30 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ο ΦΙΛΟΣ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΑΣ!

«Ἔτσι πράγματι πρέπει νά βλέπωμε τόν Χριστό. Εἶναι φίλος μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι ὅ,τι καλό καί ὡραῖο. Εἶναι τό πᾶν. ᾽Αλλά εἶναι φίλος καί τό φωνάζει: ῾Σᾶς ἔχω φίλους, βρέ, δέν τό καταλαβαίνετε; Εἴμαστε ἀδέλφια» (Ὅσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης).

Ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης τονίζει μέ τόν δικό του μοναδικό τρόπο τήν ὀρθόδοξη πίστη περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός μας πού ἡ φανέρωσή Του στόν κόσμο δέν ἦταν πρός ἐκφοβισμό ἤ κατατρομοκράτηση τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία ἀνθρώπου λόγω τῆς παντοδυναμίας Του, ἀλλά πρός σωτηρία καί ἀνόρθωσή του, πρός εὕρεση καί πάλι τοῦ δρόμου πού ἐκβάλλει στήν ἀληθινή πατρίδα του, τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν Χριστό οἱ ἄνθρωποι εἴδαμε Θεοῦ πρόσωπο! «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα»! Κάθε ἄλλη ἐκτός Χριστοῦ προσπάθεια ἐκζήτησης τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ στήν πραγματικότητα εὕρεση τῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου, σχήμα φαντασίας καί εἴδωλο, ἅλμα στό... κενό, πού τό μόνο π’ ἀφήνει εἶναι καί πάλι ἡ δίψα γιά τόν χαμένο Παράδεισο.

Κι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπω Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ἄνοιξε τά μάτια γιά νά δοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι βαθύτατα... ἀνθρώπινος! Εἶναι ὁ φίλος καί ὁ ἀδελφός μας πού μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς ἀγαπᾶ μέ ἕναν ἀπόλυτο τρόπο πού τίποτε στόν κόσμο ὡς σχῆμα ἤ ὡς εἰκόνα δέν ἔχει τό ἀνάλογο καί τό ἀντίστοιχο! Ἀκόμη καί ἡ ἀγάπη καί ἡ βαθειά στοργή τῆς μάνας πρός τό παιδάκι της «ὠχριᾶ» μπροστά σ’ αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ μας πρός ἐμᾶς τά παιδιά Του! Μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ Ἴδιος ἐπανειλημμένως. «Καθώς μέ ἀγάπησε ὁ Πατέρας ἔτσι σᾶς ἀγάπησα κι ἐγώ». Καί ποιά ἦταν καί εἶναι ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ Πατέρα πρός τόν Χριστό; Μά ἡ ἀγάπη πού προσφέρεται ὁλοκληρωτικά καί θυσιαστικά - ὁ ἕνας νά ζεῖ μέσα στόν Ἄλλον! «Ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί ἐστιν». Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος ζώντας αὐτήν τήν ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους ἀνεβαίνει στόν Σταυρό, αἴροντας τίς ἁμαρτίες μας, τό δικό μας βάρος δηλαδή, καί συμφιλιώνοντάς μας ἔτσι πρός τόν Θεό Πατέρα.

Ὁπότε κι ὁ ὅσιος Πορφύριος δέν ἐκφράζει προσωπικές του ἀπόψεις μέ τά λεγόμενά του. Βρίσκεται μέσα στό ποτάμι τῆς παραδόσεως τῆς ᾽Εκκλησίας καί καταθέτει καί τή δική του ἐκκλησιαστική  ἐμπειρία περί τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ - ὅ,τι καί ὁ  ἅγιος Χρυσόστομος, ὡς στόμα Χριστού πού ἀπευθύνεται στόν ἄνθρωπο, σημείωνε ἐν Πνεύματι:

 «᾽Εγώ Πατήρ, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ οἰκία, ἐγώ τροφεύς, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἄν θέλῃς ἐγώ...᾽Εγώ καί φίλος καί ξένος καί κεφαλή καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ. Πάντα ἐγώ. Μόνον οἰκείως ἔχε πρός ἐμέ. ᾽Εγώ πένης διά σέ καί ἀλήτης διά σέ, ἐπί σταυροῦ διά σέ, ἐπί τάφου διά σέ, ἄνω ὑπέρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί. Κάτω ὑπέρ σοῦ πρεσβευτής παραγέγονα παρά τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σύ καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί πλέον θέλεις;»

(Ἐγώ εἶμαι Πατέρας σου, ἐγώ νυμφίος σου, ἐγώ σπίτι σου, ἐγώ τροφέας σου, ἐγώ ρίζα σου, ἐγώ θεμέλιό σου. Ὅ,τι θελήσεις εἶμαι ἐγώ... Ἐγώ καί φίλος καί ξένος καί κεφαλή καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μητέρα. Ὄλα γιά σένα εἶμαι ἐγώ. Τό μόνο πού σοῦ ζητάω εἶναι νά διάκεισαι φιλικά πρός ἐμένα. Ἐγώ φτωχός γιά σένα καί ἀλήτης γιά σένα, πάνω στόν Σταυρό γιά σένα, στόν τάφο γιά χάρη σου, στόν Οὐρανό παρακαλῶ στόν Πατέρα γιά σένα. Κάτω ἐδῶ στή γῆ ἦλθα σταλμένος ἀπό τόν Πατέρα γιά νά μεσιτεύσω γιά σένα. Ὅλα γιά μένα εἶσαι ἐσύ: καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί ἄλλο περισσότερο θέλεις;)

Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ (1η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)

«Ο άγιος Φιλάρετος ζούσε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου και Ειρήνης, καταγόμενος από τη χώρα των Παφλαγόνων, υιός Γεωργίου και Άννης, οι οποίοι τον νύμφευσαν με μία σεμνή γυναίκα. Ασχολείτο με τη γεωργία και από εκεί ζούσε πολύ καλά, ενώ ήταν  και πάρα πολύ ελεήμων. Όμως από κάποιες συγκυρίες τα πράγματα άλλαξαν και κατάντησε σε τόση φτώχεια, ώστε να στερείται και από την αναγκαία τροφή. Ο Θεός όμως βλέποντας την υπομονή και την πίστη του σ’  Εκείνον, δεν τον άφησε να ταλαιπωρείται μέχρι τέλους από τη φτώχεια. Διότι οικονόμησε και ο υιός της βασίλισσας Κωνσταντίνος πήρε ως γυναίκα του την εγγονή του Φιλαρέτου Μαρία, η οποία ήταν πολύ όμορφη και ευπρεπής, ενώ τον ίδιο τον Φιλάρετο τον τίμησε με το αξίωμα του Υπάτου, οπότε απέκτησε και πάλι πολλά χρήματα και περιουσία, τα οποία  όμως συνέχισε να τα προσφέρει άφθονα στους φτωχούς. Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός να φύγει από τον κόσμο αυτό και ο Θεός του έδωσε την πληροφορία της αναχωρήσεώς του, συγκάλεσε όλους τους συγγενείς του, τους προείπε όσα επρόκειτο να συμβούν σ’ αυτούς και πρόσθεσε τα παρακάτω: «Παιδιά μου, μη ξεχνάτε τη φιλοξενία, να επισκέπτεσθε τους αρρώστους και τους φυλακισμένους, να προστατεύετε τις χήρες και τα ορφανά. Ξένα πράγματα ποτέ μην επιθυμήσετε, μην απομακρύνεστε από τις εκκλησιαστικές συνάξεις, και μ’  έναν λόγο: όπως είδατε εμένα να πράττω, έτσι και εσείς μη παύετε να πράττετε. Κι αφού είπε αυτά, αναπαύτηκε εν ειρήνη».

Ο στίχος του συναξαρίου του αγίου Φιλαρέτου δίνει το στίγμα της κατά Χριστόν βιοτής του, παίρνοντας αφορμή από το όνομά του και την προσωνυμία του: φιλάρετος και ελεήμων. «Πεθαίνει αυτός που αγάπησε κάθε αρετή, όπως λέει και το όνομά του, περισσότερο όμως από όλα, την αγάπη». Κι αυτό σημαίνει ότι ο Φιλάρετος έγινε κατεξοχήν θεοφιλής, αφού δεν υπάρχει σπουδαιότερη αρετή, στην οποία να αναπαύεται ο Θεός, από αυτήν που συνιστά και του Ίδιου την ύπαρξη. «Ο Θεός γαρ αγάπη εστί». Έτσι ο άγιος Φιλάρετος, γενόμενος «κατοικητήριο του φιλευσπλάγχνου Θεού» φανέρωνε καθημερινώς, έστω και στις στιγμές της απόλυτης ένδειάς του, του Χριστού την ύπαρξη και ζωή, με αποτέλεσμα και χωρίς να ομιλεί, να δακτυλοδεικτεί τον Ουρανό. Ο άγιος θα μπορούσε να πει σαν τον απόστολο Παύλο: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και πράγματι, όπως σημειώνει και το συναξάρι του, τα τελευταία λόγια του, η τελευταία παρακαταθήκη του ήταν αυτή: «ως εμέ είδετε ποιούντα, και υμείς ποιούντες μη παύσησθε» (όπως είδατε να κάνω εγώ μη πάψετε να κάνετε κι εσείς).

Η αγάπη αυτή του αγίου Φιλαρέτου,  που έπαιρνε αδιάκοπα τη μορφή της προσφοράς και της ελεημοσύνης προς τους αναγκεμένους συνανθρώπους του δεν ήταν καρπός απλώς της από τη φύση του ευαίσθητης καρδιάς του. Μπορεί να είχε ως χαρακτήρας μία φυσική συμπάθεια προς τους συνανθρώπους του, όμως την ευσπλαχνία του την απέκτησε με τους πνευματικούς αγώνες του, προκειμένου τα εμπαθή στοιχεία που ταλαιπωρούσαν και αυτόν να τα μεταστρέψει στο ένθεο πάθος της αγάπης. «Σκόρπισες στους πτωχούς τον υλικό πλούτο που είχες, Φιλάρετε, ορμώμενος από την πίστη σου στον Θεό» σημειώνει ο σχετικός ύμνος της ακολουθίας του. Η πίστη του λοιπόν στον Θεό ήταν εκείνη που τον έκανε να στραφεί με αγάπη προς τον συνάνθρωπο, επιβεβαιώνοντας ότι η αγάπη αποτελεί την ενεργοποίηση της πίστεως. «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» που λέει και ο απόστολος Παύλος.

 Γι’  αυτό και ο άγιος Φιλάρετος παραπέμπει στη ζωή των αγίων αποστόλων, αλλά και στη ζωή του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα, του έχοντος την ίδια με αυτόν προσωνυμία. Κι επειδή στην περίοδο της μεγάλης ανέχειάς του δεν γόγγυσε, δεν στράφηκε κατά του Θεού κι ούτε  έχασε την πίστη του, μπορούσε να λέει σαν τον δίκαιο Ιώβ «ο Κύριος έδωκε, ο Κύριος αφείλετο, είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον» -  η πιστότητά του στον Θεό με υπομονή τον άγιασε και τον ανέβασε σε τόσο μεγάλα πνευματικά μέτρα. Και το τελευταίο αυτό συνιστά και την πνευματική παρακαταθήκη του σε όλους τους πιστούς κάθε εποχής: μπορεί να αντιμετωπίζουμε το οποιοδήποτε πρόβλημα, αλλά η λύση και η διέξοδος είναι να μένουμε στην «οδόν» του Κυρίου, δηλαδή πάνω στις άγιες εντολές Του.  

Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΩΣ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑ

Το ιδεολόγημα της ενότητας με την έννοια να αγκαλιάσουμε τους πάντες αδιακρίτως για να μην προκληθεί διχασμός – να είμαστε όλοι μαζί για παράδειγμα εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι στον ίδιο χώρο, γιατί διαφορετικά «διαιρούμε» τους ανθρώπους: ό,τι είναι πιο επίκαιρο στην εποχή μας – είναι ακριβώς ιδεολόγημα. Που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για την ενότητα όπως την κατανοεί η Εκκλησία και η χριστιανική πίστη μας – είναι αποκύημα του νου και της διάνοιάς μας! Γιατί; Διότι ενότητα σημαίνει κατά την πίστη του Χριστού έκφραση της αληθινής αγάπης μας που έχει το χαρακτηριστικό της θυσίας. Αγαπώ σημαίνει θυσιάζομαι για τον άλλον, τον όποιον άλλο, σεβόμενος τις ιδιαιτερότητές του και τους φόβους του – και τον φόβο να μην κολλήσει έναν ιό και αρρωστήσει. Ο απόστολος Παύλος θα πει σε παρόμοιο προβληματισμό της εποχής του: «Αν πρόκειται με την επιλογή μου να φάω κρέας, (που μου επιτρέπεται και δοξολογώ γι’ αυτό τον Θεό), αλλά να σκανδαλίσω τον αδελφό μου που είναι ασθενής στη συνείδησή του, ε τότε, δεν πρόκειται να φάω κρέας στον αιώνα τον άπαντα!» Ο ίδιος ο Κύριος το έθεσε για όλους τους  πιστούς Του ως όρο για να είμαστε μαζί Του: «αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα αγάπην ουδείς έχει ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» - να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως εγώ σας αγάπησα. Μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν δεν υπάρχει: να θυσιάζει κανείς τη ζωή του για χάρη των φίλων του!

Κι αυτή η αγάπη λειτουργεί όπως καταλαβαίνουμε ως μία τεράστια αγκαλιά που τον άλλον, τον όποιον άλλον, τον εντάσσει μέσα της, θεωρώντας τον κομμάτι του ίδιου του εαυτού της. Ο άλλος πια, χριστιανικά, δεν είναι «άλλος», αλλά εγώ, ο εαυτός μου, διευρυμένος στις πραγματικές χαρισματικές μου διαστάσεις. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» - αυτό σημαίνει  αγάπη κι αυτό συνιστά την ενότητα. Στον χριστιανικό εαυτό μας βρίσκουμε το ενοποιό κέντρο όλου του κόσμου. Γιατί ζούμε μέσα σ’ Αυτόν που ενώνει τα πάντα σε ένα! Το ξαναλέμε: η ενότητα δεν κατανοείται ιδεολογικά ως πρόταση που μας εντάσσει σε μία προοδευτική ή όχι ομάδα, αλλά υφίσταται πραγματικά στην Εκκλησία το σώμα του Χριστού, όπως αποκαλύπτει η αλήθεια, ο λόγος του Θεού, και η εμπειρία των αγίων.

Έτσι η ενότητα υφίσταται για τον χριστιανό ανεξάρτητα από εξωτερικές διακρίσεις. Οι διακρίσεις και οι διχασμοί και οι διαιρέσεις μπορεί να υπάρχουν στον κόσμο μας – και δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν αφού αυτά είναι τα σημάδια της αμαρτίας: φανερώνουν αυτό  που ζει ο άνθρωπος της αμαρτίας μέσα του – όμως ο χριστιανός τα έχει υπερβεί, ζώντας την ενότητα με τον Θεό και με τον σύμπαντα κόσμο μας μέσα στην καρδιά και την ύπαρξή του. Και ζώντας τη χαρισματική και υπέρ φύσιν αυτήν ενότητα μπορεί να κινηθεί ελεύθερα: να πει «ναι» σε κάποιον, να πει «όχι» σε άλλον, όπως κάνει και ο Θεός μας, ο Οποίος ενώ αγαπά τους πάντες και τα πάντα εξίσου, όμως δεν προσφέρεται στον αρνητή Του και τον άπιστο σ’ Αυτόν, γιατί η προσφορά Του θα τον «κάψει» και θα τον «τιμωρήσει» - αν δεν είσαι συντονισμένος με τον Θεό η όποια δωρεά Του θα λειτουργήσει αρνητικά για σένα. Και το βλέπουμε άμεσα και στην Εκκλησία μας: κλημένοι όλοι σε συμμετοχή της θείας Κοινωνίας, όχι όμως οι αβάπτιστοι, όχι όμως οι αμετανόητοι και απροετοίμαστοι – για να μη γίνει το σώμα και το αίμα του Χριστού «εις κρίμα ή εις κατάκριμα»!

Η ελευθερία της αγάπης και η ενότητα του Πνεύματος – η μεγαλειώδης προοπτική της χριστιανικής πίστεως. Όσες άλλες κατανοήσεις ενότητας κυκλοφορούν είναι σεβαστές αλλά ως ιδεολογήματα, χωρίς δηλαδή χάρη και παρουσία Θεού. 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ

"῏Ην δέ ᾽Ανδρέας..." (᾽Ιωάν. 1, 41)

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς πιό εμβληματικές φυσιογνωμίες τῆς Εκκλησίας μας. Εἶναι ὁ πρωτόκλητος μαθητής τοῦ Κυρίου, εἶναι ὁ ἀδελφός τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Πέτρου, εἶναι ἐκεῖνος πού προβάλλεται ἰδιαιτέρως στήν Ὀρθόδοξη Εκκλησία ὡς ὁ ἱδρυτής τῆς πρωτόθρονης Εκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τά στοιχεῖα πού επισημαίνουμε νομίζουμε ὅτι ἐπιβεβαιώνουν τόν παραπάνω χαρακτηρισμό. 

1. Καταρχάς, πρίν ποῦμε ὁτιδήποτε γιά τήν  πνευματική πορεία του, θά πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας σχετίζεται ἰδιαιτέρως, περισσότερο ἴσως ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀποστόλους, μέ ἐμᾶς τούς ῞Ελληνες. Τό ἴδιο τό ἑλληνικό ὄνομά του ἀποτελεῖ τήν ἐπιβεβαίωση. Κι ἴσως φαίνεται ὅτι γνώριζε, ὅπως καί ὁ ἄλλος μέ ἑλληνικό ὄνομα ἀπόστολος, ὁ Φίλιππος, τήν ἑλληνική γλώσσα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὅταν προσῆλθαν ῞Ελληνες ὀλίγον πρό τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου στόν Φίλιππο, προκειμένου νά τοῦ ζητήσουν νά δοῦν τόν Διδάσκαλό τους, στόν ᾽Ανδρέα ἀπευθύνθηκε ὁ Φίλιππος καί ἐκεῖνος στόν ᾽Ιησοῦ, γιά νά ἀκουστεῖ τό μεγαλειῶδες ῾ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου᾽.  ῞Οπως τό σημειώνει καί ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: ῾Συμπεραίνω πὼς οἱ Ἕλληνες πήγανε καὶ τὄπανε στὸν Φίλιππο γιατὶ θἄξερε ἑλληνικά, ἀφοῦ καὶ τὄνομά του ἤτανε ἑλληνικό, μακεδονικό. Κι᾿ αὐτὸς πάλι τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε κι᾿ αὐτὸς ἑλληνικὸ ὄνομα, κ᾿ ἴσως γνώριζε καὶ τὴ γλώσσα. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ δυὸ εἴχανε ἑλληνικὰ ὀνόματα᾽. Κι ἀκόμη περισσότερο: μετά πολλές ἱεραποστολικές ὁδοιπορίες, ὁ ᾽Ανδρέας κατέληξε στήν ᾽Αχαΐα, κι ἰδίως στήν Πάτρα, ὅπου ὄχι μόνο κήρυξε ἀλλά καί παρέδωσε ἐκεῖ μέ μαρτυρικό θάνατο τήν ἁγιασμένη του ψυχή. Ξεχωριστή σχέση λοιπόν μέ τούς ῞Ελληνες ὁ θεωρούμενος ἁπλός ψαράς, στήν πραγματικότητα ὅμως σοφός, ὀλιγόλογος, βαθύς ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας ἅγιος ᾽Ανδρέας.

2. Καταγόταν ἀπό τή Βηθσαϊδά τῆς Γαλιλαίας ὁ πρωτόκλητος ἀπόστολος καί μαζί μέ τόν ἀδελφό του πρωτοκορυφαῖο καί πρωτόθρονο ἀπόστολο Πέτρο ὑπῆρξε πρῶτα μαθητής τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου κι ἔπειτα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Μετά τήν ᾽Ανάληψη ᾽Εκείνου κι ἰδίως μετά τήν πλήρωση τοῦ ᾽Ανδρέα ἀπό τό πυρφόρο Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς τόν βλέπουμε νά κηρύσσει καί νά θαυματουργεῖ στή Βιθυνία, στόν Εὔξεινο Πόντο, στίς περιοχές τοῦ Βυζαντίου, στή Θράκη, στή Μακεδονία, στήν Ἤπειρο, στήν ᾽Αχαΐα. Στήν ᾽Αχαΐα μάλιστα παρέμεινε ἐπ᾽ ἀρκετόν καί ἐκεῖ θεράπευσε μεταξύ ἄλλων τή Μαξιμίλλα, σύζυγο τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἐπάρχου Αἰγεάτη. ῾Ο Αἰγεάτης ἦταν ἐκεῖνος μάλιστα πού ἐπειδή ἡ γυναίκα του πίστεψε στόν Χριστό ὁδήγησε στά βανιστήρια καί στό τελικό μαρτύριο τόν ἅγιο ᾽Ανδρέα. Κατά πῶς τό ἀναφέρει καί πάλι ὁ Κόντογλου: ῾Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ…Σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ποὺ θὰ τὸν σταυρώνανε, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν βασανίσανε, τὸν πήγανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στὸν τόπο ποὺ εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ ἐκκλησιά του καὶ ποὺ τότες ἤτανε χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Δήμητρας. Γύρισε καὶ κοίταξε ἀτάραχος τὸ σταυρὸ καὶ τὸν βλόγησε, βλόγησε καὶ τὸν κόσμο, κ᾿ ὕστερα τὸν σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν. Ὁ σταυρὸς ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἤτανε κανωμένος ἀπὸ δυὸ ἴσια σταυρωτὰ ξύλα σὲ σχέδιο X, καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἤτανε ἀπὸ ξύλο τῆς ἐληᾶς. Μαρτύρησε βασιλεύοντας στὴ Ρώμη ὁ Νέρωνας. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, «ἤτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, μὲ γυριστή μύτη καὶ μὲ πυκνὰ φρύδια᾽. Γι᾽ αὐτό εἶναι εὐνόητο πού ἡ  Πάτρα καυχᾶται, γιατί ὄχι μόνο τά χώματά της ἁγιάσθηκαν ἀπό τό τίμιο αἷμα τοῦ μαθητῆ τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί γιατί κατέχει, μετά ἀπό πολές περιπέτειες βέβαια, τμῆμα ἀπό τήν κάρα του καί τόν ἅγιο σταυρό του.

3. Δέν χρειάζονται πολλά λόγια γιά τόν ἅγιο ᾽Ανδρέα. Κάποια καίρια στοιχεῖα ὅμως πρέπει νά ἐπισημανθοῦν:

(1) ῾Ο ἅγιος ἀπόστολος ὑπῆρξε ὅπως εἴπαμε βαθύς ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας. Ψαράς στό ἐπάγγελμα ἀλλά μέ μεγάλο πόθο νά βρεῖ ἀπαντήσεις γιά τό νόημα τῆς ζωῆς. Μαθητής τοῦ ἁγίου Προδρόμου μελετᾶ τόν Νόμο καί τούς προφῆτες, κι ὅταν ὁ δάσκαλός του ὑποδεικνύει τόν Μεσσία πού ῾αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽, τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἐγκαταλείπει τόν ᾽Ιωάννη γιά νά ἀφοσιωθεῖ ἔκτοτε στόν Κύριο τῆς ζωῆς του. Στόν πρῶτο πού κλήθηκε ἀπό τόν Κύριο ἐπισημαίνουμε τήν ἀλήθεια ὅτι ὅποιος μέ γνησιότητα ἀναζητεῖ αὐτήν, τήν ἀλήθεια, θά βρεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό νά γίνεται ὁ ῾κυνηγός᾽ τῆς ὕπαρξής του, ὁ ῾Οποῖος τοῦ διανοίγει τά πνευματικά ὦτα γιά Τόν ἀκούσει. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽.

(2) ῾Ο ἀπόστολος διακατείχετο ἀπό τόλμη, καρπό τῶν πνευματικῶν του ἀναζητήσεων. Δέν διστάζει νά γίνει μαθητής τοῦ ἀσκητικοῦ καί αὐστηροῦ ᾽Ιωάννη, δέν διστάζει καί νά τόν ἀφήσει γιά νά ἀκολουθήσει τόν ῾ἄγνωστο᾽ Δάσκαλο, δέν διστάζει νά ἐπιμείνει στήν ἀκολουθία ᾽Εκείνου, ἔστω καί μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Στόν ἀπόστολο ᾽Ανδρέα διαπιστώνουμε λόγω καί τῆς παρουσίας πιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅ,τι διεκήρυξε ὁ ἄλλος μεγάλος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος: ῾οὐκ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ᾽.

(3) ῾Ο ἅγιος ᾽Ανδρέας ἀπαρχῆς νιώθει τήν ἀνάγκη νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. ῎Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς – αὐτό θά ἔλθει ἀρκετά ἀργότερα - ἀλλά πρωτίστως μέ τήν ἔννοια τῆς κατάθεσης τῆς ἐμπειρίας ἀπό τή συνάντηση μαζί Του. Καλεῖται ἀπό τόν Κύριο κι εὐθύς σπεύδει νά προσκαλέσει καί τόν ἀδελφό του Σίμωνα Πέτρο. Τήν προσωπική του χαρμόσυνη ἐμπειρία θέλει νά τή μοιραστεῖ, κι ὁ πρῶτος γι᾽ αὐτό εἶναι ὁ ἀδελφός του. ῞Ολη ἡ μετέπειτα ζωή του βεβαίως συνιστᾶ τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀνάγκης του αὐτῆς, ἡ ὁποία ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ καί τήν ὑπακοή του στόν Κύριο καί Διδάσκαλό Του. ῾Καί ὑμεῖς μαρτυρεῖτε περί ἐμοῦ᾽. ῾Καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς᾽.

(4) Κι ἀκριβῶς καί στόν ἅγιο ᾽Ανδρέα ἐπισημαίνουμε τόν πνευματικό νόμο ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως στόν Χριστό ὡς κατάθεσης ἐμπειρίας συνυπάρχει συνήθως καί μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. ῾Ο Κύριος ῾ἔδεσε᾽ τίς δύο αὐτές συνιστῶσες τῆς ἀκολουθίας Του: ὅποιος Τόν ἀκολουθεῖ καί τόν ἐξαγγέλλει, ὁ ἴδιος καί θά γεύεται τόν καρπό: τή φονική διάθεση τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντί του. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι᾽. Κι αὐτό βεβαίως θά εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ ἀνάστασή του, ὅπως καί ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μπορεῖ νά προσφέρει στό ἀνθρώπινο γένος. 

῾Η ζωή τοῦ ἁγίου ᾽Ανδρέα ἀποτελεῖ παράδειγμα καί γιά μᾶς. ῞Οπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος καλοῦσε σέ μίμηση τῆς ζωῆς του - ῾μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ᾽ - τό ἴδιο καλεῖ καί ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἀπόστολος ᾽Ανδρέας. Πού σημαίνει: δέν πρέπει νά αὐταπατόμαστε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί χωρίς καθ᾽ ἡμέραν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ πρός συνάντησή Του – τό νά βρίσκουμε τόν Χριστό, κατά τούς Πατέρες μας, εἶναι τό ῾ἀεί ζητεῖν Αὐτόν᾽ -, χωρίς παράλληλα μαρτυρίας ᾽Εκείνου πρωτίστως ἔργῳ καί ὕστερα λόγῳ, ὅταν μᾶς ζητεῖται κάτι τέτοιο, χωρίς ἑτοιμότητα θυσίας καί τῆς ζωῆς μας γι᾽ Αὐτόν. 

29 Νοεμβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ

«Ο νέος ιερομάρτυς Φιλούμενος από το χωριό Ορούντα της επισκοπής Μόρφου της Κύπρου γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς (1913) κι αγάπησε από παιδί τη μοναχική ζωή, κάτι που το έδειξε με την προσέλευσή του στη Μονή Σταυροβουνίου (μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο) σε ηλικία 14 ετών. Μετά την καλή υπακοή του επί πενταετία στο μοναστήρι, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, όπου και έγινε ιερέας ασκούμενος εκεί επί σαρανταπέντε έτη. Η διακονία του σε διάφορα προσκυνήματα κατέληξε στο Φρέαρ του Ιακώβ, που έγινε και ο τόπος του δοξασμένου μαρτυρικού του τέλους (1979) – φανατικοί Σιωνιστές τον σκότωσαν με πέλεκυ. Την ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του, μετά τέσσερα έτη, το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδιάζον, δείγμα της παρρησίας του ενώπιον του Κυρίου. Το σκήνωμά του πια στην αγία Σιών επιτελεί πολλά θαύματα σε όσους τον επικαλούνται με πίστη. Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 29 Νοεμβρίου 2009».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας για τον νέο της άγιο ιερομάρτυρα είναι επόμενο να τονίζουν και την οικουμενικότητά του και το ισοστάσιο της αγίας βιοτής του σε σχέση με τους άλλους παλαιότερους μάρτυρες, πολύ περισσότερο όμως την αιτία της αγιότητάς του, τη σφοδρή ἀγάπη του πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ο σοφός υμνογράφος είναι σαφής: «Ο θεοφόρος Φιλούμενος αποτελεί τον πολύφωτο πυρσό της αγάπης του Χριστού», διότι «από παιδί αγάπησε τον Κύριο παραπάνω από τον εαυτό του και από όλα τα προσφιλή και τα ρέοντα του βίου αυτού».

Η μεγάλη αγάπη του Φιλουμένου προς τον Χριστό τον φέρνει με τη σύμφωνη γνώμη της Μονής Σταυροβουνίου στα άγια χώματα της Ιερουσαλήμ. Εκεί, στην αγιοταφική αδελφότητα, αποφασίζει να ζήσει και να πεθάνει ως ακόλουθος των ιχνών του Κυρίου. Καταλήγει στο προσκύνημα παρά το φρέαρ του Ιακώβ, κι εκεί ο Χριστός τον χαριτώνει με το μεγάλο χάρισμα του μαρτυρίου. «Έφτασες στο θείο τάγμα του αγίου Τάφου, θεσπέσιε πάτερ», σημειώνει ο ευσεβής ποιητής Χ. Μπούσιας, «ποθώντας πανευλαβώς να διακονήσεις στα ιερά προσκυνήματα κατά τους έσχατους χρόνους και να βαδίσεις στα βήματα του παντοκράτορα Ιησού». Κι η αποκορύφωση: «Υπέμεινες από άνομα χέρια τα θανατηφόρα τραύματα του πέλεκυ, ως άμωμος αμνός και θειότατο σφάγιο κι εσύ, παρά το πανάγιο φρέαρ του Ιακώβ, μιμούμενος το Πάθος του Σταυρωθέντος Χριστού του Παντοκράτορος, κατά τα έσχατα χρόνια».

Η ώρα του μαρτυρικού τέλους του αγίου, η ώρα της σφαγής του, γίνεται για τον εμπνευσμένο υμνογράφο αντικείμενο ξεχωριστής αναφοράς. Ο Φιλούμενος «φονεύτηκε με τον σκληρό τρόπο του πελεκισμού του κατά την ώρα της εσπερινής προσευχής, κι έτσι ανέβηκε τροπαιούχος στον Χριστό που ποθούσε». Για να προχωρήσει ο ύμνος με μία εικόνα που μας κατανύσσει ιδιαίτερα. «Μόνος στο φρέαρ του Ιακώβ, πανσεβάσμιε, αναπέμποντας δόξα στον Δημιουργό και Παντοκράτορα Θεό, καταπληγώθηκες, μακάριε, με πολύ θρασύ τρόπο από τον πέλεκυ των μισοχρίστων και κατακοκκίνησες τη στολή της ιερωσύνης σου από τη ροή των αιμάτων σου, με αποτέλεσμα να τρέξεις να αναγνώσεις το “εσπέρας προκείμενον” στα ουράνια δώματα». Σαν σκηνοθέτης ο υμνογράφος επικεντρώνει τον φακό του σκηνή-σκηνή στο μαρτυρικό τέλος. Τα κτυπήματα του θράσους, το αίμα που χύνεται και κοκκινίζει την ιερατική στολή, αλλά και το βάθος που μόνο η πίστη μπορεί να το επισημάνει: ο άγιος δεν σταματά τη δέηση. Ο εσπερινός συνεχίζεται λαμπρά και θαυμαστά πια στο άνω θυσιαστήριο, μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους. «Εσπέρας προκείμενον», δεν διακόπτει ο άγιος μάρτυρας, «Σοφία. Πρόσχωμεν», σαν να ακούμε πια από την ουράνια χορωδία.

Κι αυτήν τη χαρισματική σκηνή την προεκτείνει ο εκκλησιαστικός ποιητής: ο άγιος «σάν έτοιμος από καιρό», δεν φοβάται τους άνομους. Πεπληρωμένη η καρδιά του από την αγάπη του Χριστού, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος), με θάρρος και τόλμη που είχε φανερωθεί ήδη από τη στάση του και στις παλαιότερες απειλές των μισοχρίστων, αντιμετωπίζει παρομοίως και τα τελικά κτυπήματα. «Είχες τη δύναμη του Κυρίου, Φιλούμενε, ο Οποίος παρέχει τα γεμάτα ζωή νάματα, γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες καθόλου τις απειλές των εχθρών της πίστεως». Κι ακόμη: Εν πνεύματι ο άγιος, μας υπενθυμίζει ο υμνογράφος, φανερώθηκε στον αδελφό του, ευρισκόμενο στο Άγιον Όρος, για να του πει το τι διαδραματίζεται την ώρα του μαρτυρίου του. «Σε υμνούμε, ιερόαθλε Φιλούμενε, και για το ότι φανερώθηκες στον αδελφό σου που βρισκόταν στο Άγιον Όρος, και του είπες το ιερό σου μαρτύριο στον τόπο εκείνο». (Κατά ακρίβεια, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του μακαριστού και αυτού οσίου Γέροντος Ελπιδίου, διδύμου αδελφού του αγίου: «αδελφέ μου, με σκοτώνουν - προς δόξαν Θεού. Μην αγανακτήσεις»). 

Η παρρησία που απέκτησε ο άγιος ενώπιον του Κυρίου πια αποτελεί τη συνέπεια της όλης αγιασμένης βιοτής του. Ο Κύριος θέλησε ο φίλος του Φιλούμενος να είναι ένας ακόμη πρεσβευτής των ανθρώπων ενώπιόν Του, γι’ αυτό και όσοι τον επικαλούνται βλέπουν άμεσα την ιαματική επέμβασή του. «Όσοι γιορτάζουμε τη μνήμη της τελειώσεώς σου, δοξασμένε Φιλούμενε,... κραυγάζουμε: από τον Ουρανό που βρίσκεσαι σκέπε και διάσωζε από κάθε ανάγκη «σους πρόσφυγας», εμάς που προσφεύγουμε σε σένα».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Οι άγιοι ζούσαν επί Δεκίου του βασιλιά και του άρχοντα Ακυλίνου. Η αφορμή γι’ αυτούς της πίστεώς τους στον Χριστό και της τελειώσεώς τους είναι η παρακάτω: Σε τόπο της Βαλσατίας, που ονομαζόταν Ιερό, υπήρχε πολλή και πλούσια ανάδυση θερμών υδάτων, η οποία θεράπευε κατά παράδοξο τρόπο τις αρρώστιες. Εδώ λοιπόν έφτασε για θεραπεία του σώματός του ο άρχοντας της Ανατολής Ακυλίνος, ο οποίος είχε διατάξει να τον ακολουθήσουν δέσμιοι από τη Νικομήδεια και οι αθλητές που είχαν συλληφθεί για την πίστη τους στον Χριστό. Όταν πήγε στο τέμενος της Ίσιδος και πρόσφερε τις βδελυρές θυσίες του, διέταξε και τους αγίους να θυσιάσουν στα είδωλα και να τα προσκυνήσουν. Επειδή βεβαίως εκείνοι αρνήθηκαν να το κάνουν, έδωσε προσταγή να τους σκοτώσουν όλους με ξίφη. Έτσι οι γενναίοι γίνανε θαυμαστοί μάρτυρες του παμβασιλέως Χριστού του Θεού, με τη βοήθεια Εκείνου, τριακόσιοι εβδομήντα τον αριθμό.

Βλέποντας αυτούς ο άγιος Παράμονος, με μεγάλη φωνή φώναξε και είπε: «Βλέπω μεγίστη ασέβεια. Διότι ο μιαρός αυτός κατασφάζει τόσους δικαίους και ξένους με παράλογο τρόπο». Ο άρχοντας, όταν το άκουσε, καταλήφθηκε από μανία και διέταξε αμέσως να τον σκοτώσουν. Οι απεσταλμένοι του άρχοντα αφού συνέλαβαν τον Παράμονο, ο οποίος δεν γνώριζε τη διαταγή και συνέχιζε να βαδίζει στον τόπο που βρισκόταν, δεν ήθελαν ένας να διαπράξει τον φόνο, αλλά όλοι. Έτρεξαν λοιπόν να χύσουν αίμα αθώο, μπροστά στα μάτια του άρχοντα, με τα ίδια τους τα χέρια και με τα δικά τους όπλα. Άλλοι τότε τον κτυπούσαν με λόγχες, άλλοι με μυτερά καλάμια, περνώντας τα μέσα από τη γλώσσα και τα λοιπά μέλη του αγίου, μέχρις ότου μπροστά στον τύραννο τον σκότωσαν  στον τόπο που είπαμε, και τον έστειλαν έτσι στις ουράνιες σκηνές. Στον ίδιο χώρο με τους αγίους τριακοσίους εβδομήντα μάρτυρες και στις ίδιες θήκες με αυτούς συγκαταριθμήθηκε και ο άγιος και κατατέθηκε το λείψανό του».

Αυτό που θαυμάζει κανείς στον άγιο Παράμονο εξαρχής, είναι η αντίδρασή του μπροστά σε μία εξώφθαλμη αδικία. Μπροστά στο τρομερό γεγονός του μαρτυρικού θανάτου τόσων ανθρώπων, η ψυχή του «πνίγεται» και αντιδρά. Δεν κρύβεται, δεν κάνει τον «ανήξερο», δεν ακολουθεί τον δρόμο της «σύνεσης», για να μην πάθει κι εκείνος τίποτε – έβλεπε οπλισμένους στρατιώτες και την εξουσία του τόπου, συνεπώς ανθρωπόμορφα θηρία που μπορούσαν να του κάνουν κακό – με άλλα λόγια, δεν ακολουθεί την «πεπατημένη» του ιερέα και του λευίτη της παραβολής του καλού Σαμαρείτη – «δεν ήσουνα ξαπλωμένος στον καιρό των αγώνων, αλλά μάλλον όρθιος και ρωμαλέος για τη θεία άθληση» -  αλλά αφήνει να εκφραστεί η αγανάκτησή του, με τρόπο  που να ακουστεί. Κι αυτή η αντίδρασή του, η οποία τελικώς θα στοιχίσει και τη δική του ζωή, φανέρωσε την υπάρχουσα μέσα του καλή διάθεση της ψυχής. Ο άγιος Παράμονος είχε καλή καρδιά, που διατηρούσε μέσα της ανθρωπιά, δηλαδή αγάπη. Μας το αποκαλύπτει ο απόστολος Παύλος, όταν θα πει μεταξύ των άλλων ότι «η αγάπη ου χαίρει επί τη αδικία». Έτσι ο άγιος Παράμονος λειτούργησε σαν τον καλό  Σαμαρείτη, που ναι μεν δεν μπορούσε να βοηθήσει τους σφαγιαζομένους μάρτυρες, αν είχε όμως τη δυνατότητα θα το έκανε.

Ο άγιος υμνογράφος κινείται μ’ αυτό το σκεπτικό. Θεωρεί μάλιστα ότι όχι μόνον η αντίδρασή του αγίου ήταν θέμα αληθινής ανθρωπιάς, αλλά και χάρης Θεού, θεϊκού ζήλου. Διότι μόνον  ένας που η καρδιά του νύττεται από ζήλο Θεού, μπορεί και αυτός να θελχθεί από το μαρτύριο των αγίων, πολύ περισσότερο να γίνει και ο ίδιος μάρτυρας. «Μόλις κατενόησες, Παράμονε, ότι ο πολυάριθμος δήμος των μαρτύρων κατασφάττεται για την πίστη του πάντων Θεού και βασιλέα, θέλχθηκες εντελώς από τον ζήλο του Θεού και φώναξες δυνατά: Είμαι πάντοτε κι εγώ γνήσιος δούλος Χριστού. Μάθετέ το παράνομοι τύραννοι. Και να, τώρα, παρευρίσκομαι από μόνος μου, προκειμένου να θυσιαστώ σαν άκακο αρνί».

Εκείνο που κινητοποίησε τον άγιο Παράμονο, ώστε να προκληθεί και να θεριέψει η πίστη του στον Χριστό, ήταν βεβαίως το παράδειγμα των πολυαρίθμων μαρτύρων. Δεν άκουσε λόγια περί Χριστού – αναγκαία ασφαλώς κι αυτά – δεν διάβασε κάτι για Εκείνον. Είδε σαρκωμένη και έμπρακτη την πίστη. Και ζήλεψε. Και κινητοποιήθηκε. Και αντέδρασε. Και έγινε και αυτός μάρτυρας. «Μένοντας έκπληκτος, ένδοξε, από την υπομονή των μαρτύρων, και θαυμάζοντας το τέλος τους, έγινες κοινωνός μ’ αυτούς στον ζήλο της πίστεώς τους και της υπέρτιμης άθλησής τους». Για να αποδειχτεί για μία ακόμη φορά ότι μεγαλύτερο μάθημα πίστεως από το προσωπικό παράδειγμα, από την πράξη της ζωής, δεν υπάρχει. Που σημαίνει: αν θέλουμε να βοηθήσουμε κι εμείς τον παραπαίοντα κόσμο μας, που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ πίστεως και απιστίας, αν θέλουμε η πίστη του Χριστού να φουντώσει, πέρα από τη χάρη Εκείνου που έτσι κι αλλιώς μας τη δίνει πλουσιοπάροχα κάθε στιγμή, χρειάζεται και η δική μας συνέργεια. Κι αυτό σημαίνει πρωτίστως: λιγότερα λόγια και περισσότερο προσωπικό παράδειγμα. Την ώρα που ο κάθε πιστός μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, εκείνην την ώρα προσφέρεται ο ουρανός στους άλλους ανθρώπους και λάμπει ο ήλιος της πίστεως.

28 Νοεμβρίου 2021

ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΚΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΝΟΗ...

Δεν μπορεί να υπάρξει πνευματική ζωή, δεν μπορεί να ορθοποδήσει κανείς σ’ αυτήν και να προκόψει, αν η προσευχή δεν έχει σφραγίσει την ύπαρξή του και δεν έχει γίνει συστατικό της ζωής του, πραγματικά θέμα ζωής ή θανάτου γι’ αυτόν. «Μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» - πρέπει να μνημονεύει κανείς τον Θεό περισσότερο και απ’ όσο αναπνέει, σημειώνει επ’ αυτού ο μέγας Πατήρ Γρηγόριος ο Θεολόγος. Βγάλε δηλαδή την προσευχή από τη ζωή σου, και τότε θα πεθάνεις. Θα πεθάνεις πνευματικά, γιατί θα αποκοπείς από Εκείνον που είναι η Ζωή.

Και τι είναι προσευχή; «Προσευχή είναι συνουσία και ένωση του ανθρώπου με τον Θεό», ορίζει τολμηρά ο μέγας κι αυτός διδάσκαλος άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Κι είναι αυτή, για τον ίδιο, που «διατηρεί τον κόσμο, συμφιλιώνει με τον Θεό, γεννά τα δάκρυα, συγχωρεί τα αμαρτήματα, σώζει από τους πειρασμούς, προστατεύει από τις θλίψεις… τρέφει την ψυχή, φωτίζει τον νου» - σε κάνει κατοικητήριο δηλαδή του Θεού και παντοδύναμο, αλλά και γαληνεμένο στο έπακρο!  Κι ακριβώς γι’ αυτό ο διάβολος τρέμει τον προσευχόμενο άνθρωπο – η προσευχή του τον μαστιγώνει. «Οι δαίμονες θα απομακρυνθούν από κοντά σου σύντομα, επειδή δεν θέλουν οι ανόσιοι να σε βλέπουν να στεφανώνεσαι πολεμώντας εναντίον τους με την προσευχή. Επί πλέον, θα φύγουν και επειδή τους μαστιγώνει η προσευχή σαν φωτιά». 

Αρκεί βεβαίως να είναι αληθινή προσευχή, «με υφασμένο τον χιτώνα της ψυχής με το νήμα της αμνησικακίας. Ειδεμή τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθείς από την προσευχή» (Ιωάννης Κλίμακος).  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 715 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς, τον Ιωάννη και την Άννα. Ασκήθηκε από τη νεότητά του στη μονή του αγίου Αυξεντίου, που ήταν στη Βιθυνία. Η μονή βρισκόταν σε υψηλό τόπο, που ονομαζόταν Βουνό του αγίου Αυξεντίου. Έγινε ηγούμενος των μοναχών εκεί. Η φήμη των πνευματικών του αγώνων ακούστηκε παντού και η ευωδία των αρετών του οδήγησε πολλούς σ’  αυτόν. Απέθανε με μαρτυρικό θάνατο λόγω της προσκύνησης των αγίων εικόνων, επί Κωνσταντίνου του καλουμένου Κοπρωνύμου. Προ του μαρτυρικού τέλους του, ο Κοπρώνυμος τον κατεδίκασε επί ένδεκα μήνες σε δεσμά και φυλακές. Έπειτα διέταξε και τον έσυραν κατά γης και τον λιθοβόλησαν σαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο, εξ ου και επονομάστηκε νέος Στέφανος. Τον κτύπησαν στη συνέχεια με ξύλο στα μηνίγγια και αφού του συνέτριψαν το κεφάλι, άφησε το πνεύμα του το 767 μ.Χ.».

Ο όσιος Στέφανος οδηγήθηκε στο μαρτύριο λόγω της επιμονής του στην ορθόδοξη πίστη, που την εποχή εκείνη (8ος μ.Χ. αιώνας) αποδεικνυόταν με την αποδοχή των εικόνων («μαρτύρησε γιατί σεβόταν την εικόνα του Χριστού και όλων των αγίων»). Ήταν από εκείνους που κατεξοχήν με την πράξη της ζωής του συνέβαλε στη στερέωση του ορθοδόξου φρονήματος – μη ξεχνάμε ότι η εικονομαχία ήταν στην πραγματικότητα χριστολογική αίρεση, δηλαδή αμφισβητούσε την αληθινή εικόνα του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου – γι’  αυτό και είχε και ο ίδιος εικόνες: του Κυρίου, της Παναγίας, των άλλων αγίων, τις οποίες, όπως είπαμε, σεβόταν, ασπαζόταν, προσκυνούσε, απονέμοντας βεβαίως τιμητική προσκύνηση σ’ αυτές. Ένας ύμνος μάλιστα του υμνογράφου μας αποδίδει «ζωγραφικά» τη στάση του οσίου απέναντι στις εικόνες. Ο όσιος γονατιστός προφανώς μπροστά στην εικόνα της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας, τον Οποίο βαστάζει στην αγκαλιά της, κατασπάζεται ένδακρυς Εκείνη και τον Υιό Της, προσευχόμενος να δώσουν λύση στο πρόβλημα που ταλάνιζε την Εκκλησία και νιώθοντας αισθητά τη χάρη του αγίου Πνεύματος, η οποία τον ενδυνάμωνε να βδελυχθεί το δυσσεβές δόγμα του δυσσεβούς βασιλιά, συνεπώς και να δώσει και την ίδια τη ζωή υπέρ της αληθούς πίστεως. «Επειδή ασπαζόσουν τη σεπτή εικόνα του Χριστού και της Παναγίας Μητέρας Του, μακάριε, βδελύχθηκες το δυσεβές δόγμα του δυσεβή βασιλιά, με τη δύναμη του Θείου Πνεύματος».

Η περιγραφή του υμνογράφου εν προκειμένω γίνεται σημείο προσανατολισμού. Στο κάθε πρόβλημα, δικό μας ή των άλλων, η προσευχητική στάση μας μπροστά στην εικόνα του Κυρίου και της Παναγίας μας είναι το κατεξοχήν όπλο μας. Η προσευχή αυτή, ενδυναμούμενη και από την προσπάθεια εφαρμογής των εντολών του Κυρίου μας, μας οδηγεί στη διέξοδο των προβλημάτων μας. Κι η σπουδαιότερη διέξοδος τις περισσότερες φορές είναι η από τον Κύριο προσφορά της χάρης της υπομονής, ώστε να αντέχουμε τα προβλήματα.

27 Νοεμβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

«Διδάσκαλε αγαθέ...Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ει μη εις∙ ο Θεός» (Λουκ. 18, 18-19)

Προξενεί εντύπωση  το γεγονός ότι ο Κύριος στο περιστατικό με τον νεαρό πλούσιο δεν μένει μόνο στο θεωρούμενο βασικό του ερώτημα – ποιο ερώτημα μπορεί να θεωρηθεί πιο ουσιαστικό από αυτό της αιώνιας ζωής; - αλλά σχολιάζει και την κρίση του γι’  Αυτόν: «Διδάσκαλε αγαθέ». Γιατί άραγε; Ποιος ο λόγος ο Κύριος να μην αφήσει κατά μέρος την προσφώνησή Του από τον προσελθόντα άρχοντα;

1. Ο Κύριος καταρχάς δεν αμφισβητεί τον ρόλο Του ως διδασκάλου. Δεν σχολιάζει το γεγονός ότι πράγματι ήλθε στον κόσμο και ως Διδάσκαλος. Όλοι όσοι Τον προσήγγιζαν, όντως Τον αποδέχονταν με τον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς ο Κύριος να απορρίπτει τη συγκεκριμένη Του ιδιότητα. Κι είναι ευνόητο: ήταν ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού, που και ως άνθρωπος λειτούργησε με τον συγκεκριμένο τρόπο. «Εγώ ήλθον ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». «Με αποκαλείτε Διδάσκαλο και Κύριο. Και πράγματι είμαι». Ο λόγος συνεπώς και η διδασκαλία Του περιέκλειε την παντοδυναμία του Θεού, ήταν το όχημα, θα έλεγε κανείς, να καλέσει η χάρη του Θεού την καρδιά του ανθρώπου, ή, με τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου, το ευαγγέλιό Του ήταν και είναι  «η δύναμις του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι». Το «ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος» θα αποτελεί πάντοτε σε όλους τους αιώνες την αντίδραση των ακροατών Του, ακόμη και των θεωρουμένων αρνητών και εχθρών Του. Και βεβαίως, ως γνωστόν, ο Κύριος λειτουργούσε ως διδάσκαλος και μέσα από τα θαύματά Του. Τα θαύματά Του δεν ήταν «μαγικά», προς θάμπωμα των ανθρώπων, αλλά άλλου είδους φανέρωση και μαρτυρία της νέας πραγματικότητας που έφερνε στον κόσμο.

2. Η αντίδρασή Του είναι για τον χρωματισμό που δίδει σ’  Αυτόν ως διδάσκαλο ο προσελθών άρχων: «Τι με λέγεις αγαθόν;» Για να συμπληρώσει με ό,τι αποκαλύπτει για την έννοια του αγαθού η Παλαιά Διαθήκη: «ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Το δεύτερος σκέλος, η αξιωματική θέση ότι ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός φωτίζει την άρνηση της αποδοχής του χαρακτηρισμού και για τον Ίδιο. Τι θέλουμε να πούμε; Ο Κύριος προφανώς δεν αρνείται αυτό που ήλθε να φανερώσει: ότι είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Αλλά η φανέρωση αυτή γινόταν σταδιακά, διότι απαιτούσε την ανάλογη πίστη των ανθρώπων. Ας θυμηθούμε ότι και οι μαθητές Του, ακόμη δε και η ίδια η Παναγία Μητέρα Του, δεν έφτασαν στο σημείο αυτό φωτισμού – να Τον πιστεύουν και ως Θεό – παρά μόνον μετά την Ανάληψή Του, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Με τη δύναμη της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος θα διανοίγονταν τα μάτια της ψυχής τους, για να Τον δουν στην ολοκληρία Του: τον Θεό που ενανθρώπησε. Ακόμη και η ομολογία του αποστόλου Πέτρου ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, λίγο καιρό προ των Παθών Του, ήταν μία περιστασιακή ομολογία, η οποία μετά από λίγο θα γινόταν τριπλή άρνηση. Και περισσότερο: η αποκάλυψη της θεϊκής Του δόξας στο όρος Θαβώρ στους «προκρίτους» των μαθητών Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, θα συνοδευόταν από την εντολή να μην πουν τίποτε για όσα είδαν και άκουσαν, παρά μόνον μετά την εκ νεκρών Ανάστασή Του.

3. Έτσι, η ερωτηματική άρνησή Του ότι είναι  και Αυτός αγαθός αποτελεί το προστατευτικό κάλυμμα σ’ εκείνον – τον άρχοντα, αλλά και όλους τους ακροατές Του της ώρας εκείνης – που έτσι κι αλλιώς δεν Τον προσήγγισε ως τον Μεσσία  και που δεν είχε τους ανάλογους οφθαλμούς και τη δύναμη να Τον αποδεχτεί ως Θεό, πολλώ μάλλον που η εξέλιξη του διαλόγου απέδειξε και τη μη γνησιότητα της αναζήτησης του άρχοντα: στην υπόδειξη του Κυρίου να Τον ακολουθήσει για να βρει το «ένα που του έλειπε», ώστε να κερδίσει την αιώνια ζωή, με απόρριψη του βάρους του πλούτου του, εκείνος «απήλθε λυπούμενος». Διότι προφανώς η αγάπη για τα πλούτη του ήταν μεγαλύτερη από την αγάπη του για τον Θεό. Η πλάγια αυτή άρνηση του Κυρίου ότι είναι αγαθός, γι’ αυτούς που δεν μπορούν να Τον δουν ως Θεό, θυμίζει την περίπτωση του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά με τις πλάκες του Νόμου: είχε κάλυμμα στο πρόσωπό του, διότι οι συμπατριώτες του αδυνατούσαν να αντέξουν τη λάμψη που εξέπεμπε. Αντιστοίχως λοιπόν και ο Κύριος: δρα με τρόπο φιλάνθρωπο, προκειμένου να προστατέψει τους αδύναμους πνευματικούς οφθαλμούς του προσελθόντος σ’ αυτόν άρχοντα.

4. Είπαμε όμως ότι ο Κύριος προσανατολίζει στον μόνο Αγαθό, τον αληθινό Θεό. «Ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Μία αλήθεια που καταλαβαίνει κανείς τη σημασία της, όταν σκεφτεί ότι όλες οι φιλοσοφίες και οι προβληματισμοί του ανθρώπου στο διάβα των αιώνων το περί αγαθού ερώτημα είχαν ως επίκεντρο των αναζητήσεών τους. Διότι ανάλογα με το τι προσδιόριζε κανείς ως αγαθό, αντιστοίχως καθόριζε και το πρακτέο της ζωής του. Με άλλα λόγια, η αξιολογία – ο λόγος περί του αγαθού – οδηγούσε και στην ανάλογη δεοντολογία. Δύο απλά παραδείγματα νομίζουμε μπορούν να φωτίσουν τα πράγματα. Το ένα: Ο άφρων πλούσιος της γνωστής παρααβολής του Κυρίου – που σημειωτέον στο βάθος δεν διαφέρει και πολύ από τον σημερινό άρχοντα – ως αγαθό της ζωής του είχε τα πλούτη του και τα υλικά αγαθά του. Η αξιολογία του αυτή: ο πλούτος είναι ό,τι αξίζει στη ζωή, τον οδήγησε και στην ανάλογη πράξη: να είναι ένας ατομιστής, που δεν βλέπει τίποτε στη ζωή του πέρα από τον εαυτό του. Κι από την άλλη: Ο Ζακχαίος του περιστατικού της Καινής Διαθήκης, πλούσιος και αυτός, έχει διαφορετική αξιολογική κλίμακα. Η συνάντησή του με τον Κύριο αλλάζει τις προτεραιότητές του και αγαθό γι’ αυτόν γίνεται ο Θεός και το θέλημά Του. Η πράξη έπειτα της ζωής του επιβεβαιώνει την αλλαγή: αποκαθιστά τις αδικίες που είχε διαπράξει, μοιράζει την περιουσία του στους πτωχούς.

Έτσι, ο τονισμός από τον Κύριο του Θεού ως του μόνου Αγαθού προσανατολίζει τον άνθρωπο σ’  Εκείνον που (πρέπει να) συνιστά κέντρο της ζωής του και κινητήρια δύναμη των ενεργειών του. Είναι σαν να υπενθυμίζει ο Κύριος ότι ο Θεός δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά η βάση και το θεμέλιο, η πηγή όλων των αξιών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ο ίδιος αγαθός, δηλαδή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η αξιακή αναφορά του κόσμου, μπορεί όμως να γίνει αγαθός, στο βαθμό που αποδέχεται τον αγαθό Θεό και σχετίζεται με Αυτόν.

Ως χριστιανοί είμαστε σε προνομιούχο θέση: πιστεύουμε στον Χριστό, ως Θεό και άνθρωπο, συνεπώς Τον θεωρούμε ως τον όντως Αγαθό, την μόνη και απόλυτη αξία της ζωής μας. Όλη η εκκλησιαστική ζωή πλέκεται γύρω από αυτήν την πραγματικότητα, που καθορίζει και την πορεία μας ως χριστιανών. Είμαστε όμως, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, και στη δεινότερη θέση: αν δεν γινόμαστε μαζί Του αγαθοί, αν δεν είμαστε κι εμείς ως μέλη Του αγαθοί, σημαίνει ότι δεν έχουμε καμία πραγματική σχέση μ’  Εκείνον. Και αγαθός, κατά το πρότυπο του Κυρίου, θα πει: άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον Θεό, άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Αγαθός μ’  ένα λόγο γίνεται εκείνος που διαπνέεται πραγματικά από αγάπη, διότι ο φύσει Αγαθός, ο Θεός, «αγάπη εστί».

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 18, 18-27)

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν και λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν».

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, κάποιος άνθρωπος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο στενοχωρημένον, είπε: «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα! Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για τον Θεό είναι δυνατά».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εφεσ. 2, 4-10)

4 Ὁ δὲ Θεὸς πλούσιος ὢν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς, 5 καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ· χάριτί ἐστε σεσωσμένοι· 6 καὶ συνήγειρε καὶ συνεκάθισεν ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 7 ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. 8 τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, 9 οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. 10 αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν.

Νεοελληνική Απόδοση

«Ο Θεός όμως μας αγάπησε, γιατί είναι πλούσιος σε έλεος και έχει απέραντη αγάπη. Κι ενώ ήμασταν πνευματικά νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, μας ξανάδωσε ζωή μαζί με το Χριστό. Με τη χάρη του έχετε σωθεί. Μας ανέστησε μαζί με τον Ιησού Χριστό και μας έβαλε να καθήσουμε μαζί μ’ αυτόν στα ουράνια. Κι έτσι, με την αγάπη που μας έδειξε διά του Ιησού Χριστού, φανερώνει στις μελλοντικές γενιές πόσο υπερβολικά γενναιόδωρη είναι η χάρη του. Πραγματικά, με τη χάρη του σωθήκατε διά της πίστεως. Και αυτό δεν είναι δικό σας κατόρθωμα αλλά δώρο Θεού. Δε σωθήκατε με τα δικά σας έργα κι έτσι κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό. Γιατί είμαστε δημιούργημα του Θεού, ο οποίος διά του Ιησού Χριστού μας έκανε καινούριους ανθρώπους, για να μπορούμε να κάνουμε καλά έργα, που τα προετοίμασε ο Θεός, για να είναι μ’ αυτά γεμάτη η ζωή μας».

Η ΑΡΜΟΜΕΛΟΤΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΣΟΥ

«Πιστῶς ἀθροισθέντες σήμερον, φιλοθεάμονες, ἀθρήσατε πάλην, ξένην καί διαλάττουσαν, Ἰακώβου τοῦ ἐκ Περσίδος ἡμῖν ἀστράψαντος, δίκην ἀστέρος τοῦ τοῖς Μάγοις φανέντος καί πρός τήν ἀληθῆ ἐπίγνωσιν καθοδηγήσαντος. Οὗτος γάρ ὁ γεννάδας, ἐν τῷ πίπτειν τούς πολεμίους ἀνέτρεπε, καί ἐν τῷ ἁρμομελοτομεῖσθαι τούς τυράννους ἐξενεύρου, τῇ ἄνωθεν προμηθείᾳ νευρούμενος καί βοῶν˙ Εἰ καί τά μέλη μου αἰσθητά ὄντα τέμνετε, ἀλλ’ ἔχω Χριστόν, νοητῶς μοι τά πάντα γινόμενον. Ὅθεν προβλέπων τήν μέλλουσαν ζωήν, διά τοῦ τοῖς πᾶσι προκειμένου θανάτου, πρός ἐκείνην ἔσπευσε περᾶσαι˙ εἰς ἥν καί αὐλιζόμενος, αἰτεῖται ἡμῖν παρά τοῦ στεφοδότου Θεοῦ ἱλασμόν, φωτισμόν, καί τό μέγα ἔλεος, τοῖς ἐκτελοῦσι τήν μνήμην αὐτοῦ» (Δοξαστικό αποστίχων όρθρου, πλ. δ΄).

«Φιλοθεάμονες, καθώς μαζευτήκατε σήμερα με πίστη, ας παρατηρήσετε με προσοχή παράξενη και διαφορετική πάλη, του Ιακώβου που άστραψε από την Περσία σαν το αστέρι που φάνηκε στους Μάγους τότε που γεννήθηκε ο Χριστός και τους καθοδήγησε προς την αληθινή επίγνωση. Κι αυτό γιατί αυτός ο γενναίος την ώρα που έπεφτε νικούσε τους εχθρούς, και την ώρα που τον έκοβαν κομματάκια εξόργιζε τους τυράννους, ενδυναμούμενος από τη βοήθεια του Θεού και φωνάζοντας δυνατά: Κι αν τα μέλη μου που είναι αισθητά τα κόβετε, όμως έχω τον Χριστό που γίνεται για μένα τα πάντα. Γι’ αυτόν τον λόγο βλέποντας ενώπιόν του τη μέλλουσα ζωή έσπευσε να περάσει προς αυτήν μέσω του θανάτου που είναι μπροστά σε όλους. Στη ζωή αυτή τώρα ευρισκόμενος ζητάει για χάρη μας από τον Θεό να μας δώσει συγχώρηση, φωτισμό και το μέγα Του έλεος, σε όλους εμάς που επιτελούμε τη μνήμη του».

Σαν σκηνοθέτης ο γνωστός υμνογράφος της Εκκλησίας Γεώργιος ο Σικελιώτης, (που έζησε περί τα τέλη του όγδοου αιώνα και μας άφησε πολλούς ύμνους), προβάλλει στο δοξαστικό των αποστίχων του όρθρου της εορτής του μεγαλομάρτυρα Ιακώβου του Πέρσου σε ήχο πλ. δ΄ - τον ήχο που δίνει έκταση και ευρύτητα στις ζωηρές φωνές των ασμάτων και χαρακτηρίζεται κορωνίδα και τέλος όλων των ήχων – το μαρτυρικό τέλος του αγίου. Προσκαλεσμένοι στο «θέαμα» αυτό όλοι οι πιστοί της Εκκλησίας για να δούμε τα παράδοξα του αγώνα και της πάλης του – μίας άνισης πάλης μεταξύ αυτού που βρίσκεται παντελώς άοπλος μόνο με το σώμα του και των πάνοπλων εχθρών του, των δημίων του βασιλιά της Περσίας. Και ποια τα παράδοξα; Μα το γεγονός ότι ο αδύναμος γίνεται ο ισχυρός, αυτός που πέφτει από τα κτυπήματα νικάει τους εχθρούς, αυτός που κομματιάζεται αποκτά πελώριες διαστάσεις «καταπίνοντας» τους αντιπάλους. Πώς; Με τη βοήθεια του παντοδύναμου και παντοκράτορα Κυρίου, ο Οποίος γίνεται τα πάντα για τον αγαπημένο του φίλο: όσα χάνει τα αναπληρώνει αμέσως. Γιατί; Διότι πάσχει κι Εκείνος μαζί του, αφού ο μάρτυρας αποτελεί μέλος Του. Αυτό είναι και το μυστήριο του κάθε μαρτυρίου που αδυνατεί βεβαίως ελλείψει «οφθαλμών» να το δει ο άπιστος άνθρωπος: ο μάρτυρας ποτέ δεν είναι μόνο αυτό που «φαίνεται» από τις σωματικές αισθήσεις – ένα κορμί που κείται αδύναμο. Είναι ολόκληρος όταν κανείς τον «δει» με τα μάτια της πίστεως μαζί με τον Χριστό – ό,τι συνιστά την αυτοσυνειδησία του κάθε χριστιανού. «Μέλος Χριστού» ακριβώς, «κλήμα στο αμπέλι του Χριστού», «πέτρα οικοδομημένη στο θεμέλιο του Χριστού», Χριστός δηλαδή κι αυτός «εν ετέρα μορφή». Και παρακολουθούμε λοιπόν οι πιστοί το «βάθος» των πραγμάτων και μετέχουμε εν χάριτι και στην κοινωνία των παθημάτων Χριστού από τον μάρτυρα αλλά και στον δοξασμό του: το πέρασμά του στη Βασιλεία του Θεού, εκεί που χαίρει και αγάλλεται, αρχίζοντας ταυτόχρονα όμως και το μεγαλύτερο πια «διακόνημά» του: την προσευχή του για χάρη μας, εμάς που βρισκόμαστε ακόμα στον κόσμο τούτο και ταλαιπωρούμαστε από τα πάθη μας και τον πεσμένο στην αμαρτία κόσμο μας.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν επί των βασιλέων Ονωρίου και Αρκαδίου, χριστιανός από γονείς χριστιανούς, κατοικούσε στην πόλη Βηθλαβά, στη χώρα των Ελουζησίων, από γένος έντιμο και λαμπρό, και ετιμάτο πολύ από τον βασιλιά Ισδιγέρδο. Γι’  αυτόν τον λόγο, επειδή δηλαδή τον αγαπούσε πολύ ο βασιλιάς των Περσών, απομακρύνθηκε από την πίστη των Χριστιανών και ακολούθησε τον βασιλιά, οδηγούμενος έτσι στην απώλεια με την άρνηση του Χριστού. Όταν όμως η μητέρα του και η σύζυγός του διέκοψαν την κοινωνία τους με αυτόν, διότι προτίμησε την αγάπη του βασιλιά από την αγάπη του Χριστού, και για την πρόσκαιρη δόξα επέλεξε την αιώνια ντροπή και κατάκριση – κάτι που του το μήνυσαν με γράμματα που του έστειλαν – πληγώθηκε στην ψυχή και απομακρύνθηκε από τη μάταια θρησκεία του βασιλιά, οπότε άρχισε να κλαίει για όσα αμάρτησε, καθώς αποστάτησε από τον Χριστό. Για τον λόγο αυτό οδηγείται σε εξέταση, ενώ ο βασιλιάς δυσαρεστήθηκε  πάρα πολύ από το γεγονός. Αποτέλεσμα ήταν να υποστεί πικρό θάνατο, με την κατάτμηση λίγο λίγο της αρμονίας του σώματος: των χεριών και των ποδιών και των βραχιόνων, ώστε να μείνει μόνον σ’  αυτόν το κεφάλι με την κοιλιά. Έπειτα του αφαίρεσαν και το κεφάλι με μαχαίρι».

Η μητέρα και η σύζυγος του αγίου Ιακώβου έπαιξαν τον ρόλο του αλείπτη, δηλαδή του πνευματικού προπονητή του, όταν η συναισθηματική προσκόλληση του αγίου στον βασιλιά των Περσών τον απομάκρυνε από την πίστη του Χριστού. Όπως σημειώνει ο υμνογράφος: «Δέχτηκες τη νουθεσία των πιο οικείων προσώπων σου με φρόνηση, και με χαρά προχώρησες προς τους μαρτυρικούς αγώνες». Και: «πεισθείς τη καλή συζύγω…ανεδείχθης μάρτυς θαυμαστός».  Όπως συνέβαινε ιδίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οπότε και αναφάνηκε ο συγκεκριμένος αυτός θεσμός: να καθοδηγούνται από έμπειρους πνευματικούς, τους αλείπτες ονομαζομένους,  οι αρνησίχριστοι, ώστε μετά από προετοιμασία να πηγαίνουν στο μαρτύριο, ομολογώντας την πίστη τους εκεί που αρνήθηκαν τον Χριστό, έτσι και με τον Ιάκωβο: χωρίς να έχουν συνείδηση επακριβώς του συγκεκριμένου ρόλου τους η μητέρα και η γυναίκα του, αυθόρμητα, έγιναν το όργανο του Θεού για να μεταστραφεί και πάλι εκείνος, και μάλιστα να φτάσει στο μαρτύριο. Και τι μαρτύριο; Τέτοιο που ο υμνογράφος μάς προτρέπει να στενάξουμε και να κλάψουμε, βλέποντας το τι πέρασε με την ομολογία του Χριστού. «Από ψυχής στενάξωμεν πάντες, δάκρυα εκχέοντες, καθορώντες πικρώς τον Μάρτυρα μελιζόμενον».

Το τρομερό αυτό μαρτύριο όμως που υπέστη – «υπέμεινες καρτερικά το κόψιμο των δαχτύλων και των χεριών σου και των βραχιόνων σου, όπως και των ποδιών και των κνημίδων σου» - δηλωτικό της γνήσιας μεταστροφής και μετάνοιάς του, τον έκανε να αναφανεί ως νέο αστέρι εκ Περσίδος, καθοδηγητικό των υπολοίπων χριστιανών. Ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης, έκθαμβος μπροστά πια στα φοβερά μαρτύριά του, τον θεωρεί ως αντίστοιχο με το αστέρι που καθοδήγησε κατά τη Γέννηση του Κυρίου τους εκ Περσίδος μάγους. Ο άγιος Ιάκωβος μάς φέρνει μπροστά στον Χριστό μέσω του μαρτυρίου του. Εκείνον προβάλλει το πάθος του, το οποίο βεβαίως κατανοείται ως μαρτύριο «κοινωνίας των παθημάτων του Χριστού». «Ο Ιάκωβος ο Πέρσης άστραψε σαν το αστέρι που φάνηκε στους Μάγους κατά τη Γέννηση του Χριστού και τους καθοδήγησε προς την αληθινή επίγνωση». Και: «Ο Χριστός ανέτειλε στους ανθρώπους τον θείο Ιάκωβο ως νεοφανή αστέρα…και δι’  αυτού έδιωξε τη σκοτεινιά της πλάνης». Ο παραλληλισμός που κάνει ο υμνογράφος, λόγω της αφορμής που του δίνει η εκ Περσίας καταγωγή του Ιακώβου, είναι καταπληκτικός. Διότι έτσι τονίζει με πράγματι μοναδικό τρόπο τη δύναμη του χριστιανικού μαρτυρίου: ο θάνατος ενός χριστιανού δίνει τη μεγαλύτερη ώθηση στην πίστη των ανθρώπων. Είναι όντως ένα φως που καθοδηγεί τους εν σκότει ευρισκομένους.

Ο Θεοφάνης όμως, πέραν των ανωτέρω, κάνει και δύο ακόμη σημαντικές επισημάνσεις.  Πρώτον∙ ο άγιος Ιάκωβος τελικώς με τη μεταστροφή του αποδεικνύεται πράγματι έξυπνος. Ενώ ένας κοσμικός άνθρωπος, με κριτήρια απιστίας, θα έλεγε ότι εκμεταλλευόμενος τη σχέση του με τον βασιλιά, όπως και τη θέση και τα πλούτη που του εξασφάλιζε η γνωριμία του αυτή, τότε ήταν πραγματικά έξυπνος, με τα κριτήρια της πίστεως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Και δικαίως: έξυπνος τελικώς είναι εκείνος που προκρίνει το αιώνιο από το πρόσκαιρο και το φθαρτό. Κι αυτό έκανε ο άγιος Ιάκωβος. «Περιφρόνησες, στεφανηφόρε Ιάκωβε, γιατί είχες φρόνηση, το φθαρτό και το ευδιάλυτο των πρόσκαιρων πραγμάτων. Σαν έξυπνος δε άνθρωπος προτίμησες το ασάλευτο των αιωνίων πραγμάτων». Πόσο πρέπει να τονίζουμε την αλήθεια αυτή και σήμερα, που δυστυχώς δεν μπορούμε να δούμε το προέχον των αιωνίων από τα προσωρινά και φθαρτά. Και είμαστε και χριστιανοί.

Δεύτερον∙ ο άγιος Ιάκωβος, όπως τον παρουσιάζει ο υμνογράφος, εξαγγέλλει επίσης μία αλήθεια που δεν λαμβάνεται υπόψη όσο πρέπει: ό,τι υφίσταται ένας πιστός χάριν της πίστεώς του, τόσο αυτό που υφίσταται αναπληρώνεται αντιστοίχως από τον Θεό και γίνεται η δόξα του. Σαν τον Σταυρό του Κυρίου: το Πάθος έγινε η δόξα Του. Με τη διατύπωση του ιδίου του υμνογράφου: «Ει και τα μέλη μου αισθητά όντα τέμνετε, αλλ’ έχω Χριστόν, νοητώς μοι τα πάντα γινόμενον» - Αν και τα μέλη μου που είναι αισθητά τα κομματιάζετε, όμως έχω τον Χριστό, που νοητά γίνεται τα πάντα για μένα. Με άλλα λόγια: ο πιστός, έστω κι αν βλέπει να του παίρνουν τα πάντα,  όσο έχει τον Χριστό, όσο η πίστη του είναι ζωντανή, θα βλέπει Εκείνον να του αναπληρώνει ό,τι έχασε με τρόπο θαυμαστό. Αλλά καταντάμε κουραστικοί κάθε φορά: έχουμε την πίστη Του; Κρατάμε τον Χριστό;

26 Νοεμβρίου 2021

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ - ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ!

Όταν η Εκκλησία μας έρχεται διά της υμνολογίας μας να μας πει ότι ο άγιος Στυλιανός ο Παφλαγών ισοσταθμίζεται με τεράστια πνευματικά αναστήματα αγαπημένα του Θεού: τον προφήτη και κριτή Σαμουήλ, τον προφήτη Ιερεμία, τον προφήτη Ηλία, τον Μωυσή, τον τρισμέγιστο Ιωάννη τον Πρόδρομο, τότε βρισκόμαστε ενώπιον ενός αγίου ανθρώπου που δεν είναι των κοινών μέτρων. Γιατί υπάρχουν και τέτοιοι άγιοι, «κοινοί», που αγαπούν τον Χριστό αλλά χωρίς να καταθέτουν «ολοκληρωτικά» τον εαυτό τους σ’ Αυτόν, ή καλύτερα που αγωνίζονται να στραφούν προς Εκείνον, αλλά δεν τα καταφέρνουν πάντοτε, καθώς η αδύναμη θέλησή τους προσκλίνει επικίνδυνα και συχνά στα του κόσμου και στα πάθη τους – ό,τι ζούμε δυστυχώς οι πολλοί που κι εμείς λόγω του αγίου βαπτίσματός μας χαρακτηριζόμαστε «άγιοι».

Με τον άγιο Στυλιανό όμως βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα φαινόμενο που το μόνο που διαπιστώνουμε είναι η διαρκής ανοδική πορεία, η αδιάκοπη πνευματική ανάβαση. Τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε, αλλά αρκετά για να καταλάβουμε τι γίνεται, το επιβεβαιώνουν: από μικρός, στραμμένος προς τον Θεό∙ νεαρός, αφιερωμένος ως μοναχός μαζί με άλλους ασκητές∙ πιο ώριμος, αναζητητής με ευλογία του μοναστηριού του της πιο ερημητικής ζωής, ζώντας σε σπήλαιο και τρεφόμενος από άγγελο σαν τον προφήτη Ηλία∙ δέκτης αργότερα χαρισμάτων από τον Θεό για χάρη του λαού: θαυματουργός και ιεραπόστολος διά των προσευχών του∙ κι έπειτα διαχρονικά και αιώνια: ισχυρός πρεσβευτής των πιστών που χειμαζόμαστε στον κόσμο τούτο, ιδίως μάλιστα των παιδιών. Πόσο ευαίσθητη άραγε καρδιά είχε ο άγιος αυτός, ώστε ο Θεός να τον χαριτώσει με την ευλογία της θεραπείας των παιδιών; - και μόνο η επίκληση του ονόματός του, και όσο ζούσε και μετέπειτα, και μόνο η θέα του διά του αγίου εικονίσματός του έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα: την ίαση και τη θεραπεία των παιδιών και τη δυνατότητα εκ νέου για τεκνοποίηση σε ατεκνούσες γυναίκες! Στο πρόσωπο του αγίου Στυλιανού βλέπουμε τον ίδιο τον Κύριο να προτρέπει: «άφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με∙ των γαρ τοιούτων εστί η βασιλεία των Ουρανών».

Μία είναι η εξήγηση της θαυμαστής αυτής ζωής, αδιάκοπα ανοδικής όπως είπαμε: η χάριτι Θεού επιλογή του να ακολουθεί τον Χριστό με ολοκληρωτικά στραμμένο προ Εκείνον το φρόνημά του! Το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος, μακαριστός Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με πολλούς τρόπους: ο Στυλιανός «ηκολούθησε τω Χριστώ τελείω φρονήματι εκ νεότητος»! Ακολούθησε τον Χριστό, αλλά με ολόκληρο τον εαυτό του, και ψυχικά και σωματικά. Ό,τι ζητά ο Κύριος, «να αγαπήσουμε τον Θεό με όλη την ψυχή μας, την καρδιά μας, τη διάνοιά μας, τη δύναμή μας», αυτό έκανε ο Στυλιανός παιδιόθεν. Η διψυχία που παρουσιάζουμε συχνά οι απλοί χριστιανοί, πότε με τον Θεό πότε με τον κόσμο, ήταν κάτι ξένο και απαράδεκτο γι’ αυτόν. Γρανιτένια θέληση και παγιωμένη στον βράχο που είναι ο Χριστός – αυτό αποφάσισε για τη ζωή του. Που θα πει: έβαλε τον θάνατο ως βασικό στοιχείο της πίστεώς του. Να μείνει πιστός στον Χριστό και το άγιο θέλημά Του δηλαδή κι ας πεθάνει – «γίνου πιστός άχρι θανάτου» που λέει το Πνεύμα του Θεού. Και γι’ αυτό γεύτηκε το αποτέλεσμα: να μαγνητίσει τον Θεό, να γίνει η καρδιά και όλη η ύπαρξή του «καταγώγιον του Πνεύματος», να γίνει μία άλλη «Παναγία» στον κόσμο μας. Υποκλινόμαστε στον Χριστό-Στυλιανό. Και τον παρακαλούμε να πρεσβεύει και για εμάς, για τα παιδιά μας, για τα παιδιά όλου του κόσμου.  

25 Νοεμβρίου 2021

Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Ο όσιος Στυλιανός θεωρείται προστάτης των παιδιών: των νηπίων, των βρεφών, των νεογνών. Ο ίδιος ο Θεός φανέρωσε τη θέλησή Του  να θεραπεύονται τα παιδιά με την επίκληση του ονόματός του, που γινόταν ίαμα σ’ αυτά και στις μητέρες τους (Συναξάρι).  Ποια η αιτία του χαρίσματος αυτού; Κατά τον υμνογράφο του μακαριστό Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννίτη, επειδή αγιάστηκε ήδη από την κοιλιά της μητέρας του. «Ηγίασε, Πάτερ,  σε ο Θεός εκ κοιλίας μητρός». Κι αυτό γιατί ο Θεός προείδε με την παγγνωσία Του τη θετική προς Αυτόν στάση του, οπότε τον χαρίτωσε με πλούσια χαρίσματα και σημεία. «Εξ απαλών ονύχων ο Θεός σ’ έκανε δικό Του, γιατί προείδε την αγαθή ζωή σου». Η από τόσο νωρίς κλήση του από τον Θεό μάλιστα κάνει τον υμνογράφο να τον παραλληλίζει με γιγάντια αναστήματα του παρελθόντος, που και αυτά είχαν κληθεί με αντίστοιχο τρόπο: τον ένθεο προφήτη Σαμουήλ, τον ένδοξο προφήτη Ιερεμία, τον Πρόδρομο του Κυρίου, μέγα Ιωάννη τον Βαπτιστή.

Ο περιορισμός όμως των χαρισμάτων του μόνο στον κόσμο των παιδιών θα ήταν μία συρρίκνωση της θαυμαστής παρουσίας του στην Εκκλησία. Διότι η Εκκλησία τον προβάλλει, πέρα από προστάτη των παιδιών, και ευρύτερα ως έναν από τους στύλους της ζωής της: «στύλος άσειστος της Εκκλησίας ανεδείχθης, μακάριε» (απολυτίκιο). Χρειάζεται να το εξηγήσουμε. Η Εκκλησία μας βεβαίως στηρίζεται στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της, όμως ο Ίδιος  θέλησε να μαρτυρείται στον κόσμο και να στερεώνονται οι άνθρωποι και μέσω των πιστών Του. Εκείνος είπε ότι οι μαθητές Του θα αποτελούν τους μάρτυρές Του στον κόσμο «μέχρι τα πέρατα της γης». Από την άποψη αυτή, ο πιστός που με συνέπεια ακολουθεί τον Κύριο, σαν τον όσιο Στυλιανό που «ακολούθησε τον Χριστό με τέλειο φρόνημα», γίνεται κι αυτός ένας στύλος της Εκκλησίας: οι άνθρωποι μπορούν να στηρίζονται επάνω του, βλέποντας στο πρόσωπό του την παρουσία Εκείνου.

Ποιο το κύριο γνώρισμα της αγιασμένης ζωής του; Ο άγιος «διέπρεψε στην καθαρότητα των ηθών και στους ιερούς αγώνες για να αποκτήσει την τελειότητα των αρετών ως άγγελος». Κι αυτό θα πει ότι αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του, ώστε να ζήσει την αγάπη του Θεού, ήταν η εγκράτεια. Επανειλημμένως η ακολουθία του αναφέρει ότι υπήρξε «στήλη έμψυχος της εγκρατείας» και «της εγκρατείας αληθής υποτύπωσις». Δεν είναι τυχαίο ότι προβάλλεται «ως άσαρκος», «καθώς θεώρησε βδέλυγμα εντελώς την αίσθηση των φθαρτών», ζώντας σε ένα σπήλαιο και τρεφόμενος από άγγελο του Θεού. Η εγκράτειά του όμως δεν πρέπει να εννοηθεί αιρετικά: ως αποχή των αισθητών από μίσος προς αυτά ή από  άρνηση γενικότερα προς τη ζωή. Η εγκράτεια, χριστιανικά, είναι η απομάκρυνση από τη γοητεία του κόσμου των αισθήσεων, διότι ο χριστιανός έχει προσανατολίσει με αγάπη τον νου και την καρδιά του προς τον Θεό. Η εγκράτεια δηλαδή είναι μία γενική αρετή, που χαρακτηρίζει όλη τη ζωή του ανθρώπου. «Ο πιστός εγκρατεύεται ως προς όλα» (Παύλος).

Που σημαίνει: δεν είναι δυνατόν να στραφεί κάποιος προς τον Θεό, αν ταυτοχρόνως δεν αγωνίζεται να απεγκλωβιστεί από τον μαγνήτη των παθών. «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να ακολουθεί κανείς τα ίχνη του Χριστού, χωρίς να θέλει να νηστεύει. Η νηστεία, ως στοιχείο εγκράτειας, δηλώνει το πού έχει ρίξει ο πιστός το κέντρο βάρους της ψυχής του. Αδυναμία νηστείας – εννοείται χωρίς να υπάρχει ιατρικός λόγος – σημαίνει ότι η ψυχή είναι «δεμένη» με τα πράγματα του κόσμου και όχι με τον Χριστό.  Έτσι η εγκράτεια κατανοείται με θετικό τρόπο: σαν το ελατήριο που συμπιεζόμενο φαίνεται ότι μικραίνει, μαζεύει όμως τεράστια ενέργεια. Οπότε ασκούμενη σωστά δίνει τη δύναμη για να «πετάξει» ο άνθρωπος ακολουθώντας τα χνάρια του Χριστού. Στην πραγματικότητα είναι το «απαρνησάσθω εαυτόν» που είπε ο Κύριος, για να γίνει κάποιος ακόλουθος και μαθητής Του. «Τα έχασαν με την ασκητική σου διαγωγή, σοφέ Στυλιανέ, όσοι σε είδαν να ζεις σαν άγγελος από τον έρωτα του Θεού που είχες», σημειώνει για τον άγιο επί του θέματος ο υμνογράφος. Να δώσει ο Θεός διά του αγίου να ζούμε και εμείς με λίγη εγκράτεια, σ’  έναν κόσμο που ταλανίζεται μεν από ποικίλες κρίσεις, αλλά παραδέρνεται συνήθως από τις διάφορες ηδονές.