«Ο άγιος Αμφιλόχιος, αφού πέρασε από νεαρή ηλικία κάθε
εκκλησιαστικό βαθμό, και λάμποντας από την άσκηση και τη θεία γνώση, με την ψήφο του λαού
προχειρίζεται επίσκοπος της πόλης των Ικονιέων, στους χρόνους των βασιλέων
Ουαλεντινιανού και Ουάλεντα, ενώ η ζωή του παρατάθηκε μέχρι του Θεοδοσίου του μεγάλου
βασιλιά και των υιών του. Αυτός, επειδή έγινε διδάσκαλος της ορθόδοξης πίστης
και αντιτάχθηκε δυνατά κατά της αιρετικής πλάνης του Αρείου, υπέμεινε πολλούς
διωγμούς και θλίψεις από τους ασεβείς, γενόμενος συναγωνιστής των μακαρίων
Πατέρων κατά της βλασφημίας του Ευνομίου. Ο Αμφιλόχιος υπήρξε ένας από τους
εκατόν πενήντα Πατέρες της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου (381 μ.Χ.) και
αγωνίστηκε πολύ κατά του πνευματομάχου Μακεδονίου και των μαθητών του Αρείου. Μετά
την επικράτηση στη βασιλεία του Θεοδοσίου του Μεγάλου και την παράδοση
από αυτόν πάλι όλης της εξουσίας της Δύσεως στον Ουαλεντινιανό τον νέο, και
μετά την επάνοδο του Θεοδοσίου ως νικητή, αφού κατέστρεψε τον τύραννο Μάξιμο, προσήλθε σ’ αυτόν ο μέγας Αμφιλόχιος και τον παρότρυνε να απομακρύνει τους Αρειανούς και να δώσει τις εκκλησίες
πίσω στους ορθοδόξους. Επειδή όμως ο βασιλιάς δεν έκανε τίποτε, μηχανεύτηκε ο
θαυμάσιος το εξής: Πήγε στα ανάκτορα και τον μεν βασιλιά Θεοδόσιο τον
χαιρέτισε, τον δε υιό του Αρκάδιο περιφρονώντας τον δεν τον χαιρέτισε. Ο
Βασιλιάς δυσανασχετώντας από το γεγονός αυτό, χαρακτήριζε δικιά του προσβολή την
ατιμία που έδειξε ο Αμφιλόχιος στο παιδί του. Αυτός τότε με πολύ σοφό τρόπο
αποκάλυψε τον σκοπό της ενέργειάς του και είπε: Βλέπεις, βασιλιά, πώς δεν
υποφέρεις εσύ την ατίμωση του παιδιού σου, αλλά δυσανασχετείς; Πίστεψε λοιπόν
ότι κατά παρόμοιο τρόπο και ο Θεός αποστρέφεται και μισεί αυτούς που βλασφημούν
τον Υιό του Θεού. Τότε κατάλαβε ο βασιλιάς και έγραψε νόμους που απαγόρευαν
τους συλλόγους των αιρετικών. Αυτός ο αοίδιμος άνδρας, αφού ποίμανε για πολλά
χρόνια το ποίμνιο του Χριστού και συνέταξε ορθόδοξους λόγους, έφτασε σε βαθύ
γήρας και αναπαύτηκε εν ειρήνη».
Το συντριπτικό ποσοστό των ύμνων για τον άγιο Αμφιλόχιο,
γραμμένων από τον υμνογράφο της Εκκλησίας άγιο Θεοφάνη, έχει ως κύριο
περιεχόμενο το ύψος
της θεολογίας του Αμφιλοχίου, θεολογίας τέτοιας με την οποία αφενός διατράνωσε
την ορθόδοξη πίστη, ιδίως για την αγία Τριάδα, αφετέρου κατατρόπωσε τους
δυσσεβείς αιρετικούς, ιδίως τους Αρειανούς και τους Πνευματομάχους, γενόμενος
έτσι «πέλεκυς των αιρέσεων». Γι’ αυτόν τον λόγο ο άγιος υμνογράφος θεωρεί τον εκκλησιαστικό
αυτόν Πατέρα ως «νυμφαγωγό της Εκκλησίας του Χριστού, την οποία κόσμησε με
το κάλλος των λόγων του και την ωραιότητα της ορθοδοξίας του», στου οποίου
τους λόγους όποιος εντρυφά αποκτά δύναμη και νεύρο πνευματικό («τοις τούτου
διδάγμασι και θεολογίαις νευρούμενοι»). Φτάνει μάλιστα ο ποιητής Θεοφάνης να χαρακτηρίζει τον άγιο Πατέρα, χωρίς όμως να
τον κατονομάζει με το συγκεκριμένο όνομα, ως νέο Σολομώντα, δεδομένου ότι «η
ενυπόστατη Σοφία, ο Χριστός, του έδωσε πλούτο και δόξα μεγάλη, ακριβώς γιατί
θεολόγησε ορθόδοξα και κατέβαλε την αλαζονεία των αιρέσεων».
Ο τονισμός του αγίου Αμφιλοχίου ως «ιερωτάτου οργάνου
της θεολογίας» από τον εκκλησιαστικό ποιητή δεν είναι αυθαίρετος. Θα πρέπει
να σημειώσουμε ότι, όπως παρατηρούν διαπρεπείς Πατρολόγοι, η ίδια η Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδος (381 μ.Χ.)
αναγνώρισε το κύρος του και τον ευρύτερο ρόλο του στην Εκκλησία, ενώ από την
άλλη με τη θεολογία που άσκησε, βρισκόμαστε μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα
της θεολογίας των μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων, δηλαδή του Μεγάλου Βασιλείου, του
αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Είναι εξόχως
σημαντικό και συγκινητικό να μαθαίνει κανείς ότι ο άγιος Αμφιλόχιος ήταν
πνευματικό τέκνο του Μ. Βασιλείου, πρώτος εξάδελφος του Γρηγορίου του Θεολόγου,
φίλος του Γρηγορίου Νύσσης. Και ναι μεν δεν ήταν ο ίδιος παφλασμός θεολογίας, σαν τους τρεις
αυτούς μεγίστους Πατέρες, έδρασε όμως ως απαλός φλοίσβος, ως ήρεμη δύναμη, η
οποία ερχόταν να εδραιώνει, εκεί που βρέθηκε ως ποιμένας, την ορθόδοξη πίστη
και ζωή. Θα έλεγε κανείς ότι λόγω ακριβώς της καλής του προαίρεσης, του έδωσε ο
Θεός τη χάρη της πλήρους αφομοίωσης της ορθόδοξης θεολογίας, και μάλιστα της
χαρισματικής μεταποίησης αυτής σε ποιητικούς στίχους. Για παράδειγμα, ο άγιος
Αμφιλόχιος έγραψε ένα εκτενές συμβουλευτικό ποίημα, το «Ίαμβοι προς Σέλευκον», που απηύθυνε στον νεαρό Σέλευκο προς κατήχηση και καθοδήγησή του, μέσα
στο οποίο ενσωμάτωσε πολλά στοιχεία από το έργο του πνευματικού του πατέρα Μ.
Βασιλείου «Προς
τους νέους πώς μπορούν να ωφεληθούν από τα ελληνικά-ειδωλολατρικά γράμματα».
Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής όμως Θεοφάνης, ως καλός
γνώστης και αυτός της όλης πνευματικής ζωής και της θεολογίας, δεν μένει σε μία
απλή περιγραφή της θεολογικής δεινότητας του αγίου Αμφιλοχίου και της
επιδράσεώς της στον κόσμο. Επιχειρεί και μία «διείσδυση» στα άδυτα της ψυχής
του, για να αποκαλύψει το πώς έφθασε να γίνει «θεολόγος γλώσσα» και «όργανον θεολογίας». Κι αυτά που ανασύρει
είναι πράγματι πολύ εποικοδομητικά. Τι μας λέει επ’ αυτού λοιπόν ο Θεοφάνης;
Προϋπόθεση της θεολογίας του Αμφιλοχίου ήταν η εμπειρία της πνευματικής ζωής.
Οικοδόμησε, σημειώνει, τον εαυτό του με τον φόβο του Θεού, καθάρισε την ψυχή
του έτσι από τους μολυσμούς της αμαρτίας, φωτίστηκε από τον Θεό. Μία διαδικασία
δηλαδή, την οποία κανείς που θέλει να είναι θεολόγος δεν μπορεί να παρακάμψει.
Όποιοι επιχείρησαν να θεολογήσουν χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις καθάρσεως της
ψυχής, απλώς «ετεχνολόγησαν», για να θυμηθούμε έκφραση και πάλι των
Καππαδοκών Πατέρων. «Αφού οικοδόμησες τον εαυτό σου με τον θείο φόβο και
τήρησες την ψυχή σου καθαρή από τους μολυσμούς της αμαρτίας, θεόληπτε, αναδείχτηκες
ιερότατο όργανο της θεολογίας». Κι αλλού: «Αφιέρωσες ολοκληρωτικά τον εαυτό σου
στον Θεό και έγινες μεγαλόφωνος θεοκήρυκας, Πάτερ, παμμακάριστε Αμφιλόχιε». Είθε η άφθονη χάρη που
προσφέρει ο άγιος Αμφιλόχιος – Πατέρας με μεγάλη ευαισθησία στην οικοδομή των
πιστών – να έλθει και σε εμάς, φέρνοντάς μας και τη λύση των πταισμάτων μας.