ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 10, 38-42. 11, 27-28)
«᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά.
γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ
καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ ἤκουε τὸν λόγον
αὐτοῦ. ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ
μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται.
ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά·
ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται
ἀπ᾿ αὐτῆς. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου
εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. αὐτὸς δὲ εἶπε·
μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν».
Νεοελληνική Απόδοση
«Καθώς λοιπόν αυτοί προχωρούσαν, αυτός εισήλθε σε κάποιο χωριό. Κάποια γυναίκα, τότε, με το όνομα Μάρθα, τον υποδέχτηκε. Και αυτή είχε μια αδελφή που την καλούσαν Μαριάμ, η οποία και κάθισε κοντά στα πόδια του Κυρίου και άκουγε το λόγο του. Αλλά η Μάρθα ήταν απασχολημένη με πολλή διακονία. Στάθηκε τότε από πάνω και είπε: “Κύριε, δε σε μέλει που η αδελφή μου με εγκατέλειψε μόνη να διακονώ; Πες της λοιπόν να με βοηθήσει”. Αποκρίθηκε τότε ο Κύριος και της είπε: “Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και θορυβείσαι για πολλά, ενώ για ένα πράγμα υπάρχει ανάγκη. Η Μαριάμ, πράγματι, διάλεξε την αγαθή μερίδα, που δε θα της αφαιρεθεί”. Συνέβηκε, λοιπόν, ενώ αυτός έλεγε αυτά, να υψώσει τη φωνή της κάποια γυναίκα από το πλήθος και του είπε: “Μακάρια η κοιλιά που σε βάσταξε και οι μαστοί που θήλασες”. Και αυτός είπε: “Βεβαίως, αλλά μάλλον είναι μακάριοι εκείνοι που ακούν το λόγο του Θεού και τον φυλάγουν”».
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 9, 1-7)
«Εἶχε μὲν οὖν καὶ ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν·
σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτη, ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν
ἄρτων, ἥτις λέγεται ῞Αγια. μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη ῞Αγια ῾Αγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν
χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ράβδος ᾿Ααρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ
αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν
λέγειν κατὰ μέρος. Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ
παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ
τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν
τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων».
Νεοελληνική Απόδοση
«Είχε πράγματι, λοιπόν, και η πρώτη διαθήκη διατάξεις λατρείας και το γήινο Άγιο. Γιατί κατασκευάστηκε το πρώτο μέρος της Σκηνής, μέσα στο οποίο ήταν η λυχνία και η τράπεζα και η πρόθεση των άρτων, που λέγεται Άγια. Και μετά το δεύτερο καταπέτασμα υπήρχε το μέρος της Σκηνής που λέγεται Άγια Αγίων, που είχε ένα χρυσό θυμιατήρι και την Κιβωτό της Διαθήκης περικαλυμμένη από παντού με χρυσάφι, μέσα στην οποία ήταν μια στάμνα χρυσή που είχε το μάννα και η ράβδος του Ααρών που βλάστησε και οι πλάκες της διαθήκης. Και πάνω από αυτήν υπήρχαν αστραφτερά Χερουβείμ που επισκίαζαν το ιλαστήριο. Γι’ αυτά δεν είναι δυνατό τώρα να μιλούμε λεπτομερειακά. Ενώ λοιπόν αυτά είναι έτσι κατασκευασμένα, αφενός στο πρώτο μέρος της Σκηνής μπαίνουν διαπαντός οι ιερείς, επιτελώντας τις λατρείες, αφετέρου στο δεύτερο μέρος μπαίνει μια φορά το έτος μόνος του ο αρχιερέας, όχι χωρίς αίμα, που το προσφέρει υπέρ του εαυτού του και υπέρ των αμαρτιών από άγνοια του λαού».