«Αυτός ο μακάριος καταγόταν από τα μέρη της Ανατολής
και ζώντας από παιδί με ενάρετο τρόπο έφυγε από εκεί κατά θεία Πρόνοια και
έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Συνάντησε τον πρώτο ιδιαίτερο γραμματέα του
βασιλιά και μπήκε στην υπηρεσία του. Αυτός ήταν ο Ταράσιος, η μεγάλη δόξα της
Ορθοδοξίας. Όταν λοιπόν αυτός με θεία ψήφο προκρίθηκε στον θρόνο της
Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ο Παύλος ο Κύπριος παραιτήθηκε από τον θρόνο, ο
λύχνος μπήκε στη λυχνία. Κι αμέσως ο θείος Αρχιερέας οικοδόμησε μοναστήρι στην
είσοδο του Ευξείνου Πόντου και έβαλε εκεί να μένουν αντί πια των κοσμικών τον
πανόσιο Θεοφύλακτο και τον Μιχαήλ, που ζούσαν αφιερωμένοι στον Θεό με έργα και
λόγια στην πόλη των Συνάδων. Έπειτα ο αρχιερέας, αφού έμαθε την απαστράπτουσα
αρετή των ανδρών και την χριστιανική προκοπή τους, έστειλε και τους κάλεσε
αμέσως και τους κατέστησε στον δικό του ευκτήριο οίκο. Δεν πέρασε πολύ διάστημα
και τους προχείρισε σε επισκόπους, τον μεν Μιχαήλ στα Σύναδα, τον δε τίμιο
Θεοφύλακτο στη Νικομήδεια.
Τα κοτορθώματά του Θεοφυλάκτου είναι πάρα πολλά και τα
φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή και οι θείοι ναοί που οικοδομήθηκαν από
αυτόν και τα νοσοκομεία και η προστασία των χηρών και των ορφανών και η άμετρη
ελεημοσύνη. Ήταν τόσο έμπρακτη η αγάπη του μεγάλου μιμητή του Θεού, ώστε
γεμίζοντας δοχείο με χλιαρό νερό, έπλενε και καθάριζε τους ανάπηρους και τους
χωλούς και τους πληγωμένους στα μέλη τους, με τα ίδια του τα χέρια. Όταν έφυγε
από τη ζωή λοιπόν ο μέγας Ταράσιος, αφού διέπρεψε στην αρχιερωσύνη δεκαεννέα
χρόνια και τον διαδέχτηκε ο πάνσοφος Νικηφόρος, συνέπεσε κάποιο ελεεινό
γεγονός. Ο Λέων δηλαδή ο μισόχριστος έγινε βασιλιάς κι αμέσως ο δειλός
προχώρησε στην καθαίρεση των αγίων εικόνων. Μόλις έγινε πολύ φανερό τούτο, ο
μέγας Νικηφόρος αφού κάλεσε τους λογίους από τους αρχιερείς, τον Αιμιλιανό
Κυζίκου και τον Ευθύμιο των Σάρδεων, τον Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, τον Ευδόξιο
Αμορίου, τον Μιχαήλ Συνάδων, και μαζί με πολλούς άλλους και τον μακάριο
Θεοφύλακτο, πάνε προς τον ασεβή και αποστάτη βασιλιά και του φέρνουν
πολλές αποδείξεις από τις θείες Γραφές, σαν φάρμακα. Αυτός όμως, σαν ασπίδα, βούλωσε τα αυτιά του και δεν αισθανόταν
αυτά που του έλεγαν. Συνέχιζε λοιπόν να έχει τις ίδιες απόψεις, χωρίς να
λαβαίνει υπόψη του τίποτε. Και οι μεν άλλοι σιώπησαν στη συνέχεια, ενώ μόνος ο
μακάριος Θεοφύλακτος είπε προς αυτόν: Γνωρίζω ότι δείχνεις περιφρόνηση στην
ανοχή και τη μακροθυμία του Θεού, αλλά θα έλθει πάνω σου ξαφνικά φοβερή
καταστροφή, και η καταστροφή θα είναι όμοια με καταιγίδα και δεν θα υπάρξει
κανείς που θα σε σώσει.
Γι’ αυτά τα λόγια ο βασιλιάς οργίστηκε και τους
κατεδίκασε όλους σε εξορία. Και τον μεν θείο Νικηφόρο στη νήσο Θάσο, τον δε
αοίδιμο Μιχαήλ Συνάδων στην Ευδοκιάδα, και τον καθένα σε άλλο μέρος. Τον
τρισόλβιο δε Θεοφύλακτο στη Στρόβιλο (αυτό είναι φρούριο υπό το θέμα των
Κυβερραιωτών, που ήταν παραλιακό). Εκεί ο μακάριος αυτός ομολογητής Θεοφύλακτος
έμεινε τριάντα χρόνια, υπομένοντας την κακουχία της ξένης χώρας, και μετά
εκδήμησε προς τον Κύριο. Μετά από μερικά χρόνια, όταν έπαυσε η αίρεση και ανέλαμψε
η ορθοδοξία, επί Θεοδώρας της ευσεβεστάτης αυγούστας, και Μεθοδίου του
αγιωτάτου Πατριάρχου, το τίμιο σώμα του οσίου Πατρός ημών Θεοφυλάκτου
ανακομίστηκε από την εξορία και κατατέθηκε στη Νικομήδεια, στον ναό που
κτίστηκε από αυτόν».
Με τον όσιο Θεοφύλακτο έχουμε την επιβεβαίωση αυτού που
σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος για τους ιερείς: «ο Θεός διά πάντων ενεργεί,
ου πάντας χειροτονεί». Μπορεί δηλαδή κάποιος να έχει γίνει κληρικός, να
τελεί τα μυστήρια, να είναι βεβαίως έγκυρα αυτά, προσφέροντα δραστικά τη χάρη
του Θεού, όμως ο ίδιος, όταν δεν έχουν συντρέξει οι αναγκαίοι όροι για τη
χειροτονία του, να μη θεωρείται χειροτονημένος από τον Θεό. Με άλλα λόγια, δρα
διά μέσου αυτού ο Θεός, ο ίδιος όμως, αν δεν μετανοήσει, δεν σώζεται. Ο άγιος
Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου σήμερα, από τα πρώτα που θίγει, και όχι μία
φορά, είναι ακριβώς η αλήθεια αυτή. Τονίζει ότι ο όσιος Θεοφύλακτος χρίστηκε
αρχιερέας από τη χάρη του Θεού «αξίως», διότι ακριβώς ζούσε την αλήθεια
της πίστεως. Κι αυτή η χάρη ευλόγησε και τον τρόπο της ζωής του, διότι είχε
μέσα του πολλή αγάπη. «Έχρισέ σε αξίως χάρις η του Πνεύματος, Πανόλβιε,
ένεκεν αληθείας, και τον τρόπον σου χάριν χρηστότητος» (ωδή α΄). Κι αλλού:
«Έζησες με όσιο τρόπο την ασκητική ζωή, πάτερ σοφέ, γι’ αυτό και χρίστηκες από
τον Θεό Ιεράρχης, να ιερουργείς τα θεία μυστήρια, προς σωτηρία των ψυχών»
(κάθισμα όρθρου). Κι αυτό σημαίνει: αν ενεργεί ο Θεός διά μέσου και αναξίων
θεωρουμένων ιερέων και αρχιερέων, πόσο περισσότερο δρα και ενεργεί διά μέσου
των αξίων Του. Η ίδια τότε η ζωή τους, όχι μόνον η τέλεση των μυστηρίων,
εξακτινώνει την παρουσία του Θεού.
Ο Θεοφάνης με μεγάλη ευχαρίστηση επιμένει να περιγράφει
την αγιότητα του οσίου Θεοφυλάκτου. Κι αυτή κατεξοχήν αποκαλύπτεται στο πιο
σπουδαίο αποδεικτικό στοιχείο ύπαρξης αγάπης προς τον Θεό, την προσευχή. Η
δύναμη της προσευχής του είναι, κατά τον υμνογράφο, «βαρύ πυροβολικό». Όταν
ύψωνε ιδίως τα χέρια του σε προσευχή ο όσιος, τότε κινητοποιούσε τον ίδιο τον
Ουρανό και κατατρόπωνε τους εχθρούς της πίστεως. Για τον υμνογράφο, δηλαδή, ο όσιος Θεοφύλακτος ήταν η έμπρακτη απόδειξη αυτού που
λέει ο απόστολος Παύλος: «να υψώνουμε οσίας χείρας εν προσευχή προς τον Θεό».
«Τα χέρια σου, θεόπνευστε Πάτερ, που τα σήκωνες με όσιο τρόπο προς τον Θεό,
κατατρόπωσαν τους δυσσεβείς εχθρούς της πίστης» (ωδή ε΄). Η εικόνα των υψωμένων
χεριών του οσίου για προσευχή καθηλώνει τον άγιο Θεοφάνη. Βλέπει ότι τα χέρια
αυτά τελικώς κρατούνται από τον ίδιο τον Χριστό, όπως ο πατέρας κρατάει το
μικρό χέρι του παιδιού του για να το καθοδηγήσει με ασφάλεια εκεί που πρέπει. Κι ο Χριστός κρατώντας το χέρι του οσίου
τον καθοδηγεί με ασφάλεια στο «πλάτος του Παραδείσου», στη βασιλεία των
Ουρανών. «Κράτησε το χέρι σου ο Κύριος, θεοφόρε Πατέρα, και σε καθοδήγησε προς
την ουράνια απόλαυση» (ωδή ε΄).
Η αγιότητα του οσίου Θεοφυλάκτου ήταν αποτέλεσμα και της
ασκητικής διαγωγής του, με την οποία υπέταξε τα πάθη του, και της τεράστιας
αγάπης του προς τους συνανθρώπους του, αλλά και των αγώνων του υπέρ της
ευσεβείας. Την εποχή του οι αγώνες αυτοί ήταν υπέρ των αγίων εικόνων: του
Χριστού, της Παναγίας, των υπολοίπων αγίων, δεδομένου ότι από την αποδοχή ή μη
αυτών φανερωνόταν η ορθόδοξη πίστη του καθενός ή η αίρεσή του. Διότι η
εικονομαχία, η απόρριψη των εικόνων, ήταν και είναι χριστολογική αίρεση, άρνηση
της πραγματικότητας της ενανθρώπησης του Θεού μας. Ο όσιος Θεοφύλακτος λοιπόν
αγωνίστηκε πολύ επ’ αυτού. Υπήρξε ομολογητής, διότι όχι μόνον κήρυξε την
αληθινή πίστη, αλλά και έπαθε υπέρ αυτής. Τριάντα χρόνια στην εξορία πέρασε,
που σημαίνει ότι «καθ’ ημέραν απέθνησκε». Κι εκεί ακριβώς άφησε και την
τελευταία του πνοή. Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει και σ’ αυτήν τη διάσταση
της ζωής του οσίου Θεοφυλάκτου. «Σεβόσουν τη θεία και άχραντη εξεικόνιση του
Χριστού κι αρνιόσουνα την ασέβεια των ασεβών» (ωδή γ΄). «Τίμησες την εικόνα του
Χριστού, γι’ αυτό υπέφερες εξορίες και θλίψεις και χρόνια κάθειρξη» (κάθισμα
όρθρου).
Ο άγιος υμνογράφος επιλέγει, σχολιάζοντας το όνομα του οσίου: ο θείος Θεοφύλακτος τελικώς είχε φύλακα στη ζωή του τον ίδιο τον Θεό. «Θείος Θεοφύλακτος, ου Θεός φύλαξ» (στίχοι συναξαρίου).