31 Μαΐου 2022

«ΣΑΝ ΤΑ…ΣΚΥΛΙΑ!»

«Παπά, σε θέλει ο Γέροντας, ο Ηγούμενος», είπε ο μοναχός στον νεαρό ιερομόναχο Νικόδημο. «Θέλει κάτι να σου πει».

«Να ’ναι ευλογημένο», απάντησε ο Νικόδημος, κι αμέσως άλλαξε πορεία από το προγραμματισμένο διακόνημά του.

Τέκνο υπακοής ο Νικόδημος, βρέθηκε από πολύ νεαρός - μόλις είχε τελειώσει το Λύκειο - σπρωγμένος από την αγάπη του προς τον Θεό, Νικόλαος τότε, στο φιλόξενο μεγάλο μοναστήρι του Όρους. Είχε ακούσει για την ευλογημένη αδελφότητα που ζούσε εκεί, κυρίως όμως για τον Γέροντα, τον σοφό καθηγούμενο, ο οποίος με μεγάλη αγάπη και περίσσια διάκριση κατεύθυνε «εις νομάς σωτηρίους» που λένε και τα κείμενα, τους καλογέρους του. Είχε διαβάσει από παιδί ακόμη βίους αγίων, που έπαιρνε από το κονάκι της ευσεβούς γιαγιάς του, είχε βρεθεί και ένας φίλος της οικογένειας, αρκετά μεγαλύτερος από αυτόν που σχετιζόταν με τον Γέροντα του Όρους, και δεν άργησε να γίνει… το «κακό»: ένιωσε ότι η μόνη ζωή που του αξίζει είναι η καλογερική. Κι ήλθε η ευλογημένη στιγμή, με την ευχή των γονιών του που έβλεπαν στο παιδί τους τη ροπή αυτή προς τα θεία, να πάρει κι αυτός τον δρόμο προς το Περιβόλι της Παναγίας. Όχι ότι δεν είχαν αντιδράσει. Προσπάθησαν να του δείξουν ότι ακόμη ήταν πολύ μικρός για μία τέτοια μεγάλη απόφαση, ότι οι πειρασμοί είναι μεγάλοι σ’ αυτούς που αφιερώνονται ως καλόγεροι στον Θεό, μα… του κάκου! Η ψυχή του μικρού Νικόλα οριστικά είχε γείρει προς τα υψηλά. Στο Όρος το Άγιον, εκεί που είχαν ασκητέψει και αγιάσει χιλιάδες άνθρωποι, πιστοί στον Θεό.

Κι έδειξε απαρχής ότι πράγματι η μοναχική ζωή είναι αυτό που του ταιριάζει. Γιατί δεν υπήρχε ακολουθία, δεν υπήρχε διακόνημα, που να  μην έσπευδε πρώτος να παρευρεθεί. Κουβέντα δυσανασχέτησης δεν βγήκε ποτέ από τα χείλη του. Μα και την κατάκριση την απέφευγε σαν το φίδι. Ήταν από αυτά που είχε κατανοήσει πολύ καλά από τη χριστιανική ζωή. «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου», επαναλάμβανε διαρκώς, από τη μικρή και τόσο περιεκτική ευχή του οσίου Εφραίμ του Σύρου. Τα χρόνια της δοκιμασίας πέρασαν γρήγορα. Ήλθε η ώρα της κουράς του, κι ύστερα η ώρα της χειροτονίας του σε διάκονο πρώτα, σε πρεσβύτερο έπειτα. Ο ηγούμενος, οι προεστώτες, όλοι οι υπεύθυνοι, είδαν ότι στο πρόσωπο του Νικόδημου υπήρχε πλούσια η χάρη του Θεού. Και την αξιοποίησαν. Και του έδωσαν τη δυνατότητα να την αυξήσει, διακονώντας από μεγάλο πόστο πια τους υπόλοιπους μοναχούς.

«Γέροντα, ευλογείτε. Με ζητήσατε», είπε με σεμνότητα και συστολή ο Νικόδημος.

«Έλα, παιδί μου Νικόδημε». Έκανε νεύμα να περάσει στο ηγουμενείο. «Πράγματι, σε ζήτησα, γιατί σκεφτήκαμε να εκπροσωπήσεις τη Μονή μας στο πανηγύρι της παραδίπλα Σκήτης. Εορτάζει ο άγιος κι είναι ευκαιρία να παρευρεθείς, αλλά με αξίωμα αυτή τη φορά. Τι θα έλεγες;»

«Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα. Θα ετοιμαστώ και θα πάω».

Σκίρτησε η καρδιά του ιερομονάχου, καθώς άκουσε την απόφαση του ηγουμένου. Όχι μόνο γιατί οι μοναχοί της Σκήτης ήταν αγαπημένοι αδελφοί – τους ήξερε καλά όλους τους -, αλλά γιατί κάποιος του «ψιθύρισε» ότι θα λάβαινε μέρος και ο μεγάλος Γέροντας του Όρους, ο πολύς π. Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Ήταν μεγάλο όνομα ο άγιος αυτός Γέροντας, στο όνομά του «όμνυαν» οι πάντες, ενώ αυτός, ακριβώς επειδή υπήρχε αυτή η αίσθηση, και από τους αγιορείτες, αλλά και από τους εκτός, αισθανόταν πάρα πολύ άβολα. Βασική αρχή του ήταν το «λάθε βιώσας», ζήσε κρυφά, γιατί ήξερε ότι η ταπείνωση είναι το άλφα και το ωμέγα όχι μόνο της καλογερικής ζωής, αλλά και όλου του χριστιανισμού. «Απούσης της ταπεινοφροσύνης πάντα τα ημέτερα έωλα», όπως λέει και ο άγιος της Κλίμακος. Μετέωρα και ξεκρέμαστα όλα αν λείπει η ταπείνωση.

Βρέθηκε στην ευλογημένη και πανηγυρική ατμόσφαιρα της Σκήτης. Τα πάντα έλαμπαν από φροντίδα και καθαριότητα. Κυρίως από τη χαρά των καλογέρων, των εκπροσώπων των Μονών, των προσκυνητών. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα. Κι όταν ήλθε ο μέγας Γέρων, ο π. Εφραίμ, εκεί η κινητικότητα έφτασε στο απροχώρητο. Διαγκωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα τον φτάσει πρώτος, να τον αγγίξει, να του φιλήσει το χέρι. Η ακτινοβολία του προσώπου του Γέροντα από την άλλη επιβεβαίωνε τις τιμητικές εκδηλώσεις απέναντί του. Και μόνο το επιβλητικό παρουσιαστικό του, οι ήρεμες και στοργικές προς όλους κινήσεις του, το γεμάτο ιλαρότητα βλέμμα του, ο φιλάνθρωπος λόγος του που νόμιζες ότι λειτουργούσε σαν μία αγκαλιά για τον καθένα που απευθυνόταν, σε καθήλωνε. Αυτό το βλέμμα του μάλιστα… Η βαθιά ματιά του.  Ήταν σαν να αντιφέγγιζε ο ίδιος ο Ουρανός.

«Κύριε», έπιασε τον εαυτό του να λέει αυθόρμητα ο παπα-Νικόδημος, ο εκπρόσωπος της μεγάλης Μονής. «Αν τέτοιο βλέμμα παραδείσιο έχει ο άνθρωπός σου εδώ στη γη, ποιο είναι το βλέμμα των αγίων σου στη Βασιλεία Σου, το βλέμμα της Μάνας Παναγίας, το βλέμμα το δικό Σου;». Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ασυγκράτητα από τα μάτια του, κι έσπευσε γρήγορα να τα σκουπίσει, πριν τον δουν. Θυμήθηκε τι είχε γράψει ο άλλος μέγας Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ, στο εκπληκτικό και πολυδιαβασμένο από καλογέρους και κοσμικούς βιβλίο του για τον όσιο Σιλουανό του Άθω. Όταν είδε τον Κύριο ο όσιος Σιλουανός, εκεί στο τέμπλο της Μονής του αγίου Παντελεήμονα, δεν μπόρεσε έκτοτε να ξεχάσει το γεμάτο από ιλαρή αγάπη και υπερνοητή ειρήνη βλέμμα Του. Το βλέμμα εκείνο τον καθήλωσε για όλη του τη ζωή.

Η ακολουθία άρχισε. Μπήκε το «ευλογητό», άρχισαν οι ψαλμωδίες και τα αναγνώσματα. Όλα έμοιαζαν να στάζουν γλυκασμό. Όπως το έλεγε και ο Γέρω-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης: «Και οι τοίχοι στάζουν μέλι στις ακολουθίες της Εκκλησίας». Κι ήλθε η ώρα της εισόδου. Άρχισαν όλοι να εισοδεύουν κατά την τάξη και τα οφίκκια.

Ο ιερομόναχος Νικόδημος περίμενε τη σειρά του. Ήταν συνεπαρμένος από την αγιασμένη ατμόσφαιρα. Ήταν απορροφημένος από τη μεταρσιωμένη εικόνα του Γέροντα Εφραίμ, τον οποίο φρόντιζε να βλέπει διαρκώς. Κι ήλθε το… σοκ. Κι ήλθε το ξάφνιασμα και το μούδιασμα. Κι αρνήθηκε. Και το θεώρησε ιεροσυλία και βλασφημία.

«Πέρασε, πάτερ», του είπαν. «Μα, είναι ο Γέροντας εδώ», κι έδειξε τον π. Εφραίμ.

«Περάστε, πάτερ, είστε εκπρόσωπος Μεγάλης Μονής. Ο Γέροντας θα έλθει μετά από σας».

Πήγε και πάλι να αντιδράσει, αλλά τον πρόλαβε ο Γέροντας.

«Πατέρα μου», του είπε μειδιώντας, κι έσκυψε λίγο δίπλα του, να μιλήσει στο αυτί του. «Πατέρα μου, πρέπει να κρατήσουμε την τάξη. Όπως λέει και ο απόστολος: «Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω». Και να ξέρεις, παπά μου. Αν δεν υπήρχε αυτή η τάξη, ακόμη κι εδώ στο Όρος, θα είχαμε φαγωθεί μεταξύ μας σαν τα σκυλιά»!

Έσκυψε το κεφάλι ο Νικόδημος, πέρασε πρώτος από τον μεγάλο Γέροντα, και κατάλαβε. Είχε να μάθει πολλά ακόμη από την καλογερική ζωή!

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν" "Δι' εμού του αμαρτωλού", Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΡΜΕΙΑΣ

«Ο άγιος Ερμείας ζούσε επί του βασιλιά Αντωνίνου, στην πόλη των Κομάνων και ήταν στρατιωτικός. Ήταν προχωρημένης ηλικίας και είχε άσπρα μαλλιά. Συνελήφθη επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και οδηγήθηκε στον άρχοντα Σεβαστιανό, με αποτέλεσμα να δώσει αυτός διαταγή να του σπάσουν πρώτα τα σαγόνια, να του αφαιρέσουν το δέρμα του προσώπου και να του ξεριζώσουν τα δόντια. Έπειτα άναψαν καμίνι και τον έριξαν μέσα. Παρέμεινε όμως αβλαβής από τη φωτιά, οπότε δόθηκε διαταγή να τον σκοτώσουν με δηλητηριώδη φάρμακα. Ήπιε τα φάρμακα κι όταν παρέμεινε και από αυτά αβλαβής, έλκυσε προς την πίστη του Χριστού αυτόν που του τα έδωσε. Επειδή αυτός ομολόγησε τον Χριστό ως Θεό, του κόψανε το κεφάλι. Τότε του αγίου του έβγαλαν τα νεύρα του σώματος και τον έριξαν σε πυρωμένο λέβητα, στη συνέχεια του τρύπησαν τους οφθαλμούς και σε τρεις ημέρες τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω. Και έτσι αφού του έκοψαν τον αυχένα, εξεδήμησε προς τον Κύριο».

       Τη γενναιότητα και την ανδρεία είναι φυσικό να την βλέπει κανείς στους νέους ανθρώπους. Να την βλέπει όμως σε μεγάλους και προχωρημένης ηλικίας ανθρώπους είναι πράγμα θαυμαστό και παράδοξο. Διότι ο μεγάλος άνθρωπος, βλέποντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, νιώθει περισσότερο ανασφαλής και αναζητεί συνήθως κάλυψη και ασφάλεια. Ο φόβος έτσι γίνεται στοιχείο της ζωής του ηλικιωμένου που αυξάνεται με την πρόοδο της ηλικίας. Τα παραπάνω βεβαίως ισχύουν εκεί που δεν λειτουργεί η μεγάλη πίστη στον Χριστό. Ή μάλλον ισχύουν, αλλά καταπολεμούνται και υπερβαίνονται από την πίστη του Χριστού. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό της χριστιανικής πίστεως: η ενδυνάμωση της καρδιάς του ανθρώπου και η εξάλειψη του κάθε φόβου. Η παρουσία του Χριστού στη ζωή του ανθρώπου, όποιας ηλικίας, συνοδεύεται πάντοτε με την προτροπή: "Μη φοβού, μόνον πίστευε". Γι' αυτό και ο απόστολος Παύλος σημειώνει ότι "ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού". Και μία τέτοια μεγάλη πίστη, χαρισματική πίστη που κατακρήμνισε όλες τις θεωρούμενες σταθερές, ήταν και η πίστη του αγίου μάρτυρα Ερμεία. Προχωρημένης ηλικίας ο άγιος "και λευκήν έχων την τρίχα τω χρόνω" κατά το συναξάρι. Κι όμως! Το φρόνημά του ήταν τόσο ανδρείο, η γενναιότητά του τόσο εκτυφλωτική, που οι νέοι άνθρωποι κάθε εποχής μπροστά του ωχριούν και υποστέλλονται. Πολύ περισσότερο ισχύουν γι' αυτόν - όπως και για τους άλλους μεγάλης ηλικίας άγιους μάρτυρες της πίστεως, σαν τον άγιο Πολύκαρπο, σαν τον άγιο Χαράλαμπο για παράδειγμα, ή και για τις μικρές κοπέλες χριστιανές μάρτυρες - τα λόγια που είχε πει σπουδαίος άνδρας, όταν γνώρισε την ηρωίδα του '21 Μπουμπουλίνα και είχε θαυμάσει την τόλμη και τη γενναιότητά της, παρόλη τη γυναικεία φύση της: "Μπροστά της οι ανδρείοι έκλιναν την κεφαλή, ενώ οι δειλοί φοβούνταν".

       Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επισημαίνει επανειλημμένως την πραγματικότητα αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη το πρώτο στιχηρό του εσπερινού, ο πρώτος ύμνος δηλαδή για τον μάρτυρα Ερμεία, αναφέρεται ακριβώς σ' αυτό: "Η ακαταμάχητη χάρη του Χριστού που σε δυνάμωνε, μάρτυς, δείχνει σε όλους τη δύναμή Του μέσα από την ασθένεια της φύσης σου. Γι' αυτό και σε θνητό σώμα σε ενίσχυσε να καταπαλέψεις τον άσαρκο διάβολο με δύναμη και να πάρεις τη νίκη". "Ενισχυόμενος, πάνσοφε, από τη δύναμη του θείου Πνεύματος, ταπείνωσες με χαρά τον δυνατό στην κακία δράκοντα"  (ωδή γ΄). Ακόμη και στην ρίψη του αγίου μέσα στο καμίνι της φωτιάς, κι εκεί φαίνεται να εισέρχεται απτόητος, θυμίζοντας τους τρεις παίδας εν τη καμίνω. "Μπήκες χωρίς κανένα φόβο στην πυρακτωμένη κάμινο, ένδοξε, κι όπως οι τρεις παίδες διέμεινες ακατάφλεκτος με τη δύναμη του Θεού" (ωδή δ΄). Η νεανική ανδρεία του τον έκανε να κραυγάζει την αφοβία του και να ομολογεί την πίστη του στον αληθινό Θεό: "Δεν φοβάμαι κάθε αύξηση των βασάνων που μου γίνεται, ούτε προσφέρω κανένα σεβασμό στους ανύπαρκτους θεούς, έκραζες, παμμακάριστε. Έναν μόνον σέβομαι, τον Ιησού τον Κύριο, ο Οποίος σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου" (ωδή η΄).

       Ο άγιος Ιωσήφ βεβαίως δεν είναι δυνατόν να μην επισημάνει την αιτία της μεγάλης αυτής πίστης του αγίου Ερμεία και της τρομερής γενναιότητας της καρδιάς του. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την θερμή αγάπη του προς τον Κύριο. Κινητήρια δύναμη, ποιητικό αίτιο της αταλάντευτης θέλησής του, ώστε να υπομείνει όλα τα φοβερά κολαστήρια μέχρι τελικής πτώσης του, παρόλη την ηλικία του, ήταν η πλήρωση της καρδιάς του από τη φλόγα της αγάπης του Χριστού και η διαρκής επομένως ενατένισή του προς Αυτόν. "Γέμισες από το πυρ της αγάπης του Χριστού και έγινες πραγματικά σαν δίστομη μάχαιρα" (ωδή ς΄). "Ατενίζοντας στον Θεό, ο Οποίος μπορεί να προσφέρει τη σωτηρία, υπέμεινες γενναία τους πόνους του σώματος, Ερμεία, με προσηλωμένο νου" (ωδή ζ΄). Τελικά, το μόνο που μετράει στη ζωή αυτή δεν είναι ούτε η ηλικία ούτε βεβαίως οτιδήποτε άλλο επίγειο προσόν, πέραν του φρονήματος της ίδιας της καρδιάς. Και καρδιά που αντέχει και τον ίδιο τον θάνατο, με επίγνωση και με νόημα, είναι η καρδιά του χριστιανού, η καρδιά δηλαδή που είναι γεμάτη από την πίστη και την αγάπη του Χριστού και του ανθρώπου.

30 Μαΐου 2022

ΦΟΡΤΙΟ ΚΑΙ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ…

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

«Ὥσπερ φορτίον καί γεῶδες ἀχθοφόρημα ὡρᾶτο τοῖς ἐν κόσμῳ περιπατῶν ὁ Τυφλός, καί ἐν ταῖς πλατείαις πόδας συντρίβων, τάχα ὡς ὅρασιν τήν ράβδον πλουτῶν˙ ὅθεν καταφεύγει πρός τόν φωτοδότην, ἐξ οὗ λαμβάνει τό φῶς ὁρᾶν, καί ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ βλέπειν τόν ποιητήν, τόν καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ καί κατ’ εἰκόνα δημιουργήσαντα τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων, ἐκ γῆς τό πρότερον, καί νῦν χοΐ καί πτύσματι, καταυγάσαντα τούτου τάς κόρας, καί δόντα φιλανθρώπως βλέπειν τόν ἥλιον» (απόστ. Αίνων όρθρου ημέρας).

(Περπατώντας ο τυφλός και συντρίβοντας τα πόδια του στις πλατείες, έχοντας ως θησαυρό του τη ράβδο του ως ένα είδος όρασης, φαινόταν στους ανθρώπους του κόσμου σαν φορτίο και βάρος της γης. Γι’ αυτό καταφεύγει προς τον φωτοδότη Κύριο, από τον Οποίο παίρνει το φως της όρασης και να βλέπει με τα μάτια του τον Ποιητή και Δημιουργό, που δημιούργησε καθ’ ομοίωσιν και κατ’εικόνα του Ίδιου τη φύση των ανθρώπων, στην αρχή της δημιουργίας από γη και τώρα από χώμα και φτύσμα, και ο Οποίος καταφώτισε τις κόρες των οφθαλμών του και του έδωσε από την αγάπη Του να βλέπει τον ήλιο).

Με δύναμη ποιητική ο άγιος υμνογράφος περιγράφει τα στάδια που πέρασε ο εκ γενετής τυφλός του Ευαγγελίου, μέχρις ότου θεραπευτεί από τον Κύριο, όχι μόνο σωματικά, αλλά κυρίως και πνευματικά. Πρώτο στάδιο, η οδυνηρή πραγματικότητα στην οποία ζούσε ως αόμματος – μη έχοντας όραση, κυρίως όμως και μάτια˙ άδειες κόγχες ήταν στη θέση των οφθαλμών του. Και η οδύνη του τυφλού, κατά τον υμνογράφο, ήταν διπλή: σωματική πρώτον, γιατί κρατώντας το μπαστούνι του τάχα ως όρασή του συχνά σκόνταφτε και έπεφτε, ιδίως στις πλατείες που ήταν μαζεμένος κόσμος˙ δεύτερον ψυχολογική, γιατί ακριβώς γινόταν, κατά την άποψή του, περίγελως των άλλων ή ακόμη χειρότερα αντικείμενο του οίκτου τους. Ο ποιητής εκφράζει με μοναδικό τρόπο την ψυχολογία του, πλήρη καταθλιπτικών στοιχείων: «είμαι ένα φορτίο για τον κόσμο, ένα βάρος πάνω στη γη!» Ίχνος χαράς και ελπίδας δεν φαίνεται να του δίνει ώθηση για ζωή.

Κι εκεί που όλα είναι γι’ αυτόν «μαύρα» και σκοτάδι, έρχεται το δεύτερο στάδιο: η συνάντησή του με τον Κύριο, ο Οποίος τον πλησιάζει με την άπειρη αγάπη Του, «φιλανθρώπως», για να του δώσει φως και προοπτική, στον κόσμο τούτο αλλά και αιώνια. Ποιες οι κινήσεις του Κυρίου; Ψυχολογικά και πνευματικά, τον απαλλάσσει από οποιαδήποτε ενοχή: δεν είναι αυτός αίτιος λόγω αμαρτίας δικής του ή των γονέων του, για ό,τι του έχει συμβεί. Το αντίθετο: η ύπαρξή του συνιστά την αφορμή για να φανερωθεί η δόξα του Θεού! «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά για να φανερωθούν τα έργα του Θεού μέσα από αυτόν».  Ο αόμματος που στα μάτια των άλλων και τα δικά του θα πρέπει ίσως να μην υπάρχει στον κόσμο είναι στα μάτια του Θεού η ύλη που έχει στα χέρια Του ο Θεός για να λάμψει η δόξα Του! Πόσο οι εκτιμήσεις μας για τον κόσμο, για τους συνανθρώπους μας, για τους εαυτούς μας είναι τις περισσότερες φορές πλανεμένες. Με τι μάτια, διεστραμμένα το συνηθέστερο λόγω της αμαρτίας μας, βλέπουμε εμείς˙ με τι μάτια, καθαρά από την απόλυτη και άπειρη αγάπη Του βλέπει ο ίδιος ο Κύριος!

Κι ακολουθεί το τρίτο και σημαντικότερο στάδιο: ο τυφλός αποκαθίσταται, καθώς γεύεται την εμπειρία του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ: να γίνεται υλικό στα δημιουργικά χέρια του Χριστού που του φτιάχνει μάτια και του δίνει το φως να βλέπει, με αποκορύφωση: να του φωτίσει τα πνευματικά μάτια που ήταν όμως έτοιμα και διψασμένα για τον Δημιουργό τους. Και τα διπλά μάτια του πια: τα σωματικά και τα πνευματικά διανοίγονται. Κι αυτό που αντικρίζει είναι η ομορφιά της δημιουργίας, η ομορφιά της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού ανθρώπινης φύσης του, η χαρισματική θέα του Δημιουργού Χριστού, και τότε που έπλασε τον άνθρωπο από τη γη και τώρα που ο Ίδιος του έφτιαξε τους οφθαλμούς.

Δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος ο θεραπευθείς τυφλός. Ήταν έτοιμη η καρδιά του να γευτεί τον Δημιουργό της, ήταν ήδη πιστός και «χριστιανός» πριν τον συναντήσει ο Κύριος. Μπρος στο μεγαλείο του ανθρώπου αυτού κλίνουμε γόνυ καρδίας, δοξολογώντας τον Θεό μας. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει ως τύπο και για εμάς. Και μας λέει ότι μπορούμε και εμείς να απολαύσουμε τη χαρισματική εμπειρία του και να ανοίξουμε τα μάτια μας, κυρίως τα πνευματικά. Όταν πορευόμαστε εν μετανοία στη ζωή μας. «Έχοντας τυφλωμένα τα μάτια της ψυχής, προσέρχομαι σ’ Εσένα, Χριστέ, όπως ο τυφλός εκ γενετής, κραυγάζοντάς Σου με μετάνοια: Συ είσαι το υπέρλαμπρο φως των εν σκότει της αγνωσίας και της αμαρτίας ανθρώπων» (Κοντάκιο).

«ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΥΧΗ!»

Τους είδε να μπαίνουν στον ναό και χάρηκε πολύ. Είχαν παρακαλέσει να τους δει κάποια ιδιαίτερη ώρα που θα μπορούσαν κι εκείνοι και αυτός, και πράγματι ήταν συνεπείς. Σταυροκοπήθηκαν όλοι τους:  ο πατέρας, η μάνα,  η κόρη τους η δεκάχρονη, κι ο μικρός τους γιος, ο Νικολάκης, πέντε ετών. Έριξαν κάτι στο παγκάρι και άναψαν κερί. Έψαξαν ένα γύρω για τον ιερέα, κι εκείνος που τους έβλεπε από τον σολέα τους φώναξε:  «Εδώ είμαι, έρχομαι αμέσως».

Τους αγκάλιασε όλους, έναν έναν ξεχωριστά. Περισσότερο στάθηκε στο μικρό αγόρι. «Νίκο μου, τι κάνεις;  Καλά είσαι;  Άρχισες το σχολείο;»

Ο μικρός Νίκος, με τη ντροπαλότητα του μικρού παιδιού, έσκυψε το κεφάλι κάτω και μαζεύτηκε γύρω από το πόδι του πατέρα του. «Πάω στο νήπιο. Του χρόνου θα πάω στην Πρώτη».

«Μπράβο, αγόρι μου. Μεγάλωσες πια. Έγινες κοτζάμ άντρας», είπε ο ιερέας και χαμογέλασε πλατιά. Ρώτησε και για τους υπόλοιπους και κατευθύνθηκε στο εξομολογητάρι. Άναψε το καντηλάκι με προσοχή, φόρεσε το πετραχήλι του και ξεκίνησε μία μικρή ακολουθία. Έπειτα, ένας ένας μπήκαν για την προγραμματισμένη εξομολόγησή τους.

«Πάτερ», είπε ο πατέρας στο τέλος. Θέλει να εξομολογηθεί και ο Νικολάκης. Όχι όπως τις άλλες φορές, με ανοικτή την πόρτα. Κανονικά, μέσα στο εξομολογητάρι. Ζηλεύει που βλέπει όλους μας να ερχόμαστε και…καταλαβαίνετε!»

«Βεβαίως, βεβαίως», είπε χαμογελώντας ο ιερέας. «Έλα, Νίκο μου, κι εσύ».

Ο μικρός κάθισε στην καρέκλα με τη βοήθεια του ιερέα, κάθισε κι ο ιερέας. Κοίταξε το αγοράκι κι ήταν σαν να έβλεπε έναν άγγελο. Θυμήθηκε παλιά τα τετράδια του σχολείου, και μάλιστα εκείνο που είχε ως εξώφυλλο ένα μικρό παιδί και από πάνω του να στέκει ένας λευκοφορεμένος άγγελος και να το προστατεύει. «Κάπως έτσι είναι και τώρα», σκέφτηκε. «Άγιε άγγελε, φύλαγε πάντοτε το παιδάκι αυτό και κατεύθυνε τα διαβήματά του στον ίσιο δρόμο!»

«Λοιπόν, Νικολάκη μου;  Έχεις κάτι να εξομολογηθείς;  Μου είπε ο μπαμπάς σου ότι ήθελες να βρεθείς κι εσύ μόνος μέσα στο εξομολογητάρι. Λοιπόν;  Μήπως θέλεις κάτι να σε ρωτήσω εγώ;»

«Ρωτήστε με», είπε το παιδί σιγανά.

«Προσευχούλα κάνεις;  Αγαπάς τον Χριστό μας;  Ακούς τον πατέρα σου, τη μητέρα σου;  Μήπως μαλώνεις με την αδελφή σου;»

Το παιδί ανάλογα έγνεφε ναι ή όχι. «Πάντοτε, Νίκο μου, να θυμάσαι την προσευχή σου», είπε στοργικά ο παπάς. «Να σκέφτεσαι πόσο πολύ μας αγαπάει ο Χριστός μας, που Τον βλέπεις τώρα μπροστά σου πάνω στο σταυρό. Αγαπάει τον καθένα μας πάρα πολύ, κι εσένα ακόμη πιο πολύ, γιατί είσαι μικρό παιδάκι και θέλεις να Του μοιάσεις».

Το παιδάκι άκουγε και φαινόταν να ρουφά τα λόγια του ιερέα, τα οποία βεβαίως δεν τα άκουγε για πρώτη φορά. Κάθε φορά που ερχόταν με τους γονείς του, ο ιερέας φρόντιζε να του τα επαναλαμβάνει.

«Λοιπόν, Νίκο μου. Σκέφτεσαι κάτι άλλο;  Σε βλέπω ότι κάτι θέλεις να πεις. Είναι έτσι;»

«Ναι, πάτερ», είπε το μικρό αγόρι. «Θέλω κάτι να πω».

«Τι, καρδούλα μου;»

Ο μικρός κοντοστάθηκε. Κι έπειτα με αποφασιστικό λόγο είπε: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου…».

Ο ιερέας χαμογέλασε αλλά και συγκινήθηκε με την αγνή ψυχούλα του μικρού Νίκου. «Ένας πράγματι μικρός άγγελος», ψιθύρισε.

«Έλα, Νίκο μου, να σου διαβάσω και ευχή», είπε ο ιερέας.

Ο μικρός σηκώθηκε και έσκυψε κάτω από το πετραχήλι. Ο ιερέας κάτι άρχισε να μουρμουράει σαν ευχή. Αλλά ο μικρός δεν…έπαιζε! Παραμέρισε λίγο το πετραχήλι, κοίταξε τον παπά και του είπε σοβαρά: «Κανονικά την ευχή»!

(Από το βιβλίο των εκδ. "ἀκολουθεῖν", Δι' εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι)

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΣΑΑΚΙΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΔΑΛΜΑΤΩΝ

«Ο όσιος Ισαάκιος προερχόταν εξ Ανατολών. Όταν έφτασε στο Βυζάντιο, κατά τους χρόνους του αρειανόφρονα Ουάλεντα, ο Ουάλης αναχωρούσε έχοντας ξεκινήσει πόλεμο κατά των Γότθων. Τον συνάντησε λοιπόν αυτός ο μακάριος, συμβουλεύοντάς τον και προτρέποντάς τον να ανοίξει τις Εκκλησίες των ορθοδόξων. Επειδή ο βασιλιάς δεν πείσθηκε, τον πρόφθασε πάλι και τον προέτρεπε τα ίδια, λέγοντας να ανοίξει τις Εκκλησίες και να τις δώσει πίσω στους ορθοδόξους, διαφορετικά θα ξεφύγει κατά τον πόλεμο από τους εχθρούς, αλλά θα χαθεί. Ο βασιλιάς όμως δυσανασχέτησε λόγω της παρρησίας και του θάρρους του άνδρα και διέταξε να τον μαστιγώσουν και να τον ρίξουν σε αγκάθια. Πάλι όμως τον πρόφθασε ο άγιος για τρίτη φορά, κράτησε το χαλινάρι του αλόγου του και του  επισήμανε τον  ολοκληρωτικό όλεθρό του, αν δεν δώσει πίσω τις Εκκλησίες των Χριστιανών. Τότε εξοργίστηκε ο βασιλιάς και τον παρέδωσε στον Σατορνίνο και τον Βίκτωρα με την εντολή να τον φυλακίσουν μέχρι την ειρηνική επάνοδό του. Του είπε λοιπόν ο άγιος: “Αν εσύ επιστρέψεις ειρηνικά, τότε θα πει ότι δεν μίλησε σε εμένα ο Θεός. Όμως θα ξεφύγεις από τους εχθρούς σου, θα εγκαταλειφθείς και με φωτιά θα δεχτείς την καταστροφή της ζωής σου”.

Όταν πράγματι στον πόλεμο έτυχε να ηττηθεί, κατέφυγε σε αχυρώνα μαζί με τον Πραιπόσιτο, ο οποίος είχε πέσει και αυτός στη νόσο της κακοδοξίας του Αρείου και μάλιστα ερέθιζε πάντοτε τον βασιλιά κατά των ορθοδόξων. Σ᾽ αυτόν τον αχυρώνα παραδόθηκαν στη φωτιά από τους Γότθους. Για την πρόρρησή του αυτή λοιπόν  και για την παρρησία του, όπως και για την ορθόδοξη ομολογία του ο άγιος δοξάστηκε, κι αφού πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Κωνσταντινούπολη, εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Μπορεί το συναξάρι του οσίου Ισαακίου να μένει αποκλειστικά στο προορατικό του χάρισμα, τη γενναιότητα της καρδιάς του και τη μέχρι θυσίας  ορθόδοξη πίστη του, μέσα από το περιστατικό με τον κακόδοξο βασιλιά Ουάλεντα, όμως η ακολουθία του δεν ασχολείται καθόλου με αυτό. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας προτιμά να μας δώσει το υπόβαθρο της συγκεκριμένης στάσεως του οσίου, δηλαδή την οσιακή βιοτή του μέσα από τους ασκητικούς αγώνες του  για κάθαρση της καρδιάς του και την πλήρωσή του επομένως από τις αρετές και τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος. Κι είναι εύλογο: κανείς δεν μπορεί να έχει ανδρεία στην καρδιά, ορθόδοξο φρόνημα, προορατικό και διορατικό χάρισμα, αν δεν έχει καταστήσει τον εαυτό του κατάλληλο σκεύος για να κατοικήσει ο ίδιος ο εν Τριάδι Θεός. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος κινείται θεμελιακά στην αντιμετώπιση του οσίου, για να μας δείξει ότι εκείνο που είναι αξιοσημείωτο από τη ζωή ενός αγίου δεν είναι κάποια θαυμαστά γεγονότα, αλλά η ίδια η κεκαθαρμένη καρδιά του, κάτι που συνιστά το διαρκώς ζητούμενο από την πίστη μας, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Την καθαρή καρδιά μας ζητάει πάντοτε ο Θεός και όχι βεβαίως την τυχόν θαυματουργία μας, η οποία αποτελεί καθαρό δώρο δικό Του.

Έτσι: «έζησες όσια στη γη, σοφέ Ισαάκιε, γιατί τήρησες χωρίς παρεκκλίσεις τα προστάγματα και τα δικαιώματα του Θεού» (ωδή θ´). Αυτή είναι η αγιότητα και η οσιότητα: να τηρεί κανείς αταλάντευτα τις εντολές του Θεού. Τότε διανοίγεται η καρδιά και η ύπαρξη του ανθρώπου και γίνεται κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος, φεύγοντας από τα πάθη που τον αμαυρώνουν και τον καθιστούν δύσμορφο ενώπιον του Θεού. «Χρημάτισες ναός της τρισηλίου Θεότητος και εξαφάνισες τις εικόνες των παθών από την ψυχή σου» (ωδή ε´).  Η τήρηση βεβαίως των εντολών του Θεού, ώστε να απομειωθούν τα πάθη από την ψυχή, σ᾽ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο πιστός πρέπει να προσανατολίσει με ατσάλινο τρόπο τη θέλησή του προς το θέλημα του Θεού, που σημαίνει ότι θα ῾ματώσει᾽ στον αγώνα του αυτό. Δεν υπάρχει περίπτωση εύκολα κανείς να διέλθει τον πνευματικό αγώνα. Ο όσιος Ισαάκιος το επιβεβαιώνει: «Με ολονύκτιες δεήσεις και ολοήμερες στάσεις, όσιε πάτερ, καθάρισες την ψυχή σου και την έδειξες οίκο της Τριάδος» (ωδή δ´).

Ο όσιος κατέστησε φανερή την παρουσία του Θεού στη ζωή του με τις σπουδαίες αρετές του. Μόνη η κάθαρση της ψυχής δηλαδή δεν έχει νόημα, αν δεν γεμίζει αυτή και με τις χάρες του αγίου Πνεύματος. Αυτό άλλωστε σημαίνει ότι καθάρισε ο όσιος την ψυχή του και έγινε κατοικητήριο του Θεού. Ποια τα φανερά γνωρίσματα της παρουσίας λοιπόν του Θεού; Ασφαλώς η ύπαρξη των κατά Χριστόν αρετών. «Ξέφυγες, Πάτερ, την καταστροφή που προξενεί το νοητό κήτος, ο διάβολος, γιατί απέκτησες εγκράτεια, προσευχή, καθαρή αγάπη, μεγάλη ταπείνωση και βέβαια στοργή προς τον Χριστό» (ωδή ς´). Με τον τρόπο αυτό οδηγήθηκε στα ύψη της κατά Χριστόν απάθειας, ως υπέρβασης των κακών παθών, κι έζησε στη γη αυτή ως άγγελος. «Ανέβηκες στο ύψος της απάθειας, γιατί μιμήθηκες, ενώ ήσουν με το σώμα σου, τους αγγέλους» (ωδή ζ´). Γι᾽ αυτό και αναδείχτηκε σε διώκτη των δαιμόνων και των οργάνων του αιρετικών. «Φωτίστηκες από τη λάμψη του Παναγίου Πνεύματος και έδιωξες το σκοτάδι των αιρέσεων, θαυματουργέ Ισαάκιε» (κάθισμα όρθρου). «Αποδείχτηκες διώκτης των ακαθάρτων πνευμάτων, διότι έγινες καθαρό σκήνωμα του Αγίου Πνεύματος» (ωδή ε´).

29 Μαΐου 2022

ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ

Ο τριαντάχρονος περίπου νέος ήλθε κατευθείαν πάνω στον ιερέα.

«Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ. Μπορείτε;»

«Βεβαίως, παιδί μου. Ορίστε, πέρασε στο εξομολογητάρι».

Ο ιερέας φόρεσε το πετραχήλι και έκανε μία σύντομη ακολουθία, επικαλούμενος το έλεος του Κυρίου επί τον εξομολογούμενο. Κάθισαν.

«Τι σε απασχολεί, παιδί μου; Τι είναι εκείνο που βαραίνει την ψυχή σου, ώστε να θέλεις τόσο άμεσα εξομολόγηση; Πριν πεις όμως οτιδήποτε,  θα μου επιτρέψεις να σου υπενθυμίσω ότι η εξομολόγηση γίνεται όχι στον ιερέα, αλλά στον ίδιο τον Κύριο. Σ’ Εκείνον απευθυνόμαστε, γιατί Εκείνος είναι ο αρχηγός της πίστης μας και ο Σωτήρας της ζωής μας. Έχει προηγηθεί βεβαίως η μετάνοια του πιστού για όποιες αμαρτίες έχει επισημάνει στον εαυτό του, έχει πάρει την απόφαση για αλλαγή του, και έρχεται στη συνέχεια στον ιερέα, προκειμένου να βοηθηθεί στη γνησιότητα της μετανοίας του και να πάρει την άφεση των αμαρτιών του. Η εξομολόγηση δηλαδή στον ιερέα είναι η κατάληξη θα λέγαμε της πρώτης και σημαντικότερης εξομολόγησης που γίνεται στον ίδιο τον Κύριο, μέσα στην καρδιά του πιστού. Με τον τρόπο αυτόν, ετοιμασμένος, δοκιμασμένος, όπως λέει ο απόστολος, ιδίως εκείνος που έχει καιρό να κοινωνήσει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μπορεί να προσέλθει στη Θεία Κοινωνία αυτήν, όπου κατεξοχήν εκεί το αίμα του Κυρίου μάς καθαρίζει από κάθε αμαρτία. Λοιπόν, τι θα ήθελες να εξομολογηθείς;»

Ο νέος δεν μίλησε αμέσως. Φαινόταν σαν να στοχαζόταν τα λόγια του πνευματικού. Αλλά η συνέχεια αποκάλυψε πως μάλλον δεν συνέβαινε αυτό.

«Πάτερ», είπε ξαφνικά και με ένα είδος οργής ο νεαρός άνδρας. «Θέλω τρία πράγματα να σου ζητήσω».

«Τι πράγματα;» είπε ο ιερέας ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι του και βλέποντας το πρόσωπο του νέου, που είχε ελαφρώς κοκκινίσει από μία παράξενη έξαψη.

«Πρώτον, θέλω να μου βρεις γυναίκα». Σταμάτησε για λίγο, για να συνεχίσει,  κτυπώντας μάλιστα αυτήν τη φορά και το χέρι του πάνω στο μικρό τραπεζάκι με τον Εσταυρωμένο και το καντηλάκι που έκαιγε μπροστά Του.  «Δεύτερον, θέλω να μου βρεις δουλειά. Και τρίτον, επειδή ασχολούμαι με το θέατρο, θέλω να μου βρεις μία θεατρική σκηνή για να μπορώ να παίζω εκεί».

Ο ιερέας δεν έσπευσε να απαντήσει. Ένιωσε μόνο ένα πικρό δάκρυ να παλεύει να βγει από το κέντρο της καρδιάς του.

Σηκώθηκε, έβγαλε το πετραχήλι του και ξανακάθισε.

Κοίταξε ίσια στα μάτια τον νεαρό άνδρα που απορημένος τον κοιτούσε, και του είπε ήρεμα:

«Ας συζητήσουμε λοιπόν τι μπορώ να κάνω εγώ σ’ αυτά που μου ζητάς…».

(Από το βιβλίο των εκδ. «ἀκολουθεῖν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι).

«Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΣΤΡΑΠΗ!»

«Βρέθηκα στον Ευαγγελισμό. Με απασχολούσε το θέμα της ψυχικής μου ανετοιμότητος. Σε μία επίσκεψη του πνευματικού μου (σημ.: του μακαριστού Γέροντος Επιφανίου Θεοδωροπούλου) του είπα: Προσεύχομαι στον Θεό να μου δώσει λίγα χρόνια ζωής, για να μετανοήσω. Κι εκείνος μου απήντησε: Δεν χρειάζονται χρόνια, η μετάνοια είναι σαν την αστραπή» (Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο).

Ο μακαριστός συγγραφέας σχετιζόταν ιδιαιτέρως με τον όσιο Πορφύριο τον καυσοκαλυβίτη – γι’ αυτόν έγραψε και το βιβλίο του -, αλλά και με τον μεγάλο και σοφό μακαριστό Γέροντα των Αθηνών, όπως έχει χαρακτηριστεί, Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Κατ’ ακρίβεια, ο Γέρων Επιφάνιος παρέπεμψε το πνευματικοπαίδι του στον μεγάλο όσιο, προκειμένου να τον συμβουλεύεται για διάφορα κρίσιμα προβλήματα της ζωής του που και ο ίδιος ως πνευματικός ήθελε την επιβεβαίωση, λέγοντάς του μάλιστα ότι «για το συγκεκριμένο θέμα που μου αναφέρεις ισχύει αυτό που σου λέω, μέχρις ότου ο Γέρων Πορφύριος σου πει κάτι διαφορετικό. Αυτό που θα σου πει θα είναι και το τελικό, οπότε θα διαγράψεις ό,τι ίσως άλλο σου έχω υποδείξει εγώ». Και πράγματι, υπακούοντας στον πνευματικό του ο συγγραφέας γνωρίστηκε με τον άγιο Πορφύριο, σε βαθμό τέτοιο που από τις σημειώσεις του μετά τις συναντήσεις τους, τις οποίες γνώριζε ο διορατικός μεγάλος όσιος, απήρτισε ογκώδες βιβλίο – μία σπουδαία κατάθεση  μαρτυριών για τον μεγάλο άγιο – που εξέδωσε προ ετών το Ιερό Ησυχαστήριό του.

Στο παραπάνω απόσπασμα του βιβλίου το βάρος πέφτει στην απάντηση του σοφού Γέροντος Επιφανίου. Με προβλήματα υγείας ο συγγραφέας βρέθηκε στον Ευαγγελισμό καθ’ υπόδειξη του οσίου Πορφυρίου. Ενόψει μιας πιθανής άσχημης εξέλιξής του ο συγγραφέας βιώνει την αγωνία ενός μελλοθάνατου – επέκειτο «εγκεφαλικό», το οποίο πέρασε τελικά ανώδυνα με τις ευχές του οσίου. Και ο προβληματισμός του γι’ αυτό ήταν η «ψυχική του ανετοιμότητα». Καταλαβαίνει ότι δεν έχει ολοκληρώσει τη μετάνοιά του – και ποιος μπορεί να πει ότι την έχει ολοκληρώσει, όταν και μεγάλοι όσιοι προσεύχονταν μέχρι την τελευταία τους στιγμή να τους δώσει χρόνο μετανοίας ο Κύριος; - οπότε η προσευχή του ήταν να του δώσει «λίγα χρόνια ζωής ο Κύριος για να μετανοήσει». Η απάντηση του Γέροντος Επιφανίου μοιάζει απρόσμενη: η μετάνοια δεν θέλει πολλά ή έστω λίγα χρόνια για να υπάρξει˙ «είναι σαν την αστραπή»!

Δεν φαίνεται να μην αποδέχεται στην ουσία ο μεγάλος Επιφάνιος την προσευχή του πνευματικού του τέκνου – η μετάνοια πράγματι θέλει χρόνο για να βιωθεί. Η ίδια η Γραφή αποκαλύπτει ότι η δωρεά του χρόνου από τον Θεό στον άνθρωπο γίνεται ακριβώς για να μετανοήσει. «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήση» (Αποκ. Ιωάν.). Ο απόστολος Πέτρος παρομοίως τονίζει στην Β΄ καθολική επιστολή του ότι ο Κύριος μακροθυμώντας απέναντί μας παρατείνει τον χρόνο της Δευτέρας Του παρουσίας με σκοπό όλοι οι άνθρωποι ει δυνατόν «χωρήσαι εις μετάνοιαν» - η κάθε ημέρα μας αποτελεί και μία «παράταση» χρόνου για μετάνοια ενόψει του και πάλι ερχομού Του. Το ίδιο σημειώνει και ο απόστολος Παύλος («το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει»), ενώ ο ίδιος ο Κύριος ξεκινά τη δημόσια δράση Του με αυτήν ακριβώς την προτροπή: «Μετανοείτε, γιατί έφτασε η Βασιλεία του Θεού». Χρόνος λοιπόν και μετάνοια συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους, σαφώς το γνωρίζει ο Γέρων πνευματικός, γι’ αυτό και φαίνεται παράδοξη η παρατήρησή του στο πνευματικό του τέκνο.

Δεν είναι όμως καθόλου παράδοξα τελικώς τα πράγματα. Γιατί και το ένα ισχύει και το άλλο. Και η μετάνοια είναι γεγονός «σαν αστραπή», με την έννοια ότι ο Κύριος βλέποντας την όποια ρωγμή στην καρδιά του ανθρώπου, τον οποιονδήποτε στεναγμό του δηλαδή για τα κακώς κείμενα της ζωής του, προσφέρει την ακτίνα της ενέργειάς Του να εισέλθει σ’ αυτήν και να την φωτίσει ώστε να κλάψει για την όποια βρωμιά της πλένοντάς την και να στραφεί με πόθο προς Εκείνον – ό,τι συνέβη με τον άσωτο της παραβολής: «εις εαυτόν ελθών» και «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου»˙ αλλά επίσης είναι γεγονός που απαιτεί χρόνο, με την έννοια όπως είπαμε ότι την κάθε στιγμή ο πιστός που μετανοεί την αξιοποιεί ακριβώς για να επιβεβαιώνει τη μετάνοιά του και να τη βαθαίνει και να την επεκτείνει. Έτσι κι αλλιώς η πορεία του ανθρώπου στη γη, αν είναι πιστός, είναι «εκ πίστεως εις πίστιν» που θα πει «εκ μετανοίας εις μετάνοιαν καθαράν» - η μετάνοια αποδεικνύει ότι υφίσταται πίστη στον Χριστό, ή αλλιώς: η πίστη στον Χριστό αποδεικνύεται με τη μετάνοια ως αλλαγή τρόπου ζωής του ανθρώπου. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν πρέπει ο άνθρωπος να «πετάει» και να «σκοτώνει» τον χρόνο του – είναι σαν να διαγράφει τη δωρεά του Θεού για τη σωτηρία του.

Ο άγιος Γέρων Επιφάνιος λοιπόν, ενώ προϋποθέτει τον χρόνο για τη μετάνοια, θέλει εκεί να στρέψει την προσοχή του ασθενούντος τέκνου του: στη «στιγμή», στο «τώρα»: αυτό να αξιοποιήσει, γιατί αυτό είναι η «ώρα» του Θεού. «Μην περιμένεις άλλον χρόνο» είναι σαν να του λέει. «Ξεκίνα τώρα να μετανοείς». Ο ληστής πάνω στον σταυρό μία τέτοια «στιγμή» αξιοποίησε και ήλθε εις εαυτόν και κέρδισε τον Παράδεισο˙ η Σαμαρείτις του Ευαγγελίου, η αγία Φωτεινή, το «τώρα» της σχέσεώς της με τον Χριστό «άδραξε», που της έδινε τη δυνατότητα να βρει την αληθινή πηγή της ζωής˙ ο απόστολος Παύλος την ώρα της εμφανίσεως του Χριστού που τον καλούσε να αλλάξει ζωή θεώρησε ως την πιο σημαντική και καθοριστική της πορείας του˙ η οσία Μαρία η Αιγυπτία την άρνηση του Θεού να εισέλθει στον Ναό Του είδε ως την αστραπή που τη φώτισε για να μετανοήσει και να φτάσει σε υπέρμετρα ύψη αγιότητας – ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Λοιπόν, όντως: «δεν χρειάζονται χρόνια» για τη μετάνοια. Τα χρόνια είναι μόνο για τη φανέρωση του φωτός της.     

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑ

«Αυτή η ιερά και αγία κόρη καταγόταν από την Τύρο. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών συνελήφθη από τούς ειδωλολάτρες και ρίχτηκε στη φυλακή για να δικαστεί, επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Θεό. Ενώ λοιπόν είχαν ήδη πάρει θέση οι δικαστές οδηγήθηκε ενώπιον του άρχοντα Ουρβανού, ο οποίος την πρόσταξε νά θυσιάσει στα είδωλα. Όταν αυτή βεβαίως δεν πείστηκε κι αρνήθηκε, έδωσε εντολή νά τη βασανίσουν με σκληρά κτυπήματα στα πλευρά και στα στήθη και να προχωρήσουν μάλιστα μέχρι και τα οστά και τα σπλάχνα, γιατί έβλεπε ότι παρόλα τα επίμονα βασανιστήρια αυτή τα δεχόταν όλα σιωπηλά. Διαπιστώνοντας ότι έχει ακόμη ζωή μέσα της απευθύνθηκε και πάλι σ’  αυτήν, προτρέποντάς την να θυσιάσει. Τότε η αγία τον κοίταξε κατάματα και άνοιξε όσο μπορούσε το στόμα της και του είπε με χαμογελαστό πρόσωπο: «Τι πλανάσαι, άνθρωπε; Δεν ξέρεις ότι τώρα εγώ αξιώθηκα να έχω κοινωνία  με τους μάρτυρες του Θεού;» Ο ηγεμόνας, επειδή συνειδητοποίησε ότι έγινε περίγελως της κοπέλας, οργίστηκε κι έδωσε εντολή να βασανιστεί περισσότερο από ό,τι πρώτα, οπότε στη συνέχεια την έριξε στα θαλάσσια ρεύματα, μέσα στα οποία δέχτηκε το μακάριο τέλος». 

Κατά πάγια συνήθεια των περισσοτέρων υμνογράφων, το όνομα ενός αγίου γίνεται η αφορμή για θεολογικό σχολιασμό του. Θεοδοσία το όνομα της σήμερον εορταζομένης αγίας, συνεπώς «έγινες δόση και δωρεά του Θεού, σοφή μάρτυς Θεοδοσία», σημειώνει ο άγιος υμνογράφος, «γιατί λάμπεις και λόγω της μαρτυρικής άθλησής σου και λόγω των λαμπρών ακτίνων της παρθενίας σου, ανάβοντας φωτιά στη διάνοια όλων αυτών που σε τιμούν με πίστη» (κάθισμα όρθρου). Κι αλλού: «Δόθηκες στον Θεό (κι έγινες Εκείνου προσφορά σ’ εμάς), προσφέροντάς μας μεγάλη χαρά και ευφροσύνη» (ωδή δ΄)∙ «Φάνηκες ακριβώς ό,τι λέει το όνομά σου, σεμνή Θεοδοσία. Γιατί έγινες άριστη δόση Θεού σ’ εμάς, πάνσοφε, αναδίδοντας ποταμούς των ουρανίων δωρεών σ’ όσους με πίστη δοξολογούν τον Θεό» (ωδή η΄).

Είναι ιδιαιτέρως σημαντική η παρατήρηση του αγίου υμνογράφου: προσφέρεται κανείς στον Θεό, είτε με την ασκητική πνευματική του διαγωγή είτε και με το μαρτύριο του αίματός του, και γίνεται η προσφορά του αυτή δόση και δωρεά του Θεού σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Σαν να παραλαμβάνει ο Θεός τη θυσία αγάπης προς Αυτόν ενός αγίου, για να τη μεταποιήσει σε ευλογία και χαρά για τους πάντες. Κατά κάποιον τρόπο ο άγιος δηλαδή γίνεται το «πρόσφορο» της Θείας Ευχαριστίας, το οποίο προσφέρεται ως υλικό δικό μας στον Θεό (δικό Του στην πραγματικότητα αφού όλα Τού ανήκουν) για να το κάνει Αυτός εν Πνεύματι Αγίω «σῶμα καί αἷμα Του» και να τραφεί ο κόσμος.  «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν Σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα». Κι αυτό σημαίνει ότι τίποτε δεν υφίσταται ατομικό στην Εκκλησία∙ ό,τι κάνουμε από πίστη στόν Θεό εκφράζει τον όλο άνθρωπο, ή αλλιώς: ο πιστός περικλείοντας στην ύπαρξή του όλη την ανθρωπότητα προσφέρεται εν αγάπη στον Θεό και δι’ αυτού προσφέρεται σύμπας ο κόσμος. Και ο Θεός μας τι κάνει; Παραλαμβάνει την προσφορά αυτή για να την αντιπροσφέρει χριστοποιημένη σε όλους τους πιστούς και σε όλους τους ανθρώπους ως ευλογία. Από την άποψη αυτή κατανοεί κανείς για μία ακόμη φορά το υπό των Πατέρων μας λεγόμενο ότι «αν υφίσταται ακόμη ο κόσμος είναι γιατί υπάρχουν κάποιοι άγιοι, λίγοι ή πολλοί αυτό το ξέρει ο Θεός, που για χάρη τους ο Θεός κρατάει τον υπόλοιπο κόσμο». Κι αυτό γιατί οι συγκεκριμένοι άγιοι ζουν με το φρόνημα του Χριστού, που θα πει ότι προσεύχονται αενάως υπέρ του σύμπαντος κόσμου ως υπέρ του εαυτού τους. Οι άγιοι δηλαδή, σαν την αγία Θεοδοσία που δίνει και την αφορμή του σχολιασμού, αποτελούν τη μεγαλύτερη ευλογία για τον κόσμο – δεν μας θυμίζει η αλήθεια αυτή το περιστατικό του διαλόγου του Θεού με τον Αβραάμ, όταν Εκείνος πορευόταν για να δώσει τέλος στην αμαρτία των Σοδόμων και των Γομόρρων; «Αν υπήρχαν έστω και δέκα δικοί Μου άνθρωποι στην πολυάριθμη πόλη, προς χάρη τους θα έσωζα και τους υπολοίπους».

Το κρίσιμο σημείο βεβαίως που επισημαίνει ο υμνογράφος μιλώντας για την προσφορά του ανθρώπου στον Θεό που γίνεται «δόσις» δική Του έπειτα στον κόσμο είναι ο θεϊκός έρωτας. Εννοούμε ότι αν κίνητρο της όποιας κίνησης του ανθρώπου προς τον Θεό δεν είναι ο πόθος και η σφοδρή αγάπη του προς Εκείνον, τότε δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προς Αυτόν στροφή του, υπάρχει «κενό». Η αγία Θεοδοσία διακατεχόταν από τον πόθο αυτόν. Επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος μάς λέει: «Θεοδοσία, πόθησες ολοκληρωτικά τον Χριστό κι έτσι υπέφερες με μεγάλη καρτερία τις πληγές των βασάνων. Πληγωνόσουν για χάρη αυτού που αγάπησες παράφορα» (στιχ. εσπερ.). «Ο πόθος ο θεϊκός, Θεοδοσία, σε ανέδειξε πιστή νύμφη του Χριστού, γιατί αγάπησες τον δικό Του Σταυρό» (ωδή γ΄).

Και στην πραγματικότητα, καθώς εξηγεί ο εκκλησιαστικός ποιητής, η αγάπη αυτή της μάρτυρος ήταν συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου – κάθε μαρτύριο για χάρη του Χριστού ποτέ δεν αυτονομείται, αλλά θεωρείται προέκταση του Πάθους του Κυρίου∙ γιατί ακριβώς ο κάθε πιστός ως μέλος Χριστού τη Ζωή Εκείνου διαιωνίζει. Μας το λέει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο: «Θεοδοσία, οδός αθλήσεως για σένα έγινε ο Θεός, αφότου ανέβηκε εκούσια στον Σταυρό» (ωδή α΄). Ο χριστιανός δηλαδή, ζώντας την καθημερινότητά του με τον τρόπο του Χριστού, με υπακοή στο θείο θέλημα, αλλά και φθάνοντας χαρισματικά στο «απώγειο» της υπακοής ως προσφοράς και της ίδιας της ζωής, ζει ως ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο. Αυτό άλλωστε δεν είναι ο χριστιανός; Ο ακόλουθος του Χριστού που με τη χάρη Εκείνου «απαρνείται τον (πεσμένο στην αμαρτία) εαυτό του και σηκώνει τον σταυρό του», «επακολουθώντας τα ίχνη του αρχηγού Του».  

28 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

«Και σχίσμα ην εν αυτοίς…» (Ιωάν. 9, 16)

Μία οξεία αντιπαράθεση μεταξύ ιδεολογίας και εμπειρίας παρακολουθούμε στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Από τη μία οι θρησκευτικοί άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι αρνούνται να πιστέψουν στα μάτια τους και στη μαρτυρία των υπολοίπων συμπατριωτών τους. Από την άλλη ο εκ γενετής τυφλός, ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μαρτυρεί ό,τι του συνέβη: την εμπειρία του από τη συνάντησή του με τον Χριστό. Κι αξίζει να σταθούμε στην αντιπαράθεση αυτή, γιατί μπορεί να θεωρηθεί τύπος για ό,τι συμβαίνει σε κάθε εποχή. Πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που αρνούνται τον Χριστό για λόγους θεωρητικούς, και πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που Τον ομολογούν γιατί Τον ένιωσαν με όλη τους την ύπαρξη.

1. Ξενίζει σε πρώτη ανάγνωση η αντίδραση των θρησκευτικών αρχόντων να δεχτούν το θαύμα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι αυτό γιατί βλέπουν την ορατή απόδειξη μπροστά τους: τον θεραπευμένο πια τυφλό, ο οποίος όχι μόνο απέκτησε την όρασή του αλλά και τους  οφθαλμούς που δεν είχε – ο Κύριος λειτουργεί όπως απαρχής  ως ο Δημιουργός Θεός –, τη στιγμή μάλιστα που το γεγονός  βεβαιώνει πλήθος  ανθρώπων, αλλά και οι ίδιοι οι γονείς του τυφλού χωρίς να είναι ακόλουθοι του Χριστού. Η πνευματική τύφλωση που επιδεικνύουν  - να αρνούνται το προφανές – είναι κυριολεκτικά ασύλληπτη, η οποία  επιτείνεται ακόμη περισσότερο όταν γνωρίζει κανείς την αδιάκοπη απαίτησή τους να «δουν» ένα θαύμα προκειμένου να πιστέψουν.

Ό,τι φαίνεται παράδοξο όμως, στην πραγματικότητα είναι απόλυτα φυσικό και κατανοητό για τους θρησκευτικούς άρχοντες. Διότι η άρνησή τους υποκρύπτει τελικώς την έλλειψη διάθεσης να πιστέψουν στον Χριστό. Όταν είσαι βολεμένος στον κόσμο τούτο κι όταν ικανοποιούνται τα πάθη σου, γιατί να θέλεις αλλαγή; Αν οι άρχοντες δέχονταν το θαύμα θα σήμαινε ότι δέχονται τον Χριστό ως εκ Θεού προερχόμενο, ως τον Μεσσία που είχαν προαναγγείλει οι προφήτες, συνεπώς θα έπρεπε να μετανοήσουν και να αλλάξουν τρόπο ζωής. Κι αυτοί δεν είχαν καμία τέτοια διάθεση.

2. Η στάση αυτή των Ιουδαίων υπάρχει διαχρονικά. Η όποια αμφισβήτηση δηλαδή του Χριστού σε κάθε εποχή δεν στηρίζεται σε άλλους λόγους πέρα από την αμαρτία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που έχει επιλέξει να ζει με εγωισμό και με χάιδεμα των παθών του, αδυνατεί να είναι με τον Χριστό. Χριστός και αμαρτία δεν συμβιβάζονται. Η ακολουθία του Χριστού σημαίνει συντονισμό με τη ζωή του ίδιου του Χριστού, κατά τον σαφή λόγο Του: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Γι’ αυτό και η πίστη σ’ Αυτόν δεν είναι εύκολη υπόθεση. Την ασπάζονται μόνον εκείνοι που η γενναιότητα και η ανδρεία χαρακτηρίζουν τη ζωή τους· που η θυσία γίνεται πια η επιλογή τους. Κι αυτό γιατί ο Χριστός ανατρέπει τα πάντα: όλες τις επίγειες αγάπες και δεσμεύσεις του ανθρώπου, προκειμένου να βάλει στην πρώτη θέση την αγάπη στον Θεό, την αγάπη σ’ Εκείνον. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Και «ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή τέκνα ή αγρούς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Και ποιο το αποτέλεσμα για τον πιστό; Να γεύεται πάντοτε τον Θεό μέσα του και να γίνεται και ο ίδιος ένας μικρός Θεός – ό,τι συνιστά τον σκοπό και την υγεία του ανθρώπου.

3. Από την άλλη υπάρχουν εκτός από τους αμφισβητίες οι πιστοί. Όχι βεβαίως οι ψεύτικοι και κάλπικοι – όσοι έχουν κάνει ιδεολογία και θεωρητική γνώση κι ίσως και μόδα τη χριστιανική πίστη – αλλά οι αληθινοί και γνήσιοι, που έχουν προσωπική εμπειρία της σχέσης τους με τον Χριστό. Στην άρνηση των αμφισβητιών προβάλλουν τη μαρτυρία της εν Χριστώ ζωής τους, σαν τον θεραπευμένο πρώην τυφλό που λέει στους απίστους Ιουδαίους: «δεν ξέρω τι λέτε εσείς, εγώ ένα ξέρω: ήμουν τυφλός και τώρα βλέπω», γεγονός που σημαίνει πως όσα επιχειρήματα μπορεί να φέρει η ανθρώπινη συλλογιστική κατά του Χριστού ως Υιού του Θεού καταπίπτουν μπροστά στην ίδια την πραγματικότητα της ζωντανής παρουσίας Του στη ζωή ενός ανθρώπου. Η εμπειρία έτσι που απέκτησε ο πρώην τυφλός τον έφερε στη σωτηρία: την ορθή πίστη στον Χριστό και την αληθινή γνώση Του.

4. Η περίπτωσή του θυμίζει από μία άποψη τους αποστόλους μετά την Ανάσταση και την Πεντηκοστή. Στους αρνητές και πάλι Ιουδαίους, οι οποίοι μάλιστα τους απειλούν, τους κλείνουν στη φυλακή, τους βασανίζουν με κίνδυνο να χάσουν την ίδια τη ζωή τους, εκείνοι προβάλλουν την προσωπική τους εμπειρία: «ου δυνάμεθα α είδαμεν και ηκούσαμεν μη λαλείν», ό,τι σημειώνει δηλαδή και στην Α΄ Καθολική επιστολή του ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν,…απαγγέλλομεν υμίν». Γι’ αυτό και είναι έτοιμοι όχι μόνο να συνεχίσουν να εξαγγέλλουν την πίστη τους, αλλά και μύριες φορές να πάθουν προς χάρη της. Και την ίδια στάση διαπιστώνουμε έπειτα και σε όλη την εκκλησιαστική ιστορία. Ουδέποτε παρουσιάστηκε περίπτωση χριστιανός εν επιγνώσει και με εμπειρία της χάρης του Θεού στη ζωή του να αρνηθεί τον Κύριο. Όσοι τυχόν Τον αρνήθηκαν ήταν γιατί δεν Τον είχαν πραγματικά πιστέψει, που θα πει δεν είχαν νιώσει τη χάρη Του ενεργούσα μέσα στην καρδιά τους. Αιώνια θα ισχύει ο συγκλονιστικός λόγος του Κυρίου, που ο ίδιος είχε πει στους Ιουδαίους, γιατί δηλαδή δεν κατανοούν τον λόγο Του. Διότι δεν είχαν τη δύναμη εκείνη μέσα τους, τη χάρη του Θεού, που θα τους άνοιγε τα πνευματικά ώτα για να τον ακούνε. «Διατί την λαλιάν την εμήν ου γινώσκετε; Ότι ου δύνασθε ακούειν τον λόγον τον εμόν». Για να ερμηνεύσει ακόμη συγκλονιστικότερα: Δεν έχουν τη δύναμη αυτή, γιατί είναι προσκολλημένοι στον πατέρα τους διάβολο και επιτελούν τις επιθυμίες εκείνου. «Υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν».

Το σχίσμα του λαού για τον Χριστό υφίσταται πάντοτε. Ήδη άλλωστε το είχε προφητέψει ο γέρων Συμεών κατά την υπαπαντή του με τον Κύριο. «Σημείον αντιλεγόμενον» χαρακτήρισε τον Κύριο, όπως και ότι «Ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ». Το ίδιο ισχύει και στην εποχή μας. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην υφίστανται οι αρνητές του Χριστού και του ζωντανού σώματός Του της Εκκλησίας. Αλλ’ εκείνοι ήδη έχουν κριθεί λόγω της άρνησής τους. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς! Ο Χριστός έχει αγγίξει τους πνευματικούς μας οφθαλμούς, ώστε ορώντες να βεβαιώνουμε με την εμπειρία μας την αλήθεια Του;

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 9, 1-38)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα  τοῦ Θεοῦ ἐν  αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι  τὰ ἔργα  τοῦ πέμψαντός  με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται  νὺξ ὅτε  οὐδεὶς  δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς  τὴν  κολυμβήθραν  τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον  οὖν  αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν  σου  οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος  καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος  λεγόμενος Ἰησοῦς  πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν  τοῦ Σιλωὰμ  καὶ νίψαι· ἀπελθὼν  δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν  αὐτὸν  πρὸς  τοὺς  Φαρισαίους,  τόν  ποτε  τυφλόν. Ἦν  δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.  Πάλιν  οὖν ἠρώτων  αὐτὸν  καὶ οἱ Φαρισαῖοι  πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν  αὐτοῖς·  πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον·  πῶς  δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς  τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι  περὶ αὐτοῦ ὅτι  τυφλὸς ἦν  καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν  τοὺς  γονεῖς  αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος  καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς  περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.  Ταῦτα  εἶπον  οἱ γονεῖς  αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν  αὐτὸν  καὶ εἶπον·  σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος  οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺπιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν  μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δ ὲἔφη·  πιστεύω,  Κύριε·  καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθώς πήγαινε στό δρόμο του ὁ Ἰησοῦς, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο  πού  εἶχε  γεννηθεῖ τυφλός.  Τόν  ρώτησαν,  λοιπόν,  οἱ μαθητές  του:  «Διδάσκαλε,  ποιός ἁμάρτησε  καί  γεννήθηκε  αὐτός τυφλός, ὁ ἴδιος ἤ οἱ γονεῖς του;» Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε: «Οὔτε αὐτός ἁμάρτησε  οὔτε  οἱ γονεῖς  του, ἀλλά  γεννήθηκε  τυφλός  γιά  νά φανερωθεῖ ἡ δύναμη  τῶν ἔργων  τοῦ Θεοῦ πάνω σ' αὐτόν. Ὅσο διαρκεῖ ἡμέρα, πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μ' ἔστειλε. Ἔρχεται ἡ νύχτα, ὁπότε κανένας δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται. Ὅσο εἶμαι σ' αὐτόν τόν κόσμο, εἶμαι τό φῶς γιά τόν κόσμο». Ὅταν τά εἶπε αὐτά ὁ Ἰησοῦς, ἔφτυσε κάτω, ἔφτιαξε πηλό ἀπό τό φτύμα, ἄλειψε μέ τόν πηλό τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε νά νιφτεῖς στήν κολυμβήθρα  τοῦ Σιλωάμ» –πού  σημαίνει  «ἀπεσταλμένος ἀπό  τό Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, πῆγε καί νίφτηκε καί, ὅταν γύρισε  πίσω, ἔβλεπε.  Τότε  οἱ γείτονες  κι ὅσοι  τόν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν  τυφλός, ἔλεγαν:  «Αὐτός  δέν  εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού καθόταν ἐδῶ καί ζητιάνευε;» Μερικοί ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι», ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Εἶναι κάποιος πού τοῦ μοιάζει». Ὁ ἴδιος ὅμως ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι». Τότε τόν ρωτοῦσαν: «Πῶς, λοιπόν, ἄνοιξαν τά μάτια σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἕνας ἄνθρωπος πού τόν λένε Ἰησοῦ ἔκανε πηλό, μοῦ ἄλειψε τά μάτια καί μοῦ εἶπε: "πήγαινε στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ καί νίψου"· πῆγα λοιπόν ἐκεῖ, νίφτηκα καί βρῆκα τό φῶς μου». Τόν ρώτησαν, λοιπόν: «Ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος;» «Δέν ξέρω», τούς ἀπάντησε.Τόν ἔφεραν τότε στούς Φαρισαίους, τόν ἄνθρωπο πού ἦταν ἄλλοτε τυφλός. Ἡμέρα πού ἔφτιαξε ὁἸησοῦς τόν πηλό καί τοῦ ἄνοιξε τά μάτια ἦταν Σάββατο. Ἄρχισαν λοιπόν καί οἱ Φαρισαῖοι νά τόν ρωτοῦν πάλι πῶς ἀπέκτησε τό φῶς του. Αὐτός τούς ἀπάντησε: «Ἔβαλε πάνω στά  μάτια  μου  πηλό,  νίφτηκα  καί  βλέπω».  Μερικοί ἀπό  τούς Φαρισαίους ἔλεγαν:  «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος  δέν  μπορεῖνά  εἶναι σταλμένος ἀπό τό Θεό, γιατί δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου». Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν: «Πῶς μπορεῖ ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος νά κάνει τέτοια σημεῖα;» Καί ὑπῆρχε διχογνωμία ἀνάμεσά τους. Ρωτοῦν λοιπόν πάλι τόν τυφλό: «Ἐσύ τί λές γι’ αὐτόν; πῶς ἐξηγεῖς ὅτι σοῦ ἄνοιξε τά μάτια;» Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Εἶναι προφήτης». Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως  δέν ἐννοοῦσαν  νά  πιστέψουν  πώς  αὐτός ἦταν τυφλός κι ἀπέκτησε τό φῶς του, ὥσπου κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καί τούς ρώτησαν: «Αὐτός εἶναι ὁ γιός σας πού λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οἱ γονεῖς του τότε ἀποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πώς αὐτός εἶναι ὁ γιός μας κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός· πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δέν τό ξέρουμε, ἤ ποιός τοῦ ἄνοιξε τά μάτια, ἐμεῖς δέν τό ξέρουμε. Ρωτῆστε τόν ἴδιο· ἐνήλικος εἶναι, αὐτός μπορεῖ νά μιλήσει γιά τόν ἑαυτό του». Αὐτά εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἀπό φόβο πρός τούς Ἰουδαίους. Γιατί, οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες εἶχαν κιόλας συμφωνήσει νά ἀφορίζεται ἀπό τή συναγωγή ὅποιος παραδεχτεῖ πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Γι’ αὐτό εἶπαν οἱ γονεῖς του, «ἐνήλικος εἶναι, ρωτῆστε τόν ἴδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, γιά δεύτερη φορά τόν ἄνθρωπο πού ἦταν πρίν τυφλός καί τοῦ εἶπαν: «Πές τήν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἁμαρτωλός». Ἐκεῖνος τότε τούς ἀπάντησε: «Ἄν εἶναι ἁμαρτωλός, δέν τό ξέρω· ἕνα ξέρω: πώς, ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τόν ρώτησαν πάλι: «Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σοῦ ἄνοιξε τά μάτια;» «Σᾶς τό εἶπα κιόλας», τούς ἀποκρίθηκε, «ἀλλά δέν πειστήκατε· γιατί θέλετε νά τό ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νά γίνετε μαθητές του;» Τόν περιγέλασαν τότε καί τοῦ εἶπαν: «Ἐσύ εἶσαι μαθητής ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθητές τοῦ Μωυσῆ·ἐμεῖς ξέρουμε πώς ὁ Θεός μίλησε στό Μωυσῆ, ἐνῶ γι’ αὐτόν δέν ξέρουμε τήν προέλευσή του». Τότε ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος καί τούς εἶπε: «Ἐδῶ εἶναι τό παράξενο, πώς ἐσεῖς δέν ξέρετε ἀπό ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ὅμως  αὐτός  μοῦ ἄνοιξε  τά  μάτια.  Ξέρουμε  πώς ὁ Θεός  τούς ἁμαρτωλούς δέν τούς ἀκούει, ἀλλά ἄν κάποιος τόν σέβεται καί κάνει τό θέλημά του, αὐτόν τόν ἀκούει. Ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος δέν ἀκούστηκε ν’ ἀνοίξει κανείς τά μάτια ἑνός γεννημένου τυφλοῦ. Ἄν αὐτός δέν ἦταν ἀπό τό Θεό δέ θά μποροῦσε νά κάνει τίποτα». «Ἐσύ εἶσαι βουτηγμένος στήν ἁμαρτία ἀπό τότε πού γεννήθηκες», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «καί κάνεις τό δάσκαλο σ’ ἐμᾶς;» Καί τόν πέταξαν ἔξω. Ὁ Ἰησοῦς ἔμαθε ὅτι τόν πέταξαν ἔξω καί, ὅταν τόν βρῆκε, τοῦ εἶπε: «Ἐσύ πιστεύεις στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Καί ποιός εἶναι αὐτός, κύριε, γιά νά πιστέψω σ’ αὐτόν;» «Μά τόν ἔχεις κιόλας δεῖ», τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς. «Αὐτός πού μιλάει τώρα μαζί σου, αὐτός εἶναι». Τότε ἐκεῖνος εἶπε: «Πιστεύω Κύριε», καί τόν προσκύνησε.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 16, 16-34)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην  τινὰ ἔχουσαν  πνεῦμα  πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν  πολλὴν  παρεῖχε  τοῖς  κυρίοις  αὐτῆς  μαντευομένη.  Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι  δοῦλοι  τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου  εἰσίν,  οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ’ αὐτῆς. Καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι  οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν  τὴν  πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες. Καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν  παραδέχεσθαι  οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ ̓ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες  αὐτῶν  τὰ ἱμάτια ἐκέλευον  ραβδίζειν, πολλάς  τε ἐπιθέντες  αὐτοῖς  πληγὰς ἔβαλον  εἰς  φυλακήν, παραγγείλαντες  τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς  τηρεῖν  αὐτούς· ὃς παραγγελίαν  τοιαύτην  εἰληφὼς ἔβαλεν  αὐτοὺς  εἰς  τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. Ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα  σωθῶ;  Οἱ δὲ εἶπον·  πίστευσον ἐπὶ τὸν  Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τίς ἡμέρες ἐκείνες,  καθώς  πηγαίναμε  στόν  τόπο  τῆς  προσευχῆς, συνέβη νά συναντήσουμε μιά δούλη πού εἶχε μαντικό πνεῦμα καί μέ τίς  μαντεῖες  της ἀπέφερε  πολλά  κέρδη  στούς  κυρίους  της.  Αὐτή ἀκολουθοῦσε τόν Παῦλο καί τόν Σίλα καί φώναζε: «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι  δοῦλοι  τοῦ ὕψιστου  Θεοῦ,  πού  μᾶς  κηρύττουν  τήν ὁδό  τῆς σωτηρίας!» Αὐτό τό ἔκανε πολλές μέρες. Ὁ Παῦλος ἀγανάκτησε· γύρισε πίσω καί εἶπε στό πνεῦμα: «Σέ διατάζω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά βγεῖς ἀπ’ αὐτήν». Τήν ἴδια στιγμή βγῆκε τό πνεῦμα.Ὅταν εἶδαν τ’ ἀφεντικά της ὅτι μαζί μέ τό πνεῦμα χάθηκε κι ἡ ἐλπίδα τοῦ κέρδους πού εἶχαν ἀπό τήν ἐργασία της, ἔπιασαν τόν Παῦλο  καί  τόν  Σίλα  καί  τούς ἔσυραν  στήν ἀγορά  γιά  νά  τούς παρουσιάσουν στίς ἀρχές. Τούς ὁδήγησαν μπροστά στούς ἀνώτατους ἄρχοντες τῆς πόλης καί εἶπαν: «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι Ἰουδαῖοι καί προκαλοῦν ταραχές στήν πόλη. Θέλουν νά εἰσαγάγουν ἔθιμα πού δέν ἐπιτρέπεται σ’ ἐμᾶς, πού εἴμαστε Ρωμαῖοι, νά τά δεχτοῦμε ἤ νά τά τηρήσουμε». Τότε ὁ λαός ξεσηκώθηκε ἐναντίον τους. Οἱ ἄρχοντες τούς ἔσκισαν τά ροῦχα καί ἔδωσαν διαταγή νά τούς ραβδίσουν. Τούς ἔδωσαν πολλά χτυπήματα καί μετά τούς ἔβαλαν στή φυλακή κι ἔδωσαν ἐντολή στόν δεσμοφύλακα νά τούς φυλάει ἀσφαλισμένους καλά. Αὐτός, ἐφόσον πῆρε μιά τέτοια ἐντολή, τούς ἔβαλε στό πιό ἐσωτερικό κελί καί γιά λόγους ἀσφάλειας ἕσφιξε τά πόδια τους στήν ξυλοπέδη. Γύρω  στά  μεσάνυχτα, ὁ Παῦλος  καί ὁ Σίλας  προσεύχονταν  καί ἔψελναν ὕμνους  στόν  Θεό·  καί  τούς ἄκουγαν  οἱ φυλακισμένοι. Ξαφνικά ἔγινε ἕνας  σεισμός  τόσο  δυνατός,  πού  σαλεύτηκαν  τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Ἀμέσως ἄνοιξαν ὅλες οἱ πόρτες καί τά δεσμά τῶν φυλακισμένων λύθηκαν. Ὁ δεσμοφύλακας ξύπνησε· κι ὅταν εἶδε τίς πόρτες τῆς φυλακῆς ἀνοιχτές, ἔβγαλε τό σπαθί του κι ἤθελε νά σκοτωθεῖ, νομίζοντας ὅτι οἱ φυλακισμένοι εἶχαν δραπετεύσει. Τότε ὁ Παῦλος τοῦ φώναξε: «Μήν κάνεις κανένα κακό στόν ἑαυτό σου! Εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ». Ὁ δεσμοφύλακας ζήτησε νά τοῦ φέρουν φῶτα, πήδηξε μέσα στό κελί, καί τρομαγμένος ἔπεσε στά πόδια τοῦ Παύλου καί τοῦ Σίλα. Ὕστερα τούς ἔβγαλε ἔξω καί τούς ρώτησε: «Κύριοι, τί πρέπει νά κάνω γιά νά σωθῶ;» Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Πίστεψε στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί θά σωθεῖς κι ἐσύ καί τό σπίτι σου». Καί κήρυξαν σ' αὐτόν καί σ' ὅσους ἦταν στό σπίτι του τόν λόγο τοῦ Κυρίου. Ὁ δεσμοφύλακας τούς πῆρε τήν ἴδια ἐκείνη ὥρα μέσα στή νύχτα κι ἔπλυνε τίς πληγές τους· ὕστερα βαφτίστηκε ἀμέσως ὁ ἴδιος καί ὅλη ἡ οἰκογένειά  του.  Κατόπιν  τούς ἀνέβασε  στό  σπίτι  του  καί  τούς ἔστρωσε  τραπέζι. Ἦταν  πανευτυχής  πού  κι  αὐτός  καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του εἶχαν βρεῖ τήν πίστη στό Θεό.