«Ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἄνθρωπος κατέκειτο ἐν ἀσθενείᾳ∙
καί ἰδών σε Κύριε ἐβόα∙ Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με ἐν
αὐτῷ∙ ἐν ᾧ δέ πορεύομαι, ἄλλος προλαμβάνει με, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, ἐγώ δέ ἀσθενῶν
κατάκειμαι. Καί εὐθύς σπλαγχνισθείς ὁ Σωτήρ, λέγει πρός αὐτόν∙ Διά σέ ἄνθρωπος
γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τόν
κράββατον καί περιπάτει. Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται∙
πάντων ἡμῶν μνήσθητι, καί ἐλέησον Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος».
(Στην Προβατική κολυμβήθρα, βρισκόταν κατάκοιτος ένας
άνθρωπος ασθενής. Κι όταν σε είδε, Κύριε, φώναζε δυνατά: Δεν έχω άνθρωπο, ώστε
όταν ταραχθεί το ύδωρ να με βάλει μέσα σ’ αυτό. Την ώρα δε που πάω να μπω,
άλλος με προλαβαίνει και παίρνει την ίαση, κι εγώ παραμένω ασθενής. Κι αμέσως
τον σπλαγχνίστηκε ο Σωτήρ και του λέγει: Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για χάρη
σου περιβλήθηκα σάρκα, και λέγεις δεν έχω άνθρωπο; Σήκωσε το κρεββάτι σου και
περπάτα. Όλα σε σένα είναι δυνατά, όλα σε υπακούνε, όλα σου έχουν υποταχτεί.
Θυμήσου μας όλους και ελέησέ μας, Άγιε, ως φιλάνθρωπος).
Ένα από τα πιο ωραία για τα νοήματά του τροπάρια της
Κυριακής του Παραλύτου, που επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες Δευτέρα και
Τρίτη, είναι το παραπάνω δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού σε ήχο
πλάγιο του α΄, ποίημα του υμνογράφου Κουμουλά. Ο υμνογράφος δεν αναλίσκεται στη
λεπτομερειακή περιγραφή του θαύματος του Κυρίου, όπως περιγράφεται στο
Ευαγγέλιο: δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την κολυμβήθρα Βηθεσδά που είχε πέντε
στοές, δεν αναφέρει καν την ερώτηση του Κυρίου, όταν πλησίασε τον συγκεκριμένο
ασθενή, αν θέλει να γίνει υγιής, δεν λέει ότι πρόκειται για παράλυτο άνθρωπο
και μάλιστα επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται
στο παράπονο του παραλύτου ότι δεν έχει κανένα γνωστό να τον βοηθήσει να λάβει
την ίαση την ώρα που ταράσσονται τα ύδατα, κυρίως δε στη θεραπευτική
θαυματουργική ενέργεια του Κυρίου, εμπλουτισμένη όμως με θεολογικά σχόλια που
δεν υπάρχουν αλλά υπονοούνται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα.
Είναι προφανές ότι ο υμνογράφος θέλει να προτάξει μέσα
από το γεγονός της θεραπείας τη γενικότερη θέαση της σχέσης του Κυρίου Ιησού με
κάθε άνθρωπο, ιδίως με τον πάσχοντα άνθρωπο, για να τονίσει αυτό που συνιστά τη
σωτηρία πράγματι του ανθρώπου: την ενανθρώπηση του Θεού, την πραγματικότητα της
σάρκωσής Του ως ανθρώπου («καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»), διά της οποίας ο
Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος πια, έχει προσλάβει τον κάθε άνθρωπο μέσα Του και
ο Ίδιος έχει γίνει η υπόθεση και η υπόσταση κυριολεκτικά της ζωής του. Τι άλλο
μπορεί να εννοεί ο θεολόγος υμνογράφος όταν θέτει στο στόμα του Κυρίου τα
«εννοούμενα»: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι», παρά
το γεγονός ότι μετά τον ερχομό Του ο άνθρωπος δεν στέκεται πια στο ίδιο επίπεδο
με τα προ της παρουσίας του Χριστού – ξένος και αλλοτριωμένος του Θεού – αλλά
έχει γίνει ίδιος με τον Κύριο, ταυτισμένος με Αυτόν, τόσο που η θέα του Χριστού
πρωτίστως πραγματοποιείται μέσα από τη θέα του κάθε ανθρώπου που έχει αποδεχτεί
Εκείνον στη ζωή του; («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε»).
Έχουμε την εντύπωση ότι τα μη ειπωμένα λόγια του Κυρίου
παραπέμπουν στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου όταν ομολογεί: «Αυτό που τώρα ζω
σωματικά, είναι η ζωή της πίστεως στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε
και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου» («Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ
τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»).
Κι είναι τα παραπάνω λόγια του Κυρίου, όπως τα υποθέτει ο υμνογράφος, εκείνα
που πρέπει ανά πάσα στιγμή να μας συνέχουν ως πιστούς: σε κάθε διάσταση της
ζωής μας, καλή ή κακή, μακάρια ή δυστυχή, δυσκολεμένη ή όχι, να νιώθουμε ότι
Αυτός που είναι αδιάκοπα κοντά μας, κυριολεκτικά μέσα μας (κι εμείς μέσα Του),
είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Στον κάθε παράπονό μας ιδιαίτερα να ηχούν στα αυτιά
μας τα τόσο παρήγορα και αληθινά λόγια Του: «Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για
σένα κατέβηκα από τους Ουρανούς και περιβλήθηκα σάρκα, και λες ότι είσαι μόνος
σου;» Ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί είμαστε μέλη Του, γιατί Τον έχουμε ντυθεί,
γιατί ο καθένας μας αποτελεί τον κατεξοχήν αγαπημένο Του.
Όπως το διατυπώνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Εγώ είμαι ο Πατέρας σου, εγώ ο αδερφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμά σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι που επιθυμείς, κοντά μου δε θα 'χεις ανάγκη τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω, γιατί ήρθα να υπηρετήσω και όχι να με υπηρετήσουν. Εγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος σου και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ για σένα, αρκεί να έχεις φιλικά αισθήματα απέναντι μου... Τι περισσότερο θέλεις;»