«Οι άγιοι αυτοί έζησαν κατά τους χρόνους του
Διοκλητιανού. Και ο μεν Αγάπιος καταγόταν από την πόλη της Γάζας, ο δε Τιμόλαος
από τον Πόντο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης, ο Ρωμύλος ήταν
υποδιάκονος της Εκκλησίας στη Διόσπολη, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι ήταν
από την Αίγυπτο. Όλοι αυτοί αφού πρώτα συνέδεσαν τις ψυχές τους με τον πόθο
προς τον Χριστό, έπειτα έβαλαν τα χέρια τους σε δεσμά και προσήλθαν στον
Ουρβανό τον ηγεμόνα της Καισάρειας, ομολογώντας ότι είναι Χριστιανοί. Αυτός
τότε αφού δεν μπόρεσε να τους λυγίσει ούτε με τις απειλές ούτε με τις κολακείες
κι ούτε βεβαίως να τους απομακρύνει από την πίστη του Χριστού, πρόσταξε να
αποκοπούν τα κεφάλια τους με ξίφος».
Είναι λογικό: ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος έχει ως
βάση της θείας του έμπνευσης για τους επτά μάρτυρες - πρώτος των οποίων ο άγιος
Αγάπιος - το όνομα ακριβώς του Αγαπίου. Σχεδόν σε κάθε τροπάριο της ακολουθίας
που συνέθεσε γι’ αυτούς, τονίζει ότι κίνητρο του μαρτυρίου και της εν γένει
αθλήσεώς τους ήταν η σφοδρή αγάπη τους προς τον Κύριο. Ενδεικτικά: «Πληγώθηκες
από την αγάπη του Δεσπότη των όλων Χριστού, μάρτυς αξιοθαύμαστε Αγάπιε, και
επιθύμησες σφοδρά να πεθάνεις γι’ Αυτόν» (ωδή α΄). «Πόθησες πάρα πολύ τον
Χριστό, Αγάπιε, και μιμήθηκες τα πάθη Του με γενναιότητα" (ωδή δ΄). Η
αγάπη του αγίου Αγαπίου και των συν αυτώ για τον Κύριο, που τους οδήγησε στη
μίμηση και του μαρτυρίου Του, επιτείνεται ακόμη περισσότερο, όταν σκεφτεί
κανείς ότι και αυτών το μαρτύριο ήταν εκούσιο, όπως του Χριστού. Κι αυτό το
εκούσιο το παρουσιάζει με έντονο τρόπο και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυρες
αξιοθαύμαστοι, προσφέρατε τους εαυτούς σας σε θεληματική σφαγή» (στιχηρό εσπερινού).
«Μεγαλομάρτυς αξιοθαύμαστε, σφαγιάστηκες σαν αρνί με τη θέλησή
σου» (ωδή δ΄).
Το εθελούσιο μαρτύριο των αγίων, καρπός της σφοδρής
αγάπης τους προς τον Χριστό, που τους έκανε να μοιάσουν κατά πάντα προς Αυτόν,
οδηγεί τη σκέψη του αγίου Ιωσήφ και σε μία άλλη επισήμανση: τέτοιοι άνθρωποι
που φανερώνουν τον Χριστό στον κόσμο, δεν μπορεί παρά να αγιάζουν τη γη με το
αίμα τους, αλλά και να φωτίζουν και τον αέρα ακόμη από εκεί που διαβαίνουν.
«Και τη γη αγιάσατε με τα αίματά σας και τον αέρα καταφωτίσατε με το πέρασμά
σας» (στιχηρό εσπερινού). Και είναι ευνόητο: οι άγιοι ζώντας πλούσια τη χάρη
του Θεού στην ύπαρξή τους, αυτήν προσφέρουν και στον κόσμο που βρίσκονται. Όπου
πατά ένας άγιος αγιάζει τον τόπο και εκδιώκει τα δαιμόνια. Κι όχι μόνον εν ζωή,
αλλά και μετά θάνατο με τα αγιασμένα λείψανά του.Το ψέλνει αδιάκοπα η Εκκλησία
μας με το γνωστό τροπάριο: "Μάρτυρες Κυρίου, πάντα τόπον αγιάζετε, και
πάσαν νόσον θεαπεύετε".
Από την άποψη αυτή οι άγιοί μας συνιστούν τη μεγαλύτερη
ευεργεσία για τον κόσμο. Σ' έναν κόσμο που κείται εν τω Πονηρώ και επηρεάζεται
από τις ενέργειες εκείνου, συνεπώς διαστρέφεται και αλλοιώνεται, όσο βεβαίως
επιτρέπει ο προνοών τα πάντα Κύριος, οι άγιοι λειτουργούν ως θεραπευτικά
φάρμακα. Κι αν ο κόσμος μας εξακολουθεί και υφίσταται ακόμη, όπως έχουν
επισημάνει πολλοί άγιοι, είναι γιατί ο Κύριος παρατείνει τη χρηστότητά του λόγω
της παρουσίας αυτών των αγίων και των προσευχών τους. Συνεπώς αν υπήρχε
στοιχειώδης εξυπνάδα και ένα ελάχιστο ποσοστό ανοικτών πνευματικών αισθήσεων,
θα έπρεπε όλοι, ιδίως οι έχοντες την εξουσία, να στέκουν με προσοχή απέναντι
στους αγίους κι ακόμη: απέναντι στη μήτρα που τους ανέδειξε, την αγία μας
Εκκλησία. Αλλά η απιστία συνήθως συνυπάρχει με την ανοησία: ο πονηρός είναι
πονηρός αλλά όχι έξυπνος, γι' αυτό και μόνος του συνήθως βγάζει τα μάτια του. Ο
άγιος υμνογράφος την παραπάνω αλήθεια επιβεβαιώνει και με το εξής: «Φανήκατε
σαν ξίφος, που κόψατε σε κομμάτια μυριάδες από τους δαίμονες, μακάριοι, με τη
χάρη του Θεού» (ωδή γ΄).