«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί
τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
(Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, αφού πάτησε τον
θάνατο με τον θάνατό του και χάρισε ζωή στους νεκρούς που ήταν στα μνήματα).
Χαρακτηρίστηκε και χαρακτηρίζεται ο παιάνας της
Εκκλησίας, ο ύμνος (στον πανηγυρικό πλάγιο του α΄) που συνεγείρει τους πιστούς
και τους καλεί να διατρανώσουν τη χαρά τους, ει δυνατόν και χορεύοντας. Γιατί
διασαλπίζει τη μεγαλύτερη νίκη πάνω στον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου, τον
θάνατο, και βεβαίως πάνω σε ό,τι οδήγησε και συνήργησε για την εισβολή του
θανάτου: την αμαρτία και τον πονηρό διάβολο. Και πώς συνέβη αυτό; Μα αναστήθηκε
ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε την ανθρώπινη
φύση, συνεπώς με την ανάστασή Του ανέστησε κι αυτήν. Ο θάνατος «οὐκέτι
κυριεύει», δεν λειτουργεί πια ως ο μόνιμος και απάνθρωπος τύραννος –
μετράει τις τελευταίες του ώρες μέχρι να ξανάλθει ο Κύριος στη Δευτέρα Του
Παρουσία, κι αυτό για λόγους παιδαγωγικούς: «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον
γένηται». Ο θάνατος λοιπόν θανατώθηκε – «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἄδου
τήν καθαίρεσιν» - που σημαίνει περαιτέρω ότι ο φόβος ως το καθοριστικό στοιχείο
της ζωής στον κόσμο τούτο εξαφανίστηκε, αφού πίσω από κάθε φόβο υφίσταται στην
πραγματικότητα ο φόβος του θανάτου, συνεπώς ο άνθρωπος αναπνέει αληθινά τον
αέρα της ελευθερίας. Τι ελευθερία μπορεί να έχει εκείνος που βρίσκεται κάτω από
την πιο σκληρή κατοχή, του θανάτου, του διαβόλου, της αμαρτίας; Ο Άδης, ως όρος
δηλωτικός του όποιου χώρου των ψυχών για τους ανθρώπους που πέθαναν, διαλύθηκε,
σαν μία φυλακή που γκρεμίστηκε ολοσχερώς. Το μόνο που υφίσταται είναι η ζωή και
το φως, γιατί ο Χριστός ως ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, δίνει ακριβώς
αυτό που είναι και έχει: φως και ζωή. «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή». «Ἐγώ
εἰμι τό Φῶς τοῦ κόσμου».
Γιατί τότε υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται μέσα στα
δίχτυα του φόβου, της θλίψης και της δουλείας της αμαρτίας; Και μιλάμε και για
χριστιανούς! Διότι ναι μεν ο Χριστός προσέφερε όλη αυτή τη χάρη και τη χαρά
στους ανθρώπους, αλλά ζητάει την ανταπόκρισή τους. Και για μεν τους μη
χριστιανούς, υπάρχει η προσμονή για την ενεργοποίηση της δοσμένης χάρης –
περιμένουν, ανεπίγνωστα ίσως, την ώρα που θα κληθούν να μετάσχουν στο ζωντανό σώμα
Του, την Εκκλησία. Για τους ήδη χριστιανούς όμως, τους βαπτισμένους στο άγιο
όνομά Του, χρειάζεται η απόφαση της στροφής της θέλησής τους προς Αυτόν. Διότι
μπορεί να έχει γίνει κανείς μέλος Χριστού ως μέλος της Εκκλησίας, μα να μη το
έχει λάβει αυτό στα σοβαρά. Κι είναι η τραγική περίπτωση εκείνων που ντύθηκαν
τον Χριστό, αλλά το ένδυμα αυτό μένει σαν αδειανό πουκάμισο, σαν «άδειο σακκί»
- ο Χριστός περιμένει την ανταπόκριση της βαθειάς τους καρδιάς.
Τι απαιτείται για να «σωματωθεί» το ένδυμα; Η μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, η μετοχή δηλαδή στη ζωή του Χριστού, και ο πνευματικός αγώνας για τήρηση των αγίων εντολών Αυτού, που κι αυτό μετοχή στη δική Του ζωή είναι. Κι ο Χριστός μάς θέτει την αλήθεια αυτή ενώπιόν μας ως πρόκληση για πειραματισμό: «τηρήστε τις εντολές μου και θα με δείτε μέσα σας. Όλος ο Θεός θα βρει τόπο καταπαύσεως στην ύπαρξή σας και θα γίνετε μοναστήρι της Αγίας Τριάδος». Τυχαία λέει ο άγιος υμνογράφος ότι την ανάσταση του Χριστού, ως βίωμα της αιώνιας ζωής, τη νιώθουμε ενεργά και αισθητά στην καρδιά μας, όταν αρχίζουμε να συγχωρούμε τους συνανθρώπους μας, όταν δηλαδή αρχίζουμε να θέτουμε σε ενέργεια τη σύνοψη όλων των εντολών του Κυρίου, την αγάπη προς τον κάθε (και εχθρό) συνάνθρωπό μας; «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει καί οὕτω βοήσωμεν: Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».