Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Μαρτίου 2025

Γ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


 "Χαῖρε, στοργή πάντα πόθον νικῶσα"

(Χαῖρε, Σύ Παναγία, πού εἶσαι η σφοδρή αγάπη κι ὁ ἔρωτας 

που νικάει κάθε άλλον πόθο).

1. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιά τόν ποιητή (συνεπῶς καί γιά ὅλους τούς πιστούς, στόμα τῶν ὁποίων εἶναι ἐκεῖνος), δέν εἶναι ἁπλῶς μία ὑπέρ τούς ἄλλους ἁγίους Ἁγία, ἡ ὁποία κάθεται ἐπί τοῦ θρόνου της καί ρίχνει ἀφ’ ὑψηλοῦ τό βλέμμα της στήν ἀνθρωπότητα καί δή στούς πιστούς. Μία τέτοια θέασή της μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι περιέχει στοιχεῖα ἀληθείας, μά ἀπέχει πόρρω τῆς πραγματικότητάς της. Διότι ἡ Παναγία μας, ἄν ἔχει τέτοια σπουδαία θέση, τή σπουδαιότερη ἀνθρώπινα, μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι διότι φανερώνει τή ζωή καί τό ἦθος τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Τό μεγαλεῖο της ἦταν ὅτι ἐλεύθερα ὑποτάχθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε ἡ πιό κρυστάλλινη καί διαυγής δίοδος, κυριολεκτικά ἡ «μόνη πύλη», προκειμένου νά περάσει δι’ αὐτῆς ὄχι κάτι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος μέσα στόν κόσμο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπως ὁ Θεός μας «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη», διότι μᾶς ἀγάπησε μέ τή μεγαλύτερη ἀγάπη καί τόν μεγαλύτερο ἔρωτα (:«οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν», καί: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν»), ἔτσι καί ἡ Παναγία μας, συντονισμένη μέ τή σφοδρή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, κινεῖται στόν ἴδιο  μέ Ἐκεῖνον ρυθμό: στέκεται θυσιαστικά, πλήρης ἀγάπης καί ἔρωτος, ἀπέναντι στόν κάθε ἄνθρωπο, ἰδίως δέ τόν πιστό πού ἀφήνει χῶρο στήν ψυχή καί τήν καρδιά του γιά νά βρεῖ «τόπον καταπαύσεως» ἡ ἀπόλυτη καί μοναδική αὐτή ἀγάπη. Τά ἄπειρα καταγεγραμμένα ἤ μή θαύματα τῆς Παναγίας μας ἀνά τούς αἰῶνες πιστοποιοῦν τήν πραγματικότητα αὐτή.

2. Μπροστά λοιπόν σ’ αὐτήν τή στάση της πού φανερώνει τή στάση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μας, (νά εἶναι δηλαδή ἡ Μάνα πού τό μόνο πού ἐπιζητεῖ γιά τά παιδιά της εἶναι νά τά ἔχει στή θερμή ἀγκαλιά της), ὁ πιστός διά στόματος τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου κινεῖται ἐξίσου θερμά καί μέ σφοδρή ἀγάπη: κινεῖται σάν τό παιδί πού πέφτει στήν ἀνοικτή ἀγκάλη τῆς Μάνας του καί τήν καταφιλεῖ δεχόμενη τούς δικούς της ἀσπασμούς καί τά δικά της φιλιά. Πόσο θυμᾶται κανείς ἐδῶ τούς ἁγίους μας, ὄχι μόνο τούς παλαιοτέρους, μά καί τούς νεωτέρους μας, σάν γιά παράδειγμα τόν ἅγιο Νεκτάριο ἤ σάν τόν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο! Ὁ ἅγιος Νεκτάριος μπρός στήν Παναγία τή Συλημβριανή πού εἶχε στό κελλί του, τῆς μιλοῦσε τόσο θερμά καί τήν προσκυνοῦσε καί φιλοῦσε τήν εἰκόνα της τόσο πολύ, πού δημιούργησε βαθούλωμα ὁ ἔνδακρυς ἀσπασμός του. Κι ὁ ἅγιος Παΐσιος, κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἴδιου, πάντοτε ἀναφερόταν στήν Παναγία – «τήν κρατάω διαρκῶς ἀπό τό φουστάνι» συνήθιζε νά λέει – κι ὑπῆρχαν φορές, πάμπολλες πρέπει νά ὑποθέσουμε, πού ἀγκάλιαζε τήν ἁγία εἰκόνα της καί τήν καταφιλοῦσε «γιά νά βυζάξει λίγο τή χάρη της».

3. Ἔτσι ἡ Παναγία μας, κατά τόν ὑμνογράφο, εἶναι κατ’ ἀντανάκλαση τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, τό ἐρώμενο ἀπό τούς πιστούς πρόσωπο, γιατί εἶναι ἡ κατεξοχήν ἐρῶσα τούς ἀνθρώπους. Ἀγαπάει μέ ἄλλα λόγια κι ἐπειδή ἀγαπάει ἀγαπιέται. Γιατί πῶς θά μπορούσαμε ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καί πεσμένοι στήν ἁμαρτία ἄνθρωποι νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ὅ,τι εἶναι τοῦ Θεοῦ, πρωτίστως τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἄν δέν μᾶς ἔδινε ὁ Ἴδιος χέρι βοηθείας; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό, γιατί Ἐκεῖνος πρῶτος ἀγάπησε ἐμᾶς. Ἐκεῖνος εἶχε καί ἔχει πάντοτε τήν πρωτοβουλία, Ἐκεῖνος στήνει τή σκάλα καί κατέρχεται, προκειμένου νά ἀνέβουμε κι ἐμεῖς. Ὅπως τό διατυπώνει καί ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Τό τραγικό γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει χωρίς ἐκπτώσεις καί χωρίς διακοπές, (εἶναι «ὁ μόνος πιστός»), ἐμεῖς συνεχῶς ἀπιστοῦμε καί ταλαντευόμαστε, ἐμεῖς πότε λίγο καταλαβαίνουμε καί θέλουμε νά ἀνταποκριθοῦμε καί πότε κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας καί στά πάθη μας, ἀφήνοντας ἔξω ἀπό ἐμᾶς τήν ἀγάπη Του αὐτή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τή λύση καί τή διέξοδο σέ ὅλα τά προβλήματά μας - ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι κυριολεκτικά ὁ Παράδεισός μας.  

4. Καί τί μᾶς λέει περαιτέρω καί ἐντελῶς παρηγορητικά ὁ ἅγιος ποιητής, κατά τόν χαιρετισμό; Ὅτι μόλις ἀρχίζουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά νιώθουμε λίγο τή θερμή ἀγάπη τῆς Παναγίας ἀπέναντί μας, συνεπῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νά ἀπεμπλεκόμαστε καί ἀπό ὅ,τι ἐμπαθές μᾶς δένει μέ τόν κόσμο τοῦτο. Νά «ξεκολλᾶμε» δηλαδή καί ἀπό τόν πόθο τῶν σαρκικῶν μας ἐπιθυμιῶν καί ἀπό τόν πόθο γιά ν’ ἀποκτοῦμε διαρκῶς καί περισσότερα ὑλικά ἀγαθά καί ἀπό τόν πόθο γιά νά φαινόμαστε καί νά ἐπιζητοῦμε τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο σέ ὅλα τά ἔργα μας. Μέ ἄλλα λόγια μόνο μία σφοδρή καθαρή ἀγάπη, σάν αὐτήν πρός τή Μάνα μας Παναγία, μπορεῖ νά μᾶς γλιτώσει ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί προσκολλήσεις μας. Κι αὐτό γιατί; Διότι οἱ ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί οἱ ὅποιοι ἁμαρτωλοί πόθοι μας ὁδηγοῦν πάντοτε μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ μία ἀπ’ αὐτήν τή ζωή κόλαση, μέ τά στοιχεῖα τῆς θλίψης καί τῆς μελαγχολίας καί τοῦ ἄγχους καί τῆς ἀνοησίας τῆς ζωῆς πού περικλείει. Εἶναι ἡ τραγική ὁμολογία πού κάνουμε ὅλοι μας, ὅταν φτάσουμε στό σημεῖο τόν πρῶτο λόγο στή ζωή μας νά τόν ἔχει ἡ ἁμαρτία καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά τόν ἔχει δηλαδή ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας σέ ὅ,τι δέν εἶναι Θεός καί Χριστός. Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἄλλη περίπτωση: πόσο καλά αἰσθανόμαστε, πόση χάρη Θεοῦ καί «Παράδεισο» ζοῦμε, ὅταν ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας εἶναι πρός τόν Χριστό καί πρός τούς ἁγίους μας, κυρίως δέ πρός τήν Παναγία μας!

14 Μαρτίου 2025

Β΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Ἁγνείας θησαύρισμα…»

(Υπεραγία Θεοτόκε, που είσαι ο θησαυρός της αγνότητας) 

Το δοξολογικό στοιχείο προς την Υπεραγία Θεοτόκο προβάλλει κατεξοχήν η ακολουθία των Χαιρετισμών της Παναγίας μας. Και δικαίως: είναι Εκείνη διά της οποίας κατήλθε ο Θεός ως άνθρωπος στον κόσμο και μπροστά σ’ Αυτήν κλίνουν γόνυ όχι μόνον οι πιστοί που διαπνέονται από Πνεύμα Θεού – μόνον ένας εν Πνεύματι άνθρωπος μπορεί να «δει» την πληρότητα χάριτος που έχει η Θεοτόκος- αλλά και αυτοί ακόμη οι άγιοι άγγελοι. Άλλωστε η Μητέρα του Κυρίου αναδείχτηκε σε ύψος υπέρ τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Προϋπόθεση βεβαίως για τη μοναδική αυτή επιλογή του Θεού μας ήταν η καθαρότητα και η αγνότητα της ψυχής της μικρής κόρης της Ναζαρέτ Μαριάμ – η καθαρότητα αυτή είλκυσε τον απόλυτα αγνό και καθαρό Θεό μας να «επαναπαυτεί» στην ύπαρξή της. Γι’ αυτό και όλα τα τροπάρια και του κανόνα και του κοντακίου του Ακαθίστου Ύμνου προβάλλουν με άφθαστο λυρισμό την παναγιότητα της Θεοτόκου, με εικόνες δανεισμένες οι περισσότερες από την Αγία Γραφή, κατεξοχήν δε την Παλαιά Διαθήκη, η οποία συνιστά την προφητεία για τον ερχομό του Κυρίου Ιησού, που στο πρόσωπό Του φανερώνεται η Καινή Διαθήκη.

Δοξολογείται και υμνολογείται λοιπόν η Υπεραγία Θετόκος, διότι η θέση της ως του πρώτου και εξαίρετου μέλους τους σώματος του Υιού και Θεού της της Εκκλησίας είναι δεδομένη. Χωρίς αυτήν η πίστη μας θα χώλαινε: «ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς» ψέλνει ο λαός του Θεού, που θα πει ότι εσφαλμένη Μαριολογία σημαίνει εσφαλμένη Χριστολογία, εσφαλμένη επομένως Τριαδολογία, εσφαλμένη Εκκλησιολογία - μπροστά στην Παναγία μετράμε κυριολεκτικά την ορθότητα ή όχι του χριστιανισμού μας. Οπότε καταλαβαίνει ο πιστός ότι η αναφορά σ’ Εκείνην σχετίζεται με το δόγμα της πίστεώς μας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία ήδη διά της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (Έφεσος 431) αντιμετωπίζοντας τη Νεστοριανική αίρεση που αμφισβητούσε τη θεότητα του Κυρίου πρόβαλε ως επακολούθημα της ορθής πίστεως για τον Χριστό και τη θέση της Παναγίας. Είναι η Θεοτόκος!

Θα βλασφημούσαμε όμως και θα διαγράφαμε τον όποιο χριστιανισμό μας, εάν η πίστη μας όχι μόνο στον Θεό μας, αλλά και στην Παναγία όπως και στους λοιπούς αγίους έμενε σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο, σαν να επρόκειτο δηλαδή για ένα μουσειακό έκθεμα που το περιεργαζόμαστε από πολλές πλευρές και το θαυμάζουμε. Θέλουμε να πούμε ότι η όποια προβολή του μεγαλείου της Παναγίας μας εν προκειμένω γίνεται πάντοτε με την προοπτική να ακολουθήσουμε τη ζωή της, να μιμηθούμε τον τρόπο που στάθηκε έναντι του Θεού και των συνανθρώπων της. Χωρίς την προέκταση αυτή θα ξεπέφταμε σ’ αυτό που ο ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε με απόλυτο τρόπο: «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός». Χριστιανική πίστη με άλλα λόγια σημαίνει ακολουθία του Χριστού και των αγίων Του που υπήρξαν «μιμήματα» της ζωής Του. Ο Χριστός ήλθε για να γίνουμε κι εμείς ίδιοι μ’ Αυτόν, με τη χάρη και τη βοήθεια βεβαίως Εκείνου ως μέλη του σώματός Του.

Κι έρχεται διαρκώς έτσι η Εκκλησία μας και μας υπενθυμίζει ότι σε κάθε σωτήρια δράση και λόγο του Κυρίου, σε κάθε συνεπώς δράση και λόγο των Αγίων Του, πρέπει να υπάρχει από πλευράς μας το «συν», το μαζί μ’ Αυτούς! Σταυρώθηκε ο Κύριος, για παράδειγμα; Τον πιστεύουμε και είμαστε μαθητές Του αν κι εμείς συ(ν)-σταυρωνόμαστε μ’ Εκείνον, όπως το ομολογεί και ο μέγας απόστολός Του: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι, (κι έτσι) ζω ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός». Και να, που και πάλι οι ύμνοι της Εκκλησίας μάς τονίζουν την αλήθεια αυτή. Μιλώντας για την Παναγία και την Αγνότητα και την Καθαρότητα της ψυχής της εξαγγέλλουν και διαλαλούν: Αγνή η Θεοτόκος; Με αγνό και καθαρό νου μπορούμε μόνο να την τιμήσουμε, κινούμενοι δηλαδή στο ίδιο πνεύμα με το δικό της. Τη Μητέρα του Θεού μπορούμε να την υμνολογήσουμε μόνο με την ευσέβειά μας που εκφράζεται με τις ένθεες πράξεις και συμπεριφορές μας. «Ἁγνήν ἁγνεύοντι τιμήσωμεν νοΐ. Την Μητέρα του Θεού ὑμνήσωμεν εὐσεβῶς καλλυνόμενοι ταῖς ἐνθέοις πράξεσι» (ωδή Τριωδίου). (Την αγνή Παρθένο ας την τιμήσουμε με νου που αγωνίζεται για αγνότητα. Τη Μητέρα του Θεού ας την υμνολογήσουμε ευσεβώς καθώς εξωραϊζόμαστε από τις ένθεες πράξεις μας).

Και για να μην πελαγοδρομούμε στο τι σημαίνει αγνότητα και καθαρότητα ζωής ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο μέγας ασκητικός διδάσκαλος, ο άγιος της Σαρακοστής, έρχεται και μας ανοίγει τα μάτια: «Κάνουμε αρχή στον αγώνα της αγνότητας – σημειώνει – όταν δεν συγκατατιθέμεθα στους σαρκικούς λογισμούς. Έχουμε προχωρήσει και φτάνουμε σε μέση κατάσταση όταν υπάρχουν φυσικές κινήσεις στη σάρκα μας αλλά χωρίς εικόνες σαρκικές και πονηρές. Και πότε θεωρείται ότι αγγίζουμε το τέλος; Όταν ζούμε ως νεκροί και απαθείς κατά το σώμα, γιατί έχουν νεκρωθεί μέσα μας οι σαρκικοί λογισμοί». Για να ορίσει: «Αγνός είναι εκείνος που με τον θεϊκό έρωτα απέκρουσε τον άλλο έρωτα, τον σαρκικό, και έσβησε έτσι το υλικό με το άυλο πυρ» - μία χαρισματική κατάσταση που προσομοιάζει με τους ασώματους αγγέλους.

Ο αγώνας λοιπόν ημών των αρχαρίων στα πνευματικά εκεί πρέπει να επικεντρωθεί, αν θέλουμε να λέμε ότι όντως υμνολογούμε και τιμούμε την Υπεραγία Θεοτόκο, ότι όντως είμαστε πιστά μέλη του Κυρίου Ιησού και της Εκκλησίας: στο να μην αποδεχόμαστε την προσβολή των σαρκικών λογισμών, στρεφόμενοι αμέσως όταν πάει να συμβεί αυτό στον Εσταυρωμένο Κύριό μας και εκεί «κολλώντας» τον νου μας. Αν δεν το κάνουμε, αν η καρδιά και η ψυχή μας γίνεται «αεροδρόμιο» τέτοιων πονηρών και βρόμικων λογισμών, για να θυμηθούμε τον άγιο Παΐσιο, τότε πρέπει να βάλουμε ερωτηματικό στη χριστιανοσύνη μας και στην αγάπη μας, μιας και είμαστε στους Χαιρετισμούς της Παναγίας, για Εκείνην. Ίσως πρέπει να θυμόμαστε πολύ συχνά αυτό που συνέβη στον μεγάλο νεώτερο όσιο της Εκκλησίας μας Σιλουανό τον Αθωνίτη, όταν ήταν στην πολύ νεαρή ηλικία της ζωής του, όπως το διασώζει ο εξίσου μέγας όσιος Σωφρόνιος, ο μαθητής και υποτακτικός του: Νεαρός ο άγιος ήταν κάπως απρόσεκτος στη ζωή του και στα σαρκικά λεγόμενα πάθη. Και του εμφανίστηκε η Παναγία μας για να του πει με πόνο και τρυφερή αυστηρότητα: «Δεν μου αρέσει όπως ζεις, αμαρτάνοντας μπροστά στα μάτια μου».

Όσο κρατάμε καθαρή και αγνή την καρδιά μας από κάθε τι βρόμικο και πονηρό, όσο επομένως πορευόμαστε με βάση τις άγιες εντολές του Κυρίου που οριοθετούν το ένθεο των πράξεών μας, τόσο πράγματι μπορούμε με ταπεινή παρρησία να απευθυνόμαστε και να προσεγγίζουμε την Υπεραγία Θετόκο, συνεπώς και τον Υιό και Θεό της και Θεό ημών. Και το αποτέλεσμα; Να σαρκώνεται Εκείνος και μέσα στη δική μας ύπαρξη. Να γινόμαστε κι εμείς άλλες Παναγίες.

07 Μαρτίου 2025

Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

 «Ἀνοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι Μητρί, καί ὀφθήσομαι φαιδρῶς πανηγυρίζων καί ἄσω γηθόμενος ταύτης τά θαύματα» (εἰρμός ὠδῆς α΄ κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).  

(Θά ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίσει ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί θά πῶ λόγο γιά τή βασίλισσα Μητέρα, καί θά φανῶ φαιδρός πανηγυριστής καί θά τραγουδήσω μέ χαρά τά θαύματά της).

Ὁ ἅγιος ὑμνωδός μᾶς λέει ὅτι θά μιλήσει, θά φωνάξει γιά τήν Παναγία ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν πιστῶν, πού σημαίνει ὅτι ὁ λόγος του δέν ἐκφράζει μόνο τά δικά του συναισθήματα καί τήν προσωπική του πίστη, ἀλλά τήν πίστη καί τά συναισθήματα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας – στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει τίποτε ἀτομικό. Καί τί θά πεῖ γιά τή βασίλισσα Μητέρα πού θά ’ναι λόγος δικός του καί δικός μας; Ὄχι βέβαια κάποιον πρόχειρο λόγο - ὅ,τι συνήθως ταιριάζει στίς πονηρίες τοῦ κόσμου τούτου τοῦ ἀπατεώνα. Ἀλλ’ οὔτε καί κάποιον ἀνθρώπινο στοχασμό, ὅσο σοφός κι ἄν εἶναι αὐτός - ὅ,τι διατυπώνει μία φιλοσοφία ἤ μία ἰδεολογία, τίς ὁποῖες κατήργησε ὁ ἀποκαλυμμένος λόγος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ λόγος του, σημειώνει, θά εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος». Αὐτό πού ἐν Πνεύματι λέει ὁ προφητάναξ Δαβίδ: «Κύριε τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου» (Κύριε θά ἀνοίξεις τά χείλη μου και τό στόμα μου θά Σέ δοξολογήσει), τό ἴδιο ἐν Πνεύματι ἐκφράζει καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, ἀναφερόμενος σ’ Αὐτήν πού ὑπέρκειται σέ ἁγιότητα καί τῶν ἴδιων τῶν ἀγγέλων. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι μόνον ὁ ἐμφορούμενος ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά δεῖ ὀρθά καί νά μιλήσει σωστά γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι μόνον ἕνας προφήτης ἤ ἕνας ἀπόστολος ἔχει τό δικαίωμα νά ἐκφέρει λόγο γιά τήν Παναγία.

Αἰτία γι’ αὐτό εἶναι τό γεγονός ὅτι  ἡ Παναγία, μόνη Αυτή ὡς τό ὡραιότερο ἄνθος ἀπό ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὁπότε ἡ θέα της ἀποκαλύπτει καί τήν πίστη γιά τόν Υἱό καί Θεό της – συνθεωρούνται πάντοτε ὁ Κύριος Ἰησοῦς καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γι’ αὐτό καί μόνο τά μετασκευασμένα ἀπό τό Ἄγιον Πνεῦμα μάτια τήν βλέπουν σωστά, ὅπως παρομοίως συνέβη καί μέ τήν ἐξαδέλφη της Ἐλισάβετ, μητέρα τοῦ Προδρόμου, μετά τόν Εὐαγγελισμό Της. «Ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε: Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί». Πρέπει νά εἶσαι πνευματοφόρος πιά γιά νά δεῖς τήν Παναγία ὡς Παναγία.

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή μπροστά στή Μοναδική κρίνεται ἡ ποιότητα τῆς χριστιανικῆς μας συνειδήσεως - ἀποκαλυπτόμαστε ὀρθόδοξοι ἤ αἱρετικοί. Η Παναγία συνιστᾶ κριτήριο ὀρθοδοξίας. Ὅσοι τήν παραθεωροῦν ἤ  πολύ περισσότερο τήν ὑβρίζουν(!), σάν τούς Γιεχωβάδες γιά παράδειγμα, δέν ἀπέχουν πολύ ἀπό τή θέση τῶν ᾽Ιουδαίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου: κι ἐκεῖνοι τήν ἔκριναν μέ τίς πιό ἀκατανόμαστες ὕβρεις. Ὅσοι ἀπό τήν ἄλλη ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι μιά ἁπλή γυναίκα, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες, φανερώνουν τήν αἵρεση καί τό ἔλλειμμα τῆς πίστεώς τους, σάν τούς αἱρετικούς Προτεστάντες. Κι ὅσοι τέλος ὑπερτιμοῦν ἀπό τήν ἄλλη τήν Παναγία ἀναβιβάζοντάς την στό ἐπίπεδο τῆς θεότητος, σάν τούς Ρωμαιοκαθολικούς, φανερώνουν τή δεξιά ἀπόκλιση τῆς πλάνης τους. Γιά τούς ᾽Ορθοδόξους ὅμως ἡ Παναγία εἶναι αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά της: Παν-αγία, δηλ. ὑπεράνω ὅλων τῶν ἁγίων, μά ἄνθρωπος. Γεμάτη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά ξεφεύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας βλέπουμε τήν ἀνθρώπινη προοπτική: νά θεωθοῦμε, ἐννοώντας ὡς θέωση τήν ἕνωσή μας μέ τόν Κύριο, παραμένοντας ὅμως πάντοτε ἄνθρωποι.

Κι ὁ ὑμνογράφος καταλήγει: σ᾽ αὐτήν τήν κατάσταση, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει λόγο γιά νά μιλήσουμε γιά τήν Παναγία, χαιρόμαστε καί πανηγυρίζουμε. Δέν μποροῦμε νά θυμηθοῦμε τήν Παναγία καί νά μή φαιδρύνει ἡ ψυχή μας, νά μήν πλησθοῦμε εὐφροσύνης. Γιατί βλέπουμε σ᾽ Αὐτήν τήν περίσσεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού εἶναι περίσσεια Ἀγάπης δικῆς Του καί δικῆς Της, μορφοποιούμενης στίς θαυμαστές ἀδιάκοπα πρός χάριν μας ἐπεμβάσεις της. Κι ἡ χάρη εἶναι πάντοτε χαρά. Μόνον ὁ διάβολος σκυθρωπάζει καί καίγεται ἀπό τήν ἀναφορά καί μόνο τοῦ ὀνόματός της.

Οἱ συνάξεις μας κάθε φορά ἐπί τῇ μνήμῃ τῆς Παναγίας ἀποδεικνύουν ὅτι κι ἐμεῖς ἐμφορούμαστε ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ. Λίγο ἤ πολύ ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἱκανώνει ἐν Ἐκκλησίᾳ καί πνευματικά ἑνωμένοι νά ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ εὐθύνη μας εἶναι διπλή: νά κρατᾶμε τή χάρη αὐτή, δηλαδή νά βρισκόμαστε σέ ἑτοιμότητα πάντοτε τιμῆς της, καί νά ἀγωνιζόμαστε νά τήν αὐξάνουμε. Καί διακράτηση καί αὔξηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού πλούσια εἶχε καί ἔχει ἡ Παναγία, σημαίνει: νά ὑποτασσόμαστε κάθε φορά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου» τῆς Παναγίας νά γίνεται καί ἡ δική μας ἀπάντηση στήν ὅποια πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἀπευθύνει τήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.

19 Απριλίου 2024

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ

 

«Χαῖρε ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος, ὅν Γεδεών Παρθένε, προεθεάσατο»

(Χαῖρε, Παναγία, πού εἶσαι τό δροσερό ποκάρι (μαλλί), πού προεῖδε ὁ Γεδεών).

1. Μία ἁπλή ἀνάγνωση τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἀκαθίστου ὕμνου (κανόνα καί οἴκων) ὁδηγεῖ ἀμέσως στή διαπίστωση ὅτι βρίθει ἀπό εἰκόνες παρμένες ἀπό σύνολη τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Ὁ ποιητής εἶναι ἐγκρατής θεολόγος: κινεῖται μέ ἄμεση σέ ὅλον τόν βιβλικό λειμώνα, ὅπως καί σέ ὅλη τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί τί κάνει; Στοιχώντας στήν ἀποστολική παράδοση, μᾶς ὑπενθυμίζει ἀδιάκοπα ὅτι κάθε τι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἔχει ἀντίκτυπο στήν Καινή, ἤ μέ ἄλλα λόγια, ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀποτελεῖ μία προφητεία τῶν γεγονότων ἀλλά καί πολλῶν προσώπων τῆς Καινῆς, ὥστε νά διακηρύσσουμε ὅτι χωρίς τήν Καινή εἶναι ἀκατανόητη ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως καί ἡ Καινή χωρίς τήν Παλαιά χωλαίνει ἐπικίνδυνα ὡς πρός τήν κατανόησή της. Θυμόμαστε τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος τόνιζε τήν πραγματικότητα αὐτή λέγοντας ὅτι πρόκειται γιά δύο ἀδελφές πού ἔχουν κοινό Δεσπότη, ὁπότε τά καινά δέν εἶναι καινά, γιατί εἶχαν προαναγγελθεῖ ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τά δέ παλαιά δέν εἶναι παλαιά, γιατί ἐκπληρώθηκαν καί ἐπιβεβαιώθηκαν ἀπό τήν Καινή. Γι’ αὐτό καί γιά μία ἀκόμη φορά φαίνεται πόσο ἀνενημέρωτοι, γιά νά μήν ποῦμε κινούμενοι ἐκ τοῦ πονηροῦ, εἶναι ὅσοι προτείνουν τή διαγραφή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς τάχα βιβλίου τῶν Ἑβραίων. Χωρίς ἐπίγνωση προτείνουν τή διαγραφή καί τῆς Καινῆς. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ἕνας μᾶλλον μόνον ἀπό τούς πολλούς πού ἀπεκάλυψε πάνω στό θέμα, εἶναι καταπέλτης γιά τέτοιους ἰσχυρισμούς: «ὅ,τι ἔγραψαν ὁ Μωυσῆς καί οἱ προφῆτες γιά μένα τό ἔγραψαν».

2. Στό τμῆμα τοῦ προκείμενου ὕμνου ἀπό τήν ἕκτη ὠδή τοῦ κανόνα τοῦ ἀκαθίστου ὕμνου ἡ παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται μέ τήν ἀναφορά στόν κριτή Γεδεών. Ὁ Γεδεών, γιά νά θυμίσουμε λίγο τήν ἱστορία ἀπό τό βιβλίο τῶν Κριτῶν, (τό βιβλίο πού ἀναφέρεται σέ μία περίοδο περίπου 150 ἐτῶν, κατά τήν ὁποία οἱ ἡγέτες τῶν Ἑβραίων ἦταν διαλεγμένοι ἀπό τόν Θεό ἄνθρωποι, ἄνδρες ἀλλά καί γυναῖκες ἀκόμη, μέχρι τήν πρώτη ἐκλογή βασιλιᾶ, τοῦ Σαούλ), ἦταν ἕνα νεαρό παλληκάρι, ἀπό φτωχή καί ἁπλή οἰκογένεια, πού κλήθηκε ἀπό ἄγγελο Κυρίου προκειμένου νά ἀναλάβει τήν ἡγεσία τοῦ λαοῦ του ἀπέναντι στίς καταστροφικές ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν τῶν Ἐβραίων Μαδιανιτῶν. Ὁ Γεδεών ἀρνεῖται νά παραδεχτεῖ ὅτι αὐτός, ὁ πιό μικρός ἀπό τήν οἰκογένειά του καί ἐντελῶς ἄσημος, εἶναι ὁ διαλεγμένος ἀπό τον Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ. Καί ζητάει ἀπό τόν ἄγγελο «σημεῖα» τῆς ἀλήθειας του. Ἕνα τέτοιο σημεῖο εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού σχετίζεται μέ τόν ὕμνο: ἀπαιτεῖ γιά νά πειστεῖ, σ’ ἐποχή ξηρασίας νά βάλει σέ χωράφι ἕνα ποκάρι, μαλλί δηλαδή ἀπό πρόβατο, κι αὐτό νά μουσκέψει, νά γεμίσει ἀπό δροσιά, ἐνῶ ὅλα γύρω νά εἶναι ξερά. Καί γίνεται - ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τοῦ κάνει τή χάρη. Ἀπαιτεῖ ὅμως καί τό ἀντίστροφο: σέ ἐποχή ὑγρασίας τό ποκάρι καί μόνο αὐτό νά παραμείνει ξερό. Κι αὐτό πραγματοποιεῖται. Ἀλλά στή συνέχεια δέν μένει μόνο σ’ αὐτά. Ζητάει καί ἄλλες «ἀποδείξεις», πού ὅλες τελικῶς πραγματοποιοῦνται, ὁπότε καί πείθεται, ἀναλαμβάνει τήν ἡγεσία, νικᾶνε οἱ Ἑβραῖοι, ἀπαλλάσσονται ἀπό τή συμφορά τῶν Μαδιανιτῶν.

3. Ποῦ ἔγκειται μέ τόν Γεδεών ἡ προεικόνιση τῆς Παλαιᾶς ἐν σχέσει μέ τήν Καινή; Γιατί λέμε ὅτι ἐδῶ ὑφίσταται μία προφητεία δηλαδή χωρίς λόγια; Διότι κατά τόν ὑμνογράφο καί κατά τήν Ἐκκλησία μας τό ποκάρι αὐτό συνιστᾶ προεικόνιση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Παναγίας μας. Ὅπως ἐκεῖνο σέ ξηρασία γέμισε ἀπό δροσιά, μούσκεψε, ἔτσι καί ἡ Παναγία μας: χωρίς ἄνδρα καί φυσικές σχέσεις μέ ἄνδρα («πῶς ἔσται μοι τοῦτο ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;») συλλαμβάνει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ μέσα στή μήτρα της ὡς ἄνθρωπο. Ἡ ἐνέργεια δηλαδή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ λειτούργησε ὡς δροσιά γιά τή μικρή καί πάναγνη Μαριάμ, ὅπως τῆς τό ἀποκαλύπτει ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ καί τό ὁμολογοῦμε ἔπειτα διαρκῶς στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι». Καί στό γεγονός αὐτό ἔχουμε τήν ἀπαρχή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, κάτι πού παραπέμπει ἀφενός στό λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο: τήν πρώτη ὑπόσχεση γιά σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία, ἀφετέρου στή Γέννηση τοῦ Κυρίου καί κατ’ ἐπέκταση βεβαίως στά συνδεδεμένα μέ αὐτήν φρικτά καί ὑπερφυῆ γεγονότα, τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση Ἐκείνου.

4. Ἡ παραπάνω προεικόνιση ὅμως τοῦ περιστατικοῦ τοῦ πόκου μέ τόν Γεδεών ἔχει ἀντίκτυπο καί σέ κάθε πιστό. Γιατί μή ξεχνᾶμε ὅτι ἡ Παναγία μας συνιστᾶ τύπο καί γιά κάθε χριστιανό, πού σημαίνει ὅτι αὐτό πού τῆς συνέβη μπορεῖ νά συμβεῖ καί στόν κάθε ἄνθρωπο, ἀρκεῖ βεβαίως νά λειτουργεῖ αὐτός μέ πίστη· πίστη γνήσια μέ τό βασικό γνώρισμά της, τήν ἐν ἀγάπῃ ὑπακοή πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μέ ἄλλα λόγια ἡ Παναγία μας δέχτηκε τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί σάρκωσε μέσα της τόν ἴδιο τόν Θεό τήν ὥρα πού ἔκλινε τήν κεφαλή καί ὑπήκουσε στό κέλευσμα τοῦ Θεοῦ («ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου»), κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ χριστιανός: ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν καθημερινότητά του δέχεται τή δρόσο τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί γίνεται καί αὐτός «Παναγία»: σαρκώνει μέσα του τόν Χριστό. Εἶναι τό μυστήριο πού διενεργεῖται στήν Ἐκκλησία, ὅπου ὁ χριστιανός εἶναι ἕνα μέ τόν Κύριο, γιατί εἶναι μέλος Του καί τρέφεται ἀπό Ἐκεῖνον: καί μυστηριακά μέ τή Θεία Εὐχαριστία, ἀλλά καί πνευματικά μέ τήν ἐφαρμογή τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του.

Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας μέ πρώτη τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί, δέν «μυρίζουν πτωμαΐνη». Δέν εἶναι οἱ ἀποχυμωμένοι πνευματικά πού τούς βλέπει ὁ κόσμος καί τούς φοβᾶται. Εἶναι τό φῶς καί ἡ δροσιά τοῦ κόσμου, εἶναι τό ἁλάτι τῆς γῆς, ὁ λόγος τους ρέει «ἐν χάριτι», γιατί ἀκριβῶς ἔχουν τή δροσιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κι αὐτό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ἔχουμε ἤδη λάβει διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀλλά ἐνεργοποιεῖται στήν ὕπαρξή μας μόνο στόν βαθμό πού ἐσαεί βρισκόμαστε σέ πορεία ἐξόδου ἀπό τόν ἐγωισμό μας, πάνω δηλαδή στόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς καί τῆς τηρήσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.   

12 Απριλίου 2024

Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε, χρωτός τοῦ ἐμοῦ θεραπεία· χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία»

(Χαίρε Παναγία, που είσαι η θεραπεία του σώματός μου και η σωτηρία της ψυχής μου).

Σε κάθε πρόβλημα αρρώστιας και πόνου, το πρώτο όνομα που έρχεται στα χείλη των πιστών, κι ίσως και πιο μπροστά και από τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, είναι της Παναγίας. «Παναγία μου, βοήθα με», κραυγάζουν όλοι, μυστικά, νοερά, φωναχτά – ακόμη κι οι θεωρούμενοι «άθεοι» -  νιώθοντας ότι Αυτή είναι η πρώτη καταφυγή τους, Εκείνη που θα σκύψει να αφουγκραστεί το πρόβλημά τους και θα δώσει απάντηση στον όποιο πόνο και την όποια δοκιμασία τους. Και μην πει κανείς ότι αυτό δεν είναι σωστό γιατί προηγείται ο Κύριος,  διότι ο Κύριος αφενός χαίρεται όταν αναφέρονται οι άνθρωποι στην Παναγία Μητέρα Του – η Παναγία αποτελεί  τη μεγαλύτερη χαρά Του ως συνισταμένη όλων των χαρίτων και όλης της ομορφιάς του κόσμου! – αφετέρου η όποια, παρακλητική ή δοξολογική, αναφορά σ’ Εκείνην στην πραγματικότητα είναι αναφορά στον Ίδιο: η Παναγία μας παίρνει τις προσευχές και τις επικλήσεις μας για να τις καταθέσει ενώπιον του Υιού και Θεού Της.

Και πράγματι: όλη η ιστορία της χριστιανικής πίστεως έχει καταγράψει άπειρο αριθμό θαυμάτων από τις φιλεύσπλαχνες επεμβάσεις της για τη θεραπεία όλων των σωματικών ασθενειών που έχουν αναφανεί στο ανθρώπινο γένος, κάθε φορά βεβαίως που υπάρχει η απαραίτητη προς τούτο προϋπόθεση: η πίστη προς τον Κύριο και την Ίδια. Ο λαός μας το γνωρίζει πολύ καλά: «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Κι ίσως για τους περισσοτέρους ισχύει αυτό που συνέβαινε και με τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη, ο οποίος συνήθιζε να λέγει ότι στο κάθε πρόβλημά του στρεφόταν πρώτα στην Παναγία, γιατί «ντρεπόταν» να στραφεί σ’ Εκείνον που είναι ο άπειρος και παντοδύναμος Θεός. «Την Παναγία την κρατάω από το φουστάνι διαρκώς» ήταν ένας συγκινητικός και χαριτωμένος λόγος του.

Όμως η Εκκλησία μας επισημαίνει το αυτονόητο: μαζί με τις δεήσεις στην Παναγία για τη θεραπεία των σωματικών μας ασθενειών πρέπει να καταφεύγουμε σ’ Εκείνην και για την ίαση των ψυχικών πνευματικών μας ασθενειών, την ίαση δηλαδή από τα πάθη μας. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα. Είναι και ψυχή, η οποία όταν πάσχει  λόγω των παθών της οδηγεί σε ό,τι χειρότερο υπάρχει: τον χωρισμό από τον αιώνιο Θεό. Οπότε μια θεραπεία σωματική χωρίς την ψυχική ίαση τι νόημα θα είχε; Να είναι ίσως κάποιος υγιής για να μπορεί να συνεχίζει μάλλον τις αμαρτίες του!

Την Παναγία πρέπει να Την επικαλούμαστε πάντοτε: πρώτα όμως για τη σωτηρία της ψυχής μας – ό,τι μας διδάσκει η Εκκλησία μας με το «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς» - κι έπειτα, αν είναι προς το συμφέρον μας, και για τη θεραπεία του σώματός μας. Μη ξεχνάμε: ο Χριστός και η Παναγία μάς θέλουν ολόκληρους κοντά Τους, δηλαδή και με την ψυχή και με το σώμα μας. Για να μη συμβαίνει αυτό που και ο όσιος Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης είχε παρατηρήσει σε κάποια κυρία, που προσευχόταν μόνο για τη θεραπεία οφθαλμικής της πάθησης: «Δεν μου δόθηκες πνευματικά ολόκληρη. Προσευχόσουν μόνο για τη σωματική σου θεραπεία, κι όχι και της ψυχής σου»!  

29 Μαρτίου 2024

ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Δεν λέμε κάτι άγνωστο όταν διαπιστώνουμε ότι η ακολουθία των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου αποτελεί μία από τις πιο αγαπημένες ακολουθίες της Εκκλησίας μας για όλους τους χριστιανούς, και τους πιο συνειδητοποιημένους αλλά και τους ευρισκομένους στις παρυφές όπως λέμε αυτής. Ακόμη δηλαδή και όσοι δεν εκκλησιάζονται τακτικά νιώθουν την ανάγκη τις ημέρες των Χαιρετισμών της Παναγίας να βρεθούν στον Ναό, να ανάψουν ένα κερί, να σταθούν, αμήχανα ίσως, μπροστά στην εικόνα της, να αφήσουν κάποιο κρυφό δάκρυ να κυλίσει στην καρδιά τους για κάποιο αίτημα που ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν τι είναι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λαός μας, ο πιστός ορθόδοξος λαός, έστω και με τα σκαμπανεβάσματά του, χαρακτηρίζει την εβδομάδα μετά το τέλος του Ακαθίστου Ύμνου ως «βουβή» ή «κουφή» εβδομάδα. Ούτε βουβή ούτε κουφή βεβαίως είναι, γιατί οι ακολουθίες εξακολουθούν και υφίστανται στους Ναούς, όμως επειδή δεν υπάρχει η συγκεκριμένη αναφορά στην Παναγία, για αρκετούς η Εβδομάδα «δεν έχει φωνή», «δεν ακούγεται».

Και τι είναι αυτό που μαγνητίζει τόσο τους πιστούς ώστε να έλκονται και μη θέλοντας προς την Παναγία; Μα τι άλλο από το γεγονός ότι συνιστά Αυτή, η Μοναδική, τη Μάνα όλων! Μάνα είναι η Παναγία, έστω και συμβολικά για κάποιους, που θα πει μία ανοικτή και τεράστια αγκαλιά, στην οποία μπορεί να βρει καταφύγιο κάθε πονεμένη ψυχή. Και πονεμένες ψυχές είμαστε όλοι μας στον κόσμο τούτο «τον απατεώνα», που το κυριαρχικό στοιχείο του είναι η θλίψη – «κοιλάδα πένθους και δακρύων» χαρακτηρίζει η Αγία Γραφή τη γη αυτή που η Πρόνοια του Θεού θέλησε να βρεθούμε. Ποιος την ώρα της θλίψης του δεν θέλει να καταφύγει στην αγκαλιά της μάνας του; Και πρώτη αγκαλιά, ανά πάσα στιγμή και ώρα, αν το θελήσουμε, είναι της Θεοτόκου.

Και πόσο βεβαιώνεται κανείς για την πραγματικότητα αυτή, όταν έχουμε τον ίδιο τον Κύριο με το αψευδές στόμα Του να το αποκαλύπτει πάνω από τον Σταυρό, καθώς απευθύνεται τόσο στη Μητέρα Του όσο και στον αγαπημένο μαθητή Του τον Ιωάννη: «Ιδού ο υιός σου» - «ιδού η μήτηρ σου». Παιδιά της Παναγίας είμαστε, κατά τον Ιησού Χριστό, Μάνα μας Εκείνη, κατά τον Ίδιο. Και η θεολογική εξήγηση μας ανοίγει τα μάτια: Αφ’ ης στιγμής βαπτιστήκαμε και γινήκαμε μέλη Χριστού, διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε», από εκείνη τη στιγμή και η Παναγία έγινε ουσιαστικά και χαρισματικά η μεγάλη Μάνα μας κι εμείς τα παιδιά Της.

Οπότε η έλξη προς την Παναγία είναι μεν η κατά χάριν φορά μας προς τη υπερφυή μάνα μας, στο βάθος όμως είναι η φορά μας προς τον Κύριο και Θεό μας, ο Οποίος θέλησε να έλθει στον κόσμο ως άνθρωπος μέσα από Εκείνην που την κατέστησε μητέρα Του. Χριστός και Παναγία συν-θεωρούνται πάντοτε κατά την πίστη μας, σε βαθμό που η στάση μας απέναντί Της συνιστά όρο και δόγμα της πίστεως αυτής. Όταν η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει την Παναγία ως «Πλατυτέρα των Ουρανών» είναι ακριβώς διότι έφερε και φέρει έκτοτε στην ύπαρξή της τον Ποιητή Ουρανού και γης, κρατούσε κατά κυριολεξίαν Εκείνον που κρατάει τα σύμπαντα στα χέρια Του – «ου φέρει το μυστήριον έρευναν»!

Σπεύδουμε λοιπόν να «χαιρετίσουμε» και να αγκαλιάσουμε την Παναγία, γιατί σπεύδουμε να βρεθούμε στην αγκαλιά του Δημιουργού μας, να σταθούμε εκεί που αποτελεί το φυσικό κέντρο μας - Εκείνον αναζητούμε χωρίς επίγνωση κάποιες φορές, και μαζί μ’ Εκείνον όλο τον Τριαδικό Θεό μας. Και δεν γίνεται αλλιώς: Η πνοή Εκείνου μας κατέστησε έμψυχες εικόνες Του, κατ’ εικόνα Χριστού δημιουργηθήκαμε, οπότε όντως το πιο φυσιολογικό για τον άνθρωπο είναι να συναντήσει τον Θεό Χριστό του κι εκεί να αναπαυτεί. Όπως αναφέρει ο ιερός Αυγουστίνος «ανήσυχη είναι, Κύριε, η ψυχή μας, μέχρις ότου βρει Εσένα και αναπαυτεί σ’ Εσένα». Μέχρι να συμβεί όμως τούτο οι άνθρωποι θα ταλαιπωρούμαστε, δεν θα νιώθουμε καλά, θα μας δίνουν όλα τα επίγεια και θα αποστρέφουμε το πρόσωπό μας, γιατί θα είναι πολύ λίγα μπροστά στη δίψα μας για το Απόλυτο.

Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας μας ως μαγνήτης των ψυχών μας τελικώς αυτό αποκαλύπτουν: το ποιο είναι το φυσικό κέντρο μας, όπως το βλέπουμε και στην Παναγία Μητέρα του Κυρίου και δική μας Μητέρα. Εκείνη στο δυνατό απόλυτο για τον άνθρωπο έζησε και ζει την παρουσία Του στην ύπαρξή της, αλλά με την υπενθύμιση και της προϋποθέσεως που υφίσταται: της προσκλίσεως της θελήσεώς της στο θέλημα Κυρίου και Θεού της. Που σημαίνει: όσο και εμείς θα επιλέγουμε την υπακοή στο άγιο θέλημα του Θεού μας, τόσο θα Τον βλέπουμε να σαρκώνεται και σ’ εμάς, τόσο δηλαδή θα γινόμαστε κι εμείς «μικρές Παναγίες» που θα έλκονται για τον λόγο αυτόν προς τη Μεγάλη Παναγιά.

22 Μαρτίου 2024

Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει»

Μέσα στήν πένθιμη ἀτμόσφαιρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἡ ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ἔρχεται ὡς ἀκτίνα φωτός πού ἀλλάζει τή διάθεση τῶν πιστῶν – τά χαμηλωμένα φῶτα τοῦ Ναοῦ ἀνάβουν στό ἀνώτερο δυνατό, τά ἄμφια λαμπροφοροῦν καί πάλι, ἡ ἁγία Τράπεζα μέ τά φωτεινά ἐνδύματά της τό ἴδιο. Στήν πραγματικότητα βεβαίως λειτουργεῖ ἡ ἴδια πνευματική ἀτμόσφαιρα, αὐτή τῆς χαρμολύπης, ἡ ὁποία  διαποτίζει πάντοτε ὅλη τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, κι αὐτό γιατί τό ὅποιο λαμπρό στοιχεῖο αὐτῆς προϋποθέτει καί παραπέμπει στό πένθιμο τῆς μετανοίας· τό ὅποιο πένθιμο στοιχεῖο ἀποκαλύπτει ἐξίσου τό λαμπρό καί φωτεινό ἔνδυμά της. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά τήν πιό βαθιά ἀλήθεια πού ζεῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀκολουθεῖ γνήσια τά χνάρια τῆς κεφαλῆς του, δηλαδή τή βίωση τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου – εἶναι μία πραγματικότητα μέ δύο ὄψεις: Σταυρός καί Ἀνάσταση· Ἀνάσταση καί Σταυρός. Κι ἕνας χαιρετισμός, ἤδη ἀπό τήν πρώτη στάση τῆς ἀκολουθίας, ἔρχεται καί μᾶς προβληματίζει πάνω στή συγκεκριμένη πραγματικότητα: χαιρετίζουμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο κυρίως τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της, διότι μέσω αὐτῆς θά λάμψει ἡ χαρά μέσα στόν κόσμο. Ποιά εἶναι αὐτή ἡ χαρά;

1. Ὁ ὑμνογράφος βεβαίως μιλάει γιά τή χαρά πού φέρνει ὁ Χριστός μέ τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο,  σέ ἀντιδιαστολή μέ τή λύπη καί τή μελαγχολία πού κυριαρχοῦσε στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή. Ὁ κόσμος μέχρι νά ἔρθει ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός βρισκόταν βουτηγμένος μέσα σ’ αὐτό πού ἀποτελεῖ αἴτιο τῆς θλίψης καί τῆς λύπης, τήν ἴδια τήν ἁμαρτία, γιά τόν λόγο ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ εἶχε δημιουργηθεῖ γιά νά ζεῖ μαζί μέ τόν Θεό ὡς ἕνας ἄλλος Θεός ἐπί τῆς γῆς, συνεπῶς νά ζεῖ καί τή χαρά καί τήν εὐτυχία τοῦ Θεοῦ, δέν στάθηκε πάνω στή φυσιολογία τῆς δημιουργίας του αὐτῆς, ἀλλά ἐπαναστάτησε καί ἀπώλεσε τή σχέση μέ τόν Δημιουργό του. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι γνωστό: ὁδηγήθηκε στήν παρά φύσιν κατάσταση τῆς ἀπομάκρυνσή του ἀπό Αὐτόν πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς του, συνεπῶς ἄρχισε νά ζεῖ τόν ἴδιο τόν θάνατο, πνευματικό καί ὕστερα καί σωματικό. Ὁ θάνατος ὅμως συνοδεύεται πάντοτε μέ τά γνωρίσματα πού τόν συνοδεύουν, τή θλίψη, τή στενοχώρια, τή μελαγχολία - ὅ,τι συνιστᾶ βίωμα τῆς ἴδια τῆς κόλασης. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό ἐπισημαίνει μέ τόν πιό ἄμεσο καί ἀνάγλυφο τρόπο: «Θλίψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τό πονηρόν». Κι εἶναι συγκλονιστικά τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἤδη ἀπό τήν εἰσαγωγή τῆς Σαρακοστῆς, τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, ὅπου διεκτραγωδοῦν τό ἄλγος καί τόν ἐσωτερικό ἅδη στόν ὁποῖο περιέπεσε ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία. «Κάθισε ὁ Ἀδάμ ἀπέναντι στόν Παράδεισο καί θρηνώντας γιά τή γύμνωσή του ἄρχισε νά ὀδύρεται. Ἀλλίμονο σέ μένα πού μ’ ἔπεισε καί μ’ ἔκλεψε ἡ πονηρή ἀπάτη. Ἀλλίμονό μου… Ἐλεήμονα καί φιλάνθρωπε σοῦ φωνάζω: ἐλέησον ἐμένα πού παράπεσα».

2. Ἔρχεται λοιπόν ὁ Χριστός, ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, προκειμένου νά σηκώσει πάνω Του τήν ἁμαρτία καί τά φρικτά ἀποτελέσματά της (:«ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου») καί νά δώσει στόν ἄνθρωπο πού θά Τόν ἀποδεχτεῖ τή δυνατότητα καί πάλι ἐπαναφορᾶς του στήν ὑγιή πραγματικότητα: νά ζήσει ἐκ νέου τόν Παράδεισο, μαζί μέ Ἐκεῖνον πού εἶναι ὁ Παράδεισος, πιό ἔντονα καί αὐξημένα ὅμως κι ἀπό τήν πρώτη φορά. Ὁ Χριστός μέ ἄλλα λόγια εἶναι ὁ μόνος πού δημιουργεῖ συνθῆκες χαρᾶς, γιατί εἶναι ὁ μόνος πού καταργεῖ τό αἴτιο τῆς λύπης, τήν ἁμαρτία. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι ὅπου δέν ὑπάρχει Χριστός, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει ἀληθινή χαρά, ἔστω καί ἄν παρουσιάζονται στοιχεῖα πού φαίνονται ὅτι τήν «ἀποκαλύπτουν»: διασκεδάσεις, γέλια, ἀπολαύσεις. Ὁ καθένας ὅμως ἀπό τήν ἐμπειρία καί τίς γνώσεις του γνωρίζει ὅτι τά ἐξωτερικά αὐτά σημάδια «λαμπρότητας» τοῦ βίου δέν συνιστοῦν τήν ἀληθινή χαρά. Γιατί λειτουργοῦν στήν ἐπιφάνεια, ἀφήνοντας ἀνέγγιχτο τό βάθος τοῦ ἀνθρώπου πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του. Στήν καρδιά «παίζεται» ἡ ἀληθινή ζωή, ἐκεῖ ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς πλήρωσης καί τοῦ περιεχομένου της, καλό ἤ κακό, ὑπάρχει ἡ χαρά ἤ ἡ θλίψη. Ἀπόδειξη: τά μεγαλύτερα ποσοστά αὐτοκτονιῶν βρίσκονται ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει πρόβλημα φτώχειας καί οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μέσα σέ πλούτη καί ἀνέσεις!

3. Ὁπότε μιλᾶμε γιά τήν ἀληθινή χαρά πού πηγάζει ἀπό τήν καρδιά, πού προϋποθέτει τήν πνευματική ἄσκηση (ὅπως τήν καθορίζουν οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας) γιά τή διατήρηση τῆς καθαρότητάς της, πού ἀφήνει χῶρο μ’ ἕναν λόγο γιά τήν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καί τή θέα τοῦ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». «Πάλιν ὄψομαι ὑμᾶς καί χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία», ὅπως θά πεῖ ὁ Κύριος, γι’ αὐτό καί ὁ ἀσπασμός καί ὁ χαιρετισμός Του ἦταν, κυρίως μετά τήν Ἀνάστασή Του, τό «χαίρετε». Ἀκριβῶς ἔτσι κατανοοῦμε καί τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου «χαίρετε, καί πάλιν ἐρῶ χαίρετε», διότι ἡ χαρά συνιστᾶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν πιστό ἄνθρωπο καί σημαδοτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Πάντοτε χαίρετε… Τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ εἰς ὑμᾶς». «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν… χαρά…».

4. Κι ἐδῶ βρίσκει θέση ἡ ἀρχική μας ὑπενθύμιση: ἡ καρδιακή αὐτή χαρά ἀπαιτεῖ τόν πένθιμο ἀγώνα τῆς μετανοίας, προκειμένου ἡ καρδιά νά καθαριστεῖ ἀπό ὅ,τι βρώμικο καί ἁμαρτωλό ἔχει. Γιατί στήν καθαρή καρδιά μόνο ἐπαναπαύεται ὁ Θεός. Πού θά πεῖ: γιά νά ἀναδυθεῖ ἡ χαρά πρέπει πρῶτα ὁ πιστός νά καταδυθεῖ στήν ἄβυσσο τοῦ ἅδη τῆς καρδιᾶς του  ἐν μετανοίᾳ· νά κλάψει καί νά πονέσει γιά τά διεστραμμένα πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ του· νά χύσει δάκρυα πνευματικά πού θά καθαρίσουν τό ἔδαφος τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Στή χαρισματική αὐτή κατάσταση  βρίσκει ὄντως τόπο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἀρχίζει ἡ ἀνατολή τῆς δράσεώς Του πού συνοδεύεται πάντοτε, ὅπως εἴπαμε, πρῶτα ἀπό τήν ἀγάπη κι ἔπειτα ἀπό τή χαρά. Ἔτσι τό σταυρικό στοιχεῖο τῆς λύπης τῆς μετανοίας ὁδηγεῖ στή χαρά καί τό φῶς τῆς ἀνάστασης, γεγονός πού σφραγίζει τήν ὅλη πνευματική πορεία ἑνός χριστιανοῦ μέσα στόν κόσμο.

Ὁ Χριστός φέρνει πράγματι τήν ἀληθινή χαρά, γιατί Αὐτός εἶναι ἡ πηγή της. Ὁ κόσμος ἄλλαξε τόν ροῦ του ἀφότου Ἐκεῖνος ἔταμε τήν ἱστορία - ἡ μετά Χριστόν ἐποχή χαρακτηρίζεται ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ φωτός καί τῆς χαρᾶς. Ἀρκεῖ βεβαίως νά ὑπάρχει καί ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου: ἡ θέλησή του νά ἀποδεχτεῖ καί νά πιστέψει σ’ Αὐτόν. Ἄν δέν πιστέψει, τό πρό Χριστοῦ μέ τή μελαγχολία καί τή θλίψη του συνεχίζει τήν πορεία του καί μετά τόν ἐρχομό Του. Τό πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν συνιστοῦν πνευματικές συντεταγμένες πού ἀφήνουν τό ἀποτύπωμά τους βεβαίως στόν κορμό τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Κι αὐτή ἡ χάρη καί ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ πού σώζει τόν κόσμο ἦλθε μέσα ἀπό τήν Παναγία Μητέρα Του. Ἡ μοναδικότητα παγκοσμίως τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτει καί τή μοναδικότητα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Διότι «δι’ αὐτῆς ἔλαμψε ἡ χαρά».

ΣΠΟΥΔΗ ΣΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ

 


Α΄ Στάση Χαιρετισμών

      ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δομή του Κοντακίου

Οι 24 «οίκοι» σχηματίζουν αλφαβητική ακροστιχίδα και έχουν εφύμνιο οι μεν περιττοί «Χαίρε, Νύμφη, ανύμφευτε», οι δε άρτιοι «Αλληλούια». Από αυτούς οι 12 αναφέρονται στον Κύριο και τελειώνουν με το «Αλληλούια» = Αινείτε τον Θεό. Οι άλλοι 12 οίκοι αναφέρονται στη Θεοτόκο και τελειώνουν με το «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε». «Εφύμνιο» λέγεται η τελευταία φράση του ύμνου που επαναλαμβάνει ο λαός.

Μέσα στους 72 στίχους συναντούμε 144 χαιρετισμούς στη Θεοτόκο: «Χαίρε, της εκκλησίας ο ασάλευτος Πύργος, Χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος, Χαίρε δι’ ης εγείρονται τρόπαια, Χαίρε, δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι…». Από τη λέξη ΧΑΙΡΕ ονομάστηκαν και Χαιρετισμοί.

Ο Ύμνος διακρίνεται σε δύο ενότητες:

Α) Α-Μ, που αποτελεί το ιστορικό τμήμα (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, σύλληψη Χριστού από την Παναγία, επίσκεψη της Θεοτόκου στην Ελισάβετ, ανησυχία Ιωσήφ, επίσκεψη ποιμένων και μάγων στο νεογέννητο Χριστό, επιστροφή Μάγων, φυγή στην Αίγυπτο, Υπαπαντή), και

Β) Ν-Ω, που αποτελεί το δογματικό-θεολογικό τμήμα (άσπορος σύλληψη, θεότητα και ανθρωπότητα του Χριστού, σωτηρία του ανθρώπινου γένους με τη θυσία του Ιησού, θέωση των ανθρώπων, θεομητορικής αξίας της Θεοτόκου κ.ά.) χωρίς όμως να λείπουν από κάθε ενότητα και στοιχεία της άλλης.

ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ

Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τό, Χαῖρε. καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε, ἐξίστατο, καὶ ἵστατο κραυγάζων πρὸς αὐτὴν τοιαῦτα·

Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.

Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.

Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον, καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.

Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα· χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.

Χαῖρε, ἀστήρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον· χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.

Χαῖρε, δι᾿ ἧς νεουργεῖται  κτίσις· χαῖρε, δι᾿ ἧς βρεφουργεῖται  Κτίστης.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ἄγγελος ποὺ ἦταν πρῶτος μεταξὺ τῶν ἀγγέλων, στάλθηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ πεῖ στὴ Θεοτόκο τὸ χαῖρε. καὶ μὲ τὴν ἀσώματή του φωνή, βλέποντάς σε Κύριε νὰ παίρνεις σῶμα (νὰ γίνεσαι ἄνθρωπος), ἐκπλησσόταν καὶ στεκόταν φωνάζοντας πρὸς αὐτὴν αὐτὰ τὰ λόγια·

Χαῖρε ἐσὺ ἀπ᾿ τὴν ὁποία θὰ λάμψει  χαρά· χαῖρε ἐσὺ ποὺ γιὰ χάρη σου θὰ σβήσει  κατάρα.

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ ἔκανεςνὰ σηκωθεῖ  πεσμένος Ἀδάμ· 

χαῖρε ἐσὺ ποὺ ἔγινες  λύτρωση τῶν δακρύων τῆς Εὔας.

Χαῖρε ὕψος στὸ ὁποῖο δύσκολα μποροῦν νὰ φθάσουν οἱ ἀνθρώπινοι λογισμοί· χαῖρε βάθος ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ κατοπτεύσουν καὶ ἀγγέλων ὀφθαλμοί.

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ ἔγινες  θρόνος τοῦ Βασιλιᾶ (Χριστοῦ)· χαῖρε γιατὶ βαστάζεις (στὴν ἀγκάλη σου) Ἐκεῖνον ποὺ βαστάζει τὰ πάντα.

Χαῖρε ἀστέρι ποὺ προμηνύεις τὸν Ἥλιο, χαῖρε κοιλία τῆς θεϊκῆς (τοῦ Λόγου) σαρκώσεως.

Χαῖρε ἐσὺ μὲ τὴν ὁποία γίνεται καινούργια  κτίση· χαῖρε ἐσὺ μὲ τὴν ὁποία γίνεται βρέφος  Κτίστης.

Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

ΛΞ: πρωτοστάτης: πρώτος σε τάξη, επέμφθη: στάλθηκε, εξίστατο: έμενε εκστατικός, εκλάμψει: θα λάμψει, αρά: κατάρα, εκλείψει: θα σβήσει, ανάκλησις: ανόρθωση, δυσανάβατον: που δύσκολα το φθάνει, εμφαίνων: προμηνύει, νεουργείται: ανακαινίζεται.

 

Βλέπουσα ἡ Ἁγία, ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως· Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς, δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται· ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις; κράζων· Ἀλληλούϊα.

Γνωρίζοντας τὴν ἁγνότητά της ἡ Παναγία λέγει στὸν Γαβριὴλ μὲ θάρρος· Ὅσα παράδοξα ἀκούω ἀπὸ τὴ φωνή σου, εἶναι δύσκολο νὰ τὰ δεχτῶ στὴν ψυχὴ μου· πῶς μοῦ ἀναγγέλλεις κύηση, ἀφοῦ δὲν προηγήθηκε σύλληψη ἀπὸ ἀνθρώπινη σπορά; Κι ὅμως ἐσὺ τὸ λέγεις καὶ φωνάζεις δυνατά, Ἀλληλούϊα (αἰνεῖτε τὸν Θεό).

ΛΞ: φησί: λέει, θαρσαλέως: με θάρρος, δυσπαράδεκτόν μου: με δυσκολία γίνεται δεκτό


Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι, ἡ Παρθένος ζητοῦσα, ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα· Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν Υἱόν, πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; λέξον μοι. Πρὸς ἣν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλὴν κραυγάζων οὕτω·

Χαῖρε, βουλῆς ἀποῤῥήτου μύστις· χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.

Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον· χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.

Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός· χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς Οὐρανόν.

Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα· χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.

Χαῖρε, τὸ Φῶς ἀῤῥήτως γεννήσασα· χαῖρε, τὸ πῶς, μηδένα διδάξασα.

Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν· χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Θέλοντας ἡ Παρθένος νὰ γνωρίσει τὸ ἄγνωστο αὐτὸ μυστήριο, εἶπε δυνατὰ πρὸς τὸν λειτουργὸ Ἄγγελο· πές μου, ἀπὸ σῶμα ἁγνὸ (παρθενικὸ) πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθεῖ γιός; Κι ἐκεῖνος τότε εἶπε πρὸς αὐτὴ μὲ φόβο, φωνάζοντας αὐτὰ τὰ λόγια·

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ γνωρίζεις τὴν ἀπόρρητη βουλὴ τοῦ Θεοῦ· χαῖρε ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ πίστη ἐκείνων ποὺ προσεγγίζονται μὲ τὴ σιγή.

Χαῖρε ἐσύ, ἡ ἀρχὴ τῶν θαυμάτων τοῦ Χριστοῦ. Χαῖρε ἐσὺ ποὺ ἀποτελεῖς τὸ κεφάλαιο στὸ ὁποῖο στηρίζονται τὰ δόγματά Του.

Χαῖρε σκάλα ἐπουράνια μὲ τὴν ὁποία κατέβηκε  Θεός· χαῖρε γέφυρα ποὺ μεταφέρεις αὐτοὺς ποὺ ᾿ναι στὴ γῆ, στὸν οὐρανό.

Χαῖρε, τὸ πολυθρύλητο θαῦμα τῶν Ἀγγέλων, χαῖρε τὸ πολυθρήνητο τραῦμα τῶν δαιμόνων.

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ γέννησες μὲ τρόπο ἀνέκφραστο τὸ φῶς· χαῖρε ἐσὺ ποὺ σὲ κανέναν δὲν δίδαξες τὸ πῶς.

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ ξεπερνᾶς τὴ γνώση τῶν σοφῶν· χαῖρε ἐσὺ ποὺ διαφωτίζεις τὴ διάνοια τῶν πιστῶν.

Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

ΛΞ: γνώναι: να γνωρίσει, λαγόνων: σπλάχνων, τεχθήναι: να γεννηθεί, έφησεν: είπε, βουλής: θέλησης, απορρήτου: μυστικής, μύστης: μυημένη, μετάγουσα: που μεταφέρεις, αρρήτως: ανέκφραστα, καταυγάζουσα: φωτίζεις, φρένας: το νου.


Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ἐπεσκίασε τότε, πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμῳ· καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν, ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως· Ἀλληλούϊα.

Δύναμη τοῦ Ὑψίστου τότε ἐπισκίασε ἐκείνη ποὺ δὲ γνώρισε γάμο, ὥστε νὰ συλλάβει· καὶ τὴν εὔκαρπή της κοιλιὰ τὴν κατέστησε χωράφι εὐχάριστο γιὰ ὅσους θέλουν νὰ θερίσουν (νὰ βροῦν) τὴ σωτηρία τους καὶ οἱ ὁποῖοι ψάλλουν αὐτὰ τὰ λόγια, Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: νηδύν: κοιλιά, ως αγρόν: σαν αγρός, ηδύν: γλυκύ, υπέδειξεν: έδειξε, άπασι: σε όλους γενικά.

Ἔχουσα θεοδόχον,  Παρθένος τὴν μήτραν, ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ· τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε! καὶ ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·

Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα· χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα.

Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον· χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα.

Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν· χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.

Χαῖρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα· χαῖρε, παντὸς τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.

Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία· χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παῤῥησία.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ἔχουσα ἡ Παρθένος μὲς στὴ μήτρα της τὸν Θεό, ἔτρεξε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ. Τὸ βρέφος ἐκείνης (ὁ Ἰωάννης) μόλις κατάλαβε τὸν χαιρετισμό της σκίρτησε ἀπὸ χαρά· καὶ μὲ σκιρτήματα ἀντὶ γιὰ ὕμνους, φώναζε δυνατὰ πρὸς τὴ Θεοτόκο·

Χαῖρε κλῆμα ποὺ πρόβαλες τὸν ἀμάραντο βλαστό· χαῖρε κτῆμα ποὺ πρόσφερες τὸν ἄφθαρτο καρπό.

Χαῖρε ἐσὺ ποὺ γεώργησες τὸν φιλάνθρωπο γεωργό· χαῖρε ἐσὺ ποὺ φύτρωσες τὸν φυτουργὸ τῆς ζωῆς (τὸ Χριστό).

Χαῖρε γῆ ποὺ βλαστάνεις ἄφθονη εὐσπλαγχνία· χαῖρε τραπέζι ποὺ βαστάζεις πλούσιο τὸ ἔλεος.

Χαῖρε γιατὶ κάνεις νὰ ἀνθίσει λιβάδι πνευματικῆς ἀπόλαυσης· χαῖρε γιατὶ ἑτοιμάζεις λιμάνι (σωτηρίας) γιὰ τὶς ψυχές.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι θυμίαμα μεσιτείας δεκτὸ ἀπὸ τὸν Θεό, χαῖρε, ἐσὺ τοῦ κόσμου ὅλου ὁ ἐξιλασμός.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ ἀγαθὴ εὐδοκία (εὔνοια) τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, χαῖρε ἐσὺ ἡ παρρησία τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεό.

Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε.

ΛΞ: θεοδόχον: δέχτηκε τον Θεό, ανέδραμε: έσπευσε, επιγνόν: όταν κατάλαβε, άλμασι: με σκιρτήματα, ακηράτου: αφθάρτου, άρουρα: γη, ευθηνίαν: πλούσιο, ιλασμόν: έλεος, αναθάλλεις: ανθίζεις, λειμώνα: λιβάδι, τρυφής: ευφροσύνης, εξίλασμα: εξιλέωση, ευδοκία: εύνοια.


Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων, λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, πρὸς τὴν ἄγαμόν σε θεωρῶν, καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε· μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἔφη· Ἀλληλούϊα.

Ἔχοντας μέσα του ζάλη ἀπὸ λογισμοὺς ἀμφιβολίας, ὁ δίκαιος Ἰωσὴφ ταράχτηκε, κι ἐνῶ σὲ θεωροῦσε ἄγαμη (Παρθένο), τώρα σὲ ὑποπτευόταν γιὰ παράνομες σχέσεις, Ἄμεμπτε· Σὰν πληροφορήθηκε ὅμως ὅτι ἡ σύλληψη προερχόταν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, φώναξε Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: κλεψίγαμον: μοιχό

                                                                                        π. Ελισσαίος Κ.