08 Μαΐου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο άγιος Αρσένιος ήταν γέννημα και θρέμμα της μεγαλούπολης Ρώμης, διατηρήθηκε καθαρό κατοικητήριο του Θεού από πολύ μικρή ηλικία, γεμάτος από κάθε αρετή και σοφία, τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Γι᾽ αυτό και δέχτηκε τη χειροτονία του σε διάκονο, την εποχή που βασιλιάς στους Ρωμαίους ήταν ο μέγας Θεοδόσιος. Όταν ο Θεοδόσιος αγωνιζόταν και φρόντιζε να βρει άνδρα πνευματικό και λόγιο, ώστε να καλύπτει τις πνευματικές ανάγκες των παιδιών του και να τα διδάσκει στα μαθήματα, και μάλιστα σε αυτά με τα οποία λατρεύεται ο Θεός, έμαθε για τον Αρσένιο και έγραψε στον βασιλιά Γρατιανό και στον πάπα Ιννοκέντιο να τον πείσουν να αναλάβει,   κάτι που μετά βίας τελικά το κατάφερε.

Ο Αρσένιος λοιπόν έφυγε από τη Ρώμη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, και στάθηκε κατά πρόσωπο στον Θεοδόσιο. Είδε λοιπόν ο Θεοδόσιος να έχει ο Αρσένιος σεμνό το πρόσωπό του και το χρώμα του, να έχει σταθερό και προσεκτικό βλέμμα, ταπεινό φρόνημα, και να είναι κοσμημένος από κάθε αρετή, γεμάτος από πολλή χαρά και ευχάριστη διάθεση, γι᾽ αυτό και από τότε τον τιμούσε υπερβολικά ως Πατέρα και τον σεβόταν ως δάσκαλο. Τα δε μέλη της Συγκλήτου τον θαύμαζαν, βλέποντάς τον ως κάποιο μεγάλο κειμήλιο.

Ο Αρσένιος όμως που μισούσε τη δόξα κι αγαπούσε τον Θεό, θεωρώντας μάλιστα τη δόξα ως σκουπίδια και ποθώντας τη μοναχική ζωή, παρακαλούσε καθημερινά τον Θεό να εκπληρώσει το αίτημα της καρδιάς του. Και πράγματι, άκουσε θεϊκή φωνή να του λέει: “Αρσένιε, απόφευγε τους ανθρώπους και θα σωθείς”. Αυτός τότε, χωρίς να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, πέρα από την αλλαγή των ενδυμάτων του, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκάρη μοναχός και πήγε στη Σκήτη, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε σκληραγωγία και ταλαιπωρία, προσευχόμενος πάντοτε στον Θεό. Και πάλι άκουσε θεϊκή φωνή: “Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε και σώζου”.

Αυτόν τον μεγάλο τον ρώτησε κάποτε ο Θεόφιλος, ο πάπας της Αλεξανδρείας, όταν ανέβηκε μαζί με άλλους σ᾽αυτόν. “Πες μας, Πάτερ, λόγο ωφέλειας”. Κι αυτός είπε: “Εάν πω, θα τον φυλάξεις;” Κι αυτοί του απάντησαν: “Οπωσδήποτε”. Και είπε: “Όπου ακούσετε το όνομα του Αρσενίου, μη πλησιάσετε”.

Λέγεται γι᾽αυτόν ότι παρόλο τον χρόνο της ζωής του που εργαζόταν,  είχε ένα πανί στο στήθος του, με το οποίο σκούπιζε τα δάκρυά του. Ήταν λεπτός στο σώμα, ολόλευκος, ξερακιανός και ψηλός, αν και είχε κυρτώσει λίγο λόγω του γήρατος, έχοντας το γένι του μέχρι την κοιλιά του, κι η μορφή του ήταν αγγελική σαν τον Ιακώβ. Γι᾽ αυτό δεν ήθελε να εμφανίζεται σε κάποιον κατά πρόσωπο. Αγρυπνούσε πολύ, στέκοντας όρθιος και προσευχόμενος, χωρίς να κλίνει καθόλου τα γόνατα, μέχρις ότου ο ήλιος σταματούσε την ολονύκτια αυτή στάση του. Γι᾽ αυτό και κατάσβεσε την ψυχόλεθρη πύρωση του σαρκικού φρονήματος με τη ροή των δακρύων του. Όταν επρόκειτο να εκδημήσει από το σώμα του, σε βαθιά γεράματα (ήταν κοντά εκατό χρονών) τον ρώτησαν οι μαθητές του το πού και πώς πρέπει να τον θάψουν. Κι αυτός είπε: “Δεν ξέρετε να βάλετε σχοινί στα πόδια μου και να με σύρετε προς το όρος;” Και πάλι λέγει προς αυτούς: “Ξέρετε πόσο φόβο έχω τώρα που πρόκειται να εκδημήσω από το σώμα;” Αυτοί είπαν: “Ξέρουμε”. Κι αυτός: “Αφότου έγινα μοναχός, αυτός ο φόβος καθόλου δεν έφυγε από εμένα”. Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό». 

Με την κοσμική  λογική η περίπτωση του οσίου Αρσενίου μοιάζει ακατανόητη και μάλλον ανόητη: άφησε τα πλούτη, τη δόξα, όλες τις βασιλικές ανέσεις, προκειμένου να ντυθεί τον καλογερικό τρίβωνα και να ζήσει μία ζωή στέρησης και κακοπαθείας. Με τη λογική της πίστης έκανε το ανώτερο και καλύτερο δυνατό: διάλεξε να ζήσει με τον αγαπημένο του Κύριο με τον ανώτερο και καλύτερο τρόπο σχέσης μαζί Του∙ την πλήρη και απόλυτη αφιέρωση σ᾽ Εκείνον. Αιτία δηλαδή της αποταγής του κόσμου και όλων των ωραίων που αυτός έχει ήταν η θερμή αγάπη του προς τον Κύριο. Αυτήν την αγάπη έθεσε υπεράνω όλων ο σοφός Αρσένιος και με βάση αυτήν μπορούμε να καταλάβουμε τις επιλογές της ζωής του. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας σημειώνει μεταξύ άλλων: «Όσιε Πατέρα Αρσένιε, επειδή ζητούσες τον Θεό και επιθυμούσες ευσεβώς να είσαι φωτισμένος από τις φωτοβόλες λάμψεις Του, εγκατέλειψες κάθε λαμπρότητα δοξαστική και τις αυλές του βασιλιά» (στιχηρό εσπερινού).

Η ζωή του είναι στην ίδια γραμμή με  τον απόστολο Παύλο – το “πριγκιπόπουλο” του Ιουδαϊσμού – που τα παράτησε όλα, για να γίνει “περικάθαρμα του κόσμου”, κατά την έκφραση του ίδιου, ώστε να καταθέτει τη μαρτυρίου του Χριστού, με  θυσία στο τέλος ακόμη και της ζωής του. Είναι στην ίδια γραμμή με όλους τους αποστόλους, οι οποίοι ομολογούσαν στον Κύριο: “Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν Σοι”. Βρίσκεται στο ίδιο ποτάμι με όλους εκείνους τους αγίους σε όλους τους αιώνες, που προτίμησαν “τον ονειδισμόν του Χριστού” παρά τη δόξα του κόσμου τούτου του απατεώνος. Και κυρίως: ακολουθεί με συνέπεια τον ίδιο τον αρχηγό της πίστης του, Ιησού Χριστό, “ος εν μορφή Θεού υπάρχων...εαυτόν εκένωσε, μορφήν δούλου λαβών”. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι στη ζωή ενός αγίου εκείνο που μετράει δεν είναι ο κείμενος εν τη αμαρτία κόσμος, αλλά ο ίδιος ο Χριστός και το άγιο θέλημά Του. Οπότε στην περίπτωση αυτή, “αν δεν γίνει μωρός κατά τον κόσμο τούτο, δεν μπορεί να γίνει σοφός κατά Θεόν”. Κι αυτό γιατί “εμώρανε ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου”. Από την άποψη αυτή η επιλογή του οσίου Αρσενίου να ζήσει τη ζωή του πτωχού μοναχού και όχι του πλούσιου και ένδοξου ανθρώπου της βασιλικής αυλής ήταν και η πιο σημαντική και ευφυής κίνηση της όλης ζωής του: άφησε τον φθαρτό πλούτο και την παρερχόμενη ανθρώπινη δόξα και απόκτησε τα αιώνια αγαθά και την δόξα την παρά του μόνου Θεού. “Έγινες σύσκηνος με τους αγγέλους, ευφραινόμενος μαζί με αυτούς” (ωδή α´). Και το πιο σημαντικό: ήδη από τη ζωή αυτή “έγινε αξιοπρεπές κατοικητήριο του θείου Πνεύματος” (ωδή α´). 

Ο όσιος βεβαίως λοιπόν χαρακτηριζόταν από την αγάπη του προς τον Χριστό, βεβαίως είχε σύνοικό του το Άγιον Πνεύμα, αλλά μέ τη νόμιμη άθληση που ακολούθησε. Δεν ήταν δηλαδή μόνο το γεγονός ότι απετάχθη τον κόσμο και τα συν αυτώ. Το σημαντικότερο και οδυνηρότερο ήταν ο πνευματικός αγώνας στον οποίο αποδύθηκε, που περνούσε, κατά την προτροπή του ίδιου του Θεού σ᾽αυτόν, από την αποφυγή των ανθρώπων, τη σιωπή, την ησυχία, πράγματα τα οποία του έφεραν τα δάκρυα της κάθαρσης της καρδιάς του και συνεπώς της αγάπης του και προς τον συνάνθρωπο. «Ξέφυγες από τους θορύβους, Αρσένιε, ως πηγές της αμαρτίας και χαλιναγώγησες με τη σιωπή τη γλώσσα σου. Γι᾽ αυτό και κράτησες με ατάραχη ησυχία τον νου σου, οπότε έγινες άξιο κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος» (ωδή α´).

 Πρέπει όμως να σημειώσουμε και το αυτονόητο: η επιλογή της ησυχαστικής ζωής από τον όσιο ταίριαζε με τον χαρακτήρα του ως ανθρώπου, γι᾽ αυτό και ο Θεός τού υπέδειξε τον κατάλληλο γι᾽ αυτόν τρόπο ζωής. Υπάρχουν άλλοι άγιοι οι οποίοι ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο πνευματικής ζωής κι αγίασαν εξίσου. Κι από την άποψη αυτή το ζητούμενο και για εμάς είναι τούτο: να ακολουθούμε τα χνάρια της ζωής του Χριστού – αυτός είναι ο σκοπός – μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, αλλά με διάκριση των χαρισμάτων που ο Θεός μάς έδωσε. Ο καθένας μας πρέπει να δει τα δικά του χαρίσματα και αυτά με τη χάρη του Θεού να καλλιεργήσει. Παρ᾽ όλα αυτά: Το να αποφεύγουμε και εμείς κάποιες φορές τους θορύβους του κόσμου, να ασκούμε λίγη σιωπή και να ησυχάζουμε κάποια λεπτά της ημέρας, προκειμένου να επανασυγκροτούμε τον εαυτό μας, είναι ιδίως στην εποχή μας απαραίτητα στοιχεία της πνευματικής μας ζωής.