«Αυτή η ιερά και αγία κόρη καταγόταν από την Τύρο. Σε ηλικία δεκαοκτώ
ετών συνελήφθη από τούς ειδωλολάτρες και ρίχτηκε στη φυλακή για να δικαστεί,
επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Θεό. Ενώ λοιπόν είχαν ήδη πάρει θέση οι
δικαστές οδηγήθηκε ενώπιον του άρχοντα Ουρβανού, ο οποίος την πρόσταξε νά
θυσιάσει στα είδωλα. Όταν αυτή βεβαίως δεν πείστηκε κι αρνήθηκε, έδωσε εντολή
νά τη βασανίσουν με σκληρά κτυπήματα στα πλευρά και στα στήθη και να
προχωρήσουν μάλιστα μέχρι και τα οστά και τα σπλάχνα, γιατί έβλεπε ότι παρόλα
τα επίμονα βασανιστήρια αυτή τα δεχόταν όλα σιωπηλά. Διαπιστώνοντας ότι έχει
ακόμη ζωή μέσα της απευθύνθηκε και πάλι σ’
αυτήν, προτρέποντάς την να θυσιάσει. Τότε η αγία τον κοίταξε κατάματα
και άνοιξε όσο μπορούσε το στόμα της και του είπε με χαμογελαστό πρόσωπο: «Τι
πλανάσαι, άνθρωπε; Δεν ξέρεις ότι τώρα εγώ αξιώθηκα να έχω κοινωνία με τους μάρτυρες του Θεού;» Ο ηγεμόνας,
επειδή συνειδητοποίησε ότι έγινε περίγελως της κοπέλας, οργίστηκε κι έδωσε
εντολή να βασανιστεί περισσότερο από ό,τι πρώτα, οπότε στη συνέχεια την έριξε
στα θαλάσσια ρεύματα, μέσα στα οποία δέχτηκε το μακάριο τέλος».
Κατά πάγια συνήθεια των
περισσοτέρων υμνογράφων, το όνομα ενός αγίου γίνεται η αφορμή για θεολογικό
σχολιασμό του. Θεοδοσία το όνομα της σήμερον εορταζομένης αγίας, συνεπώς
«έγινες δόση και δωρεά του Θεού, σοφή μάρτυς Θεοδοσία», σημειώνει ο άγιος
υμνογράφος, «γιατί λάμπεις και λόγω της μαρτυρικής άθλησής σου και λόγω των
λαμπρών ακτίνων της παρθενίας σου, ανάβοντας φωτιά στη διάνοια όλων αυτών που
σε τιμούν με πίστη» (κάθισμα όρθρου). Κι αλλού: «Δόθηκες στον Θεό (κι έγινες
Εκείνου προσφορά σ’ εμάς), προσφέροντάς μας μεγάλη χαρά και ευφροσύνη» (ωδή
δ΄)∙ «Φάνηκες ακριβώς ό,τι λέει το όνομά σου, σεμνή Θεοδοσία. Γιατί έγινες
άριστη δόση Θεού σ’ εμάς, πάνσοφε, αναδίδοντας ποταμούς των ουρανίων δωρεών σ’
όσους με πίστη δοξολογούν τον Θεό» (ωδή η΄).
Είναι ιδιαιτέρως
σημαντική η παρατήρηση του αγίου υμνογράφου: προσφέρεται κανείς στον Θεό, είτε
με την ασκητική πνευματική του διαγωγή είτε και με το μαρτύριο του αίματός του,
και γίνεται η προσφορά του αυτή δόση και δωρεά του Θεού σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Σαν να παραλαμβάνει ο Θεός τη θυσία αγάπης προς Αυτόν ενός αγίου, για να τη
μεταποιήσει σε ευλογία και χαρά για τους πάντες. Κατά κάποιον τρόπο ο άγιος
δηλαδή γίνεται το «πρόσφορο» της Θείας Ευχαριστίας, το οποίο προσφέρεται ως
υλικό δικό μας στον Θεό (δικό Του στην πραγματικότητα αφού όλα Τού ανήκουν) για
να το κάνει Αυτός εν Πνεύματι Αγίω «σῶμα
καί αἷμα Του» και να τραφεί ο κόσμος.
«Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν Σοί προσφέρομεν
κατά πάντα καί διά πάντα». Κι αυτό σημαίνει ότι τίποτε δεν υφίσταται
ατομικό στην Εκκλησία∙ ό,τι κάνουμε από πίστη στόν Θεό εκφράζει τον όλο
άνθρωπο, ή αλλιώς: ο πιστός περικλείοντας στην ύπαρξή του όλη την ανθρωπότητα
προσφέρεται εν αγάπη στον Θεό και δι’ αυτού προσφέρεται σύμπας ο κόσμος. Και ο
Θεός μας τι κάνει; Παραλαμβάνει την προσφορά αυτή για να την αντιπροσφέρει
χριστοποιημένη σε όλους τους πιστούς και σε όλους τους ανθρώπους ως ευλογία.
Από την άποψη αυτή κατανοεί κανείς για μία ακόμη φορά το υπό των Πατέρων μας
λεγόμενο ότι «αν υφίσταται ακόμη ο κόσμος είναι γιατί υπάρχουν κάποιοι άγιοι,
λίγοι ή πολλοί αυτό το ξέρει ο Θεός, που για χάρη τους ο Θεός κρατάει τον
υπόλοιπο κόσμο». Κι αυτό γιατί οι συγκεκριμένοι άγιοι ζουν με το φρόνημα του
Χριστού, που θα πει ότι προσεύχονται αενάως υπέρ του σύμπαντος κόσμου ως υπέρ
του εαυτού τους. Οι άγιοι δηλαδή, σαν την αγία Θεοδοσία που δίνει και την
αφορμή του σχολιασμού, αποτελούν τη μεγαλύτερη ευλογία για τον κόσμο – δεν μας
θυμίζει η αλήθεια αυτή το περιστατικό του διαλόγου του Θεού με τον Αβραάμ, όταν
Εκείνος πορευόταν για να δώσει τέλος στην αμαρτία των Σοδόμων και των Γομόρρων;
«Αν υπήρχαν έστω και δέκα δικοί Μου άνθρωποι στην πολυάριθμη πόλη, προς χάρη
τους θα έσωζα και τους υπολοίπους».
Το κρίσιμο σημείο
βεβαίως που επισημαίνει ο υμνογράφος μιλώντας για την προσφορά του ανθρώπου
στον Θεό που γίνεται «δόσις» δική Του έπειτα στον κόσμο είναι ο θεϊκός έρωτας.
Εννοούμε ότι αν κίνητρο της όποιας κίνησης του ανθρώπου προς τον Θεό δεν είναι
ο πόθος και η σφοδρή αγάπη του προς Εκείνον, τότε δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή
η προς Αυτόν στροφή του, υπάρχει «κενό». Η αγία Θεοδοσία διακατεχόταν από τον
πόθο αυτόν. Επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος μάς λέει: «Θεοδοσία, πόθησες
ολοκληρωτικά τον Χριστό κι έτσι υπέφερες με μεγάλη καρτερία τις πληγές των
βασάνων. Πληγωνόσουν για χάρη αυτού που αγάπησες παράφορα» (στιχ. εσπερ.). «Ο
πόθος ο θεϊκός, Θεοδοσία, σε ανέδειξε πιστή νύμφη του Χριστού, γιατί αγάπησες
τον δικό Του Σταυρό» (ωδή γ΄).
Και στην
πραγματικότητα, καθώς εξηγεί ο εκκλησιαστικός ποιητής, η αγάπη αυτή της
μάρτυρος ήταν συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου – κάθε μαρτύριο για χάρη του
Χριστού ποτέ δεν αυτονομείται, αλλά θεωρείται προέκταση του Πάθους του Κυρίου∙
γιατί ακριβώς ο κάθε πιστός ως μέλος Χριστού τη Ζωή Εκείνου διαιωνίζει. Μας το
λέει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο: «Θεοδοσία, οδός αθλήσεως για σένα έγινε ο
Θεός, αφότου ανέβηκε εκούσια στον Σταυρό» (ωδή α΄). Ο χριστιανός δηλαδή, ζώντας
την καθημερινότητά του με τον τρόπο του Χριστού, με υπακοή στο θείο θέλημα,
αλλά και φθάνοντας χαρισματικά στο «απώγειο» της υπακοής ως προσφοράς και της
ίδιας της ζωής, ζει ως ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο. Αυτό άλλωστε δεν
είναι ο χριστιανός; Ο ακόλουθος του Χριστού που με τη χάρη Εκείνου «απαρνείται
τον (πεσμένο στην αμαρτία) εαυτό του και σηκώνει τον σταυρό του»,
«επακολουθώντας τα ίχνη του αρχηγού Του».