Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΤΟΚΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΤΟΚΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

05 Απριλίου 2025

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΚΑΘΙΣΤΟΥ

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Σαββάτῳ τῆς πέμπτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζομεν τόν Ἀκάθιστον Ὕμνον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας».

Στίχοι: «Ὕμνοις ἀΰπνοις εὐχαρίστως ἡ Πόλις τήν ἐν μάχαις ἄγρυπνον ὑμνεῖ Προστάτιν» (Ευχαρίστως η Κωνσταντινούπολη υμνολογεί με άυπνους ύμνους την άγρυπνη στις μάχες Προστάτιδα Θεοτόκο).

Α. Η εορτή του Ακαθίστου καθιερώθηκε από την Εκκλησία μας, κατά το συναξάρι της ημέρας, λόγω των υπερφυών επεμβάσεων της Υπεραγίας Θεοτόκου – και επί αυτοκράτορος Ηρακλείου (πρώτες δεκαετίες 7ου αι.) όταν οι Άβαροι επιτέθηκαν στην αφύλακτη Βασιλεύουσα λόγω της απουσίας του αυτοκράτορος, και επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (τέλη 7ου αι.) όταν οι Αγαρηνοί τη φορά αυτή επιτέθηκαν και πάλι στην Πόλη – οπότε η θαυμαστή υπέροπλος δύναμή Της κατατρόπωσε τους εχθρούς και κράτησε ελεύθερο το κέντρο της αυτοκρατορίας. Προκειμένου λοιπόν να υπάρχει ανάμνηση των επεμβάσεων αυτών της Παναγίας και σ’ Εκείνην να αναγράφει τα νικητήρια η Πόλη ευχαριστώντας Αυτήν και τον Παντοκράτορα Κύριο και Θεό μας, καθιερώθηκε η συγκεκριμένη εορτή. Ακάθιστος δε ονομάστηκε  ο ευχαριστήριος ύμνος, διότι «ὀρθοστάδην» όλος ο λαός κατά τη νύκτα της νίκης ανέπεμψε τον ύμνο στην Μητέρα του Κυρίου. Και ποια άλλη αρχή μπορεί να υπάρξει των ευχαριστηρίων Της από ό,τι συνιστά την απαρχή της σωτηρίας δι’ Αυτής του ανθρωπίνου γένους: τον Ευαγγελισμό της;

Β. Το τροπάριο που συνοψίζει το γεγονός και τη θεολογία του Ευαγγελισμού είναι το κάθισμα που ακούγεται προ της ενάρξεως του Ακαθίστου Ύμνου.

«Τό προσταχθέν μυστικῶς λαβών ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσήφ σπουδῇ ἐπέστη ὁ Ἀσώματος λέγων τῇ Ἀπειρογάμῳ∙ Ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τούς Οὐρανούς χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν σοί∙ ὅν καί βλέπων ἐν μήτρᾳ σου, λαβόντα δούλου μορφήν ἐξίσταμαι κραυγάζειν σοι∙ Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».

(Ο αρχάγγελος Γαβριήλ αφού γνώρισε τη μυστική προσταγή του Κυρίου, έσπευσε να βρεθεί στον οίκο του Ιωσήφ του μνήστορος λέγοντας στην Παρθένο Κόρη Μαριάμ: Αυτός που κλίνει με την κατάβασή Του τους Ουρανούς χωρείται  χωρίς καμία αλλοίωσή Του ως προς τη θεϊκή Του φύση ολόκληρος μέσα σ’ εσένα. Και βλέποντας Αυτόν στη μήτρα σου να λαμβάνει μορφή δούλου (και να γίνεται άνθρωπος) φτάνω σε έκσταση που με κάνει να σου φωνάζω δυνατά: Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε).  

Ο θεολογικότατος ύμνος λοιπόν έχει ως κεντρικό πρόσωπο τον Ασώματο Αρχάγγελο Γαβριήλ και την περιγραφή της διακονίας που αναλαμβάνει από τον Παντοκράτορα Κύριο για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Και το πρώτο που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος είναι η απορία και η έκσταση στην οποία βρίσκεται ο λειτουργός του Κυρίου, διότι το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου ήταν κρυμμένο και από τους ίδιους τους αγγέλους – καμία κτιστή φύση, ούτε και των πιο υψηλά ισταμένων Αρχαγγέλων, δεν γνώριζε την απόφαση αγάπης του Δημιουργού: ήταν το «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον»! Κι αυτό το μυστήριο έπρεπε επιπλέον να διαφυλαχθεί άχρι καιρού «μυστικό». Η απορία του αρχιστρατήγου Γαβριήλ επιτείνεται και φτάνει στο απόλυτο βεβαίως από ό,τι του αποκαλύπτει ο Κύριος: όχι μόνον θα σώσει τον άνθρωπο, αλλά θα τον σώσει γινόμενος ο Ίδιος άνθρωπος, κι αυτό μέσα από μία μικρή κόρη σε μία εντελώς άσημη πολίχνη του Ισραήλ, τη Ναζαρέτ. Ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος Θεός περικλείεται και «χωρεῖται» στη μήτρα μίας μικρής κοπέλας, χωρίς να σταματά να είναι το ίδιο Θεός!

Ουδέποτε βεβαίως κτιστή διάνοια όπως είπαμε, αγγελική ή αρχαγγελική ή και ανθρώπινη ακόμη, θα μπορούσε να φανταστεί το σχέδιο αυτό του Θεού – εδώ στηρίζεται ας σημειώσουμε παρενθετικά και η έκπληξη του «Άδη» που δέχεται άνθρωπο όπως νομίζει, κατά την ανθρωπομορφική εποπτεία της υμνολογίας, και του αποκαλύπτεται Θεός! Γι’ αυτό και η θεία οικονομία χαρακτηρίζεται μυστήριο, όπως συμβαίνει σε κάθε επέμβαση ασφαλώς του Θεού, και μάλιστα «μέγα μυστήριον». Το σημειώνει έκθαμβος και ο απόστολος Παύλος: «Ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον∙ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Και σε άλλο σημείο, μιλώντας για τον Δημιουργό που ενανθρώπησε: «Ἐν Αὐτῷ (τῷ Χριστῷ) κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Και η εξήγηση βεβαίως που θα δώσει έπειτα ο ίδιος ο Κύριος ως άνθρωπος για την ακατανόητη αυτή ενέργειά Του είναι ότι ο Θεός είναι αγάπη. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον». Η άπειρη Αγάπη του Θεού ερμηνεύει όλα τα ακατανόητα, όπως γίνεται και σε ανθρώπινο πια επίπεδο: όπου υφίσταται αληθινή αγάπη, εκεί διανοίγεται και φωτίζεται ο νους ώστε να κατανοήσει όλα τα κεκρυμμένα!

Στα μάτια του Αρχαγγέλου η μικρή κόρη Μαριάμ εξέρχεται των φυσικών απλών ορίων. Μετέχοντας της ενέργειας του Θεού γίνεται και αυτή «άκτιστη», η ίδια γίνεται μυστήριο: έκτοτε θα είναι η «Κεχαριτωμένη», η «Νύμφη ἀνύμφευτος» - ποτέ πια δεν θα μπορεί να προσεγγιστεί διά της λογικής και των ανθρωπίνων ακριβώς δυνάμεων. Κάθε προσέγγισή της θα περιέχει ταυτοχρόνως και τη θεώρηση του Υιού και Θεού της, μία πραγματικότητα που και η ίδια η Παναγία σταδιακά θα κατανοεί, κυρίως δέ όταν κι αυτή θα λάβει το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής. Διότι κανείς χωρίς το Πνεύμα του Θεού δεν μπορεί να δει το φως του Θεού στην ύπαρξή του και οπουδήποτε αλλού. «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».

Κι εκείνο που μας συγκινεί και μας παραδειγματίζει ιδιαιτέρως στη διακονία του αγίου Γαβριήλ, τέλος, είναι η ανταπόκρισή του στο κέλευσμα του Δημιουργού του: παίρνει την εντολή και «σπουδῇ», με βιάση δηλαδή, βρίσκεται στον τόπο της αποστολής του. Ό,τι ο Κύριος στην προσευχή που μας δώρισε, το «Πάτερ ἡμῶν», αποκαλύπτει, αυτό και βλέπουμε έμπρακτα στο πρόσωπο του αρχαγγέλου. Τι λέει ο Κύριος: «γενηθήτω τό θέλημά Σου, ὡς ἐν Οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Το θέλημα του Θεού είναι αμέσως εκτελεστό από τους αγίους αγγέλους – «όλος ο ουρανός και όλοι οι άγιοι ένα θέλημα έχουν» όπως σημειώνει ο όσιος Σωφρόνιος, «εν αντιθέσει με εμάς τους ανθρώπους, που όλοι έχουν το δικό τους θέλημα» - όλοι οι άγγελοι λοιπόν έχουν ήδη κινηθεί και έχουν τεθεί σε ενέργεια, μόλις και μόνον νεύει προς αυτούς ο παντοδύναμος Κύριος. Κι αυτό γιατί; Γιατί και ο ίδιος ο Υιός και Λόγος του Θεού έτσι αποκαλύπτεται, ως ο απόλυτα υπήκοος στο θέλημα του Θεού Πατρός, γι’ αυτό και έκτοτε, με πρώτη την Παναγία, η υπακοή είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας ενός χριστιανού. Υπακοή ως ελεύθερη επιλογή πίστεως στον Κύριο και την Εκκλησία Του, που φανερώνει την αλήθεια της από τη γνήσια ταπείνωση και την άδολη αγάπη.

25 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Μετά την απόφαση του Ηρώδη να φονευτούν όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον ύπνο του Ιωσήφ λέγοντάς του: «Σήκω και πάρε το παιδί και τη Μητέρα Του και φύγε στην Αίγυπτο». Φεύγει λοιπόν για την Αίγυπτο η Θεοτόκος με το βρέφος και τον Ιωσήφ, για τους παρακάτω δύο λόγους: Πρώτον, για να εκπληρωθεί αυτό που είχε λεχθεί από τον προφήτη ότι «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου». Δεύτερον, για να κλείσει κάθε στόμα αιρετικών. Διότι αν δεν είχε φύγει, θα συλλαμβανόταν το βρέφος. Κι αν μεν φονευόταν, θα εμποδιζόταν η σωτηρία των ανθρώπων. Αν δε δεν φονευόταν, ή με ξίφος ή με άλλη τιμωρία, προκειμένου να εκπληρωνόταν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία, θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς ότι ήλθε κατά φαντασία και δεν έγινε αληθινά πραγματικός άνθρωπος. Διότι αν ήταν αληθινός άνθρωπος, θα σφαζόταν από το σπαθί του τυράννου, κάτι που και  χωρίς να υπάρχει πρόφαση, τόλμησαν οι άθεοι αιρετικοί να το πουν, ότι δηλαδή γεννήθηκε κατά φαντασία. Γι’ αυτό λοιπόν φεύγει στην Αίγυπτο, και για να συντρίψει τα εκεί είδωλα και για να σώσει όλη την οικουμένη κατά τον καιρό της σωτήριας Σταύρωσης».

Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου θα πρέπει καταρχάς να θυμίσουμε ότι στοιχεί στην παράδοση της Εκκλησίας, να εορτάζεται μετά από ένα μεγάλο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου, το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε σ’ αυτό. Έτσι μετά τη Γέννηση του Κυρίου έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου, Εκείνης που έγινε η «γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός», όπως και μετά τη Βάπτισή Του έχουμε τη Σύναξη του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι το ίδιο το γεγονός, η καθαυτό εορτή, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πρωταγωνιστούν πρόσωπο, με άλλα λόγια η εκάστοτε Σύναξη αποτελεί την προέκταση της εορτής, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας το ίδιο νόημά της, σε μεγάλο βαθμό δε και τους ίδιους τους ύμνους της.

Η Σύναξη της Θεοτόκου λοιπόν τονίζει και πάλι τη Γέννηση του Κυρίου, με ιδιαίτερη επιμονή  στην πραγματικότητα της Σάρκωσής Του. Το στοιχείο αυτό ίσως δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό σήμερα, μετά από τόσους αιώνες εξαγγελίας και βίωσης από την Εκκλησία της θεολογικής σημασίας της. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αιώνες όμως ήταν ό,τι πιο καίριο και σημαντικό, δεδομένου ότι αμφισβητείτο από αιρετικούς η πραγματικότητα της ενσάρκωσης, οι οποίοι «έφριτταν» στη σκέψη ότι ο Θεός πήρε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, προσέλαβε δηλαδή την ύλη του κόσμου τούτου. Τι κρυβόταν πίσω από την άρνησή τους αυτή; Η πεποίθηση ότι ο κόσμος αυτός είναι κόσμος κακός, δημιούργημα άλλου, μη καλού Θεού, συνεπώς φανέρωναν τον μη χριστιανικό προβληματισμό τους, μάλλον την με επίφαση του χριστιανισμού δήλωση των ανατολίτικων δυαλιστικών περί Θεού δοξασιών τους. Θέλουμε να πούμε ότι οι αιρετικοί αυτοί στην πραγματικότητα ήταν οπαδοί του ιρανικού λεγόμενου παρσισμού, κατά τον οποίο υπάρχουν δύο θεοί, ο θεός του καλού και ο θεός του κακού, ο οποίος θεός του κακού είναι και ο δημιουργός του κόσμου. Πώς λοιπόν η κακή ύλη του κακού θεού  μπορούσε να προσληφθεί από τον καλό Θεό, που ερχόταν να σώσει την ψυχή – όχι ασφαλώς και το σώμα – του ανθρώπου;

Η Εκκλησία μας λοιπόν αντέδρασε σθεναρά, διότι τυχόν επικράτηση αυτών των αντιλήψεων (κατά δόκηση ή φαντασία εμφάνιση του Υιού του Θεού) θα σήμαινε πλήρη διαστροφή της αλήθειας της και άρνηση του πραγματικού Χριστού. Με ένταση λοιπόν τόνισε ότι ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, έλαβε πραγματική και όχι κατά φαντασία την ανθρώπινη φύση, το σώμα και την ψυχή, ώστε ενσωματώνοντάς τα στον Εαυτό Του να σώσει τον άνθρωπο και δι’ αυτού και όλη τη δημιουργία. Και αιτία γι’ αυτό βεβαίως ήταν το γεγονός ότι ο κόσμος όλος, η ύλη και το σώμα του ανθρώπου, αποτελούν δημιουργήματα του ενός Θεού, του φύσει αγαθού Θεού, που είναι και ο Δημιουργός βεβαίως του κόσμου. Ήταν τόσο σημαντική η αλήθεια αυτή, ώστε ήδη από την Καινή Διαθήκη ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος βλέπουμε  να τονίζει ότι από την αποδοχή ή όχι της αληθινότητας της σάρκωσης του Θεού φανερώνεται κανείς ως χριστιανός ή όχι. «Πας ος μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι», και «πας ος ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι». Πάνω στην αλήθεια αυτή δηλαδή κρινόταν η αλήθεια από την αίρεση. Κι αυτό τονίζει ιδιαιτέρως σήμερα η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, που προεκτείνει, όπως είπαμε, τη Γέννηση του Κυρίου. «Αυτό που ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού το κράτησε, δηλαδή ότι είναι Θεός αληθινός, και αυτό που δεν ήταν το προσέλαβε κι έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία». Ο προβληματισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου στον οίκο του κοντακίου της σημερινής εορτής το διακηρύσσει επίσης έντονα: «Βλέποντας τη σφραγίδα της παρθενίας μου να μένει χωρίς να χαλάσει, σε κηρύσσω αληθινό Λόγο του Θεού, που πήρες την ανθρώπινη σάρκα».

Και βεβαίως η σημερινή εορτή της Σύναξης υπενθυμίζει πάλι ότι μπροστά στο πανθαύμαστο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου, όλη η δημιουργία ανταποκρίνεται με ευχαριστία, προσφέροντας τα δώρα της, το καλύτερο όμως όλων των δώρων ήταν του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ακριβώς πρόσφερε ό,τι ωραιότερο και ανώτερο μπορούσε ποτέ να φανεί ως κτίση: την Παναγία Παρθένο. «Καθένα από τα δημιουργήματά Σου, Κύριε, σου προσφέρει την ευχαριστία του: οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί το αστέρι, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες τον θαυμασμό τους, η γη το σπήλαιο, η έρημος τη φάτνη, εμείς όμως Μητέρα Παρθένο». Μη ξεχνάμε: η Παναγία είναι ο εκπρόσωπός μας στον Ουρανό, Εκείνη που έδωσε το αίμα και τη σάρκα της προκειμένου να γίνει άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός, συνιστά την «αξιοπρέπειά» μας, αποτελεί πάντοτε την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Προς χάρη Της η όποια προσευχή μας γίνεται εισακουστή από τον Θεό, αφού Εκείνος θέλησε να γίνει σαν κι εμάς μέσα από Εκείνην.

08 Δεκεμβρίου 2024

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ, ΜΗΤΡΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, θέλοντας να ετοιμάσει για τον Εαυτό Του έμψυχο και άγιο οίκο για κατοικία Του, απέστειλε τον άγγελο Αυτού προς τους Δικαίους Ιωακείμ και Άννα (από τους οποίους θέλησε να προέλθει η κατά σάρκα μητέρα Του) και προμήνυσε τη σύλληψη της άγονης και στείρας Άννας, για να καταστήσει βέβαιη τη γέννηση της Παρθένου. Γι’  αυτό και συνελήφθη η αγία Παρθένος Μαρία και γεννήθηκε, όχι όπως μερικοί λένε, επτά μηνών ή χωρίς άνδρα, αλλά γεννήθηκε σε εννέα τέλειους μήνες, όπως και από υπόσχεση μεν Θεού, από συνάφεια όμως και σπορά άνδρα. Διότι μόνος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός γεννήθηκε από την αγία Παρθένο Μαρία απορρήτως και ανερμηνεύτως, καθώς γνωρίζει μόνος Εκείνος, χωρίς των θελημάτων της σαρκός, και ενώ είναι τέλειος Θεός προσέλαβε όλη την τελειότητα της κατά σάρκα οικονομίας Του, όπως δημιούργησε και έπλασε τη φύση των ανθρώπων από την αρχή. 

Αυτήν λοιπόν την ημέρα πανηγυρίζουμε, διότι υπενθυμίζει τους χρησμούς που δόθηκαν από άγγελο, ο οποίος ευαγγελίστηκε την αγία  σύλληψη της αγνής Θεομήτορος. Αυτούς τους χρησμούς εκπληρώνοντας ο Θεός που δημιούργησε  τα σύμπαντα εκ του μηδενός, διέγειρε τη στείρα κοιλιά για να καρποφορήσει. Και έκανε παιδοτόκο μητέρα κατά παράδοξο τρόπο αυτήν που έφτασε σε βαθειά γεράματα  χωρίς παιδιά, δίνοντάς της τη χάρη αυτή σαν άξιο τέλος της δίκαιης αίτησης των Δικαίων. Από αυτό το δώρο του Θεού σε αυτούς, δηλαδή την Παναγία, έμελλε ο Ίδιος  να γεννηθεί ως ενσαρκωθείς Θεός -  καθώς ευδόκησε οι σώφρονες αυτοί να την γεννήσουν, αυτήν δηλαδή που προορίστηκε και εκλέχτηκε από όλες τις γενιές.  Τελείται δε αυτή η Σύναξη στον σεβάσμιο οίκο της Θεοτόκου, που βρίσκεται στα Ευόρανα, πλησίον της αγιωτάτης Εκκλησίας».

Το πρώτο που τονίζει η ακολουθία της εορτής είναι το γεγονός ότι η σύλληψη και η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι θέμα μόνον των γονιών του. Πολλά ζευγάρια, και μάλιστα χωρίς να έχουν ιδιαίτερο ιατρικό πρόβλημα, αδυνατούν να τεκνοποιήσουν, με αποτέλεσμα να θλίβονται, να αγχώνονται, να προσπαθούν να εξεύρουν διάφορες λύσεις προς υπέρβασή του. Για την πίστη της Εκκλησίας μας, η σύλληψη και η γέννηση είναι θέμα συνεργασίας του ζεύγους και της ίδιας της ενέργειας του Θεού. «Ο Θεός διανοίγει την μήτραν της γυναικός» μας διδάσκει ο λόγος του Θεού, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ως ζεύγος προσφέρει τον εαυτό του και ο Θεός ενεργοποιεί και μεταποιεί την προσφορά αυτή, ώστε να υπάρξει η καρποφορία. Δεν έχει σημασία αν έχει επίγνωση αυτής της πραγματικότητας τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος. Η ενέργεια του Θεού λειτουργεί, έστω και κατά τρόπο ανεπίγνωστο από πολλούς, όπως αντιστοίχως συμβαίνει και με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και του κάθε όντος επί γης, που η ενέργεια του Θεού τα φέρνει σε φως και τα διακρατεί, είτε υπάρχει η πίστη σ’ Αυτόν είτε όχι. «Ο Θεός δίνει σε όλους και όλα ζωή και πνοή και τα πάντα», κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο.

Η ατεκνία λοιπόν ενός ζεύγους εξαρτάται και από το θέλημα του Θεού, που σημαίνει λειτουργεί εν προκειμένω κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο του Ίδιου, το οποίο συνήθως το ζεύγος αδυνατεί να το κατανοήσει παρά μόνον μετά από μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Η επίγνωση όμως της συνέργειας αυτής, Θεού και ανθρώπου, για ένα τόσο μεγάλο έργο: τον ερχομό στον κόσμο ενός παιδιού, μπορεί να ενεργοποιήσει την προσευχή του ανθρώπου, την εκζήτηση από Αυτόν της χάρης Του, ώστε να «μεταβάλει» ακόμη και αυτό το σχέδιό Του. Και πράγματι, όχι λίγες φορές, ο Θεός μεταστρέφεται, υπακούοντας στο αίτημα των ανθρώπων, και δίνει τη χάρη της καρποφορίας στη γυναίκα και την υπέρβαση επομένως της ατεκνίας της.

Τον προβληματισμό αυτό τον βλέπουμε έντονα και στη συγκεκριμένη εορτή της συλλήψεως της αγίας Άννης. Άτεκνο το άγιο ζεύγος του Ιωακείμ και της Άννης, δεν χάνει όμως την ελπίδα του στον Θεό. Και μάλιστα σε εποχή για τους Ιουδαίους,  που η ατεκνία θεωρείτο μέγα όνειδος, ντροπή, αφού απεδείκνυε ότι το συγκεκριμένο ζεύγος δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέσον ερχομού του Μεσσία στον κόσμο. Και γι’ αυτό αποδύεται σε προσευχή. Η δραματική ένταση των ύμνων εν προκειμένω φτάνει στο απώγειό της: «Κύριε των Δυνάμεων, γνωρίζεις την ντροπή της απαιδίας. Συ λοιπόν διάλυσε την οδύνη της καρδιάς μου και διάνοιξε τους καταρράκτες της μήτρας και ανάδειξέ με, εμένα που είμαι άκαρπη, καρποφόρο».  Και η προσευχή της Άννας εισακούεται. Ο Θεός επιβλέπει επί το άγιο ζεύγος. «Παλαιά καθώς προσευχόταν με πίστη η Αννα η σώφρων και ικέτευε τον Θεό, ακούει φωνή Αγγέλου, που την βεβαίωνε ότι ο Θεός θα πραγματοποιήσει τις προσευχές της». «Υπάκουσε ο Θεός στους στεναγμούς της Άννας και πρόσεξε ο Κύριος τη δέησή της».

Το γεγονός της επέμβασης του Θεού, που τη στείρωση την κάνει καρπογονία, το προσλαμβάνει ο υμνογράφος για να το διευρύνει και επί πνευματικού επιπέδου: πέρα από το ότι κάνει αναδρομή στο παρελθόν για να δείξει αντίστοιχες καταστάσεις της Παλαιάς Διαθήκης – «Συ, παντοδύναμε, που έδωσες κάποτε σε βαθύτατο γήρας στη Σάρρα υιό, τον μέγα Ισαάκ, συ που διάνοιξες τη στείρα κοιλιά  της Άννας, της μητέρας του προφήτου σου Σαμουήλ» – θεωρεί ότι ο Θεός, όπως παλιά, όπως τώρα με την Άννα, κατεξοχήν όμως μετά τον ερχομό Του στον κόσμο, μπορεί την άνυδρη και χωρίς χάρη ανθρώπινη φύση να την μεταβάλει και να της δώσει τη δροσιά που πρέπει, ώστε να καρποφορήσει. «Η χαρά του κόσμου σήμερα προκηρύσσεται με λόγο και αλλάζει τις μητρικές οδύνες σε χαρά ευφροσύνης, και φανερώνει ότι η στείρωση της φύσης θα γίνει καρποφόρα, που πληθαίνει με τα έργα της χάρης». Κι αυτό σημαίνει ότι εμείς που ζούμε πια μετά Χριστόν, σε οποιαδήποτε κατάσταση ξηρασίας και αν βρισκόμαστε, πνευματική ή ηθική, αν στραφούμε με πίστη στον Θεό, θα δούμε τη θαυματουργική επέμβασή Του. Ο Θεός θα διανοίξει τις πόρτες της καρδιάς μας, ώστε να πλημμυρίσουμε από την παρουσία της χάρης Του. Αρκεί να υπομένουμε και να επιμένουμε.

Κι είναι περιττό βεβαίως και να σημειώσουμε ότι η σύλληψη της αγίας Άννης αποτελεί εορτή της Εκκλησίας μας όχι πρώτιστα για να δείξει το αποτέλεσμα της υπομονής και της επιμονής στη δέηση του Θεού, αλλά διότι με τη σύλληψή της αυτή μπαίνουν οι βάσεις για τη γέννηση Εκείνης, η οποία σαν νέος ουρανός θα έφερνε στον κόσμο τον ήλιο Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Με την προοπτική του ερχομού του Κυρίου φωτίζεται και αυτή η εορτή, συνεπώς είναι μία ακόμη αφορμή δοξολογίας του αγίου ονόματός Του. «Ο νέος ουρανός, δηλαδή η Παναγία,  με τη θέληση του παντουργού Θεού φτιάχνεται στην κοιλιά της Άννας. Από αυτόν τον ουρανό έλαμψε δυνατά και ο ανέσπερος ήλιος, δηλαδή ο Χριστός, που δίνει φως σε όλον τον κόσμο με τις ακτίνες της θεότητας».

20 Νοεμβρίου 2024

ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟ!

 

Από τους ωραιότερους στίχους της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), της προσφοράς και αφιέρωσης της τριετούς Μαριάμ δηλαδή από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα στον Κύριο μέσα στον Ναό, είναι εκείνοι  που αναφέρονται στην αγία Άννα, όταν κατευοδώνει τη μικρή κόρη της με τα λόγια που δείχνουν το νόημα της εκεί πια ζωής και παρουσίας της. «Άπιθι, τέκνον – λέει η μάνα στην κόρη – τω Δοτήρι γενήθητι και ανάθημα και ευώδες θυμίαμα. Είσελθε εις τα άδυτα και γνώθι μυστήρια, και ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον τερπνόν και ωραίον, του παρέχοντος τω κόσμω το μέγα έλεος» (απόστιχο εσπερινού). Δηλαδή: Πήγαινε, παιδί μου, γίνε για τον Δοτήρα Θεό και προσφορά και αφιέρωμα, αλλά και ευωδιαστό θυμίαμα. Μπες μέσα στ’ άδυτα των Αγίων του Ναού και γνώρισε τα μυστήρια του Θεού, κι ετοιμάσου να γίνεις κατοικητήριο του Ιησού, τερπνό και ωραίο, του Ιησού που παρέχει ως Θεός στον κόσμο το μέγα έλεος.

Γιατί στεκόμαστε ιδιαιτέρως στους συγκεκριμένους στίχους; Διότι:

1. Τονίζουν τον σκοπό των Εισοδίων της Θεοτόκου στον Ναό. Εισέρχεται όχι απλώς γιατί έπρεπε να εκπληρωθεί κάποιο τάμα των γονιών της ή για να προφυλαχτεί από την κακότητα του κόσμου λόγω της αδυναμίας των γονιών αυτών από τα γηρατειά τους, αλλά για να περάσει το προβλεπόμενο διάστημα της ζωής της μέσα στον οίκο Κυρίου, προκειμένου να ετοιμαστεί για το συγκλονιστικότερο και πέραν κάθε ανθρωπίνης αντίληψης και σύλληψης μυστήριο: να γίνει η μητέρα του Θεού ως ανθρώπου – ο Ευαγγελισμός της έχει ακριβώς την αρχή της (πέραν βεβαίως της Γεννήσεώς της) στο συγκεκριμένο γεγονός. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ που θα ευαγγελιστεί αργότερα τη σάρκωση του Θεού, ο ίδιος την τρέφει μέσα στα άγια των αγίων.

Και 2. Καθορίζεται από τα λόγια της αγίας Άννας η μέθοδος και ο τρόπος της ετοιμασίας της Μαριάμ: θα γίνεις η Παναγία η μητέρα του Θεού, όταν θα γίνεις όχι μόνο το αφιέρωμα και η προσφορά για Εκείνον, αλλά και το ευωδιαστό λιβάνι. Κι έχουν ιδιαίτερη σημασία τα λόγια αυτά της μητέρας Άννας, γιατί και στην Παλαιά Διαθήκη βεβαίως, αλλά και μετέπειτα σε όλη τη χριστιανική ιστορία, μπορεί κάποιος να προσφέρει πράγματα ή και τον ίδιο τον εαυτό του στον Θεό, αλλ’  όχι με τον σωστό τρόπο. Πόσες φορές δεν ακούμε τον αυστηρό λόγο των Προφητών, οι οποίοι στηλίτευαν τις προσφορές και τα αφιερώματα των Ιουδαίων, γιατί προσφέρονταν όχι με καθαρή καρδιά; «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από τις προσφορές σας – λέει αίφνης Κύριος ο Θεός στους Ιουδαίους διά του προφήτου Ησαῒου – γιατί τα χέρια σας στάζουν από το αίμα των αδικιών σας κατά των συνανθρώπων σας». Και πιο πίσω βεβαίως θυμάται κανείς το τραγικό λόγω της συνέχειάς του περιστατικό των προσφορών και αναθημάτων στον Θεό των αδελφών Κάιν και Άβελ: πρόσφεραν και οι δύο στον Κύριο, μα ευλογήθηκε από Εκείνον μόνον ο Άβελ. Γιατί του Κάιν οι προσφορές ήταν τα περισσεύματα των καρπών του και όχι οι απαρχές. Κι από τη μετέπειτα χριστιανική ιστορία είναι αρκετή η μνημόνευση των λόγων του ίδιου του Κυρίου, όταν επισημαίνει ότι το δίλεπτο της χήρας συνιστά τη μεγαλύτερη προσφορά, γιατί προέρχεται από το υστέρημα της αγάπης και όχι από ένα τυχόν περίσσευμα. Ή ακόμη τραγικότερα το «παράδοξο» όπως ακούγεται λόγιο του αποστόλου Παύλου, ο οποίος στον ύμνο της αγάπης του αποκαλύπτει: «και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Μαρτύριο(!) χωρίς αντίκρυσμα κι ωφέλεια!

Λοιπόν η κάθε προσφορά στον Θεό είναι όντως προσφορά αποδεκτή από Αυτόν, όταν γίνεται με τον σωστό τρόπο, δηλαδή προσφέρεται από καρδιά που αγαπά τον Θεό, κάτι που συνιστά όντως λιβάνι ευωδιαστό για τον Κύριο. Κι είναι ακριβώς αυτό που αποτελεί και το νόημα της συγκεκριμένης εορτής των Εισοδίων για εμάς τους πιστούς. Με το δεδομένο ότι σκοπό έχουμε ως χριστιανοί να σαρκώνουμε τον Κύριο στην ύπαρξή μας, να γινόμαστε δηλαδή Παναγίες, απαιτείται όχι μόνο η προσφορά του εαυτού μας διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών «αγωνισμάτων» και ασκήσεών μας, αλλά και η σωστή και ορθή προσφορά αυτή. Είμαστε δηλαδή χριστιανοί όχι γιατί απλώς βρεθήκαμε βαπτισμένοι στην Εκκλησία κι ούτε γιατί επιτελούμε ορισμένα τυπικά καθήκοντα, όπως του εκκλησιασμού μας, της νηστείας μας, κάποιων ελεημοσυνών μας – το στοιχείο του «αναθήματός» μας – αλλά γιατί η όλη βιοτή μας είναι τέτοια που ο Κύριος την αισθάνεται ως ευωδιαστό λιβάνι ενώπιόν Του. Κι αυτό σημαίνει, όπως αναφέραμε, καθαρή καρδιά και αδιάκοπη επαγρύπνηση να βρισκόμαστε πάνω στις άγιες εντολές Του. Τότε το χαρμόσυνο στοιχείο που περικλείει η εορτή, γίνεται χαρμοσύνη κι ευφροσύνη και για εμάς.

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Η εν τω Ναώ είσοδος της Θεομήτορος έφερε εορτή για τους ευσεβείς  θαυμαστή και παγκόσμια, έχοντας αφορμή το παρακάτω γεγονός. Η πανσέβαστη Άννα, καθώς περνούσε τη ζωή της χωρίς παιδιά, παρακαλούσε, μαζί με τον σώφρονα Ιωακείμ, με νηστείες και δεήσεις, τον Κύριο της φύσεως, να τους λυπηθεί και τους  χαρίσει ένα παιδί, υποσχόμενη, αν ικανοποιηθεί το αίτημά της, το παιδί που θα γεννούσε να το αναθέσει αμέσως σ’  Εκείνον. Πράγματι, αφού γέννησε αυτήν που έφερε τη σωτηρία του κόσμου, τη συμφιλίωση του Θεού  προς τους ανθρώπους και την αιτία της ανάπλασης και της ανάστασης και της θέωσης του πεσμένου στην αμαρτία Αδάμ, δηλαδή την Παναγία Θεοτόκο Μαρία, αυτήν λοιπόν, κατά τον τρίτο χρόνο μετά την παράδοξη γέννησή της, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Θεό, την οδηγούν στο Ιερό και την παραδίδουν στους ιερείς. Οι ιερείς την παρέλαβαν και σαν να υπηρετούσαν τη βούληση του Θεού -  Εκείνου που επρόκειτο μετά από λίγο να γεννηθεί από αυτήν, με σκοπό τη διόρθωση και τη σωτηρία του παντός – την βάζουν στο ενδότατο του ναού, για να ζει εκεί η ίδια μόνη για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, εκεί δηλαδή που έχει νομοθετηθεί  να εισέρχεται μία φορά τον χρόνο ο αρχιερέας. Η Μαρία ζώντας σ’  αυτό το άδυτο διά παντός και τρεφόμενη  παράδοξα με τροφή ουράνια από άγγελο, έμεινε στο ιερό αυτό μέχρι τον θείο Ευαγγελισμό της και μέχρι να ακουστούν τα θεϊκά μηνύματα που δίδασκαν ότι ο Θεός ευδόκησε να σαρκωθεί από φιλανθρωπία και να σώσει τον κόσμο που χανόταν από την αμαρτία. Εδώ λοιπόν κατοικούσε και ζούσε, οπότε αξιώθηκε να της εμφανιστεί ο Θεός και να δέχεται αδιάλειπτα τροφή ουράνια, μέσω αγγέλου που υπηρετούσε αυτήν την αποστολή, όπως είπαμε, εις δόξαν Θεού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν».

Πολλοί είναι οι υμνογράφοι  της Θεομητορικής αυτής εορτής, της οποίας το γεγονός  δεν καταγράφεται καθόλου  στην Καινή Διαθήκη. Το περιστατικό της εν τω Ναώ εισόδου της υπάρχει στα Απόκρυφα λεγόμενα ευαγγέλια, όπως συμβαίνει και με άλλες εορτές της Παναγίας, σε κείμενα δηλαδή που η Εκκλησία μας δεν τα θεώρησε έγκυρα, λόγω ενυπαρχουσών σ’ αυτά αιρέσεων ή και μυθοπλασιών. Μέσα σ’ αυτά όμως υπάρχουν και αληθινά γεγονότα, που η Εκκλησία μας δεν διστάζει να τα ανασύρει και να τα εορτάσει, διαβλέποντας όχι μόνον την αλήθεια τους, αλλά και την ωφελιμότητά τους. Κι είναι τούτο ένα στοιχείο που φανερώνει την απόλυτη αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, ως «στύλου και εδραιώματος της αληθείας», αυτοσυνειδησίας τέτοιας που της δίνει το δικαίωμα και την άνεση να επιλέγει ό,τι θεωρεί αληθινό και καλό, έστω κι αν τούτο προέρχεται από μη θεωρούμενα  κανονικά κείμενα.

Ένα πρώτο στοιχείο που τονίζουν οι υμνογράφοι της εορτής είναι ότι τα ίδια τα Εισόδια της Θεοτόκου, όπως και τα γεγονότα πριν από αυτά, σαν την Γέννησή της, αλλά και τελικώς κάθε τι που σχετίζεται με την Παναγία, έχουν τον χαρακτήρα του παράδοξου και του ανερμήνευτου για τα ανθρώπινα δεδομένα. «Πέρα από κάθε ανθρώπινη σκέψη είναι τα θαύματά σου, Πανάχραντε! Παράδοξη είναι η γέννησή σου. Παράδοξος ο τρόπος που μεγάλωσες. Παράξενα και παράδοξα όλα τά δικά σου, Θεονύμφευτε, και ανερμήνευτα για τους ανθρώπους». Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι η Παναγία υπήρξε η κατεξοχήν Κεχαριτωμένη από τον Θεό, το δοχείο του αγίου Πνεύματος, λοιπόν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της βρισκόταν υπό την άμεση επίβλεψη του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι Αυτήν ήδη προκατήγγειλε ο λόγος του Θεού, σύμφωνα με το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο, (την πρώτη υπόσχεση του Θεού περί του ερχομού Του στον κόσμο μέσω μιας γυναίκας, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων στην αμαρτία), Αυτήν διαρκώς προφήτευαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, επαναβεβαιώνοντας το Πρωτευαγγέλιο, Αυτήν δόξαζαν οι άγιοι Απόστολοι, Αυτήν είχαν ως καύχημά τους όλοι οι μάρτυρες του Χριστού, Αυτήν επικαλούμαστε και εμείς ως πρέσβειρα της σωτηρίας μας.   «…την προεκλεχθείσαν εκ πασών των γενεών εις κατοικητήριον του παντάνακτος Χριστού και Θεού των όλων». «Συ των Προφητών το κήρυγμα, Αποστόλων δόξα και Μαρτύρων καύχημα, και πάντων των γηγενών η ανακαίνισις, Παρθένε Μήτηρ Θεού».

Η όλη ακολουθία της εορτής είναι φυσικό να προβάλλει την αγιότητα της Παναγίας – αγιότητα παραπάνω από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, αφού ήταν «εκλελεγμένη…υπέρ άπασαν την κτίσιν, την ορατήν και την νοουμένην» - αλλά επικεντρώνει ιδιαιτέρως στο ίδιο το γεγονός της εις τον Ναόν Εισόδου της. Η γενική εκτίμηση είναι ότι η Παναγία εισέρχεται τριετής στα Άγια των Αγίων, ενώ ήδη είναι η ίδια Αγία των Αγίων. «Αγία των Αγίων υπάρχουσα, σεμνή, εν Ναώ ηγάπησας αγίω κατοικείν». Είναι μάλιστα σπουδαίας έμπνευσης οι στίχοι του υμνογράφου, που διακηρύσσουν την ωριμότητα της μικρής Παναγίας: «Η τριετής κατά το σώμα και πολυετής κατά το πνεύμα»∙ «νήπιο κατά το σώμα και τέλεια κατά την ψυχή». Και δεν πρέπει να μας παραξενεύει τούτο: «όπου γαρ βούλεται Θεός νικάται φύσεως τάξις» (όπου θέλει ο Θεός νικιέται η φυσική τάξη). Φαντάζει παράλογο εκείνη που είχε επιλεγεί για το σημαντικότερο έργο στην ανθρωπότητα: να γίνει μητέρα του Θεού ως ανθρώπου, να μην έχει τη χάρη της ωριμότητας ήδη από νηπιακή ηλικία. Μόνον ένας που προσεγγίζει τα της πίστεως με κριτήριο την ξερή  λογική του, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Αλλά μία τέτοια προσέγγιση απέχει ένα βήμα από την αίρεση, μάλλον συνιστά ήδη αίρεση: η στάση μας απέναντι στην Παναγία φανερώνει τη στάση μας και έναντι του Χριστού. Το δόγμα, για παράδειγμα, ότι η Παναγία μας είναι «Θεοτόκος», αποτελεί συνέπεια της πίστεως περί του Ιησού Χριστού, ως Θεού και ανθρώπου. Και το αντίστροφο.

Με την εν τω Ναώ είσοδο της Παναγίας, σκοπός της οποίας είναι η προετοιμασία της για να γίνει Μητέρα του Θεού, («ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον»),  κατανοεί κανείς κι αυτό που επισημαίνουν οι υμνογράφοι ως συνέπεια: την κατάργηση της σκιάς του Μωσαϊκού Νόμου, διότι έρχεται διά της Παναγίας η αλήθεια, ο ενανθρωπήσας Θεός. «Ο του γράμματος παρέδραμε, εξέλιπε νόμος καθάπερ σκιά».   Είναι πολύ ωραίο το τροπάριο που λέει ότι η θυγατέρα του Θεού, όπως την χαρακτηρίζει ο Δαυίδ,  γίνεται, με το θέλημα Εκείνου, μητέρα Του. «Ο προπάτορας Δαυίδ σε ύμνησε από παλιά, Παρθένε θεόνυμφε, καλώντας σε θυγατέρα του βασιλιά Χριστού. Αυτόν και Τον γέννησες και Τον θήλασες μητρικά ως βρέφος».  Κι είναι εξίσου πανέμορφος ο στίχος του συναξαρίου, που διαπιστώνει τη διακονία σ’  αυτό του αρχαγγέλου Γαβριήλ: αυτός που την έτρεφε στον Ναό, ο ίδιος σε λίγο θα την χαιρετίσει, μεταφέροντάς της το ευαγγέλιο: θα γίνει μητέρα Θεού. «Ένδον τρέφει σε Γαβριήλ ναού, Κόρη, ήξει δε μικρόν και το Χαίρε σοι λέξων».

Η διατροφή της από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, μέσα στα Άγια των Αγίων, δεν είναι, κατά τον υμνογράφο, χωρίς συμβολισμό. Παραπέμπει σε Εκείνον που θα φέρει σε λίγα χρόνια στον κόσμο και που είναι ο αληθινός άρτος «ο εκ του ουρανού καταβάς». «Επουρανίω τραφείσα, Παρθένε, άρτω πιστώς, εν τω Ναώ Κυρίου, απεκύησας κόσμω ζωής άρτον τον Λόγον». Και βεβαίως δεν είναι χωρίς συμβολισμό και το γεγονός αυτό, αλλά και όλη η εν τω Ναώ ζωή της: η αδιάλειπτη προσευχή της, η συνομιλία της με αγγέλους, η μελέτη του Νόμου και των Προφητών, η εν τω Ναώ εκεί διακονία της. Πράγματα δηλαδή που συνιστούν μία «ησυχαστική» ζωή και που φανερώνουν ότι η Παναγία δικαίως θεωρείται το πρότυπο όλων των μεγάλων Ησυχαστών και πραγματικών θεολόγων  της Εκκλησίας μας.

Ο πλούτος της υμνολογίας της Θεομητορικής αυτής εορτής θα μας πήγαινε σε μεγάλο μάκρος. Διότι υπάρχουν εξαίσιοι ύμνοι όχι μόνον για την ένδον του Ναού ζωή της Παναγίας, αλλά και για την μετά λαμπάδων πορεία της μέχρι το Ναό, πορεία «μετά Παρθένων και Μητέρων», αφού εκείνη υπήρξε και τα δύο, όπως και για ό,τι διαμείφθηκε ως διάλογος στην πύλη του Ναού μεταξύ των γονέων της και του ιερέα Ζαχαρία. Παραλείποντας όλα αυτά, απλώς θα φέρουμε στην επιφάνεια έναν στίχο, που νομίζουμε ότι αυτός και μόνο δείχνει τη σημασία όλου αυτού του τεραστίου πνευματικού μεγέθους που ακούει στο όνομα «Παναγία». Πρόκειται για την εκτίμηση του ιερέα Ζαχαρία, καθώς βλέπει να προσάγεται στον Ναό η μικρή Μαριάμ. Ο Ζαχαρίας λοιπόν «βοά γηθοσύνως: ήγγικεν η προσδοκία των θλιβομένων». Η Παναγία συνιστά εκείνη που μας λυτρώνει από τη θλίψη. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει άνθρωπος επί της γης που να μη βιώνει τη θλίψη, ήδη από την εποχή της πτώσεώς του στην αμαρτία, η Παναγία είναι το πολυτιμότερο αγαθό που έχουμε, εκείνη που θα έλεγε κανείς είναι «ο θησαυρός της Πανδώρας». Η ελπίδα. Κι αυτό γιατί δι’ αυτής ήλθε στον κόσμο «η Χαρά του κόσμου», ο Χριστός. Και μόνον αυτό μας φτάνει. Στην όποια θλίψη και δυσκολία μας η ενατένιση προς Εκείνην ήδη έχει ξεκινήσει και τη λύση και τον ερχομό της χαράς. Λοιπόν «χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε».

28 Οκτωβρίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Στον ιερό Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, όπου βρισκόταν και το σεπτό «μαφόριον» της Παναγίας, μία των ημερών, επί βασιλείας Λέοντος του Σοφού (886-911), ετελείτο ολονύκτια αγρυπνία. Είχε πάει εκεί κατά τη συνήθειά του και ο όσιος Ανδρέας ο σαλός. Συνέβη να παρευρίσκεται και ο Επιφάνιος έχοντας μαζί έναν υπηρέτη του. Συχνά, σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία, αγρυπνούσε και αυτός ανάλογα με την προθυμία του, πότε μέχρι το μεσονύκτιο, πότε μέχρι το πρωί. Την τετάρτη ώρα της νυκτός, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας μεγαλοπρεπή γυναίκα να βγαίνει από την Ωραία και βασιλική Πύλη και να προχωρεί μαζί με πολυπληθή και λαμπρότατη ακολουθία αγίων λευκοφορούντων, που έψελναν ιερούς ύμνους και πνευματικά άσματα. Τη μεγαλοπρεπή αυτή γυναίκα κρατούσαν τιμητικά συνοδεύοντας από τα χέρια ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Υιός της Βροντής, ο Θεολόγος Ιωάννης, ενώ ακολουθούσαν οι υπόλοιποι άγιοι. Μόλις τους είδε ο όσιος Ανδρέας να προχωρούν προς τον άμβωνα της Εκκλησίας, πλησιάζει τον Επιφάνιο και του λέει: - Βλέπεις την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;           Αυτός του απαντά: - Ναι, πνευματικέ πατέρα μου. Ενώ παρακολουθούσαν οι όσιοι, Την βλέπουν να γονατίζει, να προσεύχεται για ώρα πολλή και να τρέχουν συνεχώς δάκρυα στο θεοειδές και άχραντο πρόσωπό Της. Μετά από αυτήν την προσευχή, έρχεται προς το θυσιαστήριο και δεήθηκε εκεί υπέρ του παρευρισκόμενου λαού. Όταν τελείωσε τη δέησή Της, έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή Της, με μία κίνηση γεμάτη χάρη και σεμνότητα, το μέγα και φοβερό «μαφόριόν» Της, που έλαμπε ως αστραπή, και το άπλωσε επάνω από όλον τον παρευρισκόμενο λαό. Αυτό το έβλεπαν οι θαυμάσιοι αυτοί άνδρες επί αρκετές ώρες να είναι απλωμένο επάνω από όλον τον λαό και να πηγάζει ως φως ήλεκτρου τη Δόξα του Κυρίου. Όση ώρα ήταν εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος, ήταν θεατό και εκείνο, μόλις ανεχώρησε, έπαυσε και αυτό να είναι ορατό. Το επήρε μαζί της, αφήνοντας τη Χάρη Της στον πιστό λαό».

(1) Με το γεγονός της εμφάνισης της Υπεραγίας Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού – ο Θεός ενεργεί διά της Θεοτόκου – που την ευεργετική της επίδραση δέχεται ο πιστός λαός, αλλά βλέπουν μόνον οι δύο όσιοι: ο Ανδρέας ο σαλός και ο Επιφάνιος. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλειώδες αυτό όραμα ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία που δόθηκε ως χάρη στους δύο αγίους, και διότι προφανώς είχαν τις εσωτερικές προϋποθέσεις για να τη δεχτούν, και διότι θα κατέθεταν τη μαρτυρία τους αυτή αργότερα στον πιστό λαό προς ενίσχυση της πίστεώς του. Με άλλα λόγια ο Θεός ικανώνει ορισμένους πιστούς Του, με την έννοια ότι τους διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς, ώστε να Τον «δουν» στη θεϊκή Του δόξα, και μετέπειτα αυτοί μαρτυρούν τη θεοπτική αυτή εμπειρία τους, η οποία γίνεται αποδεκτή από τον λαό, λόγω της αξιοπιστίας των ίδιων.

Αιτία για την τακτική αυτή του Θεού, θα λέγαμε, φαίνεται ότι είναι η αγάπη Του προς τον κόσμο, η οποία ενεργεί με τέτοια διάκριση, ώστε να μη βλάψει τους πνευματικά ανώριμους ή τους ανέτοιμους για μία ιδιαίτερη όραση Εκείνου. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται». Την τακτική αυτή του Θεού την επισημαίνουμε σε όλες τις φάσεις της αποκάλυψής Του, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα ακόμη. Ας θυμηθούμε το γεγονός της παράδοσης του Νόμου του Θεού στους Ισραηλίτες στο όρος Σινά: ο Μωϋσής καλείται να μετάσχει στην ξεχωριστή ενέργεια του Θεού, η οποία δι’  αυτού γίνεται έπειτα κτήμα όλων. Κι ακόμη. Ο ίδιος ο Κύριός μας στο Θαβώρ, στο όρος της Μεταμορφώσεώς Του, τους τρεις μαθητές Του, Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο, καλεί να γίνουν «επόπται της μεγαλειότητός Του», οι οποίοι στον κατάλληλο έπειτα καιρό θα καταθέσουν τη μαρτυρία της συγκεκριμένης εμπειρίας τους.

(2) Οι δύο άγιοι, Συμεών και Επιφάνιος, βλέπουν με άμεσο τρόπο την αγάπη της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πιστό λαό. Εμφανίζεται, προσεύχεται με δάκρυα, απλώνει προστατευτικά πάνω στον λαό το μαφόρι Της, γιατί είναι γεμάτη αγάπη και στοργή προς τα παιδιά της και παιδιά του Υιού και Θεού της. Κι είναι αυτά τα χαρισματικά οράματα, τα οποία επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη της Εκκλησίας σχετικά με την αγάπη των αγίων απέναντί μας και μάλιστα της Παναγίας Μητέρας μας. Γνωρίζουμε την αγάπη Της αυτή ήδη από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τη μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας μας. Ιδιαιτέρως το «γύναι, ιδού ο υιός σου» και το «ιδού η μήτηρ σου» του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας προς τη Μητέρα Του και το μαθητή Του Ιωάννη, μας συγκινεί την καρδιά και δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μα, όταν έρχονται και τέτοια θαυμαστά γεγονότα, σαν αυτό της Αγίας Σκέπης, η πίστη μας γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο. Ξέρουμε ότι σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή μπορούμε να αναφερόμαστε, μετά βεβαίως τον Κύριο και Θεό μας, και στην Παναγία Μητέρα Του, η οποία είναι έτοιμη να μεσιτεύσει μετά δακρύων υπέρ ημών προς τον Υιό και Θεό Της. Κι ο πιστός λαός πράγματι το επιβεβαιώνει. Οι χαιρετισμοί και οι παρακλητικοί κανόνες προς την Θεοτόκο δεν λείπουν ποτέ από τα χείλη του ευσεβούς λαού, ο οποίος νιώθει, έστω κι αν δεν Την βλέπει οραματικά, την παρουσία και την αγάπη Της.

Θα ήταν παρήγορο μάλιστα να μνημονεύαμε στο σημείο αυτό και μία παράδοση-θρύλο, που κυκλοφορείται ιδίως στους πιστούς της Ρωσίας. Πέθαιναν οι χριστιανοί και «σκόνταφταν» στην παρουσία του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος έχοντας τα κλειδιά του Παραδείσου ζητούσε τις απολύτως «κανονικές» προϋποθέσεις εισόδου στον Παράδεισο. Τους περισσότερους δυστυχώς τους απέπεμπε, διότι δεν εκπληρούσαν αυτά που έπρεπε. Κι ενώ λίγοι είχαν εισέλθει στον Παράδεισο, άκουγε πολλές φωνές και πολλές υμνολογίες μέσα σ’  αυτόν. Παραξενεύτηκε και κοιτώντας πιο πέρα από τη θύρα του Παραδείσου είδε ότι η Παναγία  Μητέρα βρισκόταν πάνω από τα τείχη και με το μαφόρι της σήκωνε «παράνομα» και έβαζε μέσα στον Παράδεισο αυτούς που είχαν απορριφτεί.

(3) Η εμφάνιση της Παναγίας και η προστασία Της προς τον πιστό λαό γίνεται εκεί που ο λαός αυτός έχει συναχτεί εν Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, ότι η Παναγία γίνεται το όργανο της χάρης του Θεού, όταν ο λαός φανερώνει την πίστη του με τον ερχομό του στον ναό και μάλιστα σε ώρα έντονης και παρατεταμένης προσευχής: σε αγρυπνία. Και τούτο διότι ο Θεός προσφέρει τη χάρη Του, αλλ’  όταν και ο άνθρωπος δείχνει τη διάθεση να την αποδεχτεί. Στο θαυμαστό γεγονός της Αγίας Σκέπης πολύ άμεσα διαπιστώνουμε αυτό που ο Κύριος είχε πει: «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Η παρουσία Του εκδηλώθηκε μέσω της Μητέρας Του, όπως βεβαίως και για την εμφάνισή Του στον απόστολο Θωμά μετά την ανάσταση προηγήθηκε η παρουσία του Θωμά στον κύκλο των μαθητών, δηλ. στο χώρο της Εκκλησίας. Έτσι βεβαίως ο Θεός διά των αγίων Του δρα όπως και όπου θέλει, αλλά εκεί που κατεξοχήν ενεργεί και προσφέρει τη χάρη Του είναι η Εκκλησία. Από την άποψη αυτή ο αγώνας του πιστού να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία,  αποτελεί όρο για τη μετοχή του στην παροχή της χάρης του Θεού.

(4) Η ιδιαίτερη παροχή αγιασμού από την Παναγία προς τον προσευχόμενο λαό νομίζουμε ότι είχε να κάνει και με το μαφόρι Της, που φυλασσόταν ως εξαιρετική ευλογία στον συγκεκριμένο ναό των Βλαχερνών. Με άλλα λόγια, η χάρη του Θεού και των αγίων του επεκτείνεται, όταν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με την εδώ στον κόσμο τούτο παρουσία των αγίων. Βεβαίως, για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος παρέχει τη χάρη του Θεού σε όσους εν πίστει τον επικαλούνται, μα η παροχή της χάρης αυτής φαίνεται να είναι εντονότερη εκεί που υπάρχει το αγιασμένο λείψανό του, στη Ζάκυνθο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους αγίους, το ίδιο πιστεύουμε ότι συνέβη και εκεί στον ναό των Βλαχερνών. Κι είναι και τούτο μία αλήθεια, που την επιβεβαιώνει διαρκώς  ο πιστός λαός ανά τους αιώνες, αφού βλέπουμε πόσο ο λαός αυτός καθοδηγούμενος από την καρδιά του τιμά τα λείψανα των αγίων, όπως και τα ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως είπαμε, που σχετίζονται με τη ζωή τους. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί  η χάρη του Θεού αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη ενός αγίου, όπως και διοχετεύεται αυτή και στα υλικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη δημιουργία του Θεού, πέρα από τις κακές επιλογές της καρδιάς μας, ενώ τα πάντα εξαγιάζονται από την υπακοή του ανθρώπου στον Θεό.

07 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Η σύνδεση της Γεννήσεως της Παναγίας με τον Ιησού Χριστό είναι εκείνο που κατεξοχήν εξαγγέλλει η εορτή.  Δεν προβάλλεται η Παναγία μας καθεαυτήν ως άνθρωπος. Ποτέ κανείς άνθρωπος από μόνος του, όσο σπουδαίος κι αν είναι, δεν μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά τους ανθρώπους - όλοι ενεργούν και υπάρχουν μέσα στα πλαίσια της φθοράς και του θανάτου. Η Παναγία έρχεται στον κόσμο μέσα στο θείο σχέδιο σωτηρίας του κόσμου από την αμαρτία και τον θάνατο: είναι η προορισθείσα εκ πασών των γενεών να γίνει Μητέρα του Θεού, παραμένοντας Παρθένος κόρη, όπως διαλαλούν οι ύμνοι της εορτής της. Είναι εκείνη που ο ερχομός της, ως προαναγγελία του Σωτήρα του κόσμου Χριστού, είχε προφητευθεί με φωτισμό Θεού από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης∙ είτε ως κλίμαξ του Ιακώβ είτε ως στάμνος και μάννα είτε ως ράβδος του Ααρών είτε πολύ περισσότερο ως «η κεκλεισμένη πύλη, η κατά ανατολάς βλέπουσα», την οποία έδειξε στον προφήτη Ιεζεκιήλ ο Θεός, αποκαλύπτοντάς του ότι δεν θα την διέλθει άλλος παρά μόνον ο Ίδιος, και γι’  αυτό θα την κρατήσει έπειτα και πάλι κεκλεισμένη.

Η Γέννηση της Παναγίας λοιπόν τονίζεται και υμνολογείται τόσο εξαίσια, διότι ακριβώς παραπέμπει στον Ιησού Χριστό. Ο Χριστός είναι Εκείνος που δίνει την αξία στη Μητέρα Του, χωρίς την οποία όμως δεν θα ήταν Αυτός που είναι: εκτός από τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Γι’  αυτό και η μοναδικότητα του Ιησού Χριστού αποκαλύπτει και τη μοναδικότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ούτε πρόκειται να υπάρξει παρόμοιος με την Παναγία. Το ύψος της αγιότητάς της είναι υπέρμετρο και πάντοτε θα παραμένει, κατά την πατερική ποιητική έκφραση, «Θεός μετά Θεόν». Κατά συνέπεια κατανοείται και το γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη χαρά στη σύμπασα οικουμένη. Διότι με τη Γέννηση της Παναγίας ξεκινά η διαδικασία Γεννήσεως και της Χαράς του κόσμου, του Χριστού. Στον κόσμο πια θα υπάρχει η δυνατότητα υπέρβασης της αμαρτίας, κατάργησης του διαβόλου, καταπάτησης του θανάτου. Στον κόσμο θα υπάρχει η αληθινή Ζωή. Είναι δυνατόν να μη χαίρει ο κόσμος γι’  αυτό; «Σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια∙ σήμερον έπνευσαν αύραι, σωτηρίας προάγγελοι».

 Και βεβαίως η Εκκλησία μας δεν παύει, προβάλλοντας με ποιητικότατο και θεολογικότατο τρόπο την εορτή, να καλεί και εμάς τους πιστούς όλων των αιώνων στην πρακτική διάσταση αυτής∙ δηλαδή αφενός να κινηθούμε σε δοξολογία του Θεού μας για την ευεργεσία Του να αναδείξει την Παναγία κατοικητήριό Του, αφετέρου να κατανοήσουμε ότι «ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου» ο Κύριος θα μας σώζει, και τρίτον, να διδαχθούμε από την Παναγία στον τρόπο της ζωής της, ακολουθώντας  αυτό που την ανέδειξε σε τόσο μεγάλη αγιότητα: το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά Σου». Η Εκκλησία αδιάκοπα μας υπενθυμίζει ότι είμαστε κλημένοι για τη θέωση, δηλαδή να γινόμαστε κι εμείς Παναγίες, σαρκώνοντας τον Χριστό μέσα μας. Κι ο λόγος για την προοπτική αυτή που ξεπερνά οποιαδήποτε φαντασία είναι η ένταξή μας στο σώμα του Χριστού διά του αγίου βαπτίσματός μας. Είμαστε μέλη Χριστού, είμαστε ενδεδυμένοι Εκείνον, συνεπώς μπορούμε να ζούμε σαν την Παναγία. Αρκεί βεβαίως να το θέλουμε και να το επιτηζούμε.

31 Αυγούστου 2024

Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Ο υιός του μεγάλου Θεοδοσίου Αρκάδιος, αφού πήρε την τιμία Ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου από τα Ιεροσόλυμα, που φυλασσόταν εκεί μέχρι τότε μαζί με την τιμία εσθήτα από κάποια παρθένο γυναίκα, και την έφερε στην Κωνσταντινούπολη, την κατέθεσε σε λαμπρή θήκη, την οποία ονόμασε Αγία Σορό. Πέρασαν από τότε τριακόσια δέκα χρόνια και ο Λέων ο βασιλιάς άνοιξε την Αγία αυτή Σορό, για χάρη της συζύγου του Ζωής, που ενοχλείτο από ακάθαρτο πνεύμα και που είχε γίνει άξια θείας οπτασίας, ότι, αν βάλουν την τιμία Ζώνη πάνω της, θα θεραπευτεί. Βρέθηκε λοιπόν η τιμία Ζώνη να λάμπει, σαν να μόλις είχε υφανθεί, και να έχει σφραγίδα με χρυσή βούλα και κωδίκελλο (δηλαδή σύντομο υπόμνημα), που έλεγε με λεπτομέρεια τον χρόνο, την ινδικτιώνα και την ημέρα, κατά την οποία προσκομίσθηκε η αγία Ζώνη στην Κωνσταντινούπολη, και πώς τοποθετήθηκε μέσα στη θήκη από τα χέρια του βασιλιά, η οποία σφραγίστηκε από αυτόν. Αυτήν (την τιμία Ζώνη) τότε ο βασιλιάς Λέων την ασπάστηκε και διά της χειρός του Πατριάρχη εκείνης της εποχής, την άπλωσε πάνω από τη βασίλισσα, οπότε και η Αγία Ζώνη την ελευθέρωσε από το νόσημά της. Τότε όλοι, αφού δόξασαν τον Σωτήρα Χριστό και απέδωσαν ευχαριστήριους ύμνους στην Πάναγνο Μητέρα Του, κατέθεσαν την αγία Ζώνη στην Αγία Σορό, στην οποία και προϋπήρχε».

Ο μήνας Αύγουστος είναι ο μήνας της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όχι μόνον γιατί καταυγάζεται από την ένδοξη Κοίμηση και Μετάστασή Της στα χέρια του Κυρίου και Θεού της, αλλά και για την εορτή της καταθέσεως της τιμίας Ζώνης της. Οι δύο αυτές εορτές, οι οποίες σφραγίζουν τον μήνα, η μεν πρώτη το πρώτο ήμισυ (15 Αυγούστου), η δε δεύτερη το δεύτερο (31 Αυγούστου), δεν θεωρούνται ξεχωριστά από την Εκκλησία μας, αλλά συνάπτονται και συν- ορώνται ως κάτι το ενιαίο. Και διότι αναφέρονται και οι δύο στο πάντιμο πρόσωπο της Θεοτόκου, και διότι η δεύτερη, μολονότι επιφανειακά είναι κάτι διαφορετικό από την Κοίμηση, αποτελεί επιβεβαίωση της πίστεως της Εκκλησίας για τη συνεχή παρουσία της Παναγίας στον κόσμο μας, ως σκέπης, προστασίας και ασφάλειάς μας. Με άλλα λόγια, ό,τι εξαγγέλλει το απολυτίκιο της Κοιμήσεως: «εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε», το βλέπουμε να πραγματοποιείται στη σημερινή εορτή: η Παναγία μας μάς άφησε τη Ζώνη της και την εσθήτα της, ως μία αδιάκοπη υπενθύμισή της,  αλλά και αισθητή παρουσία της μέσα από δικά της αντικείμενα.

Η παραπάνω εκτίμηση της συν-όρασης των δύο εορτών,  δηλαδή κατά κάποιο τρόπο της υπόσχεσης και της υλοποίησης, δεν είναι αυθαίρετη ούτε καρπός ενός αφαιρετικού συλλογισμού. Συνιστά πεποίθηση της Εκκλησίας, η οποία το ζει και το υμνολογεί στην ακολουθία της ημέρας (ωδή δ΄): «Ήρθης προς φως άδυτον μεταχωρήσασα. Έλιπες δε τοις σε μακαρίζουσιν, αντί του σώματός σου Αγνή, την τιμίαν Ζώνην». Δηλαδή: Αναχώρησες από τον κόσμο αυτό και ανέβηκες (με την κοίμησή σου) στο παντοτινό φως (της Βασιλείας του Υιού σου), Αγνή, άφησες όμως σε μας που σε μακαρίζουμε, αντί του σώματός σου, την τιμία (σου) Ζώνη. Και αλλού (ωδή ζ΄ ): «Η πάντων βασίλισσα προς ουρανίους σκηνάς απαίρουσα, καταλέλοιπεν όλβον, τη βασιλίδι πασών των πόλεων, την ταύτης Ζώνην». Δηλαδή: Η βασίλισσα όλων (η Θεοτόκος), καθώς ανέρχεται στις ουράνιες σκηνές, άφησε θησαυρό στη βασίλισσα των πόλεων (την Κωνσταντινούπολη), τη Ζώνη της.

Ποια η αιτία της σχεδόν ταυτίσεως της Ζώνης (αλλά και της εσθήτος) της Παναγίας με την ίδια την Παναγία; Βεβαίως, κατά πρώτον, το γεγονός ότι την φορούσε Εκείνη, η οποία είχε τόση χάρη και περίσσια χάρης Θεού, ώστε μεταγγιζόταν η χάρη αυτή και στα ρούχα της και σε όλα τα αντικείμενά της. «Την τιμίαν σου Ζώνην, τιμητικώς άπαντες…περιπτυσσόμεθα, τιμήν υπάρχουσαν, πάντων πιστών, Θεοτόκε, ως τω υπερτίμω σου, ψαύσασα σώματι». Όλοι ανεξαιρέτως αγκαλιάζουμε με τιμή την τιμία σου Ζώνη, που είναι η τιμή όλων των πιστών, διότι άγγιξε το υπέρτιμο σώμα σου. «Τιμήσωμεν οι πιστοί, ως συναφείας προς Θεόν σύνδεσμον, την της Αγνής σήμερον Ζώνην, και πιστώς προσκυνήσωμεν». Ας τιμήσουμε σήμερα οι πιστοί τη Ζώνη της Αγνής (Θεοτόκου), ως σύνδεσμο σχέσεως προς τον Θεό, και ας την προσκυνήσουμε με πίστη.

Κι είναι γνωστή η διδασκαλία της Εκκλησίας μας επ’  αυτού: τα υλικά πράγματα αγιάζονται από τον άγιο που τα έχει -  κάτι που δικαιολογεί τη γενική τιμή των αντικειμένων όλων των αγίων, πολύ περισσότερο των ιερών λειψάνων τους – όπως το επισημαίνουμε μεταξύ των άλλων και στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, κατά την οποία και τα ενδύματά Του έλαμψαν κι έγιναν πιο λευκά και από το χιόνι, αλλά και σε άλλα περιστατικά από την αγία ζωή Του, που και το άγγιγμα των ενδυμάτων Του έφερε ως αποτέλεσμα τη θεραπεία από όλες τις ασθένειες (π.χ. το περιστατικό με την αιμορροούσα γυναίκα). Κι είναι τούτο μία κραυγαλέα διακήρυξη του πόσο και η ύλη εξαγιάζεται με τον ερχομό του Χριστού, μετέχοντας και αυτή στη διαδικασία σωτηρίας του ανθρώπου. Πρόκειται για έναν υλισμό της Εκκλησίας, όπως έχει τονιστεί, που υπερβαίνει οποιοδήποτε δυαλισμό που δαιμονοποιεί την ύλη και καταρρίπτει οποιοδήποτε μύθο περί πνευματοκρατίας και ιδεολογίας της χριστιανικής πίστεως. Ο Χριστός σώζει ολόκληρο τον άνθρωπο, με την ψυχή και το σώμα του, και μαζί με αυτόν ολόκληρη τη δημιουργία.

Ο υμνογράφος όμως, ως στόμα της Εκκλησίας, φρίττοντας μπροστά στο μυστήριο που περικλείει, αναφέρει και άλλον λόγο για την τιμή της αγίας Ζώνης, πέραν της ψαύσεως του αγίου σώματος της Παναγίας: την ψαύση, κατά κάποιον τρόπο, και του σώματος του ίδιου του Χριστού. Πώς; Ζωσμένη η Παναγία την εν κυήσει κοιλιά της με τη ζώνη της, έζωνε κατ’  επέκταση και τον Υιό και Θεό της. «Η ση, άχραντε Δέσποινα, σεβασμία και τιμία σορός, Ζώνην κατέχει την αυτόν, τον νομοθέτην εν σοι, συγκατασχούσαν. Φρικτόν το μυστήριον!» Άχραντε Δέσποινα, η σεβάσμια και τίμια σορός σου κατέχει τη Ζώνη σου, η οποία συγκρατούσε τον ίδιο τον νομοθέτη (Θεό) μέσα στη μήτρα σου. Φρίττουμε για το μυστήριο! Γι’  αυτό και ο ποιητής λαμβάνει αφορμή, με την εορτή, για να εξαγγείλει όχι μόνον όλες τις χαρές που προχέονται από τα άγια αντικείμενα της Παναγίας, όπως συνέβη και με τη βασίλισσα Ζωή, αλλά και το ύψος της αγιότητας Εκείνης.

Ως καλός θεολόγος μάλιστα και γνώστης όλης της θείας οικονομίας βλέπει στο πρόσωπο της Θεοτόκου να πραγματοποιούνται όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης περί του Ιησού Χριστού ως Λυτρωτή του κόσμου. Η Παναγία δηλαδή αποτελεί Εκείνην την οποία προτυπώνουν, για παράδειγμα, ο Παράδεισος της Εδέμ, η Θεία Νεφέλη που περιέσκεπε τους Ισραηλίτες στην έρημο, η Κιβωτός της Διαθήκης με τις πλάκες του Νόμου, η ράβδος του Ααρών που βλάστησε, η στάμνα με το μάννα. Αλλά και από την άλλη εξαγγέλλει ότι για να δει κανείς και πολύ περισσότερο να γευτεί τις χάρες και τα θαυμάσια που σαν ποταμοί ρέουν από τη Ζώνη της Θεοτόκου, απαιτείται η πίστη του ανθρώπου, ο ένθεος πόθος του για την Παναγία, η διάθεσή του για μετάνοια. «Πιστώς προσκυνήσωμεν» (ας προσκυνήσουμε με πίστη) είναι η διαρκής προτροπή του, «η τιμία Ζώνη σου, πανύμνητε, γέγονε μεγίστης εορτής, Θεοτόκε, τοις θερμώς σε ποθούσιν υπόθεσις» (η τιμία Ζώνη σου, πανύμνητε Θεοτόκε, έγινε υπόθεση μεγίστης εορτής γι’  αυτούς που σε ποθούν θερμά)  είναι η διαπίστωσή του, «φιλίας με  δολίας της των παθών, και εχθρού καθ’  εκάστην πειράζοντος…τω σω προσπεφευγότα ελέει διά τάχους, ως συμπαθής Αγνή απάλλαξον» (καθώς με πειράζει η δόλια φιλία των παθών μου και καθημερινά ο εχθρός διάβολος… απάλλαξέ με λόγω της αγάπης σου, Αγνή, γρήγορα, εμένα που προσφεύγω στο έλεός σου) είναι η σεμνή και ταπεινή προσευχή του.

16 Αυγούστου 2024

Ο «ΜΑΓΝΗΤΗΣ» ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει ὅλους τούς χριστιανούς, ἀκόμη καί τούς «ἀσχέτους» καί ἀπομακρυσμένους ἀπό τήν πίστη, νά θεωροῦν τήν Παναγία ὡς τό κατεξοχήν ἀγαπητό πρόσωπο, ἐκεῖνο πού νιώθουν ὅτι τούς τραβᾶ σάν μαγνήτης καί δέν θέλουν νά «ξεκολλήσουν» ἀπ’ αὐτό;

Ὄχι ἀσφαλῶς τό μεγαλεῖο της πού τήν κάνει νά ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἁγίων, ἀκόμη δέ καί τῶν ἴδιων τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀρχαγγέλων - ἕνα τέτοιο μεγαλεῖο τό μόνο πού προκαλεῖ εἶναι ἴσως ὁ φόβος καί ἕνα δέος πού σέ τελική ἀνάλυση μᾶς κάνει νά κλίνουμε γόνυ, γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς· οὔτε ἐπίσης ἡ «παντοδυναμία» της, ἐκχωρημένη ἀπό τόν Υἱό καί Θεό της, πού βαίνει παράλληλα πρός τήν παραπάνω μεγαλειότητά της καί τό ἀποτέλεσμα στό ὁποῖο ὁδηγεῖ· αὐτό πού «ἔχει» ἡ Παναγία μας καί μᾶς τραβᾶ καί μᾶς ἕλκει εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού συνιστᾶ τήν ἁγιότητά της, δηλαδή ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού καταλαμβάνει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή της – «Κεχαριτωμένη» ἄλλωστε τήν προσφωνεῖ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ – εἶναι ἡ ἑλκτική δύναμη πού στρέφει καί τόν πιό «δύστροπο» πρός αὐτήν καί τόν κάνει νά νιώθει ἄνετα μαζί της, σάν τό μικρό παιδί πού νιώθει ἄνετα πάντοτε μέ τή μάνα του.

Στήν πραγματικότητα ἡ ἕλξη τῆς χάρης της εἶναι ἕλξη τελικῶς πρός τήν ταπείνωσή της. Γιατί τί εἶναι ἐκεῖνο πού «ἀναγκάζει» τόν Θεό νά προσφέρει τή χάρη Του, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό Του, σ’ ἕνα πλάσμα Του, παρά μόνον τό στοιχεῖο πού ἀφήνει χῶρο γιά τή δική Του ἐγκατοίκηση σ’ αὐτό: τήν ταπείνωση τοῦ πλάσματός Του;  Ὅπου ὁ Θεός ἐπισημαίνει τήν ταπείνωση, ἐκεῖ κλίνει καί τή βούλησή Του, ἐκεῖ βρίσκει «τόπον καταπαύσεώς» Του. «Πρός τίνα ἐπιβλέψω, εἰ μή πρός τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί ἀκούοντά μου τούς λόγους καί τρέμοντα αὐτούς;» Διαρκῶς ἄλλωστε δέν τονίζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν;» Μαγνήτης τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ταπείνωση τό μοναδικό ἔδαφος στό ὁποῖο μπορεῖ νά φυτρώσει καί νά ἀναπτυχθεῖ καί ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως τό ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Γέροντας τοῦ ὁσίου Παϊσίου π. Τύχων: «ὁ Θεός εὐλογεῖ κάθε ἡμέρα τόν κόσμο Του, ὅταν ὅμως βλέπει ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ καί μέ τά δυό Του χέρια».

Τήν πραγματικότητα αὐτή λοιπόν ἐπισημαίνουμε καί στό πάντιμο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἤδη ἀπό τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ἐξαγγέλλεται ἐν χάριτι ἀπό τήν ἴδια ὅτι ὁ Θεός «ἐπέβλεψε ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ». Καί ποιό τό χαρακτηριστικό τῆς ταπείνωσης πού φέρνει τή χάρη τοῦ Θεοῦ; Μά τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἑτοιμότητα τῆς ὑπακοῆς πρός τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου». Πρόκειται γιά ὅ,τι συνιστᾶ καί τό ἦθος τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας, ὅπως μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του: «Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅς ἐν μορφῂ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσεν, μορφήν δούλου λαβών…καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος, ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Στήν Παναγία μας βλέπουμε αὐτήν τήν ὑπακοή πού ἐπέδειξε ὁ Υἱός καί Θεός της, συνεπῶς τήν ἁγία ταπείνωσή Του καί τήν ἅγια χάρη Του.

Κι αὐτό τό ἦθος, τό ἦθος τῆς ταπείνωσης πού ἐκφράζεται ὡς ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκεῖνο πού δείχνει τό πῶς πράγματι τιμᾶται ἡ Παναγία στίς ἑορτές της, κατεξοχήν δέ στήν Κοίμησή της. Καλά τά ἐγκώμια καί ὅλες οἱ ἄλλες δοξολογικές φωνές ἀπέναντί της, ἀλλά ἄν δέν καταλήγουν στήν ἀκολουθία τοῦ ἤθους της, στό μαρτυρικό φρόνημα τῆς ταπείνωσής της, μᾶλλον δέν ἔχουν καμία σημασία πνευματική γιά ἐμᾶς. Γιατί μοιάζουν μᾶλλον μ’ αὐτό πού ἐπεσήμαναν οἱ προφῆτες, κυρίως δέ ὁ μέγας Ἡσαΐας, ὁ ὁποῖος γινόταν τό στόμα τοῦ Θεοῦ γιά νά λέει: «Ὁ λαός αὐτός μέ τό στόμα μέ τιμᾶ, ἐνῶ ἡ καρδιά του πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀποστρέφω τό πρόσωπό μου ἀπ’ αὐτούς».