31 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (3)

 

ΤΟ ΤΩΡΑ ΩΣ ΛΕΥΚΟ ΧΑΡΤΙ!

Τό τώρα, ὡς ἡ εὐκαιρία καί ἡ δωρεά πού μᾶς δίνει Χριστός ὁ Θεός μας γιά νά τήν ἀξιοποιοῦμε μέ συνετό τρόπο,  μοιάζει μ’  ἕνα λευκό χαρτί πού μᾶς ἁπλώνει ἐνώπιόν μας, εἴτε αὐτό λέγεται σήμερα, εἴτε λέγεται ὥρα πού περνᾶμε, εἴτε λέγεται στιγμή τοῦ χρόνου, ὥστε μέ τόν χρωστήρα τῆς βούλησής μας νά ζωγραφίσουμε πάνω  σ’ αὐτό ὄχι μουτζαλιές καί σκιές, ὄχι τίς μαυρίλες τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά τόν ὁλοφώτεινο πίνακα τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν καί τοῦ ἁγίου Του θελήματος. Ἡ κάθε στιγμή καί ὥρα μας δηλαδή πρέπει νά μᾶς βρίσκει στήν ἑτοιμότητα τοῦ «γενηθήτω τό θέλημά Σου» καί ὄχι τό θέλημά μου. Καί τό θέλημά Του κι ἡ ἐντολή Του εἶναι γνωστή: «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ. Ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ Μου». Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά γεμίσω τόν χρόνο μου καλῶς, νά ζωγραφίσω τό πορτραῖτο τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα μου, πέρα ἀπό τό νά θέτω σέ πράξη αὐτό πού ζητάει ὁ Θεός καί πού συνιστᾶ καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξή Του: τήν ἀγάπη. Ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι σαφεστάτη: «νά ὁδεύουμε καλῶς σάν σέ ἡμέρα μέ τό φῶς τῶν ἐντολῶν σου».

Η ΟΣΙΑ ΜΕΛΑΝΗ Η ΡΩΜΑΙΑ

«Η οσία Μελάνη έζησε επί της βασιλείας του Ονωρίου και καταγόταν από ένδοξο και λαμπρό γένος. Επειδή αγάπησε με όλη την ψυχή της τον Κύριο, θέλησε να ζήσει παρθενικό βίο. Οι γονείς της όμως την πίεσαν και παρά τη θέλησή της την οδήγησαν σε γάμο, από τον οποίο έκανε δύο παιδιά. Έπειτα οι γονείς της και τα παιδιά της έτυχε να φύγουν από τη ζωή αυτή, οπότε η αγία άφησε την Πόλη και πήγε να ζήσει σε προάστειο. Εκεί ασχολείτο πια με τη φιλοξενία των ξένων που έρχονταν, και με τις επισκέψεις της στους φυλακισμένους και τους εξόριστους. Μετά από αυτά, αφού πούλησε την περιουσία της που ήταν μεγάλη και μάζεψε δώδεκα μυριάδες χρυσού,  έδινε χρήματα  στα Μοναστήρια και στις Εκκλησίες, ενώ η ίδια έτρωγε ανά δύο ημέρες, έπειτα ανά πέντε, ώστε τελικά να τρώει μόνον κατά το Σάββατο και την Κυριακή. Από την άλλη είχε το χάρισμα να γράφει έντεχνα και με ευφυή τρόπο. Έζησε και στην Αφρική  για επτά χρόνια κι αφού σκόρπισε τον πολύ πλούτο της, έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου έγινε έγκλειστη σε κελλί. Μάζεψε κοντά της και ενενήντα παρθένους, που  παρείχε σ’ αυτές διαρκώς όλα τα αναγκαία για τη ζωή τους. Κάποια στιγμή την έπιασε ξαφνικά πόνος στον πλευρό και αρρώστησε βαριά. Προσκάλεσε τότε τον επίσκοπο Ελευθερουπόλεως και δέχτηκε από αυτόν τη θεία μετάληψη. Κι αφού  μάζεψε όλες τις αδελφές, άφησε αυτήν τη φωνή σαν τελευταίο λόγο της: «Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε». Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο».

Μέσα στις ανεξερεύνητες βουλές Του ο Θεός θέλησε να ικανοποιήσει τελικώς την αρχική επιθυμία της οσίας Μελάνης: να αφιερωθεί πλήρως στον Κύριο. Κι όχι μόνον αυτό: η οσία έγινε ο ελκτικός πόλος για να συναχτούν γύρω της και πάρα πολλές κοπέλες που επιθυμούσαν επίσης την πλήρη αφιέρωση διά του παρθενικού βίου, ώστε να δοξολογούν διαρκώς ως άγγελοι το άγιο όνομα Εκείνου.   Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος  επισημαίνει μεν  τη διάσταση αυτή του έργου της, αλλά σημειώνει και την προϋπόθεση: μπόρεσε η αγία να ανοικοδομήσει ιερό μοναστήρι για τις παρθένους, αφού όμως η ίδια είχε καταστήσει τον εαυτό της ναό της υπερθέου Τριάδος, κατοικητήριο του Θεού. «Έκανες την καρδιά και το σώμα σου ναό της υπερθέου αγίας Τριάδος, αξιάγαστη Μελάνη,  και έτσι οικοδόμησες θεϊκούς οίκους. Σ’ αυτούς συνάθροισες τάγματα παρθένων και χορούς μοναζόντων, που με σύμφωνη γνώμη υμνούν και δοξολογούν τον Χριστό στους αιώνες».

Κι είναι προφανές: κανείς δεν μπορεί να φέρει κοντά του και πολύ περισσότερο να κρατήσει στη συνέχεια νέους ανθρώπους, άνδρες ή γυναίκες, και μάλιστα με σκοπό την με αδιάκοπη βία κατά του εαυτού τους δοξολογία του Θεού, αν ο ίδιος δεν έχει γεμίσει από τη χάρη του Θεού, η οποία αυτή κατεξοχήν λειτουργεί ως μαγνήτης των ανθρώπων. Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει ιδιαίτερα στον πνευματικό αγώνα της οσίας Μελάνης. Αν έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος η οσία, αν κατέστησε τον εαυτό της άξιο κατοικητήριο του ίδιου του Θεού, είναι διότι πρώτον, ασκήθηκε στις βασικές αρετές του κάθε αφιερωμένου στον Θεό ανθρώπου, δηλαδή τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη θεία δικαιοσύνη, με τις οποίες τα πάθη της αμαρτίας μεταστρέφονται και γίνονται ένθα πάθη: «Έλαμψες με τη φρόνησή σου, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη θεία δικαιοσύνη, γι’ αυτό και είχες την υψοποιό ταπείνωση να σε ανυψώνει προς το ουράνιο ύψος. Με αυτήν την ταπείνωση νίκησες, οσία, τον υπερήφανο διάβολο»∙ και δεύτερον, εκτός από τις ασκητικές αρετές έλαμψε κυρίως σ’ αυτό που αποτελεί σκοπό και των αρετών αυτών: την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Η οσία υπήρξε ελεήμων καρδία, τόσο που όλη τη μεγάλη περιουσία της την διέθεσε στους πτωχούς και αναγκεμένους συνανθρώπους της. Κι ίσως ο Θεός γι’ αυτό θέλησε να έχει επίγειο πλούτο: για να γίνει όργανο προσφοράς του προς τον συνάνθρωπο. «Με το έλεός σου απέκτησες το έλεος του Θεού. Σκόρπισες, έδωσες στους φτωχούς, γι’ αυτό και η δικαιοσύνη σου μένει στους αιώνες, όπως και το κέρδος σου από αυτήν τη δικαιοσύνη δεν παλιώνει, Μελάνη θεοφόρε οσία».

Πράγματι: δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει πιο εύκολα και άνετα στη Βασιλεία του Θεού από τα δύο αυτά: την ασκητική δι’ εγκρατείας διαγωγή και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Και σημειώνει ο υμνογράφος τα δύο αυτά, διότι το ένα αποτελεί προϋπόθεση του άλλου: κανείς δεν μπορεί να ζήσει σωστά την αγάπη, να έχει αληθινό έλεος προς τον συνάνθρωπό του - συνεπώς να μπορεί να κατοικήσει μέσα του ο Θεός που είναι αγάπη – αν με τη ζωή της εγκράτειας και της άσκησης δεν εξαλείψει το κεντρικό εμπόδιό της, τον εγωισμό. Η ασκητική ζωή της εγκρατείας ισοπεδώνει το εγωιστικό αμαρτωλό φρόνημα και ανοίγει τον άνθρωπο στην ελευθερία της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Κι αυτό συνιστά τον Παράδεισο ήδη από τη ζωή αυτή. Όπως το λέει και ο άγιος Θεοφάνης: «Αφού καθάρισες βαθιά, σεμνή, από την ψυχή εντελώς τις άμορφες ιδέες των παθών, ζωγράφισες σ’ αυτήν με τα χρώματα της εγκράτειας την απάθεια και την ανυπόκριτη αγάπη».

30 Δεκεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

 

ΔΕΝ Μ' ΑΡΕΣΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΤΑ ΕΡΓΑ ΣΟΥ!

 «Πολλὰ θαύματα καὶ ἐλέη εἶδα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ μοῦ εἶναι τελείως ἀδύνατο ν’ ἀνταποδώσω κάπως αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

Τί ν᾿ ἀναταποδώσω ἐγὼ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ δὲν μὲ περιφρόνησε ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μ᾿ ἐπισκέφθηκε σπλαγχνικὰ καὶ μὲ συνέτισε; Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ Τὴν ἀναγνωρίσω ἀπὸ τὰ γεμάτα χάρη λόγια Tης καὶ τὸ πνεῦμα μου χαίρεται κι ἡ ψυχή μου παρασύρεται τόσο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν, ὥστε καὶ μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματὸς Tης γλυκαίνει τὴν καρδιά μου.

Ὅταν ἤμουν νεαρὸς ὑποτακτικός, προσευχόμουν μιὰ φορὰ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ μπῆκε τότε στὴν καρδιά μου ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ κι ἄρχισε ἀπὸ μόνη της νὰ προφέρεται ἐκεῖ. Μιὰ ἄλλη φορὰ ἄκουγα στὴν ἐκκλησία τὴν ἀνάγνωση τῶν προφητειῶν τοῦ Ἡσαΐα, καὶ στὶς λέξεις «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε» (Ἡσ. α 16) σκέφτηκα: Μήπως ἡ Παναγία ἁμάρτησε ποτέ, ἔστω καὶ μὲ τὸ λογισμὸ;. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Μέσα στὴν καρδιά μου μιὰ φωνὴ ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχὴ πρόφερε ρητῶς: «Ἡ Θεοτόκος ποτὲ δὲν ἁμάρτησε, οὔτε κἂν μὲ τὴν σκέψη». Ἔτσι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυροῦσε στὴν καρδιά μου γιὰ τὴν ἁγνότητὰ Της... Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, ὅταν ἀναλογίζομαι τὴ δόξα τῆς Θεομήτορος... Ὢ, καὶ νὰ γνωρίζαμε πόσο ἀγαπᾶ ἡ Παναγία ὅλους, ὅσους τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ πόσο λυπᾶται καὶ στενοχωριέται γιὰ κείνους ποὺ δὲν μετανοοῦν! Αὐτὸ τὸ δοκίμασα μὲ τὴν πείρα μου.

Δὲν ψεύδομαι, λέγω τὴν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πὼς γνωρίζω πνευματικὰ τὴν Ἄχραντη Παρθένο. Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ γνωρίσω Αὐτὴν καὶ τὴν ἀγάπη Tης γιὰ μᾶς. Χωρὶς τὴν εὐσπλαγχνία Tης ἡ ψυχὴ θὰ εἶχε χαθῆ ἀπὸ πολὺν καιρό. Ἐκείνη ὅμως εὐδόκησε νὰ μ᾿ ἐπισκεφθῇ καὶ νὰ μὲ νουθετήσῃ, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνω. Μοῦ εἶπε: «Δὲν μ᾿ ἀρέσει νὰ βλέπω τὰ ἔργα σου». Τὰ λόγια Της ἦταν εὐχάριστα, ἤρεμα, μὲ πραότητα καὶ συγκίνησαν τὴν ψυχή. Πέρασαν πάνω ἀπὸ σαράντα χρόνια, μὰ ἡ ψυχή μου δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήσῃ ἐκείνη τὴ γλυκειὰ φωνὴ καὶ δὲν ξέρω πῶς νὰ εὐχαριστήσω τὴν ἀγαθὴ καὶ σπλαγχνικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ...

Κι Αὐτὴ τὴν Ἄχραντη Μητέρα Του ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε σ᾿ ἐμᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ πνευματική μας Μητέρα καὶ βρίσκεται κοντά μας κατὰ τὴ φύση σὰν ἄνθρωπος καὶ κάθε χριστιανικὴ ψυχὴ ἑλκύεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν» (Άγιος Σιλουανός του Άθω).

Πολλά κείμενα γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται για την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου και δική μας, των πιστών, Μητέρα. Κείμενα δοξολογικά, παρακλητικά, θεολογικά. Γιατί δεν μπορεί ο ορθόδοξος πιστός να σταθεί σωστά έναντι του Ιησού Χριστού του Κυρίου του χωρίς αντίστοιχη στάση έναντι της Παναγίας Μητρός Του – παραθεώρηση της Παναγίας από έναν χριστιανό σημαίνει έλλειμμα πίστεως προς τον Χριστό, μάλλον δεν μπορεί να υπάρχει πίστη σ’ Εκείνον. Όπως πολλάκις έχει τονιστεί: κριτήριο της ορθόδοξης πίστεως κάποιου είναι το πώς τοποθετείται απέναντι στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η πρακτική, νομίζουμε, των αγιορειτών πατέρων εν προκειμένω εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την αλήθεια αυτή. «Ευλογείτε» λες στον αγιορείτη, «ο Κύριος» απαντά. «Την ευχή σας» του λες, «Την ευχή της Παναγίας» ανταποδίδει. Χριστός και Παναγία πάντοτε συνυπάρχουν – η Παναγία δείχνει προς τον Υιό της, ο Χριστός χαίρεται να «υπακούει» στη Μητέρα Του! 

Όμως κείμενα για τη Θεομήτορα όπως των αγίων Πατέρων μας κι όπως το παραπάνω απόσπασμα του αγίου Σιλουανού, του γλυκύτατου αυτού νεώτερου αγίου της Εκκλησίας μας, είναι μοναδικά. Σου προκαλούν συγκίνηση και δάκρυα, σε κάνουν να νιώθεις έντονα την παρουσία της Παναγίας Μητέρας, σε θέτουν κάτω από το άγρυπνο πλήρες αγάπης και στοργής απέναντί σου βλέμμα της. Γιατί σου μεταγγίζουν τη βαθειά συγκίνηση του συντάκτη και την προσωπική εμπειρία του. Ο άγιος Σιλουανός από τη νεότητά του αισθάνθηκε την επέμβαση της Μεγάλης Μάνας στη ζωή του, πολύ περισσότερο όταν ανδρώθηκε και ασκήθηκε μέσα στο Μοναστήρι του στον άγιο Παντελεήμονα του Αγίου Όρους. Κι η καταγραφή της εμπειρίας του και του φωτισμού του Θεού που δέχτηκε γι’  αυτήν καθοδηγεί έκτοτε τον κάθε πιστό και τον προσανατολίζει στην ορθή θέση της εν Ουρανώ και επί γης. Αφηνόμαστε στη χάρη των λόγων του. «Πίνουμε» την κάθε λέξη του ως το ακριβότερο ποτό. Κι έτσι γίνεται η ανάγνωση του κειμένου του μία εκ βάθους προσευχή προς Αυτήν που είναι η Πρώτη και Μοναδική.

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ (2)

 Ὅλος ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου, πάνω στό πεδίο τοῦ χρόνου, εἶναι μία πάλη ὑπέρβασης τοῦ ἐγωισμοῦ καί βίωσης τῆς κανονικότητάς του, τῆς ἀγάπης.  Πόσο ὡραῖα μᾶς τό λέει ἐκεῖ στήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη τό ἴδιο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ: «ἔδωκα χρόνον ἵνα μετανοήσῃ» ὁ ἄνθρωπος. Δίνει ὁ Θεός χρόνο, παρατείνει τόν χρόνο παραμονῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐπί γῆς, γιά νά μετανοεῖ αὐτός, μέ τήν ἔννοια τῆς διαρκοῦς προσπάθειάς του, μέ τή χάρη πιά τοῦ Θεοῦ, σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι», πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Οἱ ἡμέρες, δηλαδή ὁ χρόνος πού βρισκόμαστε μέσα στήν πτώση τῆς ἁμαρτίας, χωρίς ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πονηρές. Γιατί ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει στόν Χριστό, ὁπότε μακριά ἀπό Ἐκεῖνον ζεῖ μόνον τά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ του, γενόμενος ἔτσι ἕρμαιο τοῦ Πονηροῦ διαβόλου καί κάνοντας τόν χρόνο του ὄντως πονηρό. Ὄχι ὅμως ὁ χριστιανός: τόν χρόνο του ἀφοῦ εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ (πρέπει νά) τόν ἀξιοποιεῖ κατά τό θέλημα Ἐκείνου. Ἐξαγοράζομαι κάτι σημαίνει κάνω συνετή χρήση αὐτοῦ, ἄρα κατά τόν ἀπόστολο ὁ μόνος τρόπος γιά νά ζοῦμε μέσα στίς πονηρές ἡμέρες λόγω τοῦ ἐγωισμοῦ τῶν ἀνθρώπων εἶναι νά ζοῦμε ἐμεῖς κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτό εἶναι τό μόνο συνετό πού μποροῦμε νά κάνουμε.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΝΥΣΙΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«Η αγία έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και οι γονείς της που ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό, είχαν αρκετή περιουσία. Όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, η αγία ζούσε μόνη της, ευαρεστώντας τον Θεό με τον βίο και τις πράξεις της. Κάποια φορά που πήγαινε στην Εκκλησία κατά τη συνήθειά της, την σταμάτησε ένας ειδωλολάτρης στρατιώτης, ο οποίος την τραβούσε με τη βία στους βωμούς των ειδώλων  και την προέτρεπε να προσφέρει θυσίες στους δαίμονες. Επειδή όμως η Ανυσία ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, τότε ο στρατιώτης εξοργίστηκε (διότι η αγία μάρτυς φύσηξε και έφτυσε στο πρόσωπό του) και με το ξίφος του διεπέρασε την πλευρά της. Έτσι η αξιοσέβαστη μάρτυς δέχτηκε το μακάριο τέλος».

Η πόλη  της Θεσσαλονίκης καυχάται όχι μόνον για τον πολιούχο της, μεγαλομάρτυρα και μυροβλήτη άγιο Δημήτριο, όχι μόνον για τον δεύτερο πολιούχο της μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και για την αγία μάρτυρα Ανυσία, της οποίας το σεπτό λείψανο αναπαύεται στον ναό του αγίου Δημητρίου. Κατά τον άγιο Θεοφάνη μάλιστα τον υμνογράφο, η μεν Θεσσαλονίκη καυχάται για τα σπάργανα και τους άθλους της αγίας, η δε θριαμβεύουσα Εκκλησία έχει το πνεύμα της και χαίρεται γι’ αυτό, που σημαίνει ότι η αγία Ανυσία αποτελεί πηγή χαράς για ολόκληρη την Εκκλησία, και την επί γης και την εν ουρανοίς. «Η πόλη των Θεσσαλονικέων, μάρτυς παρθένε, καυχιέται για τα σπάργανά σου και τους άθλους σου. Η Εκκλησία δε των πρωτοτόκων κατέχει με χαρά το θεϊκό πνεύμα σου».

Αιτία βεβαίως για την καθολική αυτή χαρά της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι η αγία με το μαρτύριό της φανέρωσε «τον εγκάρδιον έρωτά» της προς τον Χριστό, τόσο που η έμπνευση του αγίου υμνογράφου την βάζει στη θέση της γυναίκας που προσήγγισε τον Χριστό λίγο πριν από το πάθος Του και εξέφρασε την αγάπη της προς Εκείνον  με το μύρο που έχυσε στα πόδια Του, σπογγίζοντάς Τα με τους πλοκάμους της κεφαλής της. Κι ενώ το γεγονός της Καινής Διαθήκης ενέπνευσε την αγία υμνογράφο Κασσιανή (με το γνωστό μεγαλοφυές άσμα της του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, ψαλλόμενο το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης), το ίδιο γίνεται πρότυπο για ανάλογη έμπνευση του αγίου Θεοφάνη, αλλά σε σχέση με την αγία Ανυσία. «Φανερώνοντας τον έρωτα που είχες μέσα στην καρδιά σου, ένδοξε μάρτυς, κατάβρεχες από την κατάνυξή σου με δάκρυα τη γη και σκούπιζες με τις τρίχες της κεφαλής σου τα πόδια του Χριστού».

Η ένσταση βεβαίως εν προκειμένω είναι προφανής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα ιστορικό γεγονός: είναι η γυναίκα που προσήλθε στον Χριστό και προέβη στο ξέσπασμα της καρδιάς της. Στην περίπτωση όμως της αγίας Ανυσίας; Πώς αγκάλιαζε και σκούπιζε τα πόδια του Χριστού; Ο υμνογράφος μας δεν μας αφήνει μετέωρους. Η αγία Ανυσία μπόρεσε και άντεξε τα μαρτύριά της, βρήκε το κουράγιο να ομολογήσει την πίστη της, έστω και με απώλεια της ζωής της, γιατί η αγάπη της προς τον Χριστό την έκανε με νοερό τρόπο να Τον έχει παρόντα μπροστά της και με τη διάνοιά της να αγγίζει τα ίχνη των ποδών Του. «Σπόγγιζες τα πόδια του Χριστού, εννοώντας Τον και βλέποντάς Τον σαν να ήταν παρών, Αυτός τον Οποίο πόθησες. Και αγγίζοντας τα ίχνη των ποδών Του με τη διάνοιά σου, λάμπρυνες την ψυχή σου με θειότατες θεωρίες». Με άλλα λόγια, η αγία την ώρα του μαρτυρίου της, με τη χάρη του Χριστού, βρισκόταν σε κατάσταση θεοπτίας. Ο Χριστός της έδινε τη δύναμη να Τον βλέπει και να Τον εναγκαλίζεται, όπως παρομοίως είχε δώσει τη χάρη και σε άλλους μάρτυρες, όπως μεταξύ άλλων και στην αγία Ερμιόνη. Η θεωρία του Χριστού την ώρα του μαρτυρίου ή της ετοιμασίας προς αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε συχνά στα συναξάρια των μαρτύρων της πίστεώς μας.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος «εκμεταλλεύεται», όπως όλοι οι υμνογράφοι, τον τρόπο που άφησε την τελευταία της πνοή: την διά ξίφους διαπέραση της πλευράς της. Αμέσως ο νους του αγίου Θεοφάνη πηγαίνει στη λογχευμένη πλευρά του Κυρίου, συνεπώς συσχετίζει το μαρτύριο της αγίας με το πάθος Του: «Ακολουθώντας τα ίχνη Σου που φέρουν τη ζωή, πληγώνεται με λόγχη την πλευρά της η αγία». Ο υμνογράφος δηλαδή σαν να μας λέει, ότι όποιος αγαπά τον Χριστό και θέλει να Τον ακολουθεί κατά πόδας – «επακολουθών τοις ίχνεσιν Αυτού» κατά τον απόστολο Πέτρο – δέχεται τη χάρη και να πάθει υπέρ Χριστού με τον ίδιο τρόπο που έπαθε Εκείνος. Τα πάθη του Χριστού γίνονται πάθη και του πιστού, δείγμα της πλημμύρας της χάρης του Χριστού στον πιστό. Ακολουθία του Χριστού και μαρτύριο υπέρ Αυτού τελικώς είναι έννοιες ταυτόσημες.

29 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ!

Ὁ Θεός μᾶς ἀξιώνει νά εἰσερχόμαστε κάθε φορά στόν νέο χρόνο – «ὁ καταξιώσας ἡμᾶς ἐν τῆ ἀφάτῳ Σου φιλανθρωπίᾳ εἰς νέον ἐνιαυτόν εἰσελθεῖν», κατά τήν εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας πού θά ἀκούσουμε σέ λίγες ἡμέρες. Ὁ χρόνος Τοῦ ἀνήκει ὡς δημιουργία Του, τόν δίνει ὡς δωρεά Του, συνεπῶς θεωρεῖται ὡς ἡ εὐκαιρία καί ἡ εὐλογία Του στόν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἀξιοποιήσει. Ὅπως συμβαίνει καί μέ ὅλα τά δημιουργήματα, πού ὁ Θεός τά προσέφερε στόν ἄνθρωπο πρός ἀξιοποίησή τους – «ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν αὐτά» λέει ἡ Γραφή - κατά τόν ἴδιο τρόπο καί μέ τόν χρόνο. Δέν εἶναι ὁ χρόνος ἕνα πράγμα πού ὑφίσταται ἀπό μόνο του, δέν λειτουργεῖ κατά μαγικό τρόπο ὡς ἕνα εἶδος κύκλου (κυκλική ἔννοια τοῦ χρόνου: ὅλα ἔρχονται καί ἐπανέρχονται τά ἴδια), ὅπως νόμιζαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λόγω τῆς πίστης τους στήν αἰωνιότητα τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ γιά νά τόν γεμίζει ὁ ἄνθρωπος μέ αὐτό πού ἀρέσει στόν Θεό καί πού θά ἔπρεπε νά ἀρέσει καί σ’ ἐκεῖνον, ὥστε νά γίνεται αὐτό καί ἡ χαρά τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στήν πορεία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ζεῖ τή φυσιολογία του καί ἄρα τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς του. Βγάλε τόν Θεό ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅλα χάνουν τό νόημά τους καί στεροῦνται ἀπό ὁποιαδήποτε χαρά. Ἡ θλίψη γίνεται ἐκεῖνο πού τήν σφραγίζει. «Θλίψη καί στενοχώρια σέ κάθε ἄνθρωπο πού κάνει τό κακό» (ἀπ. Παῦλος). Μέσα λοιπόν στήν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπιτρέπει Ἐκεῖνος νά εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στόν καινούργιο χρόνο, ὥστε νά βρίσκεται συντονισμένος μέ τόν δωρεοδότη Του, νά ζεῖ δηλαδή μέ ἀγάπη.

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΠΙΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟΥ ΗΡΩΔΟΥ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΩΝ

«Όταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης πρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και του αναφέρουν τα σχετικά με τον βασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που ακολουθούσαν, προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός, κι αφού ο άγγελος είπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό να αναχωρήσουν για τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι εμπαίχθηκε από αυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον χρόνο του αστέρος που φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ και στα όριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν φονεύσει όλα τα παιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και δεν θα καταστεί απειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν γνώριζε ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε στα μεν παιδιά προξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια κόλαση».

Το κύριο πρόβλημα που θέτει η σημερινή ημέρα, της μνήμης των σφαγιασθέντων νηπίων από τον Ηρώδη, είναι η εξώφθαλμη αδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα επίκαιρο και ουδέποτε αποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας: γιατί βρέφη και νήπια, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιο τραγικό τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιος Θεός μία τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντων είναι κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του, τύπου Ηρώδη; Και με βάση τον προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, η ανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους, καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούς ολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία, φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το γιατί; Και το πώς ο Θεός ανέχεται τέτοιες καταστάσεις;

Δεν είναι εύκολα ερωτήματα. Δεν μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία πειστική απάντηση. Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και το ερώτημα αυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού μέσα σε έναν κόσμο απανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε από παλιά τον άνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από πλευράς θεολογικής αντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Ιώβ. Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και μάλιστα με τρόπο που δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθη του, χωρίς να κινδυνεύει να κλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα παιδιά του, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδους μολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένη περιοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν με σκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;» φτάνει στα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του».

Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το γιατί, αλλά μόνο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει αποκαθιστώντας τον έτσι, ώστε  να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν. Η απάντηση δηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους ανθρώπινους συλλογισμούς και την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο της πίστεως στον Θεό: έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεν αναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα προσκρούει σε αδιέξοδο και στη διαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν στην Παλαιά Διαθήκη  η απάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο, εκεί που έχουμε την πληρότητα της απαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιες θλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο ζωής που αν κανείς τα αντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του απαρχής μέχρι τέλος είναι ένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον με τον Σταυρό, αλλά με όλη τη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις γεννάται αντιμετωπίζει τον φονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα μετέπειτα χρόνια Του. Ο Σταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι μας δείχνει; Ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού, στην Ανάσταση, εκτός από το πάθος της ζωής αυτής.

 Κι αυτό γιατί; Διότι δυστυχώς ο κόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς Του, ο άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά του Δημιουργού, με την εμμονή του στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα τα δεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει την αμαρτία του κόσμου και τις συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θα παραμένει το πεδίο που θα αναμετράται η πίστη με την απιστία, με το δεδομένο ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στη συνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια τα παθήματα της παρούσης ζωής προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πόνους, δεν ισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα.

Στη λογική της πίστεως αυτής, με βάση την ίδια τη ζωή του Κυρίου, στοιχεί και η υμνογραφία της σημερινής εορτής. Τα νήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς δεκατέσσερα – δεν έχει σημασία ο αριθμός, αν είναι πραγματικός ή συμβολικός – ναι μεν έχασαν τη ζωή τους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν ολοκληρωμένη με τη χάρη του Θεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτά τα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του. Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της Εκκλησίας, που έθρεψαν με το παρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφού μάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείς ολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και ομορφαίνει»)∙ είναι, όπως είπαμε, η πρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα Θεό («ο θείος χορός των βρεφών προσφέρθηκε στον  Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ως μυστική θυσία»)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι νεομάρτυρες, αν και αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον Ηρώδη»)∙ είναι τα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια με τον Χριστό («υπέρ Αυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).

Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων και της συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά και με ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γης παρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία και οι άγιοί της, με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα από τα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει  την οδό που εκβάλλει στην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

28 Δεκεμβρίου 2021

ΝΕΥΡΙΑΖΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ!

«Αν, επιτιμώντας κάποιον, κινηθείς σε οργή, δικό σου πάθος ικανοποιείς. Δεν χρειάζεται να χάσεις την ψυχή σου για να σώσεις άλλους» (Αββάς Μακάριος ο Αιγύπτιος).

Το απόλυτο κριτήριο για έναν χριστιανό, μας υπενθυμίζει ο μεγάλος όσιος αββάς του Γεροντικού Μακάριος ο Αιγύπτιος, είναι η σωτηρία της ψυχής μας – ό,τι κάνουμε, λέμε ή και σκεφτόμαστε πρέπει σ’ αυτό ν’ αποσκοπεί. Κι όταν λέμε σωτηρία της ψυχής εννοούμε όχι μία υπερφυσική εκτός σώματος κατάσταση κατά τον τύπο διαφόρων πνευματοκρατικών και ιδεαλιστικών φιλοσοφιών και θεοσοφιών που έλκουν την καταγωγή τους συνήθως από Ανατολικές δοξασίες ως να είναι το σώμα κάτι το κακό – έχει ταλαιπωρηθεί πολύ και πολλές φορές η Εκκλησία και η ορθόδοξη θεολογία της από τέτοιες αντιλήψεις – αλλά τη σωτηρία όπως την εννοεί η Βιβλική και Πατερική μας παράδοση: την εύρεση του αληθινού εαυτού μας, την αποκατάστασή μας από τα τραύματα της αμαρτίας, την απόκτηση και πάλι της ψυχοσωματικής ολοκληρίας μας: να γίνουμε και πάλι σώοι και ολόκληροι. Κι αυτό σημαίνει τη σχέση μας με τον Χριστό ως ένταξή μας στο άγιο σώμα Του την Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και τη διαρκή στη συνέχεια προσπάθεια διακράτησης και αύξησης της χάρης αυτής με τη συμμετοχή μας εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία. Ο Χριστός δηλαδή είναι ο Σωτήρας μας, με Αυτόν και μέσα σ’ Αυτόν βρίσκουμε την αρχή μας και την αληθινή ταυτότητά μας ως άνθρωποι – ό,τι σημειώνει ιδιαίτερα ο απόστολος Παύλος με τον όρο «ανακεφαλαίωση»: όλα μπαίνουν με τον Χριστό στην κανονική τους θέση! Χωρίς Αυτόν το μόνο που επικρατεί και υπάρχει είναι η σύγχυση και η ακαταστασία, η ατμόσφαιρα και η «ζωή» του Πονηρού διαβόλου.

Κι αυτό περαιτέρω σημαίνει ότι ο χριστιανός ως μέλος Χριστού αρχίζει και κινείται στην οδό Εκείνου και στον «ρυθμό» Εκείνου: την ταπείνωση και την αγάπη. Ταπείνωση και αγάπη δεν είναι τα πιο καθοριστικά στοιχεία της ζωής του Κυρίου, κατά τη δική Του αποκάλυψη; Οπότε ο χριστιανός βρίσκεται αδιάκοπα σε μία κένωση και σε μία έξοδο από τα δεσμά του εγωιστικού εαυτού του, αναζητώντας και «κυνηγώντας» την αλήθεια της αγάπης, κατά το πρότυπο του ίδιου του Κυρίου, «ο Οποίος όντας Θεός «εκένωσε» τον εαυτό Του και ταπεινώθηκε, έγινε άνθρωπος, κι έδειξε υπακοή στον Θεό Πατέρα μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρικού». Η αγάπη λοιπόν αποτελεί εκείνο που φανερώνει τη γνησιότητα της χριστιανοσύνης του πιστού, η αγαθή σχέση του με τον συνάνθρωπο, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να βρει και τον ίδιο του τον εαυτό! «Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος» κατά τη γνωστή ρήση του μεγάλου οσίου Αντωνίου.

Να όμως που σε αυτήν την κίνηση προς τον συνάνθρωπο, κίνηση αγάπης και ενδιαφέροντος προς αυτόν αναπτύσσεται ένας μεγάλος κίνδυνος: να προσκρούσουμε στην άρνηση αλλά και στην εχθρότητα ακόμη του άλλου. Εμείς ενδιαφερόμαστε και θέλουμε να τον «σώσουμε» από τις τυχόν αμαρτίες και τα στραβοπατήματά του, από την άγνοιά του για την αλήθεια, εκείνος όμως αντιδρά. Και τότε, με το δεδομένο ότι βρισκόμαστε πάνω στην απόλυτη αλήθεια και στο απόλυτο δίκιο, «ερεθίζεται» ο ζήλος μας – πρέπει να τον «πείσουμε», να «καταλάβει», να «σωθεί» κι αυτός! Κι αρχίζουμε να τον ελέγχουμε που δεν πείθεται, και να οργιζόμαστε – πώς παρουσιάζεται τόσο τυφλός μπροστά στο εξώφθαλμο, την αλήθεια της πίστης μας; Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ήδη έχουμε πέσει κι εμείς στην παγίδα του πονηρού: μας έχει περιτυλίξει με τα «δεξιά» όπλα του: την οργή αλλά για καλό σκοπό(!) - τη σωτηρία του συνανθρώπου μας!  

Ο άγιος Μακάριος αποκαλύπτει την κρυμμένη κατάστασή μας: σε μία τέτοια περίπτωση δουλεύουμε στον εγωισμό μας, «δικό μας πάθος ικανοποιούμε»! Και γι’ αυτό μας αποτρέπει: «μη χάσουμε την ψυχή μας τάχα για να σώσουμε τους άλλους»! Πρόκειται για αλήθεια που διαλαλεί ποικιλοτρόπως η Γραφή και όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας: «το καλό για να είναι καλό πρέπει να γίνεται και με καλό τρόπο!» (απ. Παύλος). Αν στη θεωρούμενη καλή επιδίωξή μου διαπιστώνω ότι αναπτύσσεται κάποιο πάθος μέσα μου, τότε δεν είναι καλή η επιδίωξη – υφέρπει, όπως είπαμε, ο εγωισμός. Αυτό δεν λέει και πάλι ο άγιος  Παύλος για παράδειγμα όταν προτρέπει: «όταν πας να νουθετήσεις έναν αιρετικό άνθρωπο, πες του το μία και δεύτερη φορά. Μετά σταμάτα!» - ξέρει ο απόστολος ότι η επιμονή εν προκειμένω κρύβει δικό μας πάθος. Κι ακόμη το λέει αλλού (Γαλ. 6, 1) ακόμη καθαρότερα: «Αν κάποιος βρεθεί να κάνει κάποιο παράπτωμα, εσείς που έχετε το Πνεύμα του Θεού να τον διορθώνετε με πραότητα. Προσέχετε μόνο μην παρασυρθείτε κι εσείς από τον πειρασμό»! Κι ο  άγιος Ιωάννης της Κλίμακος επιλέγει: Ο κινούμενος έτσι νοσεί από τη «νόσο του διαβόλου», δηλαδή την υπερηφάνεια.

Πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε στις κινήσεις και την όλη συμπεριφορά μας! Πόσες φορές νομίζοντας ότι ο Θεός μάς «βραβεύει» για τα καλά μας έργα, Εκείνος αποστρέφει το πρόσωπό Του από εμάς λόγω της αλαζονείας μας!

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΣΜΥΡΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ ΚΑΕΝΤΕΣ

«Όταν ο βασιλιάς Μαξιμιανός επέστρεψε νικητής από τον πόλεμο κατά των Αιθιόπων, θέλησε για επινίκια να θυσιάσει στα είδωλα. Στάλθηκαν λοιπόν γράμματα παντού που προέτρεπαν να έλθουν όλοι στη Νικομήδεια, προκειμένου να προσκυνήσουν τους θεούς τους δικούς του. Ο άγιος Άνθιμος τότε, που ήταν επίσκοπος της Νικομήδειας, συνάθροισε στην Εκκλησία τον λαό του Χριστού (διότι ήταν η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού) και συνεόρταζε μαζί τους και τους δίδασκε την αληθινή πίστη. Μόλις το έμαθε ο Μαξιμιανός, πρόσταξε να βάλουν φρύγανα γύρω από την Εκκλησία και να αναφτούν, ώστε να κατακαούν οι ευρισκόμενοι μέσα Χριστιανοί. Το έμαθε ο επίσκοπος και έσπευσε να βαπτίσει τους κατηχουμένους, επιτέλεσε έπειτα τη θεία Λειτουργία και μετέδωσε σε όλους τους Χριστιανούς τα θεία και άχραντα μυστήρια. Έτσι από τα αναμμένα φρύγανα κάηκαν και τελειώθηκαν όλοι. Ο δε άγιος Άνθιμος διαφυλάχτηκε με τη χάρη του Θεού, ώστε αφού ωφελήσει και άλλους και με το άγιο βάπτισμα να τους οδηγήσει στον Χριστό, με πολλά βάσανα να μετασταθεί προς Αυτόν, για να απολαύσει τη βασιλεία των ουρανών».

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αξιοποιεί από το συναξάρι των αγίων δισμυρίων μαρτύρων κυρίως το μέσο του μαρτυρίου τους: τη φωτιά, ώστε και να προβάλει την αγιότητά τους και να εποικοδομήσει τους πιστούς. Τη φωτιά, διά της οποίας οδηγήθηκαν στη Βασιλεία του Θεού, την αντιμετωπίζει καταρχάς - σαν να εισέρχεται στη σκέψη των αγίων - ως αδελφή αυτών, μπροστά στην οποία οι άγιοι δεν νιώθουν κάποια δειλία. Κτίσμα και αυτή του Θεού, υπακούουσα συνεπώς στα κελεύσματα του Δημιουργού της, λειτουργεί μέσα στο σχέδιο Εκείνου για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Δεν δειλιάζουμε μπροστά στη φωτιά, που και αυτή είναι δούλη του Θεού σαν κι εμάς, κραύγαζαν οι γενναίοι μάρτυρες». Κι είναι μία αντιμετώπιση που φανερώνει την απόλυτη πεποίθηση των αγίων στην Πρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή τίποτε δεν γίνεται αν ο ίδιος ο Κυβερνήτης του παντός δεν επιτρέψει να γίνει.

Την υπέρβαση του φόβου για τη φωτιά όμως ερμηνεύει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο. Δεν την φοβούνταν οι άγιοι, διότι δρούσε μέσα στην καρδιά τους μία άλλη φωτιά, πιο δυνατή και πυρωμένη από την αισθητή φωτιά. Κι αυτή ήταν η αγάπη του Χριστού. «Πυρακτωμένοι κατά ωραιότατο τρόπο από την αγάπη του Χριστού, πανεύφημοι μάρτυρες, καθόλου δεν φοβηθήκατε τη φωτιά που αναβόταν». Κι είναι τούτο μία από τις σημαντικότερες αλήθειες: εκεί που η αγάπη του Χριστού κατακαίει την ανθρώπινη καρδιά, όλα τα οχληρά του βίου, όλες οι θεωρούμενες δοκιμασίες ούτε καν σχεδόν γίνονται αντιληπτά. Ό,τι συνέβη και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, που εξίσου τους είχαν ρίξει στην κάμινο πυρός, κι όμως η πίστη και η αγάπη τους στον Θεό τους έκανε να είναι υπέρτεροι αυτού («όπως τα τρία θεϊκά παιδιά στη Βυβυλώνα, έτσι κι εσείς φανήκατε ανώτεροι από τη φωτιά, γιατί λάμπατε εντελώς από το θεϊκό φως».  Το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή κίνδυνος ή μαχαίρι; Είμαι πεπεισμένος βεβαίως ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, όπως φανερώθηκε στον Ιησού Χριστό».

Ο άγιος Ιωσήφ όμως, ως μέγας ποιητής και ευφυέστατος άνθρωπος, αξιοποιεί κατά εποικοδομητικό τρόπο και τον αριθμό των μαρτύρων. Το πλήθος τους τον παραπέμπει στο πλήθος των αμαρτιών του, και βεβαίως εννοείται και στις αμαρτίες του καθενός πιστού. Και τι λέει; «Όπως είστε τόσοι πολλοί, παρακαλέστε τον Κύριο να εξαλείψει το πλήθος των αμαρτιών μου και να μου δώσετε λόγο για να ανυμνήσω το πανηγύρι σας». Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου αποτελεί βεβαίως φανέρωση και του δικού του ύψους αγιότητας. Μόνον ένας συνεπής και εν επιγνώσει πιστός μπορεί να βλέπει τον εαυτό του αληθινά, με πλήθος αμαρτιών. Όσο με άλλα λόγια στέκεται κανείς σωστά απέναντι στον Θεό, τόσο και φωτίζεται να βλέπει το βάθος του εαυτού του - εκεί λειτουργούν οι αιτίες των αμαρτιών, οπότε ο πιστός κινητοποιείται στην αληθινή μετάνοια.

Και πέραν τούτων: ο άγιος Ιωσήφ, ο κατανυκτικός και θεολόγος ποιητής, αξιοποιεί από το μαρτύριο των αγίων και τον τόπο του μαρτυρίου τους: τον ναό του Κυρίου. Οι άγιοι μαρτύρησαν από τη φωτιά μέσα σε μία Εκκλησία. Και κάνει τριπλή αναφορά στην έννοια του ναού: οι άγιοι λόγω του αγίου βαπτίσματός τους έγιναν ως μέλη Χριστού πια ναός Θεού. Δέχτηκαν το μαρτυρικό τέλος τους μέσα στον επίγειο ναό, και οδηγήθηκαν έτσι στον επουράνιο Ναό, τη Βασιλεία του Θεού, την «πρόσωπον προς πρόσωπον» πια σχέση τους με τον ίδιον τον Κύριο. «Ναοί Θεού υπάρχοντες άγιοι, διά βαπτίσματος, τέλος άγιον ομού εδέξασθε εν οίκω θείω, και προς επουράνιον Ναόν ανηνέχθητε». Μακάρι ως ναοί του Θεού και εμείς λόγω του βαπτίσματός μας, να έχουμε αυτήν τη συναίσθηση: ότι ο φυσικός χώρος μας στη ζωή αυτή είναι ο οίκος του Θεού, ο ναός, και ότι πορευόμαστε με τον τρόπο αυτό προς ένταξή μας στον επουράνιο Ναό, την Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών.

27 Δεκεμβρίου 2021

ΜΑΝΑ, ΑΥΤΑ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ!

«Ἡ γῆ πᾶσα βλέπουσα Θεοῦ κάθοδον εὐφραίνεται˙ Μάγοι τά δῶρα μοι φέρουσιν, Οὐρανός φθέγγεται, διά τοῦ Ἀστέρος. Ἄγγελοι δοξάζουσι. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες θαυμάζουσι. Φάτνη εἰσδέχεται, ὥσπερ θρόνος με πυρίμορφος. Ἐπαγάλλου, ταῦτα Μῆτερ βλέπουσα» (απόστιχο αίνων).

(Όλη η γη βλέποντας την κάθοδο του Θεού ευφραίνεται. Οι Μάγοι μού προσφέρουν τα δώρα, ο Ουρανός φωνάζει με το Αστέρι. Οι Άγγελοι δοξολογούν. Οι Ποιμένες που είναι στους αγρούς θαυμάζουν. Η Φάτνη με δέχεται μέσα της σαν φλογερός θρόνος. Να χαίρεσαι, Μητέρα, βλέποντας αυτά).

Μέσα στην εξαίσια ποίηση της υμνογραφίας των Χριστουγέννων ακούγεται και ο παραπάνω ύμνος, όπου διαμείβεται διάλογος(!) μεταξύ του Κυρίου ευρισκομένου ως βρέφους στην αγκαλιά της Μητέρας Του Παναγίας και της ίδιας που βιώνει μέσα σε θάμβος το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού και δικού της τέκνου. Και τι λέει το γεννηθέν θείο βρέφος στη Μάνα Του, καθώς την βλέπει προφανώς θλιμμένη λόγω των συνθηκών της Γέννας της – μέσα σ’ ένα στάβλο χωρίς καμία άνεση, χωρίς ανθρώπινο κατάλυμα; Να μην επικεντρώνει στη στενότητα των δύσκολων συνθηκών που προκαλούν θλίψη, αλλά να χαίρεται βλέποντας τις ευλογίες που πλούσια προσφέρει ο Θεός μέσα από τα Δημιουργήματά Του: η γη ζει την ευφροσύνη του ερχομού του Θεού, οι Μάγοι προσφέρουν τα δώρα τους ως απαύγασμα της εύρεσης της βαθειάς αναζήτησής τους, ο Ουρανός διηγείται δι’ αστέρος το μυστήριο της Γέννησης του Θεού ως ανθρώπου, οι Άγγελοι δοξολογούν, οι απλοί Ποιμένες απορούν, η Φάτνη φαντάζει ως θρόνος Χερουβικός. Δηλαδή ο Κύριος, όπως η έμπνευση του υμνογράφου μάς καθοδηγεί, προσανατολίζει τον λογισμό της Θεοτόκου Μητέρας Του σε μία «σφαιρική» θεώρηση των πραγμάτων και όχι στον εγκλωβισμό του περιορισμένου εδώ και τώρα!

Το ίδιο όμως δεν γίνεται συχνά και σε εμάς; Πόσες φορές κι εμείς δεν απορροφώμαστε από ένα συγκεκριμένο δύσκολο συμβάν, με αποτέλεσμα τη θλίψη και τη στενοχώρια μας, και μας διαφεύγει το όλο, η «σφαιρική» θεώρηση; Μία δυσκολία για παράδειγμα, ένα ατύχημα, μία αρρώστια, δική μας ή της οικογενείας μας, μας στρέφουν μόνον σ’ αυτό. Και φαίνεται να σκοτεινιάζει ο ορίζοντάς μας, σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο, σαν να μην έχει ανατείλει ο Θεός τον ήλιο Του, σαν να μην έχει έλθει στη γη ο Δημιουργός μας, σαν να έχει διαγραφεί η παντοδύναμη Πρόνοιά Του για εμάς!

Ο ποιητής της Εκκλησίας λοιπόν γίνεται ο παιδαγωγός μας μέσα από την Παναγία Μάνα μας: να βλέπουμε σφαιρικά τη ζωή μας, κυρίως δε την πνευματική. Κι αυτό κυρίως θα πει: να βλέπουμε τη ζωή μας πάντοτε μέσα στην παρουσία Εκείνου, που Τον ντυθήκαμε και μας έκανε μέλη του αγίου σώματός Του. Τα θεωρούμενα «αυτονόητα» για έναν χριστιανό, που συνήθως τα ξεχνάμε όταν έλθει η κρίσιμη και δύσκολη στιγμή!

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

«Ο άγιος Στέφανος, όταν κάποτε έγινε συζήτηση μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελλήνων περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άλλοι από αυτούς έλεγαν ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι ένας που πλανά τον κόσμο, άλλοι δε ότι είναι ο Υιός του Θεού, στάθηκε σε υψηλό τόπο και ευαγγελίστηκε σε όλους τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, λέγοντας: "Άνδρες αδελφοί, γιατί πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράχτηκε όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος, που δεν δίστασε να πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός είναι ο Θεός που έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από αγία και αγνή Παρθένο, η οποία  είχε εκλεγεί πριν δημιουργηθεί ακόμη ο κόσμος. Αυτός πήρε τις αμαρτίες μας και βάστασε τις ασθένειές μας: έκανε τυφλούς να βρουν το φως τους, καθάρισε λεπρούς και έδιωξε τους δαίμονες". Αυτοί δε, όταν τον άκουσαν, τον οδήγησαν στο συνέδριο των Αρχιερέων. Διότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα του Θεού με το Οποίο μιλούσε. Κι αφού εισήλθαν έβαλαν κάποιους άνδρες να πουν «Ότι τον ακούσαμε να λέει βλάσφημα λόγια κατά του Ναού και κατά του Μωσαϊκού Νόμου», όπως τον κατηγόρησαν και για τα υπόλοιπα που αναφέρονται στις ιερές Πράξεις των Αποστόλων. Όταν τον ατένισαν λοιπόν και είδαν όλοι το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου, μη υποφέροντας την ντροπή της ήττας τους, τον φόνευσαν διά λιθοβολισμού, ενώ εκείνος προσευχόταν υπέρ αυτών με τα λόγια: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτήν». Επειδή λοιπόν ο θείος πρωτομάρτυρας, με τη θεωρηθείσα πτώση του, κατέβαλε τον αντίπαλο, ρίχνοντάς τον  κάτω σαν πτώμα, και αναπαύτηκε τον γλυκό ύπνο, τότε άνδρες ευλαβείς μάζεψαν το ιερό σκήνωμά του σε μία θήκη φτιαγμένη από κάποιο φυτό, κι αφού το ασφάλισαν πολύ καλά, το κατέθεσαν στα πλάγια του Ναού. Ο δε Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τους αποστόλους. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του πλησίον των Κωνσταντιανών».

Ο υμνογράφος του αγίου, Ιωάννης ο μοναχός, αναφέρεται σε όλη την αγιασμένη διαδρομή της ζωής του Στεφάνου. Και στο γεγονός ότι ήδη από τη στιγμή που έγινε χριστιανός υπήρξε «ανήρ πλήρης πνεύματος και δυνάμεως»,  και στο γεγονός ότι εκλέχτηκε από τον λαό και χειροτονήθηκε από τους αποστόλους ως βοηθός αυτών: στη διακονία των τραπεζών αλλά και στο κήρυγμα, και στο γεγονός της συλλήψεώς του, της απολογίας του, της θεοπτικής εμπειρίας του, του χαρισματικού μαρτυρίου του. Εκείνο που ιδιαιτέρως προβάλλει ο υμνογράφος του είναι ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από τη ζωή αυτή: διά λιθοβολισμού – ένας συνηθισμένος τρόπος των Ιουδαίων για εκείνους που θεωρούνταν ότι βλασφημούσαν την πίστη τους. Κι ως εξαίσιος ποιητής δεν μένει σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις: το πέταγμα των λίθων, αλλά αποκαλύπτει και τη μη αισθητή πλευρά:

πρώτον, ότι οι λίθοι που έριχναν εναντίον του οι Ιουδαίοι γίνονταν την ίδια ώρα τα σκαλοπάτια ανόδου του στη Βασιλεία του Θεού («οι λίθοι που σαν νιφάδες έπεφταν εναντίον σου, σου έγιναν σκαλοπάτια και σκάλες για την ουράνια άνοδό σου. Αυτά τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται στα δεξιά του Πατέρα»)∙

δεύτερον, ότι «οι λίθοι αυτοί έγιναν ο διάκοσμος του Στεφάνου, όπως στολίζεται κανείς με ποικίλα και ωραία λουλούδια, και έτσι στολισμένος πήγε ενώπιον του ζωοδότη Χριστού».

Και πέραν τούτων, τρίτον, ο λιθοβολισμός του συνιστά το στεφάνι που του έθεσαν οι φονευτές του, όταν εκείνος τους είχε «λιθοβολίσει» με τις νιφάδες των θεοπνεύστων λόγων του («ο Πρωτομάρτυρας κτύπησε τους άθλιους φονευτές του με τις νιφάδες του θεηγόρου στόματός του, γι’ αυτό στεφόταν σαν νικητής από αυτούς με τις νιφάδες των λίθων»).

Επικεντρώνοντας ο μοναχός Ιωάννης στο μαρτυρικό τέλος του αγίου Στεφάνου δεν είναι δυνατόν να μη σταθεί στο κορυφαίο σημείο του μαρτυρίου του: τη συγχώρηση των λιθοβολιστών του, την άφεση της εχθρικής προς αυτόν ενεργείας τους. Και το μυαλό του βεβαίως πηγαίνει εκεί που πηγαίνει το μυαλό όλων μας: στον εσταυρωμένο Κύριο, ο Οποίος πάνω στον Σταυρό συγχωρεί και Αυτός τους σταυρωτές Του. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», είπε ο Κύριος, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» λέει ο Στέφανος. Τα ίδια λόγια, με ελαφρά παραλλαγή, η ίδια στάση ζωής. Ο δούλος ο οποίος ακολουθεί επακριβώς τα χνάρια του Κυρίου του. «Δέσποτα Χριστέ, ο Στέφανος χρημάτισε πανάριστος μιμητής του τιμίου πάθους σου, και αντιδρά απέναντι στους φονευτές του με την ευλογία». «Ω η μακάρια φωνή, που βγήκε από το στόμα σου, Στέφανε: Μη καταλογίσεις, φωνάζοντας, Δέσποτα Χριστέ, στους φονευτές την άγνοιά τους. Αλλά σαν Θεός και Δημιουργός, δέξου το πνεύμα μου, σαν ευωδέστατο θύμα».

Κι είναι ευνόητο ότι η στάση του αγίου Στεφάνου, να στέκεται δηλαδή κανείς με αγάπη απέναντι και προς τους εχθρούς, δεν είναι μία επιλογή μόνο δική του, σαν ένα είδος εξαίρεσης. Συνιστά την εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τα λόγια και την ίδια τη ζωή Του, που αφορά όλους μας. Αν δηλαδή δεν συγχωρούμε εκ καρδίας όλους εκείνους που μας βλάπτουν και μας αδικούν, έστω κι αν φαίνεται ότι έχουμε χίλια δίκια, δεν μπορούμε να ανήκουμε στον Χριστό. Το αποδεικτικό στοιχείο ότι είμαστε Εκείνου, ότι Εκείνος κατοικεί μέσα μας, ότι Εκείνος θα μας δεχθεί χαίρων στη Βασιλεία Του, ευλογώντας την εκεί παρουσία μας, είναι η χωρίς όρια αγάπη μας προς όλους και η άφεση των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Χωρίς την ανεξικακία αυτή, η οποία τίθεται σε ενέργεια με τη δύναμη ασφαλώς του ίδιου του Κυρίου, δεν βλέπουμε πρόσωπο Θεού, κι ακόμη χειρότερα: ευρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του πονηρού διαβόλου. Μακάρι το τέλος της ζωής μας, δηλαδή δυνητικά η κάθε στιγμή μας, να μας βρει σε αυτή τη συγχώρηση. Σημαίνει ότι το Πνεύμα του Θεού θα μας συνοδεύει αιωνίως.

26 Δεκεμβρίου 2021

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Μετά την απόφαση του Ηρώδη να φονευτούν όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον ύπνο του Ιωσήφ λέγοντάς του: «Σήκω και πάρε το παιδί και τη Μητέρα Του και φύγε στην Αίγυπτο». Φεύγει λοιπόν για την Αίγυπτο η Θεοτόκος με το βρέφος και τον Ιωσήφ, για τους παρακάτω δύο λόγους: Πρώτον, για να εκπληρωθεί αυτό που είχε λεχθεί από τον προφήτη ότι «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου». Δεύτερον, για να κλείσει κάθε στόμα αιρετικών. Διότι αν δεν είχε φύγει, θα συλλαμβανόταν το βρέφος. Κι αν μεν φονευόταν, θα εμποδιζόταν η σωτηρία των ανθρώπων. Αν δε δεν φονευόταν, ή με ξίφος ή με άλλη τιμωρία, προκειμένου να εκπληρωνόταν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία, θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς ότι ήλθε κατά φαντασία και δεν έγινε αληθινά πραγματικός άνθρωπος. Διότι αν ήταν αληθινός άνθρωπος, θα σφαζόταν από το σπαθί του τυράννου, κάτι που και  χωρίς να υπάρχει πρόφαση, τόλμησαν οι άθεοι αιρετικοί να το πουν, ότι δηλαδή γεννήθηκε κατά φαντασία. Γι’ αυτό λοιπόν φεύγει στην Αίγυπτο, και για να συντρίψει τα εκεί είδωλα και για να σώσει όλη την οικουμένη κατά τον καιρό της σωτήριας Σταύρωσης».

Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου θα πρέπει καταρχάς να θυμίσουμε ότι στοιχεί στην παράδοση της Εκκλησίας, να εορτάζεται μετά από ένα μεγάλο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου, το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε σ’ αυτό. Έτσι μετά τη Γέννηση του Κυρίου έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου, Εκείνης που έγινε η «γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός», όπως και μετά τη Βάπτισή Του έχουμε τη Σύναξη του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι το ίδιο το γεγονός, η καθαυτό εορτή, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πρωταγωνιστούν πρόσωπο, με άλλα λόγια η εκάστοτε Σύναξη αποτελεί την προέκταση της εορτής, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας το ίδιο νόημά της, σε μεγάλο βαθμό δε και τους ίδιους τους ύμνους της.

Η Σύναξη της Θεοτόκου λοιπόν τονίζει και πάλι τη Γέννηση του Κυρίου, με ιδιαίτερη επιμονή  στην πραγματικότητα της Σάρκωσής Του. Το στοιχείο αυτό ίσως δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό σήμερα, μετά από τόσους αιώνες εξαγγελίας και βίωσης από την Εκκλησία της θεολογικής σημασίας της. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αιώνες όμως ήταν ό,τι πιο καίριο και σημαντικό, δεδομένου ότι αμφισβητείτο από αιρετικούς η πραγματικότητα της ενσάρκωσης, οι οποίοι «έφριτταν» στη σκέψη ότι ο Θεός πήρε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, προσέλαβε δηλαδή την ύλη του κόσμου τούτου. Τι κρυβόταν πίσω από την άρνησή τους αυτή; Η πεποίθηση ότι ο κόσμος αυτός είναι κόσμος κακός, δημιούργημα άλλου, μη καλού Θεού, συνεπώς φανέρωναν τον μη χριστιανικό προβληματισμό τους, μάλλον την με επίφαση του χριστιανισμού δήλωση των ανατολίτικων δυαλιστικών περί Θεού δοξασιών τους. Θέλουμε να πούμε ότι οι αιρετικοί αυτοί στην πραγματικότητα ήταν οπαδοί του ιρανικού λεγόμενου παρσισμού, κατά τον οποίο υπάρχουν δύο θεοί, ο θεός του καλού και ο θεός του κακού, ο οποίος θεός του κακού είναι και ο δημιουργός του κόσμου. Πώς λοιπόν η κακή ύλη του κακού θεού  μπορούσε να προσληφθεί από τον καλό Θεό, που ερχόταν να σώσει την ψυχή – όχι ασφαλώς και το σώμα – του ανθρώπου;

Η Εκκλησία μας λοιπόν αντέδρασε σθεναρά, διότι τυχόν επικράτηση αυτών των αντιλήψεων (κατά δόκηση ή φαντασία εμφάνιση του Υιού του Θεού) θα σήμαινε πλήρη διαστροφή της αλήθειας της και άρνηση του πραγματικού Χριστού. Με ένταση λοιπόν τόνισε ότι ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, έλαβε πραγματική και όχι κατά φαντασία την ανθρώπινη φύση, το σώμα και την ψυχή, ώστε ενσωματώνοντάς τα στον Εαυτό Του να σώσει τον άνθρωπο και δι’ αυτού και όλη τη δημιουργία. Και αιτία γι’ αυτό βεβαίως ήταν το γεγονός ότι ο κόσμος όλος, η ύλη και το σώμα του ανθρώπου, αποτελούν δημιουργήματα του ενός Θεού, του φύσει αγαθού Θεού, που είναι και ο Δημιουργός βεβαίως του κόσμου. Ήταν τόσο σημαντική η αλήθεια αυτή, ώστε ήδη από την Καινή Διαθήκη ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος να τονίζει ότι από την αποδοχή ή όχι της αληθινότητας της σάρκωσης του Θεού φανερώνεται κανείς ως χριστιανός ή όχι. «Πας ος μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι», και «πας ος ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι». Πάνω στην αλήθεια αυτή δηλαδή κρινόταν η αλήθεια από την αίρεση. Κι αυτό τονίζει ιδιαιτέρως σήμερα η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, που προεκτείνει, όπως είπαμε, τη Γέννηση του Κυρίου. «Αυτό που ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού το κράτησε, δηλαδή ότι είναι Θεός αληθινός, και αυτό που δεν ήταν το προσέλαβε κι έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία». Ο προβληματισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου στον οίκο του κοντακίου της σημερινής εορτής το διακηρύσσει επίσης έντονα: «Βλέποντας τη σφραγίδα της παρθενίας μου να μένει χωρίς να χαλάσει, σε κηρύσσω αληθινό Λόγο του Θεού, που πήρες την ανθρώπινη σάρκα».

Και βεβαίως η σημερινή εορτή της Σύναξης υπενθυμίζει πάλι ότι μπροστά στο πανθαύμαστο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου, όλη η δημιουργία ανταποκρίνεται με ευχαριστία, προσφέροντας τα δώρα της, το καλύτερο όμως όλων των δώρων ήταν του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ακριβώς πρόσφερε ό,τι ωραιότερο και ανώτερο μπορούσε ποτέ να φανεί ως κτίση: την Παναγία Παρθένο. «Καθένα από τα δημιουργήματά Σου, Κύριε, σου προσφέρει την ευχαριστία του: οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί το αστέρι, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες τον θαυμασμό τους, η γη το σπήλαιο, η έρημος τη φάτνη, εμείς όμως Μητέρα Παρθένο». Μη ξεχνάμε: η Παναγία είναι ο εκπρόσωπός μας στον Ουρανό, Εκείνη που έδωσε το αίμα και τη σάρκα της προκειμένου να γίνει άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός, συνιστά την «αξιοπρέπειά» μας, αποτελεί πάντοτε την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Προς χάρη Της η όποια προσευχή μας γίνεται εισακουστή από τον Θεό, αφού Εκείνος θέλησε να γίνει σαν κι εμάς μέσα από Εκείνην.

ΜΙΑ ΣΠΗΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΡΟΣΙΤΟ ΘΕΟ!

Κοντάκιο. Ἦχος γ΄.

«Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει, καί ἡ γῆ τό Σπήλαιον τῶ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι. Δι’ ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη, παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».

(Ἡ Παρθένος Μαριάμ σήμερα γεννάει αὐτόν πού εἶναι πάνω ἀπό κάθε ὄν καί οὐσία, καί ἡ γῆ προσφέρει στόν ἀπρόσιτο Θεό τό σπήλαιο. Ἄγγελοι μέ τούς Ποιμένες δοξολογοῦν, ἐνῶ μάγοι ὁδοιποροῦν μαζί μέ τ’ ἀστέρι. Κι αὐτό γιατί γιά χάρη μας γεννήθηκε σάν βρέφος ὁ προαιώνιος Θεός).

Ὁ μεγαλύτερος ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅλων τῶν ἐποχῶν, κατά τή γνώμη τοῦ ἁγίου Πορφυρίου τοῦ καυσοκαλυβίτου, ἅγιος Ρωμανός ὁ μελωδός, εἶναι ὁ συνθέτης τοῦ κοντακίου τῶν Χριστουγέννων, τοῦ δεύτερου πιό γνωστοῦ τροπαρίου μετά τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.  Γραμμένος ὁ ὕμνος σέ ἦχο γ΄, δηλαδή σέ ἁπλό ἀλλά καί πολύ ἀνδροπρεπές μέλος, μᾶς τονίζει ὅ,τι ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς ἑορτῆς στίς κεντρικές διαστάσεις της: ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ μέγα μυστήριο, ἀφοῦ ὁ γεννηθείς εἶναι ὁ ὑπερούσιος Θεός, ἀφοῦ Τόν γεννᾶ μία Παρθένος κόρη, ἡ ὁποία ὅμως κρατᾶ τήν παρθενία της, ἀφοῦ πρόκειται γιά τόν προαιώνιο Θεό. Καί μπροστά στό μέγα αὐτό μυστήριο σύμπας ὁ κόσμος κλίνει εὐλαβικά τό γόνυ, ὅταν μάλιστα τοῦ ἀποκαλύπτεται καί ὁ σκοπός τῆς Γέννας τοῦ Θεοῦ: Γεννιέται ὁ Θεός γιά νά πάρει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν κάνει κι αὐτόν Θεό. Δηλαδή κατῆλθε ὁ Θεός γιά νά ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος. Πτώχευσε Ἐκεῖνος γιά νά γίνουμε πλούσιοι ἐμεῖς. Κι εἶναι αὐτονόητο ὅτι τό μεγαλεῖο αὐτό τῆς πίστεώς μας πού ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, φιλοσοφία ἤ καί θεοσοφία, πραγματοποιεῖται μέσα στό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, ἐνῶ τίθεται σέ ἐνέργεια μέσα ἀπό τά μυστήρια, ἰδίως δέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πού θά πεῖ: χριστιανός χωρίς ἐν μετανοία συμμετοχή στή Θεία Κοινωνία δέν ἑορτάζει Χριστούγεννα.  

ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Φέτος κοίταξε!

Χριστούγεννα μη κάνεις!

Όχι γιατί ’ναι δύσκολο

μες στον Ναό να μπεις∙

όχι γιατί δεν θα μπορείς

πολλά αγαθά να εύρεις∙

κι ούτε  γιατί σε ρεβεγιόν

φίλους σου δεν θα δεις.

Αλλά; Γ ί ν ε  Χριστούγεννα!

Κλάψε με του Χριστού

την πεθυμιά ακόρεστη

φάτνη να κάνει την καρδιά σου.

Και δώσ’ Του χώρο εκεί

ζεστά ν’ αναπαυθεί.

Χριστούγεννα γιορτάζουνε

οι ζωντανές οι Παναγιές!

25 Δεκεμβρίου 2021

«ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΞ ΟΥΡΑΝΩΝ, ΑΠΑΝΤΗΣΑΤΕ!»

Η κάθοδος του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι γεγονός. Εκείνος, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», φανερώνοντας την άπειρη αγάπη Του και την άβυσσο της ταπείνωσής Του. Δεν ζούμε πια την προσδοκία των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης – ό,τι εν Πνεύματι οραματίζονταν για τις μελλοντικές γενιές. Εμείς είμαστε οι μελλοντικές γενιές, από τη στιγμή που ήρθε ο ενανθρωπήσας Θεός, εμείς ζούμε στο εδώ και το τώρα, μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, το μυστήριο της παρουσίας Του, που θα πει την εύρεση του Παραδείσου ως εκ νέου ανοίγματος της Βασιλείας του Θεού. Κι αυτό θα πει ότι ζούμε, μπορούμε και ζούμε πια, τη θέρμη της αγκαλιάς του Θεού μας, την απειρία της αγάπης Του, αλλά με επίγνωση και συναίσθηση.

Πριν από τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, ο άνθρωπος κείμενος εν τω Πονηρώ λόγω της ανταρσίας του απέναντι στον Δημιουργό του, είχε χάσει τη δυνατότητα ζωής με συνείδηση της αγάπης Του – ζούσε μέσα στην ενέργεια της αγάπης αυτής που τον διακρατούσε στην ύπαρξη αλλά χωρίς, όπως είπαμε, επίγνωση. Η ζωή του ήταν μία μη ζωή, μία πορεία μέσα στο σκότος, με αναλαμπές νοσταλγίας για κάτι βαθύ που του έλειπε και θα του έδινε αληθινό νόημα. Από τη στιγμή όμως που ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και εξαπέστειλε ο Θεός τον Υιό Αυτού να γεννηθεί από μία γυναίκα ως άνθρωπος – όπως το είχε προαναγγείλει ήδη απαρχής της πτώσεως στους πρωτοπλάστους (πρωτευαγγέλιο) και το επανελάμβανε μέσω των προφητών Του στην πρώτη αποκάλυψή Του στον χώρο της Παλαιάς Διαθήκης – ο άνθρωπος και πάλι βρίσκει το αληθινό του πρόσωπο: ο Χριστός τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, του καθαρίζει τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού, του ανοίγει και πάλι την οδό της υιοθεσίας του από τον Θεό. «Άνθρωπος γίνεται ο Θεός, για να κάνει τον άνθρωπο Θεό».

Οπότε, ανοίγονται και πάλι οι οφθαλμοί του ανθρώπου, τα μάτια του μπορούν να δουν και πάλι «τα μάτια» του Δημιουργού του, η ύπαρξή του μπορεί να αισθανθεί και να νιώσει τη θυσιαστική αγάπη του Πατέρα απέναντί του – οι κτύποι της δικής του καρδιάς συντονισμένοι με τους κτύπους της «καρδιάς» Εκείνου!  Αυτό δεν αποκαλύπτει ο ίδιος ο Κύριος;  «Όπως με αγάπησε ο Θεός Πατέρας σάς αγάπησα κι εγώ. Μείνατε μέσα στην αγάπη μου αυτή» - ο ερχομός Του, η γέννα Του, είναι η πιο δραστική παρουσία της αληθινής αγάπης στον κόσμο. Η εμπειρία επ’ αυτού του αποστόλου Παύλου είναι μοναδική: «Αυτό που τώρα ζω ως άνθρωπος είναι η πίστη μου στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

Ο Χριστός λοιπόν ήλθε «εξ Ουρανών» φέρνοντας και ως άνθρωπος όλες τις ευλογίες του Θεού, τη θέωση του ανθρώπου! Μα σε όλα αυτά επίμονα έρχεται στο προσκήνιο η λέξη «απαντήσατε»! Ο Θεός προσφέρεται κατά τρόπο απόλυτο και χωρίς κρατούμενα. Μα είναι Θεός που ζητάει «συνεργούς» και όχι δουλικά ή μηχανές. Απαιτείται και η δική μας συγκατάθεση στην αποδοχή των δωρεών Του – η δική Του κίνηση θέτει σε κίνηση και τη δική μας ολιγωρία και ακηδία. Να κάνουμε τι; Να σπεύσουμε προς συνάντησή Του. Αν δεν υπάρξει η σπουδή αυτή από πλευράς μας, η δική Του αγάπη μένει «μετέωρη», ένα δώρο που δεν υπάρχει το χέρι για να το αποδεχτεί – η μεγαλύτερη «προσβολή» στον δωρεοδότη: η ίδια η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος! Και το περιεχόμενο της «απαντήσεως» του Θεού, της συνάντησης στον ερχομό Του, τη δίνει ο Ίδιος και τη βλέπουμε και στην παραπάνω μαρτυρία του αποστόλου του: να αποδεχτούμε τον λόγο Του, να Τον πιστέψουμε, να επιμείνουμε και εμείς στην πίστη του Παύλου, να περπατάμε τη ζωή μας πάνω στις άγιες εντολές Του.

24 Δεκεμβρίου 2021

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2021 ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Τέκνα μου ἀγαπητὰ καὶ πεφιλημένα,

Ἀντηχοῦν οἱ χαρμόσυνες ψαλμωδίες πού ὑμνοῦν τό τρισμέγιστο μυστήριο τῆς Σάρκωσης τοῦ ἀπείρου Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία γιορτάζει. Γιορτάζει γιατί «ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό κατά χάριν» (Μ. Ἀθανάσιος). Αὐτό πρέπει νά τό συνειδητοποιήσουμε ὅλοι. Ὁ Θεός δεν ἔγινε ἄνθρωπος ἀπλῶς γιά νά μᾶς διδάξει τήν ταπείνωση, τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν ἰσότητα, τήν ἀδελφωσύνη ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀλλά γιά νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά τήν γιατρέψει καί νά τήν ἁγιάσει. «Τό γάρ ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).

Ὁ τρόπος καί ὁ τόπος τῆς Σάρκωσης τοῦ Θεοῦ, ἐκπέμπουν ὁρισμέ­να μηνύματα στήν ἀνθρωπότητα, μηνύματα πού ἀφοροῦν θεμελιώδη προβλήματα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Συγκεκριμένα:

Τά Χριστούγεννα εἶναι μήνυμα ταπείνωσης: Κανένας ἔνδοξος καί ἰσχυρός δέν γεννήθηκε ποτέ σ’ ἕνα σταῦλο μιᾶς ἀσήμαντης πόλης, στό σκοτάδι μιᾶς παγερῆς νύχτας, στή φάτνη τῶν ἀλόγων. Ὅταν γεννήθη­κε, Τόν προσκύνησαν οἱ ταπεινοί ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, κι ἀργότερα, βρῆκε στό πρόσωπο ἀπλοϊκῶν ψαράδων τῆς Γαλιλαίας τούς Ἀποστό­λους τῆς Ἐκκλησίας Του.

Τά Χριστούγεννα εἶναι ἐπίσης μήνυμα ἀγάπης καί εὐεργεσίας, καί μάλιστα πρός παρανόμους καί ἀγνώμονες. Τό μεσότοιχο τῆς ἔχθρας πού μᾶς χώριζε ἀπό τό Θεό διαρρήγνυται, ὄχι γιατί ἐμεῖς πού τό ὑψώσα­με θελήσαμε μέ τήν μετάνοια νά ἐξιλεωθοῦμε ἀπέναντί Του, ἀλλά γιατί ὁ Δημιουργός Πατέρας μας καί ἀναμάρτητος Εὐεργέτης μας ἀφήνει τό θρόνο καί τήν πορφύρα τῆς Θεότητας γιά νά περιβληθεῖ τά ράκη τῆς ἀνθρωπότητας, ξαπλώνοντας, πάνω στ’ ἄχυρα τῆς ταπεινῆς φάτνης. Ὁ ἀδικημένος ἄρχοντας ὄχι ἀπλῶς τείνει πρῶτος τό χέρι τῆς συνδιαλλαγῆς καί τής ἀγάπης στούς φταίχτες καί ἄδικους, ἀλλά ἔρχεται καί παραδίδει τόν ἴδιο Του τόν Ἑαυτό σάν ἐξι­λαστήριο θύμα γιά τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς δείχνει τό ὕψος τῆς ἀγάπης Του πού ἔφτασε «μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. β’ 8).

Τά Χριστούγεννα εἶναι μήνυμα ἐναντίον κάθε ἰδεαλισμοῦ. Ὁ ἰδεα­λισμός ἀπεχθάνεται τήν ὕλη. Μόνο τό πνεῦμα ἔχει γι’ αὐτόν ἀξία Γι’ αὐτό ἡ φράση «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» (Ἰω. α΄ 14), εἶναι ἀδιανόητη γιά τόν ἰδεαλισμό. Τό δόγμα τῆς Σάρκωσης εἶναι κατάφαση τῆς ὕλης. Ὁ Χριστός δέν εἶναι ἐναντίον τῆς σάρκας, ἀλλά ἐναντίον τοῦ ἁμαρτωλοῦ της φρονήματος. Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἐναντίον τῆς ὕλης, γιατί ἡ ὕλη εἶναι δημιούργημα τοῦ πανάγαθου Θεοῦ πού δέν κάνει ἀπό τή φύση Του τίποτα κακό. Δεν εἶναι ἐπίσης ἐναντίον τῆς ὕλης, γιατί τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη σάρκα τήν φόρεσε ὁ Θεός μέ τή Σάρκωσή του.

Τά Χριστούγεννα εἶναι ὅμως καί μήνυμα ἐναντίον κάθε ὑλισμοῦ. Ὁ Χριστιανισμός καταφάσκει τήν ὕλη χωρίς νά δέχεται τήν θεοποίησή της. Ἡ ζωή μας εἶναι ὑπέρβαση τοῦ παρόντος πρός τήν ἐρχόμενη Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά διά τοῦ παρόντος καί μέσα στό παρόν. Ὕστερα, ἡ Χριστιανική ἱεράρχηση τῶν πνευματικῶν ὑπεράνω τῶν ὑλικῶν γίνεται κατανοητή ὅταν λάβουμε ὑπ’ ὄψη ὅτι «πνευματικός» στή χριστιανική ὁρολογία δεν εἶναι λέξη ἰσότιμη μέ τό ἰδεαλιστικός, ἀλλά ἔχει τήν ἔννοια αὐτοῦ πού ἔχει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τά Χριστούγεννα εἶναι μήνυμα ἐναντίον κάθε γνωστικισμοῦ. Γιατί τά γνωστικά συστήματα ζητοῦν νά σώσουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου σ’ ἕνα ἄλλο κόσμο. Ὁ Χριστός ὅμως ἦρθε καί ἔσωσε καί θέωσε ὄχι μόνο τήν ψυχή, ἀλλά καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, ἐδῶ, σ’αυτό τόν κόσμο, καί στή συνέχεια στήν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό προσέλαβε τή σάρκα τοῦ ἀνθρώπου καί γι’ αὐτό πιστεύουμε στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων πρίν ἀπό τήν Κρίση· γιατί ὁ «ἄνθρωπος» δέν εἶναι μόνο ἡ ψυχή ἀλλά καί τό σῶμα του. Γι’ αὐτό καί θά κριθεῖ σάν ἑνιαία ψυχοσωματική ὀντότητα γιά ὅ,τι ἅγιο ἤ ἁμαρτωλό ἄχει κάνει. Ὁ Χριστιανός ἐπίσης ἔχει νά ἐκπληρώσει τήν ἀποστολή του σ’ αὐτό τόν κόσμο. Γιατί ὁ κόσμος αὐτός θά ὑπάρχει καί μετά τήν Δευτέρα Παρουσία· μεταμορφωμένος βέβαια: «Καινή γῆ καί καινός οὐρανός» (Β’ Πέτρ. γ΄’13). Ἡ μεταμόρφωση ὅμως ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ καί ἀπό τώρα. Ἡ ὁριστική κατάλυση τοῦ κράτους τοῦ Σατανᾶ θά ἐπιτευχθεῖ μέ τήν ἔλευση τῆς Δευτέρας Παρουσίας· ὁ περιορισμός του ὅμως εἶναι μέλημα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν νῦν αἰώνα.

 Ὅταν ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, στόν κόσμο ὑπῆρχαν δύο βασι­κές φιλοσοφίες: (α΄) ἡ τοῦ Στωϊκισμοῦ καί (β΄) ἡ τοῦ Γνωστικισμοῦ. Ὁ πρῶτος ἔλεγε: «Ὁ κόσμος, ὅπως τόν βλέπουμε, εἶναι καλός καί δέν χρειάζεται καμμιά ἀλλαγή. Δέν μένει στόν ἄνθρωπο παρά νά τόν ζήσει ὅπως τόν βρίσκει». Ὁ γνωστικισμός, ἀντίθετα, ἔλεγε: «Ὁ κόσμος πού ζοῦμε εἶναι ἀπόλυτα διεστραμμένος. Ἀλλά κάθε προσπάθεια γιά νά τόν ἀλλάξουμε εἶναι μάταιη. Γι’ αὐτό, τό μόνο πού μᾶς μένει εἶναι νά γνω­ρίζουμε τίς μαγικές μεθόδους πού θά μᾶς ὁδηγήσουν μέ ἀσφάλεια, μεταθανάτια, στή λύτρωση σ’ ἕνα ἄλλο κόσμο».

 Ἀπέναντι στά δυό αὐτά φιλοσοφικά ρεύματα, ὁ Κύριος τήρησε μιά ὁλότελα ριζοσπαστική στάση. Εἶπε συγκεκριμμένα: «ὁ κόσμος πού ζοῦμε εἶναι πράγματι διεστραμμένος. Ἀλλά ἡ λύτρωση δέν εἶναι ἄσχε­τη μ’ αὐτό τόν κόσμο. Ἀντίθετα, ἀρχίζει ἐδῶ καί τώρα,_καί συνεχίζεται καί ὁλοκληρώνεται στήν αἰωνιότητα». «Αὐτοί πού δέν εἶδαν τόν Χριστό σ’ αὐτή τήν ζωή, δέν θά τόν γνωρίσουν οὔτε στήν ἄλλη», λέγει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος. Οὔτε καί προσφέρεται στό Χριστιανισμό ἡ Λύτρωση σάν γνώση ἤ καί με τρόπο μαγικό, ἀλλά σάν δῶρο τῆς Θείας Χάρης σ’ αὐτούς πού ἀγωνιοῦν γιά τή σωτηρία τους καί κάνουν τόν ἀνάλογο ἀγώνα.

 Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι μήνυμα χαρᾶς. Ὁ Χριστός δέν μᾶς ἀφήνει νά λυγίσουμε μέσα στή θλίψη. Ἦλθε νά μείνει γιά πάντα μαζί μας. Κι ἄν ὅλοι μᾶς ἐγκαταλείψουν, στή μοναξιά μας δέν εἴμαστε μόνοι. Γι’ αὐτό ὁ ἁγιασμένος πιστός, ὅσο καί νά πειράζεται ἤ καί νά πονεῖ, δέν ἀπελπίζεται καί δέν ἔρχεται σέ ἀπόγνωση, γιατί ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα στήν πορεία τῆς ζωῆς του. Ὕστερα, ὁ Χρι­στιανός, δέν μπορεῖ νά ξεκουράζεται στήν πολυθρόνα γιατί ἀναπαύεται μονάχα στό Σταυρό, γιατί μόνο ἀπό τό Σταυρό μπορεῖ νά βλέπει νά ὑποθρώσκει τό φῶς τῆς Ἀνάστασης.

 Τά Χριστούγεννα εἶναι ἀκόμη μήνυμα ἐλευθερίας γιατί ὁ Θεός παίρ­νει μορφή δούλου γιά νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τοῦ Σατανᾶ, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου. Ἡ ἁμαρτία ἀπό Χριστιανική ἄποψη (μέ τό γκρέμισμα τοῦ μεσότοιχου πού χώριζε τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό καί πού ἐπιτεύχθηκε μέ τή Σάρκωση, τό σωτηριῶδες ἔργο, τή Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου) δέν εἶναι ἕνα ἀνέκκλητο βάρος, ὅπως ἦταν ἡ «μοίρα» στούς ἀρχαίους Ἕλληνες καί Ρωμαίους, ἀλλά μπορεῖ νά ἐπανορθωθεῖ μέ τήν προσφυγή στό Σωτήρα, προσφυγή τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά πραγματοποιήσει ἤ ὄχι. Ἄλλωστε, «ὅπου τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ καί ἡ ἐλευθερία» (Β΄Κορ. γ΄ 17).

 Τά Χριστούγεννα εἶναι, ἀκόμα, μήνυμα εἰρήνης. Ὄχι ὅμως εἰρήνης πού εἶναι καρπός τοῦ συμβιβασμοῦ καί τῆς προδοσίας τοῦ Θεανθρώ­που, ἀλλά εἰρήνης πού ἔρχεται μέ τή θανάτωση τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τοῦ «κόσμου» καί τῶν ἐπιθυμιῶν του. Διαφορετικά, «κρεῖσσον ἐπαινετός πόλεμος, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ». «Ἔστι γάρ καί κακή ὁμόνοια καί καλή διαφωνία», μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Συχνά ξεχνοῦμε «ἴσως γιατί ἔτσι μᾶς βολεύει καλύτερα» ὅτι εἶναι ὁ Κύριος πού εἶπε: «Μή νομίσατε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν · οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλά μάχαιραν» (Ματθ. ι΄ 34), καί προτιμοῦμε ἕνα «γλυκύν Ἰησοῦν» πού δίδασκε τό «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» σάν ἕνα κοινωνικό καθωσπρεπισμό ἐνῶ περιδιάβαζε στίς ρομαντικές ἀκρογιαλιές τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας, ἀπό τόν Κύριο τῆς Δόξης, τόν ἐρχόμενον ἵνα κρίνῃ τόν κόσμον ἐν δικαιοσύνῃ καί ἀληθείᾳ.

 Τά Χριστούγεννα εἶναι ἐπίσης μήνυμα εὐτυχίας. Γιατί ἡ εὐτυχία, ἀπό Χριστιανικῆς ἀπόψεως, σημαίνει νά ἔχεις μιά ἀποστολή στόν κόσμο. Καί μέσα στήν ἀποστολή βρίσκεις τή χαρά. Εὐτυχία δέν σημαίνει νά ζεῖς ὅμορφα, ἀλλά νά ἀγωνίζεσαι νά ὁμορφίζεις τόν κόσμο μέσα σου καί γύρω σου. Πρῶτα μέσα σου βέβαια κι ὕστερα γύρω σου. Γιατί, «ἄν δέν καθαρθεῖς, δέν μπορεῖς νά καθαρίσεις· κι ἄν δέν φωτιστεῖς, δέν μπορεῖς νά φωτίσεις» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Κι ὕστερα, εἶναι φανε­ρό πώς εἶναι ὑποκρισία νά θέλεις νά φωτίσεις τούς ἄλλους ἑνῶ ἐσύ εἶσαι σκοτισμένος· κι ἐπί πλέον ὅτι εἶναι ὑπεκφυγή τῶν εὐθυνῶν μας καί κατάφαση στόν ἐγωϊσμό μας νά βλέπουμε τό κακό στίς δομές, στή συγκρότηση τῆς κοινωνίας καί στους συνανθρώπους μας καί ποτέ στόν ἑαυτό μας. Ἔπειτα, ἡ εὐτυχία δέν εἶναι ξένη μέ τόν πόνο. Ὁ πόνος ἀνήκει στην ζωή. Οἱ Χριστιανοί δέν μποροῦν νά τόν ἀποφύγουν. Δια­φέρουν ὅμως ἀπό τόν τρόπο πού τόν ἀντιμετωπίζουν. Ὁ πόνος εἶναι λυτρωτικός γιά τόν πιστό γιατί τοῦ θυμίζει τά μέτρα του, τά ὅριά του, τίς ἀνάγκες του καί τό σκοπό γιά τόν ὁποῖο πλάστηκε. Ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη εἶναι πόνος. Γιατί εἶναι δόσιμο στό Θεό καί στόν ἀδελφό μας.

Τά Χριστούγεννα εἶναι μήνυμα ἀθανασίας. Μήνυμα ὅτι ὁ Θεός παρεμβαίνει στό χρόνο γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν φυλακή τοῦ χωροχρόνου. Ὁ πανταχού παρών καί αἰώνιος χωρεῖται στή μήτρα τῆς Παρθένου σέ δεδομένη χρονική στιγμή τῆς ἱστορίας, γιά νά μᾶς δώσει τή δυνατότητα προσωπικῆς σχέσης μαζί Του. Δίχως τό Θεό ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο προσδιοριζόμενο ἀπόλυτα ἀπό τό χρόνο καί δουλωμένο στόν τόπο, γίνεται μιά συγκεκριμμένη μονάδα παρα­γωγῆς καί μετρημένη διάρκεια κατανάλωσης. Ἡ ἀνθρώπινη ζωή γίνε­ται ὀκτάωρο, περιορισμένες χρονικές διαφυγές ψυχαγωγίας, ἐτήσιο εἰσόδημα καί ἐτήσιες δαπάνες, συντάξιμα χρόνια καί τελικά δυό ἡμερο­μηνίες: γέννησης καί ταφῆς. Ἀντίθετα, μέ τόν Χριστό, τό αἰώνιο μπῆκε στό χρόνο γιά νά μᾶς ἀνοίξει τήν πόρτα τής αἰωνιότητας· ἔτσι, χάρη σ’ Αὐτόν, ὁ χρόνος γίνετα εἰσαγωγή κι ὁ χῶρος προθάλαμος τῆς αἰωνιότητας.

Τά Χριστούγεννα, ἀκόμη, φέρνουν τό μήνυμα ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἄξενος γιά τόν Χριστό καί γιά ὅσους θέλησαν ἤ θά θελήσουν νά Τόν ἀκολουθήσουν. Ὁ Χριστός ἦρθε κι ἔφυγε ξένος ὄχι γιατί τό θέλησε νά ζήσει ἔτσι, ἀλλά γιατί ὁ κόσμος Τόν μίσησε καί στάθηκε ἄξενος ἀπέ­ναντι Του. Ἡ πορεία τοῦ Χριστοῦ στήν ἱστορία ἀρχίζει ἀπό τή φάτνη, ἑνός σταύλου (πού βρῆκε σάν μοναδικό κατάλυμα γιά νά γεννηθεῖ), καί τελειώνει μέ τό Σταυρό καί τό μνημεῖο τό κενό πού φύλαγε ἡ κουστω­δία Ἡ εὐτυχία, ὅπως τήν καταλαβαίνει ὁ κόσμος, εἶναι μιά μαζοχιστική ἡδονή στήν αὐτοκαταστροφή του, μιά ἡδονή στήν ἁμαρτωλότητα, γι’ αὐτό καί πολέμησε τόν Χριστό καί καταδιώκει τούς Ἁγίους Του. Γι’ αὐτό κι ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ νά μή συμβιβαζόμαστε μέ τόν κόσμο, ἄσχετα μέ τίς συνέπειες. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θέλει νά ἀπλωθεῖ σ’ αὐτό τόν κόσμο, ἀλλά δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά γίνει συμφυρμός τοῦ κόσμου μέ τόν Χριστό καί τούς μαθητάς Του.

 Δέν μπορεῖ τέλος, νά μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ πίστη στή Σάρκωση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τή σάρκωση τοῦ Λόγου στήν ὕπαρξή μας. Γιατί ἡ  Χριστιανική ἠθική (ὁ Χριστιανικός τρόπος ζωῆς), δέν εἶναι παρά ὁ ἀντικατοπτρισμός τοῦ δόγματος (δηλ. τῆς πίστης μας), στήν καθημερινή, προσωπική, οἰκογενειακή, σχολική, κοινωνική καί ἐθνική μας ζωή. Μέ ἄλλα λόγια, πρέπει νά ζήσουμε ὅπως ἔζησε ὁ Κύριος. Προσωπική βίωση τῆς Σάρκωσης. Ἡ ζωή καί ἡ ὕπαρξή μας νά μαρτυρᾶ ὅτι πιστεύουμε στήν ὕπαρξη καί στή Σάρκωση τοῦ Θείου Λόγου.

 Εὐχόμεθα πατρικῶς ὁ Θεός τῆς ταπείνωσης καί τῆς ἀγάπης, ὁ Θεός μας, να πλημμυρίσει καί τή δική μας ψηχή μέ θεϊκό ἔρωτα ὥστε νά βροῦμε τή δύναμη νά μετανοήσουμε, δηλαδή νά ἀλλάξουμε νοοτροπία, καί  νά ἑνωθοῦμε διά τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, τῶν ἁγίων μυστηρίων, τῆς λατρευτικῆς ζωῆς, καί τοῦ «χοράρχη τῶν ἀρετῶν» (Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς), τῆς προσευχῆς, μέ τόν Σαρκωθέντα καί Ἀναστάντα Χριστό καί Θεό μας.

 Εἴθε τά φετεινά Χριστούγεννα νά γίνουν γιά ὅλους μας ἀπαρχή μιᾶς τέτοιας μετάνοιας.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ! 

Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ