31 Μαΐου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΡΜΕΙΑΣ

«Ο άγιος Ερμείας ζούσε επί του βασιλιά Αντωνίνου, στην πόλη των Κομάνων και ήταν στρατιωτικός. Ήταν προχωρημένης ηλικίας και είχε άσπρα μαλλιά. Συνελήφθη επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και οδηγήθηκε στον άρχοντα Σεβαστιανό, με αποτέλεσμα να δώσει αυτός διαταγή να του σπάσουν πρώτα τα σαγόνια, να του αφαιρέσουν το δέρμα του προσώπου και να του ξεριζώσουν τα δόντια. Έπειτα άναψαν καμίνι και τον έριξαν μέσα. Παρέμεινε όμως αβλαβής από τη φωτιά, οπότε δόθηκε διαταγή να τον σκοτώσουν με δηλητηριώδη φάρμακα. Ήπιε τα φάρμακα κι όταν παρέμεινε και από αυτά αβλαβής, έλκυσε προς την πίστη του Χριστού αυτόν που του τα έδωσε. Επειδή αυτός ομολόγησε τον Χριστό ως Θεό, του κόψανε το κεφάλι. Τότε του αγίου του έβγαλαν τα νεύρα του σώματος και τον έριξαν σε πυρωμένο λέβητα, στη συνέχεια του τρύπησαν τους οφθαλμούς και σε τρεις ημέρες τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω. Και έτσι αφού του έκοψαν τον αυχένα, εξεδήμησε προς τον Κύριο»[1].

       Τη γενναιότητα και την ανδρεία είναι φυσικό να την βλέπει κανείς στους νέους ανθρώπους. Να την βλέπει όμως σε μεγάλους και προχωρημένης ηλικίας ανθρώπους είναι πράγμα θαυμαστό και παράδοξο. Διότι ο μεγάλος άνθρωπος, βλέποντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, νιώθει περισσότερο ανασφαλής και αναζητεί συνήθως κάλυψη και ασφάλεια. Ο φόβος έτσι γίνεται στοιχείο της ζωής του ηλικιωμένου, συναυξανόμενο με την πρόοδο της ηλικίας. Τα παραπάνω βεβαίως ισχύουν εκεί που δεν λειτουργεί η μεγάλη πίστη στον Χριστό. Ή μάλλον ισχύουν, αλλά καταπολεμούνται και υπερβαίνονται από την πίστη του Χριστού. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό της χριστιανικής πίστεως: η ενδυνάμωση της καρδιάς του ανθρώπου και η εξάλειψη του κάθε φόβου. Η παρουσία του Χριστού στη ζωή του ανθρώπου, όποιας ηλικίας, συνοδεύεται πάντοτε με την προτροπή: "Μη φοβού, μόνον πίστευε"[2]. Γι' αυτό και ο απόστολος Παύλος σημειώνει ότι "ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού"[3]. Και μία τέτοια μεγάλη πίστη, χαρισματική πίστη που κατακρήμνισε όλες τις θεωρούμενες σταθερές, ήταν και η πίστη του αγίου μάρτυρα Ερμεία. Προχωρημένης ηλικίας ο άγιος "και λευκήν έχων την τρίχα τω χρόνω" κατά το συναξάρι. Κι όμως! Το φρόνημά του ήταν τόσο ανδρείο, η γενναιότητά του τόσο εκτυφλωτική, που οι νέοι άνθρωποι κάθε εποχής μπροστά του ωχριούν και υποστέλλονται. Πολύ περισσότερο ισχύουν γι' αυτόν - όπως και για τους άλλους μεγάλης ηλικίας άγιους μάρτυρες της πίστεως, σαν τον άγιο Πολύκαρπο, σαν τον άγιο Χαράλαμπο για παράδειγμα, ή και για τις μικρές κοπέλες χριστιανές μάρτυρες - τα λόγια που είχε πει σπουδαίος άνδρας, όταν γνώρισε την ηρωίδα του '21 Μπουμπουλίνα και είχε θαυμάσει την τόλμη και τη γενναιότητά της, παρόλη τη γυναικεία φύση της: "Μπροστά της οι ανδρείοι έκλιναν την κεφαλή, ενώ οι δειλοί φοβούνταν".

     Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επισημαίνει επανειλημμένως την πραγματικότητα αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη το πρώτο στιχηρό του εσπερινού, ο πρώτος ύμνος δηλαδή για τον μάρτυρα Ερμεία, αναφέρεται ακριβώς σ' αυτό.  "Η ακαταμάχητη χάρη του Χριστού που σε δυνάμωνε, μάρτυς, δείχνει σε όλους τη δύναμή Του μέσα από την ασθένεια της φύσης σου. Γι' αυτό και σε θνητό σώμα σε ενίσχυσε να καταπαλέψεις τον άσαρκο διάβολο με δύναμη και να πάρεις τη νίκη"[4] "Ενισχυόμενος, πάνσοφε, από τη δύναμη του θείου Πνεύματος, ταπείνωσες με χαρά τον δυνατό στην κακία δράκοντα"[5] (ωδή γ΄). Ακόμη και στην ρίψη του αγίου μέσα στο καμίνι της φωτιάς, κι εκεί φαίνεται να εισέρχεται απτόητος, θυμίζοντας τους τρεις παίδας εν τη καμίνω. "Μπήκες χωρίς κανένα φόβο στην πυρακτωμένη κάμινο, ένδοξε, κι όπως οι τρεις παίδες διέμεινες ακατάφλεκτος με τη δύναμη του Θεού"[6] (ωδή δ΄). Η νεανική ανδρεία του τον έκανε να κραυγάζει την αφοβία του και να ομολογεί την πίστη του στον αληθινό Θεό: "Δεν φοβάμαι κάθε αύξηση των βασάνων που μου γίνεται, ούτε προσφέρω κανένα σεβασμό στους ανύπαρκτους θεούς, έκραζες, παμμακάριστε. Έναν μόνον σέβομαι, τον Ιησού τον Κύριο, ο Οποίος σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου"[7] (ωδή η΄). 

       Ο άγιος Ιωσήφ βεβαίως δεν είναι δυνατόν να μην επισημάνει την αιτία της μεγάλης αυτής πίστης του αγίου Ερμεία και της τρομερής γενναιότητας της καρδιάς του. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την θερμή αγάπη του προς τον Κύριο. Κινητήρια δύναμη, ποιητικό αίτιο της αταλάντευτης θέλησής του, ώστε να υπομείνει όλα τα φοβερά κολαστήρια μέχρι τελικής πτώσης του, παρόλη την ηλικία του, ήταν η πλήρωση της καρδιάς του από τη φλόγα της αγάπης του Χριστού και η διαρκής επομένως ενατένισή του προς Αυτόν. "Γέμισες από το πυρ της αγάπης του Χριστού και έγινες πραγματικά σαν δίστομη μάχαιρα"[8] (ωδή ς΄). "Ατενίζοντας στον Θεό, ο Οποίος μπορεί να προσφέρει τη σωτηρία, υπέμεινες γενναία τους πόνους του σώματος, Ερμεία, με προσηλωμένο νου"[9] (ωδή ζ΄). Τελικά, το μόνο που μετράει στη ζωή αυτή δεν είναι ούτε η ηλικία ούτε βεβαίως οτιδήποτε άλλο επίγειο προσόν, πέραν του φρονήματος της ίδιας της καρδιάς. Και καρδιά που αντέχει και τον ίδιο τον θάνατο, με επίγνωση και με νόημα, είναι η καρδιά του χριστιανού, η καρδιά δηλαδή που είναι γεμάτη από την πίστη και την αγάπη του Χριστού και του ανθρώπου.


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] Λουκ. 8, 50.

[3] Β΄Τιμ. 1, 7.

[4] «Η απροσμάχητος χάρις του δυναμούντός σε, εν ασθενεία, μάρτυς, σου της φύσεως πάσι την δύναμιν δεικνύει. Διό και θνητώ σε ενίσχυσε σώματι, καταπαλαίσαι τον άσαρκον κραταιώς και λαβείν τα νικητήρια».

[5] "Ρώμη θείου Πνεύματος συ κρατυνόμενος, πάνσοφε, τον δυνατόν χαίρων εν κακία εταπείνωσας δράκοντα".

[6] "Υπεισήλθες απτόητος την πυρακτωθείσαν, ένδοξε, κάμινον, ως οι παίδες δε διέμεινας θεϊκή δυναστεία ακατάφλεκτος".

[7] "Ου πτοούμαι πάσαν αλγεινών επίτασιν προσγινομένην, ουδέ νέμω σέβας τοις μη ούσιν, έκραζες θεοίς, παμμάκαρ. Ένα μόνον σέβω, Ιησούν τον Κύριον, τον επί Ποντίου Πιλάτου σταυρωθέντα".

[8] "Στομούμενος τω πυρί της του Χριστού αγαπήσεως, ως δίστομος αληθώς γεγένησαι μάχαιρα".

[9] "Εις Θεόν ατενίζων, τον δυνάμενον σώζειν, νοός ευθύτητι υπήνεγκας τους πόνους, Ερμεία, τους γενναίους".

29 Μαΐου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

 

Ώρα δε ην ωσεί έκτη᾽ (Ιωάν. 4,6)

 Το εκτενές ευαγγελικό ανάγνωσμα έχει ως περιεχόμενο τη συνάντηση του Κυρίου Ιησού Χριστού με μία γυναίκα Σαμαρείτισσα, αμφιβόλου ηθικής ποιότητας όπως αποδεικνύεται, (είχε στο ενεργητικό της ήδη πέντε άνδρες και συζούσε με έναν έκτο),  την οποία όμως όχι μόνον δεν αποστρέφεται, όπως θα περίμενε κανείς από έναν ῾έντιμο᾽ Ιουδαίο, αλλά την προκαλεί σε συζήτηση, της αποκαλύπτει την προσωπική της ζωή, φτάνει μάλιστα στο σημείο να της αποκαλύψει και βαθύτατες θεολογικές αλήθειες για τον Θεό και το πώς λατρεύεται Αυτός, όπως ότι και ο Ίδιος είναι ο προανηγγελμένος από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Μεσσίας και Σωτήρας του κόσμου. Το αποτέλεσμα είναι συγκλονιστικό:  η γυναίκα δέχεται τη χάρη που της προσφέρει ο Κύριος, αλλάζει τρόπο ζωής, γίνεται ευαγγελίστρια των συμπατριωτών της, γίνεται ισαπόστολος, γίνεται η αγία μεγαλομάρτυς Φωτεινή. Η ώρα της συνάντησής της με τον Κύριο έγινε η ώρα της ζωής της, η ώρα της σωτηρίας της. Ο Ιωάννης το σημειώνει: ῾ώρα δε ην ωσεί έκτη᾽.

 1. Δεν πρόκειται μόνον για τον χρονικό προσδιορισμό της ημέρας:  έκτη ώρα, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι. (Η αντιστοίχηση με τη δική μας ώρα γίνεται ως γνωστόν όταν προσθέσουμε στην ώρα του ευαγγελίου και ευρύτερα του εκκλησιαστικού ωραρίου τον αριθμό έξι: πρώτη ώρα είναι η εβδόμη πρωϊνή, τρίτη ώρα η ενάτη κ.ο.κ.). Η ώρα, ιδίως στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, αποκτά ένα ιδιαίτερο θεολογικό βάθος, διότι δηλώνεται κατ᾽ αυτήν η πρόταση εκ μέρους του Θεού για το γεγονός της σωτηρίας του ανθρώπου. Όταν δηλαδή ο Ιωάννης σημειώνει για ένα περιστατικό την ώρα, είναι γιατί θέλει να δηλώσει εμφατικά το χαρισματικό όριο της συνάντησης του Θεού με τον άνθρωπο, καλύτερα:  την ώρα που η ανθρώπινη θέληση υποκινείται από τη χάρη του Θεού προκειμένου να αποδεχθεί την πρόσκλησή Της, συνεπώς να αρχίσει να ενεργοποιείται η διαδικασία της μετανοίας και της μεταστροφής του ανθρώπου. Η υποκίνηση όμως της θέλησης του ανθρώπου δεν σημαίνει αυτομάτως και αποδοχή της χάρης. Ο άνθρωπος μπαίνει σε κρίση, η κρίση όμως αυτή μπορεί να καταλήξει είτε πράγματι σε αποδοχή και υπακοή του ανθρώπου, αν ο άνθρωπος βρίσκεται σε κατάσταση ετοιμότητας, που θα πει σε αναζήτηση του Θεού, είτε σε απόρριψη, αν ο άνθρωπος έχει επιλέξει την πονηρία ως τρόπο ζωής του. Στην πρώτη περίπτωση καταλαβαίνουμε ότι η ῾ώρα᾽ γίνεται οδός σωτηρίας, ενώ στη δεύτερη γίνεται ώρα κρίσεως με την έννοια της καταδίκης και του κατακρίματος του ανθρώπου. Προφανώς η Σαμαρείτισσα ήταν σε κατάσταση ετοιμότητας, παρόλη την επιφάνεια της άσωτης ζωής της, γι᾽ αυτό και σώθηκε.

2. Πολλά άλλα στοιχεία του Ευαγγελίου επιβεβαιώνουν την παραπάνω αλήθεια. Για παράδειγμα: 

- Ο απόστολος Παύλος κρίνοντας σε γενικό επίπεδο τον ερχομό του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο μιλάει για την ῾ώρα᾽ αυτή ως ῾το πλήρωμα του χρόνου᾽. ῾Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού...᾽. Η ανταπόκριση των ανθρώπων στην κίνηση αυτή του Θεού υπήρξε διπλή: άλλοι Τον δέχτηκαν, άλλοι Τον απέρριψαν.

- Στην αρχή της δράσεώς Του ο Κύριος δέχεται την ειρωνική προτροπή των αδελφών Του να ανέβη μαζί τους στα Ιεροσόλυμα για να γίνει γνωστός. ῾Ούπω ήκει η ώρα μου᾽, δεν έχει έλθει ακόμη η ώρα μου, είναι η απάντησή Του.

- Ο ερχομός του Ναθαναήλ προς τον Κύριο, μετά την κλήση του από τον αδελφικό του φίλο Φίλιππο, ορίζεται και πάλι από την επισήμανση της συγκεκριμένης ῾ώρας᾽.

- Η παράκληση της Μητρός του Κυρίου προς τον Ίδιο να δώσει μία λύση στην έλλειψη κρασιοῦ στον γάμο της Κανά φαίνεται σε πρώτη φάση να απορρίπτεται με το και πάλι ῾ούπω ήκει η ώρα μου᾽. Γίνεται όμως ῾ώρα᾽ Του, δηλαδή θαυμαστή ενέργειά Του στους ανθρώπους που προκαλεί την πίστη, γιατί ακριβώς το ζήτησε Εκείνη, η Μία και Μοναδική.

- Στον Μυστικό Δείπνο, η φυγή του προδότη μαθητή Ιούδα προς επιτέλεση της ανομίας καταγράφεται ως ῾ώρα νύχτας᾽. ῾Ην δε νυξ᾽. Η ενέργεια του Χριστού για τη σωτηρία των ανθρώπων συνάντησε την άρνηση του Ιούδα, γι᾽ αυτό και λειτούργησε σ᾽ αυτόν ως νύχτα.

3. Η εξήγηση της παραδοξότητας: να προκαλεί την ανθρώπινη θέληση η παντοδύναμη ενέργεια του Θεού, αλλά άλλοτε να γίνεται αυτή αποδεκτή και άλλοτε όχι, είναι απλή. Ο παντοδύναμος Θεός δεν θέλει να εκβιάσει τον ῾κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν᾽ Αυτού δημιουργημένο άνθρωπο. Στην κατάσταση της πτώσεως στην αμαρτία μάλιστα, στην κατάσταση δηλαδή του πόνου και της απελπισίας, το μόνο που μπορεί ίσως να κερδίσει τον άνθρωπο είναι η αγάπη. Μια αγάπη που το απόλυτο όριό της το βλέπουμε πάνω στον Σταυρό, όπου ο Εσταυρωμένος Δημιουργός μας σηκώνει τις αμαρτίες μας, χωρίς να ζητεί τίποτε άλλο από εμάς πέρα από την καρδιακή ανταπόκρισή μας. Μας προσφέρθηκε και μας προσφέρεται ολοκληρωτικά – η Θεία Λειτουργία μάλιστα είναι η αδιάκοπη θυσία του ῾εσφαγμένου αρνίου᾽ για να τον φάμε και να τον πιούμε – προκειμένου ακριβώς να κερδίσει την καρδιά μας. ῾Υιέ μου, δος μοι σην καρδίαν᾽. Γι᾽ αυτό και τελικώς η ῾ώρα᾽ για την οποία μιλάμε αφότου Εκείνος ήλθε και Σταυρώθηκε είναι η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή, η οποία ενεργοποιείται κατεξοχήν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Θέλουμε να πούμε ότι όσο ζούμε στον κόσμο τούτο η αγάπη του Θεού δημιουργεί στον κάθε άνθρωπο ευκαιρίες μετανοίας, με την έννοια ότι τον προκαλεί προκειμένου να Τον λάβει αυτός σοβαρά υπόψη στη ζωή του. Κι εκεί που όντως φανερώνουμε ότι Τον λαβαίνουμε υπόψη, οπότε η ῾ώρα῾ γίνεται και δική μας ῾ώρα᾽ είναι όταν Τον κοινωνούμε, είτε μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας είτε μέσω της τηρήσεως των αγίων Του εντολών.

4. Αν όμως η παρηγοριά που έχουμε - ότι ῾ώρα᾽ για εμάς, ώρα δηλαδή για συνάντηση με τον Θεό μας, είναι η κάθε ώρα και η κάθε στιγμή μέχρι τον θάνατό μας - μας δίνει δύναμη και κουράγιο, ταυτοχρόνως μας γεμίζει και με φόβο, γιατί ακριβώς είναι άδηλη η ώρα αυτή του θανάτου μας. Ναι μεν μπορούμε να γευτούμε τον Θεό και να ζήσουμε τη σωτηρία μας κάθε στιγμή του χρόνου, όμως ο ίδιος αυτός χρόνος μπορεί να σημάνει και το τέλος μας. Κάθε φορά λοιπόν που ο Θεός μας δίνει ευκαιρία μετανοίας, κάθε φορά που βλέπουμε ότι μας προκαλεί με ένα γεγονός, ευχάριστο ή κυρίως δυσάρεστο: τα φάρμακα είναι συνήθως πικρά και δυσάρεστα αλλά είναι αυτά που μας γιατρεύουν, πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής Του. Η διαγραφή της προσκλήσεώς Του ή η όποια υποβάθμιση της ῾ώρας᾽ Του μας θέτουν σε κατάσταση κινδύνου. Δεν έχουμε την πολυτέλεια επιλογής του χρόνου, κι αυτό σημαίνει ότι το ῾λάλει, Κύριε, ότι ο δούλος Σου ακούει᾽, πρέπει να είναι η μόνιμη έγνοια και φροντίδα μας. Ακόμη και στις πιο δύσκολες εργασίες που απορροφούν ίσως όλη την ενεργητικότητά μας, ακόμη και τότε, πιο πολύ μάλλον τότε, πρέπει να είμαστε σε εσωτερική βαθιά προσοχή για κλήση του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λόγος του Ευαγγελίου όπως και ο λόγος των Πατέρων μας προτρέπει διαρκώς στο ῾σήμερον᾽ της αποδοχής του Θεού. Το αύριο μπορεί να υπάρχει, αλλά όχι ίσως για εμάς. Γι᾽ αυτό και η αναβολή στην πνευματική ζωή, η απόρριψη της κλήσεως του Θεού ή η θέση Του σε κάτασταση αναμονής, είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή μας.

 Μακάρι η ώρα της Σαμαρείτισσας που έγινε ο καιρός της σωτηρίας της να λειτουργήσει αντιστοίχως και για εμάς. Η κάθε ώρα της ημέρας δηλαδή να μας βρίσκει εν μετανοία και με άνοιγμα ιεραποστολικό και διακονικό στους συνανθρώπους μας. Η μετάνοιά μας και η αγάπη μας στον συνάνθρωπο θα είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ότι όντως η κλήση του Θεού βρήκε θετική ανταπόκριση και σε εμάς. Η αγία Φωτεινή γίνεται εν προκειμένω φάρος καθοδηγητικός.

Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ!

 

 Γιατί άραγε;

29η Μαῒου: επέτειος της τραγικής ημέρας για τον Οικουμενικό Ελληνισμό, της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους το 1453. Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία έπεσε και παραδόθηκε βορά στα βάρβαρα στίφη των Οθωμανών, που γέμισαν με τα πτώματα των Χριστιανών τα περισσότερα σημεία της μεγάλης Πόλεως. «Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν από τους πολλούς νεκρούς» σημειώνει στο «Χρονικόν» του ο γνωστός ιστορικός της αλώσεως Γεώργιος Φραντζής. Για να συνεχίσει: «Ήταν φοβερό θέαμα και άκουγες θρήνους πολλούς, ποικίλους και έβλεπες αμέτρητους εξανδραποδισμούς ευγενών, αρχοντισσών και παρθένων και μοναχών, που τις έσερναν αλύπητα οι Τούρκοι από τα ρούχα και τα μαλλιά και τις κοτσίδες έξω από τις εκκλησίες, ενώ έκλαιαν και οδύρονταν... Έβλεπες το θείο αίμα και σώμα του Χριστού να χύνεται στη γη και να πετιέται...».

Το ίδιο και περισσότερο τραγικός στην περιγραφή του είναι και ο πρώτος μετά την άλωση Πατριάρχης Κων/λεως Γεννάδιος Σχολάριος. Σε θρηνητική του αναφορά για την ημέρα εκείνη γράφει: «Θυμηθείτε πόσο μεγάλο και εκλεκτό υπήρξε το Γένος μας. Γιατί ήταν σοφό, ένδοξο, γενναίο, φρόνιμο, ηρωικό... Αλλά τώρα, αλλοίμονο για τα κακά! Χάθηκε το παν, αφού έπεσε στα χέρια των εχθρών η Κωνσταντινούπολη, που η ανάμνησή της και μόνο μπορεί να μας κάνει να ξεσπάσουμε σε κραυγές πόνου και γοερά κλάματα και να ψυχορραγήσουμε. Πράγματι, όταν κυριεύτηκε η Πόλη, βεβηλώθηκαν τα θυσιαστήρια, καταπατήθηκαν τα ιερά σκεύη και αντικείμενα, χύθηκε πολύ αίμα, ατιμάσθηκαν μοναχές, βιάσθηκαν παρθένες, αποκεφαλίστηκαν βρέφη, φονεύτηκαν με τα μαχαίρια των ασεβών άρχοντες, ιερείς, άντρες, γυναίκες, άνθρωποι κάθε ηλικίας. Αλλοίμονο σ’ εμένα τον ταλαίπωρο και άθλιο!.. Ο Μωάμεθ εξαφάνισε τα πάντα. Και τα κακά δεν υπάρχουν μόνο στη Βασιλεύουσα, αλλά και στις μικρότερες πόλεις».

Πέρα όμως από τις τραγικές περιγραφές, εκείνο που ιδιαιτέρως προξενεί εντύπωση στα κείμενα της εποχής είναι η ερμηνεία των γεγονότων από τους συγγραφείς. Ούτε λίγο ούτε πολύ ως αίτιο της πτώσης της Βασιλεύουσας θεωρούνται οι αμαρτίες των Χριστιανών. «Και ταύτα πάντα διά τας αμαρτίας ημών!» Λέει πάλι ο Γεννάδιος Κων/λεως στον θρήνο που αναφέραμε παραπάνω: «Και όλα τούτα έγιναν εξαιτίας των αμαρτίας μας. Όταν δε στρέψω την προσοχή μου σ’ αυτά, γίνομαι έξαλλος, η ψυχή μου ταράζεται και το πνεύμα μου ιλιγγιά». Και ο προαναφερθείς Γεώργιος Φραντζής περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές της Πόλης πριν την τελική πτώση, μαρτυρεί: «Διέταξε λοιπόν ο βασιλεύς, μαζί με τις άγιες και σεπτές εικόνες και τα άγια λείψανα, ιερείς, αρχιερείς και μοναχοί, γυναίκες και παιδιά, να περιφέρονται με δάκρυα στα τείχη της πόλεως και να ψάλλουν το «Κύριε ελέησον» και να ικετεύουν τον Θεό να μη μας παραδώσει για τις αμαρτίες μας στα χέρια εχθρών ανόμων και αποστατών και πονηροτάτων σε όλη την οικουμένη, αλλά να μας λυπηθεί σαν κληρονόμους του αληθινού Θεού».

Η Πόλη λοιπόν έπεσε, κατά παραχώρηση Θεού, λόγω των αμαρτιών των Χριστιανών – η εκτίμηση των Βυζαντινών ιστορικών. Η θαυμαστή χιλιόχρονη αυτοκρατορία με τη μεγαλειώδη πορεία πάνω στη γη – και με τις μελανές σελίδες της οπωσδήποτε – όταν παρέκλινε από το θέλημα του Θεού, βίωσε το αποτέλεσμα: την υποταγή στον εχθρό. Με σκοπό βεβαίως τη δημιουργία συνθηκών μετανοίας και επανόδου στον ορθό δρόμο.  

Να ειρωνευτούμε μήπως τη σκέψη και την αίσθηση των προγόνων μας αυτών, επειδή οι νεώτεροι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε την ιστορία οριζόντια και άσχετα προς την ενέργεια του Θεού; Αλλά αυτό θα ήταν η επιβεβαίωση της δικής μας ολιγοπιστίας και απιστίας απέναντι στον Θεό που όχι μόνον είναι ο Δημιουργός μας, αλλά και ο Προνοητής μας και ο τελικός Διακυβερνήτης μας. Ο Χριστός, ο αληθινός Θεός μας, μάς απεκάλυψε πως ενδιαφέρεται όχι μόνο για τους λαούς και ευρύτερα για τον κόσμο, αλλά και για τον καθένα μας μεμονωμένα, σε βαθμό που και «οι τρίχες της κεφαλής μας είναι αριθμημένες από Εκείνον!» Απλώς, να Τον θέλουμε στη ζωή μας. Όταν Τον διαγράφουμε και δείχνουμε ότι μας... ενοχλεί η παρουσία Του, Εκείνος αποσύρεται διακριτικά και μας αφήνει στο αρρωστημένο θέλημά μας. Κι αυτό το θέλημα, το αποκομμένο από το δικό Του πανάγαθο και παντοδύναμο και ευεργετικό θέλημα, γίνεται η καταστροφή κι η κόλασή μας.

Οπότε, η εκτίμηση των Βυζαντινών ότι η Πόλη έπεσε εξαιτίας των αμαρτιών τους ηχεί πολύ χριστιανικά. Κι ηχεί μάλιστα με τη δύναμη της φωνής των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι παρομοίως εκτιμούσαν τα πράγματα: η απομάκρυνση από τον Θεό φέρνει πάντοτε την καταστροφή. Όχι εξαιτίας του Θεού, αλλ’ εξαιτίας των ανθρωπίνων εγωιστικών επιλογών – χωρίς Θεό ο άνθρωπος κατασπαράσσει τον συνάνθρωπό του!

Η τραγική επέτειος της 29ης Μαῒου δεν πρέπει να είναι μόνον αφορμή για όξυνση της ιστορικής μας μνήμης, αλλά και για παραδειγματισμό και διδαχή. Αν κι εμείς παρουσιάζουμε στη ζωή μας, την προσωπική και οικογενειακή και εθνική, φαινόμενα απομάκρυνσης από το θέλημα του Θεού – και δυστυχώς δεν τα παρουσιάζουμε σε πολλά επίπεδα; - το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο με τις προγενέστερες εποχές: ο Θεός θα μας εγκαταλείψει στα αποτελέσματα της ανορθόδοξης ζωής μας. Κι ίσως γι’ αυτό θα πρέπει να δούμε και την κρίση που περνάμε οι άνθρωποι, εθνική και παγκόσμια, κάτω από την παραπάνω οπτική. Που θα πει ότι η διέξοδος είναι μονόδρομος: η γνήσια μετάνοια και επιστροφή μας στον Θεό. 


Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑ

«Αυτή η ιερά και αγία κόρη καταγόταν από την Τύρο. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών συνελήφθη από τούς ειδωλολάτρες και ρίχτηκε στη φυλακή για να δικαστεί, επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Θεό. Ενώ λοιπόν είχαν ήδη πάρει θέση οι δικαστές οδηγήθηκε ενώπιον του άρχοντα Ουρβανού, ο οποίος την πρόσταξε νά θυσιάσει στα είδωλα. Όταν αυτή βεβαίως δεν πείστηκε κι αρνήθηκε, έδωσε εντολή νά τη βασανίσουν με σκληρά κτυπήματα στα πλευρά και στα στήθη και να προχωρήσουν μάλιστα μέχρι και τα οστά και τα σπλάχνα, γιατί έβλεπε ότι παρόλα τα επίμονα βασανιστήρια αυτή τα δεχόταν όλα σιωπηλά. Διαπιστώνοντας ότι έχει ακόμη ζωή μέσα της απευθύνθηκε και πάλι σ’  αυτήν, προτρέποντάς την να θυσιάσει. Τότε η αγία τον κοίταξε κατάματα και άνοιξε όσο μπορούσε το στόμα της και του είπε με χαμογελαστό πρόσωπο: «Τι πλανάσαι, άνθρωπε; Δεν ξέρεις ότι τώρα εγώ αξιώθηκα να έχω κοινωνία  με τους μάρτυρες του Θεού;» Ο ηγεμόνας, επειδή συνειδητοποίησε ότι έγινε περίγελως της κοπέλας, οργίστηκε κι έδωσε εντολή να βασανιστεί περισσότερο από ό,τι πρώτα, οπότε στη συνέχεια την έριξε στα θαλάσσια ρεύματα, μέσα στα οποία δέχτηκε το μακάριο τέλος»[1].  

Κατά πάγια συνήθεια των περισσοτέρων υμνογράφων, το όνομα ενός αγίου γίνεται η αφορμή για θεολογικό σχολιασμό του. Θεοδοσία το όνομα της σήμερον εορταζομένης αγίας, συνεπώς «έγινες δόση και δωρεά του Θεού, σοφή μάρτυς Θεοδοσία», σημειώνει ο άγιος υμνογράφος, «γιατί λάμπεις και λόγω της μαρτυρικής άθλησής σου και λόγω των λαμπρών ακτίνων της παρθενίας σου, ανάβοντας φωτιά στη διάνοια όλων αυτών που σε τιμούν με πίστη»[2] (κάθισμα). Κι αλλού: «Δόθηκες στον Θεό (κι έγινες Εκείνου προσφορά σ’ εμάς), προσφέροντάς μας μεγάλη χαρά και ευφροσύνη»[3] (ὠδή δ΄)∙ «Φάνηκες ακριβώς ό,τι λέει το όνομά σου, σεμνή Θεοδοσία. Γιατί έγινες άριστη δόση Θεού σ’ εμάς, πάνσοφε, αναδίδοντας ποταμούς των ουρανίων δωρεών σ’ όσους με πίστη δοξολογούν τον Θεό»[4] (ὠδή η΄).

Είναι ιδιαιτέρως σημαντική η παρατήρηση του αγίου υμνογράφου: προσφέρεται κανείς στον Θεό, είτε με την ασκητική πνευματική του διαγωγή είτε και με το μαρτύριο του αίματός του, και γίνεται η προσφορά του αυτή δόση και δωρεά του Θεού σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Σαν να παραλαμβάνει ο Θεός τη θυσία αγάπης προς Αυτόν ενός αγίου, για να τη μεταποιήσει σε ευλογία και χαρά για τους πάντες. Κατά κάποιον τρόπο ο άγιος δηλαδή γίνεται το «πρόσφορο» της Θείας Ευχαριστίας, το οποίο προσφέρεται ως υλικό δικό μας στον Θεό (δικό Του στην πραγματικότητα αφού όλα Τού ανήκουν) για να το κάνει Αυτός εν Πνεύματι Αγίω «σῶμα καί αἷμα Του» και να τραφεί ο κόσμος.  «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν Σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα»[5]. Κι αυτό σημαίνει ότι τίποτε δεν υφίσταται ατομικό στην Εκκλησία. Ό,τι κάνουμε από πίστη στόν Θεό εκφράζει τον όλο άνθρωπο, ή αλλιώς: ο πιστός περικλείοντας στην ύπαρξή του όλη την ανθρωπότητα προσφέρεται εν αγάπη στον Θεό και δι’ αυτού προσφέρεται σύμπας ο κόσμος. Και ο Θεός μας τι κάνει; Παραλαμβάνει την προσφορά αυτή για να την αντιπροσφέρει χριστοποιημένη σε όλους τους πιστούς και σε όλους τους ανθρώπους ως ευλογία. Από την άποψη αυτή κατανοεί κανείς για μία ακόμη φορά το υπό των Πατέρων μας λεγόμενο ότι «αν υφίσταται ακόμη ο κόσμος είναι γιατί υπάρχουν κάποιοι άγιοι, λίγοι ή πολλοί αυτό το ξέρει ο Θεός, που για χάρη τους ο Θεός κρατάει τον υπόλοιπο κόσμο». Κι αυτό γιατί οι συγκεκριμένοι άγιοι ζουν με το φρόνημα του Χριστού, που θα πει ότι προσεύχονται αενάως υπέρ του σύμπαντος κόσμου ως υπέρ του εαυτού τους[6]. Οι άγιοι δηλαδή, σαν την αγία Θεοδοσία που δίνει και την αφορμή του σχολιασμού, αποτελούν τη μεγαλύτερη ευλογία για τον κόσμο – δεν μας θυμίζει η αλήθεια αυτή το περιστατικό του διαλόγου του Θεού με τον Αβραάμ, όταν Εκείνος πορευόταν για να δώσει τέλος στην αμαρτία των Σοδόμων και των Γομόρρων; «Αν υπήρχαν έστω και δέκα δικοί Μου άνθρωποι στην πολυάριθμη πόλη, προς χάρη τους θα έσωζα και τους υπολοίπους»[7].

Το κρίσιμο σημείο βεβαίως που επισημαίνει ο υμνογράφος μιλώντας για την προσφορά του ανθρώπου στον Θεό που γίνεται «δόσις» δική Του έπειτα στον κόσμο είναι ο θεϊκός έρωτας. Εννοούμε ότι αν κίνητρο της όποιας κίνησης του ανθρώπου προς τον Θεό δεν είναι ο πόθος και η σφοδρή αγάπη του προς Εκείνον, τότε δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προς Αυτόν στροφή του, υπάρχει «κενό». Η αγία Θεοδοσία διακατεχόταν από τον πόθο αυτόν. Επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος μάς λέει: «Θεοδοσία, πόθησες ολοκληρωτικά τον Χριστό κι έτσι υπέφερες με μεγάλη καρτερία τις πληγές των βασάνων. Πληγωνόσουν για χάρη αυτού που αγάπησες παράφορα»[8] (στιχ. εσπερ.). «Ο πόθος ο θεϊκός, Θεοδοσία, σε ανέδειξε πιστή νύμφη του Χριστού, γιατί αγάπησες τον δικό Του Σταυρό»[9] (ὠδή γ΄).

Και στην πραγματικότητα, καθώς εξηγεί ο εκκλησιαστικός ποιητής, η αγάπη αυτή της μάρτυρος ήταν συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου – κάθε μαρτύριο για χάρη του Χριστού ποτέ δεν αυτονομείται, αλλά θεωρείται προέκταση του Πάθους του Κυρίου∙ γιατί ακριβώς ο κάθε πιστός ως μέλος Χριστού τη Ζωή Εκείνου διαιωνίζει. Μας το λέει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο: «Θεοδοσία, οδός αθλήσεως για σένα έγινε ο Θεός, αφού ανέβηκε εκούσια στον Σταυρό»[10] (ὠδή α΄). Ο χριστιανός δηλαδή, ζώντας την καθημερινότητά του με τον τρόπο του Χριστού, με υπακοή στο θείο θέλημα, αλλά και φθάνοντας χαρισματικά στο «απώγειο» της υπακοής ως προσφοράς και της ίδιας της ζωής, ζει ως ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο. Αυτό άλλωστε δεν είναι ο χριστιανός; Ο ακόλουθος του Χριστού που με τη χάρη Εκείνου «απαρνείται τον (πεσμένο στην αμαρτία) εαυτό του και σηκώνει τον σταυρό του»[11], «επακολουθώντας τα ίχνη του αρχηγού Του»[12].   


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] «Θεοῦ δόσις πέφυκας, μάρτυς σοφή Θεοδοσία, ἀθλήσει ἐκλάμπουσα καί παρθενίαις φαιδραῖς ἀκτῖσι, πυρσεύουσα πάντων τάς διανοίας τῶν ἀεί σε τιμώνων πίστει».

[3] «Δόσις ἐγένου Θεῶ, ἠμᾶς κατευφραίνουσα».

[4] «Ὡράθης φερώνυμος σαφώς, Θεοδοσία σεμνή∙ Θεοῦ γάρ δόσις ἡμῖν ἀρίστη δέδοσαι , πάνσοφε, δωρεῶν τῶν ὑπέρ ἔννοιαν ἀναδιδοῦσα ποταμούς τοῖς πίστει μέλπουσι∙ Εὐλογεῖτε πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον».

[5] Από τη Θεία Λειτουργία.

[6] Για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη λέει για παράδειγμα ο επίσης άγιος μαθητής και υποτακτικός του Γέρων Σωφρόνιος: «Στηρίζοντας τον κόσμο με την προσευχή του και δεόμενος διακαώς προς τον Κύριο να Τον γνωρίσουν εν Πνεύματι Αγίω όλοι οι λαοί της γης, ετελείωσε εν ειρήνη τον επίγειο δρόμο του». «Έχοντας λάβει από το Άγιο Πνεύμα το χάρισμα να βιώνει ενεργώς την απέραντη αγάπη του Χριστού προς τον κόσμο, με πύρινα δάκρυα προσευχόταν αδιαλείπτως για την ανθρωπότητα, για όλον τον Αδάμ, ιδιαιτέρως δε για τους κεκοιμημένους. “Το να προσεύχεσαι για τους ανθρώπους σημαίνει να χύνεις αίμα”».    

[7] Γεν. 18, 23 εξ.

[8] «Θεοδοσία, Χριστόν ὁλοκλήρως ποθήσασα, τῶν βασάνων ἤνεγκας τάς πληγάς καρτερώτατα, αἰκιζομένη διά τόν σόν ἐραστήν».

[9] «Ὁ πόθος ὁ θεϊκός, Θεοδοσία, σέ πιστήν ἔδειξε νύμφην Χριστοῦ, τούτου τόν Σταυρόν ἀγαπήσασα».

[10] «Θεός σοι, Θεοδοσία, γέγονεν ὁδός ἀθλήσεως, ἐπί Σταυρόν ἑκούσιον ἐλθών».

[11] Ματθ. 16, 24.

[12] Πρβλ. Α΄ Πέτρ. 2, 21.

28 Μαΐου 2021

ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄

 Ακούστε το Β΄ Εωθινό Ευαγγέλιο σε νεοελληνική απόδοση από τους μαθητές της προσχολικής και Α΄ σχολικής ηλικίας των κατηχητικών σχολείων της ενορίας μας.

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Β΄

Ἐκ τοῦ κατά Μάρκον (ιστ΄, 1-8)

Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου, Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη, ἠγόρασαν ἀρώματα, ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν τὸν Ἰησοῦν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς Σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι, θεωροῦσιν, ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε, ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ᾿ ὑπάγετε, εἴπατε τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ, ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχύ, ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις· καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

 


Την περασμένη Κυριακή, Κυριακή του Παραλύτου, 
ιερούργησε στον Ναό μας και κήρυξε τον Θείο Λόγο
ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ιωσήφ.

 Για να δείτε φωτογραφίες πατήστε στο εικονίδιο "ΦΩΤΟΑΝΤΑΜΩΜΑ". 

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΤΥΧΗΣ Ή ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΛΙΤΗΝΗΣ

«Ο άγιος Ευτυχής ή Ευτύχιος διέπρεψε ως αληθινός εργάτης του Χριστού και υπηρέτης της Εκκλησίας, τόσο με τη συνεχή και καρποφόρα διδασκαλία του, όσο και με τα άμεμπτα και εποικοδομητικά έργα του. Ήταν άγρυπνος και τεχνικότατος αλιέας των ψυχών, φιλόστοργος δε πατέρας τους, έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τη ασφάλεια και τη σωτηρία τους. Συνελήφθη και έμεινε σταθερός στην αγία πίστη μας κι έλαβε μαρτυρικό τέλος: τον ρίξανε οι τύραννοι στα νερά και πνίγηκε μέσα σε αυτά»[1].

Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει πολλούς ύμνους στο να τονίσει το ιδιαίτερο μαρτυρικό τέλος του αγίου Ευτυχίου - το πνίξιμό του στα νερά - δίνοντας όμως ταυτόχρονα και την πνευματική ερμηνεία του τραγικού γεγονότος: πριν από το πνίξιμό του ῾έπνιξε᾽ ο ίδιος τους άφρονες αθέους με τη δύναμη των λόγων του, ενώ με το διά πνιγμού τέλος του έπνιξε και τον πονηρό διάβολο, τον ῾άσαρκον δράκοντα᾽. «Θεόφρον Ευτύχιε, με τη δύναμη των πανσόφων λόγων σου εναπέπνιξες τους άφρονες, γι᾽ αυτό και δέχτηκες με την πνιγμονή των υδάτων μακάριο τέλος, πνίγοντας στα νερά τον άσαρκο δράκοντα, τον διάβολο»[2] (στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στο στάδιο της μαρτυρίας με χαρά, μάκαρ Ευτύχιε, και πόθησες τον θάνατο που σου έφερε ζωή, και έπνιξες τις μυριάδες των εχθρών, καθώς πνιγόσουν στη θάλασσα»[3] (ωδή α´).

Το μαρτυρικό τέλος του λοιπόν ήταν γι᾽ αυτόν, όπως βεβαίως και για όλους τους εν Χριστώ μάρτυρες, αφενός η σφραγίδα της αγιασμένης βιοτής και του έργου του, η οποία σαν σε χρυσά φτερά τον έφερε στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου το ξέσπασμα, κατά παραχώρηση ασφαλώς του Χριστού,  του Πονηρού και των οργάνων του, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ήττα τους από τον δούλο του Χριστού. «Υψώθηκες προς τον Κύριο, παμμάκαρ, με τις χρυσές φτερούγες του ιερωτάτου μαρτυρίου»[4] (ωδή ε´).

Ο  Ευτύχιος ανήκει σε εκείνους τους αγίους, οι οποίοι αξιώθηκαν να μαθητεύσουν γνήσια παρά τους πόδας των αγίων Αποστόλων και να εισέλθουν και αυτοί στον κόπο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ο  Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστες τις καίριες αυτές διαστάσεις της ζωής του αγίου. Ο άγιος υπήρξε γνήσιος μαθητής των Αποστόλων, αποδεικνύοντας τη γνησιότητά του αυτή αφενός με την οσία βιοτή του, αφετέρου με το λαμπρό του μαρτύριο. Κι αυτό σημαίνει: δεν αρκεί να ακούσει κανείς τη διδασκαλία των αποστόλων. Εκείνο που θα τον καταστήσει πράγματι γνώστη και γνήσιο μαθητή είναι η ενεργοποίηση της διδασκαλίας τους στην προσωπική του ζωή, δείγμα της αγάπης του προς τον Θεό, που φτάνει μέχρι θυσίας και της ίδιας της ζωής. «Ουχ οι ακροαταί, αλλά οι ποιηταί του Νόμου δικαιωθήσονται»[5] (απ. Παύλος). «Έζησες όσια, παμμάκαρ Ευτύχιε, καθώς μαθήτευσες με απόλυτη ακρίβεια στους Αποστόλους του Χριστού. Και έφτασες στην τέλεια ηλικία, όταν άθλησες διά του μαρτυρίου λαμπρότατα, αξιοθαύμαστε»[6] (ωδή α´). «Κόλλησες με την ψυχή και την καρδιά σου στους άγιους υπηρέτες του Λόγου Χριστού και έζησες άγια τη ζωή σου»[7] (ωδή γ´).

Είπαμε όμως ότι ο άγιος Ευτύχιος εισήλθε και στους κόπους του ευαγγελισμού των ανθρώπων ως ακόλουθος των αποστόλων. Κήρυξε κι αυτός με δύναμη τον σωτήριο λόγο, φωτίζοντας τους ανθρώπους και απαλλάσσοντάς τους από το βαθύτατο σκοτάδι της άγνοιας. «Γεμάτος από ένθεη πίστη και χάρη Θεού, ένδοξε, κήρυξες τον σωτήριο λόγο, μαζί με τους Αποστόλους, διαλύοντας έτσι το βαθύτατο σκοτάδι της δυσσέβειας»[8] (ωδή ς´). «Κήρυξες τον άναρχο Λόγο Χριστό με όσιο τρόπο»[9] (ωδή ς´). «Δείχνοντας σταθερή την ένστασή σου, μάρτυρα Ευτύχιε, καταντρόπιασες τους σοφούς των Ελλήνων με γενναιότητα»[10] (ωδή ζ´).

Οι πολλοί πιστοί  μπορεί να αγνοούν τον άγιο Ευτυχή ή Ευτύχιο, αλλά για την Εκκλησία μας δεν παύει να είναι αποστολικός Πατέρας, ῾μεγαλομάρτυς᾽ (ωδή δ´), ῾άγγελος επίγειος αληθώς και ουράνιος άνθρωπος᾽ (ωδή θ´), του οποίου η μνήμη συνιστά ῾φωταυγή πανήγυριν᾽, ενώ η ύπαρξή του αποδεικνύεται για τους πιστούς ῾στήριγμα και καύχημα᾽(ωδή θ´). «Ταις ευχαίς σου, μέγιστε μάρτυς Ευτύχιε, από πάσης λύτρωσαι στενώσεως και αλώσεως αθέων βαρβάρων» (ωδή θ´). 


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] «Θεόφρον Ευτύχιε, νευραίς των πανσόφων λόγων σου εναποπνίξας τους άφρονας, τέλος μακάριον, πνιγμονή υδάτων, υπεδέξω δράκοντα, εν τούτοις αποπνίγων τον άσαρκον».

[3] «Υπήλθες το στάδιον της μαρτυρίας γηθόμενος, και θάνατον πρόξενον ζωής επόθησας, και απέπνιξας εχθρών τας μυριάδας, θαλάσση πνιγόμενος, μάκαρ Ευτύχιε».

[4] «Υψώθης προς Κύριον, χρυσαίς, παμμάκαρ, πτέρυξι του ιερωτάτου μαρτυρίου».

[5] Ρωμ. 2, 13.

[6] «Οσίως εβίωσας, μαθητευτείς ακριβέστατα, παμμάκαρ Ευτύχιε, τοις Αποστόλοις Χριστού, εις τελείαν τε ανήχθης ηλικίαν, αθλήσας λαμπρότατα, αξιοθαύμαστε».

[7] «Αγίοις του Λόγου υπηρέταις, ψυχή και καρδία, κολληθείς, αγίως σου διήνυσας τον βίον».

[8] «Ενθέου πίστεως έμπλεως και χάριτος γενόμενος, ένδοξε, λόγον σωτήριον, συν αποστόλοις, εκήρυξας, της δυσσεβείας λύων σκότος βαθύτατον».

[9] «Οσίως Λόγον τον άναρχον κηρύττων».

[10] «Σταθηράν επιδεικνύμενος την ένστασιν, μάρτυς Ευτύχιε, τους των Ελλήνων σοφούς ανδρείως κατήσχυνας».