ΚΑΘΑΡΑ
ΤΕΤΑΡΤΗ (1)
«Συνήθειαν
λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία ἕλκει με, εἰς παντελῆ ἀπώλειαν˙ ἀλλά σύ με ἐκ ταύτης λύτρωσαι
τῷ Σταυρῷ σου, Οἰκτίρμον πολυέλεε» (ωδή γ΄ Τριωδίου).
(Πήρε
ως αφορμή τη συνήθειά μου να αμαρτάνω η αμαρτία και γι’ αυτό με τραβάει σε
ολοκληρωτική απώλεια. Αλλά Εσύ, Πολυέλεε Οικτίρμονα Κύριε, λύτρωσέ με από αυτήν
με τον Σταυρό σου).
Τη
δύναμη του Σταυρού του Κυρίου επικαλείται ο άγιος υμνογράφος, προκειμένου να
τον λυτρώσει από την αμαρτία που τον έχει καθηλώσει και αδυνατεί να την
ξεπεράσει. Και η αδυναμία του δεν έγκειται στο γεγονός ότι δεν επαρκούν οι
δυνάμεις του – ο υμνογράφος γνωρίζει καλά ότι ο Κύριος διά του αγίου
βαπτίσματος μάς ενσωμάτωσε στον εαυτό Του και μας μετάγγισε την παντοδυναμία
Του, συνεπώς ο πιστός «πάντα ισχύει εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ» –
αλλά στο γεγονός ότι η θέλησή του προσκλίνει ενηδόνως περισσότερο στα πάθη του
παρά στην αγάπη του Κυρίου του. «Την αμαρτία μου αγαπώ περισσότερο», είναι σαν
να κραυγάζει με δραματικό τρόπο ο ποιητής, κι απόδειξη η αδιάκοπη επανάληψή
της. Η επανάληψη αυτή ασφαλώς καθιστά την αμαρτία στη ζωή του ανθρώπου άτρωτη
και ανίκητη, γιατί τον έλκει με το άρμα της συνήθειας. Ποιος είναι εκείνος που
όταν συνηθίσει κάτι μπορεί εύκολα έπειτα να απαλλαγεί από αυτό; Όπως σ’ αυτές
τις περιπτώσεις η ίδια η ανθρώπινη σοφία επισημαίνει «η συνήθεια γίνεται
δεύτερη φύση στον άνθρωπο» ή για να το πούμε με τον τρόπο του αγίου της
Σαρακοστής μεγάλου Εφραίμ του Σύρου: «μη συνηθίζεις να ηττάσαι στον πνευματικό
πόλεμο, γιατί η συνήθεια είναι δεύτερη φύση».
Ο
ποιητής λοιπόν με επίγνωση, με διάθεση μετανοίας εξομολογείται τη χαλαρότητα
στην πνευματική του ζωή, η οποία όμως τον οδηγεί σε φόβο και τρόμο! Γιατί
βλέπει μπροστά του το αποτέλεσμά της: την απώλειά του ως αιώνια αποκοπή του από
τον Θεό! – ό,τι έχει αποκαλύψει ο Κύριος: «Πλατεία η οδός η απάγουσα εις την
απώλειαν και πολλοί εισιν οι ευρίσκοντες αυτήν». Και τι κάνει; Προβαίνει
στη μόνη σωτήρια κίνηση: τη στροφή προς τον Εσταυρωμένο Κύριο και την κατάθεση
σ’ Αυτόν της αδυναμίας του. «Λύτρωσέ με, Κύριε λόγω της αγάπης Σου!» Είναι η
κίνηση που διαφοροποιεί τον πιστό από τον άπιστο άνθρωπο. Και οι δύο
αμαρτάνουν. Και οι δύο έλκονται πράγματι από τη δύναμη της συνήθειας. Αλλά ο
μεν άπιστος έχοντας διαγράψει τον Χριστό από τη ζωή του μένει μόνος με τον
εαυτό του, δηλαδή μόνος με την αδυναμία του και τον Πονηρό που τον δουλεύει
χωρίς ο ίδιος να το αντιλαμβάνεται. Ο πιστός όμως, έστω και με λιγοστή πίστη,
ξέρει τον δρόμο: κραυγάζει προς «τον μόνον δυνάμενον σώζειν», σαν τον
απόστολο Πέτρο όταν βούλιαζε στα κύματα της θάλασσας: «Κύριε, σώσον με»!
Και πράγματι. Το κοίταγμα προς τον Εσταυρωμένο Χριστό είναι όραση λυτρωτική.
Γιατί πάνω στον Σταυρό ο Κύριος «ήρε την αμαρτίαν του κόσμου», συνεπώς
και την όποια αδυναμία και πονηρία μας. Και η στάση Του έτσι προς το αδύναμο
πλάσμα Του είναι απείρως θερμότερη και από τη στάση της καρδιάς της μάνας προς
το πληγωμένο παιδάκι της: η με σφοδρό πόθο συγκίνησή Του και η στοργική αγκαλιά
Του.
Η εμπειρία των αγίων της Εκκλησίας μας συμπληρώνει: όσο κάνουμε κι εμείς την κίνηση αυτή, να στρεφόμαστε πάντοτε προς τον Κύριο, ιδίως τις ώρες της πλήρους αδυναμίας μας, τόσο θα επιβεβαιώνουμε τη σωτήρια αγάπη Του και σε μας, κι ακόμη: τόσο θα συνηθίζουμε την πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία μας μαζί Του, που σημαίνει ότι θα έχουμε βρει τη μοναδική οδό διαγραφής της καταστρεπτικής συνήθειας της αμαρτίας. Γιατί η έλξη προς τον Χριστό είναι η μεγαλύτερη που υπάρχει στον κόσμο.
ΚΑΘΑΡΑ ΤΕΤΑΡΤΗ (2)
«Νηστείᾳ τῶν λογισμῶν τά πάθη δεῦτε
δουλώσωμεν, πνευματικαῖς ἑαυτούς πτέρυξι περιστείλαντες· ἵνα τήν τοῦ ἐχθροῦ
κινουμένην ζάλην, κοῦφοι περάσαντες, ἄξιοι γενώμεθα, τῆς τοῦ Σταυροῦ
προσκυνήσεως, τοῦ ὑπέρ τοῦ κόσμου σφαγέντος ἑκουσίως, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καί
πνευματικῶς ἑορτάσωμεν, τήν ἐκ νεκρῶν τοῦ Σωτῆρος Ἀνάστασιν· ἐπ’ ὄρους ἀρθέντες,
Μαθηταῖς συνδοξάσωμεν, τόν ἐξουσίαν λαβόντα πᾶσαν, Υἱόν ἐκ Πατρός, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ,
τόν φιλάνθρωπον» (Ἀπόστιχα Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος πλ. δ΄).
(Νηστεύοντας
ἀπό τούς λογισμούς, ἐμπρός ἄς ὑποδουλώσουμε τά πάθη, συγκρατώντας τούς ἑαυτούς
μας μέ πνευματικά φτερά· μέ σκοπό, ἀφοῦ περάσουμε εὔκολα κι ἀνάλαφρα τή ζάλη
πού προκαλεῖ ἐναντίον μας ὁ ἐχθρός διάβολος, νά γίνουμε ἄξιοι νά προσκυνήσουμε
τόν Σταυρό τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος σφαγιάστηκε μέ τή θέλησή Του χάριν τοῦ
κόσμου, κι ἔτσι νά ἑορτάσουμε πνευματικά τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρα
Χριστοῦ. Ὁπότε, πάνω στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν κι ἐμεῖς, (ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ
Κύριος), νά δοξάσουμε μαζί μέ τούς Μαθητές Τόν φιλάνθρωπο Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού ἔλαβε
κάθε ἐξουσία ἀπό τόν Πατέρα μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).
Ὁ ἅγιος
ὑμνογράφος εἶναι σαφέστατος: ὁ σκοπός τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι νά φθάσουμε νά
προσκυνήσουμε τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου πού ἀποκαλύπτει τήν ἄπειρη ἀγάπη Του γιά
τόν κόσμο, συνεπῶς νά ἑορτάσουμε πνευματικά καί τήν Ἀνάστασή Του, ἀφοῦ Σταυρός
καί Ἀνάσταση συνθεωροῦνται πάντοτε στήν πίστη μας. Μέ τόν τρόπο αὐτόν, μᾶς
λέει, ἀληθινές προσκυνητές τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, θά βρεθοῦμε
κι ἐμεῖς νά Τόν δοξολογοῦμε μαζί μέ τούς ἀποστόλους καί κατά τήν ἀνάληψή Του, ἐννοώντας
προφανῶς καί τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἐφεξῆς.
Καί πάλι ὅμως, ὅπως συμβαίνει καί σέ ὅλους τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς ὑπενθυμίζει
ὁ ὑμνογράφος ὅτι γιά τήν προοπτική αὐτή ὑπάρχουν προϋποθέσεις: ἡ καλλιέργεια τῆς
πνευματικῆς ζωῆς, ἡ ὁποία δίνει τά φτερά προκειμένου ὁ πιστός νά ἐλέγχει τόν ἑαυτό
του καί νά ὑποτάσσει τά πάθη του, συνεπῶς καί νά ὑπερβαίνει κάθε ἐπιρροή τοῦ
Πονηροῦ διαβόλου. Κύριο στοιχεῖο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, ἴσως καί τό
καθοριστικότερο, εἶναι ὁ ἔλεγχος τῶν λογισμῶν. Ἡ ποιότητα τῶν λογισμῶν μας
φανερώνει τήν παρουσία ἤ ὄχι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή μας, γι’ αὐτό
καί ὅλοι οἱ Πατέρες μας συμφωνοῦν πώς ἐκεῖ κατεξοχήν στοχεύει ἡ ὅποια νηστεία
καί ἡ ὅποια ἄσκηση ἐπιτελοῦμε. Ἔλεγχος δέ τῶν λογισμῶν σημαίνει ὅτι ἀποκλείουμε
κάθε πονηρή σκέψη ἤ εἰκόνα στόν νοῦ μας, διά τῆς ἀποφασιστικῆς καί ὁρμητικῆς ἐν
ἀγάπῃ στροφῆς στούς καλούς καί ἀγαθούς λογισμούς, πού σημαίνει ἀγκίστρωμα σέ ὅ,τι
ὁ Κύριος μᾶς ἄφησε ὡς ἐντολή.