2. Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ Ωδή του Κανόνος του Ακαθίστου Ύμνου
ᾨδὴ
δ´. Ὁ Εἱρμός.
Ὁ
καθήμενος ἐν δόξῃ, ἐπὶ θρόνου Θεότητος, ἐν νεφέλῃ κούφῃ, ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, τῇ ἀκηράτῳ παλάμῃ, καὶ διέσωσε, τοὺς
κραυγάζοντας· Δόξα Χριστὲ τῇ δυνάμει σου.
Ο Ιησους ο καθήμενος εν δόξη
επι θρονου θεοτητος ήλθεν, εν κούφη νεφελη, ο υπέρθεος, και διέσωσε τη ακηράτω
παλάμη τους κραυγάζοντας “Δοξα Χριστέ τη δυνάμει σου”.
Αὐτὸς ποὺ κάθεται στὸν ἔνδοξο θρόνο τῆς Θεότητος, ἦλθε
(στὸν κόσμο) μέσα σ᾿ ἐλαφρὺ σύννεφο (τὴν Παναγία), ὁ Ἰησοῦς ὁ ὕψιστος Θεός, ὁ Ὁποῖος
μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀμόλυντης παλάμης Του ἔσωσε (ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ θάνατο) αὐτοὺς
ποὺ κραυγάζουν· δόξα Χριστέ, στὴ θεία σου δύναμη.
ΛΞ:
νεφέλη κούφη: ελαφρύ νέφος, ακηράτω: αμόλυντη
1ο
Τροπάριο
Ἐν φωναῖς ἀσμάτων πίστει, σοὶ βοῶμεν
Πανύμνητε· Χαῖρε πῖον ὄρος, καὶ τετυρωμένον ἐν Πνεύματι· χαῖρε λυχνία καὶ
στάμνε, μάννα φέρουσα, τὸ γλυκαῖνον, τὰ τῶν εὐσεβῶν αἰσθητήρια.
Πιστει βοώμεν σοι εν φωναίς ασμάτων
πανύμνητε. Χαίρε ορος πίον και τετυρωμένον εν πνευματι. Χαιρε λυχνια, και
σταμνε φερουσα μαννα, το γλυκαίνον τα αισθητηρια των ευσεβων
Μὲ ἄσματα (ὕμνους) ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν πίστη μας,
σοῦ φωνάζουμε Πανύμνητε· χαῖρε ἐσὺ ποὺ μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινες εὔφορο
βουνό· χαῖρε ἑπτάφωτη λυχνία, στάμνα ποὺ φέρεις μέσα σου τὸ μάννα (τὸν Χριστό)
ποὺ γλυκαίνει τὰ πνευματικὰ αἰσθητήρια τῶν εὐσεβῶν.
ΛΞ:
πίον: έφορο, τετυρωμένον: πλούσιο σε τροφές, βουνό με τυριά
2ο
Τροπάριο
Ἱλαστήριον τοῦ κόσμου, χαῖρε ἄχραντε
Δέσποινα· χαῖρε κλῖμαξ γῆθεν, πάντας ἀνυψώσασα χάριτι· χαῖρε ἡ γέφυρα ὄντως, ἡ
μετάγουσα, ἐκ θανάτου, πάντας, πρὸς ζωὴν τοὺς ὑμνοῦντάς σε.
Xαίρε άχραντε Δέσποινα Ιλαστήριον του
κόσμου, χαίρε κλίμαξ, ανυψώσασα γήθεν χάριτι πάντας χαίρε η γέφυρα οντως, η
μετάγουσα πάντας τούς ύμνουντάς σε, έκ θανάτου, πρός ζωήν.
Χαῖρε ἄχραντε Δέσποινα, ποὺ εἶσαι τὸ ἱλαστήριο τοῦ
κόσμου (τὸ μέσο διὰ τοῦ ὁποίου ἐξιλεωθήκαμε)· χαῖρε κλίμακα (σκάλα) ποὺ μὲ τὴ
χάρη σου μᾶς ἀνύψωσες ὅλους ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό· χαῖρε ἡ γέφυρα ποὺ πραγματικὰ
περνᾶς ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ ὅλους ὅσοι σὲ ἀνυμνοῦν.
ΛΞ:
Γήθεν: από τη γη, μετάγουσα: που οδηγεί
3ο
Τροπάριο
Οὐρανῶν ὑψηλοτέρα, χαῖρε γῆς τὸ
θεμέλιον, ἐν τῇ σῇ νηδύϊ, Ἄχραντε ἀκόπως βαστάσασα, χαῖρε κογχύλη, πορφύραν
θείαν βάψασα, ἐξ αἱμάτων σου, τῷ Βασιλεῖ τῶν Δυνάμεων.
Χαίρε 'Αχραντε, Ουρανών υψηλοτέρα,
βαστάσασα ακόπως έν τή ση νηδυϊ γής το θεμέλιον. Χαίρε κογχύλη βάψασα Θείαν πορφυραν,
έξ αιμάτων σου, τώ Βασιλεί τών Δυνάμεων.
Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ὑψηλότερη ἀπ᾿ τοὺς οὐρανούς, χαῖρε Ἄχραντε,
ποὺ στὴν κοιλιά σου βάσταξες χωρὶς κόπο τὸ θεμέλιο τῆς γῆς (τὸν Χριστό). Χαῖρε
κογχύλι ποὺ μὲ τὸ αἷμα σου ἔβαψες τὴ θεία πορφύρα (τὸ ἔνδυμα, δηλ. τὴν ἀνθρώπινη
σάρκα) ποὺ φόρεσε ὁ Βασιλιὰς τῶν δυνάμεων.
ΛΞ:
Νηδύι:
κοιλιά
4ο
Τροπάριο
Νομοθέτην ἡ τεκοῦσα, ἀληθῶς χαῖρε
Δέσποινα, τὸν τὰς ἀνομίας, πάντων δωρεὰν ἐξαλείφοντα· ἀκατανόητον βάθος, ὕψος ἄῤῥητον,
Ἀπειρόγαμε, δι᾿ ἧς ἡμεῖς ἐθεώθημεν.
Χαίρε Δέσποινα ή τεκούσα, άληθώς,
Νομοθέτην τον έξαλείφοντα δωρεαν πάντων τας ανομίας,. Ακατανόητον
βάθος, ύψος άρρητον, απειρόγαμε, δι' ής ήμείς έθεώθημεν.
Χαῖρε Δέσποινα, ἐσὺ ποὺ γέννησες πραγματικὰ τὸ
Νομοθέτη (Χριστό), ὁ ὁποῖος ἐξαλείφει χωρὶς κανένα ἀντάλλαγμα τὶς ἁμαρτίες ὅλων
μας· (χαῖρε) τὸ βάθος ποὺ ἀνθρώπινο μυαλὸ δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει καὶ τὸ ὕψος
ποὺ μὲ λόγια δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ· ἐσὺ ποὺ ἔγινες ἡ αἰτία τῆς δικῆς μας
θέωσης.
ΛΞ:
Εξελείφοντα:
σβύνει, άρρητον: απερίγραπτος
5ο
Τροπάριο
Σὲ τὴν πλέξασαν τῷ κόσμῳ, ἀχειρόπλοκον
στέφανον, ἀνυμνολογοῦμεν, Χαῖρέ σοι Παρθένε κραυγάζοντες, τὸ φυλακτήριον πάντων
καὶ χαράκωμα, καὶ κραταίωμα, καὶ ἱερὸν καταφύγιον.
Ανυμνολογούμεν σε την πλέξασαν
αχειρόπλοκον στέφανον τω κόσμω, το φυλακτήριον πάντων καί χαράκωμα καί
κραταίωμα, καί ιερόν καταφύγιον. κραυγάζοντες, «Χαίρε σοι Παρθένε»
Ἀνυμνοῦμε ἐσένα ποὺ ἔπλεξες γιὰ τὸν κόσμο στεφάνι
χωρὶς νὰ χρησιμοποιηθοῦν χέρια ἀνθρώπινα· σοῦ ἀπευθύνουμε τὸ χαῖρε, Παρθένε, ποὺ
εἶσαι τὸ ἀκλόνητο ὀχυρό μας, τὸ χαράκωμα καὶ τὸ στήριγμα καὶ τὸ ἱερὸ καταφύγιο.
ΛΞ:
Αχειρόπλοκον:
αχειροποίητο, χαράκωμα: οχυρό, κραταίωμα: δύναμη
ᾨδὴ
ε´. Ὁ Εἱρμός.
Ἐξέστη
τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου· σὺ γὰρ ἀπειρόγαμε Παρθένε, ἔσχες ἐν μήτρᾳ τὸν
ἐπὶ πάντων Θεόν, καὶ τέτοκας ἄχρονον Υἱόν, πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσί σε, σωτηρίαν
βραβεύοντα.
Εξέστη τα σύμπαντα επί τη θεiα δόξη σου,
σύ γάρ, απειρόγαμε Παρθένε, έσχες έν μήτρα Θεόν, τον βραβεύοντα
σωτηρίαν επί πάντων, καi τέτοκας άχρονον Υιόν, πάσι τοίς υμνούσι σε.
Ὅλος ὁ κόσμος ἐξεπλάγη μὲ τὴ θεία δόξα σου· γιατὶ ἐσὺ
Παρθένε ἂν καὶ δὲ γνώρισες γάμο, ἀξιώθηκες νὰ κρατήσεις στὴ μήτρα σου τὸ Θεὸ ποὺ
ἐξουσιάζει ὅλα τὰ κτίσματα, καὶ γέννησες τὸν ἄχρονο Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος
χαρίζει τὴ σωτηρία σὰν βραβεῖο σ᾿ ὅσους σὲ ἀνυμνοῦν.
ΛΞ:
Εξέστη:
έμειναν έκπληκτα, τέτοκας: γέννησες
1ο
Τροπάριο
Ὁδὸν ἡ κυήσασα, ζωῆς, χαῖρε Πανάμωμε, ἡ
κατακλυσμοῦ τῆς ἁμαρτίας, σώσασα κόσμον· χαῖρε Θεόνυμφε, ἄκουσμα καὶ λάλημα
φρικτόν· χαῖρε ἐνδιαίτημα, τοῦ Δεσπότου τῆς κτίσεως.
Χαίρε Πανάμωμε ή κυήσασα, Οδον
ζωής, ή σώσασα κόσμον [απο του ] κατακλυσμου της αμαρτίας, χαίρε
Θεόνυμφε, άκουσμα και λάλημα φρικτόν χαίρε ενδιαίτημα, του Δεσπότου της
κτίσεως.
Χαῖρε Πανάχραντε, ἐσὺ ποὺ κυοφόρησες τὴν Ὁδὸ (τὸν
Χριστό), ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωὴ καὶ ἔσωσες τὸν κόσμο ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας.
Χαῖρε νύφη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶσαι λάλημα καὶ ἄκουσμα ποὺ προκαλεῖ δέος· χαῖρε
κατοικία τοῦ Δεσπότη τῆς κτίσεως.
ΛΞ:
Ενδιαίτημα:
κατοικία
Ἰσχὺς
καὶ ὀχύρωμα, ἀνθρώπων, χαῖρε Ἄχραντε, τόπε ἁγιάσματος τῆς δόξης· νέκρωσις ᾍδου,
νυμφὼν ὁλόφωτε· χαῖρε τῶν Ἀγγέλων χαρμονή· χαῖρε ἡ βοήθεια, τῶν πιστῶς δεομένων
σου.
Χαιρε 'Αχραντε, lσχυς καί οχύρωμα
ανθρώπων, τόπε αγιάσματος της δόξης. νέκρωσις Αδου, ολοφωτε νυμφών.
Χαίρε χαρμονή των Αγγέλων, χαίρε η βοήθεια των δεομένων σου πιστώς.
Χαῖρε Ἄχραντε, ποὺ εἶσαι ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ ὀχύρωμα τῶν ἀνθρώπων,
τόπος ἅγιος τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ· νέκρωση τοῦ θανάτου, ὁλόφωτο νυφικὸ δωμάτιο· χαῖρε
ἡ χαρὰ τῶν Ἀγγέλων· χαῖρε ἡ βοήθεια ἐκείνων ποὺ μὲ πίστη σὲ ἐπικαλοῦνται.
ΛΞ: Χαρμονή: ευφροσύνη
3ο
Τροπάριο
Πυρίμορφον ὄχημα, τοῦ Λόγου, χαῖρε
Δέσποινα, ἔμψυχε Παράδεισε, τὸ ξύλον, ἐν μέσῳ ἔχων ζωῆς τὸν Κύριον· οὗ ὁ
γλυκασμὸς ζωοποιεῖ, πίστει τοὺς μετέχοντας, καὶ φθορᾷ ὑποκύψαντας.
Χαίρε Δέσποινα Πυρίμορφον
οχημα, του Λόγου. Χαίρε έμψυχε Παράδεισε [ο] έχων έν μέσω το ξύλον
[της] ζωής, [δηλαδη] τον Κύριον, ου ο γλυκασμός ζωοποιεί, τούς μετέχοντας [τη]
πίστει, καί υποκύψαντας φθορά.
Χαῖρε Δέσποινα, ἐσὺ ποὺ χρημάτισες πύρινο ἅρμα τοῦ
Λόγου, ποὺ ἔγινες ἔμψυχος Παράδεισος ὅπου στὸ μέσο του ἔχει τὸ ξύλο τῆς ζωῆς, τὸν
Κύριο, τοῦ Ὁποίου ἡ γλυκύτητα ζωοποιεῖ αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη τὸν γεύονται καὶ οἱ ὁποῖοι
προηγουμένως εἶχαν ὑποκύψει στὴ φθορά.
ΛΞ:
Πυρίμορφον:
φλόγινο, όχημα: άρμα, γλυκασμός: γλυκύτητα
4ο
Τροπάριο
Ῥωννύμενοι
σθένει σου, πιστῶς ἀναβοῶμέν σοι· Χαῖρε πόλις τοῦ Παμβασιλέως, δεδοξασμένα καὶ ἀξιάκουστα,
περὶ ἧς λελάληνται σαφῶς· ὄρος ἀλατόμητον, χαῖρε βάθος ἀμέτρητον.
Ρωννύμενοι σθένει σου αναβοώμεν σοι
πιστώς, «Χαίρε πόλις του Παμβασιλέως», δεδοξασμένα, καί αξιάκουστα περι
ης σαφώς λελάληνται, όρος αλατόμητον, Χαίρε βάθος άμετρητον.
Παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τὴν δική σου δύναμη, σοῦ
φωνάζουμε μὲ πίστη· χαῖρε ἡ πόλη τοῦ Βασιλιᾶ τῶν ὅλων, γιὰ τὴν ὁποία πολλὰ εἰπώθηκαν
δοξασμένα καὶ ἀξιάκουστα. Χαῖρε ὄρος ποὺ δὲ λατομήθηκε ποτέ, χαῖρε βάθος
μυστηρίου ἀμέτρητο.
ΛΞ:
Ρωννύμενοι:
δυναμωμένοι, σθένει σου: με τη δύναμή σου, λελάληνται: λέχθηκαν, αλατόμητον:
που δε λατομήθηκε
Εὐρύχωρον σκήνωμα, τοῦ Λόγου, χαῖρε Ἄχραντε·
κόχλος ἡ τὸν θεῖον μαργαρίτην, προαγαγοῦσα, χαῖρε πανθαύμαστε· πάντων πρὸς Θεὸν
καταλλαγή, τῶν μακαριζόντων σε, Θεοτόκε ἑκάστοτε.
Χαίρε Αχραντε, Εύρυχωρον σκήνωμα, του
Λογου. χαίρε πανθαύμαστε η προαγαγούσα κοχλος τον θείον μαργαρίτηνπάντων προς
Θεόν καταλλαγή, των μακαριζόντων σε, Θεοτόκεεκάστοτε.
Χαῖρε Ἄχραντε, ἐσὺ ποὺ χρημάτισες ἡ εὐρύχωρη
κατοικία τοῦ Θεοῦ Λόγου· χαῖρε πανθαύμαστε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι τὸ ὄστρακο ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο
προῆλθε τὸ θεῖο μαργαριτάρι. Θεοτόκε, ἐσὺ συμφιλιώνεις μὲ τὸ Θεὸ ὅλους αὐτοὺς
ποὺ ἀδιάκοπα μὲ ὕμνους σὲ ἐγκωμιάζουν.
ΛΞ:
Σκήνωμα:
κατοικία, κόχλος: κοχύλι, προαγαγούσα: που έφερε, καταλλαγή: συμφιλίωση
ᾨδὴ
Ϛ´. Ὁ Εἱρμός.
Τὴν
θείαν ταύτην καὶ πάντιμον, τελοῦντες ἑορτὴν οἱ θεόφρονες, τῆς Θεομήτορος, δεῦτε
τὰς χεῖρας κροτήσωμεν, τὸν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα Θεὸν δοξάζοντες.
Τὴν θεία αὐτὴ καὶ ἰδιαίτερα ἄξια τιμῆς ἑορτὴ
τῆς Θεομήτορος τελοῦντες οἱ θεόφρονες, ἐλᾶτε νὰ κτυπήσουμε τὰ χέρια ἀπὸ χαρά,
δοξάζοντας τὸ Θεὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπ᾿ αὐτήν.
Δεύτε οί θεόφρονες, [οι] τελούντες την Θείαν ταυτην
καί πάντιμον εορτήν τής Θεομήτορος, κροτήσωμεν τάς χείρας, δοξάζοντες, τον έξ
αυτής τεχθέντα Θεον.
ΛΞ:
γεμάτη
με τιμή, θεόφρονες: αυτοί που έχουν θείο φρόνημα, κροτήσωμε: ας χειροκροτήσουμε
1ο
Τροπάριο
Παστὰς τοῦ Λόγου ἀμόλυντε, αἰτία τῆς τῶν
πάντων θεώσεως, χαῖρε Πανάχραντε, τῶν Προφητῶν περιήχημα· χαῖρε τῶν Ἀποστόλων τὸ
ἐγκαλλώπισμα.
Χαίρε άμολυντε, Πανάχραντε, Παστάς
του Λόγου αιτία της των πάντων Θεώσεως, χαίρε Πανάχραντε, τών Προφητών
περιήχημα χαίρε το εγκαλλώπισμα των Αποστόλων.
Χαῖρε Πανάχραντε, γιατὶ ἀναδείχτηκες τὸ ἀμόλυντο
νυφικὸ δωμάτιο τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἔγινες ἡ αἰτία τῆς θέωσης ὅλων μας, τὸ
κήρυγμα τῶν Προφητῶν καὶ τὸ σεμνὸ στολίδι τῶν Ἀποστόλων.
ΛΞ:
Παστάς:
νυφικός θάλαμος, περιήχημα: κήρυγμα
2ο
Τροπάριο
Ἐκ
σοῦ ἡ δρόσος ἀπέσταξε, φλογμὸν πολυθεΐας ἡ λύσασα· ὅθεν βοῶμέν σοι· Χαῖρε ὁ
πόκος ὁ ἔνδροσος, ὃν Γεδεὼν Παρθένε προεθεάσατο.
Εκ σού απέσταξε η δροσος Παρθενε, ή
λύσασα φλομον πολυθείας, όθεν βοώμεν σοι «Χαίρε ο ποκος ενδροσος ον
προεθεάσατο [ο] Γεδεων»
Ἀπὸ σένα ἔσταξε ἡ δροσιὰ (ὁ Χριστὸς), ἡ ὁποία ἔσβησε
τὴ φλόγα τῆς πολυθεΐας καὶ εἰδωλολατρίας· γιὰ τοῦτο καὶ σοῦ φωνάζουμε δυνατά·
χαῖρε, Παρθένε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ὁ πόκος (τὸ μαλλὶ) τὸν ὁποῖο μὲ θαῦμα προεῖδε ὁ
Γεδεών.
ΛΞ:
Φλογμόν:
φωτιά, πόκος: μαλλί, προεθεάσατο: προείδε
Ἰδού
σοι, Χαῖρε, κραυγάζομεν, λιμὴν ἡμῖν γενοῦ θαλαττεύουσι, καὶ ὁρμητήριον, ἐν τῷ
πελάγει τῶν θλίψεων, καὶ τῶν σκανδάλων πάντων τοῦ πολεμήτορος.
Χαίρε Ιδού σοι κραυγάζομεν « γενού λιμήν
καί ορμητήριον ήμίν [τοις] θαλαττεύουσι έν τώ πελάγει τών θλίψεων, καί πάντων
των σκανδάλων του πολεμήτορος.»
Νά, σὲ σένα (Παναγία μας) φωνάζουμε δυνατὰ τὸ χαῖρε·
γίνε λιμάνι σὲ μᾶς ποὺ ταξιδεύουμε στὴ θάλασσα τῆς ζωῆς καὶ ὁρμητήριο στὸ
πέλαγος τῶν θλίψεων καὶ ὅλων τῶν παγίδων τοῦ ἐχθροῦ μας (τοῦ διαβόλου).
ΛΞ:
Θαλαττεύουσι:
ταξιδεύουμε στη θάλασσα, πολεμήτορος: του διαβόλου
4ο
Τροπάριο
Χαρᾶς αἰτία χαρίτωσον, ἡμῶν τὸν λογισμὸν τοῦ
κραυγάζειν σοι· Χαῖρε ἡ ἄφλεκτος βάτος, νεφέλη ὁλόφωτε, ἡ τοὺς πιστοὺς ἀπαύστως
ἐπισκιάζουσα.
Αιτία χαρας χαρίτωσον, ημών τον
λογισμόν του κραυγάζειν σοι: «Χαίρε ή άφλεκτος βάτος, ολόφωτε νεφέλη, η
επισκιάζουσα απαύστως τους πιστούς».
Ἐσὺ ποὺ εἶσαι αἰτία χαρᾶς, γέμισε μὲ τὴ χάρη σου τὴ
σκέψη μας γιὰ νὰ σοῦ φωνάζουμε δυνατά· χαῖρε ἄφλεκτη βάτος, καὶ ὁλόφωτη νεφέλη,
ποὺ ἀδιάκοπα ἐπισκιάζεις τοὺς πιστούς.
ΛΞ:
Χαρίτωσον:
δώσε τη χάρη σου, ημών τον λογισμόν: στον λογισμό μας.