«Μνήσθητι, εὔσπλαγχνε,
καί ἡμῶν, καθώς ἐμνημόνευσας τοῦ λῃστοῦ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»
(Θυμήσου και εμάς, εύσπλαγχνε Κύριε, όπως θυμήθηκες τον ληστή στη βασιλεία των
Ουρανών).
Το παραπάνω μικρό τροπάριο ακούγεται «εἰς ἦχον β΄ εἱρμολογικῶς»,
καθώς σημειώνει το τυπικό της Εκκλησίας μας, «ἀντί τοῦ: Εἴδομεν τό φῶς»
κατά το τέλος της Θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου το πρωί του Μ. Σαββάτου, όπου
τελείται, όπως λέει και ο λαός μας, η «Πρώτη Ανάσταση». Κι ως γνωστόν πρόκειται
για την προαναγγελία της Αναστάσεως, αφού τελείται ο εσπερινός της λαμπροφόρου
αυτής εορτής που συμπλέκεται με τη Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Όπως
δηλαδή συμβαίνει με κάθε εσπερινό που ξεκινά την εορτή της επομένης ημέρας,
κατά τον ίδιο τρόπο και η σημερινή: ξεκινά την Ανάσταση του Κυρίου, έχουμε
εισέλθει στον προθάλαμο, για να προχωρήσουμε τρέχοντας στην καθαυτή εορτή με
την έναρξη της επομένης ημέρας, «τῇ μιᾷ των Σαββάτων».
Και την ώρα αυτή που έχει πάρει να χαράζει το
σημαντικότερο γεγονός που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει στην παγκόσμια
ιστορία: η Ανάσταση του Κυρίου που σηματοδοτεί και την ανάσταση των ανθρώπων
καθώς νικιέται «ὁ ἔσχατος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος», (συνεπώς και η φιλαυτία και η πονηρία από τη δύναμη της Αγάπης), η
Εκκλησία μας και πάλι έρχεται να μας φέρει στη θέση του ευγνώμονος ληστού,
αυτού που αισθάνθηκε τη θέση του έναντι του συσταυρωμένου Βασιλέως της Δόξης,
του ανθρώπου που έστω και την τελευταία στιγμή μετάνιωσε για ό,τι άσχημο και
αμαρτωλό έκανε και στράφηκε με ταπείνωση αλλά και ελπίδα στον μόνο Σωτήρα του
κόσμου. Κι αυτό γιατί; Για να τονίσει ότι ναι μεν ο Κύριος
καταπατά τον θάνατο καθιστώντας τον μία απλή μετάβαση προς τη ζωή η οποία πια
αυτή «κυριεύει», αλλά απαιτείται και η ανθρώπινη συμμετοχή: ο άνθρωπος να
μετανιώσει, να αισθανθεί όπως και ο ευγνώμων ληστής την κατάντια του και να
ελπίσει στον Κύριο. Με άλλα λόγια η Ανάσταση του Κυρίου θα φέρει μεν την
ανάσταση των σωμάτων όλων των ανθρώπων, είτε πιστών είτε απίστων, κατά την
ημέρα της Δευτέρας παρουσίας Του (με την ένωση των σωμάτων με τις ψυχές), όμως
δεν θα είναι ανάσταση προς ζωή για όλους: οι εν πίστει και μετανοίᾳ
κεκοιμημένοι ή οι εν μετανοίᾳ ζώντες την ημέρα Εκείνη θα γευτούν με τρόπο
ευλογίας την ανάστασή τους, εν αντιθέσει προς τους απίστους και αμετανοήτους
που θα αναστηθούν μεν, αλλά η ανάσταση θα είναι γι’ αυτούς ανάσταση κρίσεως.
Οπότε η Εκκλησία μας διά της υμνογραφίας της τονίζει και
πάλι, στο ξημέρωμα της Χαράς για τη νέα δημιουργία, ότι το μόνο και απόλυτο
ζητούμενο από τον άνθρωπο για να μπορέσει αυτός να ζήσει τη Βασιλεία των
Ουρανών είναι η στάση της μετανοίας – ό,τι συνιστά το ήθος του τελώνη, του μετανοημένου
ασώτου, του ευγνώμονος ληστή. Το «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»
της αρχής της δημόσιας δράσης του Κυρίου βρίσκει θα λέγαμε την ευλογημένη
απόληξή της στο «μνήσθητί μου, Κύριε» πάνω σ’ έναν σταυρό. Κι αυτό το
σταυρωμένο «μνήσθητι» γίνεται πια η κραυγή που σφραγίζει χωρίς καμία
διακοπή τη χριστιανική πορεία κάθε ανθρώπου και του δίνει τη βεβαιότητα από τα
χείλη του Ίδιου του Κυρίου ότι κι αυτός θα είναι μέλος της ευλογημένης
Βασιλείας Του. Φτάνει στο σημείο μάλιστα ο μέγας Γέρων της εποχής μας, όσιος
Σωφρόνιος ο Αθωνίτης, ο Γέρων του Έσσεξ, να σημειώνει τα εξής καταπληκτικά γι’ αυτήν την ευλογημένη μετάνοια ως πλήρη
αφοσίωση και στροφή στον δρόμο του Κυρίου: «Όταν όλο το «είναι» μας είναι
συγκεντρωμένο στον Θεό, η προσευχή μας μπορεί να λάβει χαρακτήρα αιώνιο και να
μην αντιληφθούμε τη στιγμή του θανάτου. Όταν είμαστε βυθισμένοι σε μια τέτοια
προσευχή, δεν είμαστε πλέον σίγουροι αν θα επιστρέψουμε στη γη ή όχι. Αν
περάσουμε στην άλλη όχθη σε κατάσταση προσευχής, δεν θα ζήσουμε τον θάνατό μας,
αλλά θα αισθανόμαστε ότι ζούμε. Όταν βρισκόμαστε συνεχώς στην τελευταία Κρίση,
περνάμε από τον θάνατο στην αιώνια ζωή, χωρίς να καταλάβουμε ότι έχουμε πεθάνει»
(Οικοδομώντας τον Ναό του Θεού, τόμ. Β΄, σελ. 344).
Αδιανόητο βάθος μυστηρίου της πνευματικής ζωής των αγίων. Η άβυσσος της μετανοίας που συναντά την άβυσσο του ελέους του Θεού!