«Από αυτούς τους αγίους ο μεν Σαμωνάς και Γουρίας άθλησαν
επί βασιλείας Διοκλητιανού και Αντωνίου του δουκός. Ο Γουρίας καταγόταν από την
κώμη της Σαργωκητίας, ενώ ο Σαμωνάς από τη Γανάδα. Κατηγορήθηκαν ότι έπειθαν τους ανθρώπους να μη θυσιάζουν στα είδωλα,
γι’ αυτό και αμέσως κρεμιόνται από το ένα χέρι ο καθένας, ενώ κάτω από τα πόδια
τους έβαλαν ένα μεγάλο λιθάρι ως βάρος. Και έμειναν έτσι κρεμασμένοι από την
ενάτη πρωϊνή έως τη δωδεκάτη το μεσημέρι. Έπειτα τους κατέβασαν και τους έριξαν
σε σκοτεινό τόπο της φυλακής. Κι αφού έδεσαν σφιχτά τα πόδια τους σε ξύλο,
έμειναν εκεί τέσσερις μήνες, πιεζόμενοι από πείνα και δίψα και δεσμά. Μετά από
αυτά, τους έβγαλαν πάλι οι διώκτες, και τον μεν άγιο Σαμωνά τον κρεμάνε από το
ένα πόδι, μέχρις ότου εξαρθρώθηκε το γόνατό του, κι έπειτα από το κεφάλι από
την εβδόμη πρωϊνή έως την ενδεκάτη. Τον δε άγιο Γουρία τον άφησαν, διότι ήταν
ημιθανής και έμοιαζε σαν νεκρός. Και την επομένη τα χαράματα, αφού τους έβγαλαν
έξω, τους σκότωσαν με τη διά ξίφους τιμωρία. Ο Άβιβος δε που ήταν διάκονος,
αφού κατηγορήθηκε επί Λικινίου του βασιλιά ότι διδάσκει τις χώρες και τις κώμες
τον λόγο του Κυρίου, κρεμιέται και κτυπιέται, οπότε στη συνέχεια τον άφησαν και
τον ξαναρώτησαν για την πίστη του. Επειδή δεν υποχώρησε στο θέλημα του
τυράννου, τον έβαλαν σε φωτιά, βάζοντάς του στο στόμα ιμάντα σαν είναι φονιάς.
Κι έτσι τέλεσε τη μαρτυρία του».
Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος των αγίων, κατά κόρον
μάλιστα (δέκα τροπάρια αφιερώνει γι’ αυτό!), εξυμνεί ένα σπουδαίο θαύμα των
τριών αυτών, που επιτέλεσαν στην περιοχή της Έδεσσας της Ασίας, εκεί που
βρίσκεται και η αγία σορός τους, σε μία κοπέλα, η οποία υπέστη άδικη τιμωρία από ένα
Γότθο. Ο Γότθος, προφανώς για να εκδικηθεί την κοπέλα, την έκλεισε ζωντανή μέσα
σε ένα τάφο. Καταλαβαίνει κανείς το δράμα του μαρτυρίου της. Η κόρη αυτή όμως
είχε πίστη στον Θεό και στους αγίους, των οποίων τη δύναμη γνώριζε. Άρχισε
λοιπόν να τους επικαλείται με πίστη, όπως άλλωστε έκανε και η μητέρα της, η
οποία εξίσου παρακαλούσε τον Κύριο και αυτούς. Και το θαύμα έγινε. Οι άγιοι
εισάκουσαν τις προσευχές και τις δεήσεις τους - δεδομένου ότι «στις ψυχές των μαρτύρων ο Θεός έχει
δώσει ως χάρη όσα γίνονται στον κόσμο να τα βλέπουν νοερώς - και με τη
παρρησία που έχουν στον Θεό μεσίτευσαν για τη λύτρωσή της, με αποτέλεσμα να σώσουν την κοπέλα
και να την παραδώσουν στη μητέρα της. «Διέσωσαν μία κοπέλα που την είχαν βάλει ζωντανή μέσα σε
τάφο»∙ «εκπληρούντες το αίτημα, την παίδα διεσώσαντο, παρανόμω Γότθω άμυναν
ποιήσαντες». Κι όχι μόνον αυτό: τον Γότθο αυτόν, ο οποίος δεν έλαβε υπόψη του την
επέμβασή τους και τους περιφρόνησε, τον παρέδωσαν στον όλεθρο, ως φονιά και
ανελεήμονα: «και τον τούτους αθετήσαντα παμμίαρον, τω ολέθρω παρέδωκαν, ως
φονέα και ανελεήμονα».
Προβαίνει μάλιστα ο άγιος υμνογράφος και σε έναν
παραλληλισμό από την Παλαιά Διαθήκη. Ενθυμείται τον άγιο προφήτη Αββακούμ, ο
οποίος μεταφέρθηκε από τον Θεό στη Βαβυλώνα, για να δώσει τροφή στον προφήτη
Δανιήλ, ευρισκόμενο στον λάκκο των λεόντων. Κατά παρόμοιο λοιπόν τρόπο και οι
άγιοι: στον «λάκκο» του τάφου σταλμένοι από τον Θεό, σώζουν την κόρη και την
παραδίδουν στη μητέρα της. «Το πριν μεν ο Αββακούμ μετάρσιος αίρεται τη του
Δεσπότου προστάξει∙ δι’ υμών δε κόρη τυραννουμένη, θεηγόροι, τη θρεψαμένη
αποκαθίσταται».
Μπορούμε να κάνουμε έναν συσχετισμό: συχνά οι δυσκολίες της
ζωής, προσωπικές, οικογενειακές,
κοινωνικές και εθνικές ακόμη, δημιουργούν σε πολλούς κλίμα φόβου σαν να είναι
σε τάφο˙ όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και εμείς έχουμε την πίστη μας στον Θεό
και στους αγίους. Η δύναμη του Θεού είναι μεγαλύτερη όλων, που πάντοτε μας παροτρύνει:
«μη φοβού, μόνον πίστευε». Μπορεί λοιπόν να κινητοποιηθεί, να δώσει λύση «από
το πουθενά», από τον τάφο κάποιων αγίων για παράδειγμα, αρκεί βεβαίως να
υπάρχει η προϋπόθεση που αναφέρουμε: η πίστη στον Θεό, η προσέλευσή μας στους
αγίους Του. Που σημαίνει: ο Θεός έσωσε τότε την κόρη από τον τάφο˙ ο Θεός μπορεί
να σώσει και τον οποιονδήποτε από τον
ιδιότυπο «τάφο» του την κάθε ώρα και στιγμή.