“O άγιος Ισίδωρος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά
Δεκίου και καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Ήταν στρατιωτικός,
ανήκοντας στο τάγμα των ετοιμοπόλεμων στρατιωτών. Όταν κάποια στιγμή έφτασε στη
νήσο Χίο με στρατιωτικά πλοία, των οποίων ναύαρχος ήταν ο Νουμέριος,
κατηγορήθηκε από τον κεντυρίωνα Ιούλιο, ότι σέβεται τον Κύριο Ιησού
Χριστό και δεν λατρεύει τους δικούς τους θεούς. Ο άγιος Ισίδωρος
τότε ομολόγησε με δύναμη την πίστη του στον Χριστό, γι᾽ αυτό και ο Νουμέριος,
βλέποντας ότι δεν πρόκειται να μεταπειστεί, πρόσταξε να του κόψουν το κεφάλι
και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου»[1].
Στρατιώτης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο άγιος Ισίδωρος,
αλλά κυρίως στρατιώτης του Χριστού, έχοντας ως απόλυτο βασιλιά του ακριβώς
Αυτόν, που σημαίνει ότι κυρίαρχη αρχή στη ζωή του ήταν το «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ
μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις» (Πρ. Απ. 5, 29). Με άλλα λόγια
υπήκουε στους επίγειους νόμους, όταν αυτοί οι νόμοι βεβαίως δεν έρχονταν σε
αντίθεση με τον νόμο του Θεού. Κι απόδειξη: μόλις τέθηκε θέμα εκλογής μεταξύ
εντολής του ηγεμόνα και του νόμου του Θεού προτίμησε την υπακοή στην πίστη και
πρόσφερε τη ζωή του γι᾽ αυτήν, ακολουθώντας τα ίχνη του Διδασκάλου του.
Επανειλημμένως ο άγιος ποιητής Θεοφάνης σημειώνει την απόλυτη αυτή
προτεραιότητα του Ισιδώρου: «Ακολουθώντας τα ίχνη των παθημάτων του Δεσπότη
Χριστού μιμήθηκες τον εκούσιο θάνατό Του, καθώς υπέστης και εσύ με τη θέλησή
σου το πάθος για χάρη Του»[2] (ωδή
δ´). «Είχες ολόκληρη την έφεση της ψυχής σου προς τον Θεό, που είναι το πιο
καθαρό πράγματι από όλα τα αγαθά, αθλοφόρε παμμακάριστε, κι έτσι αμαύρωσες τον
πόθο των επιγείων»[3]
(ωδή ς´).
Ο άγιος Ισίδωρος έτσι παρουσιάζεται, όπως και όλοι οι
άγιοι, ως αληθινά ακέραιος άνθρωπος, χωρίς να περιπίπτει στη φοβερή
κατάσταση της διψυχίας[4],
κατά την οποία η ακαταστασία και η ταραχή είναι το μόνιμο γνώρισμα. Δυστυχώς η
διψυχία, ως ελλειμματική αναφορά στη μόνη απόλυτη σταθερά που είναι ο Θεός,
κλονίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, κάνοντάς τον να άγεται και να
φέρεται πότε εδώ και πότε εκεί, ως έρμαιο διαφόρων δυνάμεων είτε ανθρωπίνων
είτε δαιμονικών, πάντως ξένων προς την αληθινή φύση του, οπότε στην
περίπτωση αυτή σταματά ο άνθρωπος να λειτουργεί ως γνήσιος άνθρωπος. Ο άγιος
άνθρωπος, σαν τον Ισίδωρο, είναι γνήσιος και αληθινός άνθρωπος, γιατί είναι
σταθερά προσκολημμένος προς τον Δημιουργό του Θεό – «κόλλησα πίσω σου, Δέσποτα»[5] (ωδή
ς´) – κάτι που φέρνει την υπέρβαση της αλλοτριωτικής για την ψυχή κατάστασης
του φόβου. Ο άγιος δηλαδή δεν φοβάται κανέναν, πλήν του ίδιου του Θεού, ο
Οποίος όμως δεν θέλει τον άνθρωπο φοβισμένο, γιατί του αποκαλύπτεται ως ο
αγαπημένος Πατέρας του. Ο άγιος Θεοφάνης σημειώνει επ᾽ αυτού: «Συ, Ισίδωρε
θεόφρον, φώναζες δυνατά: τον Χριστό φοβάμαι και σέβομαι, τον Οποίο λατρεύω,
προσκυνώ και υμνολογώ»[6] (ωδή
η´). Είναι ευνόητο έτσι ότι ο άγιος με την ολοκάρδια στροφή του προς τον Χριστό
Τον ζούσε στην ύπαρξή του, ιδίως την ώρα του μαρτυρίου του, με τρόπο
που τον φανέρωνε εντελώς δοξαστικά: ως φωτεινός ήλιος. «Το ιλαρό σου πρόσωπο
φαινόταν να λάμπει ολόκληρο όπως ο ήλιος, από τη χαρά του μαρτυρίου»[7] (ωδή
η´).
Από την άποψη αυτή δεν είναι μόνο η χάρη του Θεού που ενισχύει τον μάρτυρα, για να παραμένει αυτός πάντοτε εν Θεώ, αλλά και η δική του κατάσταση της καρδιάς. Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής γίνεται απολύτως σαφής εν προκειμένω: ο άγιος Ισίδωρος μπόρεσε και έμεινε μέχρι τέλους σταθερός στην ομολογία της πίστεώς του, γιατί είχε άφοβη την καρδιά του, με ορμή στραμμένη προς τον Χριστό. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει με έναν πρωταθλητή, που η καρδιά του έχει την ορμή της νίκης – ποτέ κανείς δεν κερδίζει σε αγώνες με ηττημένο φρόνημα – κατά τον ίδιο τρόπο και στα πνευματικά αγωνίσματα. Πρέπει κανείς να πιστέψει στη νίκη, πολλώ μάλλον όταν ξέρει ότι τον ενισχύει ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός, για να φτάσει στη νίκη. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;»[8] Αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; «Έχοντας άφοβη την ορμή της ψυχής σου, ένδοξε, κράτησες σταθερή την ομολογία της πίστεως, με κάθε ευσέβεια»[9] (ωδή γ΄).
[1] Συναξάρι Μηναίου.
[2] «Ἰχνηλατῶν τά τοῦ
Δεσπότου παθήματα, ἐμιμήσω θάνατον ἑκούσιον, τό δι’ αὐτόν θέλων ὑποστάς».
[3] «Ὁλόκληρον πρός Θεόν
τήν ἔφεσιν κεκτημένος, ἀθλοφόρε παμμάκαρ, τῶν ἀγαθῶν τό ἀκήρατον ὄντως, τῶν ἐπιγείων
τόν πόθον ἠμαύρωσας».
[4] Ιακ. 1, 8: «Ἀνήρ
δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ».
[5] «Ἐκολλήθην
ὀπίσω σου, Δέσποτα».
[6] «Σύ, θεόφρον, τόν
Χριστόν, ἀνεβόας, φοβοῦμαι, ὧ λατρεύω, προσκυνῶ τε και μέλπω».
[7] «Ὁλολαμπές ὡς ἥλιος ἱλαρόν
σου τό πρόσωπον, τῇ τοῦ μαρτυρίου χαρμονή ἐφαίνετο».
[8] Ρωμ. 8, 31.
[9] «Ἔχων Ἀκατάπληκτον τήν
τῆς ψυχῆς ὁρμήν, ἔνδοξε, πανευσεβῶς, τήν ὁμολογίαν ἀρραγῆ διετήρησας».