᾿Αποσπάσματα ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ ἁγίου ᾿Επιφανίου Κύπρου μέ θέμα·
«Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ» ἤτοι Εἰς τήν Θεόσωμον Ταφήν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί εἰς τόν ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό ᾿Αριμαθαίας, καί εἰς τήν ἐν τῷ ͺ῞Αδη τοῦ Κυρίου κατάβασιν, μετά τό σωτήριον πάθος παραδόξως γεγενημένην.
«Α. Τί εἶναι αὐτό πού συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή εἶναι ἁπλωμένη
στή γῆ. Μεγάλη σιωπή καί ἠρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμᾶται ὁ Βασιλιάς. ῾Η γῆ
φοβήθηκε καί ἡσύχασε, ἐπειδή ὁ Θεός μέ τό σῶμα κοιμήθηκε καί ἀνέστησε αὐτούς πού
κοιμόνταν ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. ῾Ο Θεός μέ τό σῶμα πέθανε, καί τρόμαξε ὁ ῞ᾼδης.
῾Ο Θεός γιά λίγο κοιμήθηκε, καί ἀνέστησε αὐτούς πού βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη.
Γ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στή γῆ καί
σ’ αὐτούς πού ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. Σήμερα ἦλθε ἡ
σωτηρία στόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο. Εἶναι διπλή σήμερα ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότη,
διπλή ἡ σωτηρία, διπλή ἡ φιλανθρωπία, διπλή ἡ κατάβαση μαζί καί συγκατάβαση,
διπλή ἡ ἐπίσκεψη πρός τούς ἀνθρώπους. Κατεβαίνει ὁ Θεός ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ
κι ἀπό τή γῆ στά καταχθόνια. ᾿Ανοίγονται οἱ πύλες τοῦ ῞ᾼδη. Γεμίστε μέ ἀγαλλίασι
ἐσεῖς πού κοιμᾶσθε ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, ὑποδεχτεῖτε τό μέγα φῶς ὅσοι κάθεστε
στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῎Ερχεται ὁ Δεσπότης ἀνάμεσα στούς δούλους.
῎Ερχεται ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς νεκρούς. ῎Ερχεται ἡ ζωή ἀνάμεσα στούς θνητούς. ῎Ερχεται
ὁ ἀθῶος ἀνάμεσα στούς ἐνόχους. ῎Ερχεται τό φῶς πού δέν σβήνει ἀνάμεσα σ’ αὐτούς
πού βρίσκονται στό σκοτάδι. ῎Ερχεται ὁ ἐλευθερωτής ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους. ῎Ερχεται
Αὐτός πού βρίσκεται πιό πάνω ἀπό τούς οὐρανούς, μεταξύ αὐτῶν πού βρίσκονται κάτω
ἀπ’ τή γῆ. ῏Ηλθε ὁ Χριστός στή γῆ καί πιστέψαμε. Κατέβηκε ὁ Χριστός στούς νεκρούς,
ἄς κατεβοῦμε μαζί Του κι ἄς δοῦμε τά μυστήρια πού ἔγιναν ἐκεῖ. ῎Ας γνωρίσουμε Αὐτοῦ
πού κρύφτηκε -στόν ῞ᾼδη- τά κρυμμένα κάτω ἀπ’ τή γῆ θαυμάσια ἔργα Του. ῎Ας μάθουμε
πῶς ἔλαμψε τό κήρυγμα καί στούς κατοίκους τοῦ ῞ᾼδη.
Δ. Τί συνέβη λοιπόν; Κατεβαίνοντας ὁ Θεός στόν ῞ᾼδη σώζει ὅλους
χωρίς ἐξαίρεση; ῎Οχι βέβαια, ἀλλά κι ἐκεῖ σώζει ὅσους πίστεψαν. Χθές εἴδαμε τό ἔργο
τῆς σωτηρίας, σήμερα τήν ἐκδήλωση τῆς ἐξουσίας. Χθές εἴδαμε τήν ἀδυναμία, σήμερα
τήν κυριαρχία Του. Χθές φάνηκαν τά σημάδια τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, σήμερα τῆς
θεϊκῆς φύσης. Χθές Τόν ράπιζαν, σήμερα ραπίζει μέ τήν ἀστραπή τῆς θεότητος τόν
χῶρο τοῦ ῞ᾼδη. Χθές Τοῦ ἔβαζαν δεσμά, σήμερα Αὐτός δένει τόν τύραννο - διάβολο
μέ ἄλυτα δεσμά. Χθές καταδικαζόταν, σήμερα χαρίζει ἐλευθερία στούς καταδίκους.
Χθές Τόν περιγελοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Πιλάτου, σήμερα οἱ θυρωροί τοῦ ῞ᾼδη ὅταν
Τόν εἶδαν γέμισαν φρίκη.
ΙΗ. Αὐτός πού ποτέ δέν ἐμφανίστηκε -ὡς Θεός- στούς ἀνθρώπους,
πῶς ἐμφανίζεται ὡς ἄνθρωπος καί συγχρόνως ὡς φιλάνθρωπος Θεός; Πῶς ἔγινε ὁρατός
ὁ ἀόρατος; Πῶς σαρκώθηκε ὁ ἄυλος; Πῶς ἔπαθε ὁ ἀπαθής; Πῶς ὁ Κριτής στάθηκε στό
δικαστήριο; Πῶς ἡ ζωή γεύθηκε τόν θάνατο; Πῶς ὁ ἀχώρητος χώρεσε στόν τάφο; Πῶς
κατοικεῖ στό μνῆμα, Αὐτός πού δέν ἐγκατέλειψε τόν κόλπο τοῦ Πατέρα; Πῶς εἰσέρχεται
ἀπό τήν πύλη τοῦ σπηλαίου, Αὐτός πού ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ Παραδείσου, καί ἐνῶ δέν
διέρρηξε τίς πύλες τῆς παρθενίας τῆς Μαρίας, πῶς συνέτριψε τίς πύλες τοῦ ῞ᾼδη;
Πῶς, ἐνῶ δέν ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ ὑπερώου στήν περίπτωση τοῦ Θωμᾶ, ὅμως ἄνοιξε
στούς ἀνθρώπους τίς πύλες τῆς Βασιλείας, καί τίς πύλες τοῦ τάφου καί τίς σφραγίδες
τίς ἄφησε νά ἀνοίξουν μόνες τους; Πῶς ὑπολογίζεται μέ τούς νεκρούς, Αὐτός πού εἶναι
ἐλεύθερος μεταξύ τῶν νεκρῶν; Πῶς τό φῶς πού ποτέ δέν σβήνει, ἔρχεται στά
σκοτεινά καί στή σκιά τοῦ θανάτου; Ποῦ πηγαίνει; Ποῦ πορεύεται Αὐτός πού ὁ θάνατος
δέν μπορεῖ νά Τόν κρατήσει; Ποιός εἶναι ὁ λόγος καί ὁ τρόπος κι ὁ σκοπός πού
κατεβαίνει στόν ῞ᾼδη; Μήπως κατεβαίνει γιά νά ἀνεβάσει τόν κατάδικο ᾿Αδάμ, τόν
σύνδουλό μας; Πραγματικά, πηγαίνει γιά νά ἀναζητήσει τόν πρωτόπλαστο σάν τό χαμένο
πρόβατο.
῾Οπωσδήποτε θέλει νά ἐπισκεφθεῖ αὐτούς πού βρίσκονται μέσα
στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῾Οπωσδήποτε πορεύεται γιά νά ἐλευθερώσει τόν
αἰχμάλωτο ᾿Αδάμ καί τή συναιχμάλωτη Εὔα ὁ Θεός καί υἱός τους.
ΙΘ. ῞Ομως, ἄς κατεβοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό, ἄς χορέψουμε μαζί,
ἄς σπεύσουμε, ἄς σκιρτήσουμε μαζί, ἄς ἀνυμνήσουμε, ἄς βιαστοῦμε βλέποντας τή
συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, τήν ἀπελευθέρωση τῶν καταδίκων ἐκ μέρους
τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότου. Γιατί πορεύεται Αὐτός πού ἀπό τή φύση Του εἶναι φιλάνθρωπος,
γιά νά βγάλει -ἀπό τόν ῞ᾼδη- αὐτούς πού εἶναι δέσμιοι ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων,
μέ πολλή δύναμη καί ἐξουσία, αὐτούς πού βρίσκονται στούς τάφους νεκροί καί τούς
κατάπιε τυραννικά ὁ πικρός καί ἀχόρταγος θάνατος καί τούς τυράννησε, ἀφοῦ τούς ἅρπαξε
ἀπό τόν Θεό καί τούς μάζεψε ὅλους μαζί.
Αὐτούς πορεύθηκε ὁ Χριστός νά ἐλευθερώσει καί νά τούς βάλει
μαζί μέ τούς ζωντανούς, πού κατοικοῦν στή γῆ. ᾿Εκεῖ βρίσκεται ὁ ᾿Αδάμ, ὁ πρωτόπλαστος
καί πρωτογέννητος, καί εἶναι πιό κάτω ἀπό ὅλους τούς καταδίκους. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ ῎Αβελ
πού πρῶτος πέθανε στή γῆ, ὁ πρῶτος δίκαιος ποιμένας, τύπος τῆς ἄδικης σφαγῆς τοῦ
Ποιμένα Χριστοῦ. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ Νῶε, ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κτίστου τῆς μεγάλης
κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία διέσωσε μέ τό περιστέρι τοῦ ῾Αγίου
Πνεύματος, ὅλα τά θηριώδη ἔθνη ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἀσεβείας καί ἔδιωξε ἀπό αὐτήν
τόν διάβολο κόρακα. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ πρόγονος τοῦ Χριστοῦ, ὁ θύτης τοῦ
γιοῦ του, πού πρόσφερε στόν Θεό τήν ὑπέροχη θυσία θυσιάζοντας μέ μαχαίρι καί
χωρίς μαχαίρι θανατώνοντας καί μή θανατώνοντας τόν γιό του. ᾿Εκεῖ κάτω βρίσκεται
ὁ δέσμιος ᾿Ισαάκ, πού τήν παλαιά ἐποχή δέθηκε ἀπό τόν πατέρα γιά τή θυσία, τύπος
τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θυσίας Του. ᾿Εκεῖ κάτω καί ὁ ᾿Ιακώβ καταλυπημένος στόν ῞ᾼδη,
ὅπως πρίν ἦταν καταλυπημένος ἐπάνω γιά τόν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖ ὁ φυλακισμένος ᾿Ιωσήφ,
πού φυλακίστηκε στήν Αἴγυπτο καί προτύπωνε τόν Χριστό ὄντας δεσμώτης καί δεσπότης.
᾿Εκεῖ κάτω στά σκοτεινά ὁ Μωυσῆς, ὅπως ἐπάνω στή γῆ ἦταν βρέφος μέσα στό
σκοτεινό καλάθι. ᾿Εκεῖ ὁ Δανιήλ στόν λάκκο τοῦ ῞ᾼδη, ὅπως κάποτε ἐπάνω στή γῆ,
μέσα στόν λάκκο τῶν λιονταριῶν. ᾿Εκεῖ ὁ ῾Ιερεμίας στόν λάκκο τοῦ ῞ᾼδη καί τῆς
φθορᾶς τοῦ θανάτου, ὅπως κάποτε ἦταν ριγμένος ἀπό τούς συμπατριῶτες του μέσα στόν
λάκκο τοῦ βορβόρου. ᾿Εκεῖ μέσα στό κῆτος τοῦ ῞ᾼδη πού δέχεται ὅλον τόν κόσμο βρίσκεται
ὁ ᾿Ιωνᾶς, πού εἶναι ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ προαιώνιος ᾿Ιωνᾶς πού
θά ὑπάρχει καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες.
Κι ἀκόμη ἐκεῖ καί ὁ πρόγονος τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Δαβίδ, ἀπό τόν
ὁποῖο κατά σάρκα γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καί γιατί λέω γιά τόν Δαβίδ καί τόν ᾿Ιωνᾶ
καί τόν Σολομώντα; ᾿Εκεῖ βρισκόταν καί ὁ ἴδιος ὁ μέγας ᾿Ιωάννης, ὁ μεγαλύτερος ἀπό
ὅλους τούς προφῆτες, κηρύττοντας στόν ῞ᾼδη σ’ ὅλους ἀπό πρίν τόν Χριστό σάν μέσα
ἀπό σκοτεινή μήτρα -ὅπως κάποτε βρέφος μέσα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του ᾿Ελισάβετ.
Αὐτός εἶναι διπλός πρόδρομος καί κήρυκας πρός τούς ζωντανούς
καί τούς νεκρούς. Αὐτός ἀπό τή φυλακή τοῦ ῾Ηρώδη παραπέμφθηκε -μέ τόν ἀποκεφαλισμό
του- στήν πανανθρώπινη φυλακή τοῦ ῞ᾼδη τῶν δικαίων καί ἀδίκων κεκοιμημένων πού
βρίσκονταν ἐκεῖ ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων.
Κ. ᾿Από ἐκεῖ, ἀπ’ τόν ῞ᾼδη, ὅλοι οἱ προφῆτες καί οἱ δίκαιοι
μέ θερμές καί συνεχεῖς προσευχές πρός τόν Θεό μέσα ἀπό τήν καρδιά τους, ζητοῦν
λύτρωση ἀπό τήν πολύ ὀδυνηρή καί σκοτεινή καί κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ
διαβόλου, ζοφερή καί κατασκότεινη νύχτα. Καί ὁ μέν ἕνας ἔλεγε πρός τόν Θεό· «᾿Από
τήν κοιλιά τοῦ ῞ᾼδη ἄκουσε τήν κραυγή τῆς φωνῆς μου». Καί ὁ ἄλλος· «Μέσα ἀπ’ τά
βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἔκραξα πρός ᾿Εσένα, Κύριε. Κύριε ἄκουσε μέ προσοχή τή φωνή
μου».
Καί ἄλλος· «Φανέρωσε τό πρόσωπό Σου καί θά σωθοῦμε». Καί ἄλλος·
«᾿Εσύ πού κάθεσαι ἐπάνω στόν Χερουβικό θρόνο, ἐμφανίσου». Καί ἄλλος· «Ντύσου τή
μεγάλη Σου δύναμη καί ἔλα νά μᾶς σώσεις». Καί ἄλλος· «Κύριε, ἄς μᾶς προφθάσει ἡ
εὐσπλαχνία Σου». Καί ἄλλος· «Γλύτωσε τήν ψυχή μου ἀπ’ τόν βαθύτατο ῞ᾼδη». Καί ἄλλος·
«Κύριε, βγάλε τήν ψυχή μου ἀπό τόν ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «Κύριε, μή ἐγκαταλείψεις τήν
ψυχή μου στόν ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «῎Ας ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπ’ τή φθορά πρός ᾿Εσένα,
Κύριε καί Θεέ μου».
ΚΑ. ῞Ολους αὐτούς ἄκουσε ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεός ὁ Χριστός,
καί δέν ἔκρινε δίκαιο τό νά ἐκδηλώσει τή φιλανθρωπία Του μόνο πρός αὐτούς πού
ζοῦσαν κατά τήν ἐποχή Του ἤ μετά ἀπό αὐτήν, ἀλλά καί πρός ἐκείνους πού πρίν ἀπό
τήν ἐνανθρώπησή Του βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη καί κάθονταν στό σκοτάδι καί τή σκιά
τοῦ θανάτου.
Καί γι’ αὐτό αὐτούς πού ζοῦσαν ἐπάνω στή γῆ τούς ἐπισκέφθηκε
ὁ Θεός Λόγος μέ τό ἔμψυχο σῶμα, τίς δέ ψυχές πού ἦταν στόν ῞ᾼδη χωρίς σῶμα τίς ἐπισκέφθηκε
μέ τήν ἔνθεη κι ἀμόλυντη ψυχή Του· χωρίς τό σῶμα, ὄχι ὅμως καί χωρίς τή Θεότητά
Του.
ΚΒ. Λοιπόν, ἄς τρέξουμε γρήγορα μέ τόν νοῦ κι ἄς βαδίσουμε
στόν ῞ᾼδη, γιά νά δοῦμε πῶς ἐκεῖ μέ πανίσχυρη δύναμη νικᾶ ὁλοκληρωτικά τόν τύραννο
τῶν σκλαβωμένων ψυχῶν καί πῶς μέ μεγάλη πανστρατιά, μέ τή λάμψη Του αἰχμαλωτίζει
χωρίς χέρια τίς ἀθάνατες φάλαγγες τῶν δαιμόνων. Τίς θύρες πού δέν εἶναι θύρες
σηκώνει ἀπό τή μέση καί τίς πύλες πού δέν εἶναι ξύλινες τίς σπάζει μέ τό ξύλο
τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ θύρα. Καί μέ τά θεϊκά καρφιά συντρίβει καί
κομματιάζει τούς αἰώνιους μοχλούς. Καί μέ τά δεσμά τῶν θεϊκῶν χεριῶν Του λειώνει
σάν τό κερί τίς ἄλυτες ἁλυσίδες. Καί μέ τή λόγχη πού χτύπησε τή θεϊκή πλευρά
Του, διατρυπᾶ τήν ἄσαρκη καρδιά τοῦ τυράννου. ᾿Εκεῖ συνέτριψε τή δύναμη τῶν τόξων
του, ὅταν τέντωσε σάν τόξο ἐπάνω στόν Σταυρό τά θεῖα Του χέρια. Γι’ αὐτό, ἄν ἀκολουθήσεις
μέ ἡσυχία τόν Χριστό, θά δεῖς τώρα, ποῦ ἔδεσε τόν τύραννο καί ποῦ κρέμασε τό
κεφάλι του. Πῶς ἀνέσκαψε τή φυλακή τοῦ ῞ᾼδη καί ἐλευθέρωσε τούς φυλακισμένους.
Πῶς πάτησε τό φίδι καί ποῦ κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἐλευθέρωσε τόν ᾿Αδάμ καί
πῶς ἀνέστησε τήν Εὔα. Πῶς γκρέμισε τόν ἐνδιάμεσο τοῖχο, καί πῶς καταδίκασε τόν
δηλητηριώδη δράκοντα, καί πῶς ἔστησε ἀνίκητα τρόπαια. Ποῦ θανάτωσε τόν θάνατο
καί πῶς ἔφθειρε τή φθορά καί πῶς ἐπανέφερε τόν ἄνθρωπο στό ἀρχικό του ἀξίωμα.
ΚΓ. Αὐτός πού χθές ἀπό συγκατάβαση δέν ἤθελε νά Τόν βοηθήσουν
οἱ λεγεῶνες τῶν ᾿Αγγέλων, καί ἔλεγε στόν Πέτρο «δέν μπορῶ νά παρακαλέσω τόν Πατέρα
μου καί νά μοῦ στείλει γιά συμπαράσταση περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες ᾿Αγγέλων;»,
σήμερα κατεβαίνει κάτω στόν ῞ᾼδη καί τόν θάνατο, ὅπως ἁρμόζει σέ Θεό καί σέ
Δεσπότη, γιά νά πολεμήσει μέ τόν θάνατό Του τόν τύραννο ὡς ἀρχηγός τῶν ἀθανάτων
καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μόνο μέ δώδεκα λεγεῶνες, ἀλλά
μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες ᾿Αγγέλων, ᾿Εξουσιῶν, Θρόνων χωρίς θρόνους,
῾Εξαπτερύγων χωρίς φτερά, Πολυομμάτων χωρίς μάτια, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα ὡς
Δεσπότη τους καί Βασιλιά προπέμπουν καί περιβάλλουν καί τιμοῦν, τόν Χριστό. ῎Οχι
ὡς σύμμαχοι. Μή γένοιτο! Διότι ὁ παντοδύναμος Χριστός ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη;
᾿Αλλά τόν συνοδεύουν γιατί αὐτό Τοῦ τό ὀφείλουν καί ἀγαποῦν νά βρίσκονται κοντά
στόν Δεσπότη Θεό. Αὐτές οἱ ᾿Αγγελικές τάξεις εἶναι σάν ἔμπιστοι δορυφόροι ὁπλίτες
λαμπροί, κρατώντας σκῆπτρα τῆς θείας βασιλικῆς ἐξουσίας τοῦ Κυρίου, καί μόνο στό
θεῖο νεῦμα Του τρέχουν νά προλάβουν μέ γρηγοράδα ἡ μιά τήν ἄλλη καί κάνοντας ἔργο
καί πράξη τή διαταγή Του.
Καί εἶναι καταστεφανωμένες μέ τό στεφάνι τῆς νίκης ἐναντίον
τῶν παρατάξεων τῶν ἐχθρῶν καί τῶν παρανόμων. Γι’ αὐτό καί κατεβαίνουν τότε στούς
δρόμους καί εἶναι μαζί συνοδοιπόροι τοῦ Θεοῦ καί Δεσπότη στά μέρη τοῦ ῞ᾼδη καί
τά ὑπόγειά του, πού εἶναι βαθύτερα ἀπ’ ὅλη τή γῆ, καί κατοικητήρια ὑπόγεια τῶν
κεκοιμημένων ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, καί ἔρχεται γιά νά τούς βγάλει μέ ἐξουσία
αὐτούς τούς ἁλυσοδεμένους.
ΚΔ. Μόλις, λοιπόν, ἔφτασε στά κατάκλειστα καί ἀνήλια καί
κατασκότεινα δεσμωτήρια τοῦ ῞ᾼδη, καί κατοικητήρια καί ὑπόγεια καί σπήλαια, ἡ
θεϊκή καί λαμπρότατη παρουσία τοῦ Κυρίου, προχωρεῖ πρίν ἀπό ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος
Γαβριήλ, γιατί βέβαια, ὄντας ἀπό συνήθεια ἐκεῖνος πού φέρνει στούς ἀνθρώπους τίς
ἀγγελίες τῆς χαρᾶς, μέ δυνατή φωνή, ἀρχαγγελικότατη καί στρατηγικότατη, ἔντονη
καί σάν τοῦ λιονταριοῦ, λέει πρός τίς ἐχθρικές - δαιμονικές δυνάμεις· «᾿Ανοῖξτε,
ἄρχοντες τίς πύλες σας». Μαζί του φωνάζει κι ὁ Μιχαήλ· «Καί γκρεμιστεῖτε αἰώνιες
πύλες». Μετά οἱ Δυνάμεις προσθέτουν· «Φύγετε μακριά παράνομοι θυρωροί». Κι οἱ ᾿Εξουσίες
λένε μ’ ὅλη τους τήν ἐξουσία· «Σπάστε ἄλυτες -γιά αἰῶνες- ἁλυσίδες». Καί ἄλλος ῎Αγγελος·
«Ντροπή σας, ἀντίθετοι κι ἐχθροί». Καί ἄλλος· «Φοβηθεῖτε, τύραννοι καί παράνομοι,
- γι’ αὐτό πού θά πάθετε».
ΛΑ. Καθώς, λοιπόν, αὐτά ἔτσι γίνονταν στόν ῞ᾼδη καί λέγονταν
καί ὅλα θορυβοῦνταν καί σείονταν, καί ὁ Κύριος κόντευε νά φτάσει στά πιό κατώτερα
μέρη, ὁ ᾿Αδάμ, αὐτός πού δημιουργήθηκε πρίν ἀπό ὅλους, ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος,
πού βρισκόταν πιό βαθειά ἀπό ὅλους, δεμένος πολύ γερά, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου,
πού ἐρχόταν πρός τούς φυλακισμένους καί ἀναγνώρισε τή φωνή Του καθώς περπατοῦσε
μέσα στό δεσμωτήριο. Στράφηκε τότε πρός ὅλους ὅσοι ἦταν μαζί του γιά αἰῶνες δέσμιοι
καί τούς εἶπε· ᾿Ακούω τόν ἦχο τῶν βημάτων Κάποιου πού ἔρχεται πρός ἐμᾶς. Καί ἐάν
πραγματικά μᾶς ἀξίωσε ᾿Εκεῖνος νά ἔλθει ἐδῶ, τότε ἐμεῖς θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπ’ τά
δεσμά μας. ᾿Εάν Τόν δοῦμε πραγματικά ἀνάμεσά μας, τότε ἐμεῖς θά σωθοῦμε ἀπό τόν
῞ᾼδη.
ΛΒ. Καί καθώς ὁ ᾿Αδάμ αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά ἔλεγε πρός ὅλους
τούς συγκαταδίκους του, μπαίνει ὁ Κύριος κρατώντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ.
Μόλις Τόν εἶδε ὁ πρωτόπλαστος ᾿Αδάμ, χτύπησε τό στῆθος του γεμάτος ἔκπληξη καί
φώναξε μέ δυνατή φωνή πρός ὅλους λέγοντας· «῾Ο Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους».
Καί ἀποκρίθηκε ὁ Χριστός καί εἶπε στόν ᾿Αδάμ· «῎Ας εἶναι μαζί καί μέ τό δικό
σου πνεῦμα». Καί τόν πιάνει ἀπό τό χέρι καί τόν σηκώνει καί τοῦ λέει· «Σήκω ἐσύ
πού κοιμᾶσαι καί ἀναστήσου ἀπό τούς νεκρούς, καί θά σέ φωτίσει ὁ Χριστός». ᾿Εγώ,
ὁ Θεός σου, πού γιά χάρη σου ἔγινα γιός σου, πού γιά χάρη σου καί σ᾿ αὐτούς πού
κατάγονται ἀπό ἐσένα λέω τώρα, δίνοντάς τους μέ τήν ἐξουσία μου τήν ἐλευθερία ἀπ’
τά δεσμά τους· Βγεῖτε ἔξω. Καί σ’ ὅσους βρίσκονται στό σκοτάδι λέω· Λάβετε φῶς.
Καί στούς κεκοιμημένους λέω· ᾿Αναστηθεῖτε.
Καί ἐσένα, ᾿Αδάμ, προστάζω· Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι, γιατί δέν
σέ δημιούργησα γι’ αὐτό, γιά νά μένεις δηλαδή φυλακισμένος στόν ῞ᾼδη. ᾿Αναστήσου
ἀπό τούς νεκρούς. ᾿Εγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν νεκρῶν. ᾿Αναστήσου δικό μου πλάσμα, ἀναστήσου
ἐσύ ἡ δική μου μορφή πού σέ δημιούργησα σύμφωνα μέ τή δική μου εἰκόνα. Σήκω νά
φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί ἐσύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σ’ ἐσένα. ᾿Εγώ ὡς ἄνθρωπος
κι ἐσύ ἔχουμε τήν αὐτή φύση. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Θεός σου ἔγινα γιός σου. Γιά χάρη
σου ἐγώ ὁ Δεσπότης ἔλαβα τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά χάρη σου ἐγώ πού βρίσκομαι
ὑψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, ἦλθα ἐπάνω στή γῆ καί κατέβηκα πιό κάτω ἀπό τή γῆ.
Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἀβοήθητος ἄνθρωπος ἀφημένος ἀνάμεσα στούς νεκρούς.
Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπ’ τόν κῆπο -τῆς ᾿Εδέμ-, παραδόθηκα στούς ᾿Ιουδαίους
μέσα στόν κῆπο -τῆς Γεθσημανῆ- καί μέσ᾿ στόν κῆπο σταυρώθηκα. ΛΓ. Δές στό πρόσωπό
μου τά φτυσίματα, πού δέχτηκα γιά χάρη σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω ὅπως ἤσουν ὅταν
σοῦ εἶχα δώσει τό ἐμφύσημά μου. Δές τά ραπίσματα πού δέχτηκα στά σαγόνια μου,
πού τά καταδέχτηκα γιά νά ἐπαναφέρω τήν ἀλλοιωμένη μορφή σου στό κατ’ εἰκόνα
μου. Δές στή ράχη μου τό μαστίγωμα πού τό καταδέχτηκα γιά νά διαλύσω τό φορτίο
τῶν ἁμαρτιῶν σου πού εἶχες ἐπάνω στήν πλάτη σου. Δές τά καρφωμένα μου χέρια πού
καλῶς τά ἅπλωσα ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ γιά σένα πού κακῶς ἅπλωσες τά χέρια
σου στό ἀπαγορευμένο ξύλο - δέντρο. Δές τά πόδια μου πού τρυπήθηκαν καί καρφώθηκαν
στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιατί τά δικά σου πόδια κακῶς ἔτρεξαν πρός τό δέντρο τῆς
παρακοῆς τήν ἕκτη ἡμέρα κατά τήν ὁποία βγῆκε ἐναντίον σου ἡ καταδικαστική ἀπόφαση,
καί πάλι κατὰ τήν ἕκτη ἡμέρα ἐργάζομαι γιά τήν ἀνάπλασή σου καί γιά τό ἄνοιγμα
τοῦ παραδείσου.
ΛΔ. Γεύθηκα γιά χάρη σου τή χολή γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν
πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό τόν γλυκό ἐκεῖνο καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά
καταργήσω ἀπό ἐσένα τό δριμύ κι ἀφύσικο ποτήριο τοῦ θανάτου. Δέχτηκα τόν σπόγγο
γιά νά σβήσω τό χειρόγραφο πού ἔγραφε τίς ἁμαρτίες σου. Δέχτηκα τό καλάμι, γιά
νά ὑπογράψω τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. ῞Υπνωσα ἐπάνω στόν Σταυρό καί
τρυπήθηκα μέ λόγχη στήν πλευρά, γιά σένα πού σέ ὕπνωσα στόν Παράδεισο καί ἔβγαλα
ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. ῾Η δική μου πλευρά θεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς
σου. ῾Ο δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλει ἔξω ἀπό τόν ὕπνο σου στόν ῞ᾼδη. ῾Η λόγχη
πού μέ τρύπησε σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου.
ΛΕ. Σήκω, λοιπόν, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Σέ ἔβγαλε ὁ ἐχθρός ἀπό
τόν γήινο Παράδεισο. Σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον στόν Παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο
θρόνο. Σέ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό τυπικό δέντρο τῆς ζωῆς, τώρα ὅμως ἑνώθηκα μαζί
σου ἐγώ πού εἶμαι ἡ Ζωή. Διέταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα κάνω
τά Χερουβίμ νά σέ προσκυνήσουν ὡς θεό. Κρύφτηκες τότε ἀπό τόν Θεό γιατί ἤσουν
γυμνός, νά ὅμως τώρα πού ἔκρυψες μέσα σου γυμνό τόν Θεό. Ντύθηκες τόν δερμάτινο
χιτώνα τῆς ντροπῆς, ἀλλά ἐγώ ὄντας Θεός ντύθηκα τόν ματωμένο χιτώνα τῆς σάρκας.
Γι’ αὐτό σηκωθεῖτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τόν θάνατο στή
ζωή, ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία, ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε
ἀπό ἐδῶ, ἀπό τήν ὀδύνη στήν εὐφροσύνη, ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία, ἀπό τή
φυλακή στήν ἄνω ῾Ιερουσαλήμ, ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεση, ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή
τοῦ Παραδείσου, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
ΛΣΤ. Γι’ αὐτόν τόν σκοπό πέθανα καί ἀναστήθηκα, γιά νά γίνω
Κύριος νεκρῶν καί ζωντανῶν. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, διότι ὁ οὐράνιος Πατέρας
μου περιμένει τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐννενήντα ἐννιά πρόβατα τῶν ᾿Αγγέλων περιμένουν
τόν σύνδουλό τους ᾿Αδάμ πότε νά ἀναστηθεῖ, καί πότε νά ἀνέβει, καί πότε νά ἐπιστρέψει
πρός τόν Θεό. ῾Ο Χερουβικός θρόνος ἔχει ἑτοιμαστεῖ. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν
εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. ῾Ο χῶρος τοῦ γάμου ἔχει προετοιμαστεῖ. Τό δεῖπνο
εἶναι στρωμένο. Οἱ αἰώνιες σκηνές καί οἱ τόποι διαμονῆς εἶναι ἕτοιμοι.
῎Εχουν ἀνοιχτεῖ οἱ θησαυροί τῶν ἀγαθῶν, ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἡ
Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρίν ἀπό αἰῶνες. Τά ἀγαθά πού περιμένουν τόν ἄνθρωπο δέν τά
ἔχει δεῖ μέχρι τώρα μάτι καί αὐτιά δέν ἄκουσαν γι’ αὐτά, καί δέν τά ἔβαλε νοῦς ἀνθρώπου.
ΛΖ. Αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά εἶπε ὁ Κύριος. Καί ἀνασταίνεται ὁ
Χριστός καί ὁ ἑνωμένος μαζί Του ᾿Αδάμ κι ἀνασταίνεται μαζί καί ἡ Εὔα. ᾿Αναστήθηκαν
καί πολλά ἄλλα σώματα δικαίων πού εἶχαν πεθάνει ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, κηρύττοντας
τήν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία, οἱ πιστοί ἄς τήν ὑποδεχτοῦμε κι ἄς
τή δοῦμε κι ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε, χορεύοντας μαζί μέ τούς ᾿Αγγέλους καί γιορτάζοντας
μαζί μέ τούς ᾿Ασωμάτους καί δοξάζοντας μαζί τους τόν Χριστό πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό
τή φθορά καί μᾶς ζωοποίησε.
Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν χωρίς ἀρχή
Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα Του, τώρα καί πάντοτε καί
στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. ᾿Αμήν».