«Ο μακάριος
Ιωαννίκιος γεννήθηκε κατά το εικοστό τέταρτο έτος της τυραννίας του θηριωνύμου
Λέοντος, στη χώρα των Βιθυνών. Ο πατέρας του λεγόταν Μυριτρικής και η μητέρα
του Αναστασού. Σε ηλικία σαράντα ετών εξεστράτευσε μαζί με τον βασιλιά κατά των
Βουλγάρων και έδειξε τέτοια ανδρειοσύνη, ώστε μπροστά στα μάτια του βασιλιά
κατέκοψε πολλούς Βουλγάρους, σώζοντας τους ομοφύλους του. Θέλοντας να αποφύγει
τη μελετώμενη από τον βασιλιά απέναντί του τιμή και δόξα, έρχεται στο
όρος του Ολύμπου, όπου άκουσε με τα ίδια του τα
αυτιά θεϊκή φωνή να του λέει να ανέβει υψηλότερα. Εκεί συνάντησε δύο
μοναχούς, που δεν τους είχε δει ποτέ κανένας, οι οποίοι φορούσαν
τρίχινα ρούχα και τρέφονταν με άγρια βότανα. Αυτοί του μίλησαν για όσα είχε ως
σκοπό να κάνει, ενώ έλαβε από αυτούς ως περιβολή τη χάρη της προσευχής. Αφού
έφυγε από εκεί, πήγε πρώτα στο όρος του Τριχάλικος, έπειτα στη Μονή των Αυγάρων
και τέλος στα όρη της Κοντουρίας. Έμαθε τριάντα ψαλμούς, τους οποίους έψαλλε
μαζί με κάποιο τροπάριο που ο ίδιος σύνθεσε: Η ελπίς μου ο Θεός, καταφυγή μου ο
Χριστός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον. Αυτός ο μακάριος αφού πέρασε από πολλά
μέρη και έκανε μεγάλα θαύματα και προφήτευσε για τα μέλλοντα, ήλθε
και προς τη Μονή του Αντιδίου, οπότε πλήρης ημερών αναπαύτηκε εν Κυρίω, σε
ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών».
Ο όσιος
Ιωαννίκιος είναι γνωστός καταρχάς σε όλο το πιστό πλήρωμα της Εκκλησίας από το
συντεθειμένο από αυτόν τροπάριο που καθημερινώς λέγεται κατά την ακολουθία του
Αποδείπνου (μικρού και μεγάλου): «η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός,
σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς αγία, δόξα Σοι». Η έξοδός του από τον
κόσμο, όπως είδαμε στο συναξάρι του, ήταν αποτέλεσμα της αποφυγής
της ανθρώπινης δόξας, δείγμα της ταπείνωσης που τον διακατείχε, συνεπώς της
παρουσίας της δόξας του Θεού μέσα στην καρδιά του, η οποία έγινε και ο
καθοδηγητής του για τον πνευματικό δρόμο που έπρεπε να
ακολουθήσει. Κατά τον υμνογράφο «υψούσαν ταπείνωσιν έσχηκας»,
και γι’ αυτό «περπάτησες την οδό που εισάγει, χωρίς
επιστροφή, στην ουράνια πόλη. Διότι το άγιον Πνεύμα, που είχε αναπαυτεί στην
καρδιά σου, ήταν ο οδηγός σου». Κι αυτό συνιστά μία
παραδοξότητα: πώς ένας στρατιώτης, που πολεμούσε με τόση γενναιότητα και
σκότωσε στον πόλεμο τόσους εχθρούς, μπορούσε να έχει στην καρδιά του
τέτοια χάρη Θεού;
Πέρα από το γεγονός
βεβαίως ότι το παράδειγμα του οσίου Ιωαννικίου μας υπενθυνμίζει πως δεν πρέπει
να σπεύδουμε να κρίνουμε επιφανειακά τους συνανθρώπους μας – «μη κρίνετε
κατ’ όψιν» είπε ο ίδιος ο Κύριος - η εξήγηση
ίσως να βρίσκεται σε μια επισήμανση του υμνογράφου που λέει: «ρεόντων τα
μένοντα ηλλάξω, εμφρόνως τον σον αναλαβών σταυρόν Ιωαννίκιε, και έν αβάτοις
όρεσιν, ως ο Ηλιού ο μέγιστος, υποχωρών διετέλεσας». Δηλαδή: Με φρόνηση,
Ιωαννίκιε, αντάλλαξες τα ρέοντα της ζωής αυτής με τα μένοντα και αιώνια της βασιλείας
του Θεού, αναλαμβάνοντας τον σταυρό της ακολουθίας του Κυρίου, και σε απάτητα
όρη, σαν τον μέγιστο Ηλία, υποχωρούσες διαρκώς. Έχουμε την εντύπωση ότι η
μελετώμενη από τον βασιλιά τιμή και δόξα του οσίου ως στρατιώτη τότε,
λειτούργησε ως απλή αφορμή, προκειμένου αυτός να οδηγηθεί σε
οριστική απόφαση απομάκρυνσής του από τη γοητεία και τις παγίδες του
κόσμου τούτου. Ήδη πρέπει να βρισκόταν σε προβληματισμό και
αναταραχή περί του πρακτέου της ζωής του, γι’ αυτό και όταν βρέθηκε
στο οριακό σημείο αποδοχής ή όχι της ανθρώπινης δόξας, η θέλησή του έκλινε εκεί
που κτυπούσε η καρδιά του: να ακολουθήσει με ολοκληρωτικό δόσιμο του
εαυτού του τον Χριστό∙ να ανταλλάξει τα ρέοντα με τα μένοντα. Ίσως
μας παραπέμπει τούτο στον απόστολο Παύλο, ο οποίος ναι μεν προ της μεταστροφής
του στη χριστιανική πίστη δίωκε τους χριστιανούς, όμως δεν πρέπει να αισθανόταν
καλά με αυτό που έκανε. Και προφανώς γι’ αυτό ο Κύριος, βλέποντας το βάθος της
καρδιάς Του, τον κάλεσε με έναν εξαιρετικό τρόπο να γίνει απόστολός Του.
Ο υμνογράφος από εκεί
και πέρα αναφέρεται στον πνευματικό αγώνα καθάρσεως της καρδιάς του οσίου, η
οποία τον οδήγησε σε τέτοια πλάτυνση του εσωτερικού του κόσμου, ώστε εκτός από
θαυματουργός να είναι και προορατικός: «Ιωαννίκιε, με τη χάρη του αγίου
Πνεύματος, αφού καθάρισες το όμμα της διάνοιάς σου, σου δόθηκε η χάρη της
προφητείας, ώστε να μιλάς για τα μέλλοντα ως παρόντα, και να βλέπεις τα μακρινά
ως κοντινά». Εκεί όμως που πρέπει, νομίζουμε, ιδιαιτέρως να σταθούμε
είναι σ’ έναν ύμνο από την ογδόη ωδή. Ο υμνογράφος βλέπει τον όσιο
να στέκεται πάνω σε ψηλό όρος, όπως ένα λυχνάρι πάνω στη λυχνία – κατά τον λόγο
του Κυρίου βεβαίως «ουδείς λύχνον άψας τίθησιν αυτόν υπό τον μόδιον,
αλλ’ επί την λυχνίαν» - και από εκεί να καταφωτίζει
με την πίστη τα νοήματα των ανθρώπων, διότι τους υποδεικνύει με άριστο τρόπο
τον αληθινό δρόμο της ζωής και τους ανεβάζει έτσι με τον θείο λόγο του στο ύψος
της εν Χριστώ απάθειας. «Ιστάμενος άνω προς το όρος, ως επί λυχνίας, όσιε,
πάντων τα νοήματα πίστει κατεφώτιζες, υποδεικνύων άριστα Ιωαννίκιε, την τρίβον
της ζωής και ανάγων τούτους θείω λόγω, προς ύψος απαθείας».
Γιατί ο τονισμός του συγκεκριμένου ύμνου; Διότι σε ημέρες κρίσιμες σαν αυτές που διερχόμαστε, ο όσιος, όπως λέει ο ύμνος, που λειτουργούσε θεραπευτικά για τους ανθρώπους, με την έννοια ότι διόρθωνε λογισμούς, μπορεί να μας βοηθήσει κατά αντίστοιχο τρόπο. Δηλαδή, να μάθουμε κι εμείς ακούγοντάς τον να μη μείνουμε δεμένοι σε ό,τι προκαλεί ταραχή και φόβο – τα ρέοντα της ζωής αυτής – αλλά με φωτισμένο νου να επιμένουμε στην αληθινή οδό, που δεν είναι άλλη από τη ζωή του Χριστού, και να προσβλέπουμε στο ύψος της υπέρβασης των ανθρωπίνων παθών και καταστάσεων. Κι είναι εύλογο: η ζωή αυτή μονίμως έχει το χαρακτηριστικό της ταραχής, διότι δεν είναι μόνιμη κατάσταση. «Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Μη κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτά που διερχόμαστε ως κοινωνία και έθνος και παγκόσμια είναι αιώνια. Αυτά έρχονται και παρέρχονται. Τα αιώνια όμως που είναι ο Χριστός και ο άγιος λόγος Του δεν παρέρχονται ποτέ: «οι λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν».