«Οἱ ἅγιοι αὐτοί ἔζησαν ὅταν βασιλιᾶς ἦταν ὁ
Νουμεριανός (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.). ῾Ο Χρύσανθος εἶχε
πατέρα συγκλητικό ἀπό τήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὀνόματι Πολέμονα, ἐνῶ ἡ Δαρεία ἦταν ἀπό
τήν ᾽Αθήνα. ᾽Επειδή δέ ὁ Χρύσανθος μυήθηκε τά θεῖα ἀπό κάποιο χριστιανό,
βαπτίστηκε καί κήρυττε τόν Χριστό μέ παρρησία, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του
νά τόν κλείσει στή φυλακή. Καθώς ὅμως δέν ὑποχωροῦσε, ἀλλά παρέμενε σταθερός
καί ἀσάλευτος στήν πίστη του, ὁ πατέρας του ἔστειλε καί ἔφερε ἀπό τήν ᾽Αθήνα
μία κόρη ὄμορφη καί ὡραία, ὀνόματι Δαρεία, γιά νά τόν νυμφεύσει, ὥστε μέ τόν ἔρωτα
πρός αὐτήν νά τόν μετακινήσει ἀπό τήν πίστη τῶν χριστιανῶν. ῾Η Δαρεία ὅμως ἀντί
νά πείσει τόν Χρύσανθο, μᾶλλον πείστηκε, κι ἀφήνοντας τήν ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρίας
δέχτηκε τό βάπτισμα. Συμφώνησαν μάλιστα νά διαφυλάξουν τήν παρθενία τους καί οἱ
δύο.
῞Οταν μαθεύτηκε τό γεγονός τῆς μεταστροφῆς καί τῆς
Δαρείας, κατηγορήθηκαν πρός τόν ἔπαρχο Κελλερίνο, ὁ ὁποῖος τούς ἔδωσε
πρός ἐξέταση στόν τριβοῦνο Κλαύδιο τόν ἔπαρχο. Αὐτός τότε τούς τιμώρησε μέ πολλῶν
εἰδῶν βασανιστήρια, ἀλλά καθώς τούς εἶδε νά τά ξεπερνοῦν καί νά μή ὑποκύπτουν, ἄλλαξε
καί πίστεψε στόν Χριστό, μαζί μέ τή γυναίκα του ᾽Ιλαρία καί τά δύο τους παιδιά,
τόν ᾽Ιάσωνα καί τόν Μαῦρο, ὅπως συνέβη καί μέ τούς στρατιῶτες πού ἦταν ὑπό τίς
διαταγές τους, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα δέχτηκαν καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, κατά
τήν δεκάτη ἐνάτη τοῦ μηνός Μαρτίου. Καί ὁ μέν Κλαύδιος, ἀφοῦ δέθηκε σέ λίθο καί
ρίχτηκε στή θάλασσα τελειώθηκε, τῶν δέ παιδιῶν του καί τῶν στρατιωτῶν του ἔκοψαν
τά κεφάλια. ῾Ο ἅγιος Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία ρίχτηκαν σέ βόθρο, κι ἀφοῦ ἔριξαν ἀπό
πάνω χῶμα, καταχώθηκαν, ὁπότε δέχτηκαν καί τό τέλος τοῦ μαρτυρίου».
Δέν εἶναι μόνον ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ ᾽Αθηναία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ
κόσμημα καί σέμνωμα τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν, ἀλλά πολύ πιό πίσω ἀπό αὐτήν ἡ ἁγία
Δαρεία λάμπει καί κοσμεῖ τήν πόλη. Γιατί ἡ ᾽Αθήνα ὑπῆρξε ἡ γενέτειρα καί τῶν
δύο. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος νά μή μπορεῖ νά κάνει ὁποιοδήποτε
συσχετισμό τῶν ἁγίων σπουδαίων αὐτῶν γυναικῶν μαρτύρων, δεδομένου ὅτι ἡ Δαρεία ἔζησε
πρίν ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας Φιλοθέης, ὅμως εἴμαστε βέβαιοι ὅτι καί οἱ δύο ᾽Αθηναῖες
χαίρουν καί ἀγάλλονται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ,
στεφανωμένες μέ τό διπλό στεφάνι τῆς ἄσκησης καί τοῦ μαρτυρίου. Στήν ἁγία
Δαρεία μάλιστα ἴσως λάμπει περισσότερο τό στεφάνι τῆς ἄσκησης, διότι
λαμπρύνθηκε καί ἀπό τόν ἀγώνα τῆς παρθενίας μέ τόν ἰδιότυπο τρόπο τῆς «λευκῆς»
συζυγίας της μέ τόν ἅγιο Χρύσανθο. Κι εἶναι κάτι πού ἀξίζει κανείς νά τονίσει ἐν
προκειμένῳ: χωρίς νά εἶναι κἄν χριστιανή ἡ Δαρεία, πείθεται στά λόγια τοῦ
συζύγου της Χρυσάνθου, πιστεύει στόν Χριστό, ἀφιερώνεται σ᾽ Αὐτόν ὁλοκληρωτικά,
δίνει καί τό αἷμα της γιά χάρη Του. Πόσο καλοπροαίρετη πρέπει νά ἦταν, πόσο ἕτοιμη
γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πειστεῖ στόν σύζυγό της γιά κάτι πού φαίνεται
καί εἶναι ὑπεράνω τῆς φυσικῆς τάξης τῶν πραγμάτων: τήν ἐν συζυγίᾳ παρθενία καί
τό μαρτύριο τοῦ αἵματος! Καί πόση δύναμη λόγων πρέπει νά εἶχε ὁ
Χρύσανθος, πόση φωτεινή προσωπικότητα, ὥστε νά πείσει μία νέα κοπέλα γιά ἕνα
τέτοιο ἐγχείρημα! Τά λόγια του κυριολεκτικά πρέπει νά ἦταν χρυσά, δηλαδή γεμάτα
ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μποροῦν νά διεισδύσουν στήν καρδιά τῆς νεαρῆς
Δαρείας. «῾Υπακούεις σ᾽ αὐτόν πού ἀγαποῦσες, πάνσοφη, ὁ ὁποῖος σέ ὁδηγοῦσε ὡς
νύμφη στόν Χριστό, ἐγκαταλείποντας τόν ἔρωτα τῆς σάρκας μέ τήν ἱερή πίστη» (ὠδή
γ´). «῾Οδήγησες, Χρύσανθε μακάριε, στόν Χριστό τήν ἔνδοξη Δαρεία μέ τά χρυσά
λόγια σου, ἡ ὁποία ἔκανε ἄθλους καί ντρόπιασε τούς τυράννους» (κάθισμα ὠδῆς
γ´).
Ποιητικό αἴτιο τῶν θαυμασίων τῆς μεγάλης αὐτῆς
προσωπικότητας πού λέγεται Χρύσανθος ἦταν βεβαίως, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σφοδρή
ἀγάπη του γιά τόν Κύριο. ῾Η ἀγάπη αὐτή, κυριολεκτικά ἔρωτας πρός τόν Χριστό, ἦταν
ἐκείνη πού τόν φτέρωνε γιά νά ξεπερνᾶ ὅ,τι θεωρεῖται φυσικό καί ἀποδεκτό καί
νόμιμο: ἡ συζυγία, ἡ ἀγάπη τῶν θελγήτρων τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἡ ἀπόλαυση τῶν ἡδέων
τοῦ βίου. «Πληγώθηκες ἀπό τόν γλυκύτατο ἔρωτα τοῦ Δημιουργοῦ, μάρτυρα Χρύσανθε,
κι ἀφοῦ περιφρόνησες τά τερπνά τοῦ βίου, ἔδωσες ὅλη τή ροπή τῆς καρδιᾶς σου σ᾽
Αὐτόν πού ποθοῦσες μέ μεγάλη προθυμία» (ὠδή α´). Κι εἶναι μία ἀλήθεια πού ἡ ᾽Εκκλησία
μας τονίζει διαρκῶς: κανείς δέν μπορεῖ νά ἀπεμπλακεῖ ἀπό τά ὡραῖα τῆς ζωῆς αὐτῆς,
ἄν δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο ὡραιότερο καί ἰσχυρότερο ὡς δύναμη ροπῆς, πού δέν εἶναι
ἄλλη ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Σάν νά ἔχει κάποιος ὡραῖα ἐνδύματα νά φορέσει, ὅμως
μπροστά σέ ἀπείρως ὡραιότερα ἐπιλέγει τά δεύτερα. Καί πράγματι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ὁ
ὑμνογράφος ἔτσι τοποθετεῖ τά πράγματα: «῾Ο Δημιουργός σέ ἔντυσε, μακάριε
Χρύσανθε, μέ ἄφθαρτο χιτώνα πού τόν ὕφανε ἀπό τόν οὐρανό ἡ θεία χάρη, γιατί
κράτησες τό σῶμα σου καθαρό, γι᾽ αὐτό καί σέ στεφάνωσε ὡς νικητή» (ὠδή δ´).
Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Χρύσανθου καί τῆς ἁγίας Δαρείας βεβαίως
γιά τόν Χριστό ἦταν ἐκείνη πού ἔκανε τόν λογισμό τους νά κρατεῖται στέρεος ἀκόμη
καί μπροστά στά βασανιστήρια. ᾽Αγάπη πού ἐνισχυόταν καί ἀπό τήν ἴδια
τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, δεδομένου ὅτι «χωρίς Αὐτῆς οὐ δύναται ὁ ἄνθρωπος
ποιεῖν οὐδέν». Ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἐνίσχυσε τήν ἀγάπη τους γιά τόν
Χριστό, ὥστε καί νά κρατήσουν ἁγνή τή σχέση τους καί νά μή δειλιάσουν μπροστά
στά μαρτύρια. «Μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ κυριαρχήσατε στά πάθη τῆς σάρκας, γι᾽ αὐτό
καί ὁ Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία δροσισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀποτέφρωσαν τή
φωτιά τῶν κολάσεων» (ὠδή η´). Μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφτασαν στό χαρισματικό σημεῖο
τῶν τριῶν παίδων στήν κάμινο τοῦ πυρός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «᾽Αντιτάχτηκες, μακάριε
Χρύσανθε, στόν ματαιόφρονα τύραννο μέ τή σταθερότητα τοῦ λογισμοῦ, κι ἔτσι ὑπέφερες
τούς γδαρμούς τοῦ σώματος. Κι ἐνῶ φλογιζόσουν ἀπό τή φλόγα, δέν καταφλέχτηκες,
ψάλλοντας μαζί μέ τούς τρεῖς παῖδες: Εὐλογεῖτε, πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν
Κύριον» (ὠδή η´).
Δέν εἶναι λοιπόν παράδοξη ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου γιά τούς ἁγίους: εἶναι σάν καθαρά κειμήλια πού ὁ Δημιουργός ἔχει ἀφιερώσει στόν ἐπουράνιο Ναό Του, εὑρισκόμενα μέσα σέ ἄπειρη δόξα. «᾽Αποφύγατε τήν σαρκική ἕνωση μέ τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς, καί φανήκατε σάν ἁγνά κειμήλια τοῦ Παντοκράτορος, ἀφιερωμένα στόν ἐπουράνιο Ναό» (ὠδή η´). «῾Υψωθήκατε πρός ἄπειρη δόξα, Χρύσανθε μάρτυς καί Δαρεία, καί βρίσκεστε στεφανωμένοι μπροστά στόν Παντοκράτορο Λόγο, πρεσβεύοντας γιά ἐμᾶς πού σᾶς μακαρίζουμε πάντοτε» (ὠδή θ´).