον θυμό και σε κάθε άλλη αμαρτία. Διότι ο Ιησούς που είναι ο φιλανθρωπότατος Θεός μας, τέτοια νηστεία θέλει).

Ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει καθημερινά να υπενθυμίζει ό,τι σημείωνε απαρχής της νηστείας: νηστεία αληθινή δεν είναι κυρίως η αποχή από το φαγητό ή ο περιορισμός απλώς των τροφών. Πρωτίστως είναι η αποχή και η πλήρης απομάκρυνση από κάθε αμαρτία, από κάθε κακία και πονηρία, είτε αυτή λέγεται οργή είτε θυμός είτε οτιδήποτε άλλο – μη ξεχνάμε ότι ο Πονηρός διάβολος ουδέποτε σιτίζεται, αλλά είναι διάβολος! Μία τέτοια νηστεία χαρακτηρίζεται αληθινή και αυτήν αποδέχεται ο Ιησούς Χριστός που είναι ο φιλανθρωπότατος Θεός μας. Γιατί; Διότι αυτή καθαρίζει το «έδαφος» της καρδιάς μας και μας καθιστά ικανούς να δεξιωθούμε μέσα της τον Ίδιο τον Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Η έγνοια του αγίου υμνογράφου να μη χάσουμε τον στόχο μας την περίοδο αυτή είναι συγκινητική. Κι αυτό γιατί είναι πολύ εύκολο να μείνουμε δυστυχώς στην επιφάνεια της σωματικής νηστείας, της εύκολης νηστείας, και να ξεχάσουμε το βάθος της. Το πρόβλημα πάντοτε είναι η «ποιότητα» της καρδιάς μας.

27 Μαρτίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

«Ἰδών δέ την πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ˙ τέκνον, 

ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μάρκ. 2, 5) 

Η Β΄ Κυριακή Νηστειών αποτελεί ως γνωστόν συνέχεια της προηγουμένης, της Κυριακής της Ορθοδοξίας. Η  Εκκλησία μας έθεσε κατ’ αυτήν, ως τρόπον τινά δεύτερη Κυριακή της Ορθοδοξίας,  να εορτάζεται ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλός της άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος συνόψισε σύνολη την προ αυτού Πατερική Παράδοση και φανέρωσε με δύναμη την ορθόδοξη πίστη, όταν αυτή αμφισβητήθηκε από Δυτικούς χριστιανούς, ιδίως δε τον Βαρλαάμ. Η συμβολή του αγίου Παλαμά έγκειτο κυρίως στην προβολή της αλήθειας ότι ο Θεός μας είναι ουσία και (άκτιστη) ενέργεια, απρόσιτος και προσιτός, μακριά μας και πολύ κοντινός μας, συνεπώς δημιουργεί τις συνθήκες πραγματικής και όχι φανταστικής σωτηρίας μας. Η σωτηρία μας μάλιστα σχετίστηκε με την κατεξοχήν ενέργεια του Θεού, τον ερχομό Του στον κόσμο ως ανθρώπου εν προσώπω Ιησού Χριστού, με τον οποίο απαλλάσσει τον κόσμο από την αμαρτία και τις συνέπειές της τη φθορά και τον θάνατο και τον ενώνει με τον Ίδιο. Το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα δείχνει ακριβώς το πώς ο Χριστός θεραπεύει τον άνθρωπο και ψυχικά (άφεση αμαρτιών) και σωματικά (υγεία).

1. Θα πρέπει να θυμηθούμε καταρχάς ότι η αμαρτία δεν συνιστά μία απλή παράβαση ή μία παρέκκλιση από κάποιον κανόνα, δεν πρόκειται δηλαδή για κάτι δευτερεύον. Αποτελεί την επανάσταση του ανθρώπου κατά του ίδιου του Θεού: της πηγής της ζωής του, η οποία ως αποτέλεσμα φέρει τη διαστροφή του ανθρώπου, την εισαγωγή του θανάτου με όλα τα παρεπόμενα της φθοράς στη ζωή του, την ανώμαλη και παρά φύσιν πορεία του έκτοτε μέσα στον κόσμο. «Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» σημειώνει ο λόγος του Θεού. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να «παίζει» κανείς με την αμαρτία, της οποίας την τραγικότητα περιγράφει μεταξύ άλλων η ιστορία του αδελφοκτόνου Κάιν στην Παλαιά Διαθήκη: στιγματίζεται καίρια ώστε να μην ησυχάζει όπου κι αν σταθεί, και ο απόστολος Παύλος στο έβδομο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής: «ποιος θα με σώσει από τον θάνατο της αμαρτίας;»

2. Ο Χριστός λοιπόν, ο ενανθρωπήσας Θεός μας, ήλθε για να μας επαναφέρει στον δρόμο του Θεού, γινόμενος ο Ίδιος «δρόμος» και αίροντας και καθαρίζοντας την ανθρώπινη φύση και την αμαρτία του κόσμου. Είναι ο μόνος ως Θεός που μπορεί να συγχωρήσει και να διαγράψει τις αμαρτίες, γι’ αυτό και καθένας που προσεγγίζει τον Χριστό (και τότε που ήλθε και μετέπειτα έως της συντελείας του αιώνος) λαμβάνει την άφεση των αμαρτιών του, αναπαύεται και παρηγορείται πραγματικά και ουσιαστικά. «Ἵνα δέ εἰδῆτε ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τήν ἐξουσίαν ἐπί τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας». Κι αυτή η άφεση προσφέρεται βεβαίως δυνάμει όλης της ζωής Του, ιδίως όμως της Σταυρικής Θυσίας Του, κάτι που συνεχίζεται αενάως μέσα στο Σώμα Του την Εκκλησία εν Πνεύματι Αγίω και δη μέσα στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.

3. Όμως, ενώ δόθηκε η συγνώμη και η άφεση και επήλθε η πλήρης αποκατάσταση (ας δούμε την παραβολή του ασώτου), δεν εισπράττεται αυτή από τον κάθε άνθρωπο, διότι πρέπει και ο ίδιος να ανταποκριθεί. Η προσφορά υπάρχει, η αποδοχή χωλαίνει. Κι η ανταπόκριση του ανθρώπου είναι η πίστη του. Η πίστη αποτελεί στην ουσία το άνοιγμα της καρδιάς στον Θεό, η συγκατάθεση του ανθρώπου προκειμένου να δεχθεί τις δωρεές της αφέσεως. Χωρίς την πίστη αυτή η χάρη του Θεού παραμένει ανενέργητη.

4. Στο σημερινό Ευαγγέλιο όμως τονίζεται και κάτι άλλο πέραν της πίστεως του ανθρώπου: η δύναμη της κοινής πίστεως. «Ἰδών τήν πίστιν αὐτῶν» σημειώνει ο Ευαγγελιστής για τον Κύριο, είδε την πίστη και του παραλυτικού αλλά και των φίλων του. Και πρέπει εδώ να εννοήσουμε τη δύναμη της Εκκλησίας. Όχι μόνο η ατομική θα λέγαμε πίστη, αλλ’ η κοινή, η εκκλησιαστική, είναι ό,τι κατεξοχήν επισύρει την ενέργεια της χάρης του Θεού. Κι αυτό θα πει: ένα πρόβλημα, όσο μεγάλο κι αν είναι, μπορεί να ξεπεραστεί με την πίστη βεβαίως του ανθρώπου στον Χριστό, κυρίως όμως όταν γίνει από ατομικό κοινό πρόβλημα, όταν λειτουργήσει η εκκλησιαστική συνείδηση.

Ας θυμηθούμε: - οι απόστολοι καλούσαν τους Χριστιανούς να προσεύχονται στην Εκκλησία για τα προβλήματά τους, κοινά ή ατομικά.

- Ο απόστολος Πέτρος όταν συνελήφθη για τη δράση του και φυλακίστηκε, απελευθερώθηκε μετά από σεισμό μάλιστα, γιατί γινόταν εκτενής δέηση προς τον Θεό υπέρ αυτού από το εκκλησιαστικό σώμα.

  – Ο απόστολος Ιάκωβος γράφει για την προσευχή της Εκκλησίας σε αρρώστους, μιλώντας για το ευχέλαιο, προσευχή που μπορεί να σώσει από την αρρώστια. «Καί ἡ εὐχή τῆς πίστεως (της Εκκλησίας δηλαδή) σώσει τόν κάμνοντα (τον άρρωστο)».      

– Η προτροπή των αποστόλων να προσεύχεται ο ένας για τον άλλον, προκειμένου να γιατρευόμαστε και ψυχικά και σωματικά. «Εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε».

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι το οικονομικό του πρόβλημα ούτε ακόμη και το όποιο πρόβλημα υγείας μπορεί να έχει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα γιατί έχει αιώνιο αντίκτυπο είναι η αμαρτία, όταν βεβαίως ο άνθρωπος δεν μετανοεί. Η διέξοδος είναι μονόδρομος: η στροφή εν μετανοία στον Χριστό, η ένταξη στον εκκλησιαστικό ρυθμό ζωής που είναι ρυθμός μετανοίας. Σ’ αυτόν τον ρυθμό που στρέφει τον άνθρωπο εν προσευχή στον Κύριο και εν αγάπη στον συνάνθρωπο βρίσκεται και η μεγαλύτερη δύναμη, γιατί ενεργοποιεί την παντοδύναμη χάρη του Θεού. Είναι πολύ ωραίο αυτό που κάνουν ήδη πολλοί εν Χριστώ αδελφοί: όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα κινητοποιούν και άλλους. Το λένε στους ιερείς, στα μοναστήρια, σε άλλους πιστούς. Προκαλούμε με τον τρόπο αυτόν πιο έντονα τον Χριστό για να εκφράσει τη δεδομένη έτσι κι αλλιώς απέναντί μας αγάπη Του. Αυτό δεν κάνουμε άλλωστε και με τους αγίους μας, ιδίως με την Παναγία μας; Τους παρακαλούμε να μεσιτεύσουν για εμάς στον Κύριο. Το παράδειγμα του παραλύτου σήμερα που η πίστη του αλλά και η πίστη των φίλων του έφεραν το ποθούμενο γι’ αυτόν αποτελεί σήμα καθοδηγητικό.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της».

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή: «Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε» (ωδή ε´). «Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)» (ωδή δ´). «Ματρώνα, είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο» (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που έχει σημασία δεν είναι τα πλούτη και η δόξα κι ό,τι είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ». Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: «Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας». Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. «Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας» (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. «Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε» (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και «είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού» (ωδή η´ ). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Γιατί είναι η μόνη αγάπη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως;