Δεν λέμε κάτι άγνωστο όταν διαπιστώνουμε ότι η ακολουθία
των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου αποτελεί μία από τις πιο αγαπημένες
ακολουθίες της Εκκλησίας μας για όλους τους χριστιανούς, και τους πιο
συνειδητοποιημένους αλλά και τους ευρισκομένους στις παρυφές όπως λέμε αυτής.
Ακόμη δηλαδή και όσοι δεν εκκλησιάζονται τακτικά νιώθουν την ανάγκη τις ημέρες
των Χαιρετισμών της Παναγίας να βρεθούν στον Ναό, να ανάψουν ένα κερί, να
σταθούν, αμήχανα ίσως, μπροστά στην εικόνα της, να αφήσουν κάποιο κρυφό δάκρυ
να κυλίσει στην καρδιά τους για κάποιο αίτημα που ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν τι
είναι. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λαός μας, ο πιστός ορθόδοξος λαός, έστω και με τα
σκαμπανεβάσματά του, χαρακτηρίζει την εβδομάδα μετά το τέλος του Ακαθίστου
Ύμνου ως «βουβή» ή «κουφή» εβδομάδα. Ούτε βουβή ούτε κουφή βεβαίως είναι, γιατί
οι ακολουθίες εξακολουθούν και υφίστανται στους Ναούς, όμως επειδή δεν υπάρχει
η συγκεκριμένη αναφορά στην Παναγία, για αρκετούς η Εβδομάδα «δεν έχει φωνή»,
«δεν ακούγεται».
Και τι είναι αυτό που μαγνητίζει τόσο τους πιστούς ώστε
να έλκονται και μη θέλοντας προς την Παναγία; Μα τι άλλο από το γεγονός ότι
συνιστά Αυτή, η Μοναδική, τη Μάνα όλων! Μάνα είναι η Παναγία, έστω και
συμβολικά για κάποιους, που θα πει μία ανοικτή και τεράστια αγκαλιά, στην οποία
μπορεί να βρει καταφύγιο κάθε πονεμένη ψυχή. Και πονεμένες ψυχές είμαστε όλοι
μας στον κόσμο τούτο «τον απατεώνα», που το κυριαρχικό στοιχείο του είναι η
θλίψη – «κοιλάδα πένθους και δακρύων» χαρακτηρίζει η Αγία Γραφή τη γη αυτή που
η Πρόνοια του Θεού θέλησε να βρεθούμε. Ποιος την ώρα της θλίψης του δεν θέλει
να καταφύγει στην αγκαλιά της μάνας του; Και πρώτη αγκαλιά, ανά πάσα στιγμή και
ώρα, αν το θελήσουμε, είναι της Θεοτόκου.
Και πόσο βεβαιώνεται κανείς για την πραγματικότητα αυτή,
όταν έχουμε τον ίδιο τον Κύριο με το αψευδές στόμα Του να το αποκαλύπτει πάνω
από τον Σταυρό, καθώς απευθύνεται τόσο στη Μητέρα Του όσο και στον αγαπημένο
μαθητή Του τον Ιωάννη: «Ιδού ο υιός σου» - «ιδού η μήτηρ σου». Παιδιά της
Παναγίας είμαστε, κατά τον Ιησού Χριστό, Μάνα μας Εκείνη, κατά τον Ίδιο. Και η
θεολογική εξήγηση μας ανοίγει τα μάτια: Αφ’ ης στιγμής βαπτιστήκαμε και
γινήκαμε μέλη Χριστού, διότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν
ενεδύσασθε», από εκείνη τη στιγμή και η Παναγία έγινε ουσιαστικά και
χαρισματικά η μεγάλη Μάνα μας κι εμείς τα παιδιά Της.
Οπότε η έλξη προς την Παναγία είναι μεν η κατά χάριν φορά
μας προς τη υπερφυή μάνα μας, στο βάθος όμως είναι η φορά μας προς τον Κύριο
και Θεό μας, ο Οποίος θέλησε να έλθει στον κόσμο ως άνθρωπος μέσα από Εκείνην
που την κατέστησε μητέρα Του. Χριστός και Παναγία συν-θεωρούνται πάντοτε κατά
την πίστη μας, σε βαθμό που η στάση μας απέναντί Της συνιστά όρο και δόγμα της
πίστεως αυτής. Όταν η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει την Παναγία ως «Πλατυτέρα των
Ουρανών» είναι ακριβώς διότι έφερε και φέρει έκτοτε στην ύπαρξή της τον Ποιητή
Ουρανού και γης, κρατούσε κατά κυριολεξίαν Εκείνον που κρατάει τα σύμπαντα στα
χέρια Του – «ου φέρει το μυστήριον έρευναν»!
Σπεύδουμε λοιπόν να «χαιρετίσουμε» και να αγκαλιάσουμε
την Παναγία, γιατί σπεύδουμε να βρεθούμε στην αγκαλιά του Δημιουργού μας, να
σταθούμε εκεί που αποτελεί το φυσικό κέντρο μας - Εκείνον αναζητούμε χωρίς
επίγνωση κάποιες φορές, και μαζί μ’ Εκείνον όλο τον Τριαδικό Θεό μας. Και δεν
γίνεται αλλιώς: Η πνοή Εκείνου μας κατέστησε έμψυχες εικόνες Του, κατ’ εικόνα
Χριστού δημιουργηθήκαμε, οπότε όντως το πιο φυσιολογικό για τον άνθρωπο είναι
να συναντήσει τον Θεό Χριστό του κι εκεί να αναπαυτεί. Όπως αναφέρει ο ιερός
Αυγουστίνος «ανήσυχη είναι, Κύριε, η ψυχή μας, μέχρις ότου βρει Εσένα και
αναπαυτεί σ’ Εσένα». Μέχρι να συμβεί όμως τούτο οι άνθρωποι θα ταλαιπωρούμαστε,
δεν θα νιώθουμε καλά, θα μας δίνουν όλα τα επίγεια και θα αποστρέφουμε το
πρόσωπό μας, γιατί θα είναι πολύ λίγα μπροστά στη δίψα μας για το Απόλυτο.
Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας μας ως μαγνήτης των ψυχών μας τελικώς αυτό αποκαλύπτουν: το ποιο είναι το φυσικό κέντρο μας, όπως το βλέπουμε και στην Παναγία Μητέρα του Κυρίου και δική μας Μητέρα. Εκείνη στο δυνατό απόλυτο για τον άνθρωπο έζησε και ζει την παρουσία Του στην ύπαρξή της, αλλά με την υπενθύμιση και της προϋποθέσεως που υφίσταται: της προσκλίσεως της θελήσεώς της στο θέλημα Κυρίου και Θεού της. Που σημαίνει: όσο και εμείς θα επιλέγουμε την υπακοή στο άγιο θέλημα του Θεού μας, τόσο θα Τον βλέπουμε να σαρκώνεται και σ’ εμάς, τόσο δηλαδή θα γινόμαστε κι εμείς «μικρές Παναγίες» που θα έλκονται για τον λόγο αυτόν προς τη Μεγάλη Παναγιά.