«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου
τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτής, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν
αἴτιον, τόν μόνον εὐλογητόν τῶν Πατέρων, Θεόν καί ὑπερένδοξον» (ὠδή ζ΄
κανόνος ἀναστάσεως).
(Γιορτάζουμε τή νέκρωση τοῦ θανάτου, τό γκρέμισμα τοῦ Ἅδη, τήν ἀπαρχή ἑνός
ἄλλου τρόπου ζωῆς, δηλαδή τῆς αἰώνιας ζωῆς, καί σκιρτώντας ἀπό χαρά ὑμνολογοῦμε
τόν αἴτιο τῆς γιορτῆς αὐτῆς, πού εἶναι ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων μας, ὀ
ὑπερένδοξος Θεός).
Ἕνα ἀπό τά πιό γνωστά καί ἀγαπημένα τροπάρια τοῦ ἀναστάσιμου κανόνα ὁ παραπάνω ὕμνος, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀμεσότητας τῶν ἐννοιῶν του, ἀλλά καί λόγω τῆς ἰδιαίρετης ἀγάπης πού ἔτρεφε γι’ αὐτόν ὁ ἅγιος Γέροντας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης - ὅλοι γνωρίζουν τόν διάλογο πού διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ ὁσίου καί τοῦ μακαριστοῦ καθηγητῆ τῆς καρδιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γιώργου Παπαζάχου ἀκριβῶς πάνω στό τροπάριο αὐτό. Τί μᾶς λέει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος καί μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός; Καλούμαστε νά ὑμνολογήσουμε καί νά δοξολογήσουμε τόν μόνο δυνατό καί ὑπερένδοξο Θεό μας, τόν μόνο πού εὐλογήθηκε καί προφητεύτηκε ἀπό τούς Πατριάρχες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, διότι μέ τήν Ἀνάστασή Του πρῶτον∙ νέκρωσε τόν θάνατο καί γκρέμισε τό βασίλειο τοῦ Ἅδη – γιορτάζουμε τόν... θάνατο τοῦ θανάτου. Θάνατος δηλαδή δέν ὑφίσταται πιά, ἀφότου Ἐκεῖνος πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς εἰσῆλθε στά ἄδυτά του καί σ’ αὐτό πού ὀνομάζουμε Ἅδη. Ὁ θάνατος πού ἦλθε ὡς ἐπιγέννημα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου λόγω τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ - ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν θάνατο, ἀντιθέτως ἡ ἀθανασία ἦταν ἡ προοπτική τοῦ ἀνθρώπου – καταργήθηκε καί ἀφανίστηκε. Καί μπορεῖ νά ὑφίσταται καί μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀλλά μόνο μέ τή βιολογική του διάσταση ἄχρι καιροῦ: τοῦ καιροῦ τῆς Δευτέρας Του παρουσίας, ἡ ὁποία δυνάμει ἀποτελεῖ γεγονός τῆς κάθε στιγμῆς! Τά ἔσχατα μέ τόν Χριστό ἔτσι κι ἀλλιῶς ἔχουν εἰσέλθει στήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί ὁ πιστός ζεῖ μέ τήν προσμονή καί τή λαχτάρα αὐτή: «ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ»! «Μαράν ἀθά».
Δεύτερον∙ ἡ κατάργηση καί ἡ καταπάτηση τοῦ θανάτου ἔφερε ἕναν ἄλλον τρόπο πιά ζωῆς γιά τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ἡ αἰωνιότητα, γιά τήν πίστη μας, δέν κατανοεῖται μέ τή διάσταση τῆς ἀτέρμονης καταστάσεως πού ἀκολουθεῖ τό ὅριο τοῦ βιολογικοῦ θανάτου∙ κυρίως κατανοεῖται ὡς ἡ ζωή πού ξεκινᾶ ἀπό τήν ὥρα πού ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στόν Χριστό καί σχετίζεται ἐμπειρικά μαζί Του, μέσα στό ζωντανό σῶμα Του τήν Ἐκκλησία. Τό ἀποκάλυψε ὁ Ἴδιος: «Αὔτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνο ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Ἡ γνώση τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἀποκάλυψε, γνώση ὄχι νοησιαρχική ἀλλά ἐν ἀγάπῃ ἐμπειρική, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, αὐτό εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, καί συνεπῶς οἱ ἀπαρχές τῆς ζωῆς αὐτῆς βρίσκονται στό ἐδῶ καί στό τώρα, γιά νά συνεχιστεῖ καί στή συνέχεια τῆς ζωῆς αὐτῆς, μετά τό βιολογικό τέλος μας. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἔχει κατανοήσει ὅτι διά τῆς ἀνιδιοτελοῦς κατά τό πρότυπο τοῦ Κυρίου ἀγάπης πορεύεται πιά στόν κόσμο τοῦτο, ζεῖ ἤδη τήν αἰώνια ζωή καί γεύεται τούς καρπούς της ὡς χαρά, ὡς εἰρήνη, ὡς μακροθυμία, ὡς πίστη, ὡς πραότητα, ὡς ἐγκράτεια κλπ. Γι’ αὐτό πιά καί δέν ὑφίσταται ὁ φόβος τοῦ θανάτου – τί φόβος νά ὑπάρχει ἐκεῖ πού δέν ὑφίσταται τό αἴτιό του, ὅταν μάλιστα ἔχει καταποθεῖ αὐτό ἀπό τήν ἴδια τή ζωή; Μέ τόν Κύριο ἀποκαλύφθηκε περίτρανα ὅτι ἡ μόνη ὄντως πραγματικότητα εἶναι ἡ ζωή, καί μάλιστα ὡς Ζωή Ἐκείνου.
Αὐτήν τή ζωή βλέπουμε ὄχι σέ ἐμᾶς δυστυχῶς τούς μαλθακούς καί χλιαρούς χριστιανούς, ἀλλά στούς ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τά πρότυπά μας καί τή διαρκή πρόκληση γιά τή μετάνοιά μας, σάν τόν ἅγιο Πορφύριο πού μνημονεύσαμε, ὁ ὁποῖος ἀκριβῶς ἐπέμενε στή λέξη «σκιρτῶντες». Ὅταν ζεῖς ἀληθινά τήν Ἀνάσταση, ὅταν συνειδητοποιεῖς τό τί ἔφερε ὁ Χριστός στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τότε τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνεις εἶναι νά νιώθεις τά σκιρτήματα τῆς χαρᾶς, τά ὁποῖα ἐκεῖνος, ὁ ὅσιος Γέροντας, τά παρομοίαζε μέ τά χαρούμενα πηδήματα τῶν μικρῶν κατσικιῶν ὅταν βρίσκουν τήν τροφή τους καί εἶναι κοντά στή μάνα τους. Πρόκειται γιά τά σκιρτήματα, νομίζουμε, πού λένε πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τό ζωντανό νερό πού δίνει ὁ Χριστός στίς καρδιές τῶν πιστῶν Του, κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσή του: «Ὅποιος πιεῖ ἀπό τό νερό πού ἐγώ θά τοῦ δώσω, θά γίνει αὐτό μέσα στήν ὕπαρξή του πηγή πού θά ἀναβλύζει τήν αἰώνια ζωή». Μακάρι ὁ Κύριος καί οἱ ἅγιοί μας νά μᾶς δίνουν αὐτόν τόν προσανατολισμό στή ζωή μας, ὥστε ἔστω καί ἐπ’ ἐλάχιστον νά αἰσθανθοῦμε τά σκιρτήματα τῆς λυτρωτικῆς παρουσίας Του!