«Ο μακαριστός
αδελφός μας, Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κυρός Ιερεμίας (Φούντας),
διέπρεψε στην ζωή του για πολλά, αλλά κυρίως για την γνήσια ταπείνωση και την
απλότητά του» (Ιερώνυμος Β΄, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος).
Με δύο λόγια ο σοφός αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος - καθώς
προλογίζει το σπουδαίο πόνημα του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη, (πνευματικού
αναστήματος του μακαριστού αρχιερέα Ιερεμίου), για τον πνευματικό του πατέρα:
«Πατήρ και Διδάσκαλος. Προσέγγιση στην ζωή και το έργο του Μακαριστού
Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κυρού Ιερεμίου, Αθήνα 2025» - διαγράφει
τη μεγαλοσύνη του προ ολίγων μόλις ετών (2021) εκλιπόντος διαπρεπούς
Μητροπολίτη (γεν. 1941). Και τι σημειώνει; Ότι ο μακαριστός δεν ήταν κάποιος
απλός άνθρωπος. Μολονότι βασικό γνώρισμα της όλης βιοτής του ήταν η απλότητα, η
οποία συνιστά γνώρισμα του ίδιου του Θεού μας, που σημαίνει συγκεφαλαιώνει όλες
τις αρετές, δεν ήταν απλός με την έννοια του απλοϊκού και κοινού ανθρώπου.
Γιατί; Διότι σε όποιον χώρο κι αν εργάστηκε διέπρεψε. «Διέπρεψε στην ζωή του για πολλά». Είτε στον χώρο τον επιστημονικό
είτε στον χώρο τον εκκλησιαστικό ως ιερέας και αρχιερέας το βεληνεκές του
υπερακόντιζε κατά πολύ τα κοινά μέτρα.
Υπήρξε σπουδαίος και σοφός επιστήμονας, καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο, με ερευνητικές και ερμηνευτικές εργασίες, κυρίως στον τομέα της
Βιβλικής Ιστορίας και Θεολογίας, κατεξοχήν δε στην Παλαιά Διαθήκη, ου τις
τυχούσες. Και σ’ αυτό συνέτεινε η πολυγλωσσία του - γνώριζε πολύ καλά
Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Ιταλικά, Ρωσικά, Εβραϊκά - η οποία τον έκανε να
κινείται στη διεθνή βιβλιογραφία με τεράστια άνεση. Αλλά ο σοφός καθηγητής ήταν
ταυτοχρόνως ιερέας κι έπειτα αρχιερέας και εκινείτο από Πνεύμα Θεού που είναι
Πνεύμα αγάπης, οπότε όλη αυτήν τη γνώση του ήθελε να τη διοχετεύει στον απλό
λαό με εκλαϊκευμένες εργασίες. Όχι μόνο το πάθος του που ήταν η Αγία Γραφή,
Παλαιά και Καινή Διαθήκη, αλλά και ο έρωτας που έτρεφε προς την Πατερική
Παράδοση, τον έκαναν να θέλει να μεταποιήσει τον αγιογραφικό και πατερικό
θησαυρό σε απλή τροφή για τον λαό του Θεού, το σώμα του Χριστού, τους ανθρώπους
που τους έβλεπε με το βλέμμα του Κυρίου Ιησού: ως ατίμητες ψυχές λόγω της κατ’
εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργίας τους. Οι ομιλίες του και τα γραπτά
του απέπνεαν το άρωμα της ορθόδοξης θεολογίας και ζωής, ήξερες ακούγοντάς τον ή
διαβάζοντάς τον ότι μπορείς να επαναπαυτείς για μία ζωή με νόημα και ευθύνη.
Κι ένιωθε την ευθύνη ως ποιμένας που ήταν και αναλωνόταν
νυχθημερόν στη διακονία της ιερουργίας του Ευαγγελίου, με κέντρο όμως πάντοτε
τη Θεία Λειτουργία, καίριο γνώρισμα της οποίας είναι και η εξαγγελία του λόγου
του Θεού. Ο μακαριστός αρχιερέας και καθηγητής δηλαδή πρώτιστα ήταν «παπάς» κι
έπειτα όλα τα άλλα, γι’ αυτό με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι η λειτουργική
ζωή έδινε νόημα και «νεύρο» και στην όλη λοιπή δραστηριότητά του. Μπορώ να το
βεβαιώσω κι εγώ ο ίδιος, ο οποίος ευλογήθηκα στα χρόνια που βρισκόταν ως
ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Πειραιά (1983-1987) αλλά και μετέπειτα, να τον
«ξελειτουργήσω» αρκετές φορές, να συλλειτουργήσω μαζί του, να διαπιστώσω το
μοναδικό σεμνό ιερατικό του ήθος, να νιώσω μπροστά του τη δική μου μικρότητα,
αρχικά ως λαϊκός κι έπειτα ως κληρικός.
Και να προσθέσω: ουκ ολίγες φορές αυτό που αποτελεί
εμπειρία και μαρτυρία όλων όσοι τον γνώρισαν, δηλαδή η τεράστια αγάπη του, η
ελεήμων και φιλόξενη διάθεσή του, η αδιάκοπη επιθυμία του να προσφέρει
οτιδήποτε έχει, ακόμη και τα ράσα του και τα προσωπικά του αντικείμενα, κατά το
αγιογραφικό: «μακάριόν εστι διδόναι
μάλλον ή λαμβάνειν», το είχα ζήσει κι εγώ και πολλοί γνωστοί μου. Θυμάμαι
περίπτωση ενός ευσεβούς ανθρώπου, ο οποίος ήθελε να τον βοηθάει στις διάφορες
εξωτερικές εργασίες του και αναγκάστηκε, γιατί δεν είχε κάτι άλλο ο μακαριστός
να του δώσει, να πάρει με το ζόρι έναν τενεκέ λάδι, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες
του ότι έχει άνεση υλικών αγαθών. Σε άλλη περίπτωση, παρόντος κι εμού, θέλησε
να προσφέρει κάτι σε μία νέα κοπέλα που βρέθηκε στην οικία του για κάποια
καθοδήγηση, οπότε μη έχοντας πρόχειρο κάτι άλλο της έδωσε το μαγνητόφωνό του –
δεν μιλάμε για τα «χαρτονομίσματα» που πήγαιναν κι έρχονταν όποτε είχε από την
τσέπη του στις τσέπες των άλλων! Κι όλα αυτά υπό το βλέμμα και το χαμόγελο και
την ενθάρρυνση της κυριολεκτικά αγίας μητέρας του, της μακαριστής Ιωάννας.
Για πολλά λοιπόν ήταν διαπρεπής ο μακαριστός ιεράρχης.
Και ως διαπρεπής επιστήμονας και ως διαπρεπής κληρικός. Και σε όλες τις αρετές,
γιατί ζούσε με πνεύμα Θεού, ήταν πρώτος. Μα η βάση όλων, εκείνο που όντως χωρίς
αυτό δεν γίνεται τίποτε, ήταν η ταπείνωσή του. Δεν είναι τυχαία η επισήμανση
του αρχιεπισκόπου. Τον ήξερε πολύ καλά τον μακαριστό, υποκλινόταν στα πάμπολλα
χαρίσματά του, τον σεβόταν απεριόριστα, μα το έβλεπε: αυτός ο τόσο ταλαντούχος
άνθρωπος είχε το μεγαλύτερο εξ όλων χάρισμα, τη γνήσια ταπείνωση. Δεν λέμε ότι
δεν είχε και αδυναμίες – άνθρωπος γαρ – αλλά όλες σβήνονταν μπροστά στο
αδάμαστο θάρρος της μετανοίας του. Μόλις έβλεπε κάποια αστοχία ή αμαρτία του ο
μακαριστός Ιερεμίας έσπευδε αμέσως χωρίς «ναι μεν, αλλά» να το παραδεχτεί και
να το διορθώσει. Κι ήταν μία πραγματικότητα αυτή που «έσπαζε κόκκαλα». Γιατί
μετάνοια βλέπεις σε πολλούς ανθρώπους. Μα τέτοια συναίσθηση μετανοίας ως
ζωντανό βίωμα σπάνια συναντάς. Και μπορώ να το βεβαιώσω κι εγώ πάλι ο ίδιος,
πέραν βεβαίως της μαρτυρίας άλλων «απείρων» ανθρώπων. Τι εννοώ;
Δεν είχαν περάσει δύο μήνες από τη χειροτονία μου σε
πρεσβύτερο και ο μακαριστός πρώην Πειραιώς κυρός Καλλίνικος ήλθε στην ενορία
μου βράδυ Κυριακής των ΒαΪων, στην πρώτη ακολουθία του Νυμφίου. Και περί το τέλος
της ακολουθίας, έρχεται ο μετέχων κι εκείνος κυρός π. Ιερεμίας με έναν ακόμη
κληρικό, για να με πάρουν και να με οδηγήσουν ενώπιον του Μητροπολίτη, ο οποίος
θέλησε εκείνην την ώρα να με καταστήσει «πνευματικό». Γιατί το αναφέρω; Όχι
απλώς γιατί αυτός με οδήγησε, αλλά γιατί μετά από κάποιο σύντομο διάστημα, μετά
το Πάσχα, δέχτηκα τηλεφώνημά του για να συναντηθούμε στον Ναό μου – έμενε πολύ
κοντά και ο μακαριστός. Συναντηθήκαμε, μα ήταν λίγο περασμένη η ώρα και ο Ναός
ήταν κλειστός με συναγερμό. Παραμείναμε έξω από τον Ναό στο πλατύσκαλο της
κλίμακας. Κι εκεί μου απεκάλυψε πως θέλει να εξομολογηθεί. Είχε φέρει μάλιστα
και ευχολόγιο και πετραχήλι, τα οποία έπειτα μου τα δώρισε. Πριν προλάβω να
αντιδράσω, μου φόρεσε το πετραχήλι, γονάτισε μπροστά μου, έξω από τον Ναό, την
ώρα που διέρχονταν και κόσμος και αμάξια, και άρχισε την εξομολόγησή του. Με
βαθιά συναίσθηση, με στεναγμούς και δάκρυα, χωρίς δικαιολογίες και περιστροφές.
Λίγα λόγια, μα φορτισμένα με τέτοια μετάνοια που σπάνια, όπως ανέφερα, συναντά
κανείς. Και τι αμαρτίες είχε; Τέτοιες που άλλος δεν θα τις θεωρούσε ούτε κατά
διάνοιαν ως αμαρτίες κι ίσως γελούσε. Αυτός όμως ήταν ο Ιερεμίας: ο άνθρωπος
του Θεού, ο γνήσιος λειτουργός του Υψίστου, ο βαθύς μελετητής της Γραφής και
των Πατέρων, ο ασκητής που δεν «έπαιζε» με τα θεία. Δύο λεπτά κράτησε η
εξομολόγησή του αλλά ήταν αρκετή να με συγκλονίσει. Και μέχρι τώρα σκέπτομαι,
μετά σαράντα χρόνια, πως θέλησε μάλλον έτσι να με ενισχύσει, να δείξει την
εμπιστοσύνη του απέναντί μου, να μάθω τι σημαίνει αληθινή εξομολόγηση.
Κι έκτοτε, όποτε συναντιόμασταν, και μετά την αρχιερωσύνη
του, μου έδειχνε τέτοιο σεβασμό – νομίζω τέτοιον τελικά που έδειχνε προς όλους!
– που με έκανε πάντα να νομίζω πως «είμαι κάτι σημαντικό». Η μεγαλωσύνη της
ταπείνωσης που εξυψώνει τους άλλους και σμικρύνει τον εαυτό της. «Τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι
υπερέχοντας εαυτών» (απ. Παύλος). Και με σύστηνε πάντοτε στους άλλους
χαμογελώντας με την καρδιά του: «Ο πνευματικός μου, ο πνευματικός μου!» χωρίς
οι άλλοι να καταλαβαίνουν τι γίνεται. Μέσα στο πλαίσιο αυτό να πω κι ένα
περιστατικό από επίσκεψη της ενορίας μου σε μοναστήρι της Μητροπόλεώς του.
Έμαθε το προσκύνημά μας και ανέτρεψε όλα τα προγράμματά του προκειμένου να
βρεθεί κι εκείνος εκεί, να μας περιποιηθεί, να μας κάνει το τραπέζι. Κι ήταν η
στιγμή, όταν βρεθήκαμε στο «αρχονταρίκι» που η γερόντισσα της Μονής παρά… τρίχα
«γλίτωσε» το εγκεφαλικό! Γιατί ο ίδιος με το ζόρι με έπαιρνε και με κάθιζε στην
πολυθρόνα που είχαν φέρει οι μοναχές για τον Δεσπότη. Με κρατούσε με το ζόρι
εκεί, καθήμενος ο ίδιος δίπλα μου ως απλός διάκος. Κι όταν κάποιες φορές
μιλώντας μας εκείνος και καλωσορίζοντάς μας λίγο «ξέφευγε» από τη θέση του, η
γερόντισσα «κατακόκκινη» μου έκανε νόημα να σηκωθώ. Σηκωνόμουν, εκείνος αμέσως
έσπευδε να με ξανακαθίσει στη… θέση μου! Τούτο επαναλήφθηκε τρεις φορές.
Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτε η καημένη η γερόντισσα.
Γιατί θυμηθήκαμε τον μακαριστό μεγάλο Ιεράρχη; Γιατί το
σπουδαίο πνευματικό του τέκνο αρχιμ. Ιάκωβος Κανάκης έγραψε βιβλίο γι’ αυτόν ως
έκφραση ευγνωμοσύνης απέναντί του, το οποίο κυκλοφορήθηκε προ ολίγου μόλις
καιρού. Βιβλίο που το διαβάζει κανείς στις τριακόσιες και σελίδες του και δεν
καταλαβαίνει πώς το τελειώνει. Γιατί σε απορροφά. Γιατί σε κάνει να μετέχεις
της χαρισματικής ζωής και της πνευματοφόρας προσωπικότητάς του. Γιατί διαβάζεις
ένα σαρκωμένο Ευαγγέλιο. Κι οι φωτογραφίες και οι λοιπές εικόνες που το
πλαισιώνουν το καθιστούν πραγματικό εκδοτικό γεγονός. Ευχαριστούμε τον π.
Ιάκωβο κι ευχόμαστε ο Κύριος να τον δυναμώνει και να τον χαριτώνει πάντοτε, με
τις πρεσβείες του αγίου του πνευματικού μακαριστού Μητροπολίτη Ιερεμίου. Είθε
όλοι να έχουμε τις ευχές του τώρα που βρίσκεται στην αγκαλιά του αγαπημένου του
Κυρίου.
