13 Μαΐου 2025

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

«Ἑορτάζουμε τήν ἑορτή αὐτή λόγω τῆς τιμῆς τῶν μεγάλων δύο ἑορτῶν, δηλαδή τοῦ Πάσχα καί τῆς Πεντηκοστῆς, ἐπειδή ἡ Μεσοπεντηκοστή ἑνώνει καί συνδέει καί τίς δύο. Ὡς ἑξῆς ἔχουν τά πράγματα: Μετά τό ὑπερφυές θαῦμα πού ἐνήργησε ὁ Χριστός στόν παράλυτο, οἱ Ἰουδαῖοι σκανδαλιζόμενοι δῆθεν χάριν τοῦ Σαββάτου (διότι Σάββατο έγινε τό θαῦμα), ζητοῦσαν νά τόν σκοτώσουν. Καταφεύγει λοιπόν στή Γαλιλαία καί ζώντας στά ἐκεῖ ὄρη πραγματοποιεῖ τό μεγάλο θαῦμα, κατά τό ὁποῖο μέ πέντε ἄρτους καί δύο ἰχθύες τρέφει πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρίς νά ληφθοῦν ὑπόψη οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Μετέπειτα, ὅταν ἔφτασε ἡ Σκηνοπηγία (μεγάλη κι αὐτή ἑορτή γιά τούς Ἰουδαίους), ἀνεβαίνει στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου κινεῖτο κρυφά. Περί τό μέσο τῆς ἑορτῆς, ἀνέβηκε στό ἱερό καί δίδασκε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ πάντες νά ἐκπλήττονται ἀπό τή διδασκαλία Του. Μέ φθόνο δέ ἔλεγαν γι’ Αὐτόν: Πῶς αὐτός γνωρίζει γράμματα ἐνῶ δέν τά ἔχει μάθει; Ὁ Χριστός βεβαίως ὡς ὁ νέος (δεύτερος) Ἀδάμ γνωρίζει (τά πάντα), ὅπως ἄλλωστε καί ὁ πρῶτος ἐκεῖνος (Ἀδάμ) πού ἦταν γεμᾶτος ἀπό κάθε σοφία, ἀλλά κι ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Γόγγυζαν λοιπόν ὅλοι καί ἡ διάθεσή τους ἦταν φονική γι’ Αὐτόν. Ὁ Χριστός ἀπό τήν ἄλλη ἐλέγχοντάς τους ὅτι δῆθεν μάχονται ὑπέρ τοῦ Σαββάτου τούς ἔλεγε: «Γιατί ζητᾶτε νά μέ σκοτώσετε;» Καί συνέχιζε σχετικά: «Ἄν ἀγωνίζεσθε γιά τόν Νόμο, γιατί τότε ὀργίζεσθε μέ ἐμένα; Ἐπειδή ἔκανα ὑγιῆ ὁλόκληρο ἄνθρωπο κατά τό Σάββατο, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Μωυσῆς νομοθετοῦσε νά καταλύετε αὐτό, στήν περίπτωση πού πρόκειται γιά περιτομή;» Ἀφοῦ τούς μίλησε λοιπόν ἀρκετά γιά τό θέμα αὐτό καί τούς φανέρωσε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Δοτήρας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί Ἴσος μέ τόν Θεό Πατέρα, δέχεται λιθοβολισμό ἀπό αὐτούς, ἰδιαιτέρως τήν τελευταία ἡμέρα, τήν πιό σημαντική, τῆς ἑορτῆς.Ἐννοεῖται ὅτι κανένας ἀπολύτως λίθος δέν Τόν ἄγγιξε, ὁπότε καί φεύγοντας ἀπό ἐκεῖ βρίσκει τόν ἐκ γενετῆς τυφλό, τόν ὁποῖο θεραπεύει δημιουργώντας του ὀφθαλμούς.

Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τρεῖς ἦσαν στούς Ἰουδαίους οἱ μεγαλύτερες ἑορτές. Πρώτη ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα, (ἡ ὁποία τελοῦνταν κατά τήν πρώτη τοῦ μήνα εἰς ἀνάμνηση τῆς διάβασης στήν Ἐρυθρά θάλασσα)∙ δεύτερη ἡ Πεντηκοστή, πού θύμιζε τή ζωή τους στήν ἔρημο μετά τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς (γιατί ἔζησαν στήν ἔρημο πενήντα ἡμέρες μέχρι νά λάβουν τόν Νόμο τοῦ Μωυσῆ). Κι ἀκόμη γιά νά τιμήσουν τόν ἀριθμό ἑπτά πού εἶχε μία ξεχωριστή σημασία γι’ αὐτούς∙ καί τρίτη ἑορτή, ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας, γιά νά τούς θυμίζει τή σκηνή πού εἶδε ὁ Μωυσῆς μέσα στή νεφέλη τοῦ Ὄρους Σινᾶ καί τήν ἔφτιαξε διά τοῦ ἀρχιτέκτονος Βεσελεήλ. Ἡ Σκηνοπηγία κρατοῦσε ἑπτά ἡμέρες καί τούς ὑπενθύμιζε ἐπίσης τή συγκομιδή τῶν καρπῶν καί τήν κατάπαυσή τους στήν ἔρημο. Τότε λοιπόν, ὅταν ἦταν σέ ἐξέλιξη ἡ συγκεκριμένη ἑορτή, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καί μέ μεγάλη φωνή φώναξε: «Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά μου καί νά πίνει».

Ἐπειδή λοιπόν μέ τή διδασκαλία αὐτή ὁ Χριστός ἀπέδειξε τόν ἑαυτό Του Μεσσία κι ὅτι Αὐτός ἔγινε μεσίτης καί συμφωνητής ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων μέ τόν αἰώνιο Πατέρα Του, γιά τόν λόγο αὐτόν ἑορτάζουμε τήν ἑορτή τή σημερινή καί τήν ὀνομάζουμε Μεσοπεντηκοστή. Δηλαδή δοξολογοῦμε κατ’ αὐτήν τόν Μεσσία Χριστό καί προβάλλουμε τήν ἀξία καί σημασία ξεχωριστά τῶν δύο μεγάλων δικῶν μας ἑορτῶν, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πεντηκοστῆς (ὡς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).

Χάριν τούτου μάλιστα νομίζουμε ὅτι ἑορτάζεται μετά τήν Πεντηκοστή καί ἡ ἑορτή τῆς Σαμαρείτιδος: κι ἐκείνη ἐξηγεῖ πολλά γιά τόν Μεσσία Χριστό καί ἀναφέρεται στό νερό καί στή δίψα, ὅπως καί ἐδῶ. Διότι στήν πραγματικότητα κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη προτάσσεται τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ Τυφλοῦ ἀπό τό γεγονός τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα».

Ἡ λίγο ξεχασμένη καί ὑποτιμημένη ἀπό τούς Χριστιανούς τῆς ἐποχῆς μας ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς (ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἐποχή τοῦ Βυζαντίου, ὅπου προβαλλόταν μέ ἐξαίσιο τρόπο, τόσο πού θεωρεῖτο ἡ ἑορτή τῆς αὐτοκρατορίας: μέ πομπή μεγάλη πήγαινε ὁ αὐτοκράτορας ἐνδεδυμένος τά «βασιλικά» του στόν Ναό τοῦ ἀγίου Μωκίου, ὅπου τόν περίμενε ὁ Πατριάρχης, προκειμένου νά συμμετάσχουν στήν πανηγυρική θεία Λειτουργία) ἔρχεται νά μᾶς προβάλει καίρια στοιχεῖα τῆς πίστεώς μας, τά ὁποῖα χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά χαρακτηριστοῦμε ὄντως χριστιανοί. Πέραν τοῦ τονισμοῦ τῆς σημασίας τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν πού συνδέει, τήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή, ἐξαγγέλλει μέ ἔντονο τρόπο τή θεότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὅμως κατανοεῖται στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος τήν ἔχει ἀποδεχθεῖ ὄχι θεωρητικά καί μακρόθεν, ἀλλά ὑπαρξιακά καί προσωπικά: δηλαδή ὅτι ὁ Κύριος ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος λειτουργεῖ πιά ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού σημαίνει ὅτι μετά Χριστόν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πιστός ἐννοεῖται, δέν μπορεῖ νά ζήσει, νά κινηθεῖ, νά μιλήσει, νά σκεφτεῖ χωρίς νά λάβει Ἐκεῖνον ὑπόψη Του. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ χριστιανός εἶναι (πρέπει νά εἶναι) ἕνας Χριστός μέσα στόν κόσμο καί τόν Χριστό (πρέπει νά) βλέπει στήν ὕπαρξή του κάθε ἄλλος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Πρόκειται γιά τήν ἀλήθεια γιά τήν ὁποία μαρτυρεῖ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὄχι μόνο ὁμολογεῖ ὅτι «ζεῖ ὁ Χριστός μέσα του» ὡς κέντρο τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὅτι κάθε χριστιανός συνιστᾶ «μία ἐπιστολή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, πού διαβάζεται ἔτσι ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους».

Οἱ ὑμνογράφοι τῆς ἐορτῆς, καί ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἀλλά καί ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης, διαρκῶς ἀναφέρονται σ’ αὐτήν τή διάσταση τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, διότι τονίζουν ὅ,τι τονίζει καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιο κατά τό συναξάρι: ὁ Κύριος φανερώνει τή μεσσιανικότητά Του, ἐλέγχει τούς Ἰουδαίους, καλεῖ ὅλον τόν κόσμο πού διψάει γιά ἀλήθεια νά ἔλθει κοντά Του, γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ πού ξεδιψάει τήν καρδιά καί σύνολη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπιλέγουμε σχεδόν τυχαῖα: «Καθώς βρισκόσουν στό μέσο τοῦ ἱεροῦ, ὅταν πλησίαζε κατά ἔνθεο τρόπο τό μέσο τῆς ἑορτῆς, φώναζες δυνατά: Ὅποιος διψάει, ἄς ἔρχεται κοντά Μου καί ἄς πίνει. Διότι αὐτός πού πίνει ἀπό τά θεῖα μου νάματα, θά δεῖ ὅτι θά ἀναβλύσουν ἀπό τήν καρδιά του ποταμοί τῶν δογμάτων μου. Κι ὅποιος πιστεύει σέ μένα πού στάλθηκα ἀπό τόν Θεό Πατέρα μου, θά δοξαστεῖ μαζί μέ μένα. Γι’ αὐτό σοῦ φωνάζουμε: Δόξα Σοι, Χριστέ ὁ Θεός, γιατί πρόσφερες τά νάματα τῆς φιλανθρωπίας Σου στούς δούλους Σου πλούσια» (κάθισμα ὄρθρου). Εἶναι τά ἴδια λόγια – τό σημειώνει τό συναξάρι – πού ἀπηύθυνε ὁ Κύριος καί στή Σαμαρείτιδα γυναίκα, ἡ ὁποία ἐπειδή ἦταν καλοπροαίρετη καί πίστεψε στόν Χριστό, μεταστράφηκε καί ἔγινε ὄχι ἁπλῶς μία καλή χριστιανή, ἀλλά ἡ ἰσαπόστολος μεγαλομάρτυς ἁγία Φωτεινή – τά λόγια τοῦ Κυρίου λειτούργησαν μέσα της καταλυτικά, ἀνατρέποντας ὁλόκληρη τήν προγενέστερη ζωή της.

Τό μόνο πού ἀπαιτεῖται βεβαίως εἶναι ἡ καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου: νά πιστέψει δηλαδή στόν Χριστό, ἀφήνοντας κατά μέρος «τό δικό του θέλημα», τόν δικό του ἐγωισμό. Γιατί ἀσφαλῶς αὐτό σημαίνει πίστη στόν Χριστό: Τόν παίρνω σοβαρά στή ζωή μου καί Τόν καθιστῶ μέ τή χάρη Του κέντρο τῆς ζωῆς μου. Ὁπότε τί Τοῦ προσφέρω; Τή βρομιά τῶν ἁμαρτιῶν μου, τό χέρσο τῆς καρδιᾶς μου, προκειμένου νά τήν πλημμυρίσει μέ τήν πηγή τῶν ὑδάτων τῆς διδασκαλίας Του καί μέ τά νάματα τῶν αἱμάτων Του, ὥστε νά καταστεῖ «καταγώγιον» δικό Του καί τῆς ἁγίου Του Πνεύματος. Ὁ οἶκος τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικός. «Τήν ψυχή μου πού ἔγινε χέρσα ἀπό τίς ἀνομίες τῶν πταισμάτων μου, κατάρδευσέ την μέ τίς ροές τῶν αἱμάτων Σου καί κάνε την καρποφόρο ἀπό ἀρετές. Γιατί ἐσύ εἶπες σέ ὅλους, πανάγιε Λόγε τοῦ Θεοῦ, νά προσέρχονται κοντά Σου καί νά ἀρύονται ὕδωρ ἀφθαρσίας, πού εἶναι τό ζωντανό νερό πού καθαρίζει τίς ἁμαρτίες ὅλων ὅσοι ὑμνοῦν τήν ἔνδοξη καί θεία Σου ἀνάσταση. Σ’ αὐτούς πού Σέ ἀναγνωρίζουν Θεό, ἀγαθέ Κύριε, παρέχεις τήν οὐράνια δύναμη τοῦ Πνεύματος πού ἦλθε ἀληθινά πάνω στούς μαθητές Σου. Διότι Ἐσύ εἶσαι ἡ πηγή τῆς ζωῆς μας». 

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΓΛΥΚΕΡΙΑ

«Ἡ ἁγία ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου καί τοῦ ἡγεμόνα Σαβίνου, στήν Τραϊανούπολη. Ὅταν θυσίαζε λοιπόν ὁ ἡγεμόνας στήν πόλη αὐτή, ἐκείνη, ἀφοῦ σχημάτισε στό μέτωπό της τόν τίμιο σταυρό, ἦλθε πρός τόν ἡγεμόνα λέγοντας ὅτι εἶναι χριστιανή καί δούλη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας τή συμβούλευε νά θυσιάσει στούς θεούς του, ἡ ἴδια μπῆκε μέσα στόν εἰδωλολατρικό ναό, προσευχήθηκε καί ἔριψε κάτω στή γῆ τό ἄγαλμα τοῦ Δία καί τό συνέτριψε. Οἱ εἰδωλολάτρες πού βρίσκονταν στόν ναό ἄρχισαν νά τήν πετροβολοῦν, ἀλλά οἱ πέτρες δέν τήν ἔφταναν. Τότε τήν κρέμασαν ἀπό τά μαλλιά καί τήν ἔγδερναν, κι ὕστερα τήν ἔριξαν στή φυλακή μέ τή διαταγή νά μή τῆς δίνουν νερό γιά πολλές ἡμέρες. Στή φυλακή δέχτηκε τροφή ἀπό ἄγγελο Κυρίου καί δέν ἔπαθε κανένα κακό, μέ ἀποτέλεσμα νά μείνει ἔκθαμβος ὁ ἡγεμόνας καί οἱ δικοί του, ἰδίως ὅταν βρῆκαν - ἐνῶ ἦταν καλά ἀσφαλισμένη ἡ φυλακή – πιάτο καί ἄρτους καί γάλα καί νερό. Ἔτσι τήν ἔριξαν μέσα σέ καμίνι φωτιᾶς, τό ὁποῖο ὅμως σβήστηκε, γιατί ἔπεσε ἐξ οὐρανοῦ νερό, ὁπότε ἡ ἁγία ἐξῆλθε ἀβλαβής. Τά βασανιστήρια συνεχίστηκαν: τῆς ἔγδαραν τό κεφάλι μέχρι τό μέτωπο, ἔχοντας τά χέρια καί τά πόδια της δεμένα. Τήν ξανάβαλαν στή φυλακή, ἀφοῦ προηγουμένως ἔστρωσαν τό δάπεδο μέ σκληρά λιθάρια. Ἐκεῖ πάλι Ἄγγελος Κυρίου τήν ἔλυσε ἀπό τά δεσμά της καί τῆς θεράπευσε τό κεφάλι,  κάνοντας τόν δεσμοφύλακα νά μείνει ἔκπληκτος τόσο πού ἀμέσως ὁμολόγησε πίστη στόν Χριστό καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. Ἡ μάρτυς τότε ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα καί στή συνέχεια ρίχτηκε στά ἄγρια θηρία, ἀπό τά ὁποῖα ἕνα τήν ἄγγιξε τόσο, ὥστε νά μή φανεῖ οὔτε πληγή οὔτε κανένας μώλωπας, παρά μόνον μία δαγκωματιά. Ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα στόν Θεό καί κατατέθηκε τό λείψανό της στήν Ἡράκλεια τῆς Θράκης».

Ἡ ἁγία Γλυκερία ἀνήκει στήν ὁμάδα τῶν μαρτύρων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπό σφοδρό πόθο γιά τόν Χριστό καί ἀπό γενναιότητα τέτοια πού ἐκπλήσσει κάθε ἀγγελικό καί ἀνθρώπινο νοῦ. Ἕνα ἀπό τά πολλά καί ἐξαίσια τροπάρια τῆς ἑορτῆς της μᾶς δίνει τό πνευματικό βάθος τοῦ μαρτυρίου της, πῶς ὁ Χριστός δηλαδή δέχτηκε τά μαρτύρια πού ὑπέστη καί τί Ἐκεῖνος τῆς παρέσχε ὡς ἀνταπόδομα. «Προσκομίζοντας τά αἵματα τοῦ μαρτυρίου σου στόν Χριστό σάν ἀρώματα καί μύρα, ἀθληφόρε, προσφέρθηκες σ’ Αὐτόν ὡς εὐωδία, πλημμυρίζοντας ὅλους τά ἰάματα» (ὠδή γ΄).

Μυροφόρο θεωρεῖ τήν ἁγία ὁ ἅγιος ὑμνογράφος· ὄχι γιατί προσφέρει στόν Χριστό αἰσθητά ἀρώματα καί μύρα, ἀλλά γιατί προσφέρει τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, πού εἶναι ὅ,τι πολυτιμότερο καί ἀξιοτίμητο ἐνώπιον Ἐκείνου. «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου», ζητάει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν πιστό ἄνθρωπο, ὅπως κι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος  ἔζησε τήν ἀπόλυτη πιστότητα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα, δίνοντας τή ζωή Του χάριν τῆς ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο πάνω στόν Σταυρό. «Ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ». Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ἁγία ὡς εὐωδία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί βρέθηκε ἀπολύτως συντονισμένη μέ τή ζωή τοῦ Κυρίου της, ὅπως ἀντιστοίχως δυστυχῶς ὡς δυσωδία καί βρομιά εἴμαστε ἐνώπιόν Του ὅταν βρισκόμαστε στόν δρόμο τῆς ἀνυπακοῆς μας πρός Αὐτόν. «Ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς παράνομος». Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί τῆς δόθηκαν ἀπό τόν Κύριο τά χαρίσματα τῶν ἰάσεων γιά κάθε ἄνθρωπο πού προστρέχει ἐν πίστει πρός αὐτήν, καί μάλιστα σέ βαθμό «πλημμύρας». «Πλημμυρεῖ τοῖς πᾶσι τά ἰάματα». Σάν τόν ἴδιο τόν Θεό μας, ὁ Ὁποῖος «οὐκ ἐκ μέτρου δίδωσι τό Πνεῦμα» Του.

Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος Γεώργιος ἐπιμελῶς διά πολλῶν ὕμνων ἐπιχειρεῖ νά ἑρμηνεύσει τή βραχώδη σταθερότητα τῆς μάρτυρος: τή βοηθοῦσε ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (ὠδή α΄)· εἶχε ὀχυρωμένο τόν νοῦ της μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό, πού τήν ἔκανε νά προσβλέπει μόνο στά νοούμενα καί νά περιφρονεῖ τά γεώδη καί ρέοντα (κάθισμα ὄρθρου)· εἶχε σταθερά προσηλωμένο τό βλέμμα μόνον πρός τον Χριστό πού κήρυττε (ὠδή δ΄)· εἶχε ὑπερνικήσει τά πάθη της καί τούς ἀόρατους δαίμονες μέ τούς ἀσκητικούς της ἀγῶνες (ὠδή δ΄). Μία εἰκόνα ὅμως ἀπό τήν ὠδή ε΄ νομίζουμε ὅτι ξεπερνᾶ σέ σύλληψη ὅλες τίς ἄλλες: «Δέχτηκες στή γαστέρα τῆς διάνοιάς σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἔτεκες τό πνεῦμα τῆς σωτήριας ὁμολογίας καί τοῦ μαρτυρίου». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή δεχθεῖ στόν νοῦ καί τή διάνοιά του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, εἶναι σάν νά κυοφορεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα του, πού σημαίνει ὅτι θά ἔλθει ἡ ὥρα νά γεννήσει, νά φανερώσει δηλαδή τήν πίστη του στόν Χριστό καί νά φτάσει καί στήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου τῆς ζωῆς του. Κανείς μέ ἄλλα λόγια δέν μπορεῖ νά γίνει μάρτυρας, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά κάτι τέτοιο, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει στήν ὕπαρξή του αἰσθητή τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἡμῖν ἐχαρίσθη», πού λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν».

ΜΑΝΑ, ΜΑΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑ, ΜΑΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

Μπορεί εκκλησιαστικά η εορτή της μητέρας να παραπέμπει στην Υπαπαντή του Κυρίου, όμως και η πρόκληση της δεύτερης Κυριακής του Μαῒου από πλευράς κοσμικής δεν πρέπει να παραθεωρηθεί – δίνει το έναυσμα για να μιλήσει κανείς και πάλι για ένα από τα ιερότερα πρόσωπα που υπάρχουν στον κόσμο. Άλλωστε πρόκειται για μία συνήθη τακτική της Εκκλησίας, κατά την οποία ένα κοσμικό γεγονός προσλαμβάνει από τη θεολογία αυτής ένα βάθος που διαφορετικά ποτέ δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί κανείς. Λοιπόν, η συγκεκριμένη ημέρα προβάλλει τη ΜΑΝΑ, το πρόσωπο στο οποίο οι πάντες, ανεξάρτητα από καταγωγή, φύλο, μόρφωση, κοινωνική θέση, ηλικία, υποκλίνονται – «Μάνα κράζει το παιδάκι, μάνα ο νιος και μάνα ο γέρος, μάνα ακούς σε κάθε μέρος, α! τι όνομα γλυκό!» όπως λέει και ο ποιητής. Και πράγματι: χιλιάδες ποιήματα, τραγούδια, λογοτεχνικά έργα, πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, σε όλον τον κόσμο, έχουν ως θέμα τους το μοναδικό αυτό πρόσωπο, μπροστά στο οποίο στέκεται κανείς με δέος και απέραντο σεβασμό. Γιατί; Διότι προφανώς κανένας δεν βρίσκεται πιο κοντά από τη Μάνα σ’ αυτό που αναδεικνύει το μυστήριο της ζωής!

Αλλ’ ακριβώς εδώ έχει λόγο η θεολογική ματιά της Εκκλησίας. Γιατί εκεί που ιερουργείται η ίδια η ζωή, στη μήτρα δηλαδή της γυναίκας, όπου συλλαμβάνεται μία νέα ύπαρξη για να αναπτυχθεί και να φτάσει στο σημείο να έλθει στον κόσμο ως καινούργιος άνθρωπος, εκεί υπάρχει η παρουσία της ενέργειας του Θεού μας. Πώς μπορεί να πιστέψει κανείς, αν θέλει να είναι έστω και επ’ ελάχιστον χριστιανός, ότι υφίσταται η ζωή ανεξάρτητα από Αυτόν που είναι η πηγής της; Ο Θεός είναι «ο Ων», το ίδιο το Είναι ως Εγώ πρόσωπο, γι’  αυτό και ο χορηγός του κάθε είναι. Η Γραφή με έναν λιτό αλλά και πολύ σαφή τρόπο το αποκαλύπτει: «Ο Θεός είναι Εκείνος που ανοίγει τη μήτρα της γυναίκας», που σημαίνει ότι βεβαίως κατά το θέλημα του Θεού έχουμε τη συνεύρεση του άντρα και της γυναίκας, μα χωρίς τη θεϊκή θέληση και ενέργεια, τα πράγματα θα παρέμεναν στέρφα. (Μόνο στην περίπτωση του ενανθρωπήσαντος Θεού μας έχουμε κάτι διαφορετικό: τη σύλληψή Του «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου», αλλά εκεί μιλάμε για μία απόλυτη εξαίρεση που συνιστά το μεγαλύτερο μυστήριο που παρουσιάστηκε στη γη∙ ο Θεός να φανερωθεί στον κόσμο ως άνθρωπος). Κάθε παιδί, από την άποψη αυτή, είναι το «ναι» του Θεού για τη συνέχεια της ανθρώπινης ζωής, είναι η επιβεβαίωσή Του ότι θέλει ο Ίδιος να «επαναλαμβάνεται», αφού κάθε άνθρωπος συνιστά μία εικόνα του Χριστού που έχει προοπτική να ομοιωθεί με Αυτόν. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε τον ερχομό κάθε ανθρώπου στον κόσμο ως κατεξοχήν χαρμόσυνο γεγονός -  «διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εν τω κόσμω» είπε. Και δικαίως: ως εικόνα Χριστού αποτελεί στην προοπτική του ένα μέλος της Βασιλείας Του, ένα μέλος δηλαδή του ίδιου του Σώματός Του, μία αύξηση και επέκταση της δικής Του χαράς. Όλα αυτά όμως δεν προβάλλουν και το μεγαλείο εκείνης μέσω της οποίας ιερουργείται όπως είπαμε η ζωή, της Μάνας!

Αλλά δεν μπορεί κανείς μιλώντας για τη Μάνα στη φυσική της διάσταση να μην κάνει λόγο και για τη Μεγάλη Μάνα, την ίδια την Παναγιά μας – Αυτή θεωρείται ο κατεξοχήν τύπος της Μητέρας. Κι όχι μόνο γιατί υπήρξε η Μάνα του Θεού ως ανθρώπου, πράγματι εντελώς Μοναδική σε όλους τους αιώνες, αλλά γιατί είναι η Μάνα και όλων των ανθρώπων: ενεργεία των χριστιανών γιατί αποτελούν μέλη του Υιού και Θεού της, του Ιησού Χριστού, δυνάμει και όλων των υπολοίπων, γιατί και αυτοί μπορούν να αποδεχτούν την κλήση Εκείνου και να μετάσχουν του μυστικού σώματός Του. Δεν είναι μία ευσεβής υπόθεση τούτο, αλλά ακριβής ομολογία του αποκαλυπτικού λόγου του Κυρίου πάνω στον Σταυρό. «Ιδού ο υιός σου» λέγει στη μητέρα Του δείχνοντας τον Ιωάννη∙ «ιδού η μήτηρ σου» λέγει στον μαθητή του Ιωάννη δείχνοντας τη Μάνα Του! Έκτοτε, πράγματι η Παναγία έγινε η Μάνα όλων μας, κυριολεκτικά «η πανύμνητη Μητέρα» μας, όπως το εξαγγέλλουμε με τον πανηγυρικότερο τρόπο στην ακολουθία των Χαιρετισμών της: «Ω, πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα των πάντων αγίων αγιώτατον Λόγον»!

Και μαζί βεβαίως με την Παναγία ως Μητέρα του Κυρίου και δική μας Μητέρα  είναι ευνόητο ότι η εορτή της Μητέρας μάς θέτει ενώπιον και της ίδιας της Εκκλησίας. Γιατί και η Εκκλησία τι άλλο μπορεί να θεωρηθεί παρά ως η Μάνα που γεννά τα παιδιά της στην αιώνια ζωή; Αυτό δεν είπε ο Κύριος; «Εάν κανείς δεν γεννηθεί εξ ύδατος και Πνεύματος δεν μπορεί να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού». Και μιλάμε για την πνευματική γέννηση του ανθρώπου, όταν εξέρχεται στη νέα του ζωή ως μέλος Χριστού από την «κοιλιά» της Εκκλησίας, την αγία κολυμβήθρα. Κι ακόμη περισσότερο: όταν εν Πνεύματι εκείνη δίνει τη δυνατότητα για διαρκή αναγέννησή του μέσα από την ανανέωση του βαπτίσματος με το μυστήριο της μετανοίας. Μία διαρκής κολυμβήθρα του Σιλωάμ είναι η Εκκλησία που αδιάκοπα μάς αρπάζει από την κατάντια και τη νέκρα της αμαρτίας και τον πονηρό διάβολο για να μας θέτει εσαεί νέους και ζωντανούς μπροστά στον Θεό. Γι’ αυτό και είναι τόσο αληθινός και παρηγορητικός ο πατερικός λόγος που εξαγγέλλει: «Δεν μπορείς να έχεις τον Θεό Πατέρα, αν δεν έχεις την Εκκλησία Μητέρα». Και δικαίως: χωρίς την αναγεννητική αύρα του Πνεύματος του Θεού που είναι η ψυχή της Εκκλησίας, πώς μπορεί κανείς να διανοίξει τα μάτια του και να δει τον Θεό ως Πατέρα και να κραυγάσει με την καρδιά του «αββά, ο Πατήρ»;  

12 Μαΐου 2025

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

«Ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἄνθρωπος κατέκειτο ἐν ἀσθενείᾳ∙ καί ἰδών σε Κύριε ἐβόα∙ Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με ἐν αὐτῷ∙ ἐν ᾧ δέ πορεύομαι, ἄλλος προλαμβάνει με, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, ἐγώ δέ ἀσθενῶν κατάκειμαι. Καί εὐθύς σπλαγχνισθείς ὁ Σωτήρ, λέγει πρός αὐτόν∙ Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τόν κράββατον καί περιπάτει.  Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται∙ πάντων ἡμῶν μνήσθητι, καί ἐλέησον Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος».

(Στην Προβατική κολυμβήθρα, βρισκόταν κατάκοιτος ένας άνθρωπος ασθενής. Κι όταν σε είδε, Κύριε, φώναζε δυνατά: Δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το ύδωρ να με βάλει μέσα σ’ αυτό. Την ώρα δε που πάω να μπω, άλλος με προλαβαίνει και παίρνει την ίαση, κι εγώ παραμένω ασθενής. Κι αμέσως τον σπλαγχνίστηκε ο Σωτήρ και του λέγει: Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για χάρη σου περιβλήθηκα σάρκα, και λέγεις δεν έχω άνθρωπο; Σήκωσε το κρεββάτι σου και περπάτα. Όλα σε σένα είναι δυνατά, όλα σε υπακούνε, όλα σου έχουν υποταχτεί. Θυμήσου μας όλους και ελέησέ μας, Άγιε, ως φιλάνθρωπος).

Ένα από τα πιο ωραία για τα νοήματά του τροπάρια της Κυριακής του Παραλύτου, που επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες Δευτέρα και Τρίτη,  είναι το παραπάνω δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού σε ήχο πλάγιο του α΄, ποίημα του υμνογράφου Κουμουλά. Ο υμνογράφος δεν αναλίσκεται στη λεπτομερειακή περιγραφή του θαύματος του Κυρίου, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο: δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την κολυμβήθρα Βηθεσδά που είχε πέντε στοές, δεν αναφέρει καν την ερώτηση του Κυρίου, όταν πλησίασε τον συγκεκριμένο ασθενή, αν θέλει να γίνει υγιής, δεν λέει ότι πρόκειται για παράλυτο άνθρωπο και μάλιστα επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο παράπονο του παραλύτου ότι δεν έχει κανένα γνωστό να τον βοηθήσει να λάβει την ίαση την ώρα που ταράσσονται τα ύδατα, κυρίως δε στη θεραπευτική θαυματουργική ενέργεια του Κυρίου, εμπλουτισμένη όμως με θεολογικά σχόλια που δεν υπάρχουν αλλά υπονοούνται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. 

 Είναι προφανές ότι ο υμνογράφος θέλει να προτάξει μέσα από το γεγονός της θεραπείας τη γενικότερη θέαση της σχέσης του Κυρίου Ιησού με κάθε άνθρωπο, ιδίως με τον πάσχοντα άνθρωπο, για να τονίσει αυτό που συνιστά τη σωτηρία πράγματι του ανθρώπου: την ενανθρώπηση του Θεού, την πραγματικότητα της σάρκωσής Του ως ανθρώπου («καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»), διά της οποίας ο Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος πια, έχει προσλάβει τον κάθε άνθρωπο μέσα Του και ο Ίδιος έχει γίνει η υπόθεση και η υπόσταση κυριολεκτικά της ζωής του. Τι άλλο μπορεί να εννοεί ο θεολόγος υμνογράφος όταν θέτει στο στόμα του Κυρίου τα «εννοούμενα»: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι», παρά το γεγονός ότι μετά τον ερχομό Του ο άνθρωπος δεν στέκεται πια στο ίδιο επίπεδο με τα προ της παρουσίας του Χριστού – ξένος και αλλοτριωμένος του Θεού – αλλά έχει γίνει ίδιος με τον Κύριο, ταυτισμένος με Αυτόν, τόσο που η θέα του Χριστού πρώτιστα πραγματοποιείται μέσα από τη θέα του κάθε ανθρώπου που έχει αποδεχτεί Εκείνον στη ζωή του; («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε»). 

Έχουμε την εντύπωση ότι τα μη ειπωμένα λόγια του Κυρίου παραπέμπουν στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου όταν ομολογεί: «Αυτό που τώρα ζω σωματικά, είναι η ζωή της πίστεως στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου» («Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»). Κι είναι τα παραπάνω λόγια του Κυρίου, όπως τα υποθέτει ο υμνογράφος, εκείνα που πρέπει ανά πάσα στιγμή να μας συνέχουν ως πιστούς: σε κάθε διάσταση της ζωής μας, καλή ή κακή, μακάρια ή δυστυχή, δυσκολεμένη ή όχι, να νιώθουμε ότι Αυτός που είναι αδιάκοπα κοντά μας, κυριολεκτικά μέσα μας (κι εμείς μέσα Του), είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Στον κάθε παράπονό μας ιδιαίτερα να ηχούν στα αυτιά μας τα τόσο παρήγορα και αληθινά λόγια Του: «Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για σένα κατέβηκα από τους Ουρανούς και περιβλήθηκα σάρκα, και λες ότι είσαι μόνος σου;» Ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί είμαστε μέλη Του, γιατί Τον έχουμε ντυθεί, γιατί ο καθένας μας αποτελεί τον κατεξοχήν αγαπημένο Του. 

Όπως το διατυπώνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Εγώ είμαι ο Πατέρας σου, εγώ ο αδερφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμά σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι που επιθυμείς, κοντά μου δε θα 'χεις ανάγκη τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω, γιατί ήρθα να υπηρετήσω και όχι να με υπηρετήσουν. Εγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος σου και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ για σένα, αρκεί να έχεις φιλικά αισθήματα απέναντι μου... Τι περισσότερο θέλεις;»

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

«Αὐτός ὁ μέγας καί θαυμαστός Ἐπιφάνιος καταγόταν από τή χώρα τῆς Φοινίκης, από τίς πλησιόχωρες περιοχές τῆς Ἐλευθερουπόλεως, καί οἱ γονεῖς του ἦσαν γεωργοί. Ἀνατράφηκε σέ μικρή οἰκία, τέτοια πού εἶχαν φτωχοί καί γεωργοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος δέ ἔλαμψε στήν κατά Θεόν ἀρετή καί ἔφτασε στό ἀκρότατο ὕψος τῆς εὐσεβοῦς καί θεάρεστης πολιτείας. Διότι ἐνῶ οἱ γονεῖς του παρέμειναν στή λατρεία καί στή σκιά τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί δέν μπόρεσαν νά δοῦν τό φῶς τῆς χάρης, ὁ ἴδιος ἔσπευσε πρός τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, παίρνοντας ὡς ἀφορμή κάτι θεωρούμενο μικρό.

Κάποιος λοιπόν Κλεόβιος τοῦ θεράπευσε τήν πληγή πού ὑπέστη στόν μηρό, ὅταν ἔπεσε ἄτακτα ἀπό τόν ὄνο πού καβαλίκευε – γιατί ὁ ὄνος ταράχτηκε ἀπό κάτι καί μάλιστα σκοτώθηκε - κι ἀπό τότε ἄρχισε νά ἔχει λογισμούς ἀμφιβολίας καί νά μή προσέχει ἰδιαίτερα στή δουλεία τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Νόμου. Ὕστερα δέ, καθώς συνάντησε κάποιο μοναχό Λουκιανό, τόν εἶδε τί ἔκανε ὅταν συνάντησε αὐτός ἕνα πτωχό πού τοῦ ζητοῦσε φαγητό: τοῦ ἔδωσε ὄχι μόνο φαγητό ἀλλά καί τό ἔνδυμα πού φοροῦσε. Καί τήν ἴδια ὥρα ντύθηκε ὁ Λουκιανός ἀπό τόν οὐρανό ἄλλο (λευκό) ἔνδυμα. Τά εἶδε αὐτά ὁ Ἐπιφάνιος καί προσῆλθε στή χριστιανική πίστη, δεχόμενος τό ἅγιο βάπτισμα ἀπό τόν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς.

Τά ὑπόλοιπα θαυμαστά πού ἔκανε στή ζωή του εἶναι πολύ δύσκολο νά τά διηγηθεῖ κανείς μέ συντομία. Αὐτό μόνο εἶναι ἀναγκαῖο νά ποῦμε, ὅτι δηλαδή ἀπό πολύ νέος στήν ἡλικία, ὅταν εἶχε πιστέψει πιά στόν Χριστό, ἀμέσως μόνασε μέ ὅσιο τρόπο καί ξεπέρασε στήν ἐγκράτεια καί στούς ἀσκητικούς κόπους ὅλους τούς ὑπολοίπους μοναχούς. Κι ὅταν ἔφτασε στό ἀνώτερο στάδιο τῆς ἀρχιερωσύνης, ἡ ζωή του ἦταν ἀντίστοιχη μέ ὅσα πρίν ὡς μοναχός ζοῦσε. Διότι στά προηγούμενα χρόνια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ζοῦσε ἀσκητικά ὅπως εἴπαμε, ἀλλά καί ἔκανε πολλά θαύματα καί θεράπευσε πολλούς ἀσθενεῖς. Στά μετέπειτα δέ χρόνια μετά τήν ἱερωσύνη, ἔκανε τά ἴδια, ἀλλά καί δίδασκε ὀρθά τή χριστιανική πίστη καί μόρφωνε ὅλους τούς χριστιανούς μέ τό πλῆθος τῶν συγγραμμάτων του, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου ἀντιμετώπισε πολλούς πειρασμούς ἀπό τούς κακόδοξους. Ἔζησε ἑκατόν δεκαπέντε ἔτη, ὅπως ὁ ἴδιος τό εἶπε στόν βασιλέα Ἀρκάδιο πού τόν ρώτησε, καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Κύριο, ὄχι ὅμως στόν οἰκεῖο του θρόνο, ὅπως τοῦ ἔγραψε ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐπειδή συναίνεσε κι αὐτός στήν ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ δέ Ἐπιφάνιος ἔγραψε καί ὁ ἴδιος ὡς ἀπάντηση: οὔτε κι ἐσύ θά φθάσεις νά δεῖς τόν τόπο στόν ὁποῖο στέλνεσαι ἐξορία. Τελεῖται δέ ἡ σύναξή του στόν ἁγιότατο ναό του πού βρίσκεται μέσα στόν ἅγιο Φιλήμονα».

Ὁ μέγας πατήρ καί ὑμνογράφος τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου ὅσιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ἐπικεντρώνει πολλαπλῶς τήν προσοχή μας στό πρῶτο κατ' αὐτόν στοιχεῖο πού πρέπει νά προσέξουμε: τή μεταστροφή τοῦ ἁγίου ἀπό τήν Ἰουδαϊκή πίστη στή χάρη τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Γιά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, ὁ Μωσαϊκός Νόμος λειτούργησε κατά τόν τρόπο πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ὡς “παιδαγωγός εἰς Χριστόν”. Δεν εἶχε δηλαδή κάλυμμα στόν νοῦ του ὁ Ἐπιφάνιος, ὅταν μελετοῦσε τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά ἔχοντας τήν ψυχή του ἀνοικτή εἶδε τό νόημα τοῦ Νόμου πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. Διότι μή ξεχνᾶμε ὅτι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως διδαχθήκαμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο, στόν Χριστό “στοχεύει”. Χωρίς τόν Χριστό παραμένει κλειστή καί ἀνερμήνευτη. «Ὅ,τι ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς καί οἱ προφῆται γιά μένα τό ἔγραψαν» ἀπεκάλυψε τό ἀψευδές στόμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας. «Ὁ Νόμος τοῦ γράμματος ἔγινε γιά σένα παιδαγωγός εἰς Χριστόν, Ἐπιφάνιε», ἀναφέρει ἤδη ἀπό τά πρῶτα ἑσπέρια τροπάριο ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, «γιατί σοῦ ἔδειξε τή χάρη τῆς θεογνωσίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ πού ἄστραψε (στήν καρδιά σου), χάρη πού προγραφόταν μυστικά καί λειτουργοῦσε ὡς τύπος μέ ἐντελῶς διάφανο τρόπο».

Τί ἦταν ἐκεῖνο πού ἔκανε τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο νά δεχθεῖ τή μεγάλη αὐτή χάρη τῆς μεταστροφῆς (ὅπως καί τῆς ἀδελφῆς του ἄλλωστε: ὠδή γ΄), κάτι πού δέν μπόρεσαν να δεχθοῦν οἱ γονεῖς του γιά παράδειγμα ἤ καί πολλοί ἄλλοι Ἰουδαῖοι; Τό ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Δαμασκηνός: ἦταν (πέραν τῆς εὐεργεσίας πού δέχτηκε ἀπό τόν Κλεόβιο, τόν “θεοειδῆ ἄνθρωπον”:ὠδή α΄ πού τόν θεράπευσε) ἡ ἁγνότητα τῆς ἀναζήτησής του, ὁ πόθος του καί ἡ ἀγάπη του γιά τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, πρῶτα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἔπειτα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Κι εἶναι τοῦτο μία μεγάλη ἀλήθεια που διαλαλεῖ πάντοτε ἡ χριστιανική πίστη: δέν ὑπάρχει περίπτωση νά βρεθεῖ ἄνθρωπος ὅπου γῆς, πού νά ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια, νά ποθεῖ τόν Θεό, ἔστω καί ἄγνωστό Του στήν ἀρχή, πού νά μήν καθοδηγηθεῖ ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό – μέσα ἀπό ἀνθρώπους Του τίς περισσότερες φορές – γιά νά Τόν συναντήσει καρδιακά καί πραγματικά. Ὅπως ὁ ἴδιος πάλι τό τόνισε: «Ὅποιος ἀγαπάει τήν ἀλήθεια, θά ἀκούσει τή φωνή Μου». «Καταλήφθηκες ἀπό τόν πόθο τοῦ θείου Νόμου, Πάτερ Ἐπιφάνιε, καί πρόκρινες τό δίκαιο ἀπό τό ἄδικο, γι' αὐτό καί μέσα ἀπό σύμβολα δέχτηκες τή σωτήρια πίστη τῆς ἁγίας Τριάδος» (ὠδή α΄).

Τήν πρόκριση αὐτή μάλιστα ὁ ὑμνογράφος τή θεωρεῖ ὡς τήν κατεξοχήν ἔξυπνη κίνηση τοῦ Ἐπιφανίου. Μπορεῖ δηλαδή νά ἦταν ὑποδουλωμένος στούς Μωσαϊκούς νόμους, ἀλλά τελικά ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔλαμψε μέσα του καί τόν ἔκανε μαθητή τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου. Λειτούργησε δηλαδή ὡς «ἀγχίνους», ὡς ἔξυπνος ἄνθρωπος, γιατί «βλέποντας ποῦ ὁδηγεῖ ἡ κάθε μία ἀπό τίς δύο Διαθῆκες ἦλθες ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία» (Δοξαστικό στιχηρών ἑσπερινοῦ). Κι αὐτό θά πεῖ κατ' ἐπέκταση: ἔξυπνος, μέ χριστιανικά κριτήρια, εἶναι ὄχι αὐτός πού ἁπλῶς ξέρει νά χρησιμοποιεῖ τό μυαλό του γιά τά ἐπίγεια πράγματα, ἀλλά αὐτός πού μπορεῖ νά διακρίνει τό αἰώνιο ἀπό τό πρόσκαιρο, αὐτό πού ὑποδουλώνει ἀπό αὐτό πού ἐλευθερώνει, κι αὐτό εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (βλ. καί ὠδή α΄).

Ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἀναλίσκεται στή φανέρωση τῶν θαυμασίων πού ἐπιτελοῦσε δι' αὐτοῦ ὁ Θεός: θαύματα καί ἰάσεις, ἀλλά καί μεταστροφές χαρισματικές λόγω τῆς διδασκαλίας του, βάση τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἁγία ἀσκητική ζωή του. «Ὁ ἔνθεος βίος πού συνέδραμε μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα σέ ἑτοίμασε νά ἐπιτελεῖς τά θαυμάσια καί νά ἐκδιώκεις τό θράσος τῶν δαιμόνων καί νά καταπαύεις τούς πόνους τῶν δύσκολων νοσημάτων μέ τίς προσευχές σου» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι αὐτός ὁ συνδυασμός τοῦ ἐνθέου βίου μέ τό ὀρθόδοξο φρόνημα εἶναι γιά τόν ἅγιο ποιητή ό,τι καθορίζει τόν διδάσκαλο τοῦ χριστιανισμοῦ. Δηλαδή δάσκαλος ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὅποιος γνωρίζει μ' ἕναν νοησιαρχικό ἴσως τρόπο τά δόγματα τῆς πίστεως – αὐτά μπορεῖ ἴσως νά τά “μάθει” κι ἕνας... ἄθεος! Ἀλλά αὐτός πού ὑποστηρίζει τή διδασκαλία μέ τήν ἔνθεη ζωή του. Αὐτό δέν ἀπεκάλυψε καί ὁ Κύριος; «Ὁ ποιήσας καί διδάξας μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν». «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, ἀλλά ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Καί σημειώνει τό ἑξῆς σημαντικό ὁ ἅγιος Δαμασκηνός: αὐτός ὁ διδάσκαλος διδάσκει ὄχι ἐξ ἑαυτοῦ, ἀλλά καθοδηγούμενος ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο – ὁ λόγος του φέρει τήν αὐθεντία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ! Στό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ σημειώνει: «Λόγω τῆς πνευματικῆς σου σοφίας, Ἐπιφάνιε μακάριε, φάνηκες διδάσκαλος τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Κι ἀφοῦ βρῆκες τόν Χριστό ὡς ὁδηγό σου, διέλυσες τίς σκέψεις καί τίς διδασκαλίες τῶν κακοδόξων αἱρετικῶν».

Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος χαρακτηρίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας (Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος) μέγας Πατέρας αὐτῆς. Τό ἀντιαιρετικό του ἰδίως ἔργο ὅπως εἴδαμε διέλυσε τίς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν καί στήριξε τήν Ἐκκλησία. Μένει ἀσχολίαστο ὅμως ἀπό τόν ἅγιο ὑμνογράφο τό “παράδοξο” γιά ἐμᾶς τούς κατοπινούς χριστιανούς γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος κατεδίκασε κι αὐτός τόν ἅγιο Χρυσόστομο: καί μέ τή δική του ὑπογραφή ἐξορίστηκε ὁ μέγας Πατέρας καί Οἰκουμενικός διδάσκαλος!

Καί οἱ δύο ἅγιοι. Καί οἱ δύο “ἀετοί” τῆς θεολογίας. Καί οἱ δύο Πατέρες. Γιατί καί πῶς αὐτό; Ίσως γιατί ἡ ἁγιότητα δέν προσμετρᾶται μέ συγκαιρινές ἀποφάσεις. Ἴσως γιατί σ' ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία λειτουργοῦν πολλές παράμετροι πού δέν μποροῦμε νά προσδιορίσουμε καί νά ἀποφύγουμε. Ἴσως γιατί καί ἕνας ἅγιος δέν εἶναι... τέλειος! Ὁ μεγάλος Πατρολόγος μακαριστός καθηγητής Στυλιανός (μοναχός Γεράσιμος) Παπαδόπουλος ἐπιλέγει στή διεισδυτική ἀναφορά του γιά τόν ἅγιο Ἐπιφάνιο: «Ἡ ἄκριτη συμπεριφορά τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου στόν ἀγώνα του κατά τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ὁδήγησε στήν καταδίκη τοῦ τελευταίου, πού ἦταν τότε ἡ μεγαλύτερη μορφή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὀρθόδοξος λοιπόν Ἐπιφάνιος, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά παρακολουθήσει τήν αὐξητική πορεία τῆς θεολογίας κι ἐπειδή κυριαρχήθηκε ἀπό ζηλωτισμό, ἀπέβη παραδοσιοκράτης καί γι' αὐτό πολέμιος τῶν μεταθανασιανῶν διαμορφωτῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς σκέψεως, δηλαδή τῶν Καππαδοκῶν καί τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ Ἐκκλησία ἐντούτοις παρέβλεψε τά σφάλματά του, τιμᾶ τό λοιπό ἀξιόλογο ἔργο του καί ἑορτάζει τή μνήμη του στις 12 Μαΐου» (Πατρολογία Β΄, Ἀθήνα 1990, σελ. 723).

Τό θέμα τελικά εἶναι πώς καί οἱ δύο ἅγιοι ἀπολαμβάνουν ἀγκαλιασμένοι μέσα στόν Χριστό τήν εὐλογημένη παρουσία Ἐκείνου, εὐχόμενοι ἀπό κοινοῦ γιά τή σωτηρία τή δική μας καί ὅλου τοῦ κόσμου. Κι αὐτό εἶναι τό σημαντικότερο! Γιατί ἀπό τό τέλος κρίνονται ὅλα! «Βασιλιά τῶν βασιλιάδων Ἅγιε, μοναρχική ἁγία Τριάδα, Σύ πού δεσπόζεις σέ ὅλα, δῶσε σ' αὐτούς πού Σέ ἀνυμνοῦν τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν καί χωρίς πειρασμούς τήν κατάσταση ὅλης τῆς ζωῆς τους, μέ τίς προσευχές τοῦ Ἐπιφανίου» (ὠδή θ΄).

07 Μαΐου 2025

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Τάς παλάμας Ἰησοῦ, προσηλώσας ἐν Σταυρῶ, τά ἔθνη πάντα ἐκ τῆς πλάνης συλλαβών, πρός ἐπίγνωσιν τήν σήν συνεκαλέσω, Σωτήρ» (γ΄ ωδή εορτής).

(Αφού άπλωσες καρφωμένες στον Σταυρό τις παλάμες, Ιησού, και συνέλαβες έτσι όλα τα έθνη (ώστε να βγουν) από την πλάνη, τα κάλεσες, Σωτήρα, να Σε γνωρίσουν και να Σε καταλάβουν).

Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο υμνογράφος του κανόνα της εορτής των Μυροφόρων, κινείται διαρκώς σε όλες τις ωδές σε ένα διπλό επίπεδο: αφενός αναφέρεται στον Σταυρό και την Ανάσταση του Κυρίου για να μιλήσει έπειτα για τις Μυροφόρες και τους Ιωσήφ Αριμαθαίας και Νικόδημο, αφετέρου η κάθε αναφορά στον Σταυρό και την Ανάσταση δεν αποτελεί «επίπεδη» και «αντικειμενική» προσέγγιση – δεν μένει μόνο στα γεγονότα που διαπιστώνουν οι σωματικές αισθήσεις – αλλά προβάλλει το θεολογικό βάθος και τη σημασία των γεγονότων. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το υπ’ όψιν τροπάριο.

Τι σημειώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτον, η Σταύρωση του Κυρίου είναι Πάθος «ἑκούσιον». Ενώ σταύρωσαν δηλαδή τον Κύριο οι Ρωμαίοι στρατιώτες και κάρφωσαν τις παλάμες Του στο ξύλο, συνεπώς εκείνοι έχουν την ευθύνη, όπως και ο Ρωμαίος ηγεμόνας που έδωσε την εντολή μαζί με τους Ιουδαίους αρχιερείς που τον πίεσαν, όμως κατά τον ποιητή «ο Κύριος άπλωσε καρφωμένες τις παλάμες Του στον Σταυρό». Ο υμνογράφος γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Κύριος ως Θεός «αφήνεται» στο έλεος των Ρωμαίων και των Εβραίων. Κι αυτό γιατί «ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν», έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας του κόσμου, προκειμένου διά του Σταυρού να έλθει η χαρά της λύτρωσης σε όλον τον κόσμο. Ήταν τέτοια η βλάβη και το τραύμα της αμαρτίας στον άνθρωπο, ώστε δεν αρκούσε η αποστολή των προφητών και το κήρυγμα της μετανοίας τους. Αν μπορούσε η ανθρωπότητα να θεραπευτεί με τον λόγο, προφορικό ή γραπτό, τότε δεν θα χρειαζόταν ίσως ο ερχομός του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο. Όμως ήλθε και φανέρωσε ότι και η ανθρωπότητα έπασχε σε βαθμό «νέκρωσης», και η αγάπη του Δημιουργού για το πλάσμα του ήταν άπειρη. «Ἑκούσιον» λοιπόν το Πάθος του Κυρίου, γεγονός που συγκλονίζει κάθε πιστό μόλις θελήσει λίγο να σταθεί και να στοχαστεί εν πίστει πάνω σ’ Αυτό.

Δεύτερον, τα απλωμένα και καρφωμένα χέρια του Κυρίου στον Σταυρό δεν είναι χέρια που μπορούν να μετρηθούν ανθρώπινα: δεν αγκαλιάζουν έναν ή δύο ανθρώπους – ό,τι μπορεί να περιλάβει στην αγκαλιά του ένας «φυσιολογικός» άνθρωπος! Αλλά είναι χέρια και είναι παλάμες που εκτείνονται σε πλάτος και βάθος ποιοτικό, δηλαδή αγκαλιάζουν και περικλείουν σύμπασα την ανθρωπότητα όλων των τόπων και όλων των χρόνων. Πάνω στον Σταυρό, επειδή ακριβώς πάσχει ο Δημιουργός ως άνθρωπος λόγω της ακατανόητης αγάπης Του, βρίσκεται και όλη η ανθρωπότητα απαρχής και όσο θα υπάρχει κόσμος -  ο κάθε άνθρωπος μπορεί να νιώσει τη θέρμη της αγκαλιάς Του, όταν μάλιστα Εκείνος έχει σβήσει και διαγράψει τις όποιες αμαρτίες του, παλιές, συγκαιρινές, μελλοντικές! Στον Σταυρό του Κυρίου με άλλα λόγια βλέπουμε εν πίστει τι σημαίνει αληθινή ενότητα: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, αὐτοί ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτοῖς».

Τρίτον, οι καρφωμένες παλάμες του Κυρίου λειτούργησαν ακριβώς ως το «άγκιστρο» για να συλληφθούμε από Εκείνον ώστε να βγούμε από την πλάνη της άγνοιας του Θεού και να οδηγηθούμε στην επίγνωσή Του, επίγνωση όπως είπαμε της ενότητάς μας μ’ Εκείνον και με όλους τους συνανθρώπους μας. Εν προκειμένω ο άγιος Ανδρέας μάς λέει εικονιστικά τον λόγο του Κυρίου για τον ίδιο τον Σταυρό Του: «κἀγώ ὅταν ὑψωθῶ ἀπό τῆς γῆς πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν». Ο Σταυρός του Κυρίου λειτούργησε και λειτουργεί πάντοτε δηλαδή ως θείος μαγνήτης που μαγνητίζει κάθε καλοπροαίρετη καρδιά που αναζητεί την αλήθεια. Ο Θεός μας δεν θέλησε διά της βίας και εξ ανάγκης να μας φέρει κοντά Του – η βία το μόνο που καταφέρνει είναι το «κούμπωμα» του ανθρώπου και η αποξένωσή του. Εκείνο που χρησιμοποίησε ο Θεός μας, γιατί Αυτό είναι η ζωή Του, είναι η αγάπη, τέτοια που μας προσέφερε τη ζωή Του για να ζήσουμε εμείς. Συνεπώς η θυσιαστική αγάπη συνιστά τον μαγνήτη κι αυτό που «ψαρεύει» τον κάθε άνθρωπο κάθε εποχής. Κι όταν ο Κύριος καλούσε τους μαθητές Του να γίνουν «ἁλιεῖς ἀνθρώπων» στην πραγματικότητα τους καλούσε να βρίσκονται πάντοτε σταυρωμένοι και με τη δική Του αγάπη για να μαρτυρούν την αλήθεια και οι άνθρωποι να ελκύονται προς αυτούς.

06 Μαΐου 2025

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΓΓΙΣΗ ΑΙΜΑΤΟΣ!

«Έλεγε ο Γέρων Μόδεστος ο Κερασιώτης: “Όταν προσεύχεσαι για κάποιον, αληθινά και με πόνο, του μεταγγίζεις αίμα και αισθάνεται αμέσως καλύτερα”» (Ιερομ. Φιλίππου, Γεροντικό της ερήμου του Άθω, Άγιον Όρος 2007,  σελ. 70).

Τη δύναμη της προσευχής προβάλλει ο σοφός και διακριτικός Γέρων της ερήμου του Αγίου Όρους Ιερομόναχος Μόδεστος, «ο πολύπειρος μοναχός, ο εμπειρικός θεολόγος, ο απλανής στη διδασκαλία της νοεράς καρδιακής εργασίας», κατά την εκτίμηση και όχι μόνο του σπουδαίου ιερομονάχου Φιλίππου του αγιορείτου που συνέγραψε το βαθύ όντως βιβλίο «Γεροντικό της ερήμου του Άθω». Κατά τον ίδιο συγγραφέα ο άγιος Γέρων «με όση ευκολία ζει την υπακοή στον Γέροντά του, με ανάλογη ευκολία αναφέρεται σε φιλοκαλικά, νηπτικά και δογματικά κείμενα των Αγίων Μυστικών Διδασκάλων», κι αυτό με λόγο «ήρεμο, γαλήνιο, χαρωπό, καλογερικό», αφού «ουδέποτε αργός ή σκληρός λόγος βγήκε από τα χείλη του». Είναι η εμπειρία και του ίδιου του π. Φιλίππου, ο οποίος, όταν άκουγε τον Γέροντα Μόδεστο, «ρουφούσε σαν διψασμένο σφουγγάρι τους λόγους του και ξεδίψαγε όπως η διψασμένη από την ξηρασία γη».

Για τη δύναμη λοιπόν της προσευχής μιλάει ο διακριτικός π. Μόδεστος, της προσευχής όμως που είναι αληθινή και γίνεται με πόνο, δηλαδή χαρακτηρίζεται από τη βαθιά πίστη στον Κύριο Ιησού Χριστό και από τη γνήσια αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Διότι μπορεί κανείς να προσεύχεται, όπως είναι τοις πάσι γνωστό, και να είναι η προσευχή του δαιμονικό κατασκεύασμα, καρπός του εγωισμού του και της εμπάθειάς του, κατά το πρότυπο της απορριφθείσας από τον Θεό προσευχής του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής του Κυρίου. Δεν δικαιώνει και δεν σώζει απλώς η στάση της προσευχής, αλλά η στάση της αληθινής προσευχής, όπως τη δίδαξε και την πρόβαλε ο Κύριος, όπως έκτοτε τη δίδαξαν και την πρόβαλαν οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Για την αληθινή και έμπονη λόγω αγάπης προσευχή λοιπόν κάνει λόγος ο άγιος Γέρων, γεγονός που θυμίζει και την περίπτωση του μεγάλου συγχρόνου οσίου Παϊσίου του αγιορείτου, ο οποίος όταν ήταν να προσευχηθεί για κάποιον ζητούσε να του πούνε κάτι για το πρόβλημά του, ώστε «να τον πονέσει» - προσευχή για τον όσιο χωρίς πόνο και αγάπη δεν είναι αληθινή προσευχή˙ εκπίπτει στη βαττολογία που είπε ο ίδιος ο Κύριος ή έστω λειτουργεί με άνευρο και όχι δυναμικό τρόπο.

Πού έγκειται η ιδιαιτερότητα του λόγου του Γέροντος Μοδέστου; Στο ότι χρησιμοποιεί το παράδειγμα της μετάγγισης αίματος για να δηλώσει τη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει ο προσευχόμενος σε κάποιον συνάνθρωπό του – με πρώτον βέβαια συνάνθρωπο, ας το σημειώσουμε, τον ίδιο τον… εαυτό του! Όπως όταν ένας αδύναμος άνθρωπος χρειάζεται κάποια ή κάποιες φιάλες αίματος για να μπορεί να ζήσει και να ξεπεράσει κάποιο σοβαρό πρόβλημά του, κατά τον ίδιο τρόπο και ο προσευχόμενος υπέρ άλλου του μεταγγίζει φιάλες… ζωής! Το δικό του αίμα γίνεται αίμα του άλλου, η ζωή του γίνεται ζωή και του άλλου. Και δεν πρόκειται για εικόνα κενή. Στον λόγο του Γέροντος διαπιστώνουμε την πιο βαθιά θεολογία της Εκκλησίας μας περί του Κυρίου Ιησού Χριστού, περί της Εκκλησίας, περί του ίδιου του εν Χριστώ ανθρώπου.

Διότι τι υπόκειται πίσω από τη διατύπωση αυτή του Γέροντος Μοδέστου; Η πίστη στον ερχομό του ενανθρωπήσαντος Θεού μας, ο Οποίος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, την καθάρισε, την εξαγίασε, τη θέωσε, γεγονός που βιώνεται έκτοτε μέσα στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Στην Εκκλησία ο άνθρωπος δεν γίνεται μέλος Χριστού και αλλήλων μέλος, που σημαίνει πως ό,τι γεύεται από τον Κύριο, διότι το θέλει και το επιδιώκει με τη χάρη Εκείνου, μεταγγίζεται χαρισματικά και στους άλλους, κατά το «είτε αγιάζεται ένα μέλος αγιάζονται και πάντα τα μέλη»; Διότι όλοι είμαστε λόγω ακριβώς του Κυρίου Ιησού Χριστού ένα σώμα που λειτουργούμε ενιαία από την παρουσία και την ενέργεια Εκείνου, δηλαδή όλου του Τριαδικού Θεού.

Προσεύχομαι λοιπόν αληθινά και με πόνο για κάποιον άλλον; Προσεύχομαι ουσιαστικά για ένα άλλο μέλος του Χριστού, (μέσα στο οποίο ίσως πρέπει να εντάξω και το δυνάμει μέλος Χριστού, τον αβάπτιστο), με το οποίο είμαι και εγώ οργανικά δεμένος. «Εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν». «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Οπότε η δική μου εν χάριτι ενέργεια «ωθεί» θετικά και τον συνάνθρωπό μου, εν Χριστώ βρίσκομαι και εγώ μέσα στον άλλον μεταφέροντάς του τη ζωή Εκείνου, ο Οποίος είναι και ο Μόνος που έχει και μεταγγίζει ζωή. Στο μεγαλειώδες αυτό όραμα ενότητας δεν μας έχει καλέσει ο Κύριος; «Εγώ, Πάτερ, εν Σοι και Συ εν εμοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν». Κι είναι τούτο η αδιάκοπη πραγματικότητα που ζούμε στην Εκκλησία μας, όπου οι άγιοί μας, με πρώτη την Παναγία Μητέρα μας, προσεύχονται για εμάς και η αγάπη τους μεταφέρει και μεταγγίζει την αγάπη και το φως και την ενέργεια του Τριαδικού Θεού μας, ώστε λίγο και εμείς να ορθοποδούμε από τη μόνιμη σχεδόν αδυναμία και την πνευματική και σωματική ασθένειά μας. Ο λόγος του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου μας το υπενθυμίζει άλλωστε διαρκώς: «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων όπως ιαθήτε» - μία εντολή του Πνεύματος του Θεού, που λέει ότι τούτο δεν ανήκει στο προαιρετικό της βούλησής μας, αλλά στην εν υπακοή αγάπη μας για να είμαστε όντως χριστιανοί.

Η ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ

«Χάριτι σοφισθεῖσα, Σοφία θεία, Σοφῶς ἤσκησας ἄρτι, ἐν τῇ Κλεισούρᾳ». (Έγινες σοφή από τη χάρη του Θεού, θεία Σοφία, γι’ αυτό και ασκήθηκες τώρα με σοφό τρόπο στην Κλεισούρα).

«Η Οσία και θεοφόρος Μητέρα μας Σοφία, η ρακένδυτη, αλλά πνευματοφόρα Ασκήτρια της Κλεισούρας, γεννήθηκε στην Άρδασσα του Πόντου το 1883. Αφού ακολούθησε τον δρόμο των προσφύγων μετά την επιδρομή των Αγαρηνών κατά της γενέτειράς της και τη στέρηση του συζύγου και του τέκνου της, ήλθε στην Αναρράχη της Εορδαίας. Πόθησε την ασκητική ζωή, γι’ αυτό και έφτιαξε το πρώτο ασκηταριό της στη Μονή του Αγίου Μάρκου Φλωρίνης, όπου παρέμεινε  για δύο χρόνια. Με την προτροπή όμως της Κυρίας Θεοτόκου εγκαταστάθηκε στο δικό Της Μοναστήρι που βρισκόταν στην Κλεισούρα της Καστοριάς, όπου και αγωνίστηκε θεοφιλώς για σαρανταεπτά ολόκληρα έτη. Χωρίς να έχει κρεβάτι να αναπαύει το χοϊκό σαρκίο της, υπέμεινε το ψύχος του χειμώνα, καθισμένη κοντά στην εστία της αυλής της Μονής, απέναντι από τη Μεσημβρινή θύρα του Καθολικού, ατενίζοντας την ιλαρή μορφή της Θεοτόκου από το υπέρθυρό της. Λιτοδίαιτη και ρακένδυτη και μερικές φορές προσποιούμενη τη σαλή, πέρασε τον δρόμο της ζωής της, ενώ ασχολούμενη αδιάλειπτα με την καρδιακή προσευχή έφτασε σε επίπεδα θέωσης. Έλκυσε πλούσια τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος και αξιώθηκε του διορατικού αλλά και ιαματικού χαρίσματος. Ευχάριστη και καταδεκτική πάντοτε υποδεχόταν τους επισκέπτες της Μονής διδάσκοντάς τους τη μετάνοια και τη χρηστοήθεια. Προείδε το τέλος της και κοιμήθηκε εν Κυρίω οσιακά την 6η Μαϊου 1974. Τα ιερά της λείψανα που ανακομίσθηκαν και ευωδίασαν βρίσκονται αποθησαυρισμένα στην Ιερά Μονή της Κλεισούρας, προσφέροντας στους πιστούς ιάματα. Κατετάγη στο αγιολόγιο της Εκκλησίας στις 4 Οκτωβρίου 2011».

Τι είναι εκείνο που έκανε μία απλή, απλούστατη γυναίκα, να ανέλθει στα νεώτερα χρόνια σε τόσο μεγάλη ύψη αγιότητας, ώστε με τα έκδηλα χαρίσματά της, την ευωδία των λειψάνων της, τη διόραση και θαυματουργία της, να ενταχθεί επισήμως στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας; Μήπως η παραπάνω και από  πολλούς μεγάλους ασκητές και ερημίτες σκληραγωγία και άσκησή της; Διότι και το συναξάρι και η ακολουθία της, ποίημα του γνωστού και σπουδαίου υμνογράφου Χαράλαμπου Μπούσια, τονίζουν πράγματι με πολλούς τρόπους τη μεγάλη άσκησή της που και μόνο να την ακούμε ή να τη διαβάζουμε λιποψυχούμε και δειλιάζουμε. Ήδη στο απολυτίκιό της σημειώνεται: «Ευαρέστησες τον Χριστό, πανσεβάσμια Σοφία, με την προσευχή, τη χαμευνία, τις πολλές στερήσεις, τις κακοπάθειες, τις νηστείες, τις αγρυπνίες».

Μήπως η άσκησή της στη σαλότητα, να προσποιείται δηλαδή την ανόητη και να λέει και να κάνει μερικές φορές μωρά και τρελά πράγματα;

Μήπως το γεγονός ότι άντεξε όχι μόνο τις κακουχίες, αλλά και την οδύνη της απώλειας του άνδρα της και του παιδιού της;

Ή μήπως το γεγονός ότι ευρισκόμενη στην Ιερά Μονή και έχοντας αποκτήσει φήμη πια αγίας έρχονταν οι πιστοί και τους νουθετούσε διδάσκοντάς τους την υπομονή και τις αρετές; «Πολλάν υπομονήν να εφτάτε!» ήταν η συνεχής προτροπή της.

Τίποτε από αυτά, ή μάλλον όλα αυτά, όταν ιδωθούν κάτω από το πρίσμα της εσωτερικής καρδιακής καταστάσεώς της: να είναι μέσα της ένας ναός του Θεού που ανέπεμπε αδιάκοπα δοξολογίες και ύμνους στον Κύριο και Θεό της. «Έκανες την καρδιά σου, θαυμαστή Σοφία, ευπρεπέστατο ναό του Θεού» (ωδή στ΄). Κι αυτό γιατί χωρίς τη θεώρησή της ως ναού του Θεού όλα τα παραπάνω μπορεί να «ηχήσουν» και μη χριστιανικά. Η σκληρή άσκηση για παράδειγμα: απαντάται, και σκληρότερη μάλιστα, και εκτός χριστιανισμού. Η σαλότητα: χωρίς τη βάση της αγίας ταπείνωσης, θεωρείται «εμπαιγμός διαβόλου». Η αντοχή στις κακουχίες και στην απώλεια αγαπημένων προσώπων: απαντάται ως υπομονή ακόμη και σε αθέους. Ή τέλος η νουθεσία των προσκυνητών: μπορεί να είναι έκφραση μίας κρυμμένης κενοδοξίας.

Λοιπόν, η αγία Σοφία ήταν ένας οίκος Κυρίου που τη λαμπρότητά του προβάλλει ο σεμνός υμνογράφος σε πολλούς ύμνους του, κυρίως όμως στο δοξαστικό του εσπερινού: «Έχοντας φόβο Θεού στην καρδιά σου, τον φόβο που δίνει αληθινή σοφία στους ανθρώπους, οδήγησες τα βήματά σου στην εκπλήρωση των θείων εντολών, Σοφία που είσαι σκεύος εκλογής του Θεού καθαρότατο. Διότι αφού αγάπησες πάνω από όλα τον Κύριο και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, κοπίαζες για χάρη ακριβώς του Κυρίου που έβλεπες νοερώς καθημερινά, ώστε να αρέσεις σ’ Αυτόν με τα λόγια και τις πράξεις. Κι αφού ευαρέστησες λοιπόν τον Θεό και τους ανθρώπους με την άσκησή σου και την παρηγοριά των λόγων σου, αξιώθηκες της αιώνιας χαράς των Ουρανών, την οποία αξίωσε να απολαύσουμε και εμείς που σε μακαρίζουμε».

Αν άγιασε η οσία Σοφία, η αμαθής στη μόρφωση των εγκοσμίων αλλά σοφότατη στα του Θεού, ήταν γιατί πίστεψε αληθινά στον Χριστό και προς Αυτόν στράφηκε ολοκληρωτικά με πόθο κι αγάπη. Κι αυτήν την αγάπη της στον Χριστό την εξέφρασε με τον μόνο τρόπο που λέει ο Κύριος: με την τήρηση των αγίων Του εντολών, δηλαδή κατεξοχήν με την ταπείνωση και την αγάπη προς τους συνανθρώπους της. Χωρίς καμία διακοπή μάλιστα: «καθημερινά έβλεπε τον Κύριο»! Η ίδια αλήθεια της αγιότητάς της μπορεί να εκφραστεί και με άλλον τρόπο: η Σοφία βρισκόταν πάντοτε σε ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Κυρίου, είχε δηλαδή με τη χάρη του Θεού αποκτήσει το φρόνημα Εκείνου, της Παναγίας και όλων των αγίων. Όπως μιλάει για το φρόνημα αυτό με μοναδικό τρόπο ο απόστολος Παύλος:  «Αυτό το φρόνημα να έχετε κι εσείς, όπως το βλέπουμε και στον Κύριο Ιησού Χριστό:  Θεός ων έγινε άνθρωπος και ταπείνωσε τον εαυτό Του με τη μέχρι σταυρικού θανάτου υπακοή Του» (Πρβλ. Φιλ. 2, 5-8). Ο σοφός υμνογράφος της αγίας υμνολογεί το ταπεινό φρόνημά της εξαίροντας την απόλυτη Αβραμιαίου τύπου υπακοή της:  «Σοφία πανύμνητε, που είσαι το λαμπρό πρότυπο της ταπείνωσης, εγκατέλειψες το Μοναστήρι του αγίου Μάρκου στη Φλώρινα, γιατί έσπευσες να εφαρμόσεις το πάνσεπτο πρόσταγμα της Κυρίας των Ουρανών, κι έτσι ήλθες στη ένδοξη μάνδρα της Κλεισούρας» (στιχ. εσπ.).

Σοφία της Κλεισούρας: η ανατροπή της κοσμικής λογικής και νοοτροπίας, η «ομόζηλη των μεγάλων οσίων γυναικών του παρελθόντος» (λιτή), η προέκταση του Εσταυρωμένου Κυρίου, η ισχυρή πρέσβειρά μας στους Ουρανούς.  

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ο ΕΝ ΤΩ ΟΡΕΙ ΔΟΜΒΟΥΣ ΑΣΚΗΣΑΣ

« ἅγιος μεταξύ τῶν ἁγίων καί διαπρεπής ὡς πρός τά θαύματά του ὅσιος Σεραφείμ γεννήθηκε το 1527 ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους σέ κάποιο χωριό τῆς ἐπαρχίας Λοκρίδας, πού ὀνομάζεται Ζέλι, ὅπου καί διδάχτηκε τά ἱερά γράμματαἘπειδή ἦταν καλῆς φύσεως ἄνθρωπος καί μελετοῦσε μέ ἐπιμέλεια τά ἱερά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τούς βίους τῶν ἁγίων, αἰσθανόταν μέσα στήν καρδιά του θεῖο ἔρωτα πρός τόν μοναχικό βίο καί, ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐγκατέλειψε τούς γονεῖς του καί τούς συγγενεῖς καί πορεύτηκε πρός εὕρεση τῆς ψυχικῆς του σωτηρίας πού ποθοῦσε. Ἀφοῦ γύρισε πολλούς τόπους, καί ἐρημικούς καί κατοικημένους, καί ἀγωνίστηκε μέ πολλούς ἀσκητικούς ἀγῶνες, λόγω τῶν ὁποίων ἔγινε ἄξιος νά λάβει ἀπό τόν Θεό καί τή χάρη νά ἐπιτελεῖ θαύματα, κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 6η Μαϊου 1602, στή Μονή πού φέρει τό ὄνομά του· τή Μονή αὐτήν ἔκτισε ὁ ἴδιος στή δυτική πλαγιά τοῦ Ἐλικῶνα, πού ὀνομάζεται Ντομποῦ ἤ Δοντοῦ, ὅπως καί ἀνήγειρε σ’ αὐτήν καί περικαλή σταυροπηγιακό ναό ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέχτηκε ἐκεῖ καί πολλούς ἐνάρετους μοναχούς πού ποθοῦσαν τήν ἔρημο καί ζητοῦσαν τήν ψυχική τους σωτηρία. Στή Μονή αὐτή, (στήν ὁποία ζώντας ἀκόμη ὁ ἅγιος Σεραφείμ δοξάστηκε ἀπό τόν Θεό μέ τή θαυματουργική χάρη Του κι ἐκεῖ ζοῦν ἀκόμη καί τώρα μοναχοί πού διαπρέπουν στήν ἀρετή καί στήν ὁσιότητα τοῦ βίου), φυλάσσονται σάν ἱερό κειμήλιο τά ἅγια λείψανά του - ἀποδεδειγμένα μέ πατριαρχικά σιγίλλια καί βεβαιωμένα μέ θαύματα -, τῶν ὁποίων τήν ἰαματική χάρη πολλοί ἀπό πολλά μέρη καθημερινά τήν  λαμβάνουν καθώς τήν ἐπικαλοῦνται πρός δόξα Θεοῦ πού δοξάζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ἁγίους Του».   

«Βλάστημα τῆς Ἑλλάδος» ὁ ὅσιος Σεραφείμ,  μᾶς συγκαλεῖ σήμερα στή μνήμη του καί μᾶς παραθέτει πνευματικό τραπέζι. Ποιά τά ἐδέσματα τοῦ τραπεζιοῦ αὐτοῦ; Οἱ ἀρετές του, ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁ Χριστός τόν Ὁποῖο προβάλλει μέ τόν πιό ξεκάθαρο καί διαφανή τρόπο. Πού σημαίνει: τόν πλησιάζουμε καί νιώθουμε τόν Χριστό νά μᾶς ἀγκαλιάζει, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς κατακλύζει, τό ἄρωμα τῶν ἀρετῶν του νά μᾶς «σπάει» τή μύτη! Ὁ ὅσιος ἦταν καί εἶναι ἕνας «γνήσιος φίλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ», ὅπως κατεξοχήν βεβαίως ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι καί ὅσιοι. Κι ὁ ὑμνογράφος του ἔρχεται, μεταξύ πολλῶν ἄλλων προβολέων πού ρίχνει προκειμένου νά ἀναδείξει τό σπουδαῖο μέγεθος τῆς ὁσιότητάς του, νά μᾶς πεῖ: «Πληγώθηκες στήν ψυχή ἀπό τόν θεϊκό πόθο καί φωτίστηκες στή διάνοια ἀπό τό φῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Πατέρα μας ὅσιε, ὁπότε σάν ἐλάφι διψασμένο, περιπολοῦσες στίς ἐρήμους καί βρῆκες τήν ἀείζωη πηγή. Γι’ αὐτό κι ἀφοῦ γέμισες ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τό νάμα τῆς ἐγκράτειας, ἀναβλύζεις χωρίς σταματημό ἀπό τή σορό τῶν λειψάνων σου πηγές θαυμάτων σ’ αὐτούς πού τά προσεγγίζουν μέ πίστη. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς μαζευόμαστε στήν ἁγία μνήμη σου πνευματικά καί λέμε·  μή σταματήσεις  νά προσεύχεσαι ὑπέρ ἡμῶν πρός τόν Κύριο γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας» (δοξαστικό στιχηρῶν ἑσπερινοῦ).

Τί ἐξαίσια ἡ εἰκόνα πού χρησιμοποιεῖ ὁ ὑμνογράφος γιά νά ἀποδώσει τό ποιόν τῆς ἁγιότητας τοῦ Σεραφείμ! Ὁ ἅγιος τρέχει σάν διψασμένο ἐλάφι – μία εἰκόνα πού παραπέμπει στά ἁγιογραφικά καί στά πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ψάχνει καί κυνηγάει νά βρεῖ τό πνευματικό νερό, τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ, γιατί γνώρισε αὐτήν τή χάρη, πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ του καί δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μέχρις ὅτου εὕρει τήν ἴδια τήν πηγή. Εἶναι γνωστή ἡ ἀλήθεια πώς μόνον ἐκεῖνος πού ἔχει δεχθεῖ τό βέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καί νά Τόν ἀναζητεῖ «ἄχρι θανάτου». Καί δέν ἡσυχάζει μέχρις ὅτου πράγματι Τόν συναντήσει πληρέστερα, κάτι πού αὐξάνει ἔτι πλέον τήν ἀναζήτησή Του. Τό νά βρεῖ κανείς τόν Χριστό σημαίνει ὅτι Τόν ἀναζητεῖ διαρκῶς (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης) – τί τέλος μπορεῖ νά ὑπάρξει στήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ! Ὁπότε ὁ ὅσιος Σεραφείμ, ἀφοῦ πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή καί φωτίστηκε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἤξερε ποιός εἶναι ὁ ἀδιάκοπος προσανατολισμός του! Εὑρισκόμενος ἔτσι στήν πορεία «ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων» γινόταν καί ὁ ἴδιος μία ἄλλη πηγή, πού προχεόταν ἐν ἀγάπῃ στόν κόσμο ὅλον, εἴτε στή ζωή αὐτή εἴτε καί μετά τήν ὁσία του κοίμηση. Γι’ αὐτό καί τόν παρακαλοῦμε κι ἐμεῖς νά μή μᾶς  ξεχνάει στίς δεήσεις του πρός τόν Κύριο, πού θά πεῖ βεβαίως νά μήν ξεχνᾶμε ἐμεῖς νά τόν ἐπικαλούμαστε, ἀφοῦ ἐκείνου ἡ ἀγάπη εἶναι δεδομένη γιά ἐμᾶς.

ΤΡΙΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Ἄρας ἐπί ὤμων Ἰωσήφ τόν ἐν δεξιᾷ τῇ πατρώᾳ, Υἱόν καθήμενον, μύρον τό ἀκένωτον μύροις ἐκήδευσας˙ τήν τοῦ κόσμου ἀνάστασιν προτέθεικας τάφῳ˙ τόν ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον λίθῳ συγκαλύπτεις ἀφράστως. Ὅθεν τούτου μέλπομεν ὕμνοις τά φωσφόρα πάθη καί τήν Ἔγερσιν» (απόστ. Όρθρου).

(Αφού σήκωσες στους ώμους, Ιωσήφ, τον Υιό που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, Τον κήδευσες με μύρα - Αυτόν που είναι το ακένωτο μύρο. Έθεσες σε τάφο Αυτόν που είναι η ανάσταση του κόσμου. Αυτόν που φέρει το φως ως ιμάτιο Τον καλύπτεις σιωπηλά με λίθο. Για τον λόγο αυτό αινούμε με ύμνους τα φωσφόρα πάθη και την Έγερσή Του).

Ο άγιος υμνογράφος, ίσως ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, έκθαμβος μπρος στο μυστήριο της αποκαθήλωσης του Κυρίου Ιησού Χριστού, μέτοχος του οποίου κατεξοχήν ήταν ο άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, μας καλεί να δοξολογήσουμε με ύμνους τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάστασή Του – γνωρίζει ότι με τον Σταυρό Του καταργήθηκε η αμαρτία και με την Ανάστασή Του καταπατήθηκε ο θάνατος και ο διάβολος. Τα μάτια του είναι διεσταλμένα από την πίστη του Κυρίου: δεν βλέπει μόνον ό,τι επιγείως διαδραματίζεται – τον Ιωσήφ που αίρει το νεκρό σώμα του Ιησού, που Τον κηδεύει με τα μύρα των μυροφόρων γυναικών, που Τον θέτει στον τάφο, που θέτει λίθο στη θύρα του μνημείου. Βλέπει διά της πίστεως (όραση είναι η πίστη, όπως την ορίζει ο απόστολος Παύλος: να βλέπεις πράγματα που δεν φαίνονται με τα μάτια τα αισθητά) τα πέραν της υλικής αίσθησης, το «βάθος» που συγκροτεί όμως τον αληθινό κόσμο. Γιατί είναι ο κόσμος του Θεού, ο αιώνιος κόσμος, ο Οποίος με τις άκτιστες ενέργειές Του έχει δημιουργήσει τον υλικό και πνευματικό κόσμο, τον διακρατεί αδιάκοπα στην ύπαρξη, τον κατευθύνει στον τελικό του προορισμό. Ζει ο άγιος ποιητής με τον τρόπο που λέει ο Κύριος και εξαγγέλλει ιδιαιτέρως ο απόστολος Παύλος: «οὐ σκοποῦμεν τά βλεπόμενα, ἀλλά τά μή βλεπόμενα. Τά γά βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα αἰώνια». Οπότε αντιστοίχως κινείται και η όραση του αγίου Ανδρέα: αίρει επί των ώμων του ο Ιωσήφ Εκείνον που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, κηδεύει με μύρα το νεκρό σώμα, το Οποίο όμως αποτελεί το ακένωτο μύρο ως Θεός χορηγός του Παναγίου μύρου αγίου Πνεύματος, θέτει σε τάφο την Ανάσταση του κόσμου, καλύπτει με λίθο Αυτόν που ως ιμάτιο έχει το φως.

Αλλά την όραση αυτή καλούμαστε να καλλιεργούμε πάντοτε κι εμείς ως χριστιανοί. Γιατί ναι μεν ζούμε μέσα στον κόσμο αυτόν που σφραγίζεται από τις υλικές αισθήσεις, αλλά με την πίστη μας μπορούμε να βλέπουμε όπως είπαμε τα πέραν αυτού: οι οφθαλμοί μας να είναι προσανατολισμένοι συνεχώς στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο – «οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός» κατά τον ψαλμωδό. Οπότε μπορούμε να επισημαίνουμε την παρουσία Του και στον εαυτό μας, τον χαρισματικό εαυτό μας ως μέλη Χριστού ενδεδυμένοι Εκείνον, στους συνανθρώπους μας που και εκείνοι αν είναι χριστιανοί είναι εξίσου μέλη Του ή αν δεν είναι φέρουν το φως Του που τους καθοδηγεί προς εύρεση της αλήθειας, σε όλη τη δημιουργία που είναι δική Του και διαλαλεί τη δόξα και την αγάπη Του – «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς». Καλούμαστε δηλαδή να ζούμε, για να χρησιμοποιήσουμε έκφραση του οσίου Σωφρονίου του Αθωνίτη, με μία «διπλή συνείδηση», η οποία μας δίνει τη δυνατότητα να παριστάμεθα βεβαίως ενώπιον του φυσικού κόσμου για να επιτελούμε όλες τις εργασίες και τα διακονήματά μας, αλλά ταυτόχρονα και ενώπιον του Κυρίου και του Τριαδικού Θεού μας. Κι είναι αυτή η κλήση αφενός εκείνο που προτρέπει να κάνουμε η Εκκλησία μας καθημερινά: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ἑσπέρᾳ, νυκτί ταύτη, ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς», αφετέρου εκείνο που νοηματίζει την κάθε στιγμή μας.

Βρισκόμαστε μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης του αληθινού χριστιανού, μπροστά στον άγιο που τον βλέπουμε και τον διαβάζουμε στα συναξάρια της Εκκλησίας μας, μπροστά σε μία κυριολεκτικά θεοφάνεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έτσι όρισε τον χριστιανό: «μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ».